Κυριακή 26 Αυγούστου 2018
"Οι μοναχοί ζούσαν με τον τρόπο της γιαγιάς μου..."(Συγκλονιστικό!!!)
site analysis
Γράφει ο Πρωτ. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Ψυχίατρος, Αναπλ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Στις εφηβικές μου αναμνήσεις συνυπάρχουν τα πάρτι, η ροκ μουσική και η γιαγιά μου.
Για εκείνην, η ροκ μουσική δεν ήταν παρά ένας κακότεχνος θόρυβος.
Πάντως σεβόταν περισσότερο την νεανική μας σύγχυση, από όσο εμείς την νηφάλια σοφία της.
Ήξερε που πηγαίναμε, αλλά ποτέ δεν έμπαινε στον πειρασμό να αντιπαρατεθεί προς ό,τι θεωρούσε φυσικό για την ηλικία μας.
Σηκωνόταν, μας φιλούσε, ευχόταν να περάσουμε καλά, κι ύστερα προσέθετε να έχουμε τον Χριστό στην καρδιά μας εκεί που θα είμαστε, και ας κάνουμε ο, τι θέλουμε.
Μετά μας σταύρωνε, ευχόταν να είναι η Παναγιά μαζί μας, και συμπλήρωνε διστακτικά, σαν να μην ήταν σίγουρη αν έπρεπε η όχι να το ξεστομίσει, να μην αργήσουμε, γιατί θα προσευχόταν για μας όσο λείπαμε και δεν άντεχε να ξενυχτάει…
Τελειόφοιτός της Ιατρικής, αφελώς πεπεισμένος για την παντοδυναμία της επιστήμης, βρέθηκα στην Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ.
Έμεινα μόνο λίγες μέρες στο μοναστήρι αλλά η ανακάλυψη υπήρξε συγκλονιστική.
Οι μοναχοί ζούσαν με τον τρόπο της γιαγιάς μου.
Αναγνωριστικά σημάδια:
το κομποσχοίνι, το ανεπιτήδευτο χαμόγελο και η άνευ όρων αποδοχή του άλλου.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πήγα να δω τη γιαγιά.
Μισοαστεία-μισοσοβαρά της είπα κάποια στιγμή:
«Τόσα κομποσχοίνια έχεις, δεν θα μου δώσεις κι εμένα ένα;»
Σοβάρεψε απότομα.
Σχεδόν βούρκωσε.
Πήγε και μου έφερε ένα κομποσχοίνι μεταξωτό και είπε:
«Πάρτο. Είναι το δικό σου. Στο φυλάω τρία χρόνια και περίμενα πότε θα μου το ζητήσεις».
Η γιαγιά μου περίμενε να γυρίσω από τα πάρτι, από την Αγγλία, από…. τον λανθασμένο δρόμο.
Εγώ, και όσοι άλλοι συμπεριλαμβάνονταν στην προσευχή της…
Λίγους μήνες, πριν την αναχώρηση από τα επίγεια, με είχε πάρει ιδιαιτέρως και με αιφνιδίασε πάλι.
Σε ένα χαρτοκιβώτιο είχε μαζέψει μία σειρά με όλα τα λειτουργικά βιβλία.
Με την ίδια απλότητα, που μου έδωσε το «δικό μου» κομποσχοίνι, μου άφησε ρητή εντολή:
«Αν κάποιος από σας γίνει ιερέας, θα τα κρατήσει αυτός. Αν όχι, θα βρεις κάποιο φτωχό ναό και θα τα δώσεις εκεί»…
Στην κηδεία της πολλοί άγνωστοι εμφανίστηκαν και μιλούσαν γι’ αυτήν με ευγνωμοσύνη.
Όπως εκείνη η ηλικιωμένη κυρία, που έλεγε ότι η γιαγιά συνέχισε να την δέχεται στο σπίτι της, όταν όλοι την απέφευγαν.
Και αυτό, γιατί απόκτησε ένα εξώγαμο παιδί λίγο μετά τον πόλεμο και την θεωρούσαν πόρνη. Διηγιόταν, ανάμεσα στα κλάματα, πως της έχωνε τσάντες με τρόφιμα κάτω από το παλτό, παρακαλώντας την να μην το μάθει κανείς…».
Η γιαγιά μου και πολλοί άλλοι ευλογημένοι παππούδες και γιαγιάδες αναπαύονται πια εν ειρήνη.
Η ευθύνη για το σήμερα και το αύριο έχει περάσει στα χέρια μας.
Καλούμαστε να καθρεφτίσουμε τον εαυτό μας στην παρακαταθήκη που μας άφησαν και να προβληματιστούμε σοβαρά για τον τρόπο, που θα διαχειριστούμε την πνευματική μας κληρονομιά...
(by Σοφία Ορφανίδου)-ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ
Σάββατο 25 Αυγούστου 2018
Αυτό το θαύμα έγινε στην Χαρίκλεια Σουσάνη, από την Γαλάτιστα Χαλκιδικής, 17 ετών τότε κοπέλα.
site analysis
Αυτό το θαύμα έγινε στην Χαρίκλεια Σουσάνη, από την Γαλάτιστα Χαλκιδικής, 17 ετών τότε κοπέλα.
Τώρα είναι παντρεμένη, ονομάζεται Χαρίκλεια Σαλαχώρα και μένει στην Θεσσαλονίκη.
Η Χαρίκλεια δούλευε ως μοδίστρα, όταν κατάπιε μια καρφίτσα.
Αμέσως της έγεινε εγχείριση,
και οι γιατροί της αφαίρεσαν την καρφίτσα.
Αντί όμως να γίνει καλύτερα η κοπελίτσα, έγινε χειρότερα. Έμεινε συγκεκριμένα 5 μήνες σε νοσοκομείο και 15 μέρες σε κλινικές της Θεσσαλονίκης.
Στο τέλος κατάντησε τελείως παράλυτη.
Ήταν απελπιστική η κατάσταση της.
Οι γιατροί είχαν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια,
ο δε γιατρός της Γαλάτιστας, είχε πει
: «Να μου κόψετε τα χέρια αν γίνει καλά αυτή η κοπέλα».
Επί 4 ημέρες είχε διαρκώς σπασμούς.
Στο τέλος την κοινώνησαν και περίμεναν το μοιραίο.
Ενώ όλοι βρισκόταν στην θλιβερή αυτή κατάσταση, ο αδελφός της Χαρίκλειας τους παρότρυνε να την πάνε στην Μεγαλόχαρη της Μηχανιώνας.
Πήγαν στην Μηχανιώνα και έμειναν δίπλα στην Μεγαλόχαρη, σε ένα κελί,
προσευχόμενοι και παρακαλώντας την να κάνει το θαυμα της.
Την αλλη μερα ανήμερα της εορτής η Χαρίκλεια ξαφνικά επέταξε με τα χέρια της τα κλινοσκεπάσματα και εξέφρασε την επιθυμία να χαιρετήσει την Εικόνα της Θεομήτορος.
Ρίγη κατέλαβαν τους παρευρισκομένους, όταν την είδαν να ασπάζεται την Εικόνα, γεμάτη πληγές.
Την άλλη μέρα άναψε μόνη της το κανδήλι της Μεγαλόχαρης.
Είχε ξαναπερπατήσει.
Κατόπιν μετά απο καιρό παντρεύτηκε.
Δόξα την ΠΑΝΑΓΙΑ μας.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018
Ασημένιο Φωτεινό ...( μικρό διήγημα για τον Παράδεισο )
Στου Μόρφου ο Αύγουστος πάντα είναι δακρυσμένος… Παραμονές της Παναγίας, οι μνήμες επιστρέφουν σαν βαρβάρων ριπές εκκωφαντικές , που ακόμα τον στόχο τους δεν πέτυχαν … Η Μηλιά θυμάται όπως πάντα ! Θέλει να μην ξεχνά όσα ο Θεός επέτρεψε να γίνουν στο μαρτυρικό τους τόπο , μα και στο σπίτι τους στην πάνω Ζώθκια και δάκρυα μιας ώριμης πλέον θλίψης , μα και αγέρωχης ελπίδας και προσμονής , δροσίζουν τα σκαμμένα από τον χρόνο μάγουλά της , στου καλοκαιριού το καύμα …
Στην κουζίνα της βρίσκεται και φτιάχνει το ταπεινό φαγί της το αλάδιαγο …Φασολάκια …Να… και αυτά ακόμα , της γης τα γεννήματα , πόσες μνήμες δεν της έφεραν στα μάτια ! Ξεκίνησε και πάλι να ψέλνει λόγια υμνητικά της Παναγίας και του Αγίου τους του Μάμαντος, του ακαταγώνιστού τους προστάτη :
Παφλαγονίας το κλέος και μαρτύρων αγλάϊσμα, φύλαξ και φρουρός των Κυπρίων, ανεδείχθης Μάμα μάρτυς ένδοξε…
Πόσο την ανάπαυε τούτο το τροπάρι …Ένιωθε πως την άκουγε ο Άγιος και γι αυτό φρόντιζε όλα τα λόγια του να ακούγονται καθάρια …Τίποτα δεν αμελούσε η Μηλιά , και πάντα σκόρπιζε του Θεού την Σοφία στους γύρω της… Δεν είχε γνώσεις και σπουδές … Ήτανε όπως έλεγε και ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος , διδαχτή του Θεού , με πίστη αδίσταχτη, μόνιμη κάτοικος της πανελεύθερης πατρίδας του ζωντανού Ευεργέτη , που κανένας δαιμονοκίνητος εισβολέας-κατακτητής δεν θα καταστήσει ποτέ κατεχόμενη ! Του Νομοδότη τα έργα και τα ρήματα , γραμμένα ανεξίτηλα πάντα στην καρδιά της , με της ιερής συνείδησης την αιμάτινη μελάνη, να συμμαρτυρά τα κρύφια Θεάρεστα …
Ακόμα και τον γιό της τον Δεσπότη συμβούλευε και εκείνος με πόση αγάπη και υπακοή την αντίκριζε …Μωρός και ταπεινός γινόταν , ρουφώντας αξεδίψαστα τα λόγια της και τις νουθεσίες της … Πρόσεχε Δεσπότη μου , να μη γείρει ο νούς σου! Πρόσεχε !…έτσι του επαναλάμβανε ως το τέλος της …
Την θάλασσαν διήλθεν ώσπερ ζών, και ταύτης τρικυμίας χαλινών, θαυμασίως λάρνακά σου, Μόρφου τη πόλει κατεστήριξας…
-Τέτοιες μέρες ήταν που ο Πέτρος το σπλάχνο μου έφυγε …Στις μέρες τις φριχτές , στου Αττίλα τον όλεθρο, παραμονές της Παναγίας σκοτώθηκε σε εκείνο το δυστύχημα .…
-Αχ γιέ μου ..24 χρονών παληκάρι … Κάνε Άγιέ μου να ναι μαζί όλοι εκεί κοντά σου… Θυμόταν η Μηλιά τον άνδρα της τον Νικόλα που έφυγε νέος στα 50 του και τον άλλον το γιό τους τον Ανδρέα , μα και την αγιασμένη μάμα της την Μυροφόρα την Θεοχάραινα , της κάτω Ζώδειας την Οσία γυναίκα …
-Δόξα σοι ο Θεός …μονολόγησε και τέλεψε του Αγίου το απολυτίκιο …
Διό εν τη μνήμη σου σοφέ, ευώδες μύρον βρύει εξ αυτής. Δόξα τω Θεώ τω ενεργούντι δια σού πάσιν ιάματα…
-Αχ η μανούλα μου με το νέο της φόρεμα του Παραδείσου την στολή ! μονολόγησε ξανά κατεβάζοντας απ την φωτιά τα φασολάκια …
Χαμογέλασε στον συνειρμό που ήρθε και την συνάντησε ! -Φασολάκια καθάριζε κι η θεία Μάρθα η αδελφή της μάμας μου μόλις εκείνη της εμφανίστηκε μετά τον θάνατό της !
Δεκαεπτά χρόνους μικρότερη από την Μυροφόρα …Σαν μάνα της πάντα την ένιωθε σε ολάκερη την ζωή τους ! Και μόλις έφυγε, ένιωσε πως ορφάνεψε ξανά ! Τι κι αν έφτασε εκείνη στα 97 …Τον ένιωσε τον αποχωρισμό έστω τον πρόσκαιρο στα κατάβαθά της η θειά Μάρθα ! Στα 80 της τότε , όλα όσα της δίδαξε η αδελφή της πλέον ήταν δικό της βίωμα και οι προσευχές οι τόσες που από μικρή της μάθαινε, συνέχεια δεν έφευγαν από τα χείλη της …Ένιωσε παράξενα που ξεκίνησε να προσεύχεται με μια δική της προσευχή- παράκληση αμέσως μετά την κηδεία της… Φτάνει λίγο-λίγο και το δικό μου τέλος σκεφτόταν συνέχεια …
-Αχ αδελφούλα μου , μανούλα μου Μυροφόρα, πολύ σε παρακαλώ, πες στον Χριστό μας να με βάλει όπου είσαι και εσύ ! Μήνες ολόκληρους τούτην την ευχή !
Και έφτασε εκείνο το μεσημέρι στην κουζίνα της θειάς Μάρθας …Καθάριζε φασολάκια μόλις της εμφανίστηκε μπροστά της η Μυροφόρα …Σάστισε απ το απότομο , μα γαλήνεψε αμέσως μόλις αντίκρισε το αγαπημένο πρόσωπό της! Μέσα στο Φως τούτο λουσμένο ! Ντυμένη με ένα γαλάζιο ασημένιο φωτεινό φόρεμα ! Δεν ήταν όνειρο , ήταν υπόσταση και γεγονός ! Μπροστά της η αδελφή της !
–Μυροφόρα μου , αδελφούλα μου ,ήρθες ! Που είναι τα τσεμπέρια σου τα διπλά στο κεφαλάκι σου , τα μαύρα σου τα ρούχα ; Τι είναι τούτο που φοράς αδελφή μου ;
-Αυτά φοράμε εδώ , τούτα είναι τα ρούχα όλων μας στη χορεία !
-Μυροφόρα μου ,είχα ξεχάσει πόσο όμορφη ήσουν ! Με άκουσες και ήρθες αδελφούλα μου, μανούλα μου ! Πες μου σε παρακαλώ ,έχω αγωνία … παρακάλεσες τον Χριστό μας για εκείνο που σου είπα τόσες φορές ;
-Ναι , παρακάλεσα , πολλές φορές και πολύ θερμά !
-Και λοιπόν , τι σου αποκρίθηκε ο Κύριός μας ; Θα με βάλει και εμένα εκεί που είσαι και εσύ; Να είμαστε ξανά συνέχεια μαζί ;
-Αδύνατον ! μου είπε ο Κύριος !
-Αδύνατον ;μα γιατί ;
-Γιατί Μάρθα , εμένα με έχει βάλει η Θεία του Δικαιοσύνη πολύ ψηλά ! Δεν γίνεται μου είπε να έρθεις εσύ εκεί !
-Τόσο άθλια είναι η ψυχή μου …που δεν αξίζει …είπε θλιμμένη η Μάρθα ..
-Όχι , δεν είναι αυτό …Εμένα μόλις ανέβηκα με τον Άγγελό μου και Τον προσκύνησα για τρίτη φορά στις σαράντα ημέρες , ο γλυκύτατος Ιησούς χαμογέλασε και είπε : Η Μυροφόρα να οδηγηθεί στην χορεία των Παρθένων , των Οσίων γυναικών !
-Μα , Μυροφόρα μου, εσύ είχες 4 γέννες, πως και σε έβαλε εκεί ο Χριστός μας ;
-Στον Ουρανό αδελφή μου η παρθενία δεν λογαριάζεται όπως κάτω στην γη …Απ όταν κοιμήθηκε ο Θεοχάρης , που έμεινα 35 χρονών μόνη μου με 4 παιδιά , τόσο πολύ πρόσεχα τον νου μου , που ούτε καν δεν σκέφτηκα ποτέ τίποτα το εφάμαρτο , το ακάθαρτο έστω στο ελάχιστο να τον λερώσω ! Εξήντα-δύο χρόνια στα μαύρα , με εκείνο το διπλό μαντήλι στο κεφάλι ! Όχι γιατί πενθούσα , μα γιατί συνέχεια ζούσα του Αποδείπνου τα λόγια …για την νήφουσα καρδιά ! Συνέχισε Μάρθα μου τον αγώνα σου ! Στέλνε λαχτάρα σωτηρίας και φιλότιμο στον Ουρανό ! Στέλνε δάκρυα μετανοίας , ελεημοσύνες και προσευχές ! Κράτα ως το τέλος τον καλόν αγώνα και έχει καλόν και όμορφον τόπο και για σένα ο Χριστός μας …
Έσβησε όπως ήρθε εκείνη η υπερκόσμια λάμψη …Χάθηκε η μορφή της από μπροστά …Μα έμειναν τα λόγια της αδελφής της τα τελευταία, τα γεμάτα αληθινή Ζωή ... Θυμόταν και η Μηλιά ως το τέλος της το επίγειο, τα θαυμάσια που έζησε η θειά της εκείνο το μεσημέρι …
Η θειά Μάρθα ακόμα και σήμερα που έφτασε 103 ετών , νήφει και προσδοκά τον καλόν τον τόπο τον ετοιμασμένο …Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που είδε την αδελφή της την Μυροφόρα λουσμένη στο Φως ! Δεν κύλησε μέρα που να μην προσπαθεί να του αλλάξει του Χριστού μας την γνώμη και το αδύνατον που κάποτε αποκρίθηκε… Μια νέα προσευχή –παράκληση από τότε δεν έλειψε στιγμή απ την καρδιά της: Να μπορούσε λέει να ντυθεί κι η ίδια εν εκείνη τη ημέρα, αυτό το …Ασημένιο Φωτεινό !
Νώντας Σκοπετέας
Διασκευασμένο διήγημα από ομιλία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ.Νεοφύτου.
Εις μνήμην και αγαθή ανάμνηση της κατά σάρκα Μητέρας του Μηλιάς και της Γιαγιάς του Μυροφόρας
Κυριακή 19 Αυγούστου 2018
Μικρό συναξάρι τῆς Σταυρούλας.
site analysis
.... oκτώ χρόνια ἀπό τήν κοίμησή της..
Ἀντί Συναξαρίου
«Δέν νοιώθω θύμα, οὖτε το κακομοίρικο νοιώθω. Ἐγώ νοιώθω μια δύναμη, νοιώθω τόση δύναμη, τόσο γλύκα… Δεν σοῦ λέω ὅτι θα γίνω καλά, μα δεν λυποῦμαι. Πῶς νοιώθω τον θάνατο; Θἄναι ἕνα ἀπό τα πιο γλυκά πράματα τῆς ζωῆς μου. Πῶς ὅταν γέννησα το παιδί μου… και ἀκόμα πιό ἀνώτερο. Ἕνα ἄγγιγμα… Ἔτσι το νοιώθω. Θα με σηκώσει και θα με πάρει μαζί Του. Πού θα με πάει; Ἐκεῖνος ξέρει πιο καλά ἀπό μένα. Πάντωςσίγουρα ἐκεῖ που πάω θἄναι γλυκά. Δεν θἄχω πόνο, θα βλέπω, θα περπατάω, και θἄμαι εὐτυχισμένη. Και θα σᾶς βλέπω και ὅλους. Θα σᾶς βλέπω ὅλους τι κάνετε. Κι ἅμα με θυμώνετε μπορεί να σᾶς βαρῶ καμμιά στο κεφάλι. Ἔτσι εἶναι, εἶπε γελώντας.
Δέν ἔχω φόβο ρέ παιδιά, το καταλαβαίνετε αὐτό.. Ὅταν ἀρρώστησα εἶχα πολύ φόβο. Τώρα δεν ἔχω. Ὁ καρκίνος εἶναι ἕνας πολύ σκληρός δάσκαλος. Ἀλλά εἶναι δάσκαλος. Κι΄ ἐγώ εἶμαι ἕνας πολύ σκληρός ἄνθρωπος για να καταλάβω και να ἀκούσω. Κι ἐμένα δέν μοῦ φτάνανε ο δικός μου νοῦς κι οὖτε οἱ ἄνθρωποι για να μάθω. Ἤθελα σφαλιάρες… και δόξα Σοι ὁ Θεος μοῦ ἤρθανε. Ἀκόμα και να με πάρει, δόξα σοι ὁ Θεός πού ἦρθε. Γιατί ἦρθε για να μάθω και ὄχι για να με τιμωρήσει για κάτι. Δεν ἔχω τόσες ἁμαρτίες για να τιμωρηθῶ τόσο. Ἄσε που ἡ χριστιανική ἐκκλησία, ἐγώ γι αὐτό πῆγα στην χριστιανική ἐκκλησία και ὄχι ἐπειδή εἴμαστε σε μια χώρα χριστιανῶν ὀρθοδόξων - και μόνο γι αὐτό - δέν εἶναι τιμωρός. Εἶναι συγχωρός. Αὐτό πιστεύω και τὄχω συζητήσει κι ὅλας με πνευματικούς. Δεν εἴμαστε προτεστάντες πού αὐτομαστιγώνονται για να συγχωρεθοῦνε οἱ ἁμαρτίες τους ἤ οἱ καθολικοί που ἔχουνε το κομμάτι τῆς τιμωρίας. Μ’ ἀρέσει που ἐξομολογήθηκα στον πατέρα Στ. και ὅτι και να τοῦ εἶπα, μου ἔλεγε.. παιδί μου κι ἐγώ ἔκανα κι αὐτό κι ἐκεῖνο…. ἐσύ τι εἶσαι ; Ἕνας κοινός θνητός εἶσαι και μοῦ λές για ἁμαρτίες τέτοιες ; Αὐτά μοῦ εἶπε ο παπᾶ Στ. Ἐγώ δεν μπορῶ τούς δογματικούς, ἀντιδρᾶ το πνεῦμα μου. Μπορεῖ να εἶναι ἀναρχικό, τι να κάνω. Πάντα ἀμφισβητοῦσε. Δέν θα μποροῦσα να μάθω να μοῦ λέει, γιατί ἔκανες αὐτό, αὐτό, θα τιμωρηθεῖς. Ἔτσι δεν θα ξαναπήγαινα να ἐξομολογηθῶ. Ἀλλά ὁ πατήρ Στ. τοῦ λές κάτι και σε χαιδεύει τόσο ὁλόγλυκα… Δεν σου λέει ἔκανες αυτό, ἐκεῖνο, πρέπει να τιμωρηθεῖς πενήντα φορές, να προσκυνᾶς ἀπό το πρωί μέχρι το βράδυ, τέτοια πράματα. Ἐγώ κλωτσάω σ’ αύτά. Ἐγώ θέλω να με ὑποτάξεις με ἀγάπη. Ἔτσι εἶμαι. Τον κλῆρο τον ἀμφισβήτησα ἕνα μεγάλο διάστημα. Ἄλλο ἡ θρησκεία κι ἄλλο παπάδες ἤ δεσποτάδες. Δεν εἶναι αὐτοί ἡ ἐκκλησία, Δεν εἶναι αὐτός ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι ΑΓΑΠΗ και μόνο ΑΓΑΠΗ. Ὅποιος δεν το καταλάβει αὐτό, δεν ἔχει καταλάβει τίποτα ἀπό τον Θεό. Τίποτα. Εἶναι ἕνας τυφλός ἄνθρωπος κι ἀς εἶναι ἀπο το πρωί μέχρι το βράδυ μες στην ἐκκλησία. Μόνο ΑΓΑΠΗ εἶναι ὁ Θεός. Τίποτα ἄλλο. Και ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΑΠΗ. Ἔχει τόση ἀγάπη που δεν μπορῶ να την περιγράψω σε ἄνθρωπο
Κάνω ἐξομολογηση φαίνεται… λέω, λέω, λέω. Εὐχαριστῶ, τῆς λέω στο αὐτί. Εὐχαριστῶ πού μου το λές. Ἐγώ νομίζω πώς γίνομαι κουραστική. Γιατί… πὼς ὁ Θεός μιλάει μερικές φορές… Πῶ.. Πῶ… αὐτό δεν πρέπει να το λέω. Ντροπή μου, μεγάλη ντροπή. Μόνο να Τον ἀγαποῦμε μποροῦμε. Και ξέρει Αὐτος. Ἀλλά ὄχι να τον ἀκουμπᾶμε. Ἔχει μεγάλη χάρη ὁ Θεὀς. Ἅμα μᾶς ἀφήσει να Τον ἀκουμπήσωμε λίγο… Δόξα Σοι ὁ Θεός
Πῶς ἤταν το ἀγγιγμα Του ; ρωτῶ . Τό ἌΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ; Δέν ὑπάρχει κάτι πιο μεγαλειῶδες στην ζωή μου. Δεν ὑπάρχει πιο μεγάλο, τι να πῶ. Γι αὐτό δεν ὑπάρχουν λόγια Γιάννη μου να το περιγράψεις. Ἤταν το πιό γλυκό ἄγγιγμα στην ζωή μου. Και εὔχομαι να το ἀγγίξει κι ἄλλος κοσμος.Ἤτανε ὅτι πιό γλυκό. Δεν ἔχω νοιώσει κάτι πιο γλυκό, ὁπότε δεν μπορῶ να το περιγρἀψω. Ἦταν πρωτόγνωρο… πρωτόγονο. Πρωτόγονο και πρωτόγνωρο. Και νομίζω πῶς μια φορά το νοιώθεις στην ζωή σου, δεν ἔχει δεύτερη. Ὅτι και να σοῦ συμβεῖ, νομίζω πῶς δεν ἔχει δεύτερη. Αὐτό ἔγινε πέρυσι. Δέν ἔγινε τώρα. Σιγά σιγά το συνειδητοποιῶ. Ἤταν μεγαλειῶδες. Και λέω κάποιος εἶναι στο δωμάτιο. Και κυτάω γύρω γύρω και δεν εἶναι κανείς στο δωμάτιο. Θυμάσαι πῶς ἤμουνα; Δεν ἔτρωγα, δεν σηκωνόμουνα ἀπό το κρεββάτι, πονοῦσα πάαρα πολύ. Ὄχι ὅπως τώρα, τότες πονοῦσα δυνατά. Τώρα δε
Αἰωνία της ἡ μνήμη..ν πονάω τόσο. Και ἀπό κείνη την μέρα πολύ σιγά και σταδιακά καλυτεύρευα. Γι’ αὐτό δεν το συνειδητοποίησα. Κατάλαβα ὅτι κάτι ἔγινε, ἀλλά ξέρεις δεν ἤταν κάτι συνταρακτικό να πῶ, μ΄ ἀκούμπησε κάτι στην ζωή μου και γίναμε ξαφνικά ὅλα στην ζωή μου διαφορετικά. Πολύ ἀργά και σταθερά ἄρχισα να τρώγω. Ἄρχισα να σηκώνομαι ἀπό το κρεββάτι, ἄρχισα να γίνομαι καλά. Πολύ ἀργά. Ἕνα χρόνο, ἕξι μῆνες. Δεν ξέρω. Δεν συγκράτησα χρόνο γιατί δεν συνειδητοποίησα ἐκείνη την ὦρα τί εἶχει γίνει. Το συνειδητοποίησα ἀργά. Κι ἐκεῖ πού το συνειδητοποίησα τὄχασα. Ἀφέθηκα πάλι. Ἀφέθηκα πάλι στις ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου. Κατάλαβες… Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ξεχνάει. Κι ἐγώ. Πόσο ἐγωιστές εἴμαστε. Και συνέχιζα η ζωή μου να κυλάει σε κανονικούς ρυθμούς, τώρα το ξανασυνειδητοποιῶ. Πιο μεστά. Λέω, Σταυρούλα εἶχες ξεχάσει. Και αὐτό μοῦ τὄπε ὁ γιατρός. Ὄχι για τον Θεό, γιατί ὁ γιατρός αὐτός δεν εἶναι με τον Θεό, ἀλλά κάποια στιγμή που ἔλεγα πώς εἶμαι καλά, να μοῦ κόψει τις θεραπείες και γκρίνιαζα, μου λέει. Ἔχεις ξεχάσει. Και θυμάμαι ὅτι μου τὄπες και σύ, και σύ μοῦ ἔχεις πεῖ αὐτή την κουβέντα ὅτι ἔχω ξεχάσει. Κι ὅταν μου τὄπες κι ἐσύ, λέω ἔχω ξεχάσει. Ἔβαλα τα δύο ξεχάσει μαζί, λέω ἔχουνε δίκιο. Ξαναγίνομαι ἕνα μικρό ἀνθρωπάκι. Και ξεχνάω. Και ξεχνάω. Ὄχι την ἀρρώστια. Μα τον Θεό.»
Αἰωνία της ἡ μνήμη..ν πονάω τόσο. Και ἀπό κείνη την μέρα πολύ σιγά και σταδιακά καλυτεύρευα. Γι’ αὐτό δεν το συνειδητοποίησα. Κατάλαβα ὅτι κάτι ἔγινε, ἀλλά ξέρεις δεν ἤταν κάτι συνταρακτικό να πῶ, μ΄ ἀκούμπησε κάτι στην ζωή μου και γίναμε ξαφνικά ὅλα στην ζωή μου διαφορετικά. Πολύ ἀργά και σταθερά ἄρχισα να τρώγω. Ἄρχισα να σηκώνομαι ἀπό το κρεββάτι, ἄρχισα να γίνομαι καλά. Πολύ ἀργά. Ἕνα χρόνο, ἕξι μῆνες. Δεν ξέρω. Δεν συγκράτησα χρόνο γιατί δεν συνειδητοποίησα ἐκείνη την ὦρα τί εἶχει γίνει. Το συνειδητοποίησα ἀργά. Κι ἐκεῖ πού το συνειδητοποίησα τὄχασα. Ἀφέθηκα πάλι. Ἀφέθηκα πάλι στις ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου. Κατάλαβες… Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ξεχνάει. Κι ἐγώ. Πόσο ἐγωιστές εἴμαστε. Και συνέχιζα η ζωή μου να κυλάει σε κανονικούς ρυθμούς, τώρα το ξανασυνειδητοποιῶ. Πιο μεστά. Λέω, Σταυρούλα εἶχες ξεχάσει. Και αὐτό μοῦ τὄπε ὁ γιατρός. Ὄχι για τον Θεό, γιατί ὁ γιατρός αὐτός δεν εἶναι με τον Θεό, ἀλλά κάποια στιγμή που ἔλεγα πώς εἶμαι καλά, να μοῦ κόψει τις θεραπείες και γκρίνιαζα, μου λέει. Ἔχεις ξεχάσει. Και θυμάμαι ὅτι μου τὄπες και σύ, και σύ μοῦ ἔχεις πεῖ αὐτή την κουβέντα ὅτι ἔχω ξεχάσει. Κι ὅταν μου τὄπες κι ἐσύ, λέω ἔχω ξεχάσει. Ἔβαλα τα δύο ξεχάσει μαζί, λέω ἔχουνε δίκιο. Ξαναγίνομαι ἕνα μικρό ἀνθρωπάκι. Και ξεχνάω. Και ξεχνάω. Ὄχι την ἀρρώστια. Μα τον Θεό.»
Ἡ Σταυρούλα, κόρη τοῦ γέροντος Θεοδώρου-Νείλου, ἐκοιμήθη 21 Ἰουλίου 2011, την ἐπομένη τοῦ προφήτη Ἤλιοῦ πού τόσο ἀγαποῦσε. Ἀντί συναξαρίου παραθέτω αὐτούσια ἀπομαγνητοφωνημένα λόγια της, που εἰπώθησαν στο νοσοκομεῖο στις 9 Ἰουνίου, ἐκεῖ στην μεθόριο προς τον Ἀγαπημένο της…. Χριστός Ἀνέστη ἀδερφή και καλή ἀντάμωση.
Σάββατο 18 Αυγούστου 2018
Η αδερφή μας Στέλλα ...
site analysis
Η νέα κοπέλα αδερφή μας Στέλλα μητέρα με ένα παιδάκι ,μετά από την βασανιστική ασθένεια του καρκίνου που απέμεινε με τεράστια υπομονή και πίστη κοιμήθηκε και το αποτέλεσμα της Αγίας υπομονής της ήταν η ακαμψία που συμβαίνει μόνο σε μοναχούς.
Όμως ο μακροθυμος Κύριος βραβεύει την υπομονή και την ταπείνωση και χαρίζει σημάδια αγιότητας ακόμη και σε κοσμικούς .Ας ευχηθούμε να πρεσβεύει για όλους μας !!!
https://www.facebook.com/paterestisekklisias/videos/1535714953194347/Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018
Εξοδιαστικός λόγος σε μια γυναίκα «όνομα και πράγμα»
site analysis
(Επικήδειος στην κα. Αρετή Δράμαλη)
Πριν κάμποσα χρόνια, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, επιστρέφοντας
στη Μητρόπολη ο μακαρίτης ο δεσπότης μας Μελέτιος, μου περιέγραφε έκπληκτος μια
συνάντηση που είχε στον δρόμο, κατά σύμπτωση, με την κυρία Αρετή.
Την πείραζε πάντα και της έλεγε κάποιο αστείο λογοπαίγνιο,
όταν την συναντούσε και τον πλησίαζε εκείνη να πάρει την ευχή του. Συνήθως της
έλεγε: «Να ένα πρόσωπο, όνομα και πράγμα». Αυτό η κυρία Αρετή το άκουγε
δύσφορα, και εκείνη τη μέρα του είπε μια απάντηση, η οποία κατέπληξε και
εκείνον και εμένα και ηχεί ακόμη μέσα στην ψυχή μου. Του είπε: «Σεβασμιότατε,
όταν η αρετή δεν φτάνει να γίνει αγάπη, άχρηστη είναι».
Έκπληκτος ο δεσπότης, επαναλάμβανε αυτόν τον λόγο: «Όταν η
αρετή δεν φτάνει να γίνει αγάπη, άχρηστη είναι», λέγοντας ότι όλοι αυτοί οι
άνθρωποι οι αγράμματοι και απλοϊκοί, που μεγαλώσανε και γεράσανε μέσα στην
Εκκλησία και "ήπιανε" από τον αέρα και την ατμόσφαιρα της Εκκλησίας
είναι εκπληκτικό ότι μπορέσανε να καταλάβουν (...κάμποσοι!) αυτό που περιγράφει
η διδασκαλία της Εκκλησίας για μεγάλους και σοφούς ανθρώπους και ασκητές. Ότι
δηλαδή σε ένα κτίριο δεν έχουν αξία οι σκαλωσιές αλλά το έργο. Δεν έχει αξία η
αρετή αλλά η αγάπη, γιατί η αγάπη είναι το κτίριο. Οι σκαλωσιές χρειάζονται όσο
χτίζεται το κτίριο!
Η κυρία Αρετή ήταν ένα πρόσωπο απλό, απλοϊκό θα λέγαμε,
γεμάτο όμως με διάθεση θυσίας. Όμως προσπαθούσε να παρατηρεί τα λάθη της,
προσπαθούσε να βλέπει τις ατέλειές της, προσπαθούσε να αντιλαμβάνεται τις
κακίες της, τις οποίες διηγούνταν στην εξομολόγηση υπερβάλλοντάς τες με
ταπείνωση αυτοσυνειδησίας.
Όταν ο δεσπότης, περιγράφοντας αυτή τη συνάντηση, μου έλεγε
αυτά τα πράγματα, μου είπε εξ εαυτού και μια επί πλέον παρατήρηση: «Πάτερ, όταν
ο άνθρωπος δεν έχει καρδιά, τι να τα κάνει όλα τα υπόλοιπα χαρίσματα;
Χρειάζεται μια καρδιά η οποία να καταλάβει ότι οι αρετές μάς βοηθάνε να μάθουμε
να αγαπάμε. Άμα δεν υπάρχει αυτό δεν μπορεί να κάνει θυσίες, σκέφτεται μόνο τον
εαυτό του»!
Η κυρία Αρετή ήταν κυριολεκτικώς μια ενσάρκωση της θυσίας.
Είχε ξεχάσει τον εαυτό της. Και ο Ναός του αγίου Χρυσοστόμου την ξέρει σε κάθε
του άκρη και λεπτομέρεια, και το Γηροκομείο την ξέρει σε κάθε του γωνιά και σε
κάθε ράφι του μαγειρείου. Όλη της η ημέρα ήταν μια θυσία. Είτε στο Γηροκομείο,
είτε στον Ναό.
Αδελφοί μου, γράφει μια μεγάλη σοφή γυναίκα: «Θέλει πολλή
αγάπη για να φτάσεις στην απόφαση να ζεις απλά, με έργα ταπεινά και ανιαρά»
(Franҫoise Dolto). Κανένας μας δεν θέλει ταπεινά και ανιαρά έργα. Φανταζόμαστε
όλοι μας ότι είμαστε πλασμένοι για τα πολύ μεγάλα. Όμως δεν βάζουμε καν το πόδι
μας στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας, και δεν φτάνουμε ποτέ στο τελευταίο σκαλί,
το οποίο υποτίθεται ονειρευόμαστε! Αυτή η γυναίκα, που λέει τα παραπάνω, ήταν
μια μεγάλη ψυχίατρος και ψυχολόγος και αυτά τα έμαθε στην πράξη, ότι δηλαδή: «Θέλει
πολλή αγάπη για να φτάσεις στην απόφαση να ζεις απλά, με έργα ταπεινά και
ανιαρά».
Σήμερα, με την καρδιά γεμάτη και χαρά και θλίψη, προπέμπουμε
την κυρία Αρετή στην αγκαλιά του Χριστού. Αυτόν Τον οποίο αγάπησε όλη της τη
ζωή, για Τον οποίον έκανε θυσίες όλη της τη ζωή, Τον οποίον κατάλαβε ότι για να
Τον γνωρίσει, πρέπει να μάθει να αγαπάει όπως αγαπούσε Εκείνος.
Ήρθαμε να Τον παρακαλέσουμε να την δεχθεί κατά την πρόθεσή
της, να την δεχθεί κατά τους κόπους της, να την δεχθεί με τη διάθεση που έχει Αυτός,
να παραγράφει τα λάθη μας. Γιατί ο Χριστός γράφει τα λάθη τα ανθρώπινα πάνω στη
στάχτη, όχι πάνω στα μάρμαρα. Το πρόβλημα είναι από την πλευρά του ανθρώπου.
Εάν θα γυρέψει δηλαδή από το Πνεύμα του Θεού ο καθένας μας να
"φυσήξει" στην καρδιά του. Όταν "φυσήξει", θα σκορπίσει την
στάχτη και μαζί της θα εξαφανιστούν και οι αμαρτίες οι ανθρώπινες!
Έτσι ελπίζουμε, πιστεύουμε και προσδοκούμε και για την κυρία
Αρετή. Το Πνεύμα του Θεού φύσηξε και σκόρπισε τη στάχτη των αμαρτιών της και
τώρα τη δέχεται ο Χριστός κατά την πρόθεση της αγάπης που είχε διάθεση να
φτάσει, σε όποιο μέτρο και εάν έφτασε. Τα υπόλοιπα θα τα αναπληρώσει Εκείνος.
Ευχόμαστε να τη δεχθεί κοντά Του, και να τη γεμίσει
παρηγοριά. Και με την αίσθηση ότι τώρα θα μπορεί να προσεύχεται περισσότερο και
για την κόρη της που έμεινε πίσω, ώστε να αποκτήσει και εκείνη τον δυναμισμό
και το περιεχόμενο που είχε αυτή, και να μπορέσει να περάσει τη ζωή της με την
αναζήτηση ακριβώς μιας καρδιάς, η οποία θα έχει διάθεση θυσίας και προσφοράς,
όχι μονάχα για να αποκτήσει κάποιες αρετές, αλλά για να αποκτήσει αγάπη.
Ο Θεός να δώσει, και για την μία και για την άλλη τα
καλύτερα!
Αιωνία της η μνήμη.
ΠΗΓΗ.Enoriako.info
Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018
Μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης Ειρήνης, της μετονομασθείσης Ξένης μοναχής († 13 Αυγούστου)
site analysis
Έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ. και ήταν κόρη ωραία και ενάρετη. Αυτό το παρατήρησε ο βασιλιάς Αλέξιος ο Κομνηνός και την πάντρεψε με το γιο του Ιωάννη, τον επονομαζόμενο Καλοϊωάννη λόγω των πολλών του αρετών. Η ενάρετη λοιπόν βασίλισσα Ειρήνη, ξόδευε με απλοχεριά σε φιλανθρωπικά έργα, μόνη μάλιστα πήγαινε σε φτωχικές καλύβες, για να δώσει όχι μόνο χρήματα, αλλά και ανώτερη ενίσχυση και παρηγοριά της ελπίδας στο Χριστό. Επίσης έκτισε γηροκομεία και ξενώνες, και άφησε σ’ αυτά μεγάλα χρηματικά ποσά για την ασφαλή και άνετη συντήρηση τους. Στη συνέχεια όμως, η Ειρήνη δοκίμασε μεγάλες θλίψεις. Ο άντρας της σε μια εκστρατεία του στη Συρία το 1143, πέθανε. Αργότερα το ίδιο συνέβη και με τα δύο από τα τέσσερα παιδιά της. Τότε η Ειρήνη, θέλησε να βρει ανακούφιση στις θλίψεις της μέσα στη μοναχική ζωή. Αφού λοιπόν πήρε και τη συγκατάθεση του βασιλιά γιου της Μανουήλ, αποσύρθηκε στη μονή Παντοκράτορος, όπου και έγινε μοναχή, μετονομασθείσα Ξένη. Εκεί τη βρήκε ο θάνατος και την κήδευσαν με μεγάλη απλότητα, όπως η ίδια το επιθυμούσε. Διότι λίγο πριν πεθάνει έλεγε, ότι η βασίλισσα Ειρήνη είχε πεθάνει προ πολλού, και δεν έμενε πλέον παρά μόνο η μοναχή Ξένη.
Η Αγία Ευδοκία η Βασίλισσα († 13 Αυγούστου)
site analysis
Ήταν κόρη του αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου και γεννήθηκε το 401 μ.Χ. Σπούδασε κατά τον καλύτερο τρόπο τη γραμματική, τη ρητορική και τη φιλοσοφία. Όταν πέθανε ο Λεόντιος, άφησε όλη την περιουσία του στους γιους του, και σ’ αυτή άφησε μόνο 100 χρυσά νομίσματα. Όταν, λοιπόν, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει τα κληρονομικά της δικαιώματα, παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο τον Β’, μέσω της αδελφής του Πουλχερίας, που είχε κατενθουσιαστεί από τα σπάνια χαρίσματα της αθηναίας κόρης. Έτσι βαπτίστηκε χριστιανή και πήρε το όνομα Ευδοκία, από Αθηναΐδα που την έλεγαν πρώτα. Η Ευδοκία από τη φύση της γυναίκα σεμνή, δεν ανακατεύθηκε καθόλου με τις βασιλικές υποθέσεις. Την είλκυσε περισσότερο η αλήθεια του Χριστού, γι’ αυτό και επεδίωξε να επισκεφθεί τους Άγιους Τόπους. Όταν ο σκοπός της πραγματοποιήθηκε, αισθάνθηκε την ψυχή της να φτερουγίζει στο θρόνο του Θεού. Η επιστροφή της, όμως, στη Βασιλεύουσα, επεφύλασσε εκπλήξεις. Οι σχέσεις της με τον Θεοδόσιο ψυχράνθηκαν, λόγω συκοφαντιών. Γι’ αυτό, με την άδεια του επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Και με προσευχή, μελέτη και «εν πάση ευσέβεια και σεμνότητι», τελείωσε τη ζωή της.
Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΦΙΛΟΘΕΗ ΓΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ
site analysis
. ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΧΑΤΖΗ.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΦΙΛΟΘΕΗ ΓΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ
Υπάρχουν άνθρωποι διαρκούς αγάπης και αυτό το γεγονός τους τοποθετεί μόνιμα πρώτα στην καρδιά κι έπειτα στη μνήμη προσώπων που τους συνάντησαν κάποτε. Θ’ αναφερθούμε σε μια γυναίκα ορθάνοιχτης καρδιάς, μοναχή, ιεραπόστολο που απέδειξε ότι είμαστε ικανοί για αγάπη, είμαστε όντα αγάπης. Όποιος αγαπάει κερδίζει τελικά ταλαιπωρίες αλλά αυτό είναι προτιμότερο, γιατί οι ταλαιπωρίες πλατύνουν την καρδιά και γίνεται ανοικτός ο άνθρωπος. Έτσι μπορεί ν’ αγαπάει απεριόριστα και ν΄ αναδεικνύεται ως πρόσωπο χωρίς να επιδιώκει την ανάδειξη, λέει ο επίσκοπος Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέφτιτς.
Η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη ήταν ένας άνθρωπος αγάπης που ακριβώς δεν επεδίωκε την ανάδειξη, ωστόσο οι συνάνθρωποί της, που τη γνώρισαν μαρτυρούν τη γερόντισσα μέχρι σήμερα και την αναδεικνύουν. Η ηγουμένη Φιλοθέη από το ιερό ησυχαστήριο Παναγίας Βρυούλων παραχώρησε στην “Ορθόδοξη αλήθεια” συνέντευξη που αφορά στην έρευνα που έκανε με την ευχή του Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου και την προτροπή του να συλλέξει στοιχεία από ανθρώπους που έζησαν από κοντά τη γερόντισσα Γαβριηλία. Η ηγουμένη μάς παραδίδει στοιχεία μιας δυναμικής πορείας: «Αποφασίσαμε να το κάνουμε και να ερευνήσουμε τη ζωή αυτής της οσιακής μορφής. Εμείς γνωρίσαμε στο παρελθόν τη γερόντισσα μέσω του πνευματικού μας, του πατρός Γαβριήλ Τσάφου και αυτός ήταν ο λόγος που ο σεβασμιότατος απευθύνθηκε σ’ εμάς για να γίνει η έρευνα.
Ο γέροντάς μας ο πατήρ Γαβριήλ Τσάφος με καταγωγή από τα Βρύουλα της μικράς Ασίας ήταν εφημέριος στον Ιερό ναό αγίου Ανδρέου στην πλατεία Αμερικής και η γερόντισσα έμενε στο σπιτάκι της στην οδό Μηδείας πολύ κοντά στο ναό. Ήταν αγαπημένοι και στενοί φίλοι. Την έφερνε λοιπόν στο ναό και τη συναντούσαμε εκεί. Έτσι τη γνωρίσαμε. Εκείνοι οι δυο, είχαν βαθιά πνευματική σχέση και αγάπη μεταξύ τους. Υπάρχει ένα γράμμα προς τον πατέρα Γαβριήλ όπου η γερόντισσα του ζητά όταν πεθάνει να τη θάψουν στην περιοχή που είναι χτισμένο τώρα το μοναστήρι της Παναγίας των Βρυούλων. Το συγκλονιστικό βέβαια ήταν ότι όταν γραφόταν η επιστολή αυτή δεν υπήρχε καν μοναστήρι εκεί.
Στη γιορτή τους των Ταξιαρχών, όπου γιόρταζε κι εκείνη και ο πατήρ Γαβριήλ πήγαινε στη θεία Λειτουργία και του προσέφερε πάντα μια ανθοδέσμη κ του έλεγε ο ένας “Γαβριήλ πάει στον άλλο Γαβριήλ” και ήταν τόσο μικροκαμωμένη που δεν φαινόταν το πρόσωπό της πίσω από τα λουλούδια. Έρχονταν να τη συναντήσουν πολλοί άνθρωποι, καλλιτέχνες, φοιτητές, του περιθωρίου, μικροί και μεγάλοι, άνθρωποι που είχαν ή δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία. Ωστόσο είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: Δεν ήθελε ανθρώπους “ξεκουρδισμένους” όπως έλεγε και έστελνε πολλούς στον γέροντα για να εξομολογηθούν και να ξεκουραστούν. Έτσι αργότερα, αφού εξομολογηθούν θα έχουν μια κοινή γλώσσα και θα μπορούν να επικοινωνούν. Πολλά παιδιά που δεν θα ήταν αποδεκτά σε εκκλησιαστικούς χώρους γίνονταν αποδεκτά στον γέροντα Γαβριήλ και την γερόντισσα».
Η ηγουμένη Φιλοθέη θα μας μιλήσει εξομολογητικά για την προσωπική της συνάντηση με τη γερόντισσα Γαβριηλία όταν η δεύτερη είναι ενενήντα ενός ετών και η πρώτη δεκαεννιά.
«Η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη ήταν η πρώτη μοναχή που είδα στη ζωή μου. Ήμουν δεκαεννιά ετών, φοιτήτρια της Θεολογίας και με έλεγαν Αναστασία εκείνη ήταν 91... Είχε έρθει να μας συναντήσει στο ναό του αγίου Ανδρέα την παραμονή της εορτής της Αγίας Φιλοθέης το 1988. Θαύμασα ότι είχε διαύγεια πνεύματος και καθαρότητα προσώπου σαν μικρού παιδιού. Απαντούσε σε όλες μας τις ερωτήσεις και μας έδινε μια ευχούλα ξεχωριστά στον καθένα. Πολύ σύντομα την επισκέφθηκα στο σπίτι της και κάθισα μαζί της μία ώρα. Είπα μέσα μου “Τι ωραία, αν είναι έτσι ο μοναχισμός, μου αρέσει! Αν είναι έτσι η εκκλησία ωραία είναι, εδώ θα μείνουμε”. Ό,τι έκανε το έκανε με λεβεντιά και χαρά, έδινε συνέχεια ευχές και έλαμπε από χαρά το πρόσωπό της. Πριν πάω να συναντήσω τη γερόντισσα είχα ατύχημα κατεβαίνοντας από ένα τρόλεϊ γιατί ήμουν πολύ βιαστική και χτύπησα σοβαρά το γόνατό μου. Σκέφτηκα πως ήταν λάθος μου να βιάζομαι και πως είχα μια αίσθηση ανωτερότητας και έπαρσης εκείνες τις ώρες, ένα λάθος αίσθημα πως είμαι “κάποια” και αφού αντιλήφθηκα αυτή την αστοχία μου απάντησα στον εαυτό μου: “Καλά να πάθεις που χτύπησες έτσι για να μάθεις να περηφανεύεσαι, το έκανε ο Θεός για να συνέλθεις”. Όταν λοιπόν τη συνάντησα στο σπίτι της, στην οδό Λυδίας, της εξομολογήθηκα το γεγονός αλλά και τις σκέψεις μου. Όταν το άκουσε σηκώθηκε, άνοιξε τα χέρια της, με αγκάλιασε και είπε: «Μπράβο, έτσι να κάνεις, πολύ καλά, μπράβο, έτσι πρέπει να κάνεις, κι όχι να λες “αχ τι έπαθα, τι κακό με βρήκε, τι γρουσούζικη μέρα”». Για να με ενισχύσει αναφέρθηκε σ’ ένα περιστατικό από τη ζωή της, όταν κακομίλησε κάποτε σ’ έναν φαντάρο που έβγαζε φωτογραφίες στο μοναστήρι και αμέσως την έπιασε δυνατός πονοκέφαλος και αυτό το ερμήνευσε ότι ήταν μια πληροφορία από τους αγγέλους που σεβόταν και αγαπούσε ιδιαίτερα, ότι δεν φέρθηκε σωστά. Αμέσως του ζήτησε συγνώμη και αυτοστιγμή τής πέρασε ο πονοκέφαλος. Σε όλη της τη ζωή η γερόντισσα αν αρρώσταινε έλεγε ότι εκείνη σε κάτι έφταιξε. Ποτέ δεν πίστεψε ότι κάποιος την κόλλησε κάποια ασθένεια ή ότι άλλος εκτός από την ίδια φταίει. Εκείνη την εποχή πρωτογνώριζα την Εκκλησία και είχα έναν φίλο που ήταν μάγος, μπλεγμένος άνθρωπος. Του γνωστοποίησα ότι θα συναντούσα τη μοναχή Γαβριηλία και του πρότεινα να έρθει μαζί μου. Εκείνος έδειξε σα να τον χτύπησε δυνατό ρεύμα και αρνήθηκε να με ακολουθήσει. Το ανέφερα στη γερόντισσα χωρίς να της πω ότι ήταν μπλεγμένος με τη μαγεία και τότε μου απάντησε με ένταση “μακριά, μακριά, μακριά” σα να κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Ο άνθρωπος αυτός απομακρύνθηκε από μόνος του από τη ζωή μου. Επίσης ήθελα να γίνω Ιεραπόστολος και να δώσω στην Εκκλησία και όχι μόνο να πάρω. Απάντησε ακαριαία με ευχές και χαρά χωρίς δεύτερες σκέψεις και απαισιοδοξίες, ήταν ανοιχτή και πίστευε στον Θεό. Της είπα πολλά και ένιωσα ότι τη ζάλισα:
- Σας κούρασα γερόντισσα!
- Όχι, πόσο χρονών είσαι;
- Δεκαεννιά
- Κι εγώ.
Πετούσα όταν έφυγα.»
Η γερόντισσα Φιλοθέη μάς μεταφέρει και αναλύει στη συνέχεια, στοιχεία του δυναμικού αλλά και βαθιά χριστιανικού βίου της μοναχής Γαβριηλίας.
«Αργότερα τη συναντήσαμε με τον πατέρα Γαβριήλ στο μετόχι του αγίου Νεκταρίου, στο μοναστηράκι της αγίας Σκέπης στην Αίγινα, όπου έμεινε ένα χρόνο. Εκεί που κατοικούσε σ’ ένα κελάκι ήταν πολύ όμορφα απλά και ταπεινά. Ο γέροντάς μας, μικρασιάτης, του αρέσει πάντα το ωραίο και το περιποιημένο, άρχισε να της προτείνει να φτιάξει κάποια πράγματα εδώ κι εκεί και παραπέρα. Τότε η γερόντισσα ευγενικά τον διέκοψε: «Πάτερ δεν θα φτιάξω τίποτα, εδώ όσοι έρχονται θα επισκέπτονται το φτωχό μοναστηράκι». Μετά πήγε στη Λέρο και έπειτα από περίπου δυο χρόνια κοιμήθηκε.
Στην έρευνα που κάναμε για τη γερόντισσα από πρόσωπα που τη συνάντησαν καταγράφονται αναφορές από ανθρώπους με διαφορετικό χαρακτήρα, ηλικία, αλλά και διαφορετικές χώρες, συχνά με άλλες παραδόσεις. Μίλησα με παραπάνω από εξήντα ανθρώπους και το κοινό στοιχείο, στο οποίο όλοι συμφωνούν ότι υπήρχε σε αυτή την όμορφη ψυχή ήταν η αγάπη και η αποδοχή. Δεν σκεφτόσουν τι θα έπρεπε να φορέσεις όταν πας να την επισκεφθείς, πώς θα φερθείς επειδή είναι μοναχή. Κοντά της όλοι νιώθαμε σαν το σπίτι μας, ότι εδώ περνάμε καλά και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πάμε κάπου αλλού. Δεν υπήρχε αυτό που λέμε “Α, αυτή είναι καλόγρια”. Η γυναίκα αυτή γινόταν ο άλλος, γινόταν ο εαυτός σου, σε σημείο σκανδαλώδες. Πήγαινε κάποιος που δεν είχε καμμιά σχέση με τον Χριστό και τον άκουγε να ξεστομίζει το πιο αποκρουστικό πράγμα και δεν έκανε μορφασμό, να τον κάνει να νιώσει άσχημα. Εκείνη δεν υπήρχε, ο εαυτός της ήταν ο άλλος. Το χαρακτηριστικό της ήταν ότι κένωνε τον εαυτό της. Όταν έφευγε ο άνθρωπος αυτός, η γερόντισσα δεν καθόταν να σκεφτεί και να πει “Αχ το καημένο το παιδάκι τι θα γίνει τώρα!”. Ήξερε ότι ο Ένας σώζει. Εκείνη τον είχε τον ταλαίπωρο στην προσευχή της και ησύχαζε γνωρίζοντας ότι Άλλος θα τον σώσει κι όχι η ίδια. Μπορούσε να δει και να βοηθήσει πολλούς ανθρώπους κάθε μέρα, με αυτό τον τρόπο. Παντού εργαζόταν Ιεραποστολικά: στο κελάκι της στη Μηδείας, ή στα Ιμαλάια και το πρόσωπο του αδελφού ήταν η αφορμή. Βέβαια σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω ότι η γερόντισσα Γαβριηλία επαναλάμβανε ότι την αγάπη που είχε για τους ανθρώπους την όφειλε στον Θεό και στη ζωή που έζησε στα πρώτα παιδικά της χρόνια. Είχε πολλή αγάπη για τους ανθρώπους γιατί πήρε πολλή αγάπη από την οικογένειά της. Είχε ισχυρό δεσμό με τη μητέρα της και όταν έφυγε από τη ζωή, τότε δόθηκε ολοκληρωτικά στον Χριστό. Ανοίχτηκε στους ανθρώπους έχοντας σαν παράδειγμα την αγάπη της μητέρας της στους άλλους. Αναφερόταν συχνά στην εξωτερική ιεραποστολή, χωρίς να δείχνει ότι είχε κάνει κάτι σπουδαίο. Η γερόντισσα Γαβριηλία ήταν πάντα απλή, μπορούσε να ζει στο παλάτι τής Ίντιρα Γκάντι, και λίγο μετά σε καλύβα Ινδού. Τη μια φορά ήταν καλεσμένη στους μαχαραγιάδες και την άλλη σε μια τρώγλη και βοηθούσε τα παιδιά στον τόπο των λεπρών. Μια φορά μάλιστα όταν ήταν πλέον μοναχή και βρισκόταν στο παλάτι, η Ίντιρα Γκάντι τη σύστησε σε έναν επιφανή πολιτικό ως φυσιοθεραπεύτρια και ορθόδοξη μοναχή. Τότε ο πολιτικός νομίζοντας πως είναι καθολική όπως η μητέρα Τερέζα, ρώτησε εάν προέρχεται από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και τότε η Ινδή πρωθυπουργός απάντησε “Όχι, όχι είναι κάτι τελείως διαφορετικό”.
Από το βίωμά της φαινόταν ο χαρακτήρας της. Επικοινωνούσε με τους ανθρώπους με το χάδι, το χαμόγελο, την αγάπη, την προσευχή. Αυτή ήταν η διδασκαλία της, συχνά βέβαια δίδασκε και με άλλους τρόπους: Όταν ζούσε στην οδό Μηδείας μαζί με τη μοναχή Αυγουστίνα η δεύτερη μας διασώζει μια όμορφη ιστορία. Ήταν Τετάρτη και είχαν πάει κάποιες κυρίες να την επισκεφθούν, σε λίγο άρχισαν το κουτσομπολιό και κατηγορούσαν κάποιες γυναίκες. Τότε θύμωσε η γερόντισσα, σηκώθηκε, πήγε στο ψυγείο, πήρε ένα κομμάτι τυρί και τους το πέταξε. Εκείνες αναρωτήθηκαν γιατί τους έδωσε να φάνε τυρί με τέτοιο τρόπο και σε ημέρα νηστείας. Η απάντησή της “Τόση ώρα τρώτε τις σάρκες των άλλων, ε, φάτε και τυρί”. Θεωρούσε ότι η αρχή για να καταφέρεις κάτι στην πνευματική ζωή ήταν η αυτομεμψία και η αυτοκριτική και όχι η κατάκριση των άλλων. Με αυτό κρατούσε το νου της στραμμένο στον Θεό και δεν διασπούσε την προσευχή της.
Έδινε ιδιαίτερη σημασία στην προσευχή. Αφιέρωνε κάποιες ώρες την ημέρα και κάποιες μέρες στην εβδομάδα στην προσευχή και μόνο τότε δεν δεχόταν κόσμο. Γνωρίζουμε από τα χαρτιά που άφηνε πως έγραφε μερικές φορές την προσευχή της, δηλαδή προσευχόταν γράφοντας, άλλοτε τον “εξάψαλμο”, άλλοτε το “Κύριε ελέησον”, ή το “Δόξα σοι ο Θεός”. Μάλιστα καθώς γερνούσε, τα γραμματάκια της ήταν τρεμουλιαστά. Αγαπούσε πολύ την προσευχή. Όταν ήμουν φοιτήτρια και την είχα πρωτοσυναντήσει τη ρώτησα για τον τρόπο που θα μπορούσα να προσεύχομαι με την προσευχή του Ιησού και τότε με διαφώτισε: «Θα πιάνεις το σφυγμό σου και με το ρυθμό του σφυγμού σου θα λες το “Kύριε ελέησον”, θα τρως και θα λες “Kύριε ελέησον”, θα πλένεις το πρόσωπό σου και πάλι “Kύριε ελέησον”. Να δοξολογείς τον Θεό. Tο ξέχασες; Δεν πειράζει συνέχισε πάλι από την αρχή». Ένας ψυχίατρος πολύ γνωστός σήμερα, πνευματικό της παιδί, έλεγε γι’ αυτήν πως ένα σημαντικό στοιχείο του χαρακτήρα της ήταν πως κοντά της δεν ένιωθες ένοχος, σε απελευθέρωνε. Σου έδειχνε πως η σχέση σου με τον Θεό δεν ξεκινούσε με τις ενοχές, αλλά με το γεγονός ότι θέλεις τη σχέση με τον Θεό, τον Χριστό. Να λες τ’ όνομά Του με αγάπη κι έρωτα».
Η ηγουμένη Φιλοθέη μάς εμπιστεύεται μέρος της έρευνάς της, από την αποκαλυπτική συνομιλία της με τις αδελφές νοσοκόμες στην κλινική “Παμμακάριστος” που νοσηλευόταν η μοναχή Γαβριηλία όταν έπασχε από τη νόσο του καρκίνου: «Κάποτε αρρώστησε από καρκίνο και νοσηλεύτηκε σε μια κλινική κοντά στον άγιο Ανδρέα. Οι νοσοκόμες που τη φρόντιζαν διαφύλαξαν συγκλονιστικές μαρτυρίες για εκείνη. Έμαθα από αυτές για την ηρεμία με την οποία αντιμετώπισε την ασθένειά της, αλλά και τη δυνατή πίστη της. Νήστευε κατά τη διάρκεια που νοσηλευόταν κι όταν της έλεγαν οι αδελφές να φάει γιατί θα έπεφτε κάτω, εκείνη αρνιόταν απαντώντας: “Μα δεν έχω καρκίνο στην ψυχή, στο σώμα μου έχω”. Μάλιστα μιλούσε στον καρκίνο της και του έλεγε: “Άντε καρκινάκι μου, πολύ έκατσες”. Μέχρι που ήρθε το Πάσχα ανήμερα και θεραπεύτηκε».
Πώς όμως αντιμετώπιζε το θάνατο αυτή η ατρόμητη ψυχή; Από τα λεγόμενα της ηγουμένης Φιλοθέης αντιλαμβανόμαστε ότι η γερόντισσα Γαβριηλία ως αληθινή χριστιανή δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο θάνατος ήταν το τέλος. Ας αφήσουμε τη διήγηση στην ίδια την ηγουμένη:
«Δεν φοβόταν το θάνατο, τον παρομοίαζε μ’ ένα μαντρότοιχο και τον άνθρωπο μ’ ένα λουλούδι, του οποίου ο βλαστός, περνάει τον τοίχο μέσα από μια τρύπα και βγαίνει από την άλλη πλευρά που δεν τη βλέπουμε. Το τριανταφυλλάκι άνθισε στην άλλη μεριά του τοίχου κι εμείς δεν μπορούμε να το δούμε αυτό. Όμως το λουλούδι άνθισε. ΄Ετσι παρίστανε το θάνατο. Είχε σχέση αγάπης με τον Χριστό και δεν τον φοβόταν. Στο τέλος, στις 28 Μαρτίου του 1992, έφυγε ειρηνικά και οι άνθρωποι γύρω της ένιωθαν μια γλυκόπικρη χαρά. Ο Γενικός αρχιερατικός επίτροπος στη Λέρο, ο πατήρ Νικόδημος, ήταν στην εξόδιο ακολουθία της στο νησί της Λέρου. Εκεί, όσοι σήκωσαν το φέρετρό της το ένιωσαν ελαφρύ. Οι κάτοικοι της Λέρου μάς μετέφεραν ότι ένιωσαν ένα αίσθημα ανάπαυσης, αλλά είχαν και την αίσθηση της παρουσίας της. Η γερόντισσα είχε πάρει άδεια να χτιστεί στην περιοχή ένα μοναστηράκι, πριν φύγει για την άλλη ζωή. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να το δει να δημιουργείται κι όταν πια κοιμήθηκε την έθαψαν στο κάστρο απ’ όπου έβλεπε τη μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, την πόλη καταγωγής της. Βέβαια η ίδια είχε εκφράσει το θέλημά της να τη θάψουν στο ψυχιατρείο της Λέρου, πράγμα το οποίο δεν έγινε όπως καταλαβαίνετε. Μέχρι σήμερα έρχονται πολλοί να προσκυνήσουν στον τάφο της από πολλά μέρη».
Ευχαριστούμε την ηγουμένη Φιλοθέη για την εμπιστοσύνη και τη μοιρασιά με εμάς και τους αναγνώστες μας. Στους κεκοιμημένους μιλάμε ελεύθερα, χωρίς να τους ντρεπόμαστε, στους αγίους το ίδιο. Έχουμε ανάγκη να ρίχνουμε φως στη ζωή τους στη γη και υποκλινόμαστε σιωπηλά στα νέα τους δεδομένα, της άλλης όχθης, της άλλης πλευράς του μαντρότοιχου, που έλεγε κι εμψύχωνε η γερόντισσα Γαβριηλία και την παρακαλούμε να μας δείξει με κάποιο τρόπο το τριαντάφυλλο, όπως άνθισε στον καινούργιο τόπο.
ΥΓ
Την1η Αυγούστου του 2018 ημέρα που η συνέντευξη έπαιρνε το δρόμο για το τυπγραφείο μάθαμε ότι ο γέροντας Γαβριήλ Τσάφος εκοιμήθη και έφυγε για να συναντήσει τον Δημιουργό του αλλά και την συνονόματη του γερόντισσα Γαβριηλία. Ήταν η ψυχή του αγίου Ανδρέα, στην πλατεία Αμερικής. Ένας αθόρυβος ιερουργός με τεράστιο έργο. Μιλούσε συχνά για την καταγωγή του που τον καθόρισε, αναφερόταν στην αξία της καρδιακότητας στην ανθρώπινη ζωή. Όπως δήλωσε ο π.Αλέξανδρος Καρυώτογλου: 25 χρόνια υπηρέτησα ως ψάλτης στο εκκλησάκι του αγ. Ανδρέα μετά από πρόσκληση του π. Γαβριήλ, τον οποίο γνώριζα από τα φοιτητικά μου και φοιτητικά του χρόνια. 'Ανθρωπος σπάνιας και γνήσιας αγάπης. Ανθρωπιά, χιούμορ, πίστη βαθιά και ουσιαστική. Μετά το Πάσχα λειτούργησα στο Μοναστήρι, κοιταχτήκαμε στα μάτια, με φίλησε και τον φίλησα. Στο νοσοκομείο ίσως να με αναγνώρισε, τον χαϊδεψα. Θεανθρώπινες καταστάσεις. Καλό σου ταξίδι, φίλε Γιώργο και συλλειτουργέ π. Γαβριήλ. Οι Μικρασιάτες των Βρυούλων που τόσο αγάπησες σε περιμένουν και τόσοι άλλοι....
Σοφία Χατζή
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)