Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

H θυσία της Άννας και το δίλημμα ελευθερίας, που της έβαλε ο Χριστός την ώρα του πνιγμού...



site analysis

Αυτό το συγκλονιστικό γεγονός εκτυλίχτηκε στα νερά του Σαρωνικού στα τέλη του 20ου αιώνα. Το αφηγήθηκε μια απ' τις πιο εκλεκτές μαθήτριες του Οσίου Πορφυρίου, η οποία επρόκειτο να γίνει Μοναχή.

Σ' ένα από τα παραθαλάσσια προάστεια της Αττικής, θα γίνονταν κολυμβητικοί αγώνες γυναικών. 
Θα έπαιρνε μέρος και μια εξαιρετική κοπέλα, η Άννα, η οποία ήταν πρωταθλήτρια στην κολύμβηση, συγγενής και φίλη της μαθήτριας του Οσίου. 

Στους αγώνες θα συμμετείχε επίσης και μία άλλη φίλη της Άννας, η οποία είχε και εκείνη μεγάλη επίδοση σ' αυτό το άθλημα. 

Πρέπει να τονιστεί, ότι η Άννα, εκτός από την εξαιρετική της επίδοση στην κολύμβηση, είχε μιά πολύ καλλιεργημένη ψυχή. 

Ήταν θεοσεβής, ευγενής, γενναιόψυχη. 

Όλοι την αγαπούσαν!

Την ημέρα των αγώνων πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο καθορισμένο μέρος. 

Μεταξύ αυτών και οι γονείς των δύο κοριτσιών. 

Όταν οι αγώνες ξεκίνησαν και οι αθλήτριες ξανοίχτηκαν βαθιά στη θάλασσα, προπορευόταν αισθητά η Άννα. 
Από πίσω της κολυμπούσε η φίλη της.
Ξαφνικά, η Άννα με την άκρη του ματιού της βλέπει την κοπέλα να χάνεται μέσα στα νερά, είχε πάθει κράμπα! 
Αμέσως, με την φιλαλληλία που την διέκρινε, εγκαταλείπει τον αγώνα και κατευθύνεται προς το μέρος της. 
Δυστυχώς όμως οι παρατηρητές του αγώνα δεν αντιλήφθηκαν αμέσως το συμβάν. 
Όταν πλησίασε η Άννα, η φίλη της είχε χάσει πλέον τις δυνάμεις της. 
Στην προσπάθειά της μάλιστα να σωθεί, την έπιασε απ' το λαιμό και βυθίστηκαν και οι δύο. Όταν τελικά πήραν είδηση απ' την ακτή και έσπευσαν κοντά τους, τις βρήκαν και τις δύο νεκρές! 
Εύκολο είναι να φανταστεί κανείς, το θρήνο που έγινε απ' τους γονείς, αλλά και απ' όλον τον κόσμο, ειδικά για την Άννα, την ηρωίδα αυτή της αγάπης. 
Πρώτευε στην κολύμβηση, πρώτευσε και στο μεγαλειώδες άθλημα της αυτοθυσίας, για την σωτηρία του πλησίον! 
Εφάρμοσε τα Θεϊκά λόγια του Κυρίου...
Η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε την ηρωική πράξη της Άννας, δίνοντας το βραβείο στη μητέρα της.
Εκείνη όμως κλονίστηκε! 
Ήταν απαρηγόρητη και κινδύνευε η ψυχή της. 
Τότε επενέβη αποφασιστικά η πνευματική θυγατέρα του Οσίου Πορφυρίου. 
Την παρηγόρησε, την στερέωσε στην Πίστη και με την θερμή προσευχή της στο Θεό η πονεμένη γυναίκα ειρήνευσε, φωτίστηκε και έφθασε στο σημείο να δοξάζει τον Θεό, για την ηρωίδα και μάρτυρα κόρη που της χάρισε.
Η Άννα, η αγία αυτή ψυχή, βλέποντας, με τον τρόπο που μόνο ο Θεός γνωρίζει, τη βοήθεια που πρόσφερε στη μητέρα της η φίλη της και μαθήτρια αυτή του Γέροντα, θέλησε να την ευχαριστήσει. 
Και, το θαυμαστό έγινε!
«Ήταν μεσημέρι», αφηγήθηκε η μαθήτρια του Οσίου Πορφυρίου, 
«δεν κοιμόμουν, ήμουν σε τελείως φυσική κατάσταση, οπότε ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του δωματίου μου και μπαίνει ολόφωτη, Θεϊκά όμορφη, μ' ένα γλυκύτατο χαμόγελο η Άννα! 
Στην αρχή ταράχτηκα, αμέσως όμως, Θεία χαρά και αγαλλίαση με πλημμύρισε. 
Έμεινα άφωνη να την κοιτάζω. 
Τότε ακούστηκε η φωνή της ειρηνική και γλυκιά. 
Μου είπε:
– Πήρα άδεια απ' τον Κύριο να έρθω, να σ' ευχαριστήσω που βοήθησες την μητέρα μου.
Σε παρακαλώ να της πεις, πως εγώ θα μπορούσα να σωθώ. 
Γνώριζα τον τρόπο ν' απελευθερωθώ από τα χέρια της φίλης μου, αλλά δεν θα είχα τη δύναμη να βγω μόνο εγώ στην ακτή και ν' αντικρίσω τη μητέρα της (!!) 
Επίσης, πες της, πως δεν υποφέραμε. 
Σ' εκείνες τις δύσκολες στιγμές μας παρουσιάστηκε ο Κύριός μας, ο Χριστός μας. Χαμογελώντας Θεϊκά, μας είπε: 
"Εάν θέλετε, εγώ θα σας στείλω πίσω, στην επίγεια ζωή. Τι θέλετε, να γυρίσετε πίσω ή να έρθετε μαζί μου;» 
Και εμείς διαλέξαμε να πάμε μαζί Του! 
Κανείς δεν μπορεί να δει την Θεϊκή Του ομορφιά και αγάπη και να προτιμήσει κάτι άλλο, αδελφή μου. 
Μετά πρόσθεσε με περισσότερη ακόμη αγάπη: - Για το καλό που μου έκανες, θα σου πω και εγώ ένα μυστικό τ' Ουρανού.
Έρχονται πολλοί άνθρωποι πάνω καλοί και ενάρετοι. Αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί, οικογενειάρχες και πιστεύουν, ότι θα πάρουν την πρώτη θέση στον Ουρανό.
Η πρώτη θέση όμως ανήκει σ' αυτούς, που θυσιάζουν τη ζωή τους για τους άλλους! 
Σ' αυτούς που μιμούνται το Χριστό στην θυσία!Αυτά είπε και έγινε άφαντη, αφήνοντάς μου μια απερίγραπτη χαρά και συγκίνηση...»
«Η πρώτη θέση στον Ουρανό είναι γι' αυτούς που θυσιάζουν τη ζωή τους για τον πλησίον!...»

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Ο πόνος, ο χρόνος και η μνήμη - Μια ανάγνωση του μυθιστορήματος της Ελένης Θωμά, «Α, ρε μαμά»



site analysis


Ηπειρώτισσα μάνα

Δημήτρης Παπανικολάου, 
μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου
Σαν ταινία σε παλιό σινεμά, προβάλλεται απρόμαυρη όλο νερά, σαν δάκρυα που κυλάνε, η δραματοποιημένη ιστορία που εκτυλίσσεται σ΄ ένα μικρό χωριό της Ηπείρου, την πιο σκληρή περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας. Του Εμφυλίου σπαραγμού, των πέτρινων χρόνων, της μετανάστευσης και της μετέπειτα εποχής.
Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην πληγή του κοινωνικού και προσωπικού χρόνου, για ό,τι συνετελέσθη σε μια ρωγμή της μικρής πατρίδας, που  σαν χαράδρα άνοιξε στον τόπο η Ιστορία. Η αφηγήτρια, γράφει και καταγράφει εν είδει αστυνομικού «δελτίου συμβάντων», το χρονικό ενός «φονικού», το οποίο διεπράχθη στη σιωπή μιας βαριά τραυματισμένης κοινωνίας, από τη βία της εποχής και το πνεύμα της ενοχής. Εκεί όπου οι προκαταλήψεις και οι κώδικες τιμής, εμποτισμένοι από τον φόβο, είχαν τότε τον πρώτο λόγο. Εκεί, θύτες και θύματα, αίτιοι και υπαίτιοι, παρανομούντες και τιμωροί, μπερδεύονταν σ’ ένα σύννεφο πυκνό, που κάλυπτε όλους τους άμεσα και έμμεσα εμπλεκομένους. Μα σαν ξέσπασε η μπόρα, με τη βροχή των αποκαλύψεων, όλα στροβιλίζονταν στου ποταμού τις δίνες και τέλος παρασύρθηκαν απ’ τη μεγάλη κατεβασιά.
Τα πήρι όλα του πουτάμ’ πιδάκιμ’, λέγανε στην ντοπιολαλιά, όλοι όσοι θέλαν να ξορκίσουν το κακό και να ξεχάσουν. Ο Άραχθος, ο «Μέγας» ποταμός, ως καθαρμός, όλα τα παρασέρνει στου χρόνου τη ροή και λειτουργεί, τότε και τώρα, σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, πλωτό νησί των Λωτοφάγων.
Η συγγραφέας, σαν ψηφιδογράφος, ανασκάπτοντας το πίσω μέρος του χρόνου, ανακαλύπτει τις ψηφίδες και με κόπο καλύπτει τα κενά στο διάτρητο μωσαϊκό, δείχνοντας μ’ εκφραστικό τρόπο κι αποκαλυπτική γραφή, τη μεγάλη εικόνα της ιστορίας. Τον συναισθηματικό κόσμο, την υπαρξιακή οδύνη, τα προσωπικά αδιέξοδα, τις τεκτονικές αλλαγές και τις επιπτώσεις σε εκείνους που, εκόντες άκοντες, μετείχαν ως παίγνια «στου κύκλου τα γυρίσματα».1  
Με οδηγό μια γλώσσα σκληρή, σαν τις πέτρες της Ηπείρου και με μεταβλητές από την καθομιλουμένη στην ντοπιολαλιά, ξετυλίγει το κουβάρι μιας ανείπωτης τραγωδίας, που εξακτινώνεται πέραν του «μικρού χωριού», σε κάθε κλειστή κοινωνία, ως συνθήκη και νομοτέλεια, παραπέμποντας με κοινωνιολογικούς και ψυχολογικούς όρους στο αναπόφευκτο και αναπόδραστο της Ιστορίας. Το προσωπικό αδιέξοδο των πρωταγωνιστών, - πέραν των πολιτισμικών επιλογών, της  ηθικής και των συναισθημάτων που τους κατακλύζουν, - παρουσιάζεται σαν μια κινηματογραφική ταινία «νέου  ρεαλισμού», όπου εκτυλλίσσονται με ρυθμό και ένταση, τα πεπραγμένα μιας ζωής κατατρεγμένης.

Ηπειρωτοπούλα
Η αφήγηση των διαδραματισθέντων, αρχικά κινούμενη στο σκοτάδι, φιλτράρεται στην πορεία και φανερώνεται με καθαρότητα, δίχως φωτοσκιάσεις και παραμορφωτικούς φακούς, ώστε να αποδοθούν με σαφήνεια τα συντελεσθέντα. Η έκφραση των συναισθηματικών κραδασμών, των εσωτερικευμένων θέσεων και αντιθέσεων,  των ιδεών και των απόψεων, - ως απόπειρα ανάλυσης, απελευθέρωσης και λύτρωσης του υποκειμένου, - επιτυγχάνεται μέσω της μετουσίωσης των τεκταινομένων σε γραφή συνεκτική, πάλλουσα και αποκαλυπτική. Η δομή και η πλοκή του περιεχομένου, η αφηγηματική ροή και οι εννοιολογικές αναγωγές, μέσω της μνημοτεχνικής, κατατάσσουν το πόνημα στο είδος εκείνο, όπου παράδοση και νεωτερικότητα, αποδίδουν τον τρόπο και το ύφος μιας ενιαία σύνθετης γραφής, η οποία ακτινογραφεί την ατομική και καταγράφει τη συλλογική μνήμη.
Στο εν λόγω έργο, η συνείδηση δεν αφήνει περιθώρια αναβολής, παρότι σπαράσσει το υποκείμενο. Γρηγορεί, εύχεται, ανυπομονεί και προσέρχεται στην τράπεζα του πόνου και της μνήμης, για να συνομιλήσει και ν’ αντικρύσει την αλήθεια. Το μυθιστόρημα, είναι μια σπουδή πάνω στη μνήμη και την αναγκαιότητά της, καθώς ως αλάθητος οδηγός, σε πάει εκεί όπου ο πόνος επιδρά λυτρωτικά και απελευθερωτικά, αρκεί να κοιτάξει κανείς με τα μάτια της ψυχής, ό,τι τον συνέχει και τον περιέχει. Τα λάθη και τα πάθη μιας ζωής, όπου η αναγνώριση και η αποδοχή τους, επιφέρει την καταλλαγή και τη συμφιλίωση.
Έτσι ο χρόνος παύει να τυραννά ενοχικά τον εαυτό, καθώς η μνήμη ενεργεί ιαματικά και πειστικά, θέτοντας τόν δάκτυλον «εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων».2 Το αποτέλεσμα της επενέργειας αυτής, είναι η ενσυνείδητη  καταφυγή στη δημιουργική πράξη, όπου «εν Φαντασία και Λόγω»3 καταλύονται τα δεσμά του χρόνου και του πόνου.

Σημειώσεις:
1. Βιτζέτζος Κορνάρος. «Ερωτόκριτος». Εκδόσεις Ερμής. Αθήνα 1978 
2. «Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον» ( κ΄, 20-25) 
3. Κ.Π.Καβάφης. «Μελαγχολία στου Ιάσονος Κλεάρχου. Ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μ.χ». Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1982 


Βιογραφικό σημείωμα 
Η Ελένη Θωμά γεννήθηκε το 1959 στο Κωστήτσι Ιωαννίνων, μεγάλωσε και ζει στην Πάτρα. Εργάστηκε ως δασκάλα μουσικής, μουσικοκινητικής και θεατρικού παιγνιδιού, σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και στα κέντρα Εργαζόμενης νεότητας (Κ.Ε.Ν.Ε.) του Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Ήταν ενεργό μέλος στο Καλλιτεχνικό Εργαστήρι του Δήμου Πατρέων, στο μουσικό και θεατρικό τμήμα. Κέρδισε το βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου Κορίνθου το 1981 και το 1982. Σκηνοθέτησε παιδικά θεατρικά και έγραψε την παιδική επιθεώρηση «Τα παιχνίδια της αυλής». Διευθύνει το γυναικείο φωνητικό σύνολο «Έκφραση» και τραγουδά στο «Ηπειρώτικο Πολυφωνικό Πάτρας». Το πόνημα «Α, ρε μαμά», εκδόσεις «άπαρσις», Αθήνα 2019, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. email: thomaeleni@gmail.com
ΠΗΓΗ.ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Η ἁγία Μόνικα πρότυπο (ως σύζυγος, νύφη, μητέρα)



site analysis

Αγια ΜονικαΤου Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Η ἁγία Μόνικα πρότυπο
(ως σύζυγος, νύφη, μητέρα)

Ἑορτάζοντας τὴ μνήμη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἀγαπητοί μου, μεγάλου πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὸ πρόσωπο ποὺ ὕστερα ἀπὸ τὸ Θεὸ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν διαμόρφωσι τοῦ χαρακτῆρος του. Τὸ δὲ πρόσωπο αὐτὸ δὲν ἦτο ἄγ­γελος τοῦ οὐρανοῦ, Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ· ὑπάρχουν καὶ στὴ γῆ ἄγγελοι, ἔνσαρκοι ἄγγελοι. Καὶ ἔνσαρκος ἄγγελος, ποὺ ἐπάνω στὶς φτεροῦγες τῆς ἀγάπης ἐπῆρε τὸν ἱερὸ τοῦ­τον ἄνδρα καὶ τὸν ὕψωσε μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, εἶνε ἡ μητέρα του, ἡ ἁγία του μητέρα, ἡ Μόνικα.
Περὶ αὐτῆς θὰ ποῦμε λίγες λέξεις.

* * *

Ἡ ἁγία Μόνικα ὑπῆρξε ἡρωίδα. Καὶ ὅπως ἕνας ἥρωας παλεύει, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἐπάλεψε. Σπανία γυναίκα. Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· πίσω ἀπὸ κάθε μεγάλον ἄνδρα ὑπάρχει κρυμμένη μία γυναίκα, ἡ ὁποία κρατᾷ τὰ μυστικὰ νήματα τῆς ἐξελίξεώς του.

Πίσω ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο εἶνε κρυμμένη ἡ ἁγία Ἐμμέλεια, ἡ ὁποία γέννησε ἐννέα τέκνα καὶ τὰ ἀνέθρεψε ἐν Κυρίῳ, πρωτότοκος δὲ υἱός της ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος. Πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο εἶνε κρυμμένη ἡ ἁγία Νόννα. Πίσω ἀπὸ τὸ Χρυσόστομο εἶνε ἡ ἁγία Ἀνθοῦσα, ἡ ὁποία σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν ἔμεινε χήρα καὶ ἀφωσιώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ἀνατροφὴ τοῦ τέκνου της, καὶ οἱ ἐθνικοὶ ἔλεγαν «Πώ πω τί γυναῖκες ἔχουν οἱ Χριστιανοί!». Ἔτσι καὶ πίσω ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἅγιο κρύβεται ἡ ἁγία Μόνικα, ἡ ὁποία μπορῶ νὰ πῶ, ὅτι περισσότερο ἀπὸ τὴν Ἐμ­μέλεια καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴ Νόννα καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν Ἀνθοῦσα ἐκοπίασε γιὰ ν᾿ ἀναδείξῃ τὸν μέγα τοῦτον ἄνδρα.
Τί νὰ ποῦμε πρὸς τιμὴν τῆς γυναίκας αὐ­τῆς; Ὧρες ὁλόκληρες θὰ χρειάζονταν γιὰ νὰ διηγηθοῦμε τὸν βίο τῆς ἁγίας Μόνικας.
⃝ Ἡ ἡρωίδα αὐτὴ ἐπάλεψε πρῶτα – πρῶτα γιὰ τὸν ἄντρα της. Ὁ ἄντρας της, ὁ λεγόμενος Πατρίκιος, ἦταν ἀγροῖκος καὶ βάρβαρος Ῥωμαῖος. Εἰδωλολάτρης στὸ θρήσκευμα, θυμώδης, ἐκρηκτικὸς τύπος, μὲ τὸ ἐλάχιστο ξεσποῦσε καὶ φώναζε.
Καὶ ἡ Μόνικα τί ἔκανε; πῶς τὸν ἀντιμετώπιζε; Μὲ ἀπειλὲς καὶ μὲ ὕβρεις δὲν διορθώνεται ὁ ἄντρας. Μὲ φωνὲς καὶ ἐπιπλήξεις ἐξ­αγριώνεται περισσότερο. Ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει μὲ πετρέλαιο, ἀλλὰ μὲ νερό.
Αὐτὸ τὸν ἀτίθασο χαρακτῆρα τὸν ἄλλαξε ἡ ἁγία συμπεριφορὰ τῆς Μόνικας, ποὺ στάθηκε βράχος ὑπομονῆς. Ἔτσι κατώρθωσε ὥσ­τε, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια, αὐτὸς ὁ εἰδωλολάτρης νὰ ὁμολογήσῃ εἰλικρινῶς, ὅτι πιστεύει στὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ θανάτου του βαπτίσθηκε καὶ ἔγινε Χριστιανός. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε, γιατὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ ἔχῃ μιὰ τέτοια γυναῖκα.
⃝ Ἡ Μόνικα κέρδισε μεγάλη νίκη, κέρδισε τὸν ἄντρα της. Καὶ μόνο αὐτό; Πέτυχε νὰ σώ­σῃ καὶ κάποιον ἄλλο. Ποιόν ἄλλον ἔσωσε; Μὴ γελάσετε· διότι συνήθως τὸ ὄνομα τοῦ προσώπου αὐτοῦ προκαλεῖ εἰρωνεῖες καὶ γέλωτες, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα ἐξηγεῖται ψυχολογι­κά· δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τὸ ἀναλύσουμε. Μέσα στὸ σπίτι τῆς ἁγίας Μόνικας ὑ­πῆρ­χε ἕ­να πρόσωπο δύστροπο, πολὺ δύστροπο, ποὺ δημιουργοῦσε συχνὰ σκηνές· καὶ τὸ πρόσωπο αὐτὸ ἦταν ἡ πεθερὰ τῆς Μόνικας.
Ὤ οἱ πεθερές, τί δράματα! Πάρα πολλὰ δι­αζύγια ὀφείλονται στὸ γεγονός, ὅτι δύσκολα ἡ νύφη συμβιβάζεται μὲ τὴν πεθερά. Πρέπει ἢ ἡ νύφη νὰ εἶνε ἁγία ἢ ἡ πεθερὰ νὰ εἶνε ἁ­γία. Διαφορετικά, τὸ σπίτι διαλύεται καὶ ὁ ἄν­τρας κλαίει πάνω στὰ ἐρείπια, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ δι­χάσῃ τὴν καρδιά του· δὲν μπορεῖ νὰ ἔ­χῃ τὴν καρδιά του οὔτε στὴ μητέρα του ἀπολύτως οὔτε στὴ γυναῖκα του ἀπολύτως.
Οἱ πεθερὲς ἔχουν μία φοβερὴ ἰδιοτροπία. Θέλουν μονοπώλιο τὴν ἀγάπη. Θέλουν τὸ παι­δί τους νὰ τὸ ἔχουν μονοπώλιο· καὶ λησμο­­νοῦν, ὅτι ὁ ἄντρας ἀνήκει πλέον στὴ γυναῖ­κα του καὶ σ᾿ αὐτὴν πρέπει ν᾿ ἀφήσῃ τὴν καρδιά του. Ζηλοφθονεῖ ἡ πεθερὰ καὶ δημιουργεῖ σκηνὲς ἡφαιστειώδεις μέσα στὸ σπίτι.
Ἀλλὰ ἡ Μόνικα, πιστὴ καὶ ἀφωσιωμένη στὸ Θεό, κατώρθωσε καὶ τὸ ἄγριο αὐτὸ θηρίο ποὺ λέγεται κακιὰ πεθερὰ νὰ τὸ τιθασεύσῃ. Καὶ κατόπιν ἡ πεθερά της τὴν ἐγκωμίαζε! Συνήθως οἱ πεθερὲς κατηγοροῦν τὶς νύφες, καὶ κά­νουν τὴ ζωή τους μαρτύριο. Ἡ πεθερὰ ὅ­μως τῆς Μόνικας ἔψαλε τὸ μεγαλεῖο τῆς νύφης της.
⃝ Ἡ ἁγία Μόνικα νίκησε τὸν ἄντρα της, νίκησε τὴν πεθερά της. Ἀλλὰ ἡ πιὸ σκληρὴ μάχη ποὺ ἔδωσε στὴ ζωή της ἦταν γιὰ τὸ παιδί της. Ζωηρό, ὅπως εἶνε συνήθως τὰ ἔξυπνα παιδιά, ζωηρότατο καὶ ἀτίθασο, ὤ πόσο πόνο προξένησε στὴν καρδιά της ὁ μικρὸς Αὐγουστῖνος! Εἶνε ὁλόκληρη ἱστορία.
Ὁ Αὐγουστῖνος, παρ᾿ ὅλη τὴν εὐφυΐα του, ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες. Καὶ «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί» (Α΄ Κορ. 15,33). Ἐντὸς ὀλίγου, ἐκεῖνο τὸ μικρὸ ἄγγελο, ποὺ ἐπρώτευε στὰ μαθήματα καὶ ἔχαιρε νὰ τὸν βλέπῃ ἡ μητέρα του, τὸν εἶδε νὰ παρεκκλίνῃ καὶ νὰ πέφτῃ σὲ φοβερὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, τὰ ὁ­ποῖα περιγράφει ὁ ἴδιος εἰλικρινῶς στὸ βιβλίο ποὺ ὀνομάζεται Ἐξομολογήσεις· συνιστῶ στοὺς ἐγγραμμάτους νὰ τὸ διαβάσουν, εἶνε μεταφρασμένο σὲ πολλὲς γλῶσσες.
Πολὺ κοπίασε ἡ Μόνικα. Συμβούλευε διαρκῶς τὸ παιδί της. Καὶ κάθε βράδυ γονάτιζε, καὶ τὰ μεσάνυχτα κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα ἔχυνε ποταμοὺς δακρύων, γιὰ νὰ μετανοήσῃ ὁ Αὐ­γουστῖνος της.
Καὶ ὁ Θεὸς εἶδε τὰ δάκρυά της καὶ ἄκουσε τὴν κραυγή της. Ὅπως εἶπε ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, ὁ διδάσκαλος τοῦ Αὐγουστίνου στὸν ὁποῖον ἐξωμολογεῖτο ἡ ἁγία Μόνικα κλαίουσα, «ἕνα παιδί, ποὺ ἡ μητέρα του κλαίει τόσο πολὺ γι᾿ αὐτό, εἶνε ἀδύνατον νὰ μὴ σωθῇ».
Καὶ ὁ πολυεύσπλαχνος καὶ μακρόθυμος Θεὸς ἄκουσε τὶς προσευχές. Ὁ Αὐγουστῖνος ὄχι μόνο μετανόησε, ἀλλὰ καὶ ἔγινε ἕνας ἐκ τῶν μεγάλων πατέρων καὶ διδασκάλων· δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ δόξα τῆς μητέρας του Μόνικας.
Καὶ προτοῦ νὰ πεθάνῃ ἡ Μόνικα, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν, ὅταν πιὰ ὁ Αὐγουστῖνος ἦταν μιὰ ὡ­λοκληρωμένη προσωπικότητα ποὺ στρεφόταν πρὸς τὸ Θεό, λίγες μέρες πρὸ τῆς κοιμή­σεώς της ἔγινε, καὶ ὑπάρχει, ἕνας πολὺ συγ­κινητικὸς διάλογος μεταξὺ μητέρας καὶ υἱοῦ. Εἶπε ἡ Μόνικα στὸν Αὐγουστῖνο·
–Παιδί μου, δὲν θέλω πλέον νὰ ζήσω. Σὲ εἶδα Χριστιανὸ καὶ διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, μπορῶ τώρα νὰ πῶ «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, δέσποτα». Ἐπανέλαβε, δηλαδή, τὰ ῥήματα τοῦ πρεσβύτου Συμεών (Λουκ. 2,29).
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, γιατί εἶνε ἡρωίδα ἡ ἁ­γία Μό­νικα. Δὲν εἶνε ἡρωίδες μόνο ἐκεῖνες ποὺ διαπρέπουν σὲ μάχες. Εἶνε βέβαια καὶ αὐτές. Μεγάλες ὅμως ἡρωίδες εἶνε κ᾿ ἐκεῖ­νες ποὺ ἀ­ναδείχθηκαν ἄξιες στὸν οἰκογενειακὸ βίο καὶ ἀνέδειξαν Χριστιανοὺς τοὺς συζύγους καὶ τὰ παιδιά τους. Ἔτσι προσέφεραν, ἀφανῶς, τεράστια εὐ­εργεσία στὴν κοινωνία.

* * *

Τὸ συμπέρασμα. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἡρωίδες γυναῖκες περισσότερο ἀπὸ κάθε τι ἄλλο.
Δῶστε μου γυναῖκες σὰν τὴν Ἐμμέλεια, τὴ Νόννα, τὴν Ἀνθοῦσα, τὴ Μόνικα· καὶ τότε ἐν­τὸς ὀ­λίγου, μέσα σὲ μία εἰκοσαετία, θὰ δοῦμε ν᾿ ἀλλάζῃ τὸ πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος. Ὅσο ἀ­ξίζει μία γυναί­κα ποὺ κλείνει στὰ στήθη της ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα, ἀγάπη πρὸς τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, δὲν ἀξίζουν ἑκατὸ δάσκαλοι καὶ χίλιοι ἱεροκήρυκες. Μεγάλη ἡ δύναμι τῆς γυναίκας, ποὺ ἔχει προορισμὸ νὰ ἀναπλάθῃ τὸν ἄνδρα.
Ἔχουμε σήμερα τέτοιες γυναῖκες; Θὰ γινό­μουν πικρός, ἂν εἰσερχόμουν στὸ θέμα αὐ­τό. Χαρὰ τῆς Μόνικας ἦταν νὰ δῇ τὸ γυιό της τὸν Αὐγουστῖνο νὰ διδάσκῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ λειτουργῇ στὸ ναὸ τοῦ Ὑψίστου. Σήμερα ἡ χαρὰ τῶν Ἑλληνίδων μητέρων εἶνε νὰ δοῦν τὸ παιδί τους ἱεραποστολικὸ πρόσωπο; Ὤ ἀ­ναστενάζω! Θεέ μου, βοήθησε νὰ παρουσιασθοῦν νέοι ποὺ θὰ καταταγοῦν στὸν ἔνδοξο κλῆρο. Καὶ αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς μανάδες.
Διότι ὅσο ἀξίζει ἕνας ἄγαμος ἱεραπόστολος, ξίφος Θεοῦ, σάλπιγξ τοῦ εὐαγγελίου, κάμινος ἀγάπης, ὅσο ἀξίζει ἕνας κληρικὸς τέτοιος δὲν ἀξίζουν ὅλα τὰ κτήρια καὶ ὅλες οἱ ἐκ­κλησίες καὶ ὅλος ὁ ὑλικὸς ἐξοπλισμός.
Ἂς προσευχηθοῦμε στὸ Θεό, ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Μόνικας καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ν᾿ ἀναδείξῃ στὸ ἔθνος μας γυναῖκες, οἱ ὁποῖες νὰ συνεχίσουν τὴν ἱερὰ παράδοσι πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 15-6-1976. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 15-6-2001, ἐπανέκδοσις 16-5-2020.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Τα μαθηματικά της αγάπης του Θεού...



site analysis



    Ποιος έχει ακούσει την ιστορία εκείνων που νομίζουμε πως είναι ζευγάρι, όταν στα συναξάρια της ημέρας της γιορτής τους (+ 10 Ιουνίου) ακούμε «μνήμη των Οσίων Θεοφάνους και Πανσέμνης»;



    Όλοι πιστεύουμε πως είναι ένα αγιασμένο ζευγάρι το οποίο ασκήθηκε θεοφιλώς μέσα στο γάμο κι αγίασε. Ακούστε το παράξενο της ιστορίας τους. Ο Άγιος Θεοφάνης ζούσε στην Αντιόχεια. Προήλθε από γονείς ειδωλολάτρες. Παντρεύτηκε σε ηλικία 15 χρόνων. Και τρία χρόνια αργότερα η γυναίκα του εκοιμήθη. Άλλη ήταν η γυναίκα του. Όχι η Πανσέμνη. Τότε έλαβε το βάπτισμα και εγκλείστηκε σε ένα μικρό κελάκι, όχι μακριά από την Αντιόχεια. Για να εργαστεί προς σωτηρία της ψυχής του. Έμαθε ότι εκεί κοντά στην Αντιόχεια, η οποία ήταν μεγάλη και περίφημη πόλη αλλά και πολύ αμαρτωλή ταυτόχρονα, ζούσε μια πόρνη που λεγόταν Πανσέμνη κι έκανε πολλά πράγματα για να απολεστούν οι ψυχές των ανθρώπων λόγω του αμαρτωλού επαγγέλματός της, προσευχήθηκε πολύ στο Θεό. Και του ήρθε ένας φωτισμός. Άφησε το ερημητήριο του και κατέβηκε στο σπίτι του πατέρα του και του ζήτησε, αυτός ο ασκητής ο μοναχός, δέκα λίτρες χρυσού για να παντρευτεί. Έβγαλε τον τρίχινο χιτώνα του, φόρεσε λαμπρά ενδύματα και πήγε στο σπίτι της Πανσέμνης της πόρνης. Αφού έφαγε και ήπιε, τη ρώτησε πόσο καιρό είναι σε αυτό το άθλιο επάγγελμα. Δώδεκα χρόνια, του είπε. Όμως από όλους τους εραστές μου εσύ είσαι ο ομορφότερος, του είπε εκείνη. Και τότε είπε ο Θεοφάνης, «αφού είμαι όμορφος, θέλεις να με παντρευτείς»;

Και της είπε μάλιστα, «να, πάρε και χρυσάφι σαν προίκα σου». Εκείνη δέχτηκε. Και της είπε: «πάμε να κάνουμε τις ετοιμασίες του γάμου».
Πήγε λοιπόν εκεί που ήταν το κελί του κι απέναντι έκτισε ένα άλλο κελί κοντά στο δικό του. Και επέστρεψε για να επιτελέσει την υπόσχεσή του, το γάμο με την Πανσέμνη. Βέβαια της είπε: «επειδή είμαι χριστιανός, σε παρακαλώ πρέπει να γίνεις χριστιανή για να παντρευτούμε». Εκείνη δίστασε στην αρχή, αλλά το δέχτηκε. Δεν είχε να χάσει και τίποτε. Ωραίος άντρας, νέος και πολλά χρήματα. Κι άρχισε η κατήχηση. Κατά την περίοδο της κατηχήσεως άκουσε η Πανσέμνη για την μέλλουσα κρίση. Και ότι όλες μας οι αμαρτίες μας θα κριθούν από το Θεό. Κι ανάλογα θα κριθούμε για τη σωτηρία μας. Και περιήλθε σε σωτήρια συντριβή. Βαπτίστηκε, ελευθέρωσε τους δούλους της, μοίρασε όλη την περιουσία που απέκτησε με τις αμαρτίες της, και αποσύρθηκε στο κελί που ετοίμασε γι’ αυτήν ο Θεοφάνης. Και οι δυο ασκήθηκαν θεοφιλώς.
Πράγματι ανεξιχνίαστες οι βουλές του Θεού. Το ανέλπιστο. Καμιά φορά αφήνουμε το Θεό να λειτουργήσει πάνω στη ζωή μας το ανέλπιστο; Ήταν τολμηρό αυτό που έκανε ο Θεοφάνης. Αλλά για το Θεό τα τολμηρά είναι σωτήρια. Μήπως κάποια φορά το μυαλό μας είναι τόσο στατικό και τόσο κλεισμένο, ακόμη – να τολμήσω να το πω – και σε χριστιανικές συμβατικότητες, και δεν αντέχουμε αυτό το ξεπέρασμα; Αυτή την έξοδο;

π.Κων/νος Στρατηγόπουλος,Τα μαθηματικά της αγάπης του Θεού...

ἈπολυτίκιονἮχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Ἱλασμοῦ τῶν πταισμάτων τυχοῦσα πάνσεμνε, τῷ φέγγει τῆς μετανοίας καταυγασθεῖσα τὸν νοῦν, τῆς ἀσκήσεως ἐφάνης θεῖον σέμνωμα, ὅθεν θαυμάτων δωρεᾶς, σὲ ἠξίωσε Χριστός, Πανσέμνη Ὁσία Μῆτερ, Ὃν δυσώπει τοῦ οἰκτηρῆσαι, ἡμᾶς τοὺς πίστει εὐφημοῦντάς σε.

Ἕτερον. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως βιώσαντες ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἰσχύν, ἐχθροῦ ἐταπείνωσαν ὁ Θεοφάνης ὁμοῦ, Πανσέμνη ἡ πάνσεμνος, ὅθεν τῆς οὐρανίου, βασιλείας τυχόντες, ἄπαυστον ἱκεσίαν τῷ Θεῷ ἐκτελοῦσι, ὑπὲρ τῶν ἐπιτελούντων αὐτῶν, μνήμην τὴν εὔσημον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὴν τῶν Ὁσίων ξυνωρίδα εὐφημήσωμεν, τὸν Θεοφάνην, ἀσκητῶν τὸ ἐγκαλλώπισμα, καὶ Πανσέμνην μετανοίας εὔοσμον μῦρον, ἣν ὁ Ὅσιος τὸν Κύριον μιμούμενος, ἐκ βυθοῦ τῆς ἁμαρτίας ἀνελκύσατο, ἀνακράζοντες· Παμμακάριστοι χαίρετε.

ΚάθισμαἮχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Ἐμπόνοις στεναγμοῖς, καὶ δακρύων τοῖς ῥείθροις, τοὺς σπίλους τῶν παθῶν, ἐκκαθάρασα Μῆτερ, ἐγένου καθαρώτατον, τῆς Τριάδος παλάτιον, τῷ βαπτίσματι, καὶ σὺν φρονίμοις παρθένοις, εἰσελήλυθας, εἰς τὸν οὐράνιον γάμον, Πανσέμνη θεόληπτε.

Ἕτερον ΚάθισμαἮχος γ΄. Θείας πίστεως.
Φῶς προσέλαβες, θεογνωσίας, θείοις ῥήμασι, τοῦ Θεοφάνους, καὶ τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας ἐδίωξας, ἐν τῇ ἐρήμῳ Πανσέμνη κατώκησας, καὶ ἀρεταῖς τὴν ψυχὴν κατελάμπρυνας, ὅθεν γέγονας, Ὁσίων ἰσοστάσιος, καὶ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ θείου Πνεύματος.

Ἕτερον ΚάθισμαἮχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Θεοφάνης σήμερον, σὺν τῇ Πανσέμνῃ, ὡς ἀστέρες λάμποντες, περιαυγάζουσιν ἡμᾶς, τοὺς ἀνυμνούντας τὴν ἄσκησιν, καὶ τοὺς ἀγῶνας, οὓς ἄμφω διήνυσαν.

Ἕτερον ΚάθισμαἮχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Χειραγωγοῦντα σε, πρὸς βίον ἄΰλον, καὶ ὑποδείξαντα, ὁδὸν ἀσκήσεως, τὸν Θεοφάνην ὁ Σωτήρ, ἀπέστειλεν φιλανθρώπως, ὅθεν τοῦ βαπτίσματος, τῷ φωτὶ ἀπαστράψασα, ἅπασαν κατέλιπες, ἡδονῶν ἀμαυρότητα, καὶ γέγονας Ὁσία Πανσέμνη, σκεῦος Θεοῦ ἡγιασμένον.

Ὁ Οἶκος
Ἄφθαρτον εἰληφότες, ἐκ χειρὸς τοῦ Κυρίου, τὸ στέφος Θεόφανες καὶ Πανσέμνη, ἀσιγήτως ὑμνεῖτε Αὐτόν, καὶ νῦν τὰς δεήσεις ἡμῶν προσδέξασθε, τῶν τιμώντων τὴν μνήμην πιστῶς καὶ ἐκβοώντων κατὰ χρέος·

Χαίρετε, βάσεις τῆς Ἐκκλησίας·
χαίρετε, κρίνα τῆς ἀφθαρσίας.
Χαῖρε, Θεόφανες, τῶν ἀσκητῶν σύγκληρος·
χαῖρε, ἀσωμάτων Ἀγγέλων, ἐφαμιλλος.
Χαῖρε, Πανσέμνη, γνησίας μετανοίας διάγγελμα·
χαῖρε, τῶν ἐν βίῳ ἁμαρτανόντων τὸ ἐνίσχυμα.
Χαῖρε, Χριστοῦ μιμησάμενος τὴν ἀγάπην·
χαῖρε, τὴν ἁμαρτωλὸν διορθώσας τῆς πλάνης.
Χαῖρε, ἡ καθαρθεῖσα τοῖς δάκρυσι·
χαῖρε, ἡ λαμπρυνθεῖσα τοῖς πέρασι.
Χαίρετε, σκεύη ἡγιασμένα·
χαίρετε, Θεῷ καθιερωμένα.
Παμμακάριστοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις μετανοίας εἰλικρινοῦς, Πανσέμνη Ὁσία, ὑποτύπωσις ἐναργής, χαίροις ποδηγέτα, αὐτης πρὸς σωτηρίαν, Θεόφανες Ὁσίων ἄνθος ἡδύπνευστον.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

+ Tη 10η Ιουνίου, μνήμη της αγίας ενδόξου μάρτυρος Ολιβίας της εκ Πανόρμου της Σικελίας.



site analysis

Tη 10η Ιουνίου, μνήμη της αγίας ενδόξου μάρτυρος Ολιβίας της εκ Πανόρμου της Σικελίας

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο



Σύμφωνα με το συναξάρι της Αγίας, η Αγία Ολίβια γεννήθηκε γύρω στο 448 μ.Χ και ήταν κόρη μιας οικογένειας ευγενών Σικελών. Ο Συναξαριστής αναφέρει ότι γεννήθηκε στην περιοχή Λότζια του Παλέρμο. Από τα πρώτα της χρόνια αφιερώθηκε στον Κύριο αδιαφορώντας για τις τιμές και τα πλούτη και αγάπησε πολύ την φιλανθρωπία και την ανακούφιση των φτωχών. 
Το 454 μ.Χ. ο Γιζέριχος, βασιλιάς των Βανδάλων, κατέκτησε τη Σικελία και κατέλαβε τον Παλέρμο, σκοτώνοντας πολλούς χριστιανούς. Όταν ήταν δεκατριών ετών, η Αγία Ολίβια άρχισε να επισκέπτεται τους φυλακισμένους χριστιανούς για να τους ανακουφίζει και να τους παροτρύνει να παραμείνουν σταθεροί στην πίστη τους. Οι Βανδάλοι εντυπωσιάστηκαν από τη δύναμη του πνεύματός της και βλέποντας ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να κάμψει της πίστης της, με γνώμονα την ευγενική καταγωγή της την έστειλαν στην Τύνιδα προκειμένου ο κυβερνήτης να προσπαθήσει να κάμψει την πίστης και την αφοσίωσή της.

 Στην Τύνιδα η Ολίβια έκανε πολλά θαύματα και άρχισε να μεταστρέφει τους ειδωλολάτρες στην Χριστιανική Πίστη.
 Ο κυβερνήτης διέταξε λοιπόν να μεταφερθεί σε ένα απομονωμένο μέρος στα βάθη της ερήμου όπου υπήρχαν άγρια ζώα, ελπίζοντας ότι τα θηρία θα την καταβρόχθιζαν ή ότι θα πέθαινε από την πείνα. Ωστόσο, τα άγρια ζώα ζούσαν ειρηνικά μαζί της. 
Μια μέρα μερικοί άνδρες από την Τύνιδα που την κυνηγούσαν την εντόπισαν και εντυπωσιάστηκαν τόσο από την ομορφιά της που προσπάθησαν να την κακοποιήσουν, αλλά η Αγία Ολίβια τους άλλαξε με το λόγο του Κυρίου και την προσευχή της και βαπτίστηκαν. Αφού θεράπευσε με θαυματουργικό τρόπο πολλούς από τους ασθενείς και υποφέροντας από τις κακουχίες της περιοχής, η Αγία Ολίβια μετέστρεψε πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Όταν ο κυβερνήτης ενημερώθηκε για όλα αυτά, τη συνέλαβε και την φυλάκισε στην πόλη σε μια προσπάθεια να της κάμψει το ηθικό. Ο Κυβερνήτης βλέποντας το άκαμπτο του χαρακτήρα της διέταξε να βασανίσουν την Αγία με ποικίλους τρόπους. Την μαστίγωσαν την γύμνωσαν και την έριξαν μέσα σε ένα καζάνι με καυτό λάδι, αλλά όλα αυτά τα βασανιστήρια δεν της προκάλεσαν την παραμικρή βλάβη ούτε την έκαναν να παραιτηθεί από την πίστη της. 
Τελικά αποκεφαλίστηκε στις 10 Ιουνίου του 463 και η ψυχή της πέταξε στον ουρανό με τη μορφή ενός περιστεριού.

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Αφιερωμένο στη δική μου Αθηνά (λόγος στην εξόδιο ακολουθία της Αθηνάς Σιδέρη)



site analysis

 



Όταν πριν από ενάμιση χρόνο αποχαιρετήσαμε τον πατέρα μας, ήμουν ήρεμη για τη μαμά μου ότι θα είναι καλά. Στα μάτια μου η μαμά μου ήταν σούπερ ήρωας, από αυτούς με τη μαγική στολή και την κάπα, που φορώντας τα, ξεπερνούν τους φυσικούς νόμους και το ανθρώπινο «δε γίνεται» και κάνουν τα πάντα να γίνονται.
 
Την είχα δει τη μαγική κάπα της μαμά μου, αυτή που την έκανε από απλή ανθρώπινη μαμά σούπερ ήρωα: την κάπα αυτή την έλεγαν βαθιά αδιαπραγμάτευτη πίστη στο Θεό. 

Η πίστη στο Θεό για τη μαμά μου δεν ήταν απλό αξεσουάρ, όπως είναι για μένα: Δεν την χρησιμοποιούσε δηλαδή ανάλογα με το ρούχο που φορούσε σα συμπλήρωμα της εμφάνισής της ούτε την άλλαζε με κάτι άλλο, ανάλογα με τη μόδα και το περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν. 

Η πίστη της ήταν για τη μαμά μου, συστατικό της ύπαρξής της, αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της και όλη της η κοσμοθεωρία, όλες τις οι συμπεριφορές ήταν εμποτισμένα με αυτήν. 

Κάποτε την είχα ρωτήσει σχεδόν ενοχλημένη: «μα καλά, ποιον αγαπάς πιο πολύ; το Θεό ή τα παιδιά σου;» η απάντησή της βρήκε αυθόρμητα χωρίς ανάγκη για σκέψη: «Πρώτα από όλους και από όλα, αγαπώ το Θεό». Όταν διαμαρτυρήθηκα για τα δικαιώματα μου ως παιδί της στην πρωτοκαθεδρία της καρδιάς της, η εξήγησή της ήταν απόλυτη: «αν δεν αγαπούσα το Θεό, δε θα ήξερα τι θα πει αγάπη. Αν δεν αγαπούσα το Θεό θα αγαπούσα μόνο τον εαυτό μου». 

Ήταν ξεκάθαρο: πώς το έλεγε ο Αρχιμήδης; πως αρκεί να βρει κανείς τόπο να σταθεί για να κινήσει τον κόσμο; Ε, η μαμά μου αυτό τον τόπο τον είχε βρει: ήταν η πίστη στο Θεό. 

Στεκόταν εκεί ασάλευτη ακόμα κι όταν τα γεγονότα την εκβίαζαν να μετακινηθεί, και από εκεί κινούσε -λέγαμε- τον κόσμο. 

Την ώρα που αποχαιρετούσε τον πολυαγαπημένο της αδερφό στεκόταν εκεί, στο άφημά της στο Θεό. 

Το ρόλο της κόρης και της αδερφής, και της συζύγου και της μητέρας και της φίλης τους βίωνε από εκεί. 

Όταν αφιέρωνε ώρες προσφοράς ως ερυθροσταυρίτισσα στεκόταν εκεί. 

Η σχέση της με τον άγιο Πορφύριο γεννήθηκε και θέριεψε εκεί.

Όταν νεκροφίλησε τη Ματίνα μας, όταν τα δικά μας γόνατα λύθηκαν από τον πόνο και όταν ο πόνος μας έκανε άπιστους και βλάσφημους, εκείνη στεκόταν ακλόνητη εκεί, στην εμπιστοσύνη της στο θείο θέλημα, χωρίς ούτε ένα «γιατί». 

Κι έπειτα τον πόνο της τον έκανε ευκαιρία: ξέροντας τι είναι η απώλεια, αντί να κλειστεί στη θλίψη της, φόρεσε την μαγική της κάπα και έτρεξε να παρηγορήσει πενθούντες, να στηρίξει με τη δική της πίστη ανθρώπους που ο θάνατος είχε τραυματίσει σοβαρά. Έτρεξε να τους παρηγορήσει και τους άφηνε με ασφάλεια στην αγκαλιά του Γέροντα για να βιώσουν όλοι την ηρεμία που βίωνε κι εκείνη μέσα στις χειρότερες τρικυμίες.
 
Ακόμα και τώρα στην τελευταία της περιπέτεια, όταν η δική μας πίστη -η σαν αξεσουάρ- περίμενε πως αφού η μαμά μου Τον πιστεύει, ο Θεός θα την άφηνε να ζήσει 100 χρόνια, εκείνη αφέθηκε στο θείο θέλημα, όχι με παραίτηση αλλά με δύναμη: «Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν» ψιθύριζε αδιάκοπα και καθησύχαζε τη δική μας αγωνία. 

Ακόμα και σ’ εκείνη την ύστατη δοκιμασία, όταν εμείς την παρακαλούσαμε να παρακαλέσει το Γέροντα για την δική της υγεία, εκείνη τον παρακαλούσε για εμάς και για άλλους αλλά τον εαυτό της τον είχε εναποθέσει στα πόδια του Θεού κι έτσι ήταν ήρεμη και ατρόμητη. 

Κι η αλήθεια είναι πως ο Θεός τη φρόντισε απόλυτα και ξεκάθαρα: η μητέρα μας δεν έζησε αυτά που περιέγραφαν οι γιατροί ότι θα ζήσει. Η σύντομη ασθένειά της δεν πρόλαβε να γίνει ο βασανισμός της: έγινε απλώς το όχημα για ένα ταξίδι για το οποίο προετοιμαζόταν σε όλη της τη ζωή. 

Έφυγε στην απόδοση της Ανάληψης, όταν η αναστημένη ανθρώπινη σάρκα βρίσκει τη θέση της στο θεϊκό θρόνο, την αποχαιρετούμε ψυχοσάββατο, όταν οι ψυχές για τις οποίες τόσο ικέτευσε έχουν την τιμητική τους, θα συναντήσει το Θεό της την ημέρα της γιορτή Του. Τι άλλη απόδειξη χρειαζόμαστε για να βεβαιωθούμε ότι ο Θεός την αγάπησε περισσότερο από όσο τον αγάπησε εκείνη;
 
Κι εμείς; Εμείς έχουμε τη μεγάλη τιμή να λέμε πως έχουμε πια τρεις πρεσβευτές στη θριαμβεύουσα Εκκλησία και το μεγάλο καθήκον να τους τιμήσουμε με τη ζωή και τη στάση μας. 

Έχουμε την ηρεμία πως η μαμά ξαναγκαλιάζει το Ματινάκι και τον έρωτα της ζωής της, κι ότι φιλάει και πάλι το χέρι του Γέροντα. 

Έχουμε την ασφάλεια πως ότι μας απασχολεί, τους φόβους και τις δυσκολίες μας, θα τις ακούει, και από εκείνην θα φτάνουν άμεσα στα χέρια του Αγίου Γέροντα και από εκεί στο Θεϊκό θρόνο. 

Και κάτι ακόμα εξίσου μεγάλο: κοιτάζοντας ολόγυρα έχουμε την περιουσία που μας αφήνει: μαζί μας πενθούν τη μάνα μας άνθρωποι που την αγαπούν όχι με λόγια αλλά με την καρδιά τους. Άνθρωποι που έγιναν δικοί της όχι λόγω συγγένειας αλλά λόγω καρδιάς. Άνθρωποι που στάθηκαν και στέκονται δίπλα της και δίπλα μας με όλο τους το είναι. 

Μας αφήνει η μάνα μας πολλά αδέρφια, μεγάλωσε την οικογένειά μας, την άπλωσε σε όλη την Ελλάδα και πέρα από αυτήν από την Κύπρο ως την Ολλανδία και από την Αγγλία ως την Αμερική. Τώρα πια καθήκον μας είναι να αγκαλιαστούμε όλοι πιο σφιχτά και για εκείνην και όλοι μαζί να της ευχηθούμε να βιώσει τον Παράδεισο που τόσο λαχτάρησε. 

Κι έπειτα να παραμείνουμε ενωμένοι, αδέρφια πια, και να μιλάμε στη μάνα μας, βιολογική για τα παιδιά της, πνευματική για όσους άγγιξε το έργο της. Και να την παρακαλέσουμε όλοι μαζί να μην αφήσει το χέρι μας στα δύσκολα, αλλά να μας αγγίζει απαλά με την αγάπη και την προσευχή της σε κάθε μας βήμα ως την ευλογημένη στιγμή που θα την αγκαλιάσουμε ξανά και αιώνια.
ΠΗΓΗ.ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ
Μάρω Σιδέρη

Από τις αίθουσες διδασκαλίας στον ασκητικό βίο μιας ιστορικής μονής | Μονή Αγίου Δημητρίου Τροιζήνας



site analysis




___
Η μοναχή Θεολογία, δασκάλα για πολλά έτη, περιγράφει τη διαδρομή της μέχρι την Ι.Μ. του Αγίου Δημητρίου Τροιζήνας, που εκτιμάται ότι κτίστηκε τον 10ο αι. και μετά από πολυετείς προσπάθειες επαναλειτουργεί
Η μονή είναι χτισμένη στις πλαγιές του όρους Σαβέρων από όπου αγναντεύει τον έφορο κάμπο και το χωριό της Τροιζήνας, τον Σαρωνικό κόλπο, τα Μέθανα, την Αίγινα και τον Πόρο. Η μονή υπήρξε σταυροπηγιακή και κοινοβιακή σύμφωνα με την εγκύκλιο του πατριάρχη Νεοκλή του εβδόμου που χρονολογείται στα 1791. Δεν έχουν βρεθεί γραπτές μαρτυρίες για το έτος κτίσεως και ιδρύσεως της μονής, ωστόσο υπολογίζεται ότι κτίστηκε στα τέλη του 10ου αιώνα.



Τα παλιότερα χρόνια οι προσκυνητές έφταναν ως εδώ από το γραφικό μονοπάτι που ξεκινά απ’ την Παναγίτσα, τα τελευταία όμως χρόνια έχει διανοιχτεί αμαξιτός δρόμος που φτάνει μέχρι την είσοδο της μονής. Τα κτίσματα, τα κελιά και οι βοηθητικοί χώροι σχηματίζουν ένα ισχυρό περιτείχισμα που εξυπηρετούσε στην περιφρούρησή της από εξωτερικούς κινδύνους. Στη μέση της υπαίθριας αυλής ορθώνεται το καθολικό, εσωτερικά μονόκλιτη βασιλική, εξωτερικά εγγεγραμμένη σταυροειδής. Σύμφωνα με την αφιερωματική επιγραφή που βρίσκεται στο υπέρθυρο μεταξύ λιτής και κυρίως ναού ο ναός αγιογραφήθηκε το 1994 με έξοδα του ιερομονάχου Νεκταρίου. Το εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες εκτός από τις χαμηλές ζώνες της βόρειας και νότιας πλευράς.



Εικόνες



Στο ναό φυλάσσεται η εφέστια εικόνα του αγίου Δημητρίου, έργο Ιωάννου ιερέως του Ναυπλιέως, που χρονολογείται στα 1704. Επίσης, η εικόνα της Παναγίας Αμολύντου του 1761, καθώς και μια μικρή φορητή εικόνα του αγίου που χρονολογείται στα 1820. Στα 1835 ο Όθωνας με βασιλικό διάταγμα διέλυσε τη μονή και δήμευσε τη μεγάλη κτηματική περιουσία ενώ οι τελευταίοι 12 μοναχοί υπό τον ηγούμενο Ιωσήφ Κωνσταντινίδη αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και διασκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου.



Επιστολή στη Βουλή


Έκτοτε η μονή ερήμωσε και σιγά σιγά άρχισε η φθορά και η κατάρρευσή της. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της διαλύσεως της μονής οι κάτοικοι απευθύνονται στη βουλή των Ελλήνων διεκτραγωδώντας την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει και ζητώντας την επαναλειτουργία της. Αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα από επιστολή της 29ης Ιανουαρίου του 1845 :




«Το μοναστήρι τούτο σεβαστοί αντιπρόσωποι ήταν και είναι η μόνη παρηγοριά της ψυχικής σωτηρίας μας και εις αυτό προστρέχαμεν περισσότερο παρά εις τας ιδίας εκκλησίας μας. Αλλά αφότου δυστυχώς διελύθη, η λύπη περιέχυσα τας καρδίας όλων ημών και η θλίψη μας ημέρα την ήμερα αυξάνεται και κατέστημεν τέλος απαρηγόρητοι, εις την αθλιότητα κατάντησε η μονή των πατέρων μας, διότι τα οικήματα και αυτής και των μετοχέων της καταστράφηκαν, εγκρεμίσθησαν μέχρι μόλις ενός οικήματος διασωθέντος ως χρησίμου ελαιοτριβείου αλλά και αυτή η εκκλησία της μονής κλεισθείσα αφότου η μονή διελύθη, εκαταφρονήθη χειρότερα των άλλων οικημάτων και ούτε λειτουργία ποτέ εξετελέσθη εν αυτή ούτε πρώτων αγίων εικόνων αυτής ανήχθη ποτέ το απαιτούμενων φως αλλά μάλιστα και απεπειράθησαν ίσως επίτηδες να κάψουσιν αυτήν... Εις την αυτήν αξιοδάκρυτον κατάστασιν βλέποντες σήμερον την αρχαία ταύτην μονήν μας, άλλοτε ήταν λαμπρυσμένη και διακοσμημένη, δεν ανεχόμεθα πλέον να θεωρούμε αυτήν ερημωμένη, φθειρομένη, χερσωμένη και αγγίζοντας την τελείαν εξόντωσίν της, αλλά πάντως αναφερόμενοι εις τους σεβαστούς αντιπροσώπους του έθνους μας παρακαλούμε αυτούς θερμά να ευαρεστηθώσιν να αποφασίσωσιν την διατήρησιν της μονής. Δεν ζητούμε σεβαστοί αντιπρόσωποι ούτε τι άδικο ούτε τι επιζήμιο διά την κυβέρνησή μας, ζητούμεν και απαιτούμεν την διατήρησιν του αρχαίου μοναστηριού μας μη υποφέροντες να βλέπουμε την ερήμωσή του».



Ερείπιο για 180 χρόνια!


Και όμως παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των κατοίκων της Τροιζήνας αλλά και της ευρύτερης περιοχής το μοναστήρι παρέμεινε έτσι επί 180 περίπου χρόνια και κατέπεσε σε ερείπια. Στα νεότερα χρόνια αρκετοί μοναχοί και μοναχές προσπάθησαν να ξαναδώσουν ζωή στο μοναστήρι αλλά χωρίς αποτέλεσμα.




Η πολυπόθητη άδεια, η έναρξη έργων αποκατάστασης


Συνομιλήσαμε με την μοναχή Θεολογία η οποία ασκητεύει σήμερα στο μοναστήρι και μας περιγράφει χαμογελαστή και φιλόξενη πώς έφτασε ως εδώ μετά τη συνταξιοδότησή της. Ήταν δασκάλα για χρόνια και αγαπούσε τα παιδιά και τη δουλειά της. Η αγάπη της όμως για τα παιδιά του Θεού κάθε ηλικίας έφερε τα βήματά της στη μονή Αγίου Δημητρίου Τροιζήνας. Περιγράφει στην Ορθόδοξη Αλήθεια τη διαδρομή της:



«Το 2002 ήλθε η ευλογημένη στιγμή που ζήτησα την ευχή και μεσολάβηση του γέροντά μου πατρός Ιγνατίου στον σεβασμιότατο ποιμενάρχη μας για να αρχίσουμε την αναστήλωση του μοναστηριού»



«Ήρθε η ευλογημένη στιγμή το 2002 που ζήτησα την ευχή και μεσολάβηση του γέροντά μου πατρός Ιγνατίου στον Σεβασμιότατο ποιμενάρχη μας κύριο Εφραίμ προκειμένου να πάρουμε ευλογία και να ξεκινήσουμε την αναστήλωση της μονής μαζί με τη μοναχική μας πορεία. Πράγματι ο Σεβασμιότατος ολοθύμως ευλόγησε αυτό το ξεκίνημα και το θαύμα έγινε. Βρέθηκαν τα κατάλληλα πρόσωπα που βοήθησαν και τα απαραίτητα για το ξεκίνημα χρήματα. Βασικά συνετέλεσαν τα 8 σαρανταλείτουργα που τελέστηκαν, οι δωρεές για τους κεκοιμημένους και διάφορες προσφορές μεγάλες και μικρότερες.



Αρχικά, και πριν από οτιδήποτε άλλο ξεκινήσαμε με τη συντήρηση και τον λειτουργικό εξοπλισμό του ναού που σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Έτσι το 2007 καινούργια κουφώματα αντικατέστησαν τα παλαιά και σαθρά ενώ συνεργείο συντηρητών του υπουργείου πολιτισμού έκανε εργασίες συντηρήσεως στις τοιχογραφίες. Το 2008 με προσφορές διαφόρων δωρητών αγοράστηκαν στασίδια, προσκυνητάρια, ξυλόγλυπτα έπιπλα για τον ναό, καντήλια και ιερά σκεύη. Τον Οκτώβριο του 2009 μετά από προσπάθειες 5 περίπου ετών εκδόθηκε από το υπουργείο πολιτισμού η άδεια αναστηλώσεως και αποκαταστάσεως της μονής. Στις 19 Ιουνίου του 2010 ετελέσθη ο ο αγιασμός για την έναρξη των έργων».





Ήταν συγκινημένη η μοναχή Θεολογία όταν αναφέρθηκε στην πλούσια ευλογία και θαυμαστή παρέμβαση του αγίου Δημητρίου. Η μοναχή δείχνει άνθρωπος που δεν ξεπερνά τα γεγονότα αδιάφορα, αλλά τους προσδίδει αδιαμφισβήτητη θέση στην πρόνοια του Θεού:



«Στις 29 Αυγούστου του 2011 έγινε η ρασοφορία μου στην ιερά μονή Καλαμίου και μετά από 2 ημέρες η εγκατάστασή μου στη μονή αγίου Δημητρίου κατόπιν τελέσεως Θείας Λειτουργίας. Την πρωτοχρονιά ο γέροντάς μου έθεσε τον θεμέλιο λίθο της νοτίας πτέρυγος, το ισόγειο της οποίας ετελείωσε τον Οκτώβριο του 2013. Τον Μάρτιο του 2014 νέα ευλογία προστέθηκε στις προηγούμενες, εξεδώθη στην εφημερίδα της κυβερνήσεως η απόφαση ανασυστάσεως της ιεράς μονής ως γυναικείας κοινοβιακής μονής και στις 17 Αυγούστου του ιδίου έτους έγινε ο αγιασμός ανασυστάσεως της μονής και η κουρά της πρώτης μετά από τόσα χρόνια μοναχής. Τα έργα συνεχίστηκαν με την αναστήλωση του ορόφου της νότιας πτέρυγας ο οποίος στεγάζει τα κελιά και είχε πλήρως καταρρεύσει.




Το έργο αυτό ολοκληρώθηκε το Πάσχα του 2016 και στις 29 Ιουνίου κατά την εορτή των πρωτοκορυφέων αποστόλων Πέτρου και Παύλου κατόπιν ιεράς αγρυπνίας εγκαταστάθηκα στο κελί μου. Παράλληλα με την κτηριακή ανασυγκρότηση, με την έμπνευση, επιστασία αλλά και προσωπική εργασία του πατρός Ιγνατίου δημιουργήθηκαν μέσα και έξω από τη μονή όμορφοι και φροντισμένοι κήποι, βρύσες, κρήνες, δεξαμενές, κοιμητήριο, στέρνα, ορνιθώνας, αποθηκευτικοί χώροι, πεζούλια, μάντρες και παρτέρια που στολίζουν και συμπληρώνουν το έργο. Έγινε επίσης, σημαντική προσπάθεια με πρωτοβουλία της μονής για την εξομάλυνση του δρόμου που σε ορισμένα σημεία ήταν και ακατάλληλος και επικίνδυνος».
Καμάρι




Η μοναχή Θεολογία μάς δείχνει με καμάρι την εκκλησία και τη φροντισμένη με λουλούδια αυλή. Ένα καναρίνι στο κλουβάκι, μελωδική συντροφιά της, παρατηρεί τους επισκέπτες. Μερικά γατάκια γίνονται δέλεαρ για τα μικρά παιδιά που παίζουν ανέμελα μετά τη θεία λειτουργία. Η μοναχή φορώντας μια ποδιά ψήνει τους καφέδες και φέρνει τα γλυκά. Φιλακόλουθη, όπως κάθε μοναχός, χαίρεται με την προσευχή και είναι ευγνώμων για τη θεμελιώδη προσφορά του πατρός Ιγνατίου στη λειτουργική ζωή της μονής:
«Κυριακές και εορτές τελούνται κατανυκτικές θείες λειτουργίες και αγρυπνίες στις οποίες συμμετέχουν με Θείο πόθο και ενθουσιασμό πολλοί πιστοί από τις γύρω περιοχές. Παρηγορούνται οι άνθρωποι βλέποντας μια μοναχή στα μέρη τους σ’ ένα παλιό μοναστήρι που ξαναζεί».



Αποχαιρετήσαμε παρατηρώντας τη μοναχή Θεολογία να στέκεται ακουμπώντας με το ένα χέρι στην παλιά πύλη. Με το άλλο χαιρετούσε εγκάρδια. Μια δασκάλα που τώρα συνδέεται αλλιώς με τους ανθρώπους, ξεπερνώντας τα συνηθισμένα χωρίς δισταγμούς. Μια μοναχή που αμύνεται στο εφήμερο επιμένοντας να μαθητεύει στη διδασκαλία του Ευαγγελίου.

Υ.Γ. Ευχαριστίες στον φίλο φωτογράφο Δαυίδ Μπάκα για τις φωτογραφικές λήψεις την ημέρα της συνέντευξης.
_________________________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 03.06.2020