Η Βάϊα Γεωργαννάκη γεννήθηκε στο χωριό Ριζοβούνι της Λάκκας Σουλίου του νομού Πρεβέζης, το 1927. Ήταν δίδυμη με μία άλλη αδελφή της, η οποία όμως δεν έζησε.
Η μητέρα της Φωτεινή έφυγε και αυτή πολύ νωρίς για τους ουρανούς, πέφτοντας από μια ελιά όταν το βρέφος της ήταν σαράντα ημερών. Ο πατέρας της ξανανυμφεύθηκε και απέκτησε άλλα τρία παιδιά.
Η Βάγια σεβόταν πολύ την μητρυά της. Ώς μεγαλύτερη που ήταν, φρόντιζε για όλα. Ήταν μικρομάννα και έτρεχε παντού στα γίδια, ξυπόλυτη επάνω στο βουνό, στα χωράφια να σκαλίση, στο δάσος να κόψη και να κουβαλήση ξύλα, κ.λπ. Ήταν πολύ γερό κορίτσι και τόσο φιλότιμη και εργατική, που έτρεχε σε όλες τις δουλειές πρώτη.
Παντρεύτηκε μικρή και το 1947 γεννήθηκε το πρώτο της παιδί. Συνολικά απέκτησε έξι παιδιά. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος και ζωντανή γυναίκα, ώστε όλοι στο χωριό την θαύμαζαν.
Ένα από τα παιδιά της αρρώστησε βαρειά. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να του προσφέρουν καμμιά βοήθεια. Ως μάννα πονούσε πολύ για το παιδί της και ήταν έτοιμη και την ζωή της να θυσιάση. Έπαιρνε το παιδί στην πλάτη και ανέβαινε στα βουνά και πήγαινε ώρες ποδαρόδρομο σε Μοναστήρια και Εκκλησίες της περιοχής, για να το γιατρέψη.
Ζώντας έτσι καθημερινά μέσα σ’ αυτόν τον πόνο, βλέπει στον ύπνο της μια γυναίκα η οποία της είπε: «Να πάρης το παιδί σου και καθαρά ρούχα και να έρθης στο σπίτι μου. Εκεί θα κατέβεις πολλά σκαλοπάτια στο άγιασμα, θα πλύνεις το παιδί, θα το αλλάξεις, θα πάρεις παπά να λειτουργήση και το παιδί θα γίνει καλά».
Την άλλη ημέρα είπε το όνειρο της στον σύζυγό της, ο οποίος την αποπήρε και την μάλωσε να μην πιστεύη σε όνειρα και φαντασίες. Η Βάγια όμως δεν ησύχαζε. Ρώτησε και τελικά έμαθε ότι υπάρχει μία τέτοια Εκκλησία στο απέναντι χωριό στους Κομτσιάδες-Αμπελιά. Πράγματι σώζεται ο μικρός ναός της Αγίας Παρασκευής, μνημείο του δεκάτου αιώνος. Πίσω από το ναό υπάρχει μία μεγάλη σπηλιά από όπου μία σκάλα με πολλά σκαλοπάτια οδηγεί στο αγίασμα της αγίας Παρασκευής που τρέχει σαν ποτάμι. Μόλις το έμαθε παίρνει το παιδί της και ανεβαίνει στο βουναλάκι της αγίας Παρασκευής.
Εκεί βρήκε την σπηλιά, τα σκαλοπάτια και τον τόπο, όπως τον είχε δει στο όνειρο της. Έλουσε το παιδί, λειτούργησε το Εκκλησάκι και το παιδί έγινε αμέσως καλά.
Η σιδερένια της υγεία όμως πολύ γρήγορα έμελλε να γίνη θρύψαλα. Κάποτε η Βάγια πήγε στην βρύση να πλύνη και λιποθύμησε. Έκτοτε λιποθυμούσε συχνά και η ζωή της έγινε μαρτύριο. Λιποθυμούσε στο σπίτι, στην Εκκλησία, στο χωράφι, στο δρόμο. Έχανε τελείως τις αισθήσεις της, έπεφτε κάτω και μετά από λίγη ώρα συνερχόταν.
Τα μικρά της παιδιά ζούσαν και αυτά το μαρτύριο τους. Έβλεπαν την μάννα τους να υποφέρη και αυτά από πάνω της έκλαιγαν νομίζοντας ότι πέθανε. Πάντοτε όμως καταλάβαινε όταν θα λιποθυμούσε, γι’ αυτό τα προειδοποιούσε, τα καθησύχαζε και τους έλεγε: «Θα αρρωστήσω, να μην φοβηθήτε, να με αφήσετε και εγώ θα συνέλθω μόνη μου».
Τί ήταν αυτό που πάθαινε; Η θεία της που την έζησε από μικρό κοριτσάκι, το αποδίδει στην πείνα. Ζούσε με τόση φτώχεια και πείνα που για τα σημερινά δεδομένα είναι απίστευτο. Η οικογένεια της ήταν η πιο φτωχή στο χωριό και την ίδια την αποκαλούσαν «φτωχοβάγια».
Αλλά στο μαρτύριο αυτό προστέθηκε και ένα άλλο ψυχικό μαρτύριο από τους ανθρώπους, πιο οδυνηρό. Στο χωριό μερικοί χαιρέκακοι άνθρωποι «προσέθηκαν επί το άλγος των τραυμάτων»1 της, επιδίωξαν δηλαδή να την βγάλουν τρελλή για να την κλείσουν σε τρελλοκομείο στην Κέρκυρα.
Άλλοι στο χωριό την απέφευγαν σαν να ήταν ιασμένη και κορόιδευαν τα παιδιά της. Μόνον αυτός που τα έζησε μπορεί να καταλάβη τι σημαίνουν αυτά για μία τρυφερή παιδική ψυχή και πόσο αβάστακτος ήταν ο πόνος για μία μητρική καρδιά, η οποία υπέφερε περισσότερο για τα παιδιά της παρά για τον εαυτό της.
Αλλά η Βάγια ήταν άνθρωπος του Θεού και άντεξε. Σήκωσε αυτόν τον σταυρό που της έδωσε ο Κύριος με πολλή πίστη, υπομονή και ταπείνωση. Ποτέ δεν γόγγυξε, δεν τα έβαλε με τον Θεό. Ταπεινή έσκυβε το κεφαλάκι της στο θέλημα του Θεού.
Σαν άνθρωπος ώρες-ώρες λύγιζε, έκλαιγε, παραπονιόταν και πικραινόταν, ιδιαιτέρως όταν κάποιοι με την στάση τους την εξουθένωναν και επιχειρούσαν να της κάνουν κακό. Αλλά ο καλός Θεός που είναι ο Θεός των καταφρονεμένων, των αδικουμένων και των πονεμένων, ποτέ δεν την άφησε μόνη της. Την προστάτευε πάντα, της έδινε δύναμη και κουράγιο για νέες δοκιμασίες.
Το βράδυ άναβε το καντηλάκι μπροστά στο εικονοστάσι. Αφού πρώτα έβαζε το μικρό γυιό της να κάνη το σταυρό του, του ετοίμαζε να κοιμηθή, με μητρική δε τρυφερότητα τον καληνύχτιζε και τον φιλούσε. Πήγαινε ύστερα μπροστά στις εικόνες και έκανε την προσευχή της.
«Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, Αφέντη μου. Δοξασμένο το όνομα Σου. Παναγία μου, φύλαξε τα παιδιά μου και όλον τον κόσμο». Στο τέλος έβγαζε κι έναν αναστεναγμό «ώϊ, μαννούλα μου». Ύστερα άρχιζε να κάνη μετάνοιες στρωτές μέχρι κάτω με σταυρούς. Κατόπιν έσκυβε κάτω το κεφάλι της σιγοψιθυρίζοντας τις υπόλοιπες αλάλητες προσευχές της.
Στην Εκκλησία πήγαινε πάντα όλες τις Κυριακές και τις Εορτές, και κρατούσε όλες τις αργίες σχολαστικά.
Όταν ο παπάς διάβαζε το Ευαγγέλιο μπροστά στην Ωραία Πύλη, πήγαινε, γονάτιζε κάτω από το Ευαγγέλιο και έβαζε το πετραχήλι πάνω στο κεφάλι της. Όταν τελείωνε η ανάγνωση του Ευαγγελίου, φιλούσε το πετραχήλι, το Ευαγγέλιο και το χέρι του παπά με πολλή ευλάβεια.
Επειδή λιποθυμούσε και μέσα στην Εκκλησία, της έλεγαν μερικές γυναίκες να σταματήση να εκκλησιάζεται επειδή την έπιαναν, όπως έλεγαν, τα κεριά, το λιβάνι και δεν είχε καθαρό αέρα, αλλά αυτή τους απαντούσε:
«Εμένα και να με σκοτώσετε, δεν μπορεί κανένας να με βγάλη μέσα από το σπίτι του Θεού, θα πηγαίνω και ας πεθάνω».
Αλλά οι δοκιμασίες του Ιώβ δεν έχουν τελειωμό για την Βάγια. «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται»1.
Μία ημέρα, στο σχολείο, ένα από τα παιδιά της έπαιζε με μια μπάλα λερωμένη και μολύνθηκε. Όταν ήρθε στο σπίτι δεν το είπε στην μάννα του για να το λούση, αλλά ξάπλωσε το βράδυ κάτω στρωματσάδα μαζί με τα άλλα παιδιά και το πρωί ξύπνησαν τα παιδιά της όλα με σπυριά στο κεφάλι. Από την στενοχώρια της μόλις τα είδε, έπαθε ισχυρό νευρικό κλονισμό. Στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που δεν άντεξε, ξαναρρώστησε και γι’ αυτό την έστειλαν στο Νοσοκομείο. Τα παιδιά της τέλος τα έστειλαν στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Συγγρού όπου και θεραπεύτηκαν, αλλά όταν γύρισαν στο χωριό με τα λίγα μαλλάκια τους όλοι τα απέφευγαν ακόμη και οι συγγενείς για να μην κολλήσουν. Κανένας δεν άνοιξε το σπίτι τους να πάρη τα παιδιά παρά μόνο μία ξαδέλφη της (του Θωμά Χρηστια η μάννα) τα πήρε και τα φρόντισε με αγάπη ώσπου να έρθη η μάννα τους.
Νέα όμως φουρτούνα ξεσπάει επάνω της. Είχε γεννηθή και το τέταρτο παιδί της, η Ελενίτσα. Θα ήταν μέχρι δύο χρόνων. Η μάννα έλειπε και πάλι άρρωστη στο Νοσοκομείο. Η Φωτεινή, η μεγάλη αδελφή που θα ήταν και αυτή 5-6 χρόνων, εκτελούσε χρέη μάννας, νοικοκυράς και φρόντιζε και την μικρή. Εκεί που το είχε στην κούνια και το κουνούσε, αυτό έκλαιγε συνέχεια. Το τάισε αλλά αυτό πάλι έκλαιγε. Τέλος σταμάτησε το κλάμα και νόμισε ότι το μωρό αποκοιμήθηκε. Αργότερα ήρθε η νουνά της Ελενίτσας για να δη τι κάνει• το κοιτάζει, το πιάνει αλλά το μικρό είχε πεθάνει. Σαν αγγελουδάκι έφυγε για τους ουρανούς.
Αφού την θάψανε, αργότερα πήγε ο σύζυγος της να παραλάβη την Βάγια από την Ηγουμενίτσα. Με τα πόδια πήγε και με τα πόδια γύρισαν στο χωριό, βουνό-βουνό ημέρες ποδαρόδρομο. Στο Νοσοκομείο την είχαν περιποιηθή. Έφαγε λίγο καλό φαγάκι και πήρε επάνω της, όταν δε γύρισε στο χωριό ήταν πολύ όμορφη, όπως τους φάνηκε. Αυτή όμως με αγωνία και ανησυχία ζητούσε να δη το παιδί της. Ο πατέρας την ξεγελούσε προσπαθώντας να μην της πη το δυσάρεστο και θλιβερό αλλά της έλεγε ότι είναι στους παππούδες στην Φιλιππιάδα. Έτρεξε εκεί όπου έμαθε την αλήθεια ότι πέθανε η Κλενίτσα, και είπε: «Α! καλά το είχα δει εγώ στον ύπνο ότι πέθανε το παιδί μου και σεις με ξεγελάσατε!»
Την έκλαιγε απαρηγόρητα. Και όταν της έλεγαν φτάνει πια, πέρασαν τόσα χρόνια, απαντούσε: «Η μάννα ποτέ δεν ξεχνάει το παιδί της, όσα χρόνια και αν περάσουν».
Παρά τις τόσες μεγάλες φουρτούνες που είχε περάσει στην ζωή της, δεν ήθελε να δείχνη τον πόνο της και έκρυβε μέσα της τον μεγάλο σταυρό που σήκωνε. Δεν ήθελε να την λυπούνται και να την παρηγορούν γι’ αυτό και συμμετείχε σ’ όλες τις χαρές και τις λύπες του χωριού.
Στους γάμους πήγαινε πάντοτε πρώτη με το δώρο της. Όταν της έλεγαν, «βρε Γιώργαινα, τί το θέλεις εσύ το δώρο, φτωχειά γυναίκα, εσένα κανένας δεν σε παρεξηγεί», τότε αυτή έλεγε: «Όχι, η φτώχεια, φτώχεια, και ο γάμος, γάμος. Είναι υποχρέωση, εγώ ας μην έχω να φάω, το δώρο μου θα το πάω και θα τους ευχηθώ».
Και όχι μόνο πήγαινε αλλά και έσερνε πρώτη τον χορό και τραγουδούσε. Χόρευε πολύ ωραία, τους παραδοσιακούς χορούς του χωριού και όλοι δεν πίστευαν στα μάτια τους, πως μία γυναίκα με τόσα βάσανα εύρισκε το κουράγιο και νικούσε τον εαυτό της.
Επίσης της άρεσαν πολύ οι γιορτές που γίνονταν στο Σχολείο. Πήγαινε με λαχτάρα να ακούση τα παιδιά που έλεγαν τα ποιήματα στις Εθνικές Εορτές, που έπαιζαν τα δράματα και τραγουδούσαν.
Όλη της όμως η ψυχή και η καρδιά ήταν δοσμένη στην Εκκλησία, στις γιορτές και στα πανηγύρια που γίνονταν στα διάφορα εξωκκλήσια του χωριού: Στην Παναγία στο Καστρί, στην αγία Μαρίνα, στην αγία Παρασκευή, στην άγια Σοφία, στον προφήτη Ηλία, στην Παναγιά του Λαπόβου, στον άγιο Δημήτριο στην Φιλιππιάδα κ.α.
Εκεί όμως όπου έλαμπε από χαρά ήταν τα Χριστούγεννα, στην γιορτή του γυιού της, και την Μ. Εβδομάδα, όταν άρχιζε τις ετοιμασίες για την Λαμπρή, το Πάσχα.
Κάποιο έτος έστειλε τον μικρό της γυιό να κόψη κόκκινα τριαντάφυλλα από τις τριανταφυλλιές για να τα πάνε στον Επιτάφιο την Μεγάλη Παρασκευή. Πηγαίνοντας για την Εκκλησία ο μικρός από αφέλεια τα μύρισε. Τότε αμέσως του δίνει μία-δυό στα χέρια και του λέγει: «Μην τα μυρίζης, παιδί μου, δεν κάνει. Θα τα πάμε στον Χριστό τα τριαντάφυλλα και πρέπει να είναι αμύριστα, καθαρά και αγνά. Γρήγορα, πέταξε τα και τρέξε να κόψης άλλα».
Και στον Επιτάφιο αν δεν περνούσαν τρεις φορές σταυρωτά κάτω από το τραπέζι μπουσουλώντας τα παιδιά της για να πάρουν ευλογία, δεν τα άφηνε να βγουν έξω από την Εκκλησία.
Ήταν στοργική και πολύ τρυφερή μάννα γιατί είχε πονέσει πολύ για τα παιδιά της. Γι’ αυτά με χαρά εστερείτο τα πάντα, μόνο ήθελε να τα έχει κοντά της.
Η αυτοθυσία της ήταν μεγάλη. Όταν την πήγαιναν στο Νοσοκομείο, καθόταν λίγο καιρό, μόλις δε δυνάμωνε λίγο και ένιωθε τον εαυτό της καλύτερα, δεν μπορούσε κανένας να την κρατήση μέσα, ούτε γιατροί, ούτε νοσοκόμες. «Θα φύγω», έλεγε, «θα πάω στα παιδιά μου, μ’ έχουν ανάγκη». Έφευγε και ερχόταν από την Φιλιππιάδα με τα πόδια. Νύχτα έφτανε, χτύπαγε να της ανοίξουν και τη νόμιζαν φάντασμα.
Εκεί όμως που ξεπέρασε τελείως τον εαυτό της ήταν η μέριμνα της για τα κορίτσια της. Προαισθανόταν τον θάνατο της και ζούσε μέρα-νύχτα σχεδόν με την μνήμη του θανάτου. Ήθελε προτού πεθάνη να έχη τακτοποιήσει τα προικιά των κοριτσιών.
«Όταν κλείσω τα μάτια μου», έλεγε, «θέλω τα παιδιά της Βάγιας να τα έχουν όλα, να μη τους λείπη τίποτα». Είχε πολύ φιλότιμο και μεγάλη λεπτότητα με ευαισθησία στις υποχρεώσεις της. Έτσι μ’ αυτήν την αγωνία και την μέριμνα, είχε καταδικάσει τον εαυτό της σχεδόν σε ασιτία, για να μπορέση να κάνη λίγες οικονομίες για τα παιδιά της. Της είχαν βγάλει μία συνταξούλα ως άρρωστη που ήταν. Μόλις έπαιρνε την συνταξούλα της πήγαινε κατ’ ευθείαν και αγόραζε νήματα. Καθόταν ύστερα ώρες και χτυπούσε στον αργαλειό για να υφάνη τα προικιά των κοριτσιών της που και χορτάτος να είναι κανείς δεν αντέχει και πολύ.
Τα χέρια της δούλευαν πάντα ασταμάτητα. Στον δρόμο που πήγαινε για το χωράφι, κρατούσε τις γίδες και συγχρόνως έπλεκε και καμμιά φανέλλα, ή έγνεθε με την ρόκα της.
Αν και ήταν πολύ φτωχειά, είχε πολύ καλή καρδιά και αγαπούσε να δίνη ελεημοσύνες όσο μπορούσε. Πάντα από’ αυτά που είχε πρώτα ξεχώριζε ένα μερίδιο και το έστελνε σε διάφορες οικογένειες, και ας είχε αυτή μεγαλύτερη ανάγκη από’ αυτές. Είχαν ένα μικρό χωραφάκι κάτω από το Καστρί, το Μοναστήρι, όπου φύτευαν όλα τα καλοκαιρινά. Πήγαινε να τα ποτίση μία ώρα δρόμο με το άλογο. Μάζευε τα κηπευτικά και μέχρι να τα πάη στο σπίτι της τα περισσότερα τα μοίραζε ελεημοσύνη. Ήταν αγράμματη, όμως δίδασκε πράττουσα και προσπαθούσε να μεταδώση στα παιδιά της το πνεύμα της ελεημοσύνης. Μία φορά κρεμάστηκε μία γίδα τους εκεί που βοσκούσε στα βράχια, αλλά πρόλαβε ο γείτονας και την έσφαξε. Τότε παίρνει σχεδόν την μισή γίδα, την βάζει σ’ ένα σακκί και την πηγαίνει σε μία ξαδέλφη του συζύγου της. Η γυναίκα αυτή πολύ συχνά την πρόσβαλλε και την πίκραινε με την στάση της, διότι ήθελε να ανακατεύεται στα οικογενειακά της. Εκείνη τότε συγκινήθηκε και άλλαξε συμπεριφορά.
Εκεί όμως που ήταν υπέροχη, ήταν η επικοινωνία με τους άλλους. Όλους στο χωριό τους αγαπούσε και συνήθιζε πρώτη αυτή, σαν να ήταν μικρότερη, να χαιρετά.
Ήταν ντυμένη πάντα στα μαύρα από τα τριάντα της χρόνια. Είχε επάνω της μία πηγαία γλυκειά ευγένεια, με σεβασμό προς τους άλλους και ευλάβεια στα θεία.
Τελευταία υπέφερε από λευχαιμία. Συχνά έκανε εμετούς. Ό,τι έτρωγε το έβγαζε και η κοιλιά της πρηζόταν. Αυτό φαίνεται πως το είχε χρόνια που την βασάνιζε και επηρέαζε και την όλη υγεία της. Γι’ αυτό είχε μεγάλη αδυναμία στον οργανισμό της. Την έστειλαν πρώτα στο Νοσοκομείο της Αγίας Όλγας στην Ν. Ιωνία. Ύστερα νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο του Αγίου Σάββα, στην Αθήνα. Οι γιατροί της είχαν πει να πηγαίνη κάθε έξι μήνες για εξετάσεις, να τρώη καλά, να ξεκουράζεται και να μην στενοχωριέται. Μόλις όμως γύριζε στο σπίτι, ριχνόταν στις δουλειές του σπιτιού, στα ζώα, στα χωράφια, στην σπορά, στο θέρος, στο νοικοκυριό. Η αρρώστια όμως μέσα της δούλευε σιγά-σιγά και την εξασθένιζε όλο και περισσότερο.
Εκτός από τις πολλές αρρώστιες και τα βάσανα της η Βάγια είχε και πόλεμο από τον διάβολο. Μια ημέρα κατά το μεσημέρι είδε οφθαλμοφανώς τον διάβολο που πήγε να την γκρεμίση κάτω από το άλογο, αλλά η Παναγία την οποία επικαλέστηκε την προστάτευσε. Εκεί κοντά ήταν ένα εξωκκλήσι της Παναγίας της Ελεούσας. Γι’ αυτό και σ’ όλη την ζωή της, όταν περνούσε από εκείνο το σημείο, ξεπέζευε από το άλογο, πήγαινε από ευγνωμοσύνη να ανάψη τα καντήλια και να ευχαριστήση την Παναγία.
Για τελευταία φορά πήγε στην Παναγία στο Καστρί, τον Δεκαπενταύγουστο. Μετά τον Εσπερινό έπιασε από το χέρι τον γυιό της και ρωτούσε:
«Δεν μου λες, παιδί μ’, όλα αυτά εδώ που δείχνουν ψηλά στους τοίχους τα κάναν στους Άγιους; Τόσα μαρτύρια και βασανιστήρια!». Κοίταζε τα παραστατικά μαρτύρια των Αγίων, κάνοντας τον σταυρό της και έλεγε ως συνήθως. «Μέγας Κύριε, Μέγας Κύριε, ήμαρτον, Χριστέ μου». Ποιος ξέρει τι αισθανόταν η ψυχή της! Τους συμπονούσε γιατί και η δική της η ζωή ήταν ένα συνεχές μαρτύριο.
Ύστερα από μισό χρόνο έμπαινε και η ίδια στο τελευταίο στάδιο του μαρτυρίου της. Οι εμετοί συνέχεια αυξάνονταν και αυτή είχε γίνει αδύνατη σαν φτερό, ώσπου μία ημέρα του Μαρτίου φώναξαν τον ταξιτζή του χωριού, ένα πονόψυχο άνθρωπο, τον Τάκη Μηλιώνη, για να την πάη στην Αθήνα στο Νοσοκομείο.
Κοίταζε γύρω-γύρω σα να τα έβλεπε για τελευταία φορά και έλεγε: «Θα γυρίσω πίσω ζωντανή;». Μάλλον έδινε κουράγιο μόνη της στον εαυτό της, διότι το ήξερε πολύ καλά ότι θα αναχωρούσε για τον ουρανό. Γι’ αυτό και πολύ καιρό πριν είχε περάσει και είχε χαιρετήσει το σόι της.
Στην Αθήνα που την πήγε ο ταξιτζής, μόνη της και ασυνόδευτη συνάντησε και πάλι την απονιά, όμως τώρα για τελευταία φορά. Κανένα σπίτι συγγενικό δεν άνοιξε να την δεχτή για λίγο, να ζεσταθή η ψυχούλα της πολύπαθης Βάγιας. Ο ταξιτζής την πήγε από καλωσύνη, με δική του πρωτοβουλία, στο Λαϊκό Νοσοκομείο στο Γουδί, άγνωστη σε άγνωστους και την έβαλαν σ’ ένα διάδρομο σε ράντζο.
Τότε ειδοποιήθηκε ο γυιός της και πήγε στο Νοσοκομείο να την δη. Ο γιατρός του είπε ότι πρέπει να κάνη εγχείρηση και του ζήτησε 50.000 δρχ. Το ποσό ήταν πολύ μεγάλο και δεν είχαν να δώσουν τόσα χρήματα, γι’ αυτό η εγχείρηση δεν έγινε. Έζησε μία εβδομάδα μόνο και εκοιμήθη. Εκεί άφησε το χιλιοβασανισμένο κορμάκι της, ενώ η ψυχούλα της φτερούγισε και πέταξε ανάλαφρη στους ουρανούς, στολισμένη με το στεφάνι της πίστεως, της ταπεινώσεως και της υπομονής. Σταμάτησε πια γι’ αυτήν ο πόνος, η θλίψη και ο στεναγμός, που ήταν οι πιο αγαπημένοι σύντροφοι της σ’ όλη της την ζωή. Εκοιμήθη στις 10 Μαρτίου του 1974, σε ηλικία 47 ετών.
Η κηδεία έγινε στο χωριό. Όλες οι καρδιές συμπόνεσαν την πιο φτωχή, την πιο πονεμένη, την πιο βασανισμένη και την πιο αγαπημένη γυναίκα του χωριού. Κανένας δεν είχε ούτε το παραμικρό παράπονο εναντίον της.
Ο παπάς του χωριού, που ποτέ δεν μιλούσε σε κηδείες, μίλησε στην κηδεία της Βάγιας και είπε πολλά επαινετικά γι’ αυτήν.
Η παρουσία της έχει μείνει αξέχαστη. Για πολλά χρόνια οι γυναίκες ,του χωριού, όταν συναντούσαν τα παιδιά της, ρωτούσαν: «Α, παιδάκι μου, συ είσαι το παιδί της Βάγιας;», και έκλαιγαν.
Η Βάγια όσο ζούσε μερικές φορές μιλούσε λίγο παράξενα, προέλεγε κάποια πράγματα, τα οποία ύστερα από χρόνια γίνονταν πραγματικότητα και τότε θυμούνταν τα λόγια της.
Αρκετό καιρό πριν από τον θάνατο της είχε κάτι προαισθανθή και γι’ αυτό είχε περάσει από το σόι της να τους χαιρετήση. «Φεύγω, εγώ θα φύγω, θα πάω να ανταμώσω την γιαγιά μας, τι θέλετε να της πω;».
Μία εβδομάδα πριν πάη για το Νοσοκομείο στην Αθήνα, πήγε στην αδελφή της την Αθηνά εκεί που μάζευαν τις ελιές στο χωράφι, και της λέει η Αθηνά: «Γιατί έκανες τόσο κόπο και ήρθες εδώ κάτω στο χωράφι;», και της απαντάει: «»Ε, πως να μην έρθω να χαιρετήσω την αδερφή μου; Αθηνά, για μένα πάει, τελείωσε το πανηγύρι, σε μια βδομάδα θα πεθάνω».
Όταν ένα από τα παιδιά της ήταν μικρό, είχε περάσει από το χωριό ένας Δεσπότης. Στο σπίτι εκεί που έτρωγαν και το παιδάκι πιο πέρα έπαιζε, σηκώνεται και λέγει σε ένα συγγενή της: «Αχ, βρε Σταύρε, να μου έδινε και εμένα ο Θεός ένα από τα παιδιά μου να γίνη άνθρωπος δικός του, αφιερωμένος στην Εκκλησία».
Η επιθυμία της και η ευχή της έγιναν πραγματικότητα. Ύστερα από χρόνια, το παιδί της αυτό επέλεξε την μοναχική ζωή.
Σε κάποιο συγγενή της μία φορά είχε πει: «Όταν βγης στην σύνταξη, θα χωρίσεις», και πράγματι χώρισε και έλεγε με θαυμασμό ότι είχε χάρισμα η Βάγια.
Σ’ ένα από τα παιδιά της που την είχε πικράνει πολύ, επειδή και πολύ το αγαπούσε, επάνω στον πόνο της του είχε πει: «Δεν θέλω να βγάλης το όνομα μου και ούτε το όνομα Βάγια να ακούσης».
Πράγματι αυτός στην κόρη του δεν έδωσε το όνομα της μάννας του αλλά και όταν ήταν καλεσμένη στα βαφτίσια της κόρης του αδελφού του ξαφνικά μέσα στην Εκκλησία, όταν άρχισε το μυστήριο, ο γυιός του κάτι έπαθε σαν πυρετό, σαν ρίγος, τον ‘βγαλαν έξω και τον πήγαν στο γιατρό. Όταν γύρισε, το μυστήριο είχε τελειώσει και δεν είχε ακούσει το όνομα Βάγια που έδωσαν στο κοριτσάκι. Και τότε θυμήθηκε την πρόρρηση της μάννας του.
Ο Θεός να αναπαύση την ψυχή της πολύπαθης Βάγιας στην Βασιλεία του, χαρίζοντάς της, αντί των προσκαίρων θλίψεων που υπέμεινε, την αιώνιον ζωήν. Αμήν.
Σημειώσεις :
1.Ψαλμ. ξη’,27.
1. Παροιμ. γ, 12.
Υπό ι. X. Αγιορείτου.
Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 10-η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής, 2008.