Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Ο βίος της Οσίας Σμαράγδας(Ονιστσένκο)[+10 Ιανουαρίου 1945]


Βιντσέντσιου Ντάσκαλου-Περιοδικό ''Lumea monahilor'', nr. 113, noiembrie 2016, pp. 28-31.
Μετάφραση-επιμέλεια π.Γεώργιος Κονισπολιάτης-proskynitis.blogspot


 Γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1858 στο χωριό Μαρκόβτσι,περιοχή Τσερνίχιν,στην Βόρεια Ουκρανία, στην οικογένεια του Αβραάμ και της Μαρίας Ονιστσένκο. Μετά τον θάνατο του συζύγου της,και καθώς τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν φύγει σε άλλες πόλεις,η Μαρία έμεινε μόνη της με την μικρή Ουλιάνα(την μετέπειτα Αγία Σμαράγδα). 
Η σοβαρή ασθένεια της μικρής Ουλιάνας ήταν μία μεγάλη δοκιμασία για την Μαρία. Είχε ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες για την κηδεία. Ο ιερέας που ήλθε να την εξομολογήσει,ζήτησε από την Μαρία όπως όταν η μικρή Ουλιάνα γίνει καλά να την στείλει στο μοναστήρι της Υπαπαντής στο Νιζίν. Από τη στιγμή που οι ελπίδες να ζήσει ήταν ελάχιστες και είχε ήδη αρχίσει να προετοιμάζει τα της κηδείας,η Μαρία συνέναισε στα λεγόμενα του ιερέα. Ωστόσο,πιάστηκε από τα λόγια του ιερέα,και γεμάτη ελπίδα άρχισε να προσεύχεται θερμά. Η Ουλιάνα πραγματικά έγινε καλά.


Στο μοναστήρι του Νιζίν,που βρίσκεται χτισμένο στην αριστερή όχθη του ποταμού Δνείπερου,είχε πολλές μοναχές και φρόντιζαν πολλά ορφανά. Η Ουλιάνα είχε επισκεφτεί πολλές φορές,μαζί με τους γονείς της,το μοναστήρι και κάποιες φορές είχε σκεφτεί ότι και η ίδια ίσως κάποτε θα ζούσε εκεί.

Το 1876 έλαβε το μικρό μοναχικό σχήμα. Το 1914,όταν η Ρωσία μπαίνει στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο,πεθαίνει η ηγουμένη. Η αδελφότητα,λαμβάνοντας υπ'όψιν τις αρετές της,την υπακοή,την άσκησή της,ζητούν να γινέι εκείνη ηγουμένη. Αρνείται την πρόταση θεωρώντας πως δεν είναι άξια.Οι μαναχές επιμένουν.Μετά από πολυήμερες προσευχές και ακούγοντας την συμβολή του πνευματικού της,δέχεται. Το μοναστήρι αντιμετώπιζε καθημερινές προκλήσεις και οι άνθρωποι έτρεχαν να απαλύνουν τον πόνο τους εκεί. Η προσευχή είναι το στήριγμά τους. Τα γεγονότα τρέχουν γρήγορα. Η Αυστροουγγρική κατοχή,η εγκατάσταση του Κόκκινου Στρατού,το τέλος του Α'Παγκοσμίου Πολέμου,ο εμφύλιος...


Το 1922 οι αρχές συλλαμβάνουν την μοναχή Σμαράγδα,ενώ έχει αρχίσει και η κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας από τους μπολσεβίκους. Ανακρίσεις,χτυπήματα,ύβρεις,εκφοβισμοί...Η ηγουμένη απαντάει με ηρεμία και αποκρούει κάθε κατηγορία.

 Την εποχή εκείνη πεθαίνει η ηγουμένη της Μονής της Αναλήψεως στο Νιζίν.Παραδίδουν το σώμα της στην αδελφότητα και μετά από προσευχές και τις φροντίδες τους την επαναφέρουν στην ζωή!
 ''Κλινικός θάνατος'',αυτή είναι η ετυμηγορία όλων.
''Θαύμα!'',είναι η απάντηση εκείνων που βλέπουν στο γεγονός την θεία επέμβαση. Και τα δύο γίνονται ουσιώδη χάρη στην παρρησία εκείνης που για δεύτερη φορά νικάει τον θάνατο και η οποία αγωνίζεται για το δικαιώματα της αδελφότητας που ποιμαίνει. Αυτό φέρνει την δεύτερη σύλληψή της,στις 13 Μαΐου 1922.Καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης.Το 1925 βρίσκεται και πάλι κοντά στην αδελφότητα. Παρότι γνωρίζει ότι ο διωγμός πλησιάζει στο ζενίθ του,συνεχίζει την δραστηριότητά της. Επισκέπτεται τα κοντινά χωριά.Στηρίζει τους ιερείς των οποίων τους ναούς έκλεισαν. Φροντίζει τους φτωχούς,τις χήρες,τους γέρους,κυρίως όμως τα ορφανά.


Το 1927,οι μπολσεβίκοι κλείνουν το μοναστήρι. Συνοδεύει τις μοναχές που επιστρέφουν στα σπίτια τους και τους προσφέρει λόγο ελπίδας και ένα συμβολικό δώρο. Έπειτα,η Οσία Σμαράγδα,μαζί με άλλες 28 ηλικιωμένες μοναχές,κατευθύνεται προς το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Κόζελετς. Όπως και στο Νιζίν φροντίζει για την εύρυθμη λειτουργία της μονής και βοηθάει τους εμπερίστατους. Το 1930 συλλαμβάνεται ξανά.Της υπόσχονται ότι θα ανοίξουν πάλι την μονή και θα της προσφέρουν οικονομική βοήθεια εαν θα γίνει πληροφοριοδότρια. Αρνείται επειδή «ο Θεός έδωσε- σε εμένα και στην αδελφότητα-ότι είχαμε ανάγκη».

Όταν απελευθερώνεται ,την αναγκάζουν να μείνει σε ένα διαμέρισμα στο Κοζελέτς. Μετά την επίθεση του Χίτλερ,ο Στάλιν ζητάει την βοήθεια της Εκκλησίας και έτσι τα μοναστήρια ξανανοίγουν.Η Οσία Σμαράγδα βρίσκει το μοναστήρι στο Νιζίν ερειπωμένο αφού είχε μετατραπεί σε αποθήκη πυρομαχικών. Με γυμνά χέρια προσπαθούν να το συνεφέρουν.Κάποιοι την κοιτούν με έκπληξη,φόβο και ειρωνεία. Οι εβδομάδες περνούν αλλά δεν το βάζουν κάτω. Σιγά- σιγά σπεύδουν πολλοί πιστοί από τα γύρω χωριά να βοηθήσουν. Ένας ιερέας που είχε επιβιώσει από τα γκούλαγκ,τελεί καθημερινά την Θεία Λειτουργία σε μία παράγκα που είχε μετατραπεί σε παρεκκλήσι. Γίνεται μία νέα αρχή. Προσωρινά όμως.Το 1943 ξανακλείνουν το μοναστήρι. Η Οσία Σμαράγδα αποσύρεται στην Μονή της Αγίας Τριάδος στο Τσερνίχιβ. Λίγο πριν την κοίμησή της έλεγε ότι το μοναστήρι θα ξανανοίξει και εκεί θα βρεί ανάπαυση .Εκοιμήθη στις 10 Ιανουαρίου 1945.



 Το 1969 έκλεισαν το κοιμητήριο της Μονής της Αγίας Τριάδος στο Τσερνίχιβ. Kατά την εκταφή της το λείψανό της βρέθηκε άφθαρτο. Η αφθαρσία των λειψάνων της διαπιστώνεται και τον Νοέμβριο του 2011. Στις 8 Μαΐου 2012 λαμβάνει μέρος η αγιοκατάταξη της Οσίας Σμαράγδας. Στα τέλη της δεκαετίας του'90 η Μονή της Υπαπαντής στο Νιζίν ξανάνοιξε.Το λείψανό της μεταφέρθηκε στο μοναστήρι στις 3 Μαίου 2014.
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.



Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.

Και να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
- Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.

Ο παπάς τα έχασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε η γριά!
- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του αρρώστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
- Να αυτή!
- Ποια αυτή, ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε.

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.

Lela Koukis

Ἡ συνετή σύζυγος


Ὁ ὅσιος Παναγῆς Μπασιᾶς

Ὁ ὅσιος Παναγῆς Μπασιᾶς εἶχε βαπτίσει τὴν ἀδελφὴ τοῦ Σπύρου Μηνιάτη, ποὺ λεγόταν Ρουμπίνα. Αὐτὴ παντρεύτηκε ἕνα πολὺ σκληρὸ καὶ βάναυσο ἄνδρα, ποὺ τὴν κακομεταχειριζόταν.

Ἕνα μεσημέρι ἡ οἰκογένεια τοῦ Σπύρου καθόταν στὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγε. Ξαφνικὰ βλέπουν μπροστὰ τους ἀναπάντεχα τὸν ἅγιο, ποὺ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Σπύρο τοῦ εἶπε:

-Ἔ! Τὶ κάθεσαι... Αὐτὴ τὴν στιγμὴ τὴν ἀδελφὴ σου τὴν Ρουμπίνα τὴν δέρνει ἀπάνθρωπα ὁ ἄνδρας της. Καὶ δὲν φτάνει αὐτό, ἀλλὰ τῆς ἔσπασε καὶ τὸ χέρι της. Καὶ τὸ χειρότερο ἔκανε τὰ γαμήλια στέφανά τους κομμάτια.

Καὶ συνέχισε ἀκόμα πιὸ ἔντονα:

-Πλὴν ὅμως, ὁ πρῶτος γάμος εἶναι μυστήριο! Ἀκοῦς;
Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ ἔφυγε βιαστικά.

Τὸ ἐπεισόδιο ποὺ τοὺς ἀνήγγειλε, γινόταν σ' ἕνα χωριό, σὲ μακρινὴ ἀπόστασι, ἀλλὰ ὁ Σπύρος πίστεψε τὸν ἅγιο καὶ στενοχωρήθηκε κατάκαρδα γιὰ τὴν ἀδελφὴ του. Σηκώθηκε ἀμέσως, ἑτοίμασε τὸ μουλάρι του καὶ ἔσπευσε νὰ πάη νὰ δῆ τὶ γίνεται στὸ σπίτι της.
Ὅταν ἐκείνη τὸν εἶδε, τὸν δέχτηκε μὲ χαρὰ καὶ τοῦ εἶπε:

-Πῶς, ἀδελφὲ μου, τέτοια ὥρα, μεσημέρι μ' αὐτὴ τὴν ζέστη τοῦ Ἰουλίου, ξεκίνησες γιὰ δῶ;

Ὁ Σπύρος τὴν ρώτησε:
-Ρουμπίνα, ποὺ εἶναι ὁ ἄνδρα σου;

-Ἄ Σπύρο μου, εἶχε ξενύχτι ἀπόψε στὴν δουλειά του καὶ κουράστηκε καὶ βγῆκε ἔξω νὰ συναντήση κανένα χωριανό, νὰ τοῦ περάση ἡ ὥρα.

-Καλά, τὸ χέρι σου τὶ ἔχει;

-Ἀδελφὲ μου, αὐτὲς οἱ προβατίνες, ὅταν πρόκειται νὰ βγοῦν ἔξω άπὸ τὸ μανδρί, κάνουν πολλὰ πηδήματα. Μ' ἔσπρωξαν, ἔπεσα καὶ χτύπησα. Μὰ δὲν εἶναι τίποτα... Ἔλα τώρα πᾶμε νὰ ξεκουρασθῆς καὶ τὸ ἀπόγευμα φεύγης μὲ τὴν δροσιά.

Μπαίνοντας στὸ σπίτι ὁ Σπύρος ἀμέσως κοίταξε στὰ εἰκονίσματα, γιατὶ διαρκῶς σκεπτόταν τὰ λόγια τοῦ ὁσίου Παναγῆ.

-Ρουμπίνα, ποῦ εἶναι τὰ στέφανά σου; Δὲν τὰ βλέπω.
Ἡ ἀδελφὴ του, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ διαλύση τὸν γάμο της, δικαιολογεῖται καὶ λέει:

-Σπύρο μου, μὲ τὶς δουλειὲς μου εἶχα καιρὸ νὰ ξεσκονίσω καὶ τὰ κατέβασα νὰ τὰ καθαρίσω.

Ἡ γυναίκα προσπάθησε νὰ κρύψη τὴν ἄθλια συμπεριφορὰ τοῦ συζύγου της καὶ νὰ μὴν φανερώση τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς της, ποὺ ὅλα τὰ ἤξερε μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμα τοῦ ὁσίου, τῆς εἶπε:

-Ἀδελφὴ μου σήκω. Σήκω νὰ φύγουμε, γιατὶ ὁ ἄνδρα σου εἶναι σκληρὸς καὶ σὲ βασανίζει. Ἐγὼ ἦρθα ἐδῶ, γιατὶ μᾶς ἀπεκάλυψε τὴν κατάστασί σου ὁ νουνὸς σου παπα-Μπασιᾶς. Ἔλα μαζὶ μου, ἡ ζωὴ σου ἐδῶ θὰ εἶναι μαρτύριο.

Ἡ Ρουμπίνα ὅμως, συνετὴ καὶ ἀνδρεία στὴν ἀντιμετώπησι τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς, γνώριζε ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ διαλύση τὸ σπιτικὸ της.

-Ἀδελφέ μου, τοῦ ἀπαντᾶ, ὅταν ὁ Θεὸς προστάζη, πρέπει νὰ τὰ ὑπομένω ὅλα.

Ἔτσι ὁ Σπύρος Μηνιάτης ἔφυγε διαπιστώνοντας ὅτι ὅλα τὰ λόγια τοῦ ὁσίου ἦταν ἀληθινά.

(Ἅγιος Παναγῆς Μπασιᾶς)

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Χαρίσματα καὶ χαρισματοῦχοι» 
Τόμος πρῶτος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ 

Είμαι αγράμματη, και όταν έλθει η ώρα να φύγω για τον ουρανό, φοβάμαι μήπως χαθώ εκεί πάνω…



Ενενήντα χρονών χήρα πια η γιαγιά Κατερίνα, αγράμματη αλλά πίστη γυναίκα, με συχνή Θεία Κοινωνία, υπομένει ήρεμα τον κόπο των γηρατειών της, ζώντας μέσα στον σεβασμό και στην ολόψυχη αγάπη των δικών της.

Ένα χωριό κάνουν τα 60 παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα της. Και όλα την γλυκοχαιρετουν και φιλούν το χέρι της με σεβασμό και συγκινούνται βλέποντάς την να συγκινείται κι εκείνη και να δακρύζει.

Παιδιά μου, την ευχή μου να ‘χετε, τους έλεγε και τους ξαναλεγε και σταυροκοπιοταν συνέχεια. Μην κάνετε στην ζωή σας ποτέ κάτι που θα λυπήσει τον Χριστό και την Παναγία. Και να κοινωνατε συχνά.

Ένα απόγευμα, καθώς της έκανε συντροφιά η μεγάλη της κόρη, η Αγγελική, άρχισε πρώτη αυτή τη συζήτηση.
Από που ξεκίνησα εγώ η πάμφτωχη και που με οδήγησε ο Θεός, ο Μεγαλοδυναμος!

Μου ‘φερε στο πλευρό μου έναν άντρα μάλαμα, τον Χρήστο, και κάναμε οικογένεια με τη βοήθεια του Θεού καλή δοξασμένο το όνομα του Κυρίου! Χαρήκαμε μαζί πολλά παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.

Εκείνος έφυγε, πήγε στον ουρανό. Εγώ έμεινα πίσω.
Δεν είσαι μονή σου όμως, μάνα. Είμαστε όλοι μας κοντά σου!

Σωστά, δίκιο έχεις. Και με προσέχετε σαν τα μάτια σας, και ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά γι’ αυτό. Και παρακαλώ τον θεό στην προσευχή μου να σας έχει όλους σας πολύ καλά. Άλλο θέλω να πω.

Τι, μάνα μου;
Να,πως να το πω, είμαι αγράμματη, και όταν έλθει η ώρα να φύγω για τον ουρανό, φοβάμαι μήπως χαθώ εκεί πάνω, επειδή είμαι αγράμματη. Δεν θα ξέρω που να πάω!

Μανούλα μου, μην ανησυχείς καθόλου. Ο Κύριος μας που τόσο Τον αγάπησες σ’ όλη σου τη ζωή, θα τα κανονίσει όλα. Όταν έλθει εκείνη η ευλογημένη ώρα και για σένα, θα σε πάρει ο φύλακας σου Άγγελος και θα σε ανεβάσει στον ουρανό.

Εσύ δεν θα καταλάβεις τίποτε. Θα κοιμάσαι γλυκά. Εκεί στον ουρανό υπάρχουν δυο μεγάλοι δρόμοι. Ο ένας οδηγεί στο σκοτάδι, στην Κόλαση. Ο άλλος στο φως του Παραδείσου. Ο Άγγελος σου θα σε οδηγήσει προς το φως, πολύ φως, μάνα μου!

Εκεί θα σε υποδεχτούν Άγγελοι, η προστάτιδα σου Αγία Αικατερίνη, ο πατέρας μας, οι γονείς σου και πολλοί άλλοι που τους έκανες καλοσύνες εδώ στη γη. Όλοι αυτοί θα χαίρονται που θα φτάσεις ευτυχισμένη κι εσύ κοντά τους.
Α, έτσι θα γίνει; Κι είχα μια αγωνία.

Μη φοβάσαι, μάνα μου. Ο Χριστός με την Ανάσταση Του νίκησε τον θάνατο και άνοιξε για όσους πιστεύουν σ’ Εκείνον, τον Παράδεισο. Ετοιμάσου τώρα να διαβάσουμε το Απόδειπνο.

Ναι, κόρη μου.
Πάνω στην ώρα ήρθε ο μεγάλος της γιος της γερόντισσας και αφού την ασπάστηκε και πήρε την ευχή της, ζήτησε από την αδελφή του να διαβάσει αυτός το Απόδειπνο, για να ελευθερωθεί εκείνη και να ολοκληρώσει μερικές δουλείες στην κουζίνα. Αυτό κι έγινε.
Ενώ διάβαζε ο Γιώργος το Απόδειπνο κι η γερόντισσα μάνα έκανε ποτέ-ποτέ τον σταυρό της, διέκοπτε ο γιος το διάβασμα και τη ρωτούσε:
Μ’ ακούς, μάνα μου;

Ναι, παιδί μου, συνέχισε, την ευχή μου να έχεις.

Και κρατώντας το χέρι της συνέχιζε εκείνος την ανάγνωση της Ακολουθίας του Απόδειπνου.
Όταν έφτασε η ανάγνωση στο τμήμα της ευχής για τον φύλακα Άγγελο και μάλιστα στο σημείο που λέει «κράτησον της αθλίας και παρειμένης χειρός μου, και οδήγησόν με εις οδόν σωτηρίας», η γερόντισσα τράβηξε απότομα το χέρι της από το χέρι του γιου της, το σταύρωσε με το άλλο της χέρι και πέταξε με τα φτερά του Αγγέλου της για τον ουρανό χωρίς να πει λέξη.

Ο γιος της κατάλαβε αμέσως ότι ήταν η ύστατη στιγμή της στον κόσμο αυτόν. Είδε μια χλωμάδα βιαστική να περνάει στο πρόσωπο της, που σε λίγο έγινε ολοφώτεινο και πολύ γαλήνιο.

Την ασπάστηκε με δέος και συνέχισε την ανάγνωση της Ευχής στον Φύλακα Άγγελο και της υπόλοιπης ιερής Ακολουθίας του Αποδείπνου.
Όταν τελείωσε, πήγε ήρεμος στην κουζίνα και είπε στην Αγγελική δακρυσμένος:
Μας έφυγε η μάνα μας, αδελφή μου.
Τι! Πέθανε; Πότε; Πως;

Την ώρα που διάβαζα την Ευχή του Αποδείπνου στον Άγιο Άγγελο. Ήλθε και την πήρε ο Άγγελος της, γιατί φοβόταν, όπως έλεγε συχνά, μήπως χαθεί μόνη της στον ουρανό, επειδή ήταν αγράμματη και δεν ήξερε που θα βρεθεί εκεί πάνω. Κοίταξε το πρόσωπο της, δεν μοιάζει με αγγελικό;

Κάθε μέρα που την έβλεπα, είχα την αίσθηση ότι ζούσε ένας Άγγελος ανάμεσα μας. Πρέπει όμως να ετοιμαστούμε για την κηδεία. Προσοχή, να μην ξεχάσουμε να ειδοποιήσουμε κάποιον συγγενή μας.

Όλα πρέπει να γίνουν τέλεια, όπως της αξίζει.
Κι έπεσε επάνω της με αναφιλητά.

Στην κηδεία της, που έγινε στον κατάμεστο ενοριακό Ναό, όλοι μακάριζαν τη γιαγιά Κατερίνα με τα τόσα εγγόνια και δισέγγονα. Και ο προϊστάμενος του Ναού ευχήθηκε να αγάλλεται η ψυχή της μαζί με τους αγίους Αγγέλους, τους οποίους τόσο πολύ αγαπούσε.

Η Αθηνά Χατζή και η αγάπη της προς όλους



Η Αθηνά Χατζή γεννήθηκε στα Γιάννενα από ευλαβείς και ευπόρους γονείς το έτος 1895. Παντρεύτηκε αλλά μετά από δυο χρόνια πέθανε ο σύζυγός της. Έκτοτε έζησε την κατά Θεόν αφιερωμένη ζωή.

Κατά την περίοδο του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου η Αθηνά Χατζή επέδειξε ποικίλη δράση και μεγάλη προσφορά. Βοήθησε με σπάνια αυτοθυσία στο Νοσοκομείο Χατζηκώστα των Ιωαννίνων. 

Φρόντιζε τους τραυματίες στρατιώτες μας που τους έφερναν από το μέτωπο. Δεν ωλιγόρησε ποτέ. «Και τη νύχτα να με ειδοποιήτε», έλεγε, «να βοηθήσουμε τους στρατιώτες μας, τους ήρωές μας. Αξίζει κάθε θυσία για την Πατρίδα». 

Την απεκάλεσαν «Μάννα του στρατιώτη» και της απένειμαν τιμητική πλακέτα, η οποία υπάρχει στο μοναστήρι της Φανερωμένης στην Σαλαμίνα. Ακόμη και Ιταλούς και Γερμανούς στρατιώτες φρόντισε. Κάποιοι ήταν βαρειά τραυματισμένοι και από τις περιποιήσεις της γλύτωσαν από αναπηρίες ή και από θάνατο.

Κάποιοι Γερμανοί όμως, επειδή φανερά υπεστήριζε ότι άδικα εκηρύχθη αυτός ο πόλεμος κατά της Ελλάδος, απεφάσισαν να την συλλάβουν. Την παρακολούθησαν και έστειλαν κάποια ημέρα απόσπασμα στο σπίτι της για την σύλληψή της. 

Όταν κτύπησαν την πόρτα της, η Αθηνά Χατζή βγήκε και τους ρώτησε τι θέλουν. Ο επικεφαλής άλλαξε χρώμα σαν την είδε. Αναγνώρισε στο πρόσωπό της τη νοσοκόμα που τον περιποιείτο στο “Χατζηκώστα” όταν αυτός ήταν βαρειά τραυματισμένος. 

Καθόταν και τις νύχτες κοντά του προσφέροντάς του μέγιστες περιποιήσεις και έτσι σώθηκε από βέβαιο θάνατο. Όχι μόνο δεν την συνέλαβε αλλά από ευγνωμοσύνη προς την ευεργέτιδά του την πήρε παράμερα, της ανέφερε την εντολή της συλλήψεώς της και της υπέδειξε να κρυφθή για λίγες μέρες.

Κατά την δεκαετία του 1930 μαζί με άλλες ευσεβείς κυρίες των Ιωαννίνων δημιούργησαν σύλλογο με το όνομα «Παντάνασσα», στον οποίον διετέλεσε πρόεδρος μέχρι το 1975 που έγινε μοναχή. 

Ο σύλλογος είχε στόχους φιλανθρωπικούς. Βοηθούσαν πτωχές οικογένειες, πάντρευαν πτωχά κορίτσια, διέθεταν χρήματα και σπούδαζαν πτωχά παιδιά που είχαν ζήλο για μάθηση. Δεν παρέλειπαν να βοηθούν στο κτίσιμο και εξωραϊσμό ναών.

Η Αθηνά Χατζή έδειξε υπερβολικό ζήλο και εργαζόταν χωρίς να κουράζεται επί πολλές ώρες, για να έχη επιτυχή αποτελέσματα ο σύλλογος. Άλλωστε δεν ήταν δεσμευμένη με άλλες υποχρεώσεις. Διέθεσε δε για τους σκοπούς της «Παντάνασσας» μεγάλο μέρος της περιουσίας της.

Είχε μεγάλο ζήλο για τις ακολουθίες της Εκκλησίας μας και την θεία Λειτουργία. Έλεγε συχνά: «Πόση δύναμη παίρνω, ψυχή μου, (έτσι αποκαλούσε τον συνομιλητή της) από την θεία Μετάληψη! 

Όταν σκέπτωμαι ότι σε λίγες ημέρες θα κοινωνήσω, αυτό με βοηθάει να προσέχω, ώστε να μην αμαρτάνω. Τι μεγάλο δώρο του Πατέρα μας Θεού η θεία Μεταλαβή!»

Το έτος 1975 σε ηλικία 80 ετών η Αθηνά έγινε μοναχή στο μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης στην Σαλαμίνα, με το όνομα Άννα. Εκοιμήθη το έτος 1987 σε ηλικία 92 ετών και άφησε παράδειγμα μοναχής ενάρετης με οσιακά τέλη ζωής.

Την Αθηνά Χατζή εγνώρισε και ο γέροντας Παΐσιος όταν μόναζε στο Στόμιο. Τον ωδήγησε ο Θεός στο σπίτι της στα Γιάννενα χωρίς να την γνωρίζη, για να την διδάξη την μοναχική ζωή. Διηγείτο πολλά επαινετικά και αξιοθαύμαστα γι’ αυτήν.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.

Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, σελ. 347.


Η ΜΑΝΑ ( Μια πολύ συγκινητική και αληθινή ιστορία )



Σηκωνόταν κάθε πρωί και πριν κάνει οτιδήποτε άλλο κατευθυνόταν προς το προσκυνητάρι.
 
Έκανε τον σταυρό της, αργά, ευλαβικά.
Έπιανε με το δεξί της χέρι το μικρό ποτηράκι που χρησιμοποιούσε για καντήλι το έφερνε στο αριστερό της χέρι και ξανάκανε το σταυρό της.

Το άφηνε απαλά πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν εκεί δίπλα, άνοιγε μια μικρή μπιζουτιέρα που μέσα αντί για χρυσαφικά είχε θυμίαμα, καρβουνάκια, φυτιλάκια. 
Πρόσθετε λίγο λάδι, άλλαζε το φυτιλάκι, το άναβε ψέλνοντας το «Άξιον εστίν», το τοπετούσε και πάλι στο κέντρο του προσκυνηταριού.

Το παλιό φυτιλάκι με την χαρτοπετσέτα δεν τα πετούσε στα σκουπίδια, είχε μια ειδική σακούλα, όταν γέμιζε την έπαιρνε και την έκαιγε σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού της.

Κάθε μέρα ο γιος της την πετύχαινε σε κάποιο σημείο αλλαγής του φυτιλιού.
Αυτός πήγαινε πάντα βιαστικά στο μπάνιο, να πλυθεί, να ντυθεί να πάει στην δουλειά.

Ο πατέρας του τους είχε αφήσει εδώ και χρόνια, μάλλον καλύτερα που έφυγε μιας και η καημένη του η μάνα τράβηξε πολλά από τα μεθύσια και τις ασωτίες του.

Την παρατηρούσε κάθε μέρα, κάθε πρωί να ψέλνει, να θυμιάζει το σπίτι, να τον αποχαιρετά με το θυμιατό στο χέρι, να τον σταυρώνει καθώς αυτός απομακρυνόταν.
Και πάλι την έβλεπε να ανοίγει απαλά τις κουρτίνες του παραθύρου και να τον παρατηρεί καθώς έμπαινε στο αμάξι.

Μετά και αυτή ντυνόταν και πήγαινε στο ναό να ακούσει την ισχνή φωνή του ιερέα να ψέλνει τον όρθο της ημέρας.
Μέσα στο ναό καθόταν όρθια κάτω από την αγιογραφία της Αγίας Αικατερίνης.

Εκεί στο στασίδι ακουμπούσε λίγο, έκλεινε τα μάτια της και έλεγε την ευχή.
Μόλις τελείωνε ο όρθος περίμενε τον πάτερ να πάρει την ευχή του.
Έβαζε μετάνοια, φιλούσε το χέρι του και έφευγε.

Το απόγευμα καθώς γυρνούσε κουρασμένος από την δουλειά την έβρισκε είτε να κρατά το συναξάρι είτε το προσευχητάρι.
Του έβαζε να φάει, δεν τον ρωτούσε πολλά, μόνο αν ήταν καλά, μόνο αν ήθελε κάτι και μπορούσε να το κάνει.

Καθόταν μαζί του και τον έβλεπε να τρώει.
Τον έβλεπε και χόρταινε και η ίδια, χαιρόταν όταν έτρωγε όλο το φαγητό στο πιάτο, μα χαιρόταν περισσότερο εάν ζητούσε κι άλλο.
Αν σήκωνε τα μάτια του έβλεπε πάντα το χαμόγελό της.
Σιωπηλή, ήρεμη, παρόν.
Τελείωνε το φαγητό του.
Έκανε τον σταυρό της.

Σηκωνόντουσαν από το τραπέζι.
Πήγαινε στο σαλόνι, άνοιγε την τηλεόραση, έβλεπε είδήσεις ή αθλητικά, μπορεί να τον έπερνε ο ύπνος εκεί.
Κατα το βραδάκι, σηκωνόταν ντυνόνταν και καθώς άνοιγε την πόρτα έλεγε «μάνα, θα βγώ…».

Η φωνή της ακουγόνταν πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, έκαμε να τον προλάβει μα τις περισσότερες φορές τον λόγο της τον προλάβαινε ο ήχος της εξώπορτας «…να προσέχεις παιδί μου…».

Έμενε στην κλειστή εξώπορτα, όρθια, μόνη, σιωπηλή. 
Μετά από λίγο γυρνούσε στο δωμάτιό της.
Δίπλα στο μονό κρεβάτι της είχε ένα μικρό χαλάκι. 
Σήκωνε απαλά την φούστα της, τα γονατά της ακουμπούσαν χάμο.
Το βλέμμα της έμενε καρφωμένο σε μια εικόνα της 
Παναγίας που είχε στο κομοδίνο της.

Δεν άκουγες τίποτα να βγαίνει από το στόμα της, δεν άκουγες φωνή, μα αν ήσουν παρόν θα έβλεπες τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, να χαρακώνουν τα μάγουλά της, να κυλάνε στο λαιμό της και να χάνονται στην αλυσίδα του σταυρού της.

Οι ώρες περνούσαν, δύο, τρεις και τέσσερις ώρες.
Στα γόνατα.
Στο μικρό αυτό χαλάκι, στην μικρή αυτή κάμαρα.

Ποτέ της δεν έκανε κύρηγμα στο γιο της.
Ποτέ της δεν τον ρωτούσε που πήγαινε, με ποιους ήταν, τί έκανε.
Την ανησυχία της την έκανε προσευχή.

Το κλειδί στην πόρτα ακουγόταν.
Ήταν ο γιος της.
Γύρισε.
Έκανε τον σταυρό της.
Ακουμπούσε το μέτωπό της χάμο και έμενε εκεί μέχρι ο γιος της να μπει στο δωμάτιό του.
Αφού έπεφτε για ύπνο, έκανε αυτή να σηκωθεί.

Μα κάποιες φορές ήταν τόσο δύσκολο.
Τόση ώρα στα γόνατα δεν αισθανόταν πλέον τα πόδια της.
Προσπαθούσε στηριζόμενη στο κρεβάτι της.
Κάποιες φορές ίσα ίσα που κατάφερνε να ακουμπήσει το σώμα της στο στρώμα, κάποιες άλλες φορές έμενε χάμο απλώνοντας τα πόδια της περιμένοντας να κυκλοφορήσει και πάλι το αίμα.

Την επόμενη μέρα, η πόρτα του δωματίου του άνοιγε. 
Καθώς πήγαινε στο μπάνιο την έβλεπε και πάλι να αλλάζει το φυτιλάκι.
Και αυτό γινόταν χρόνια.
Πάντα διακριτική. 
Είχανε μεταξύ τους μια συνδέουσα απόσταση, μία σχέση σεβασμού, κατανόησης, αλληλοπεριχώρησης.

Ο καιρός περνούσε.
Γνώρισε μια κοπέλα όμορφη, καλοσυνάτη, απλή.
Την αγαπούσε πολύ ο γιος της, και αυτή την αγάπησε πολύ.
Την έφερε και στο σπίτι.
Της είπανε ότι έχουν σκοπό να παντρευτούν.

Η μάνα του σηκώθηκε έκανε στο σταυρό της, «να ναι ευλογημένο παιδιά μου», είπε, έπεσα στα γόνατα, έπιασε τα χέρια της κοπέλας και τα φίλησε.
Τα φίλησε και τα γέμισε δάκρυα, δάκρυα χαράς.

Πέρασαν μερικές ημέρες.
Το πρόγραμμα στο σπίτι δεν άλλαξε.
Μέχρι εκείνο το πρωινό.

Ξύπνησε, βγήκε από το δωμάτιό του μα δεν είδε την μάνα του.
Κοντοστάθηκε.
Έμεινε ακίνητος μερικά δευτερόλεπτα.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Τα χείλη του ψέλλιζαν μια λέξη μα την επαναλάμβαναν αδύναμα, ψιθυριστά.

Μα όσο πήγαινε η λέξη δυνάμωνε, μέχρι που η φωνή του έγινε κραυγή… «μάνα μου», έλεγε και ξανάλεγε, έτρεξε στη μικρή της κάμαρα.
Άνοιξε την πόρτα.
Την είδε γονατιστή πάνω στο μικρό χαλάκι.

Ακίνητη, σιωπηλή, ήρεμη, χωρίς πνοή, με μάτια κλειστά, με το κομποσχοίνι στα χέρια της.
Είχε γύρει και ακουμπούσε στο πλάι του κρεβατιού.
Το μικρό πορτατίφ ήταν ακόμα αναμένο.
Μπροστά της η εικονά της Παναγίας.

Γονάτισε δίπλα της.
Σταμάτησε να φωνάζει.
Σταμάτησε να κινείται κι αυτός.
Και οι δυο πλέον ήταν γονατιστοί.
Μάνα και γιος.
Δίπλα δίπλα.

Μετά από μερικά λεπτά γύρισε, την είδε, της χάιδεψε τα μαλλιά, την πλησίασε και την ασπάστηκε στα μάτια της, σ’αυτά τα μάτια που ήταν ακόμα υγρά από τα δάκρυα της προσευχής της, της νήψης που βίωνε.

Τα δικά του μάτια είχαν γίνει κόκκινα από την αλμύρα των δακρύων του.
Η όψη του όμως ήταν ειρηνική, όπως της μάνας του.

Σηκώθηκε.
Πήγε προς το προσκυνητάρι.
Πήρε με το δεξί του χέρι το καντηλάκι.
Άλλαξε το φυτιλάκι.
Έκανε το σταυρό του.

Μετά ειδοποίησε τους συγγενείς…

Το μεγαλύτερο κήρυγμα είναι η ζωή μας.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Η κυρά Χαρίκλεια ήπιε τη γουλιά το κρασί της. Κι έφυγε να συναντήσει τον άνδρα της..

.



Η κυρά Χαρίκλεια εκείνο το πρωί ξύπνησε νωρίτερα από την συνηθισμένη της ώρα...
Είχε ένα περίεργο χτυποκάρδι.

Από την προηγούμενη μέρα, την είχε ειδοποιήσει η κόρη της ότι θα έρθουν αύριο μαζί με τον αδελφό της να τη δουν...

Τα παιδιά της ζούσαν στην πόλη αρκετά μακριά από το χωριουδάκι τους.

Όσο ήταν πιο νέα η κυρά Χαρίκλεια πήγαινε συχνά και τους έβλεπε αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν αυτό άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο αραιά...

Η κόρη της αφοσιώθηκε στην καριέρα της... δημοσιογράφος...

Άφησε τα χρόνια να περάσουν και δεν παντρεύτηκε ποτέ...

Το είχε μεγάλο βάσανο η κυρά Χαρίκλεια αυτό....
Όσο για τον γιο της... δικηγόρος... αυτός παντρεύτηκε απόκτησε μία κόρη τη Χαρά... που τώρα σπουδάζει στο Λονδίνο σκηνοθέτης και χώρισε...

Και τα δύο της τα παιδιά είναι χωρίς συντρόφους, ας είναι..είναι τόσο αγαπημένα μεταξύ τους... έτσι σκεφτόταν και παρηγοριόνταν η κυρά Χαρίκλεια.

Πλύθηκε χτενίστηκε και όπως κάθε πρωί άναψε το καντηλάκι κάτω από τα εικονίσματα.
Μετά πήρε το θυμιατό έβαλε μέσα ένα καρβουνάκι και λίγο λιβάνι κι άρχισε να θυμιατίζει το σπίτι, να φύγουν τα κακά πνεύματα μονολογούσε...

Μπροστά στη φωτογραφία του συγχωρεμένου του άντρα της σταμάτησε για λίγο.
Χρόνια την είχε αφήσει μόνη της...
Βιάστηκες πολύ να φύγεις καημένε του είπε.

Κοίταξε τη φωτογραφία κατάματα και μία λάμψη πέρασε από τα μάτια της.
Το χτυποκάρδι έγινε εντονότερο, λες;...μουρμούρισε και χαμογέλασε αχνά...

Η σιδερένια πόρτα της αυλής έτριξε με θόρυβο.
Μηχανή αυτοκινήτου ακούστηκε.

Δύο φωνές... μάνα ήρθαμε...
Χέρια απλώθηκαν...καλώς τα μου καλώς τα μου...

Μέλωσε η γλύκα στην καρδιά της κυρά Χαρίκλειας...
Αγκαλιές γέμισαν μάτια βούρκωσαν πλημμύρισε ο τόπος χαρές και γέλια...

- Γιε μου μιας κι ήρθες θέλω να μου κάνεις μία χάρη...

- Τη χάρη βρε μάνα... πες μου... ο' τι θέλεις...

- Θέλω να με πας στα κοιμητήρια, δεν με βαστάνε τα πόδια μου και θέλω να του ανάψω το καντήλι, έχω πολύ καιρό να πάω...

- Ο' τι θέλεις μάνα... Έλα σήκω...

Όρθια μπροστά στο μνήμα του άντρα της η κυρά Χαρίκλεια ψιθυρίζει.
Όπου να ναι θα ανταμώσουμε... κάνε λίγη υπομονή...

- Τι μουρμουρίζεις μάνα; τι του λες;

- Τίποτα παιδί μου...τίποτα... τα δικά μου λέω...

Μεσημέρι...το σπίτι γέμισε μυρωδιές από το νόστιμο ψητό που περίμενε στο τραπέζι.
Το αγαπημένο τους φαγητό.
Το ήξερε και τους το ετοίμασε με μεράκι.
Κάθισαν χαρούμενοι κουβεντιάζοντας διαρκώς για τα πάντα...

- Βάλε μου και μένα μία σταξιά κρασί παιδί μου...έτσι για τα καλωσορίσματα...

- Δεν κάνει βρε μάνα...η πίεσή σου...

- Μια γουλιά...δεν θα πάθω τίποτα...

Τα αδέλφια κοιτάχτηκαν παραξενεμένα,
είχαν προσέξει ότι τα χέρια της μάνας τους δεν έτρεμαν πια, λες και το Πάρκινσον την είχε εγκαταλείψει...

Η κυρά Χαρίκλεια ήπιε τη γουλιά το κρασί της, ευχήθηκε στα παιδιά της και έφαγε χαρούμενη μαζί τους.
Είχε να νιώσει τόση ευτυχία από τότε που 18 χρονών στέκονταν σε αυτή την κάμαρα ντυμένη νύφη και έτρεμε σαν το κλαράκι μπροστά στον άντρα της...

5:00 το απόγευμα η καμπάνα χτυπάει πένθιμα... κάποιοι αναρωτιούνται..ποιος Πέθανε;
Η κυρά Χαρίκλεια είπε κάποιος...
Πέθανε στον ύπνο της.

Πήγε ο γιος της να την ξυπνήσει για να πιούνε μαζί τον καφέ τους, και τη βρήκε να χαμογελάει σαν παιδί...
Κείνη την ώρα η κυρά Χαρίκλεια
Σαν κοπελούδα 18 χρονών
Στέκονταν μπροστά στον αγαπημένο της άνδρα.
Δεν σου είπα εγώ πως θα ανταμώσουμε;
Τον μάλωσε τρυφερά...
Κράτησα την υπόσχεσή μου...
Έλα πάμε...

Ελένη Ταϊφυριανού

http://trelogiannis.blogspot.com/

(η φωτογραφία από εδώ)

Πηγή:http://amfoterodexios.blogspot.com/

«Ἑλέναμπα» ἡ προορατική


Στό χωριό Κεφαλοχώρι πού βρίσκεται στήν περιοχή τῆς Νίκαιας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πρίν ἀπό τήν Ἀνταλλαγή, ζοῦσε μία εὐλαβής καί χαριτωμένη νέα, ἡ Ἑλένη. Τήν ἀποκαλοῦσαν Ἑλέναμπα, δηλαδή Ἑλένη πού εἶχε γεροντική σύνεση, διάκριση καί μιλοῦσε σάν Ἀββᾶς (Γέροντας).

Ἦταν ὀρφανή ἀπό γονεῖς καί ἐργαζόταν ὡς ὑπηρέτρια σ᾽ ἕναν πονόψυχο Τοῦρκο. Τή νύχτα ἡ «Ἑλέναμπα» προσευχόταν πολλές ὧρες. Ὁ Τοῦρκος τήν ἄκουγε πού ἔλεγε στήν προσευχή της: «Νά πάρω καί αὐτουνοῦ τίς ἁμαρτίες». 

Προσευχόταν δηλαδή γιά ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Τοῦρκος ἔβλεπε νά ἔρχωνται πολλοί ἄνθρωποι νά τήν συμβουλευθοῦν καί κατάλαβε ὅτι ἔχει ἰδιαίτερη χάρη. Τήν εἶχε σέ μεγάλη ἐκτίμηση καί αἰσθανόταν ὅτι τόν βοηθᾶ ὁ Θεός γιά χάρη τῆς «Ἑλέναμπα». Σημείωνε ὁ ἴδιος τά γεγονότα καί τίς προφητεῖες της, γιατί ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἡ «Ἑλέναμπα» εἶχε χάρισμα προορατικό.

Τότε πολλούς Ἕλληνες τούς ἐπιστράτευαν στόν τούρκικο στρατό στά Τάγματα Ἐργασίας (Ἀμελέ Ταμπουροῦ) γιά πέντε μέ δέκα χρόνια μέ σκοπό τήν ἐξόντωσή τους. Δέν ἔδιναν σημεῖα ζωῆς καί οἱ οἰκογένειές τους ἀνησυχοῦσαν. 

Οἱ γυναῖκες πήγαιναν καί ρωτοῦσαν τήν «Ἑλέναμπα» ἂν ζοῦν ἤ ἄν ἔχουν σκοτωθῆ. Ἐκείνη γιά νά μήν ἀμφισβητήσουν ὅ,τι θά τούς ἔλεγε, πρῶτα περιέγραφε τόν ἄνδρα. Ἔλεγε π.χ.: «Ὁ ἄνδρας σου εἶναι ψηλός, ξανθός μέ μουστάκι». Πρόσθετε καί ἄλλα χαρακτηριστικά καί ὕστερα ἔλεγε ἄν πέθανε ἤ ἄν ζῆ ἤ πότε θά γυρίσει.

Ἐπίσης ἔλεγε: «Θά ᾿ρθεῖ καιρός πού οἱ ἄνθρωποι θά μπερδευτοῦν». (Ἐννοοῦσε πνευματικό ἤ φυλετικό μπέρδεμα. Σήμερα καί τά δυό ὑφίστανται).

Κάποια ἡμέρα εἶπε στούς συγγενεῖς της: «Ἐσεῖς θά φύγετε καί μένα θά μ᾿ ἀφήσετε ἐδῶ. Πάλι θά ξαναρθῆτε, ἀλλά αὐτά τά μέρη θά ἀλλάξουν».

Πρίν πεθάνη ζήτησε νά τή ντύσουν μέ μαῦρα ροῦχα σάν μοναχή.

Ὅλοι στό χωριό τήν «Ἑλέναμπα» τήν εἶχαν σέ εὐλάβεια γιά τίς ἀρετές καί τά χαρίσματά της. Πίστευαν ὅτι εἶναι ἁγία. Περισσότερες λεπτομέρειες ἀπό τήν ζωή της δέν διασώθηκαν. Μόνον ὅτι ἐκοιμήθη σέ ἡλικία μικρότερη τῶν δεκατεσσάρων ἐτῶν, γύρω στό 1920, πρίν ἀπό τήν Ἀνταλλαγή, ὅπως δηλαδή εἶχε προφητεύσει. Ἐκεῖ πού ἐτάφη ἀνέβλυσε ἁγίασμα καί ὅσοι ἄρρωστοι ἔπιναν θεραπεύονταν.

Μέ τήν Ἀνταλλαγή οἱ συγγενεῖς της καί οἱ συγχωριανοί της ἦρθαν στήν Ἑλλάδα καί ἐγκαταστάθηκαν στό νομό Σερρῶν, δημιουργώντας ἔτσι τό Νέο Κεφαλοχώρι. Οἱ συγγενεῖς τῆς «Ἑλέναμπα» ἔχουν φέρει ὡς εὐλογία καί φυλαχτό στό νέο χωριό τά ροῦχα της καί κάποια προσωπικά της ἀντικείμενα. 

Μέχρι σήμερα ἀνάβουν καντήλι ἀκοίμητο καί κεριά στό σπίτι πού φυλάσσονται τά προσωπικά της ἀντικείμενα. Τήν ἐπικαλοῦνται στίς ἀνάγκες καί στίς δυσκολίες τους καί αὐτή ἔχοντας στόν Θεό παρρησία τούς βοηθᾶ.

Κατά τήν ἐποχή τοῦ συμμοριτοπολέμου οἱ ἀντάρτες (Κομμουνιστές) ἦρθαν κατ᾿ ἐπανάληψη νά κάψουν τό χωριό, ἀλλά μόλις ἔμπαιναν στό χωριό ἄλλαζαν διάθεση, ἔπαιρναν τρόφιμα καί φεύγοντας ἔλεγαν: «Κάποιος ἅγιος σᾶς φυλάει, διότι ἤρθαμε νά κάψουμε τό χωριό καί μόλις μπήκαμε, ἄλλαξε ἡ διάθεσή μας».

Αναδημοσίευση από:
https://enromiosini.gr/