Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Ατρόμητες γυναίκες που σήκωσαν το λάβαρο της Επανάστασης του 1821


Ατρόμητες γυναίκες που σήκωσαν το λάβαρο της Επανάστασης του 1821

Θρυλικές φυσιογνωμίες γένους θηλυκού έδρασαν με απαράμιλλο θάρρος και πρωταγωνίστησαν στον αγώνα για την απελευθέρωση του Γένους

Από τον Σωτήρη Λέτσιο

Όταν αναφερόμαστε στη δράση των γυναικών κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, τα φώτα της προβολής πέφτουν συνήθως στις πιο προβεβλημένες περιπτώσεις, όπως αυτές της Μαντώς Μαυρογένους και της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.

Ασφαλώς και δεν επικεντρώνεται αδίκως η προσοχή μας στις δύο αυτές κορυφαίες μορφές του Εθνικού Αγώνα και σε όσα συνεισέφεραν για την απελευθέρωση του Γένους. Πέραν αυτών, όμως, υπάρχουν και άλλες γυναίκες, οι οποίες διαδραμάτισαν ξεχωριστό ρόλο και πρωταγωνίστησαν, επιδεικνύοντας θάρρος, ηγετικό πνεύμα, στρατιωτικές ικανότητες και αυταπάρνηση, τιμώντας τις αξίες του Ελληνισμού. Για αυτό οφείλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας και να αναδείξουμε ορισμένες από αυτές τις θρυλικές φυσιογνωμίες.

Μόσχω Τζαβέλα, η ονομαστή Σουλιώτισσα

Αιώνιο σύμβολο αυτοθυσίας και πατριωτισμού για όλη την ανθρωπότητα έχουν καταστεί με το παράδειγμά τους οι Σουλιώτισσες. Ονομαστή Σουλιώτισσα υπήρξε η Μόσχω Τζαβέλλα, σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλλα και μητέρα του Φώτου.

Οταν σκοτώθηκε ο άνδρας της, η Μόσχω πήρε τη θέση του στη Δημογεροντία των Σουλιωτών και έλαβε μέρος με επιτυχία σε πολλές μάχες κατά των Τουρκαλβανών. Οταν μάλιστα ο Αλή Πασάς κρατούσε όμηρο τον γιο της Φώτο και απειλούσε ότι θα τον ψήσει ζωντανό, εκείνη του μήνυσε ότι προτιμούσε να της στείλει και εκείνης ένα μέρος από το σώμα του για να το φάει, παρά να προδώσει την πατρίδα της!

Το 1792 πολέμησε εναντίον του στρατού του Αλή Πασά, στη μάχη της Καϊάφας, επικεφαλής 400 Σουλιωτισσών! Ηταν τέτοιος ο ηρωισμός και το πάθος εκείνων των γυναικών, ώστε οι Τουρκαλβανοί, κατάπληκτοι, αναγκάστηκαν να τραπούν σε άτακτη φυγή. Η Μόσχω, μετά την καταστροφή του Σουλίου, κατέφυγε πρώτα στην Πάργα και έπειτα στην Κέρκυρα, όπου απεβίωσε το 1803.

Η τόλμη και η επινοητικότητα της Δόμνας Βισβίζη

Μια άλλη σπουδαία αγωνίστρια υπήρξε η Δόμνα Βισβίζη. Οταν ξεκίνησε η Επανάσταση, ο Αντώνιος, ο άντρας της, εξόπλισε το μπρίκι του, «Καλομοίρα», και το έθεσε στη διάθεση του ένοπλου αγώνα. Από την πρώτη στιγμή, η Δόμνα τον ακολούθησε μαζί με τα παιδιά τους και πήρε μέρος, μεταξύ άλλων, στις ναυμαχίες της Λέσβου, της Σάμου και του Ευρίπου.

Στη ναυμαχία του Ευρίπου, ο άντρας της σκοτώθηκε, αλλά η Δόμνα, δίχως να ολιγωρήσει στιγμή, έγινε η ίδια κυβερνήτης στην «Καλομοίρα».

Με τόλμη και επινοητικότητα οργάνωνε συνεχώς αποστολές για τη μεταφορά με το πλοίο της πυρομαχικών και τροφίμων, όπου αυτό ήταν αναγκαίο, ενώ συγχρόνως δεν δίσταζε να βάλλει εναντίον τουρκικών στόχων. Απόδειξη του πόσο καθοριστικές υπήρξαν οι παρεμβάσεις της για την πορεία του Αγώνα αποτελεί η αναφορά του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος είχε επιβεβαιώσει εγγράφως ότι η Δόμνα Βισβίζη έσωσε τους άνδρες του και τον ίδιο με τρόφιμα και πολεμοφόδια, τον Μάιο του 1822.

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι στο πλοίο της φιλοξενήθηκαν οι συνεδριάσεις του σώματος του «Aρειου Πάγου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος». Οταν, ελλείψει χρημάτων, δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να συντηρήσει το πλοίο της, το προσέφερε για να χρησιμοποιηθεί ως πυρπολικό. Ετσι, λοιπόν, το πλοίο της έγινε παρανάλωμα του πυρός, παίρνοντας μαζί του στον βυθό του Τσεσμέ μια τουρκική φρεγάτα, η οποία χρησίμευε για τη μεταφορά χρημάτων και χρυσού από το ένα μέρος της αυτοκρατορίας στο άλλο.

Κωνσταντίνα Ζαχαριά: Η Πελοποννήσια που έγινε παράδειγμα με την παλικαριά της

Στην Πελοπόννησο έμεινε γνωστή για την παλικαριά της και η Κωνσταντίνα Ζαχαριά. Από μικρή ηλικία είχε πάρει τον δρόμο της κλεφτουριάς, ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα της Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη, ενός ξακουστού αγωνιστή της περιοχής που είχε φονευθεί το 1803 από τους Τούρκους. Αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης, οι Τούρκοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν πανικόβλητοι τα οχυρά τους στη Μεσσηνία και τη Λακωνία, καταδιωκόμενοι από ομάδες Ελλήνων αγωνιστών. Σε μια από αυτές τις ομάδες -η οποία αποτελείτο από 500 άτομα- ηγείτο η Κωνσταντίνα Ζαχαριά. Η Κωνσταντίνα είχε υψώσει, μάλιστα, το δικό της λάβαρο, μια σημαία λευκού χρώματος με γαλάζιο σταυρό. Την ακολουθούσαν πολλές γυναίκες από τη Λακωνία, κρατώντας όπλα και οτιδήποτε άλλο θα χρησίμευε ως οπλισμός.

Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Γάλλου περιηγητή Πουκεβίλ, ήταν τέτοια η ορμητικότητα και το μαχητικό πνεύμα που διέκριναν την ομάδα της Κωνσταντίνας, ώστε οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να κλειστούν στο φρούριο του Μυστρά. Η πορεία, όμως, αυτής της ομάδας δεν ανακόπηκε σε εκείνο το σημείο. Κινείται παράλληλα προς τις όχθες του ποταμού Ευρώτα και φτάνει στο χωριό Λεοντάρι. Εκεί, η Κωνσταντίνα ορμά και κατεβάζει την τουρκική σημαία από όλα τα τεμένη, και πυρπολεί την οικία του τοπικού βοεβόδα. Προσπαθώντας αυτός να ξεφύγει, πέφτει νεκρός από το πιστόλι της.

Αξίζει να αναφέρουμε και τη μαρτυρία του Αγγλου περιηγητή Μπλακουάιαρ, ο οποίος τη συνάντησε μάλλον πριν από το 1825, στη Γαστούνη. Ο ίδιος είχε υπολογίσει ότι έπρεπε τότε να ήταν περίπου 20 χρόνων. Σε αυτόν είχε αποκαλύψει πως είχε πάρει μέρος στην πολιορκία της Πάτρας, όπου πληγώθηκε. Ετσι, αναγκάστηκε να γυρίσει στη Γαστούνη, προκειμένου να αναρρώσει. Στην ερώτηση του Μπλακουάιαρ τι σκόπευε να κάνει από εκεί και μετά, η ίδια απάντησε με αποφασιστικότητα: «Θα ξαναγυρίσω στο πόστο μου και θα πολεμήσω ώσπου να χαθεί κι ο τελευταίος Τούρκος από τον Μοριά!»

Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, η Κωνσταντίνα πήρε μέρος και στη μάχη του
Διρού (1826). Εκεί, έγραψαν σελίδες ηρωισμού και δόξας οι Μανιάτισσες, οι οποίες, έχοντας για όπλο τα δρεπάνια του θερισμού, προκάλεσαν ανεπανόρθωτο πλήγμα στον αιγυπτιακό στρατό του Ιμπραήμ Πασά.

Η αγωνίστρια της Τριπολιτσάς, Σταυριάνα Σάββαινα

Η γη της Μάνης ανέδειξε πληθώρα από γυναίκες ηρωίδες. Κορυφαία αγωνίστρια, μεταξύ άλλων, υπήρξε η Σταυριάνα Σάββαινα. Είχε παντρευτεί τον εύπορο πρόκριτο από τη Σπάρτη Γιωργάκη Σάββα, τον οποίο οι Τούρκοι απαγχόνισαν στον Μυστρά κατά τις πρώτες ημέρες της Επανάστασης. Φημισμένη για την ομορφιά, το δυναμικό παράστημα και τη βροντώδη φωνή της, η Σταυριάνα ζώστηκε τα όπλα και κατατάχθηκε στο στρατιωτικό σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και στις μάχες του Βαλτετσίου στο πλευρό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενώ συμμετείχε και στις μάχες των Τρικόρφων και του εν τη Μεσσηνία Αλμυρού.

Η «Εφημερίς των Κυριών» είχε γράψει για εκείνη: «Η Σταυριάνα, μόνη μεταξύ των ανδρών, αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος». Παρόμοια περιγραφή γίνεται και από τον ιστορικό Ιωάννη Φιλήμονα, όταν αναφέρεται στη μάχη του Βαλτετσίου: «Λάκαινα τις, Σταυριάνα ονομαζομένη, εθελόπονος ως συστρατιώτης υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και μετ’ αυτού συναποκλεισθείσα εν τω Βαλτετσίω, μόνη ετόλμα συνεχώς εξέρχεσθαι από του ενός εις τον άλλον προμαχώνα και διανέμει πυριτιδοβολάς, όπου η ανάγκη εκάλει. Ην δε φύσεως ανδρικής, μελανίζουσα, αναστήματος υψηλού, εξαισίας γενναιοψυχίας, βαδίζουσα ως ανήρ και ομιλούσα ως στρατιώτης».

Ο Ιωάννης Καποδίστριας τη βοηθούσε δίνοντάς της ένα μικρό ποσό, επειδή ήθελε κατ’ αυτόν τον τρόπο να την ανταμείψει για τις υπηρεσίες της προς την πατρίδα. Ο Όθωνας ωστόσο δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον, και αυτή επιβίωνε χάρη στις συνδρομές από οικογένειες των αγωνιστών. Η Σταυριάνα Σάββαινα πέθανε το 1868 στο Ναύπλιο, πλήρης ημερών, αλλά πάμπτωχη. Για τα έξοδα της κηδείας της χρειάστηκε να πραγματοποιηθεί έρανος!

Αγόρω Η Αγραφιώτισσα, η καπετάνισσα της Ρούμελης

Άξια εκπρόσωπος της ανυπότακτης κλεφτουριάς στην περιοχή των Αγράφων υπήρξε η Αγόρω η Αγραφιώτισσα, γνωστή και με την ονομασία «Καπετάνισσα της Ρούμελης». Η Αγόρω είχε συγκροτήσει το δικό της κλέφτικο σώμα, το οποίο αποτελείτο τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες, και δρούσε κυρίως στην περιοχή των Αγράφων από το 1810 και μετά.

Τα κατορθώματά της εναντίον των Τούρκων εξυμνήθηκαν από το δημοτικό τραγούδι, ενώ παροιμιώδης έχει μείνει και η αυστηρότητά της, όταν κάποιος από την ομάδα της δεν τηρούσε τους άγραφους νόμους της κλεφτουριάς. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη απέμεινε μόνη αυτή, με το δικό της ασκέρι, να συνεχίζει τον πόλεμο ενάντια στους κατακτητές. Σε κάποια μάχη με τους Οθωμανούς, γύρω στα 1820, τα βόλια των απίστων την πέτυχαν πισώπλατα, στερώντας την Ελλάδα από μια ατρόμητη αγωνίστρια.

Ελισάβετ Υψηλάντη, η πρωτομάνα των Φιλικών

Καθοριστική υπήρξε και η συμβολή όσων γυναικών ανέπτυξαν δράση εντός της Φιλικής Εταιρείας. Παράλειψη σοβαρή θα ήταν να μη μνημονεύσουμε την Ελισάβετ Υψηλάντη, μητέρα του Αλέξανδρου, του Δημήτριου και του Νικόλαου Υψηλάντη. Αποκαλούνταν «πρωτομάνα των Φιλικών», λόγω του ότι δεν δίστασε να προσφέρει όλη την περιουσία της για την ευόδωση των σκοπών της Επανάστασης. Στο αρχοντικό της συγκεντρώνονται τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας στις 16 Φεβρουαρίου 1821, προκειμένου να αποφασίσουν πώς θα οργανωθεί η Επανάσταση. Στο δικό της σαλόνι ελήφθη η τελική απόφαση για την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Μάλιστα, ενώπιόν της συντάχθηκε και η εμβληματική προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Πριν την υπογράψει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ζήτησε από τη μητέρα του να διαθέσει όλη την ακίνητη περιουσία της οικογένειας στον αγώνα. Και, όταν αυτή δέχθηκε, της φίλησε το χέρι. Μάλιστα, ολοκλήρωσε την προκήρυξη σημειώνοντας στο κείμενο -θέλοντας έτσι στην πράξη να τιμήσει την προσφορά της μητέρας του- και την εξής φράση: «Ασπάζομαι την χείρα της μητρός μου».

Η κατάσκοπος Μαριγώ Ζαραφοπούλα

Πολύτιμη στο έργο της Φιλικής Εταιρείας ήταν η συνδρομή της Μαριγώς Ζαραφοπούλα. Μυήθηκε σε αυτήν στις αρχές του 1821 στην Κωνσταντινούπολη, όπου διέμενε με την οικογένειά της. Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά προκειμένου να στηρίξει το έργο των Φιλικών, ενώ ακόμη και με κίνδυνο της ζωής της μετέφερε πληροφορίες και εμπιστευτικά έγγραφα χωρίς να γίνει αντιληπτή από τις τουρκικές Αρχές.

Χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της στην Υψηλή Πύλη κατάφερε να σώσει πολλά μέλη της Εταιρείας από τη σύλληψη, ενώ συνέβαλε και στη δραπέτευση των γιων του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη. Κατάφερε να διαφύγει από την Πόλη και να βρεθεί στην Υδρα.

Διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας της για να χρηματοδοτήσει τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων, ενώ, ούσα πλέον στην Πελοπόννησο, συνέλεγε πληροφορίες για τις κινήσεις των Τούρκων, με την ιδιότητα πλέον της κατασκόπου.

newsbreak,25-03-2021

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Η γυναίκα στην Τουρκοκρατία και την Εθνεγερσία μέσα από το δημοτικό τραγούδι


Η γυναίκα στην Τουρκοκρατία και την Εθνεγερσία μέσα από το δημοτικό τραγούδι

της Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου

Ζώσα ιστορία είναι τα δημοτικά μας τραγούδια, στα οποία δεν υπάρχει τίποτε το μυθικό. Με ρεαλισμό, εικόνες δυνατές και μεταφορές τολμηρές, παρουσιάζουν την ουσία των γεγονότων με λιτότητα δωρική μα και με λυρισμό. Σκέφθηκα λοιπόν να ανατρέξω σε αυτά για τη θέση της γυναίκας την περίοδο της Τουρκοκρατίας και τον καιρό της Εθνεγερσίας. Την αναζήτησα στα Ιστορικά, τα Κλέφτικα και Ακριτικά της συλλογής δημοτικών τραγουδιών του Ν. Γ. Πολίτου, Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού.

 «Η πόλις εάλω», «η Ρωμανία ‘πάρθεν», κι ο θρήνος μεγάλος. Θρηνεί ακόμα και η Παναγιά μας· «Η Δέσποινα ταράχτηκε, κ’ εδάκρυσαν οι εικόνες», μα ο λαός της προσπαθεί να την παρηγορήσει: «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,/ πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά σας είναι» (Ιστορικά, 2) ή κατά παραλλαγή του τόπου μας «πάλι δικιά μας θα ‘σαι». Την ίδια ώρα λοιπόν βλασταίνει και η ελπίδα της ανάστασης του γένους και της Επανάστασης: «Η Ρωμανία κι αν ‘πέρασεν,  ανθεί και φέρει κι άλλο» (Δημοτικό του Πόντου).

Σκληρή η καθημερινότητα, δεινή η κατάσταση των υποδούλων. «Τα παλληκάρια του Μοριά κ’ οι όμορφες της Πάτρας/ ποτές δεν καταδέχονταν πεζοί να περπατήσουν,/ και τώρα πώς κατάντησαν σκλάβοι στους Αρβανίτες!/…». Μπροστά στους Τούρκους οι Έλληνες έπρεπε να ξεπεζεύουν! Οι ραγιάδες δεν έχουν δικαιώματα. Τίποτε δεν ορίζουν, μήτε παιδιά μήτε άνδρα μήτε γυναίκα: «Αφήνει η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα,/ χωρίζει κ’ ένα αντρόγυνο, μια μέρα ανταμωμένο» (Ιστορικά, 4). Τα παιδιά τα κάνουν γενίτσαρους, ενώ άνδρες και γυναίκες πωλούνται στα σκλαβοπάζαρα. Γι’ αυτό σε άλλο τραγούδι ο καπετάνιος προτρέπει τους κλέφτες να κάνουν και ένα καλό για την ψυχή τους: «…να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι,/ που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους·/ να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι,/ να βγει της χήρας το παιδί, π’ άλλο παιδί δεν έχει,/ π’ αυτή το χει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο» (Κλέφτικα, 29).

Συγκλονιστική και η εικόνα με τις γυναίκες των Λαζαίων, αρματωλών του Ολύμπου που πήραν μέρος στην επανάσταση του 1807, η οποία κατεστάλη. Το 1812 ο Αλή Βελή πασάς καταδίωξε τους κλέφτες και αρματωλούς και απήγαγε τις οικογένειές τους. Το δημοτικό τραγούδι, Οι γυναίκες των Λαζαίων, διασώζει το γεγονός: «Τι είν’ το κακό που πάθαμε οι μαύροι οι Λαζαίοι;/ Μας χάλασε ο Βελή πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,/ μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας,/ στον Τούρναβο τις πάησε, πεσκέσι του Βεζίρη./ Μπροστά πηγαίνει η Τόλαινα, κι’ οπίσω οι συννυφάδες,/ κι’ οπίσω οπίσω η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι,/ σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα νεραντζιά κομμένη…».  Ο Βελή πασάς που τις βλέπει δίνει την εντολή: «- Πάρτε τές τρεις φλακώστε τες, βάλτε τες στο μπουντρούμι,/ την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την στο χαρέμι…» (Κλέφτικα, 68). Η ζωή των γυναικών βρίσκεται στα χέρια του σκληρού δυνάστη: «Τ’ ακούσατε τι γίνηκε στα Γιάννινα, τη λίμνη,/ που πνίξανε τις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη;» (Ιστορικά, 6) 

Δεν μας ξαφνιάζει επομένως που και η γυναίκα αντιστέκεται στη σκλαβιά και παίρνει μέρος στον αγώνα για τη λευτεριά. Το τραγούδι Η κλεφτοπούλα αναφέρεται σε ανώνυμη γυναίκα που ντύθηκε αντρίκεια και βγήκε στο βουνό με τους κλέφτες: «Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη,/ ποιος είδε κόρη λυγερή στα κλέφτικα ντυμένη;/ Τεσσάρους χρόνους περπατεί μ’ αρματωλoύς και κλέφτες,/ κανείς δεν τη γνώρισε ν’από τη συντροφιά της…» (Ακριτικά, 72,Β΄). Παραλλαγή αυτού η Αρκαδιανή που και σήμερα τραγουδιέται: «Ποιος είδε, γεια σ’ Αρκαδιανήποιος είδε την Αρκαδιανή;/ Αρκαδιανή καημένηστα κλέφτικα ντυμένη./ Δώδεκα χρόνους έκανε η κόρη με τους κλέφτες,/ κανείς δεν τηνε γνώρισε πως ήταν κορασίδα./ Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, μια ’πίσημην ημέρα/ βγήκαν οι κλέφτες στο χορό να ρίξουν το λιθάρι./ Το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα το παν σαράντα χνάρια./ Το ρίχνει κι η Αρκαδιανή το πάει σαρανταπέντε…». Η γυναίκα στον αγώνα της λευτεριάς στέκεται δίπλα στον άνδρα με το ίδιο φρόνημα!

Υπάρχουν ασφαλώς και τραγούδια που αναφέρονται σε γνωστά γεγονότα: «…τετρακόσιαι περίπου υπό την αρχηγίαν της Μόσκως Τζαβέλαινας, (της γυναικός του Λάμπρου) οπλισθείσαι μετέσχον της μάχης» το 1792 με τον Αλή πασά ο οποίος συνετρίβη. Το γεγονός παραδίδει το δημοτικό τραγούδι Σουλιώτικο: «εδώ είν’ το Σούλι το κακό, εδώ είν’ το Κακοσούλι,/ που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες,/ που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι» (Ιστορικά, 5). Επίσης το 1803 η Δέσπω, σύζυγος του Γεωργάκη Μπότση, κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια στου Δημουλά τον πύργο στη Ρινιάσα, μεταξύ Άρτας και Πρέβεζας, με την Αρβανιτιά: «“…η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε δεν κάνει”. /Δαυλί στο χέρι νάρπαξε, κόρες και νύφες κράζει./ “Σκλάβες Τουρκών μη ζήσωμε, παιδια μ’, μαζί μου ελάτε”./ Και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γινήκαν» (Ιστορικά, 8). Το «Ελευθερία ή Θάνατος» στην πράξη. Η σκηνή επαναλαμβάνεται με τη δεκαπεντάχρονη  Λένω Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου Μπότσαρη, που πολέμησε το 1804 δίπλα στους δικούς της κι, όταν περικυκλώθηκε από τους εχθρούς, έπεσε στον Αχελώο και πνίγηκε: «Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι/ όλες την Άρτα πέρασαν, στα Γιάννινα τις πάνε,/ σκλαβώθηκαν οι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες,/ κ’ η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα… Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,/ και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια» (Ιστορικά, 7).  Διασώζει το τραγούδι και τη Χάιδω, που πήγαινε νερό στους αγωνιστές και τους ενθάρρυνε στον αγώνα: «Ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια,/ να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,/ τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως» (Ιστορικά, 5).

Έπαινος για την Πάργα αποτελεί το «Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,/ πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι» (Ιστορικά, 9  Β΄)Αυτούς παρέδωσαν οι Άγγλοι στους Τούρκους το 1819, και εκείνοι άφησαν την Πάργα, αφού έκαψαν στην πλατεία τα οστά των προγόνων τους να μην τα βεβηλώσουν.

Ο Ιμπραΐμ προσπάθησε να σβήσει την Eπανάσταση με κάθε τρόπο, και το γεγονός διασώζει το τραγούδι: «Φέτο μας ήρθεν η Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει./ Εσκλάβωσαν μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,/ κ’ εσκότωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους» (Ιστορικά, 16, Του Μπραΐμη)Όμως αντιστέκονται οι Μανιάτες και μαζί οι γυναίκες. Στον πόλεμο του Δηρού με τον Ιμπραΐμ βρέθηκαν «Μόνο τα γυναικόπαιδα/ και γέροντες ανώφελοι/ (γιατ’ ήτο θέρος) βρέθεσαν/ με τα δρεπάνια στα λουριά». Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης που περνούσε από εκεί, «Βλέπει γυναίκες να χερούν/ και τα δρεπάνια να κρατούν,/ τους Αραπάδες να χτυπούν», και δικαιολογημένα τις επαινεί: «Εύγε σας, μεταεύγε σας,/ γυναίκες, άνδρες γίνετε./ σαν ανδρειωμένες μάχεσθε,/ σαν Αμαζόνες κρούετε» (Ιστορικά, 17).

Ασφαλώς και δεν λείπει ούτε η μάνα που θέλει, όπως είναι φυσικό,  το παιδί της να ζήσει κοντά της ειρηνικά και συμβιβασμένο: «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης νοικοκύρης,/ για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι’ αγελάδες,/ χωριά (χωράφια), αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν». Η απάντηση του Βασίλη γνωστή: «Μάννα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,/ … και να μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους»  (Κλέφτικα, 25).

Συνήθως όμως οι Ελληνίδες μανάδες εύχονται τα παιδιά τους να γίνουν κλέφτες, να ζήσουν ελεύθερα: «Μάνα, μ’ εκαταράσθηκες, βαριά κατάρα μου είπες:/ “Κλέφτης να βγεις, παιδάκι μου, κάμπους βουνά να τρέχεις,/ ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,/  και στα γλυκοχαράματα να πιάνεις το ταμπούρι”. Ο τραγουδιστής δίνει την απάντηση σε αυτή τη μάνα: «Να ήσουνα πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου,/ ν’ αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,/ ν’ αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ’ τα παλληκάρια» (Κλέφτικα, 26).  

Ασφαλώς υπήρξαν και περιπτώσεις που Ρωμιές αγάπησαν Τούρκο και τον παντρεύθηκαν. Και περιπτώσεις τέτοιες αναφέρονται σε δημοτικά τραγούδια, όπου  φαίνεται η τραγικότητα και ο μεγάλος πόνος των γονιών: Στη Μπέινα ή Μπεΐνα, πασχαλιάτικο δημοτικό τραγούδι της Καλαμπάκας, ο Βόιβοδας παίρνει τη νεαρή γυναίκα από τον χορό: «Απ’ το χέρι την έπιασε, στ’ άλογο την έβαλε./ - Έχε γεια, μανούλα μου. - Στου καλό, κουρίτσι μου./ - Έχε γεια, πατέρα μου. -Στου γκρεμό, κουρίτσι μου» (Δημήτριος Π. Πλιάτσικας, Τα Πασχαλιάτικα Τραγούδια της Καλαμπάκας).

Το συνηθέστερο όμως ήταν αυτό που παραδίδει το τραγούδι Της Λιάκαινας, της γυναίκας του κλέφτη Λιάκου: «Λιάκαινα, δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις Τούρκον άντρα,/ να σ’ αρματώσει στο φλωρί, μες στο μαργαριτάρι;/ - Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου τη γης να κοκκινίσει,/ παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει» (Κλέφτικα, 59).

Συμπερασματικά, η Ελληνίδα στέκεται ισότιμα δίπλα στον αγωνιστή του 1821. Άλλωστε, μανάδες έφεραν στον κόσμο τους αγωνιστές κι αυτές τους ανέθρεψαν. Πίσω από τους μεγάλους άνδρες βρίσκεται πάντα μια μάνα ανάλογη.

ΠΗΓΗ.http://aktines.blogspot.com/2021/03/blog-post_900.html

Καπετάνισσα Μπουμπουλινα- ΑΙΩΝΙΑ ΑΥΤΗΣ Η ΜΝΗΜΗ!


«Έχασα τον σύζυγόν μου. Ευλογητός ο Θεός! Ο πρεσβύτερος υιός μου έπεσε με τα όπλα ανά χείρας. Ευλογητός ο Θεός! Ο δεύτερος και μόνος υιός μου, 14ετής την ηλικίαν, μάχεται μετά των Ελλήνων και πιθανώς να εύρη ένδοξον θάνατον. Ευλογητός ο Θεός! Υπό το σημείον του Σταυρού θα ρεύση επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσωμεν ή θα παύσωμεν μεν ζώντες, αλλά θα έχωμεν την παρήγορον ιδέαν, ότι εν τω κόσμω δεν αφήσαμεν όπισθεν ημών δούλους τους Έλληνας».
Καπετάνισσα Μπουμπουλινα
ΑΙΩΝΙΑ ΑΥΤΗΣ Η ΜΝΗΜΗ!

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Τη Κ΄ (20η) του Μαρτίου, μνήμη των εν Αμινσώ Αγίων Επτά Μαρτύρων γυναικών ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΑΣ, ΚΛΑΥΔΙΑΣ, ΕΥΦΡΑΣΙΑΣ, ΜΑΤΡΩΝΗΣ, ΙΟΥΛΙΑΝΗΣ, ΕΥΦΗΜΙΑΣ και ΘΕΟΔΩΡΑΣ

.

Αλεξανδρία η Αγία Μάρτυς και αι συν αυτή συναθλήσασαι Άγιαι Μάρτυρες γυναίκες Κλαυδία, Ευφρασία, Ματρώνα, Ιουλιανή, Ευφημία και Θεοδώρα ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπστ΄ - τε΄ (286 – 305) υπό του οποίου και εκινήθη ο μέγας κατά των Χριστιανών διωγμός. Όθεν, κατ’ εκείνον τον καιρόν πάσα ηλικία των ομολογούντων τον Χριστόν, ανδρών τε και γυναικών, εθανατώνετο με πολλά και διάφορα βασανιστήρια.

Επειδή λοιπόν ο πολυώδυνος εκείνος διωγμός ηγέρθη και εν τη πόλει της Καππαδοκίας Αμινσώ, ο δε άρχων αυτής εθανάτωνεν απανθρώπως τους εκεί Χριστιανούς, τούτου ένεκα αι επτά αύται Άγιαι Παρθένοι παρουσιασθείσαι προ του άρχοντος ήλεγξαν αυτόν με παρρησίαν  μεγάλην ομολογήσασαι τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, τον δε άρχοντα απάνθρωπον και θηριώδη και της αληθείας εχθρόν. Τότε πρώτον μεν εξέδυσαν αυτάς και έδειραν με ραβδία, έπειτα δε απέκοψαν τους μαστούς των δια μαχαιρών και μετά ταύτα, αφού εκρέμασαν αυτάς, τας εξέσχισαν τόσον απανθρώπως, ώστε εφάνησαν τα εντόσθιά των. Τέλος δε, ριφθείσαι εντός ανημμένης καμίνου, παρέδωκαν, αι μακάριαι, τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβον και τους αμαράντους στεφάνους της αθλήσεως.

Τη ΚΒ΄ (22α) Μαρτίου, μνήμη της Αγίας ΔΡΟΣΙΔΟΣ, θυγατρός του βασιλέως Τραϊανού και των συν αυτή πέντε ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ.


Δροσίς η καλλιπάρθενος του Χριστού νύμφη και αι συν αυτή γενναίως αθλήσασαι πέντε Άγιαι Παρθενομάρτυρες Μοναχαί ή, όπως ελέγοντο τότε, Κανονικαί, ήσαν κατά τους χρόνους της βασιλείας του Τραϊανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 98 – 117. Και η μεν Δροσίς ήτο θυγάτηρ του αυτοκράτορος Τραϊανού και διέμενε μετ’ αυτού εις τα βασίλεια, αι δε πέντε Κανονικαί Παρθένοι, ήτοι Μοναχαί, διέμενον εις τι Ασκητήριον πλησίον της πόλεως κείμενον, μετερχόμεναι την ασκητικήν πολιτείαν και αγωνιζόμεναι εις την τήρησιν των εντολών του Θεού.

Ο δε βασιλεύς Τραϊανός όχι μόνον εμίσει θανασίμως και εδίωκεν απηνώς τους τον Χριστόν ομολογούντας Χριστιανούς και καθημερινώς αυτούς εθανάτωνεν, αλλά και τα τίμια αυτών Λείψανα έρριπτεν, ο μιαρός, εις ελεεινούς και ακαθάρτους τόπους. Τούτο βλέπουσαι αι ευσεβείς εκείναι Κανονικαί, πλην των άλλων αρετών, τας οποίας ειργάζοντο, είχον και ως έργον απαραίτητον το να συνάζωσι τα ιερά τών Αγίων Μαρτύρων Λείψανα, να αρωματίζωσιν αυτά με μύρα, να τα τυλίσσωσι με σινδόνια και να τα ενταφιάζωσιν εντός του ιδίου αυτών Ασκητηρίου. Το θεάρεστον τούτο έργον των Κανονικών πληροφορηθείσα η μακαρία Δροσίς, ήτις ηγάπα τους Χριστιανούς, ηθέλησε να επισκεφθή αυτάς και να τας συνδράμη εις το έργον των. Όθεν ευρούσα ευκαιρίαν κατάλληλον, καθ’ ην ώραν οι εντεταλμένοι προς φρούρησιν αυτής κουβικουλάριοι καταληφθέντες υπό ύπνου εκοιμώντο βαθέως, εξήλθε κρυφίως του παλατίου φέρουσα μεθ’ εαυτής και πολύτιμον εσθήτα και έσπευσε προς συνάντησιν των Κανονικών χωρίς να γίνη αντιληπτή υπ’ ουδενός. Αφού λοιπόν τας συνήντησε, παρεκάλει αυτάς, ίνα υπάγη μετ’ αυτών προς αναζήτησιν ιερού τινός Λειψάνου Αγίου Μάρτυρος, προς περιποίησιν και ενταφιασμόν αυτού, κατά την συνήθειάν των, όπερ και εποίησαν. Ο δε μνηστήρ της Δροσίδος, Αδριανός ονόματι, όστις ήτο σύμβουλος του πατρός της, πληροφορηθείς περί της από καιρού σημειουμένης κατά τας νύκτας εξαφανίσεως των μαρτυρικών Λειψάνων, είπε προς τον βασιλέα· «Αυτοκράτορ δέσποτα, πρόσταξον, ίνα ορισθώσι στρατιώται προς φύλαξιν των Λειψάνων των κακοθανάτων Χριστιανών, και ανακάλυψιν των κλεπτόντων αυτά». Ο βασιλεύς τότε διέταξε τούτο. Όθεν αγρυπνήσαντες οι φύλακες συνέλαβον τας πέντε Μοναχάς, ως και την θυγατέρα του βασιλέως Δροσίδα και το πρωϊ ωδήγησαν αυτάς προ του βασιλέως. Ιδών ο βασιλεύς την θυγατέρα του εξεπλάγη και διέταξε να φυλάττηται αύτη ασφαλώς, μήπως μετανοήση. Δια δε τας πέντε Μοναχάς διέταξε να κατασκευασθή μέγα χωνευτήριον, εντός του οποίου να τεθώσιν αι Μοναχαί εκείναι, να τεθή δε εν αυτώ και αρκετός χαλκός, ίνα, αναλυόμενος, αναμιχθή με τα σώματα των Μοναζουσών και γίνωσιν αμφότερα εν μίγμα. Δια του μίγματος τούτου επρόσταξε να κατασκευασθώσιν αι βάσεις και τα βάθρα των χαλκίνων αγγείων του δημοσίου λουτρού, το οποίον είχε κτισθή νεωστί παρ’ αυτού και έμελλε να αναφθή εις την εορτήν την λεγομένην των Απολλωνίων και να παραχωρηθή προς θεραπείαν των ομοφρόνων τού ασεβούς βασιλέως ειδωλολατρών. Ταύτα λοιπόν αφ’ ου έγιναν και αφ’ ου αι του Χριστού Οσιομάρτυρε εχωνεύθησαν, κατεσκευάσθησαν τα χάλκινα αγγεία του λουτρού. Όθεν, αφ’ ου οι στρατιώται ήναψαν το λουτρόν, εκήρυττον πανταχού, λέγοντες· «Όσοι είσθε φίλοι των ευμενών θεών, έλθετε εις τα εγκαίνια του δημοσίου λουτρού». Ευθύς τότε συνέτρεχον άπαντες. Ο δε πρώτος ελθών, άμα επλησίασεν εις την πρώτην θύραν του λουτρού, έπεσε χαμαί και παρευθύς απέθανε· το ίδιον έπαθον και όσοι άλλοι μετ’ εκείνον επλησίασαν, ώστε ουδείς εξ όλων εκείνων ηδυνήθη να εισέλθη. Μαθών τούτο ο βασιλεύς, προσεκάλεσε τους λατρευτάς των θεών του και λέγει προς αυτούς· «Ειπέτέ μοι, παρακαλώ, μήπως έγινε μαγεία τις παρά των Χριστιανών και δια τούτο δεν δύναται να εισέλθη τις εις το λουτρόν»; Εκείνοι δε απεκρίθησαν· «Ουχί, βασιλεύ, αλλά τα χαλκά αγγεία, τα κατασκευασθέντα δια των Λειψάνων των Κανονικών εκείνων Γυναικών, εποίησαν τούτο· πρόσταξον λοιπόν να κατασκευασθώσιν άλλα αγγεία, ίνα ούτω παύσωσιν οι συμβαίνοντες θάνατοι». Τούτου γενομένου, είπεν ο μνηστήρ της Δροσίδος Αδριανός προς τον βασιλέα· «Πρόσταξον, ω βασιλεύς, να χωνευθώσιν εκ δευτέρου τα πρώτα βάθρα των χαλκών αγγείων και εξ αυτών να γίνωσιν αδριάντες γυμνοί, έχοντες την μορφήν των Γυναικών εκείνων, προς όνειδος και ατιμίαν αυτών, οι δε ανδριάντες αυτοί να στηθώσιν εις το δημόσιον λουτρόν της βασιλείας σου». Ευθύς τότε ο βασιλεύς διέταξε και έγινεν ούτω. Αφ’ ου δε εστήθησαν οι αδριάντες των Μοναζουσών εις το λουτρόν, βλέπει ο βασιλεύς καθ’ ύπνον πέντε πρόβατα καθαρά τα οποία έβοσκον εντός αγρού χλοερού. Ήτο δε εκεί και ο ποιμήν των προβάτων, φοβερός την όψιν, όστις ωδήγει αυτά εις την βοσκήν. Ιδών δε ο ποιμήν τον βασιλέα, λέγει προς αυτόν· «Ασεβέστατε βασιλεύ, τας Μοναχάς, τας οποίας συ εσκέφθης να στήσης γυμνάς εις το λουτρόν σου δι’ ατιμίαν, ταύτας ο καλός Ποιμήν Χριστός χωρίσας από σου, τας έβαλεν εις τον ωραίον τούτον τόπον του Παραδείσου, όπου μέλλει να έλθη και η θυγάτηρ σου Δροσίς, η καθαρά αμνάς του Θεού». Εξυπνήσας τότε ο βασιλεύς ωργίσθη, διότι και μετά θάνατον αι Άγιαι γυναίκες εξουθένωσαν τας βουλάς του. Όθεν, εις πείσμα και εκδίκησιν αυτών, διατάσσει να αναφθώσι δύο μεγάλοι κλίβανοι, ήτοι κάμινοι, εκατέρωθεν της πόλεως και εις αυτάς να καίωνται καθ’ εκάστην οι Χριστιανοί. Επρόσταξε δε όπως επί εκάστου κλιβάνου τεθή και επιγραφή κεκυρωμένη δια βασιλικού διατάγματος, διαλαμβάνουσα τα εξής· «Άνδρες Γαλιλαίοι, οι προσκυνούντες τον Εσταυρωμένον, λυτρώσατε εαυτούς μεν εκ των πολλών βασάνων, ημάς δε εκ των κόπων και έκαστος εξ υμών ας ρίπτη μόνος τον εαυτόν του, ανεμποδίστως, εις οιονδήποτε κλίβανον επιθυμεί». Ταύτην λοιπόν την προσταγήν ακούσασα η του Θεού δούλη Δροσίς, η θυγάτηρ του απανθρώπου βασιλέως και μαθούσα, ότι πας Χριστιανός, υπό του πόθου και της αγάπης του Χριστού φλεγόμενος, ερρίπτετο αυθορμήτως εντός των κλιβάνων, ύψωσε τα όμματα προς τον ουρανόν και είπε· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, εάν είναι θέλημά σου άγιον να σωθώ και να λυτρωθώ από της μανιώδους θρησκείας του πατρός μου Τραϊανού, Συ συνέργησον να ελευθερωθώ από τον νυμφώνα και αρραβώνα του δυσσεβούς Αδριανού και να αναβώ εις τον ουρανόν όπου ευρίσκονται και αι πέντε Κανονικαί, αίτινες με ωδήγησαν εις τον φόβον Σου. Κοίμησον δε με βαθύν ύπνον τους εμέ φυλάττοντας, ίνα δυνηθώ να φύγω απαρατήρητος». Ταύτα ειπούσα εξεδύθη τα βασιλικά φορέματα και εξήλθεν ηρέμως του παλατίου, χωρίς κανείς να την αντιληφθή. Ενώ δε η μακαρία Δροσίς μετέβαινεν, ίνα ριφθή εντός μιας των εκεί καμίνων, εσκέφθη και είπε καθ’ εαυτήν· «Πως υπάγω εις τον Θεόν, χωρίς να έχω ένδυμα γάμου, αφού δεν έλαβον το Άγιον Βάπτισμα, άνευ του οποίου είμαι ακάθαρτος; Αλλ’ ω Βασιλεύ των βασιλευόντων, Κύριε Ιησού Χριστέ, ιδού αφήκα την βασιλείαν δια την αγάπην Σου, ίνα με καταστήσης θυρωρόν της ιδικής Σου Βασιλείας. Συ δε όστις δι’ ημάς εβαπτίσθης, βάπτισον και εμέ δια Πνεύματος Αγίου». Ευθύς τότε ως είπε ταύτα, εξαγαγούσα εκ των κόλπων αυτής το άγιον μύρον, το οποίον είχε πάρει από τον κοιτώνα της, ήλειψεν εαυτήν, έπειτα δε εβαπτίσθη εντός ενός των εκεί γεφυρωτών λάκκων, ύδατος πεπληρωμένων, λέγουσα· «Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Δροσίς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Φυλάξασα δε εαυτήν επτά ημέρας έτρωγε τροφήν, την οποίαν έφερεν Άγγελος Κυρίου. Φιλόχριστοι δε τινές Χριστιανοί, ευρόντες αυτήν, έμαθον πάντα τα περί αυτής καθώς εκείνη η μακαρία τα διηγήθη εις τούτους. Κατά δε την ογδόην από της βαπτίσεώς της ημέραν, παρακαλούσα τον Θεόν και προσευχομένη ίνα την οδηγήση τι πρέπει να πράξη, απήλθε προς Όν ηγάπησε Κύριον.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Η εὐλαβεστάτη και χαρισματική Μαρία Δενδρινέλλη

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΈΝΟΥΝ ΔΊΠΛΑ ΜΑΣ. ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΓΝΩΡΊΖΟΥΜΕ.

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο, κάθεται και εσωτερικός χώρος
 
Στίς 7 Μαρτίου 2021,μία μεγάλη απώλεια μας σημάδευσε. Έφυγε γιά τά οὐράνια σκηνώματα μιά Αγία Γερόντισσα. Γερόντισσα πού ζούσε μέσα στόν κόσμο. Η εὐλαβεστάτη και χαρισματική Μαρία Δενδρινέλλη σέ ἡλικία 86 ἐτῶν, βασανισμένη από μικρό παιδί, χήρα, καταγομένη ἀπό τήν νῆσο Κῶ, μία γυναίκα βαθειᾶς πίστεως καί πολλῆς εὐλάβειας. 
 
Μιά Γερόντισσα, πού ἀγαποῦσε τήν Παναγία καί εἶχε τό εἰκόνισμά της, πού εἶχε φέρει ἀπό τά Δωδεκάνησα, στό πιό κεντρικό σημεῖο τοῦ μικροῦ οἰκίσκου της, στήν Ἁγία Παρασκευή Ἀττικῆς.
Ἔζησε πολύ πτωχικά (καθάριζε σπίτια καί σκάλες) χωρίς μισθό, χωρίς σύνταξη, χωρίς πλούτη, χωρίς κοσμικές δόξες,
αλλά με ασάλευτη πίστη και με τιτάνιο αγώνα :αὐστηρή τήρηση τῆς νηστείας (δέν γεύθηκε κρέας τά τελευταῖα 40 χρόνια) ὑποδειγματική εὐλάβεια, γενναία ὑπομονή της, ἀδιάλειπτη προσευχή της, χαριτωμένη ἁπλότητά της (ἡ ἀγαπημένη της μάλιστα προσφώνηση ἦταν: «παιδάκι μου, λουλουδάκι μου»), βαθειά ἀγάπη της γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.Το πρόσωπό της ήταν ολοφώτεινο και γαλήνιο. 
 
 
 
Ζούσε σε ένα μικρό σπιτάκι της ἀνάμεσα σέ πολυκατοικίες ἐπί τῆς ὁδοῦ Κομνηνῶν, ἀρ. 5, στήν Ἁγία Παρασκευή. Σέ ἕνα μικρό κελί. Ζοῦσε ὡς μοναχή. Οἱ τοίχοι γεμᾶτοι εἰκόνες. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι, παλαιοί καί νέοι. Τό καντῆλι της ποτέ σβηστό. Θυμιάτιζε πρωΐ καί ἑσπέρας καί μέσα στόν οἰκίσκο της καί ἀπέξω ἀπ’ αὐτόν, ὅλους τούς γείτονες. 
 
 
Τό βιβλιαράκι τῆς Παράκλησης πρός τήν Παναγία, δίπλα στό μαξιλάρι της. Καί ἡ κουζινίτσα της ἦταν τό ἐργαστήριο γιά τά πρόσφορα, τά καταπληκτικά πού ἔφτιαχνε τηρῶντας ὅλη τήν «ἱεροτελεστία», γιά νά σταλοῦν κατόπιν σέ Ναούς, σέ Μοναστήρια, σέ ἀκριτικά νησιά, ἀκόμη καί σέ χώρες ὅπου γινόταν ἱεραποστολή.
Πολλές φορές στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν μέ τά ὑπέροχα πρόσφορα τῆς κυρᾶς-Μαρίας ἐτελεῖτο ἡ Προσκομιδή. Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χριστόδουλος, μέ τά δικά της πρόσφορα ἤθελε νά τελεῖ τήν Θεία Λειτουργία.
Μία ἡμέρα μάλιστα τήν ἐπεσκέφθη μέ δῶρα καί ἄλλες εὐλογίες στό φτωχικό της καί ἡ χαρά ἔλαμπε κυριολεκτικά στό πρόσωπό της.
Οἱ γείτονες, τότε, ἔβλεπαν καί ἔλεγαν: «Ὁ Χριστόδουλος στό καλυβάκι τῆς κυρά-Μαρίας, πῶς αὐτό;».
Ναί, «μεγάλος» Ἀρχιεπίσκοπος στή πτωχοτάτη κυρά-Μαρία ἐξωτερικά, ἀλλά πλούσια ἐσωτερικά.
Ἀγαποῦσε ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐπειδή εἶχε παρακολουθήσει πολλά σεμινάρια στόν Ἑρυθρό Σταυρό ἤξερε καί ἔκανε ἐνέσεις σέ ὅσους ἀσθενεῖς τήν καλοῦσαν. Ἀλλά ἀκόμη πήγαινε στά νοσοκομεῖα καί τάϊζε ἀσθενεῖς κληρικούς, μοναχούς καί μοναχές.
Σεβόταν ἀπόλυτα ὅλους τούς κληρικούς. Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχούς.
Γιά ὅλους προσευχόταν, ἰδιαίτερα γιά τά νέα παιδιά, γιά τίς πτωχές οἰκογένειες, γιά ἐκείνους πού εἶχαν πάρει διαζύγιο, γιά τούς μοναχικούς ἀνθρώπους, γιά τούς ναρκoμανεῖς, γιά τούς ἀρρώστους, γιά τίς χῆρες, γιά τά ὀρφανά, γιά τούς πολυτέκνους, γιά τούς βασανισμένους ἀνθρώπους, γιά τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, γιά ὅλους καί γιά ὅλα.
 
 
Τό ἔργον της ἦταν: Νά ζυμώνει πρόσφορα καί νά προσεύχεται.
...Ὅταν ἀρρώστησε σοβαρά καί βρισκόταν μονάχη της στό «Ἀττικόν» νοσοκομεῖο, στό διάδρομο, καθισμένη σ’ ἕνα πάγκο καί βέβαια πονοῦσε, ἀργά τό μεσημέρι τήν ἀντιλήφθηκε ἕνας νέος ἰατρός καί τίς εἶπε «τί ἔχεις», τότε τοῦ μίλησε καί αὐτός τήν ἀνέλαβε, ὁ ἰατρός, ὡς μάνα του. Τίς εἶπε: «Δέν ἔχεις κανένα νά σέ φροντίσει;». Ἐκείνη ἀπάντησε: «Ναί, ἔχω τό Θεό» καί ἔδειξε τόν οὐρανό!
Ἡ ἐπικοινωνία μαζί της στό ἀπέριττο σπιτάκι της ἦταν πάντοτε εὐκαιρία πνευματικῆς χαρᾶς καί οἰκοδομῆς. Μοιραζόνταν τίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις ὅσων τήν ἐπισκέπτονταν. Παρηγοροῦσε μέ τά σοφά λόγια της. Ἔδινε συμβουλές γιά ἀντοχή, ὑπομονή, κουράγιο καί καταφυγή στήν γλυκιά μάνα Παναγία. Ὅσοι ἀναχωροῦσαν ἀπό τό πτωχικό της ἦσαν γεμάτοι ἀπό παραμυθία καί ἠρεμία στή ψυχή τους. Ἦταν ὁ οἰκίσκος τῆς καλωσύνης!
 
 
 
Ἀγαποῦσε νά ἀκούει ἱερές ἀγρυπνίες, καί μόνο ἤθελε λόγια στά αὐτιά της χριστιανικά, ὠφέλιμα, διδακτικά γιά τήν ψυχή της.
Ἔλεγε ἡ ἴδια συνεχῶς: «Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει».
Χαιρόταν τήν ἐξομολόγηση στόν πνευματικό της, τόν ἀείμνηστο π. Σπυρίδωνα Καλύβα, χαιρόταν τίς ὠφέλιμες συζητήσεις μέ τούς ἁγιορεῖτες πατέρες πού συχνά τήν ἐπισκεπτόντουσαν, χαιρόταν τά παιδιά ἀπό τά σχολεῖα πού πήγαιναν νά τίς ποῦν τά κάλαντα.
Μά ἡ μεγάλη της ἐπισκεψη, ὅπως ἔλεγε, ἦταν, ὅταν δέν μποροῦσε νά ἐκκλησιαστεῖ, ὁ ἱερέας μέ τό Ἅγιο Ποτήριο γιά νά τήν κοινωνήσει. Ὑποδεχόταν πνευματικά προετοιμασμένη τόν Μεγάλο Ἐπισκέπτη τῆς ψυχῆς της, τόν Χριστό. Ἦταν ἡ προσωποποίηση τοῦ πρώτου Μακαρισμοῦ τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε’, 3).
 
 
Καί πράγματι, τώρα, ἡ κυρά-Μαρία μας ἀναπαύεται στόν Κῆπο τῆς Ἐδέμ. Εἶναι μαζί μέ τήν Παναγία, μέ τούς Ἀγγέλους, πού ἔβλεπε πρίν τήν ὁσιακή κοίμησή της, συντροφιά μέ τήν ἀγαπημένη της Ὁσιοπαρθενομάρτυρα Ἁγία Παρασκευή.
Αἰωνία της ἡ μνήμη.
 
~ αντί ΥΓ:
Μερικά μόνο από τα σχόλια ανθρώπων που την αγάπησαν και ευεργετήθηκαν από την αγάπη της, όπως κι εμείς. Στη μνήμη της...

..........................................................................................
~ Την γνώρισα πριν από 14 χρόνια σε εκείνο το ταπεινό, μικρό και φτωχικό σπιτάκι της στην Αγία Παρασκευή των Αθηνών, που χώραγε όμως τόσο πολύ κόσμο, όσο και η καρδιά της!
Παρόλο που η ασθένεια την ταλαιπωρούσε, εκείνη πάντα συμπαραστέκοταν και προσεύχοταν στην Παναγία μας για κάθε άνθρωπο και ασθενή που είχε ανάγκη! Οι συμβουλές της ήταν αμέτρητες και βάλσαμο για τον κάθε κατατρεγμένο και πονεμένο άνθρωπο, που ερχόταν στην πόρτα της ή σε επικοινωνία μαζί της!
Ακόμα ακούν τα αυτιά μου την γλυκιά φωνή της να με συμβουλεύει και να με νουθετεί πνευματικά, σε κάθε μου ανάγκη, σε κάθε μου πρόβλημα, με την βαθιά της Πίστη και Αγάπη που την διακατείχε!
Πολλές φορές μου έδινε την εντύπωση πως ξέχναγε το δικό της πρόβλημα και επικεντρωνόταν στο δικό σου! Γυρνούσε προς την εικόνα της Παναγίας μας και έλεγε : "Ναι Παναγία μου! Θα γίνει καλά το παιδάκι μου, έτσι δεν είναι; Το ξέρω ότι θα το βοηθήσεις! Κάνε το καλά!..Το ξέρω είναι καλό παιδί!..." Και το Θαύμα. ..έτσι απλά γινόταν!
Έτσι με τέτοιο μοναδικό τρόπο ήταν οι προσευχές της για όλους εμάς προς τον μονάκριβο της θησαυρό, την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οικονόμισσας! Ένα οικογενειακό κειμήλιο περίπου 800 ετών, που κατείχε στα χέρια της από Πάππου προς Πάππου, προερχόμενο από τα βάθη της Ανατολής, τα Μύλασα της Μικρής Ασίας!
Μια Αγία Εικόνα που προμήνυε για κάθε κακό, όπως αναγράφεται στο απολυτίκιο της! Αρκετές φορές η Γιαγιά Μαρία έπαιρνε το μήνυμα μέσω της εικόνας για τα επερχόμενα, με τέτοιο τρόπο όπως εκείνη βίωνε!
Χρόνια δύσκολα, με τις ταλαιπωρίες εκείνης της εποχής πορεύθηκε η Γιαγιά Μαρία και από την Νήσο Κω μεταφέρθηκε στην Αθήνα με μοναδική της προστασία την Παναγιά της την Οικονόμισσα! Έτσι φτωχική και λιτή ήταν η βιοτή της, όπου για κάθε τι φρόντιζε και της το οικονομούσε η Παναγία μας που η Γιαγιά Μαρία διακονούσε ασταμάτητα!
Τα πονεμένα της χέρια ήταν ροζιασμένα και κομπιασμένα από την πολύωρη καθημερινή εργασία της που καθάριζε σπίτια, χωρίς αυτό να την εμποδίσει να ζυμώνει τα τόσα αμέτρητα πρόσφορα, όπου απέστελνε σε κάθε Μοναστήρι και Εκκλησία σε κάθε Ιεραποστολή, σχεδόν παντού στην Ελλάδα και Εξωτερικό!
Η προσφορά της και η ελεημοσύνη της αμέτρητη και απερίγραπτη προς όλο τον κόσμο και παντού! Σε ασθενείς, σε νοσοκομεία, σε Ιερείς, σε Μοναχούς, σε Χήρες, σε Ορφανά, σε Ναρκομανείς και σε κάθε πονεμένη και βασανισμένη ψυχή! Ακόμα και όταν αρρώστησε βαριά και δεν μπορούσε να φάει, εκείνη μαγείρευε και τάιζε όλο τον κόσμο.
Γιαγιά Μαρία , ευχαριστώ τον Θεό και την Παναγία μας που σε γνώρισα! Ήσουν για μένα η Πνευματική μου Μάνα! Πάντα θα σε θυμάμαι και θα τηρώ τα λόγια σου! Εύχομαι εκεί δίπλα στην Παναγία μας που θα είσαι, να πρεσβεύεις για όλους εμάς τους Αμαρτωλούς! Αιωνία σου η Μνήμη και καλό παράδεισο! Αμήν!
Spiros Paps
 
 
~ Σήμερα κηδεύτηκε η κυρά Μαρία η Προσφορού από την Αγία Παρασκευή. Είχα την ευλογία να την γνωρίσω. Μία Αγία των Αθηνών. Μέρα νύχτα προσευχή στο μικρό καλυβακι της που ήταν πνιγμένο από πολυκατοικίες. Είχε στο δωμάτιό της την παμπάλαια εικόνα της Παναγίας της Οικονόμισσας.
Σήμερα την πήραν για πάντα στην Αγία Άννα στο Άγιον Όρος οι πατέρες. Ήρθαν Αγιορείτες, Ιερομοναχοι, Ιερείς έως και από την Κρήτη.
Στο προαύλιο του ναού 500 άτομα.
Αν δεν ήταν ο κόβιντ θα ήταν χιλιάδες. Αυτή η γυναίκα όλη τη νύχτα κομποσχοίνι και όλη την ημέρα ζυμωνε πρόσφορα. 2 και 3 σακιά πρόσφορα τη βδομάδα. Έστελνε παντού. Αμέτρητες Λειτουργίες από τα χεράκια της. Σκέφτομαι.
Αυτό το χρόνο πέθαναν περίπου 7 δεσποτάδες. Πήγαν στην κηδεία 5 παπάδες δικοί τους και άλλοι 5 φίλοι τους.
Σε κανέναν ο λαός δεν πήγε αυθόρμητα να γεμίσει τον περίβολο του ναού.
Σημάδια του ουρανού!
Μία γυναικούλα, που παντρεύτηκε ανήλικη ένα κτήνος, που την κακοποιούσε και έμεινε νεότατη χήρα, έλαμψε πάνω από Αρχιερείς γιατί αγάπησε πολύ τον Ιησού Χριστό και έγινε Διακόνισσα Του να φτιάχνει μια ζωή πρόσφορα για τις Θείες Λειτουργίες Του. 
 π. Χρήστος Ιωαννίδης 
 
~H αγαπημένη μας γιαγιά αναχώρησε για την άνω Ιερουσαλήμ... Έμενε στην Αγία Παρασκευή. Γεννήθηκε και παντρεύτηκε στην Κω. Στην Κω ζουν και οι δύο της αδερφές... Στην Αθήνα ανέβηκε μετά που παντρεύτηκε. Μαζί της έφερε και την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οικονόμισσας. Ιερό Κειμήλιο από τους προγόνους της. Από την Μιλασό της Μικράς Ασίας. Πάντα θα μου λείπει... Μου λείπουν οι νουθεσίες της, η παρηγοριά της. Ήταν το προσκεφάλι μου...Εύχομαι από εκεί ψηλά να πρεσβεύει για τα παιδιά που τόσο αγάπησε και πάντα λάτρευε , για όλο τον κόσμο καί τελευταία για μένα !!!!Αιωνία της η μνήμη!!!Μαρία Χατζηγιακουμή
~ Είχα κι εγώ την ευλογία να την γνωρίσω και την επισκεπτόμουν στο μικρό της κελάκι. Να έχουμε την ευχή της και τις πρεσβείες της αγίας αυτής ψυχής που πονούσε και αγαπούσε όλο τον κόσμο. Χαρακτηριστικό της αγάπης της ήταν οι μεγάλες ποσότητες από το καθαρό θυμίαμα που έκαιγε - έξω από το κελί της, στην μικρή της αυλή με τα λουλούδια - και μου έλεγε:
"Θυμιάζω κοριτσάκι μου και λέω Παναγία μου ας φτάσει σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Γιατί ο κόσμος σήμερα δεν θυμιάζει παιδάκι μου, γι' αυτό καίω τόσο θυμίαμα. Να φτάσει παντού"
Πραγματικά μαρτύρησε τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της ασθένειας που την ταλαιπωρούσε και των φρικτών πόνων που την συνόδευαν.
Καλή Ανάσταση και καλή αντάμωση σεβαστή κι αγαπημένη μας γιαγιά Μαρία !
Spyridoula Vergini

Η αλήθεια είναι ότι πληροφορήθηκαμε την εκδημία προς Κύριον της Αγιασμένης Γερόντισσας Μαρίας της Φύλακος της Παναγίας της Οικονόμισσας από ένα μήνυμα απώλειας που μας έστειλε ένας χαρισματικός Γέροντας την ίδια ημέρα ο οποίος την γνώριζε και την ευλαβούνταν πολύ. Βλέπετε οι πνευματικοί άνθρωποι επικοινωνούν εδώ και στην αιωνιότητα.

 πηγή

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Τη ΙΑ΄ (11ην) Μαρτίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΘΕΟΔΩΡΑΣ της Βασιλίσσης.


Θεοδώρα η μακαριωτάτη και αοίδιμος Μήτηρ ημών η σήμερον εορταζομένη, της Ηπείρου το καύχημα, της οποίας και εχρημάτισε βασίλισσα κατά τον ΙΓ΄ αιώνα, ήτο από την Ανατολήν. Εβλάστησε δε η μακαρία αύτη εις το γένος της και εις την πατρίδα της ως ρόδον πολύτιμον και ηδύπνοον, λίαν αρωματισμένον, από την ενάρετον και θαυμαστήν πολιτείαν της. Διότι αφ’ ου αυξηθείσα έφθασεν η τρισολβία εις την ηλικίαν του κορασίου, δεν ησχολείτο, ως του τωρινού καιρού τα κοράσια, εις μάταια και άσεμνα παίγνια, ούτε εις καλλωπισμούς ή εις άλλα άτακτα έργα, αλλ’ ως αγγείον εκλεκτόν του Θεού εφαίνετο εξ αρχής οποία ήθελε γίνει κατόπιν, ως παράδειγμα έχουσα και μιμουμένη τους ιδίους αυτής γονείς, πολλά εναρέτους και ευλαβείς εις τα θεία, ελεήμονας και θεοσεβείς, φερομένους προς πάντας με μεγάλην ταπείνωσιν και αγάπην.

Προς τούτους έχουσα η Αγία την πρέπουσαν ευλάβειαν και υπακούουσα πάντοτε, υπετάσσετο μετά χαράς εις όσα ήθελον την προστάξει και πάντα έπραττε χωρίς οκνηρίαν. Όθεν και κατέστη πλέον ενάρετος και με παν είδος αρετής εστολίσθη, ως καρπός ωραιότατος από δένδρον καλόν αναδειχθείσα και επιβεβαιούσα την αρετήν των γονέων της, καθώς και ο Κύριος ημών εις το ιερόν Ευαγγέλιον λέγει· «Εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. ιβ: 33). Βλέποντες λοιπόν οι γονείς της, ότι η θυγάτηρ αυτών επρόκοπτεν εις τα θεάρεστα έργα, έχαιρον και υπερευφραίνοντο, δοξάζοντες τον Θεόν και εσκέπτοντο να εύρουν άνδρα ομοίως ενάρετον και πρέποντα δι’ αυτήν. Πριν ή όμως είπωμεν περί τούτου, καλόν κρίνομεν να μη στερήσωμεν τους ευσεβείς ακροατάς, οι οποίοι αγαπώσι να ακούσωσιν εξ αρχής την διήγησιν. Όθεν άρχομαι ταύτης και σας παρακαλώ να ακούσητε μετά προσοχής. Ότε εβασίλευσεν ο Αλέξιος ο Κομνηνός εις την Κωνσταντινούπολιν (1081 – 1118), ήτο ειρήνη και ομόνοια εις τους Χριστιανούς. Αλλ’ ακούσατε τι ενήργησεν ο εχθρός της αληθείας διάβολος, όστις πάντοτε φθονεί την σωτηρίαν των ανθρώπων. Ο Αλέξιος ούτος ο Κομνηνός εχειροτόνησε τον Μιχαήλ Κομνηνόν αυθέντην εις όλον τον Μωρέαν, δηλαδή την Πελοπόνησον, ως όντα από το γένος του. Ήτο δε εις την Νικόπολιν και Αιτωλίαν άλλος αυθέντης ονομαζόμενος Σενναχηρείμ. Αυτός και ο Μιχαήλ είχον γυναίκας νομίμους, δύο πρώτας εξαδέλφας, από καθολικόν αίμα του βασιλέως Αλεξίου. Και εις τούτων τον καιρόν ο κόσμος επολιτεύετο και έζη με ειρήνην και αγάπην, δια την καλήν των ηγεμόνων διοίκησιν. Ο δε Ιωάννης ο Πετραλίφας, ο πατήρ της μακαριωτάτης Αγίας Θεοδώρας, ήτο τότε νέος κατά την ηλικίαν και ανύπανδρος και εις τον οποίον ο βασιλεύς Αλέξιος έδωκεν ως νόμιμον σύζυγον μίαν ευγενεστάτην αρχοντοπούλαν , θυγατέρα άρχοντος τινός του παλατίου του, διότι και ο πατήρ της Αγίας ήτο από γένος ευγενές και λαμπρόν. Έπειτα τον έκαμε και μέγαν αυθέντην, ίνα εξουσιάζη όλην την Θεσσαλονίκην και Μακεδονίαν. Aφ’ ου λοιπόν αυτός ανέλαβε την αυθεντίαν, ακόμη περισσότερον εβελτιώθησαν οι Χριστιανοί και έμεινε σταθερά η ειρηνική κατάστασις επ’ αρκετόν. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν, έξαφνα, εγένετο φοβερός πόλεμος των Φράγκων κατά της Κωνσταντινουπόλεως και κατά παραχώρησιν Θεού, δια τας αμαρτίας των ανθρώπων, φεύ και αλλοίμονον! Παρεδόθη η Κωνσταντινούπολις εις χείρας των Λατίνων, οι οποίοι, όταν εισήλθον εντός της πόλεως, τις λόγος δύναται να διηγηθή λεπτομερώς τας αρπαγάς όπου έκαμαν; Επήραν τότε πολλούς Χριστιανούς αιχμαλώτους και πολλά άλλα κακά έκαμαν. Αλλ’ ενώ ταύτα συνέβαινον, αποστατήσαντες τινές από τους τόπους της επικρατείας του Σενναχηρείμ, ήγειραν πόλεμον εναντίον του αυθέντου των τούτου. Εβιάσθη λοιπόν αυτός να στείλη ταχυδρόμους εις τον Μιχαήλ Κομνημόν, παρακαλών αυτόν να του στείλη βοήθειαν, δηλαδή στρατόν, ίνα καταπολεμήση τους εχθρούς του. Έως ότου όμως έλθη ο Μιχαήλ με τον στρατόν του εις την Νικόπολιν, εφονεύθη ο Σενναχηρείμ από τους ανθρώπους του με δόλον. Όταν δε έφθασεν ο Μιχαήλ Κομνηνός, εξετάσας με επιμονήν και επιτηδειότητα, εύρε τους φονείς του Σενναχηρείμ, τους οποίους και εφόνευσεν ως εχθρούς και επιβούλους του αυθέντου των, την δε γυναίκα του Σενναχηρείμ μετά των υπαρχόντων του και όλης του της εξουσίας ήρπασεν αυτός ο Μιχαήλ. Αποθνήσκων δε ο Μιχαήλ Κομνηνός αφήκε τέσσαρας υιούς από την γυναίκα του φονευθέντος Σενναχηρείμ, από τους οποίους τον μεν ένα ωνόμασε Μιχαήλ Δούκα, τον δεύτερον Θεόδωρον, τον τρίτον Μανουήλ και τον τέταρτον Κωνσταντίνον. Μετά δε τον θάνατόν του εβασίλευσεν ο μεγαλύτερος υιός του, ο Μιχαήλ Δούκας, εις την Παλαιάν Πρέβεζαν και εις όλον τον Μωρέαν και ως γνωστικός, ως μεγαλύτερος, ως επιτήδειος άνθρωπος και οξύς και ταχύς εις το να αντιλαμβάνεται τας αιτίας των πραγμάτων και τα αποτελέσματα. Δια να είπω δε με συντομίαν, ήτο οικονόμος άριστος εις όλα και πείραν μεγάλην είχεν εις το πως να κτίζωνται τα φρούρια και ουδείς άλλος τον έφθανεν εις τας ευστόχους και θαυμασίας αυτού νοήσεις. Ούτος λοιπόν ωχύρωσε πρώτον τα Ιωάννινα, δεύτερον τα Βελλέγραδα, τρίτον την Βόνιτσαν και τέταρτον την Κέρκυραν. Έπειτα ωχύρωσε την Όχριδα, το Δυρράχιον και όλην την Θεσσαλίαν· τελευταίον δε ωχύρωσε την Ελλάδα. Επίσης εκαλλώπισε την Θεσσαλονίκην με τα πέριξ αυτής φρούρια και χωρία, και κατά πολύ την ηύξησε και την επλάτυνε, δια να κατοική εις αυτήν. Φονευθείς όμως από κακούς και φθονερούς ανθρώπους, άφησε μικρόν παιδίον, το οποίον είχεν ονομάσει με το ίδιόν του όνομα Μιχαήλ Δούκαν. Επειδή όμως τούτο ήτο ανήλικον, εβασίλευσεν ο αδελφός του Θεόδωρος, όστις εσυλλογίζετο να φονεύση το παιδίον δια να του πάρη την βασιλείαν. Αλλά, κατ’ οικονομίαν Θεού, αντελήφθη τούτο η μήτηρ τού παιδός και αμέσως το επήρε κρυφίως και έφυγεν εις την Πελοπόννησον. Ο δε Θεόδωρος Δούκας, ως ανδρείος και επιτήδειος εις τους πολέμους, μετέβη με τον στρατόν του εις την Θεσσαλονίκην και αναλαβών μέγαν και δυνατόν πόλεμον κατά των Φράγκων, την ηλευθέρωσεν από τας χείρας των και αποκατέστη αυτός βασιλεύς. Έπειτα υπέταξεν όλα τα δυτικά μέρη εις την εξουσίαν του, έως εις την Χριστόπολιν. Ο δε σεβαστοκράτωρ Ιωάννης ο Πετραλίφας, ο πατήρ της Αγίας Θεοδώρας, όστις πρότερον ήτο αυθέντης της Θεσσαλονίκης και όλης της Μακεδονίας, μεταξύ των άλλων παιδίων όπου εγέννησεν εις την Θεσαλονίκην, προτού την καταλάβουν οι Φράγκοι, εγέννησε και την Αγίαν Θεοδώραν. Όλα δε τα παιδία του ως και η Αγία Θεοδώρα, μετά τον θάνατον του πατρός των, έμειναν εις την εξουσίαν του Θεοδώρου Δουκός, ο οποίος εφύλαττε την Αγίαν Θεοδώραν ως κόρην οφθαλμού. Κατ’ εκείνον όμως τον καιρόν, ο βασιλεύς των Βουλγάρων Ασάν, ευρισκόμενος εις τον τόπον καλούμενον Ζαγορά, δεν ήθελε να υποταχθή εις τον βασιλέα Θεόδωρον. Όθεν ο Θεόδωρος ωδήγησε στρατόν και επετέθη εναντίον του Ασάν. Αλλ’ ούτος, επειδή είχε πολύν στρατόν, ενίκησε τον βασιλέα Θεόδωρον και καταδιώξας αυτόν τον συνέλαβε ζώντα και τον ετύφλωσε. Μετά την επιτυχίαν του αυτήν ο Ασάν έστειλε και έφεραν τον Μιχαήλ Δούκα, υιόν του Μιχαήλ Δούκα αδελφού του Θεοδώρου, ομού με την μητέρα του την Πελοπόννησον, εις την οποίαν είχε καταφύγει, ως προείπομεν, δια να μη τον φονεύση ο πατράδελφός του Θεόδωρος. Ήτο δε ο Μιχαήλ ούτος νέος εις την ηλικίαν, όμως παρά ταύτα ο Ασάν του έδωκεν ευθύς όλην την εξουσίαν, την οποίαν είχε ο πατήρ του, ο δε νέος μετέβη εις τα Σέρβια της Κοζάνης, όπου υπήρχε φρούριον οχυρόν. Εκεί ήτο και η Αγία Θεοδώρα, παρθένος ελευθέρα, νεωτάτη, κατά πολύ ωραία, εστολισμένη δια πολλών αρετών και ως χρυσίον καθαρόν διαλάμπουσα, την οποίαν ο Μιχαήλ Δούκας την ηράσθη και επεθύμησε να λάβη αυτήν νόμιμον σύζυγον, όπερ και εγένετο. Τελειωθέντων δε των γάμων και καθήσας έτι ικανόν καιρόν εκεί, έπειτα μετά της συζύγου του, της Αγίας ταύτης Θεοδώρας, ήλθον με μεγάλην και λαμπράν δορυφορίαν εις την Άρταν, της οποίας κτίσας το εξώτειχον φρούριον, κατώκησε του λοιπού εις αυτήν. Έκτοτε ο μεν Μιχαήλ Δούκας εφρόντιζε πως να κυβερνά βασιλικώς και να διοική επαινετώς και ενδόξως την βασιλείαν του, η δε Αγία Θεοδώρα, ελθούσα εις το ύψος της βασιλείας, δεν υπερηφανεύετο δια την εξουσίαν και μεγαλειότητα, καθώς κάμνουσι γυναίκες τινές ανόητοι σήμερον, όπου όχι να βασιλεύωσι, αλλά μόνον ολίγην ανάπαυσιν να έχωσι, κενοδοξούν και καταφρονούν τας ομοπίστους των Χριστιανάς, νομίζουσαι τον εαυτόν των ως αθάνατον. Ούτε υπελόγιζεν αυτή η μακαρία ουδόλως την βασιλικήν τιμήν όπου είχεν, αλλά μάλλον ελθούσα τότε εις περισσοτέραν ταπείνωσιν, δια τον δι’ ημάς ταπεινωθέντα Χριστόν, δι’ εν και μόνον εφρόντιζε· πως να κατακοσμήση τον εαυτόν της με κάθε είδος αρετής, δια να αρέσκη εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και Θεόν. Δεν επλανήθη δε, ώστε να νικηθή από το κάλλος της νεότητός της, ή να στολίζεται με μάταια στολίδια, ή να ενδύεται μεταξωτά και μαλακά φορέματα, ή να καλλωπίζη τον εαυτόν της με αναίσχυντα καλλυντικά, καθώς πλανώνται και κάμνουσι σήμερον αι νέαι γυναίκες. Αλλά καταφρονήσασα τα πάντα, εφρόντιζε πως να χορτάση τους πεινασμένους πτωχούς αδελφούς του Χριστού και πως να ενδύση τους γυμνούς, στολίζουσα την ψυχήν της με την ελεημοσύνην. Δεν παρεδόθη εις απολαύσεις του σώματος, αλλ’ εις νηστείας και προσευχάς. Προσέτι δεν έκρινεν εύλογον η μακαρία Θεοδώρα να περιπατή εις κήπους και άλλους περιπάτους με δούλας και άλλας νέας ή αρχόντισσας, καθώς σήμερον κάμνουσιν αι γυναίκες, χαίρουσαι μεν αύται και εντρυφώσαι, ενώ οι αδελφοί του Χριστού πεινώσι και ταλαιπωρούνται· αλλ’ εσυλλογίζετο πάντοτε και επεμελείτο πως να ευεργετήση και αγαθοποιήση τους αξίους ελέους, δια την αγάπην του ελεήμονος Θεού· να γίνη μήτηρ των ορφανών, προστάτις των χηρών και ως μήτηρ φιλόστοργος προς πάντας φερομένη, πολλούς ομού και κατά μέρος, ένα προς ένα, μετά πολλής προθυμίας, ως βασίλισσα να ευεργετή, ως μήτηρ να περιποιείται τα τέκνα της, ως αδελφούς τους άλλους να δεξιούται και ως συνδούλους τούς λοιπούς να θεραπεύη, μηδενός καταφρονούσα, αλλ’ ακολουθούσα και ποιούσα τον λόγον του Ιερού Ευαγγελίου, τον λέγοντα· «Οράτε μη καταφρονήσητεενός των μικρών τούτων» (Ματθ. ιη: 10) και «εφ’ όσον εποιήσατεενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε: 40). Ούτω, με σωφροσύνην μεγάλην, με άκραν ταπείνωσιν, με υπερβολικήν πραότητα διάγουσα, είχεν ανεωγμένας τας χείρας της πάντοτε εις τους πτωχούς, ακούουσα το Ιερόν Ευαγγέλιον, το οποίον μακαρίζει τους ελεήμονας. Διότι αυτοί οι ελεήμονες μέλλουν να κληρονομήσωσι την Βασιλείαν των ουρανών (Ματθ. ε: 3-10) και εν συντομία, ολοψύχως εδούλευε τον Θεόν, κοπιάζουσα πάντοτε και επιφορτίζουσα την ζωήν της με παν θεοφιλές έργον, δια να έχη την ανάπαυσίν της εις την αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών κατά την Ευαγγελικήν φωνήν, ήτις λέγει· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια: 28). Αλλ’ ο ανθρωποκτόνος διάβολος, όστις προσπαθεί καθ’ εκάστην, με κάθε τρόπον, να κλέψη την σωτηρίαν των ανθρώπων, βλέπων την Αγίαν να καταγίνεται με τόσην χαράν και αγαλλίασιν της ψυχής της εις τον αγώνα της αρετής και εις την αδιάκοπον ελεημοσύνην, όπου καθ’ εκάστην ημέραν έκαμνε και φθονών τον ένθεον αυτής ζήλον και τας αρετάς, ακόμη δε και την πολλήν αγάπην όπου είχε προς αυτήν ο σύζυγός της Μιχαήλ, ουδέ υποφέρων να βλέπη την τόσην προς τον Θεόν ευσέβειαν και υπακοήν της Αγίας και του ανδρός της, μετεχειρίσθη διαφόρους τρόπους και μηχανάς, ίνα κλέψη τον σωτήριον της Αγίας θησαυρόν. Μη δυνάμενος δε ουδέ και εις τα θελήματα της σαρκός να την ρίψη, επειδή πολλάκις εγείρας πόλεμον σαρκός κατ’ αυτής, δεν ηδυνήθη ο αλιτήριος να κρημνίση την αδαμάντινον Θεοδώραν εις το θανατηφόρον του θέλημα, ωπλίσθη ο κακός πολέμιος δια να την πολεμήση κατ’ άλλον τρόπον, νομίζων ότι ούτω θα εξασθενίση την προθυμίαν της και θα την απομακρύνη από την αρετήν. Ακούσατε δε τι μετεχειρίσθη. Αφού κατ’ άλλον τρόπον δεν ηδύνατο να λυπήση την Αγίαν, έτρωσε την καρδίαν του συζύγου της Μιχαήλ δι’ έρωτος προς αρχόντισσαν τινά χήραν, ήτις κατώκει εκεί πλησίον, Γαγγρινήν ονομαζομένην και η οποία με τας μαγικάς της τέχνας κατήντησε τον βασιλέα έξω φρενών. Εις τόσην δε μανίαν τον έφερεν, ώστε πλέον την πόρνην ως ιδίαν γυναίκα συνανεστρέφετο, την δε Θεοδώραν κατεφρόνει, έδερε και διαφοροτρόπως εκακοποίει, χωρίς να σκέπτεται ούτε φόβον Θεού ούτε εντροπήν ανθρώπων. Επρόσταξε δε και τους δούλους του και όλους του παλατίου να μη υπακούωσιν εις την Αγίαν ούτε να αναφέρουν το όνομά της, αλλά καταφρονούντες αυτήν, να υπακούωσι και να γνωρίζωσιν ως κυρίαν των την μοιχαλίδα και εκείνης τας προσταγάς να εκτελώσιν. Ω της μακροθυμίας σου, Χριστέ Βασιλεύ! Θεέ μου! Πως δεν επρόσταξες την γην να καταπίη την πόρνην εκείνην δια τα κακά και τας μαγείας όπου έκαμνεν εις την δούλην σου την Αγίαν! Μακροθυμείς, Δέσποτα των απάντων, αναμένων την επιστροφήν των αμαρτωλών και την μετάνοιαν. Ταύτα λοιπόν πάντα υπέμενε γενναίως η μακαριωτάτη Θεοδώρα, χωρίς να σαέύση ουδόλως ο στερρός και αδαμάντινος πύργος της υπομονής της. Δια μέσου δε των πειρασμών, τους οποίους υπέφερεν, ηυχαρίστει τον Θεόν με αγρυπνίας, νηστείας και προσευχάς, λογιζομένη όλας εκείνας τας θλίψεις ως πολυτελείς ουρανίους μαργαρίτας, ουδόλως αδημονούσα, ούτε γογγύζουσα, ούτε λόγον ποτέ δυσάρεστον προς τον Θεόν λέγουσα. Αποξενωθείσα δε του βασιλέως και αποδιωχθείσα, περιεπάτει πέντε χρόνους ένθεν κακείθεν, πεινασμένη, ξενητευμένη, κακονυχτισμένη, ταλαιπωρουμένη, πικρίας και μυρία κακά δοκιμάζουσα. Παρά ταύτα όμως ύψωνε πάντοτε τας χείρας της προς τον Θεόν και τον ηυχαρίστει παρακαλούσα να επιβλέψη εις την ταπείνωσίν της και να συγχωρήση τον σύζυγόν της, οικονομών φιλανθρώπως τα κατ’ αυτόν δια την σωτηρίαν της ψυχής του. Και δεν είναι μόνον τούτο, διότι δεν υπέφερε μόνη, αλλ’ εκράτει και μικρόν βρέφος εις τας αγκάλας της, το οποίον είχε με τον βασιλέα πριν εκείνος την αποδιώξη. Τοιουτοτρόπως λοιπόν περιπλανωμένη η μακαρία Θεοδώρα προς τα όρια της Πρενήστας, εις τόπους ερήμους και αβάτους, εξήλθεν ημέραν τινά τυχαίως εκ του δάσους ή μάλλον δια θελήματος Θεού, και τότε είδεν αυτήν Ιερεύς τις από την Πρένησταν, ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, όστις την ηρώτησε ποία είναι και πόθεν και πως ευρέθη εκεί. Η μακαρία όμως Θεοδώρα δεν ήθελε να αποκαλύψη την αλήθειαν, και τότε ο Ιερεύς ώρκισεν αυτήν εις τον Θεόν να μη κρύψη τίποτε από αυτόν. Όθεν ήρχισεν εκείνη κλαίουσα να του ομολογή πάσαν την αλήθειαν. Μαθών δε ο Ιερεύς το όνομα αυτής και ποία ήτο, την ωδήγησεν ευθύς εις τον οίκον του μετά του τέκνουτης και ανέλαβεν ο Ιερεύς αυτός την φροντίδα και αυτής και του παιδός της εις ό,τι εχρειάζοντο, έως ότου, Θεού οικονομία, έφθασε το τέλος της εξορίας της και των δεινών τα οποία υπέφερεν. Ακούσατε δε πως. Ημέραν τινά, όταν απουσίαζεν ο βασιλεύς μακράν της πόλεως, ως εκ θελήματος Θεού, συναχθέντες οι πρώτοι άρχοντες εισήλθον έξαφνα εις τον κοιτώνα του βασιλέως και συλλαβόντες την μοιχαλίδα εκείνην την Γαγγρινήν, την εστενοχώρησαν τόσον πολύ, με επιτηδείουςτρόπους, ώστε ηναγκάσθη να μαρτυρήση ότι αυτή ήτο η αφορμή όπου εξεδίωξεν ο βασιλεύς την νόμιμον σύζυγόν του και ότι με τας μαγείας της έσυρε τον βασιλέα πλησίον της, εν συντομία δε, ωμολόγησεν ότι όλα όσα συνέβησαν εις τον οίκον του βασιλέως εγένοντο εξ αιτίας της. Καθ’ ον δε χρόνον οι άρχοντες ετιμώρουν την πόρνην εκείνην, έφθασεν ο βασιλεύς και μαθών τα γενόμενα, ότι ωμολόγησε, δηλαδή, η Γαγγρινή, ότι με μαγείας τον έσυρε πλησίον της, συνήλθεν εις εαυτόν και μετανοήσας δια την αμαρτίαν την οποίαν έκαμεν, έστειλεν ευθύς ανθρώπους πανταχού, ίνα εύρουν την Αγίαν Θεοδώραν. Ερευνώντες δε οι απεσταλμένοι από τόπου εις τόπον, έφθασαν και εις την Πρένησταν, όπου η Αγία εφυλάσσετο υπό του Ιερέως. Μαθούσα τότε η Θεοδώρα την μετάνοιαν του βασιλέως και όσα συνέβησαν εις την Γαγγρινήν, εφανερώθη, κατά την συμβουλήν και παρακίνησιν του Ιερέως, εις εκείνους, οίτινες την εζήτουν και με αυτούς επέστρεψεν εις τα βασίλεια. Η είδησις της επιστροφής της Αγίας, ακουσθείσα εις τον λαόν, επροξένησε πολλήν ευφροσύνην εις όλους και μεγάλη χαρά και αγαλλίασις εγένετο εις όλην την Άρταν κατ’ εκείνας τας ημέρας δια την εύρεσιν και αποκατάστασιν αυτής, του λοιπού δε η μακαριωτάτηΑγία Θεοδώρα εγένετο οδηγός της ψυχικής σωτηρίας του συζύγου της βασιλέως Μιχαήλ, μετά του οποίου έζη ζωήν ειρηνικήν και εφρόντιζον δια την σωτηρίαν των με ελεημοσύνας και προσευχάς, με αγρυπνίας και άλλα θεάρεστα έργα. Παρ’ όλον δε ότι είχον την επίγειον βασιλείαν, εφρόντιζον μάλλον πως να αποκτήσωσι την ουράνιον, δια μέσου των καλών και εναρέτων πράξεων, των οποίων αρχηγός και διδάσκαλος ήτο η Αγία. Τοιούτους κάμνει ο φόβος του Θεού εκείνους, οίτινες είναι ευλαβείς εις τα θεία, επειδή έχοντες αυτόν τον φόβον του Θεού ερριζωμένον εις την καρδίαν των, υποχρεώνουσιν αυτόν τον Θεόν να τους ανταμείψη πλουσίως, όχι μόνον αποδίδων εις αυτούς την ουράνιον Βασιλείαν, αλλά και εδώ εις την πρόσκαιρον ζωήν να εκπληροί τας επιθυμίας των. Πράγματι, τόσον κατέπεισεν η Αγία Θεοδώρα τον βασιλέα Μιχαήλ εις το καλόν, ώστε τον έκαμε και κατεφρόνησεν όλα τα πρόσκαιρα και φθαρτά τούτου του κόσμου και έγιναν και οι δύο των πηγή της ελεημοσύνης. Προς τούτοις συνεβούλευσε τον βασιλέα και έκτισε δύο ωραιοτάτους και πανσέπτους Ναούς, της Παναγίας Παντανάσσης και της Παναγίας εν τη Οδώ της Βρύσεως, κτίσασα εκ θεμελίων και η ιδία Αγία Θεοδώρα Ναόν εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου έγινε και γυναικείον Μοναστήριον. Μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν ο βασιλεύς Μιχαήλ. Όθεν μείνασα η Αγία ελευθέρα να κάμη όσα αυτή επεθύμει, έγινεν ευθύς Μοναχή. Έκτοτε ηύξησε τας νηστείας και αγρυπνίας και λοιπάς αγαθοεργίας όπου έκαμνε, προσθέτουσα εις τους κόπους της, κόπους, εις τας αγρυπνίας της, αγρυπνίας, εις τας ολονυκτίας και στάσεις και προσευχάς, περισσοτέρας, εις τας ψαλμωδίας και ύμνους, ύμνον και ψαλμωδίαν, μανθάνουσα και εκπαιδεύουσα τον εαυτόν της εις τους κόπους της αρετής. Εταλαιπώρει το σώμα με τας μεγάλας νηστείας· υπετάσσετο εις όλας τας Μοναχάς εκείνας, αι οποίαι ήσαν τότε μετ’ αυτής και υπηρέτει όλας, χωρίς οκνηρίαν. Αν έβλεπε τινά όστις ηδικείτο, έμενε πλησίον του και τον εβοήθει· εις τα ορφανά και χήρας έδιδεν όσον έπρεπε, τας πικραμένας και λυπημένας επαρηγόρει και «τοις πάσιν εγένετο τα πάντα», καθώς λέγει ο θεσπέσιος Παύλος (Α΄ Κοριν. θ:22), δια να τους κερδίση όλους και να τους φέρη εις το δίκτυον της αρετής και της καλής πράξεως, ως ορίζει ο θείος Ματθαίος, σήμερον. Ούτως έζησε χρόνους ικανούς, στολίζουσα όχι μόνον τον εαυτόν της με αρετάς, αλλά και τον Ναόν με κάθε είδους ιερά και άλλα πολύτιμα αφιερώματα. Ενώ λοιπόν εις τοιαύτα έργα καθημερινώς ειργάζετο η μακαρία, επλησίασε και ο θάνατός της· ο δε πανάγαθος Θεός, όστις αποκαλύπτει τα πάντα εις εκείνους οίτινες τον φοβούνται και κάμνουσι το θέλημά Του το Άγιον, έδειξε και εις την Οσίαν Μητέρα ημών Θεοδώραν την ώραν του θανάτου της. Αλλ’ επειδή εκείνη ηγάπα να ζήση ακόμη, έως ότου τελειώση τον θείον αυτής Ναόν καλώς, όσον αυτή ήθελε, παρεκάλεσε τον Άγιον Γεώργιον και την Υπεραγίαν Θεοτόκον να παρακαλέσουν τον Μονογενή της Υιόν, να την αφήση να ζήση ακόμη εξ μήνας, ότε και απετελείωσε τον Ναόν, καθώς αυτή επεθύμει. Όταν δε ετελείωσαν οι έξ μήνες, εκάλεσεν όλας τας Μοναχάς και παρήγγειλεν εις αυτάς να κάμνωσι πάντοτε προθύμως όσα είναι ωφέλιμα προς ψυχικήν σωτηρίαν, καθώς ευαρεστείται ο Θεός. Ούτω λοιπόν καλώς διδάξασα τους πάντας, με πολλήν χαράν και αγαλλίασιν παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού, τον οποίον εδούλευεν εις όλην την ζωήν της με κόπους και μόχθους, με νηστείας και αγρυπνίας, με εγκρατείας και ελεημοσύνας, με σωφροσύνην και κάθε είδους αρετήν και εις τα οποία δεν την ημπόδισε να καταγίνεται η επίγειος εξουσία, ούτε εις το να κατορθώση τας τοιαύτας αρετάς, δια τας οποίας μάλλον συνεργός εγένετο. Δι’ ο και ο Θεός την ανέπαυσεν εις την ουράνιον Αυτού Βασιλείαν, εις τας αιωνίους Μονάς, με όλους τους απ’ αιώνος Αγίους, των οποίων εμιμήθη τα έργα και τα κατορθώματα. Πρέπον λοιπόν είναι να καυχάται και η μακαρία αύτη Θεοδώρα, λέγουσα μετά του Αποστόλου Παύλου· «Τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ Τιμ. δ: 7-8), τον οποίον απέδωκεν ως χρέος εις αυτήν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, με το να την δοξάση όχι μόνον εν ουρανοίς, αλλά και επί γης, με άπειρα θαύματα. Διότι όσοι προσήλθον εις τον Ναόν της Αγίας και προσέπεσον εις αυτήν μετά πίστεως ελυτρώθησαν από δεινάς ασθενείας και μεγάλα νοσήματα δια πρεσβειών της Αγίας. Εις τυφλούς απέδωσε το φως των, δαιμονισμένους ιάτρευσε και άλλων πολλών ειδών ασθενείας εθεράπευσε. Όχι δε μόνον τότε,αλλά και σήμερον, εκείνος όστις θέλει επικαλεσθή την Αγίαν μετά πίστεως, την ευρίσκει βοηθόν και ιατρόν, εις πάσαν αυτού θλίψιν και ασθένειαν. Και όχι μόνον όσοι έρχονται εις τον Ναόν της, αλλά και όσοι από μακρόθεν ήθελον την επικαλεσθή μετά πίστεως, είτε εάν εις την θάλασσαν κινδυνεύωσιν, είτε εάν εις ληστάς περιπέσωσιν, είτε εις ό,τι άλλο θλιβερόν συμβάν ήθελε συμβή, φθάνει ευθύς, θεραπεύουσα την ανάγκην ενός εκάστου και πάντων τα αιτήματα αποπληρούσα. Ούτως ο Θεός αντιδοξάζει εκείνους οίτινες τον δοξάζουσιν εδώ εις τον κόσμον, με αρετάς και καλά έργα, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος. «Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού» (Α΄ Κορ. στ: 20). Δηλαδή τιμήσατε τον Θεόν με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι του Θεού. Ακούσατε δε πως τιμώμεν τον Θεόν με το σώμα μας και με το πνεύμα μας. Όταν ο διάβολος μάς φέρη εις λογισμούς της πορνείας και άλλων κακών και ημείς δεν τους δεχόμεθα, τότε τιμώμεν τον Θεόν· όταν μας εμβάλλη φθόνον κατά των αδελφών και ομοπίστων μας Χριστιανών και γειτόνων μας και ημείς δεν τους φθονούμεν, τότε τιμώμεν τον Θεόν· όταν μας συγχύζη και μας κινή εις έχθραν κατά τινων και ημείς δεν τους εχθρευόμεθα, τότε καταισχύνεται ο διάβολος, τότε δοξάζεται ο Θεός· όταν δεν απλώνωμεν τας χείρας μας εις αδικίας και κλοπάς, τότε δοξάζεται ο Θεός και καταισχύνεται ο διάβολος· όταν με τας χείρας μας δίδωμεν ελεημοσύνην και με το στόμα μας προσευχόμεθα, τότε δοξάζεται ο Θεός· όταν μετά προσευχής ακούωμεν τας Θείας Γραφάς και το Άγιον Ευαγγέλιον, τότε δοξάζομεν τον Θεόν με το πνεύμα μας και με το σώμα μας, με όλα δηλαδή τα μέλη μας, τα οποία δεν είναι ιδικά μας, αλλά του Θεού, ως ο ίδιος ο θείος Παύλος αλλού λέγει· «Υμείς δε εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α΄ Κορ. ιβ: 27). Διότι ο Θεός τα έπλασε, τα ανεγέννησε με το Άγιον Βάπτισμα, τα υπερέλαμψε και με τας θείας Αυτού Χάριτας, τα απεθέωσε με την ένσαρκον Αυτού οικονομίαν, με τα Πάθη του τα Άγια και με την Θείαν του Ανάστασιν. Αυτάς τας θείας και ιεράς παραγγελίας του Ευαγγελίου ακούσασα εξετέλεσεν η μακαρία Θεοδώρα και καταφρονήσασα όλα τα επίγεια, ηξιώθη και απέλαβε των ουρανίων αγαθών. Ταύτα λοιπόν ας επιδιώξωμεν και ημείς ως καλά και ωφέλιμα δια την ψυχήν μας. Μάλιστα τώρα, ότε είναι η αγία Τεσσαρακοστή, ας φροντίσωμεν περισσότερον να δοξάσωμεν τον Θεόν με τα μέλη μας και με το σώμα μας και καθώς αφίσαμεν τα οψάρια και τα άλλα αρτύματα, ούτως ας διώξωμεν από τον εαυτόν μας και τα άλλα κακά, την κατάκρισιν, την συκοφαντίαν, την αρπαγήν, την αδικίαν, τον φθόνον, την κενοδοξίαν, τον φόνον, την έχθραν, την υπερηφάνειαν, την πορνείαν και τα άλλα, δια να δοξασθή από ημάς ο Θεός, τουλάχιστον εις αυτάς τας αγίας ημέρας της αποδεκατώσεως του όλου χρόνου, δια να καυχηθώμεν και ημείς δικαίως και να έχωμεν ελπίδας καλάς δια την μέλλουσαν ζωήν. Ούτω λοιπόν ποιούντες, νηστεύοντες, δηλαδή, πνευματικώς με την αποχήν των κακών και σωματικώς με την πρέπουσαν ολιγοφαγίαν και ολιγοποσίαν, με αποστροφήν και των λοιπών, καθώς οι Πατέρες της Εκκλησίας μας εις τας τοιαύτας ημέρας διώρισαν, ας συντροφεύωμεν την νηστείαν μας με την ελεημοσύνην, η οποία ελευθερώνει την ψυχήν μας από την αιώνιον κόλασιν και το σώμα, εις την παρούσαν ζωήν, από μεγάλους κινδύνους, όπως από πολλά παραδείγματα και σεις το γνωρίζετε. Αυτήν την ελεημοσύνην να κάμνωμεν μας παραγγέλλει και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, καθώς μας λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Συ δε νηστεύων, άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι» (Ματθ. στ: 17), δηλαδή να δίδωμεν ελεημοσύνην. Διότι κεφαλή του ανθρώπου ερμηνεύεται η ψυχή, το δε έλαιον είναι η ελεημοσύνη, την οποίαν κάμνοντες, λεγόμεθα ότι αλείφομεν την κεφαλήν μας, δηλαδή την ψυχήν μας και την κάμνομεν αξίαν της Βασιλείας των ουρανών. Πρέπει ακόμη να νίψωμεν το πρόσωπόν μας, δηλαδή, να πλύνωμεν και να καθαρίσωμεν το σώμα μας, όχι με νερόν και με άλλας καθαριότητας δια λουτρών, ως κάμνουν τα έθνη, αλλά με εξομολόγησιν και μετάνοιαν, με δάκρυα κατανύξεως και μετανοίας. Και εάν έως τώρα, πλανώμενοι υπό του διαβόλου, εμολύναμεν την ψυχήν και το σώμα μας με τας αμαρτίας, ας δράμωμεν καν τώρα να εξομολογηθώμεν και με συντετριμμένην καρδίαν να ομολογήσωμεν ενώπιον του Θεού και του Πνευματικού μας Πατρός τας αμαρτίας μας, κάμνοντες με προθυμίαν τον κανόνα, τον οποίον ο Πνευματικός μας ήθελε μας προστάξει. Ας μετανοήσωμεν, αδελφοί, ας κλαύσωμεν τας αμαρτίας μας εξ όλης καρδίας και θέλομεν ασφαλώς καθαρίσει την ψυχήν μας και το εσπιλωμένον τούτο σώμα μας από τον ρύπον της αμαρτίας, ίνα τα καταστήσωμεν άξια της μεταδόσεως του ζωοποιού Σώματος και Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Επειδή, εκείνος όστις μεταλαμβάνει ανεξομολόγητος, εκείνος γίνεται φονεύς της ψυχής του και δεύτερος Ιούδας. Διότι, καθώς ο Ιούδας παρέδωκε τον Κύριον από την φιλαργυρίαν του εις τους ασεβείς Ιουδαίους, ούτως ο μεταλαμβάνων αναξίως Τον παραδίδει εις την μεμολυσμένην του καρδίαν, δια την αναξιότητά του. Δια τούτο ας εξομολογηθώμεν όλας τας αμαρτίας, τας οποίας εκάμαμεν έως τώρα και κάμνοντες αποχήν από του κακού, ας κλαύσωμεν δι’ αυτάς και μετά συντετριμμένης καρδίας ας προσπέσωμεν εις τον εύσπλαγχνον και πανοικτίρμονα Κύριον Ιησούν Χριστόν, δια να μας αξιώση, κατά την λαμπροφόρον ημέραν της Αυτού Αναστάσεως, να τον δεχθώμεν και να τον λάβωμεν εις τον εαυτόν μας με καθαράν καρδίαν, ως λέγει ο θείος Γρηγόριος· «Πρώτον δει καθαρτέον, έπειτα και τω καθαρώ προσομιλητέον». Δηλαδή, πρώτον πρέπει να καθαρισθήτε από τας αμαρτίας και έπειτα να ενωθήτε με τον καθαρόν και αμόλυντον Χριστόν και Θεόν, ως λέγει ο Ησαϊας· «Ότι ανομίαν ουκ εποίησεν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». (Ησαϊας νγ:9). Ας μη τολμήση λοιπόν κανείς ανεξομολόγητος να κοινωνήση, διότι προς κατάκρισίν του και τιμωρίαν του γίνεται η μετάδοσις και φλογίζει την ψυχήν του ο ασυνείδητος, καθώς λέγει ο Υμνωδός· «Πυρ γαρ υπάρχει τους αναξίους φλέγον». Και καθώς τους μεν αξίους φωτίζει και ως χρυσίον και αργύριον λαμπρύνει, ούτω τους αναξίους φλογίζει και κατακαίει, ως άχυρα άχρηστα. Ω αλλοίμονον! Πως αποτολμώσι τινές αναίσχυντοι και δαιμονοκάρδιοι και κοινωνούσιν αμετανόητοι; Ω μακρόθυμε Κύριε, Ιησού Χριστέ, πως δεν ραγίζεις μερικών αναισχύντων τα σώματα, ίνα οι λοιποί βλέποντες σωφρονίζωνται; Αλλ’ αναμένεις ίσως, φιλάνθρωπε, να ανταποδώσης εις ένα έκαστον κατά τα έργα του εις την Δευτέραν Σου Παρουσίαν! Βεβαίως, αδελφοί, όστις ως άνθρωπος ήμαρτε και δεν ήθελε μετανοήσει, δεν κάμη αποχήν του κακού, δεν εξομολογηθή, αλλ’ αναξίως ήθελε πλησιάσει εις τα Θεία Μυστήρια, εκείνος βεβαίως θέλει καταδικασθή από τον Θεόν εν τη ημέρα της Κρίσεως, εις το άσβεστον πυρ της αιωνίου κολάσεως. Δια τούτο ας παύσωμεν από την τοιαύτην αντίθεον πράξιν, ίνα μη κατακαιώμεθα εν πυρί αιωνίω. «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος». (Εβρ. ι: 31). Διότι Αυτός είναι εξεταστής ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας. Δια τούτο, αδελφοί, αξίως ας πλησιάζωμεν εις την Αγίαν Κοινωνίαν, μετανοούντες και εξομολογούμενοι με συντετριμμένην καρδίαν, διότι άλλως, μη μετανοούντες εξ όλης ψυχής και καρδίας και μη εξομολογούμενοι με μίαν βεβαίαν απόφασιν της ψυχής μας, να λείψωμεν εις το εξής από την εργασίαν των κακών έργων και από το να κυλιώμεθα εις τον βόρβορον της αμαρτίας, αναξίως βέβαια μεταλαμβάνομεν και γενόμεθα φονείς της ψυχής μας, ως ο αδελφοκτόνος Κάϊν, όστις εφόνευσε τον αδελφόν του Άβελ. Δια τούτο δικαίως ο Θεός θέλει μάς πέμψει «εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε: 41). Δια να αποφύγωμεν λοιπόν την δικαίαν ταύτην καταδίκην, ας φροντίσωμεν του λοιπού να δοξάσωμεν τον Θεόν με τα μέλη μας και με το σώμα μας δια μέσου της εργασίας των καλών και θεαρέστων έργων, τώρα εν όσω εθρισκόμεθα εις την παρούσαν ζωήν, εν όσω ευρίσκεται εις την ιδικήν μας χείρα η σωτηρία μας. Τι δύσκολον είναι να απέχωμεν από τα κακά; Και πάλιν, τι άλλο ευκολώτερον από τα καλά και θεάρεστα έργα; Ας αποφασίσωμεν λοιπόν, αδελφοί, δια τον εαυτόν μας μίαν βεβαίαν απάρνησιν των αμαρτιών. Ας εναγκαλισθώμεν την εγκράτειαν, την αποχήν των βρωμάτων, επειδή και αυτά κάμνουσι το σώμα να πηδά και να τρέχη εις τα κακά πάθη της αμαρτίας. Ας εγίναμεν αποστάται της θείας Χάριτος έως τώρα, ας επιστρέψωμεν προς τον Θεόν, τουλάχιστον εις το εξής, και ολοψύχως ας μετανοήσωμεν, προθύμως εξομολογούμενοι δι’ όσα έως τώρα εις τον Θεόν επταίσαμεν. Ας κλαύσωμεν ενώπιον Κυρίου ζητούντες την άφεσιν των αμαρτιών μας· ας προσφέρωμεν δάκρυα μετανοίας· ας νηστεύσωμεν εν ελέει, απλώνοντες τας χείρας εις τους πτωχούς· ας βοήσωμεν εκ βαθέων καρδίας, ημάρτομεν· ναι, Κύριε, ημάρτομεν, και βέβαια θέλει μάς συγχωρήσει και θέλει μας αξιώσει ο Κύριος ημών, Ιησούς Χριστός, εδώ μεν να μεταλαμβάνωμεν αξίως, αεί πανηγυρίζοντες εν χαρά την λαμπροφόρον ημέραν της Αυτού Αναστάσεως, εκεί δε δια πρεσβειών της σήμερον εορταζομένης Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας να εντρυφώμεν εις την αιώνιον συνεχή και ανεκλάλητον χαράν και άρρητον αγαλλίασιν της Βασιλείας των ουρανών, ης γένοιτο πάνταςημάς επιτυχείν, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.  

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

ΕΝΑ ΟΛΟΦΩΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΙΝ!!


 

Απάντηση σε πολλούς συγχρόνους εκπαιδευτικούς που διαμαρτύρονται, λόγω των εκτάκτων μέτρων που ελήφθησαν, γιά την διδασκαλία των μαθητών όλων των βαθμίδων της Εκπαιδεύσεως (εξ αιτίας του Κορονοϊού), αποτελεί το εξαιρετικό παράδειγμα της αείμνηστης διδασκάλισσας  Αλεξάνδρας Μάνου,   όπως περιγράφεται από την συνονόματη εγγονή της και τα ντοκουμέντα τα οποία αυτή παραθέτει.

Σε καμμία περίπτωση  δεν διαφωνούμε με τις απολύτως δικαιολογημένες ενστάσεις αρκετών ευσυνειδήτων εκπαιδευτικών, ως προς τα αδιαφανή και εν πολλοίς ύποπτα, από πλευράς τεχνολογίας, συστήματα που ακολουθούνται, στην σύγχρονη τηλεκπαίδευση…

Όμως, όταν υπάρχει η καλή διάθεση, ΠΑΝΤΟΤΕ, ο άξιος άνθρωπος και δάσκαλος που ενεργεί όχι ως επαγγελματίας,  αλλ’ ως ανιδιοτελής εργάτης, προς χάριν των μαθητών του, γνωρίζει ότι τις ευγενείς προσπάθειες του, ακόμη και κάτω από τις δυσκολώτερες συνθήκες, τις ευλογεί ο Θεός και αποδίδουν πολλούς και πλουσίους καρπούς!

Ευχόμεθα, το υπόδειγμα της μακαριστής Αλεξάνδρας Μάνου, να γίνει πνευματικό εφαλτήριο για όλους τους εμπνευσμένους και αφιερωμένους, στο ιερό έργο τους, εκλεκτούς δασκάλους και εκπαιδευτικούς:  

Όταν μία δασκάλα του Πειραματικού Σχολείου παρέδιδε μαθήματα από ραδιοφώνου στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. 


Η τηλεκπαίδευση φαντάζει στους περισσότερους από εμάς κάτι εξαιρετικά μοντέρνο και καινοτόμο. Κι όμως, τα πρώτα τηλεμαθήματα έγιναν το μακρινό... 1940! Τότε που, όπως προκύπτει από την ανέκδοτη βιογραφία της Αλεξάνδρας Μάνου, την οποία η εγγονή της έχει εμπιστευτεί στο Ιστορικό Αρχείο του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Αθηνών στη Σκουφά, η πρωτοποριακή δασκάλα, μαζί με άλλους εκπαιδευτικούς, μόνο έναν μήνα μετά τη διακοπή των μαθημάτων λόγω του πολέμου, ξεκίνησε μαθήματα μέσω του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών - που είχε ιδρυθεί μόλις δυο χρόνια νωρίτερα.

«Η Αλεξάνδρα», γράφει η συνονόματη εγγονή της, «λαμβάνει εντολή να δουλέψει με απόσπαση στο Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού στη διεύθυνση Ραδιοφωνίας, για την "Σχολική Ωρα". Κάνει μαθήματα στα παιδιά σαν να βρίσκονται στην τάξη της, Ορθογραφία, Αριθμητική, αλλά κυρίως Γεωγραφία, Πατριδογνωσία και Χαρτογραφία, που φαίνεται ότι είναι το ιδιαίτερο αντικείμενο που της έχει ανατεθεί.

Το πρώτο μάθημα γίνεται στις 2 Δεκεμβρίου 1940 και περιλαμβάνει οδηγίες και επεξηγήσεις αλλά και εμψύχωση των παιδιών:

 «Αγαπητά μου παιδιά,

Πολλά από σας με λαχτάρα με ρωτήσατε όταν ήλθα στο σπίτι σας "πότε θ' ανοίξει το σχολείο; Πότε θ' αρχίσουν τα μαθήματα;". Τις ίδιες ερωτήσεις μου κάματε κι εσείς οι άλλοι που έτυχε να με συναντήσετε έξω. Είδα στα παιδικά σας προσωπάκια ζωγραφισμένη τη λύπη. Αυτή τη λύπη την αισθανθήκατε γιατί χωριστήκατε από τους συμμαθητές σας, γιατί απομακρυνθήκατε από το αγαπημένο σας σχολείο.

Κι εμείς σας νοσταλγήσαμε. Και στο σχολειό μας, που τώρα είναι κλειστό, επειδή οι διδάσκαλοί σας, άνδρες και γυναίκες, βρίσκονται στην υπηρεσία της Πατρίδος, γίνεται αισθητή η απουσία σας. Οι χαρούμενες φωνούλες σας, τα γέλια και τα ξεφωνητά δεν ακούγονται στην ευρύχωρη αυλή του. Δεν θ' αργήσει, όμως, νά 'ρθη η ευτυχισμένη μέρα, υπερήφανά μου Ελληνόπουλα, που θα συναντηθούμε όλοι να πανηγυρίσουμε τη Νίκη της Μεγάλης μας Ελλάδος, την λευτεριά των σκλάβων αδελφών μας. Λευτεριά που την διεκδικεί ο γενναίος μας στρατός...

Σας νοιώθουμε καλά. Ξέρουμε πόσο πρόθυμοι είστε όλοι, πόσο διψάτε για μάθηση, πόσο αγαπάτε την πρόοδο. Για να κάνετε τώρα σχολική εργασία στο σπίτι σας, θα σας βοηθήσουμε από το ραδιόφωνο... Το θέλετε αυτό; Όποιος το θέλει ας σηκωθεί όρθιος. Εδώ, τα παιδάκια που έχω κοντά μου, όλα σηκωθήκανε. Και σεις που με ακούτε, ασφαλώς όρθιοι είσθε αυτή τη στιγμή. Αισθάνομαι και τη χαρά σας.

Για να αρχίσουμε τις ασκήσεις από το Ραδιόφωνο, θα περιορισθούμε εξ ανάγκης στα απολύτως απαραίτητα εφόδια. Προσέξτε παιδιά τι πρέπει να έχετε πάντοτε μαζί σας στις εκπομπές μας... (δίνει οδηγίες και κατάλογο υλικών). Εμπρός, παιδιά, ανοιχτά τα πρόχειρά σας και το μολύβι στο χέρι

Εργασίες με... mail.

Τα παιδιά αναλαμβάνουν να ετοιμάζουν εργασίες που στέλνουν ταχυδρομικώς στο Υπουργείο Τύπου και Τουρισμού, που από την κήρυξη του Πολέμου έχει μεταστεγαστεί στο Μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής, Κοραή 4. Η Αλεξάνδρα τα εμψυχώνει επαινώντας τις εργασίες τους. Έτσι, η σχέση γίνεται αμφίδρομη και τα παιδιά νιώθουν ζωντανή την επαφή με τη δασκάλα τους. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι ο φόρτος της δουλειάς της είναι πολλαπλάσιος (...). Η δουλειά αναγκαστικά μεταφέρεται και στο σπίτι όπου δουλεύει εντατικά και συστηματικά για να τα προφτάσει όλα!!

Αναγνώριση.

Η δουλειά της, όμως, αναγνωρίζεται. Η έκθεση του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου αναφέρει μεταξύ άλλων:

«Κατά το ως άνω διάστημα, η κα Μάνου συνέταξε 16 εν όλω ραδιοφωνικάς εκπομπάς (...), διαρκείας 15' της ώρας, και εβαθμολόγησεν οκτακοσίας (800) εν όλω χαρτογραφικάς εργασίας των μαθητών ακροατών. Παραλλήλως, εβαθμολόγησεν περί τας επτακοσίας (700) εκθέσεις ιδεών βαθμίδος δημοτικού σχολείου και κατήρτισε τας στατιστικάς συμμετοχάς των ακροατών μαθητών, τόσον εις τας δοθείσας εργασίας χαρτογραφίας όσον και εις τας δύο ιστορικάς εργασίας.  Τέλος, εξετέλεσε τεσσαράκοντα εξ (46) εκφωνήσεις διαρκείας 15' της ώρας, ασκούσα το έργον της εις τον ακάλυπτον ραδιοφωνικόν σταθμόν υπό την απειλήν συναγερμών. Η κα Μάνου, καίπερ τεθείσα εις την διάθεσιν της Σχολικής Ραδιοφωνίας, εξηκολούθησε να εκτελή χρέη γραμματέως Σχολικής Εφορείας του Πειραματικού Σχολείου, συντάξασα τα Πρακτικά δέκα (10) συνεδριών, τα οποία εξεπόνησε ιδία χειρί εις τριπλούν και πενταπλούν αντίγραφα! Κατά την ενάσκησιν των εκτάκτων τούτων διδακτικών καθηκόντων, η κα Μάνου επέδειξε μεγάλην αντίληψιν των ιδιαζουσών συνθηκών εργασίας και ικανότητα προσαρμογής, εγκυκλοπαιδικήν μόρφωσιν και μεθοδικήν ικανότητα, πρός δε προθυμίαν, ακρίβειαν, ευσυνειδησίαν και γενναιότητα. Εκ της υπ' αρ. 69 (23/6/41) πράξεως του Α.Σ.Ε.».

Τα μαθήματα είχαν διαρκέσει λίγους μόνο μήνες, μέχρι την επίταξη του κτιρίου της Κοραή 4 και του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών στο Ζάππειο από τους Γερμανούς, λίγο μετά την είσοδό τους στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941. Ήταν αρκετά όμως για να ζεστάνει η γλυκιά φωνή της δασκάλας τις καρδιές τόσο πολλών παιδιών, που προετοιμάζονταν, χωρίς να το ξέρουν, για τη φρικιαστικότερη περίοδο της νεότερης Ιστορίας της χώρας τους!!

Πηγή: tanea.gr