Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Τη ΚΑ΄ (21η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΙΟΥΛΙΑΝΗΣ.



site analysis

Ιουλιανή η ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου ήτο από την Νικομήδειαν και έζη κατά τους χρόνους του δυσσεβούς βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 286- 305. Ήτο δε αύτη από γένος επιφανές και έκλαμπρον, ωραία την όψιν και τον τρόπον επαινετή και φιλάρετος, επάνω δε εις τας άλλας της αρετάς είχε και την ευσέβειαν, η οποία είναι το θαυμασιώτερον, διότι ο πατήρ αυτής και οι λοιποί συγγενείς της ήσαν Έλληνες ειδωλολάτραι, η δε μήτηρ της ούτε τα είδωλα εσέβετο, ούτε τον Χριστόν, αλλά ίστατο αμφίβολος. Επί πλέον ο πατήρ της Ιουλιανής εμίσει πολύ τους Χριστιανούς και τους εμάχετο σφόδρα.
Αλλά η πάνσεμνος Ιουλιανή, ως γνωστική όπου ήτο εκ φύσεως, βλέπουσα την γην, τον ουρανόν, τον αέρα, την θάλασσαν και τα λοιπά του Κτίστου ποιήματα, εζήτει τον τούτων Δημιουργόν, έχουσα τον Παύλον διδάσκαλον και δια μέσου των κτισμάτων ηννόησε τον Ποιητήν η αοίδιμος· και έλεγε καθ΄ εαυτήν τοιαύτα ως πάνσοφος· «Εάν είναι εις μόνον Θεός αληθέστατος, αυτόν πρέπει να προσκυνώ και να σέβωμαι, τα δε είδωλα ως απολείας αίτια να βδελύσσωμαι». Ταύτα έλεγε, και τα έργα εις τους λόγους επηκολούθησαν· όθεν καταφρονούσα τας φροντίδας πάσας του σώματος, μόνον τα ψυχικά επόθει και καθ΄ εκάστην ανεγίνωσκε τας θείας Γραφάς, προσηύχετο και ει τι άλλο θεάρεστον εγνώριζε, το εποίει προθύμως. Ήτο δε τότε εις την Νικομήδειαν άρχων τις ονόματι Ελεύσιος, φίλος μέγας του βασιλέως και των δαιμόνων λάτρης επιμελέστατος, με τον οποίον είχον αρραβωνίσει οι γονείς της την Ιουλιανήν και εκείνος εβιάζετο να τελέσουν τους γάμους, μη γνωρίζων την γνώμην της· η δε Αγία του διεμήνυσε να μη έχη ελπίδα τινά εις αυτήν, ότι θα την λάβη γυναίκα του, εάν δεν γίνη πρότερον έπαρχος της πόλεως. Ταύτα μεν είπε, δια να εύρη πρόφασιν να εμποδίση τους γάμους, εάν δεν λάβη την αξίαν. Εάν δε πάλιν και γίνη έπαρχος, να του προβάλη και άλλην αξίωσιν, καθώς κατωτέρω φαίνεται σαφέστερον. Ο  δε Ελεύσιος, επειδή ήτο εις την αγάπην αυτής αιχμάλωτος, έκαμεν ό,τι ηδύνατο και ηγόρασε την επαρχίαν με χρυσίον πολύ. Έπειτα της έστειλε μήνυμα, ότι έγινεν ο νυμφίος αυτής εις την αξίαν λαμπρότερος. Η δε πάλιν αντέγραψεν εις αυτόν λέγουσα· «Εάν δεν προσκυνήσης τον Θεόν και Δεσπότην μου, ζήτησε να εύρης άλλην ομόζυγον· διότι τούτο μόνον θέλω δια προίκα και νυμφικά μου χαρίσματα» . Ταύτα ακούσας εθυμώθη πολύ ο Ελεύσιος, και το ανήγγειλεν εις τον πατέρα της, τον οποίον μάλιστα και ηπείλησεν ότι θα κακοποιήση, εάν δεν την εξαναγκάση να ικανοποιήση τον πόθον του. Μαθών ταύτα ο πατήρ της Ιουλιανής ελυπήθη και έδραμεν ευθύς εις τον οίκον του, δεν έδειξεν όμως αμέσως τον θυμόν του, αλλά εδοκίμασε πρότερον με κολακείας να διαστρέψη την Άγίαν και της λέγει· «Ειπέ μου, γλυκυτάτη μου θυγατέρα και φως των οφθαλμών μου, διατί δεν θέλεις να γίνη ο γάμος και καταφρονείς τον έπαρχον»; Η δε απεκρίνατο· «Εάν δεν γίνη πρότερον κοινωνός εις την δόξαν μου ο Ελεύσιος, δεν είναι πρέπον να τον λάβω σύζυγον· διότι πως είναι δυνατόν να ενωθώσι τα σώματά μας, αι δε ψυχαί μας να μάχωνται»; Ταύτα εθύμωσαν τον πατέρα της και της λέγει οργιζόμενος· «Εμωράνθης, ανόητη, και ποθείς να λάβης μύρια κολαστήρια; Σε διαβεβαιώ όμως ενώπιον των μεγάλων θεών Απόλλωνός τε και Αρτέμιδος, ότι θέλω δώσει το σώμα σου να το φάγουν οι κύνες και τα άγρια θηρία». Απάντησεν η Μάρτυς· «Μη αμελήσης, αλλά σύναξε όσα θηρία θέλεις και δος μου όσους θανάτους δυνηθής, διότι πολλήν ωφέλειαν θέλω λάβει, εάν πολλάκις αποθάνω δια τον Χριστόν μου και πολλάς αμοιβάς θέλω απολαύσει εις τον Παράδεισον». Τότε πάλιν ο δεινός εκείνος και άσπλαγχνος εδοκίμασε με κολακείας αλλά και άλλας απειλάς κολαστηρίων να την φέρη εις την γνώμην του, όμως δεν ηδυνήθη, διότι αυτή τον απέκοψεν από τον λόγον του λέγουσα· «Μήπως είσαι και συ ως τους θεούς σου αναίσθητος, και έχων ώτα δεν ακούεις τους λόγους μου; Εγώ σου είπα και σε εβεβαίωσα, ότι εάν δεν προσκυνήση τον Χριστόν, δεν συγκοινωνώ ποτέ με τον Ελεύσιον». Βλέπων ο πατήρ της Αγίας ότι με τους λόγους μόνον δεν κατορθώνει τίποτε, έκλεισεν αυτήν εις σκοτεινήν φυλακήν, κατά δε την νύκτα την ερωτούσαν και πάλιν εάν μετέβαλε γνώμην. Αλλ΄ αυτή απεκρίνατο στερεώτερα λέγουσα· «Δεν προσκυνώ γλυπτά και αναίσθητα ξόανα, αλλά μόνον τον Χριστόν μου, τον αληθή Θεόν προσκυνώ και σέβομαι». Τότε θυμωθείς ο πατήρ της αφήκε τους λόγους και ερχόμενος εις τα έργα έδειρε την Αγίαν όχι ως πατήρ, αλλά ως εχθρός και επίβουλος, ανηλεώς πολύ και ασπλάγχνως, έπειτα δε την παρέδωκεν εις τον μνηστήρα της, να την κάμη ως βούλεται. Λαβών εκείνος εις την εξουσίαν του την Αγίαν και βλέπων το τόσον κάλλος αυτής και την ωραιότητα την άφθαστον, κατεπραϋνθη εκ της επιθυμίας η οργή και η μανία αυτού και λησμονήσας τον θυμόν, τον οποίον είχε κατ΄ αυτής πρότερον, λέγει προς αυτήν με πολλήν ημερότητα· «Ποίησον το θέλημά μου, γλυκυτάτη μου νύμφη, και συμφώνησον να γίνης ομόζυγός μου ίνα λυτρωθής από τα κολαστήρια και εάν δεν θέλης να προσκυνήσης τους θεούς, ημείς εις τούτο δεν σε βιάζομεν· αρκεί μόνον να κάμωμεν τον γάμον». Η δε απεκρίνατο· «Ούτε κανένας λόγος, ούτε βάσανος, ούτε αυτός ο κίνδυνος του θανάτου θέλει με πείσει να συζευχθώ μετά σου, εάν δεν λάβης το θείον Βάπτισμα και δεν γίνης ως και εγώ Χριστιανός τέλειος». Ακούων τους λόγους τούτους της Μάρτυρος και φλεγόμενος εισέτι υπό της επιθυμίας, λέγει προς αυτήν ο έπαρχος με πραότητα· «Επ΄ αληθείας, φιλτάτη μου κόρη και πολυπόθητος, θα εδεχόμην να σου κάμω και τούτο το θέλημα δια την προς σε αγάπην μου, εάνδεν εκινδύνευεν η ζωή μου· διότι, εάν κάμω τοιούτον πράγμα, ευθύς ως το μάθη ο βασιλεύς όχι μόνον την επαρχίαν θέλει μού αφαιρέσει, αλλά θέλει μού δώσει και πικρότατον θάνατον». Απεκρίθη η Αγία· «Εάν συ φοβείσαι τον θνητόν και πρόσκαιρον βασιλέα, όστις δεν δύναται να σου εγγίση εις την ψυχήν, ειμή μόνον να παιδεύση το σώμα σου, πως εγώ να μη φοβηθώ τον αθάνατον και ουράνιον, τον Δεσπότην πάντων των βασιλέων, Όστις εξουσιάζει πάσαν πνοήν και ζωήν; Πως εγώ να καταφρονήσω τοιούτον Βασιλέα και να λάβω τον αντίδικον αυτού άνδρα; Εάν είχες συ δούλον τινά ηγαπημένον και έκαμνε γάμον με τους εχθρούς σου, δεν θα εσκανδαλίζεσο εναντίον του και δεν θα τον εμισούσες ως επίβουλον; Μη πλανάσαι λοιπόν και μη έχης καμμίαν ελπίδα εις εμέ. Μη χάνης τον καιρόν σου με το να με δοκιμάζης με κολακείας και απειλάς. Αλλά εάν θέλης, πρόσελθε συ εις τον Θεόν μου και πίστευσον, ή άλλως σφάξον με, καύσον με εις το πυρ, μάστιζε και κατάκοπτε τας σάρκας μου, βάλε θηρία να με σπαράξωσι και μηχανεύσου να μου δώσης τα δεινότερα κολαστήρια εξ όσων δύνασαι, διότι εγώ σε εμίσησα και νομίζω την μετά σου κοινωνίαν τάφον και θάνατον». Ταύτα ακούσας ο υπό του πυρός της επιθυμίας φλογιζόμενος έπαρχος εξεκαύθη υπό άλλου πυρός, του θυμού, έτι περισσότερον και έγινεν ως θηρίον ανήμερον, καθώς ο καταφρονηθείς έρως το έχει συνήθειαν. Προστάσσει όθεν να τανύσουν την Αγίαν με λωρία τέσσαρες άνδρες, άλλοι δε να την δέρουν ανηλεώς εις όλον το σώμα με ξηρά βούνευρα, έως να κουρασθώσιν οι μαστιγούντες. Τούτου γενομένου, αυτοί μεν απέκαμον δέροντες, η δε μακαρία εκείνη κόρη εστερεούτο έτι περισσότερον εις την γνώμην της και δεν εφοβήθη τας μάστιγας, ούτε ποσώς εδειλίασεν. Ο δε Ελεύσιος εκέλευσε να την αφήσουν, και της λέγει· «Αυτά, Ιουλιανή, είναι τα προοίμνια των βασάνων, τα οποία μέλλεις να λάβης, από ταύτα δε εννόησον και τα επίλοιπα, τα οποία σε αναμένουν, εάν έως τέλους απειθήσης, και τότε θέλεις μετανοήσει, αλλ΄ ανωφελώς». Η δε απεκρίνατο· «Ποίησον ει τι θέλεις, αναίσθητε και ανόητε, διότι καλλίτερον έχω να πάθω όλα του κόσμου τα βασανιστήρια, παρά να συγκοινωνήσω μετά σου». Τότε την εκρέμασαν από τας τρίχας της κεφαλής όλην την ημέραν, έως ου ανεσπάσθη το δέρμα της όλον και ανέβησαν αι οφρύες αυτής υπεράνω του μετώπου, τόσον ώστε έμεινεν ελεεινόν θέαμα· αλλά και πάλιν την παρεκάλει ο έπαρχος (καθώς ο έρως τον εξωθούσε) με διάφορα κολακεύματα. Βλέπων όμως ότι εκοπίαζε ματαίως και ανωφελώς, την εβασάνισε πάλιν χειρότερα, και πυρώσας σίδηρα, έβαλεν εν εις τας μασχάλας, άλλο εις τα πλευρά της και έτερον εις τους μηρούς της, δέσαντες δε εις τας σάρκας της τα πυρωμένα εκείνα σίδηρα, την έρριψαν εις την φυλακήν ανεπιμέλητον, ένθα οδυνωμένη σφοδρώς από την ανύποιστον εκείνην βάσανον, έκειτο εις την γην και προσηύχετο ταύτα λέγουσα· «Κύριέ μου Θεέ παντοκράτορ και παντοδύναμε, καθώς ελύτρωσες τον Προφήτην Δανιήλ, τους Αγίους Τρεις Παίδας και Θέκλαν την Πρωτομάρτυρα από το πυρ και τα θηρία και από πάσαν άλλην βάσανον, αυτός και τώρα παραστάσου και εις εμέ και λύτρωσόν με από τα πάνδεινα ταύτα κολαστήρια και από τον πολεμούντα με, Βασιλεύ αήττητε». Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας εφάνη προς αυτήν με μορφήν Αγγέλου ο διάβολος, λέγων· «Πολλά δεινά κολαστήρια έχει κατασκευασμένα δια σε ο έπαρχος, τα οποία δεν δύνασαι να υποφέρης. Λοιπόν όταν σε εκβάλωσιν απ΄ εδώ, ύπαγε εις τους βωμούς και θυσίασον». Ερωτήσασα δε αυτόν η Μάρτυς τις ήτο, απεκρίνατο· «Άγγελος είμαι του Θεού και με απέστειλε να σου είπω να κάμης τον λόγον του τυράννου, δια να μη αφανισθή κακώς το σώμα σου, ο δε Θεός είναι φιλάνθρωπος και θέλει σε συγχωρήσει δια την της σαρκός ασθένειαν». Η δε Μάρτυς εθαύμασε, Αγγέλου μεν μορφήν βλέπουσα, συμβουλήν δε δαίμονος ακούουσα. Όθεν βαθέως στενάξασα εδάκρυσε λέγουσα· «Κύριε και ποιητά των απάντων, τον οποίον υμνούσιν οι Άγγελοι και φρίττουσιν οι σκοτεινοί δαίμονες, μη με καταφρονήσης και με απατήση ο πονηρός διάβολος, αλλά δείξον μοι τις είναι ούτος, όστις με συμβουλεύει τοιαύτα, και προσποιείται ότι είναι δούλος και υπηρέτης σου». Ταύτα ειπούσα, ευθύς επήκουσεν ο επικαλούμενος και φωνή ουρανόθεν ηκούσθη λέγουσα· «Έχε θάρρος, Ιουλιανή, ότι εγώ είμαι μετά σου, και σου δίδω δύναμιν να νικήσης τον πειράζοντα, όστις θέλει σου ομολογήσει και την αλήθειαν». Με την φωνήν και το θαύμα ηκολούθησε πάραυτα, και της μεν Αγίας τα δεσμά ελύθησαν, ο σίδηρος των μηρών εξέπεσεν, ο δε φαινόμενος δαίμων εδέθη με τρόπον θαυμάσιον, τον οποίον επιλαβομένη ανδρείως η Μάρτυς εξήταζεν αυτόν ως δούλον κάκιστον, να είπη τις ήτο, διατί ήλθε και τις τον έστειλεν, ο δε δαίμων, υπό αοράτου δυνάμεως μαστιγούμενος, εφανέρωσεν ευθύς ο φιλοψευδής την αλήθειαν, ειπών ότι ήτο εις εκ των πρώτων δαιμόνων και εστάλη υπό του πατρός αυτού σατανά να την πλανήση, διότι και αυτή τον κατεπλήγωσε με τους ανδρείους αγώνας της. Εις το τέλος δε είπε και ταύτα ο αλιτήριος· «Εγώ την Εύαν ηπάτησα· τον Κάϊν αδελφοκτόνον απέδειξα· τον Ηρώδην βρεφοκτόνον κατέστησα, τον Ιούδαν προδότην και φονευτήν εαυτού κατήντησα· τους Ισραηλίτας ειδωλολάτρας εποίησα και τον σοφόν Σολομώντα εμώρανα και παίγνιον έρωτος κατέστησα». Ταύτα η Μάρτυς ακούσασα, έπτυσεν αυτόν, τον δε Θεόν εδόξασεν, ευχαριστούσα ότι την ελύτρωσεν από τας κακουργίας εκείνου και όλας τας πληγάς αυτής εθεράπευσε. Τη επαύριον έστειλεν ανθρώπους ο έπαρχος να την φέρουν (εάν έζη ακόμη) εις το κριτήριον. Η δε Μάρτυς Ιουλιανή απήλθε χαίρουσα, ηκολούθει δε αυτήν και ο δαίμων αοράτως συρόμενος. Ο δε άρχων ιδών αυτήν όλως υγιά και τεθεραπευμένην, εξίστατο λέγων· «Ειπέ μας πότε και ποίος σου έμαθε τας μαντείας και τελείς τοιαύτα τερατουργήματα»; Απεκρίθη η Μάρτυς· «Αυτό δεν έγινεν από τέχνην ανθρωπίνην, αλλά από θείαν και άρρητον δύναμιν, ήτις κατήσχυνε και σε και τον σατανάν τον πατέρα σου, εμέ δε ανωτέραν της ιδικής σου και της εκείνου κακοτεχνίας απέδειξε· και ούτως εδώ μεν ο Χριστός την δύναμίν σας παντελώς εξενεύρισεν, εκεί δε σας έχει ητοιμασμένον πυρ φοβερόν και τάρταρον χαλεπόν, σκότος και σκώληκα και έτερα δεινά κολαστήρια». Ο δε έπαρχος ακούσας το πυρ, πυρ κατά της Αγίας ηυτρέπιζε πρόσκαιρον· και εκκαύσας κάμινον δυνατά με ξύλα και ετέραν εύκαυστον ύλην, έρριψαν εντός αυτής την αήττητον Μάρτυρα· ευθύς δε ως ερρίφθη εκείνη η μακαρία εις την κάμινον ύψωσε τα βλέμματα προς τον Θεόν και εδάκρυσεν, αι δε μικραί σταγόνες των δακρύων αυτής το πυρ εκείνο το φοβερόν και άμετρον έσβεσαν, ως να ήσαν αύται ποταμός μέγας και ακατάπαυστος. Βλέποντες ο λαός των Νικομηδέων, άνδρες τον αριθμόν πεντακόσιοι, τοιούτον φρικτόν θαυμάσιον, με μίαν φωνήν και γνώμην εβόησαν· «Εις είναι ο Θεός, ο Θεός της Μάρτυρος Ιουλιανής, τον οποίον και ημείς σεβόμεθα, καν με πυρ ή με ξίφος μάς θανατώσης». Τούτους προσέταξεν ο έπαρχος και απεκεφάλισαν άπαντας, έτι δε και γυναίκας εκατόν και τριάκοντα, αι οποίαι ομοίως τον Χριστόν Θεόν αληθή ωμολόγησαν· έπειτα βράζων από τον θυμόν του ο έπαρχος, έβαλε την Αγίαν εις λέβητα γεμάτον βρασμένον μόλυβδον. Η δε θεία Χάρις αυτήν μεν εφύλαξεν αβλαβή, τον δε μόλυβδον περιέχυσεν εις τα πρόσωπα των στρατιωτών με τρόπον θαυμάσιον, και όλους τους περιεστώτας εκύκλωσε παραδόξως ως η χαλδαϊκή κάμινος, και δικαίως τους αδίκους η θεία δίκη ενέπρησε και ως κακούς κακώς εθανάτωσεν. Ιδών δε τους δημίους αναλωθέντας δεινώς ο δεινός και δείλαιος εδαιμονίσθη από τον θυμόν, και ξεσχίζων τα ενδύματά του εβλασφήμει τους ανισχύρους και αναισθήτους θεούς ο τούτων αναισθητότερος, βλέπων ότι δεν ηδύνατο να νικήση μίαν τρυφεράν κορασίδα ασθενή και αδύνατον. Συλλογιζόμενος λοιπόν καθ΄ εαυτόν ο τύραννος, ότι και εάν της δώση και έτερα κολαστήρια, δεν την νικά, αλλά μάλιστα θέλουν πιστεύσει και άλλοι εις τον Χριστόν, και θέλει ζημιωθή και χλευασθή περισσότερον, έδωκε κατ΄ αυτής την τελευταίαν απόφασιν, να την αποκεφαλίσωσιν. Η δε καλλίνικος Ιουλιανή επορεύετο προς τον θάνατον χαίρουσα, με ηδονήν και αγαλλίασιν άμετρον, ότι ελυτρώνετο από τα λυπηρά του παρόντος ματαίου βίου και απήρχετο εις τα χαρμόσυνα και πανευφρόσυνα κάλλη του Παραδείσου. Εδίδασκε δε τους ακολουθούντας να προτιμούν την αγάπην του Χριστού από όλα τα πράγματα, και να είναι έτοιμοι να υπομείνουν όλα τα κολαστήρια και αυτόν ακόμη τον πανώδυνον θάνατον, ίνα αυτόν κερδήσωσι. Ταύτα δε λέγουσα, εσφράγισε και με τα έργα βεβαιότερα τα λεγόμενα, και φθάνουσα εις τον τόπον της καταδίκης, πρώτον μεν προσηυχήθη, έπειτα δε έκλινε τον αυχένα της προς τον δήμιον, χωρίς να δείξη σημείον λύπης ή σκυθρωπότητά τινα, αλλά με χαράν και ευφροσύνην και ούτως έκοψαν την τιμίαν αυτής κεφαλήν, την νικηφόρον και πολύαθλον. Γυνή δε τις Ρωμαία, Σοφία ονόματι, πλουσία και ένδοξος, έτυχεν εκεί εις την Νικομήδειαν δια τινα αναγκαίαν υπόθεσιν, και ιδούσα τα γενόμενα, επήρε το άγιον Λείψανον της Μάρτυρος και της έκτισεν εις την πατρίδα της Ναόν περικαλλέστατον, αντάξιον των άθλων και των αγώνων αυτής. Μετ΄ ολίγας ημέρας και ο μιαρός Ελεύσιος έλαβεν από την θείαν δίκην την δικαίαν ο άδικος παίδευσιν· διότι ενώ εταξίδευε δια θαλάσσης ομού με άλλους πολλούς έγινε τρικυμία μεγάλη, όλοι δε οι ταξιδεύοντες με το πλοίον εκείνο επνίγησαν και μόνον αυτός ηδυνήθη να σωθή, δια να λάβη περισσοτέραν παίδευσιν, διότι βαστών εν σανίδιον εξήλθεν εις τόπον τινά έρημον, και εκεί έγινε τροφή των θηρίων ο δείλαιος. Τοιούτον εστάθη της ωραίας και σώφρονος Ιουλιανής το του Μαρτυρίου στάδιον και τοιούτον τέλος δια τον Κύριον έλαβε, καταφρονήσασα τον Ελεύσιον, τον οποίον όταν ήτο ετών εννέα ηρραβωνίσθη· κατά δε το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας της ενυμφεύθη τον Δεσπότην Χριστόν, με το ένδοξον και πολύαθλον όντως Μαρτύριον αυτής, με τον οποίον συμβασιλεύει τώρα και συνευφραίνεται πάντοτε εκεί ένθα υπάρχει η ανέκφραστος ηδονή και άρρητος αγαλλίασις· της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς τη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φιλανθρωπία και Χάριτι· Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Τη ΙΘ΄ (19η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΥ και της Αγίας ΑΓΛΑΪΔΟΣ της Ρωμαίας.



site analysis

Βονιφάτιος ο Άγιος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του αντιχρίστου βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284- 305), ήτο δε εις την Ρώμην δούλος της Αγλαϊδος, ήτις ήτο γυνή συγκλητική, θυγάτηρ Ακακίου ανθυπάτου Ρώμης. Αύτη δε η Αγλαϊς, ούσα από γένος λαμπρότατον, ήτο και ωραία εις το κάλλος του σώματος, αλλά και πλουσία πολύ από χρήματα, και από άλλα αγαθά πρόσκαιρα, εκ των οποίων ήτο παραδεδομένη εις τας σαρκικάς ηδονάς, καθώς δυστυχώς πράττουν οι περισσότεροι εκ των εχόντων ταύτα, διότι με το να έχουν πολλά, εκτελούν της σαρκός τα θελήματα.
Ήτο δε ο Βονιφάτιος γνωστικός και ωραίος άνθρωπος, ελεήμων κατά πολλά και συμπαθής προς τους πένητας, η δε κυρία του Αγλαϊς είχε καταστήσει αυτόν οικονόμον της περιουσίας της και γραμματέα της. Ούτος λοιπόν, καθό άνθρωπος, ενικάτο από τον οίνον και από τον έρωτα της κυρίας του, επειδή εκείνη δεν είχεν άνδρα, και καθ΄ εκάστην ημάρτανον· πλην τόσον ήτο σπλαγχνικώτατος και φιλόξενος, ως άλλος ουδείς κατά αλήθειαν, και όταν έβλεπεν οδοιπόρους τινάς τους έπαιρνεν εις την οικίαν του και τους εφίλευε φιλοφρόνως ο φιλότιμος και φιλόχρηστος. Διψασμένους καθ΄ εκάστην επότιζε, γυμνούς ενέδυε, και πάντας τους ενδεείς επεμελείτο πλουσιοπαρόχως, καθώς το έχουν εκ φύσεως οι πορνεύοντες και δίδουν πολλάς ελεημοσύνας, μήπως και σβύσουν με το έλεος της συμπαθείας το πυρ της κολάσεως. Ήτο λοιπόν πολύς προς την αρετήν και θαυμάσιος ο γνωστικός Βονιφάτιος, μόνον δε η ακρασία και ακολασία του τον εκώλυε και δεν είχε το τέλειον ο μακάριος· αλλά εις ολίγον καιρόν τον ηξίωσεν ο Δεσπότης Χριστός (βλέπων την μεγάλην του αρετήν) να ξεπλύνη με το αίμα του Μαρτυρίου τον μολυσμόν της σαρκός και να γίνη όλως καθαρός και λαμπρότατος. Και ακούσατε οι αμαρτήσαντες, δια να γνωρίσετε, ότι πας ακόλαστος δύναται να απολαύση Βασιλείαν ουράνιον, αρκεί μόνον να κάμη αποχήν του κακού και ικανήν κατά την αμαρτίαν μετάνοιαν. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την νατολήν διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών, η δε Αγλαϊς, η κυρία του Βονιφατίου, είχε πόθον πολύν να αποκτήση ιερά τινα Λείψανα Αγίων Μαρτύρων· όθεν είπε τον λογισμόν της προς εκείνον, γνωρίζουσα ότι αυτός ήτο πιστός και επιμελέστατος και άξιος να εκπληρώση τον ένθεον πόθον της. Είπε λοιπόν προς αυτόν η Αγλαϊς ταύτα· «Γνωρίζεις, αδελφέ, πόσας αμαρτίας επράξαμεν, και ποσάκις το κατ΄ εικόνα Θεού εμολύναμεν, και οποίαι τιμωρίαι μάς ναμένουν εις την αιώνιον κόλασιν· πλην ήκουσα από τινα ενάρετον και ευσεβή άνδρα, ότι όποιος τιμά τα άγια Λείψανα έχει μισθόν μέγαν παρά Θεού και αντάμειψιν. Λοιπόν καθώς ήσουν έως τώρα εις το κακόν πρόθυμος, ούτω πλήρωσόν μου και την επιθυμίαν ταύτην την ψυχωφελή και σωτήριον· ύπαγε σπουδαίως εις την Ασίαν, εις την οποίαν εμαρτύρησαν πολλοί Άγιοι, να φέρης όσα δυνηθής από τα τίμια αυτών και σεβάσμια Λείψανα, να τους οικοδομήσωμεν Ναούς, δια να έχωμεν την χάριν των εις την ψυχήν μας βοήθειαν». Ταύτα εκείνης ειπούσης υπεσχέθη ο Βονιφάτιος να τελέση μετά χαράς το προστασσόμενον. Όθεν έδωκε προς αυτόν άφθονα χρήματα δια να αγοράση ιερά Λείψανα και να διαμοιράση και εις πένητας. Απέστειλε δε μετά του Βονιφατίου και δώδεκα ιππείς, προς συνοδείαν αυτού, ως και σινδόνας, αρώματα, μύρα ευωδέστατα, και παν άλλο αρμόδιον προς τιμήν των αγίων Λειψάνων ως έπρεπεν. Όταν δε ο Βονιφάτιος απεχαιρέτησε την Αγλαϊδα, είπε προς αυτήν μειδιών· «Άραγε, δέσποινα, εάν επιτύχω να σου φέρουν το ιδικόν μου Λείψανον, καταδέχεσαι να τιμήσης αυτό ως άγιον»; Ταύτα μεν είπε χαριεντιζόμενος, ή ίσως να τον εφώτισεν ο Θεός και προείπεν εκείνο όπερ έγινε κατόπιν. Η δε Αγλαϊς απεκρίνατο· «Δεν είναι καιρός δι΄ αστεία, Βονιφάτιε, αλλ΄ ύπαγε κοσμίως και με ευλάβειαν να τελέσης το προστασσόμενον, συλλογιζόμενος ότι τα άγια Λείψανα, τα οποία μέλλεις να φέρης, δεν είμεθα άξιοι συ και εγώ να τα εγγίσωμεν ούτε καν να τα κυττάξωμεν με τους οφθαλμούς μας· άπελθε λοιπόν εις ειρήνην, και αυτός ο Θεός, όστις δι΄ ημάς έλαβε σάρκα και θάνατον, να μας συγχωρήση τα πταίσματα και να αποστείλη τον Άγγελον αυτού έμπροσθέν σου, να σου κατευθύνη τα διαβήματα». Αυτά τα λόγια ωφέλησαν πολύ τον Βονιφάτιον και έγινε προς τα θεία ευσεβέστερος. Όθεν ούτε κρέας έφαγε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην, ούτε οίνον εδοκίμασεν, αλλά ενθυμούμενος τας αμαρτίας του εφρόντιζε δια την ψυχικήν του σωτηρίαν και δεν επεμελείτο ουδόλως δια το σώμα, αλλά διήρχετο με πολλήν προσοχήν, και ευλάβειαν, αναλογιζόμενος τας πράξεις αυτού, διότι ο φόβος γεννά την προσοχήν, και αυτή την γαλήνην και την κατάστασιν εκείνην, με την οποίαν γνωρίζει έκαστος τας ασχημίας και ανομίας του, και ούτως έρχεται προς μετάνοιαν, καθώς έκαμε και ο σοφός την ψυχήν Βονιφάτιος, όστις, έχων πόθον να γίνη φίλος του Δεσπότου Χριστού, εγκρατεύετο από τα παχύτερα φαγητά και ενήστευε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην ευχόμενος.  Αφού λοιπόν έφθασεν εις την Ασίαν ο Άγιος επήγεν εις την Ταρσόν της Κιλικίας, εις την οποίαν ηγωνίζοντο τότε πολλοί Μάρτυρες, και τους μεν άλλους συντρόφους του αφήκεν εις το ξενοδοχείον να αναπαύωνται, αυτός δε απήλθεν ευθύς εις το στάδιον και βλέπει τους Αγίους τιμωρουμένους με διάφορα κολαστήρια, και άλλους μεν ερράβδιζαν, άλλων δε έκοπτον τας χείρας και τους πόδας, και με ράβδους τους συνέτριβον τα οστά οι ανηλεείς και άσπλαγχνοι. Αλλά ταύτα πάντα πάσχοντες οι γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί έχαιρον, συλλογιζόμενοι την μέλλουσαν ανταπόδοσιν. Ταύτα βλέπων ο Βονιφάτιος και θαυμάζων την καρτερίαν και υπομονήν αυτών, εθερμάνθη προς τον όμοιον ζήλον και παρρησιάζει την ευσέβειαν αυτού λέγων· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, όστις βοηθεί τους Αγίους του». Ταύτα εκβοήσας μεγαλοφώνως, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, οίτινες ήσαν τον αριθμόν είκοσι, και καταφιλών τα εναπομείναντα μέλη του σώματός των, τους εμακάριζε δια τα βασανιστήρια τα οποία έλαβον και τους παρεκίνει και ηρέθιζεν εις τα μέλλοντα, να μη δειλιάσουν ολίγον πόνον, δια να εύρουν ευφροσύνην και ανάπαυσιν αιώνιον, τους παρεκάλει δε να κάμουν δι΄ αυτόν προς Κύριον δέησιν, να τους συνοδεύση εις το Μαρτύριον, δια να γίνη και της δόξης αυτών συμμέτοχος. Τούτον ιδών ο άρχων, ηρώτησεν αυτόν, τις και πόθεν ήτο και τι εζήτει. Ο δε απεκρίνατο· «Χριστιανός είμαι και ονομάζομαι Βονιφάτιος, ήλθον δε από την Ρώμην επιταυτού δια να μαρτυρήσω την αλήθειαν του Χριστού μου». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Πριν αφανίσω τας σάρκας σου και συντρίψω τα οστά σου, ποίησον το συμφέρον σου, προσκύνησον τους σπλαγχνικούς θεούς, δια να λάβης παρ΄ αυτών πολλάς ευεργεσίας, ημείς δε οι άρχοντες να σε τιμήσωμεν με πλούτον και δόξαν πολλήν». Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Ούτε καν να σου αποκριθώ είναι δίκαιον· μόνον τούτο σου λέγω, ότι είμαι Χριστιανός, και δος μοι όσας τιμωρίας βούλεσαι». Τότε τον ετάνυσαν και τον έδειραν τόσον δυνατά, ώστε εφαίνοντο τα οστά του. Ο δε Βονιφάτιος υπέμεινε τας πληγάς κυττάζων ακλινώς προς τους λοιπούς Μάρτυρας. Βλέπων δε αυτόν ο άρχων, ότι δεν εδειλίαζε ποσώς από την οδυνηράν ταύτην βάσανον, προστάσσει να τον αφήσουν ολίγον, και του λέγει· «Ας γίνουν εις σε, Βονιφάτιε, αυτά τα παθήματα μαθήματα, να κάμης το συμφέρον σου, πριν λάβης χειρότερα κολαστήρια». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν εντρέπεσαι να μου λέγης να προσκυνήσω θεούς αναισθήτους, ανόητε; Και νομίζεις ότι θέλεις με νικήσει με παιδευτήρια»; Ταύτα ακούων ο τύραννος εθυμώθη κατά του Μάρτυρος και προσέταξε να καρφώσουν καλάμους οξείς εις τους όνυχας αυτού. Είναι δε η βάσανος αύτη δριμυτάτη και πανώδυνος, τόσον ώστε όχι μόνον να πάθη τις αυτήν, αλλά και εις την ακοήν της δειλιά και τρέμει χωρίς να την δοκιμάση. Αλλ΄ ο Μάρτυς ταύτα πάσχων ύψωσε προς ουρανόν την διάνοιαν, και δεν εσκέπτετο ουδόλως την οδύνην ο αξιέπαινος. Όθεν ο δυσσεβής τύραννος, βλέπων ότι ματαίως εβασανίζετο και δεν ηδύνατο να νικήση τον Μάρτυρα, εύρεν άλλην χαλεπωτέραν βάσανον, και προστάσσει να ανοίξουν το στόμα του και να χύσουν εντός αυτού βρασμένον μόλυβδον. Ταύτα ακούσας ο Άγιος ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς λέγων· «Δέσποτά μου Ιησού Χριστέ, όστις με ενεδυνάμωσες να νικήσω τα πρότερα κολαστήρια, ελθέ και τώρα να με βοηθήσης, η παρηγορία και παράκλησίς μου, ελαφρύνων την εμήν οδύνην και κάκωσιν, και δος μοι νίκην κατά του σατανά και του άρχοντος, διότι, καθώς γνωρίζεις, δια την αγάπην σου βασανίζομαι». Ταύτα ειπών παρεκάλει τους Αγίους να κάμουν δι΄ αυτόν δέησιν, όπως τον ενδυναμώση ο Κύριος, όπερ και εγένετο και ηύχοντο οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες προς τον Θεόν δια τον Βονιφάτιον να του δώση νίκην, να τελειώση την άθλησιν. Όταν λοιπόν ανέλυσαν οι υπηρέται τον μόλυβδον και ήθελον να χύσουν αυτόν με την χώνην εις την κοιλίαν τού Μάρτυρος, ηγανάκτησαν οι παρεστώτες δια την ωμότητα του άρχοντος, όχι μόνον δια τον Βονιφάτιον, αλλά και δια τους άλλους Αγίους, τους οποίους εβασάνιζε με σκληρότατα κολαστήρια· όθεν μη υποφέροντες τοσαύτην θηριόγνωμον ψυχήν ανεβόησαν λέγοντες· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, μέγας είσαι, Χριστέ Βασιλεύ, εις σε και ημείς πάντες πιστεύομεν». Ταύτα λέγοντες, το μεν βωμόν όστις ήτο εκεί πλησίον κατέστρεψαν, τον δε άρχοντα ελιθοβόλησαν, τόσον ώστε εκινδύνευσε να απολεσθή από τους λίθους ο άθλιος· όθεν έφυγεν έντρομος και κατά πολλά αισχυνόμενος. Κατά δε την επομένην ημέραν εκάθησε πάλιν εις το κριτήριον ο αλιτήριος, δια να αποπλύνη δε την ύβριν της προηγουμένης ωνείδιζε τον Μάρτυρα χλευάζων τον Χριστόν, ότι ως ληστής και κακοποιός εσταυρώθη. Ο δε Άγιος ήλεγχε τον τύραννον περισσότερον, εκείνος δε μη υποφέρων την εξουδένωσιν κατεδίκασε τον Αθλητήν, να τον βάλουν εις λέβητα γεμάτον πίσσαν, να τον βράσουν έως να διαλυθή τελείως, ο Θεός όμως δεν ημέλησε να θαυματουργήση και τότε, αλλ΄ έστειλεν εξ ουρανού Άγγελον, ο οποίος τον μεν Άγιον ως και ποτε τους Αγίους Τρεις Παίδας αβλαβή διεφύλαξεν, η δε φλοξ εκχυθείσα κατέκαυσεν όσους επρόφθασε.Ταύτα βλέπων ο δυσσεβής τύραννος και φοβηθείς την δύναμιν του Χριστού, έτι δε και αισχυνόμενος να βλέπη τους θεούς του υβριζομένους από τον Βονιφάτιον, τον κατέκρινεν εις θάνατον να τον αποκεφαλίσουν ως υβριστήν των θεών και παραβάτην των βασιλικών διατάξεων. Ούτω λοιπόν έλαβον αυτόν οι δορυφόροι και τον επήγαιναν εις τον τόπον της καταδίκης αγαλλόμενον· ο δε Άγιος Μάρτυς εχαίρετο τόσον, ως να επήγαινεν εις ζωήν πανευφρόσυνον και όχι εις θάνατον. Φθάσαντες δε εις τον ωρισμένον τόπον εζήτησεν ολίγην διορίαν από τους στρατιώτας και σταθείς κατά ανατολάς, τοιαύτα προσηύξατο· «Κύριε και Θεέ μου, απόστειλον εις εμέ τα ελέη σου, παραστάσου και γενού βοηθός μου κατά την ώραν ταύτην, να μη με εμποδίση ο πονηρός δια τας αμαρτίας τας οποίας ετέλεσα πρότερον ο αφρονέστατος, αλλά παράλαβε την ταπεινήν μου ψυχήν εν ειρήνη, συναρίθμησον δε και εμέ τον ανάξιον δούλον σου μετ΄ εκείνων, οίτινες εφύλαξαν την πίστιν απ΄ αρχής έως τέλους. Λύτρωσον δε και το περιπόθητόν σου ποίμνιον, τον λαόν σου τον περιούσιον, από την ειδωλικήν δυσσέβειαν, ότι ευλογητός ει και μένων εις τους αιώνας». Ταύτα του Αγίου ευξαμένου έκοψαν την μακαρίαν αυτού κεφαλήν, έρρευσε δε από της τομής, ω του εξαισίου θαυματουργήματος! γάλα και αίμα· το μεν αίμα εις σημείον της φύσεως, το δε γάλα εις μαρτύριον της Πίστεως· όσοι δε έτυχον εκεί παρόντες εξέστησαν εις το μέγα τούτο θαυμάσιον και επίστευσαν εις τον Χριστόν άνδρες πεντακόσιοι πενήκοντα. Τοιούτον τέλος έλαβε δια τον αγαθοδότην Θεόν ο καλός Βονιφάτιος και ούτως ετελειώθη η προφητεία του αληθέστατα. Βλέποντες οι σύντροφοι και συνοδοιπόροι του Αγίου την παρατεινομένην απουσίαν αυτού και μη έχοντες ουδεμίαν περί τούτου πληροφορίαν, ενόμισαν ότι εχρόνιζεν εις κανέν οινοπωλείον ή ευρίσκετο εις οίκον τινά της απωλείας κατά την παλαιάν του συνήθειαν. Όθεν απελθόντες εζήτουν αυτόν, ερευνώντες εις όλην την πόλιν και ακριβώς εξετάζοντες, ιδόντες δε τον αδελφόν τού κομενταρησίου, ηρώτησαν αυτόν, εάν είδε ξένον τινά προχθές εις την αγοράν, όστις ήθελε ν΄ αγοράση πραγματείαν πολύτιμον, ο δε απεκρίνατο λέγων· «Είδα άνθρωπον τινα εις το στάδιον, όστις εμαρτύρησε δια ξίφους θάνατον προθύμως, αλλά δεν γνωρίζω εάν ήτο εκείνος τον οποίον ζητείτε· ειπέτε μοι όμως τα σημεία της μορφής του, να γνωρίσωμεν το βέβαιον, εάν ήτο εκείνος ή έτερος». Οι δε ιστόρησαν δια λόγου τον Βονιφάτιον λέγοντες, ότι ήτο νέος την ηλικίαν, ξανθός την τρίχα, την όψιν ωραίος και τα επόλοιπα της μορφής του σημεία και χαρακτήρας της όψεως. Ο δε είπε προς αυτούς · «Εκείνος ήτο κατ΄ αλήθειαν». Αυτοί όμως δεν επίστευον, γνωρίζοντες την προτέραν αυτού πολιτείαν την ασελγή και άσχημον· όθεν παραλαβών αυτούς τους ωδήγησεν εις το στάδιον και τους έδειξε το ιερόν του Μάρτυρος Λείψανον. Βλέποντες οι σύντροφοι του Αγίου το ιερόν αυτού σώμα χωρίς την κεφαλήν δεν τον ανεγνώρισαν, έως ου εύρον και την τιμίαν του κεφαλήν, την οποίαν σμίξαντες με το σώμα εβεβαιώθησαν, ότι αυτός εκείνος ήτο ο Βονιφάτιος· όθεν έλαβον φόβον πολύν και αγαλλίασιν εκθαμβούμενοι· εφοβούντο μεν, μήπως και κακίση δια την κατάκρισιν την οποίαν του έκαμαν, έχαιρον δε διότι ηξιώθησαν να απολαύσουν τοιούτον θησαυρόν πολύτιμον. Έκλαιον λοιπόν από την χαράν των και εδέοντο του Αγίου να τους συγχωρήση το πταίσιμον. Ο δε Θεός, όστις δοξάζει τους Αγίους του, ενήργησε και άλλο θαυμάσιον και καθώς εκόλλησαν την τιμίαν κεφαλήν με το υπόλοιπον σώμα, ήνοιξεν ο Άγιος τους οφθαλμούς του και εκοίταξε τους συντρόφους του φιλικά και ήμερα με ευσπλαγχνίαν μεγάλην, φανερώνων ασφαλώς με το ιλαρόν εκείνο βλέμμα την αγάπην του και ότι τους συνεχώρησε το αμάρτημα και δεν ενεθυμείτ την προτέραν ύβριν ως αμνησίκακος. Οι δε ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον εξεθαμβήθησαν και χέοντες δάκρυα θερμά εκ των οφθαλμών των, έλεγον· «Δούλε του Θεού, μη ενθυμηθής τας ανομίας ημών και τον παραλογισμόν, τον οποίον κατά της θείας και ιεράς κεφαλής σου ελαλήσαμεν, αλλά συγχώρησον ημάς ως αμνησίκακος, ότι εξ αγνοίας ημάρτομεν». Έδωσαν λοιπόν φλωρία χρυσά πεντακόσια και αγοράσαντες το άγιον εκείνο και πολυτιμότατον Λείψανον και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν εις θήκην πολύτιμον και δεν εζήτησαν άλλο Λείψανον, έχοντες εκείνο του γνωρίμου και φίλου των. Καθώς δε ήρχοντο προς την Ρώμην, κατέβη Άγγελος εξ ουρανού προς την Αγλαϊδα και της λέγει· «Έγειραι να προϋπαντήσης τον ποτέ μεν δούλον σου, νυν δε αδελφόν ημών των Αγγέλων και συλλειτουργόν γενόμενον· υπόδεξαι τον πρότερον ικέτην και υπηρέτην σου και τώρα δεσπότην σου και τίμησον αυτόν ευλαβώς ως της ψυχής σου σωτήρα και της ζωής σου χρησιμώτατον φύλακα». Ταύτα ακούσασα η γυνή ηγέρθη έντρομος και συναθροίσασα τους πλέον επιφανείς και ευλαβεστέρους των Κληρικών, προϋπήντησαν με πολλήν τιμήν τον Άγιον, τον οποίον και απέθεσαν εις τόπον αρμόδιον, έξω της πόλεως πεντήκοντα στάδια. Έκτισε δε ύστερον εκεί η Αγλαϊς Ναόν περικαλλή και περίφημον, εις τον οποίον ετελέσθησαν και τελούνται έως την σήμερον παράδοξα θαύματα, δαίμονες διώκονται και νόσοι ανίατοι θεραπεύονται. Όχι δε μόνον από σωματικάς ασθενείας, αλλά και από ψυχικάς ιατρεύθησαν αναρίθμητοι. Η δε μακαρία Αγλαϊς μετετράπη θείαν αλλοίωσιν δια πρεσβειών του Αγίου· όθεν διαμοιράσασα όλον τον πλούτον της εις τους πτωχούς, επολιτεύθη το επίλοιπον της ζωής της τοσούτον σώφρονα και ενάρετα και με τοσαύτην σκληραγωγίαν και άσκησιν, ώστε επερίσσευσεν η αγιωσύνη την προτέραν φαυλότητα και τόσον ευηρέστησε τον Θεόν, ώστε της έδωκε χάριν να κάμνη θαυμάσια και εδίωκεν από τους ασθενείς τα δαιμόνια· έζησε δε μετά την καλήν αλλοίωσιν έτη δεκαπέντε, και τότε η μεν αγία ψυχή της απήλθε προς Κύριον, το δε μακάριον αυτής Λείψανον έβαλον ομού μετά του ηγαπημένου της Βονιφατίου, του θαυμαστού και τρισμάκαρος. Τοιούτον τέλος ηξιώθησαν να λάβουν δια τον Κύριον η Αγλαϊς και ο Βονιφάτιος, οίτινες πρότερον μεν ως άνθρωποι έπιπτον εις τα σαρκικά πάθη, ύστερον δε δια τον Χριστόν κατά των παθών ηγωνίσθησαν και κατεφρόνησαν νεανικώς και ανδρείως τας σαρκικάς ηδονάς και πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον, δια να απολαύσουν την αεί και πάντοτε διαμένουσαν· της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς, Χάριτι και φιλανθρωπία Αυτού του Χριστού και Δεσπότου μας, Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τον αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

Η αξία της γυναίκας στο Κοράνι και στην Ορθοδοξία.



site analysis


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, στέκεται και γένι
Κοράνι, σούρα 4,στίχος 34:
«Εάν φοβάστε ότι οι γυναίκες αυθαδιάζουν τότε να τους επισημαίνετε το ορθό,να αποφεύγετε τη συνεύρεση στην κλίνη μαζί τους και να τις ξυλοκοπάτε»


 Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και άτομα στέκονται
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος:
"Όση, λοιπόν, αγάπη έχεις στον εαυτό σου, τόση αγάπη θέλει ο Θεός να έχεις και στη γυναίκα σου. Δεν βλέπεις ότι και στο σώμα μας πολλές ατέλειες ή ελλείψεις έχουμε; Ο ένας έχει πόδια στραβά, ο άλλος τα χέρια παράλυτα, ο τρίτος κάποιο άλλο μέλος άρρωστο κ.ο.κ. Και όμως, δεν το κακομεταχειρίζεται ούτε το κόβει· απεναντίας μάλιστα, το φροντίζει και το περιποιείται περισσότερο απ’ όσο τα υγιή μέλη του, και ο λόγος είναι ευνόητος.
Όσο αγαπάς, λοιπόν, τον εαυτό σου, τόσο ν’ αγαπάς και τη γυναίκα σου. Όχι μόνο γιατί ο άνδρας και η γυναίκα έχουν την ίδια φύση, αλλά και για μιάν άλλη σπουδαιότερη αιτία:
Γιατί δεν είναι πιά δύο ξεχωριστά σώματα, αλλά ένα· και ο άνδρας είναι το κεφάλι, ενώ η γυναίκα το σώμα."

Θαύματα Αγίας Ματρώνας


Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Γερόντισσα Θεοφανώ(μητέρα του γέροντος Εφραίμ).



site analysis

Κατάφερε να συνδυάσει αρμονικά την μητρότητα με την μετέπειτα,μοναχική κλίση

Αποτέλεσμα εικόνας για γεροντισσα Θεοφανω μητερα γεροντος Εφραιμ
 Το μοναστήρι του Αγ.Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο είναι μετόχη της Μονής Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Εδώ έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της η γερόντισσα Θεοφανώ,μητέρα του γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεϊτου,πριν την κοίμησή της,το 1986. Στο μοναστήρι και γενικά στην πνευματική οικογένεια του γέροντος Εφραίμ,όλοι ονόμαζαν την γερόντισσα Θεοφανώ ''γιαγιά'',ενώ ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής ήταν ο ''παππούς''. Αν και έζησε για πολλά χρόνια στον κόσμο και είχε τρεις γιούς,έφτασε σε μεγάλα πνευματικά ύψη,καταφέρνοντας να συνδυάσει αρμονικά την μητρότητα με την μετέπειτα,μοναχική κλίση.
 Η γερόντισσα Θεοφανώ,κατά κόσμον Βικτώρια Μωραΐτη,είχε πραγματικά μητρική αγάπη για όλον τον κόσμο.Ήταν αυστηρή,η αυστηρότητά της όμως πήγαζε από την αγάπη της. Ήταν πρώτα απ'όλα αυστηρή με τον εαυτό της και έπειτα με τις ψυχές που τις είχε εμπιστευτεί ο Θεός να καθοδηγήσει. Της άρεσε να επισκέπτεται νέα μέρη και να κάνει διάφορες εκδρομές.Απ'όταν όμως πήρε το σπίτι της φωτιά και έλαβε μέρος κάποιο θαυμαστό γεγονός,η γερόντισσα αφιέρωσε πλήρως την καρδιά της στον Χριστό. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Θεός της έστειλε έναν πνευματικό καθοδηγητή


Εμείς όλοι μαζί δεν αξίζουμε όσο η Βικτώρια από μόνη της


 Όπως γράφει στο βιβλίο «Ο γέροντάς Ιωσήφ ο Ησυχαστής»,ο πατήρ Εφραίμ Καραγιάννης,ένα από τα πνευματικά τέκνα του γέροντος Ιωσήφ,είχε εγκατασταθεί στον Βόλο,και έγινε πνευματικός όχι μόνο ολόκληρης της οικογένειας,αλλά και ολόκληρης της κοινότητας της οποίας ήταν μέλη η Βικτώρια και η οικογένειά της. Κάποια μέλη αυτής της κοινότητας παντρεύτηκαν,άλλοι έγιναν μοναχοί. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η Βικτώρια,για την μετριοφροσύνη της,την αγάπη της για τον Θεό και για το χάρισμα της προσευχής,της αγρυπνίας και της ελεημοσύνης. Ο π.Εφραίμ,ο πνευματικός της,είχε πει κάποτε:«Εμείς όλοι μαζί δεν αξίζουμε όσο η Βικτώρια από μόνη της»
 Και ο σύζυγος της Βικτώριας,ο Δημήτρης Μωραΐτης,ήταν άνθρωπος πιστός. Πήγαινε στην εκκλησία,αλλά δεν είχε τον ίδιο ζήλο με την σύζυγό του. Παρόλα αυτά,η Βικτώρια ποτέ δεν συνάντησε εμπόδια εκ μέρους του στην πνευματική της πορεία. Για παράδειγμα νήστευε πολύ,τόσο στα πλαίσια των καθιερωμένων από την Εκκλησία νηστειών,όσο και εκτός αυτών.Όσες φορές ετοιμάζονταν να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων νήστευε για τρεις ημέρες τηρώντας πλήρη ασιτία.Την ημέρα που κοινωνούσε έτρωγε λίγο και μετά ξανανήστευε με τον ίδιο τρόπο.
Старец Ефрем, игумен Филофейского монастыря
 Την νύχτα σηκωνόνταν και προσευχόνταν κλεισμένη στην κουζίνα.Προσευχόναν γονατιστή,χύνοντας άφθονα δάκρυα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Ο γιός της Ιωάννης -ο μετέπειτα γέροντας Εφραίμ-συνήθιζε να της λέει:
« Μητέρα,όταν τελειώσεις την προσευχή,ξύπνα με να προσευχηθούμε λίγο μαζί» Τοιουτρόπως,από τα παιδικά του ακόμη χρόνια, και χάρη στη μητέρα του,αγάπησε την αγρυπνία. Όντας παιδί,τού ήταν δύσκολο να προσέυχεται για πολύ ώρα μέσα στη νύχτα,προαπαθούσε όμως να ξυπνήσει για να προσευχηθεί έστω και για λίγο,όσο μπορούσε.
 Ο σύζυγος της γερόντισσας Θεοφανώς τής επέτρεψε να νηστεύει αυστηρά και να προσεύχεται για πολλή ώρα,δεν προσπάθησε όμως να μιμηθεί την άσκησή της. Ήταν αυτό που λέμε τυπικός χριστιανός. Είχε ένα ξυλουργείο και έμαθε στα παιδιά του την τέχνη από πολύ μικρή ηλικία. Το όνειρό του ήταν να τους κληρονομήσει το ξυλουργείο. Τελικά ο Νικόλαος,ο μεγάλος αδελφός του γέροντα Εφραίμ,παρέλαβε το ξυλουργείο

Elder Ephraim's family
Πόσο δυνατή είναι η προσευχή μίας μητέρας;

 Ο Δημήτριος και η Βικτώρια είχαν τέσσερα παιδιά. Το 1924 γέννηθηκε ένα κορίτσι,η Ελένη. Η Βικτώρια ήταν ορφανή από 11 ετών και αναγκάστηκε να εργάζεται σε διάφορα σπίτια για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.Μία από τις γυναίκες στις οποίες εργάζονταν την λυπήθηκε,της φέρθηκε πολύ όμορφα και την βοήθησε μάλιστα να παντρευτεί. Γι'αυτό,η πρώτη κόρη της Βικτώριας πήρε το όνομά της,Ελένη,Ελενίτσα,όπως την έλεγαν χαϊδευτικά,και η οποία πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία. Έπειτα η Βικτώρια γέννησε τρία αγόρια:τον Νικόλαο το 1926,τον Ιωάννη-τον μετέπειτα γέροντα Εφραίμ-το 1928,και τον Χρήστο το 1930.

 Κατά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο,η Ελλάδα βρισκόνταν υπο γερμανική κατοχή και ο Βόλος,όπως και πολλές ελληνικές πόλεις,υπέφερε από την πείνα. Οι κάτοικοι
μάζευαν χόρτα για να μπορούν να επιβιώσουν. Αυτές τις δύσκολες ώρες η προσευχή της Βικτώριας έσωσε την οικογένειά της. Πολλές φορές ο γέροντας και τα αδέλφια του γλύτωσαν με τρόπο θαυμαστό από τον θάνατο.


 Αυτά τα δύσκολα χρόνια ο Ιωάννης και τα αδέλφια του πουλούσαν ότι μπορούσαν για να επιζήσουν.Μία από αυτές τις ημέρες,ενώ ο Νικόλαος και ο Ιωάννης βρισκόνταν στην αγορά,περικυκλώθηκαν από τους Ναζί οι οποίοι απειλούσαν να πυροβολήσουν τους παρευρισκόμενους. Ο Νικόλαος είχε εγκαταλείψει την αγορά λίγα λεπτά πριν,ο Ιωάννης όμως ήταν ανάμεσα σε αυτούς που έπρεπε να εκτελεστούν.Την τελευταία στιγμή,οι κάτοικοι έπεισαν τους Γερμανούς να ελευθερώσουν τις γυναίκες και τα παιδιά.Ο Ιωάννης ήταν 15 ετών,αλλά φαινόνταν πιο μικρός εξαιτίας της έλλειψης φαγητού και της ευθραυστης υγείας του.Ο γέροντας ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός από τα άλλα παιδιά και ακόμη φορούσε κοντά παντελονάκια. Επίσης τα χρόνια εκείνα τα ρούχα ήταν συνήθως κουρελιασμένα. Αυτό τον έσωσε.Οι Γερμανοί τον πέρασαν για παιδάκι και τον άφησαν ελεύθερο,ενώ τους άλλους έφηβους και τους άντρες τους εκτέλεσαν όλους.

 Πολλούς ανθρώπους τους κρεμούσαν. Όλοι ζούσαν σε μία ατμόσφαιρα φρίκης και τρόμου. Μόνο η προσευχή και η πίστη κράτησαν την Βικτώρια και την οικογένειά της. Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί,την ώρα που όλοι οι γείτονες είχαν πάει στα καταφύγια,η Βικτώρια αρνούνταν να παέι,γονατίζοντας μπροστά στις εικόνες. Τόσο δυνατή ήταν η πίστη της..
 Από την αρχή η Βικτώρια ήξερε ότι ένα από τα παιδιά της θα γινόνταν μοναχός. Να πως περιγράφει η πνευματική της κόρη Ελένη Ξενίτσα-πνευματική κόρη του γέροντα Εφραίμ από τα 12 της χρόνια- αυτό το θαυμαστό γεγονός:
«Η γερόντισσα Θεοφανώ διηγήθηκε στην μητέρα μου τα δύο σημάδια που έλαβε από τον Θεό σχετικά με τον γέροντα Εφραίμ.Ήταν κάτι ανάμεσα σε όνειρο και όραμα. Την πρώτη φορά είδε τρία στεφάνια που υψώνονταν προς τον ουρανό. Τα πρώτα δύο στεφάνια ήταν δάφνινα,ενώ το τρίτο,το οποίο κατευθύνονταν προς το Άγιον Όρος,ήταν χρυσό. Τον καιρό εκείνο ήταν έγκυος και ακόμη δεν ήξερε πόσα παιδιά θα αποκτήσει.
 Μετά την γέννηση του τρίτου παιδιού,του γέροντα Εφραίμ,σαράντα ημέρες μετά την γέννηση,μετάξυ ονείρου και πραγματικότητας άκουσε μία φωνή:«Βικτώρια,έλα να δεις τον γιό σου,έναν ηγούμενο ερχόμενο από το Άγιο Όρος». Σκέφτηκε τότε έκπληκτη:
«Πώς γίνεται αυτό; Μόλις τον γέννησα.Πότε πρόλαβε να γίνει μοναχός;»
Παρόλα αυτά βγήκε και είδε τον γιό της με την μορφή ιερομοναχού φορώντας άμφια στολισμενα με  χρυσό με λουλούδια.

Όχι μισά πράγματα,ακριβώς όπως σας το ζήτησα
  Ξέροντας ότι ο Ιωάννης θα ακολουθήσει τον μοναχικό βίο,η Βικτώρια ήταν πιο αυστηρή μαζί του. 'Ηταν όμως γεμάτη αγάπη. Ο μεγάλος αδελφός,ο Νικόλαος,θυμάται πως τους ζητούσε να τηρούν επακριβώς τις υποδείξεις της:«Όχι μισά πράγματα,ακριβώς όπως σας το ζήτησα!»
 Το 1947 ο γέροντας Εφραίμ έφυγε για το Άγιον Όρος. Ο πατέρας του δεν ήταν σύμφωνος και δεν του έδινε ευλογία να γίνει μοναχός επειδή είχε ανάγκη στο ξυλουργείο. Τότε η μητέρα του τον βοήθησε να φύγει στα κρυφά.Σε αυτήν την περίπτωση εναντιώθηκε στην θέληση του συζύγου της επείδή γνώριζε ότι ήταν θέλημα Θεού να γίνει ο γιός της μοναχός.
Старец Ефрем с сестрами
Η πρώτη συνοδεία της Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς


 Όταν ο Ιωάννης συμπλήρωσε το 19ο έτος της ηλικίας του και έλαβε ευλογία από τον πνευματικό του,τον πατέρα Εφραίμ,για να πάει στο Άγιον Όρος,η μητέρα του τον βοήθησε στα κρυφά να ετοιμάσει τα απαραίτητα για το ταξίδι του. Ο πατέρας του,γνωρίζοντας την μεγάλη επιθυμία του γιού του να πάει στο Άγιον Όρος,τον έλεγχε με αυστηρότητα και του ζητούσε να του ανακοινώνει που πάει. Ο Ιωάννης πήγαινε συχνά στον ναό της ενορίας του για να παρακολουθήσει τα κατηχητικά μαθήματα. Ο πατέρας του τού απαγόρευσε να πηγαίνει σε αυτά τα κατηχητικά μαθήματα του π.Εφραιμ,του πνευματικού της οικογένειας.Την ημέρα που έφυγε για το Άγιον Όρος η μητέρα του τον συμβούλευσε να αφήσει ένα σημείωμα που να λέει ότι πάει στα κατηχητικά μαθήματα. Ο γέροντας Εφραίμ έλεγε συχνά στις ομολίες του ότι αυτή η λεπτομέρεια ήταν αληθινή αφού στο Άγιον Όρος ''υπέφερε'' τόσα και τόσα κατηχητικά μαθήματα.



 Ο Ιωάννης έγραψε ένα σημείωμα,πήρε τα πράγματά του και πήγε στο λιμάνι για να μπαρκάρει. Όταν ο πατέρας του γύρισε από την δουλειά,ρώτησε την Βικτώρια πού ήταν ο γιός τους. Αυτή του έδωσε το σημείωμα και μόλις το διάβασε ο πατέρας ηρέμησε. Αργότερα,και ενώ είχε περάσει κατά πολύ η ώρα που έπρεπε ο Ιωάννης να επιστρέψει,ο πατέρας ανησύχησε και άρχισε να κάνει ερωτήσεις στην γυναίκα του. Τελικά,εκείνη αναγκάστηκε να ομολογήσει την αλήθεια. Ο πατέρας τότε φώναξε θυμωμένος:

 «Αυτό δεν θα συμβεί» Ανέβηκε στο ποδήλατό του και πήγε προς το λιμάνι με την ελπίδα να βρει τον γιό του και να τον φέρει πίσω στο σπίτι. Στον δρόμο όμως έπεσε από το ποδήλατο και τραυματίστηκε,γι'αυτο αναγκάστηκε να γυρίσει στο σπίτι. Ο γέροντας έλεγε ότι αυτό το συμβάν ήταν θέλημα Θεού για να μπορέσει να μπαρκάρει για το Άγιον Όρος
Η μοναχική κουρά
 Ο γιός έστειλε στην μητέρα ένα μόνο γράμμα από το Άγιον Όρος:«Εδώ μητέρα δεν πλενόμαστε με νερό,αλλά με δάκρυα».Έπειτα,για πολλά χρόνια δεν έλαβε κανένα νέο. Όπως γνωρίζουμε,η πρώτη έξοδος του γέροντα Εφραίμ  από το μοναστήρι έγινε σύμφωνα με την θέληση  του γέροντα Ιωσήφ,μετά την κοίμησή του,και επισκέφτηκε τον τόπο της γεννήσεως του,τον Βόλο,για να καθοδηγήσει πνευματικά τις αδελεφές που την περίοδο εκείνη ζούσαν σε ένα σπίτι στο χωριό Σταγιάτες του Πηλίου. Τότε συναντήθηκε για πρώτη φορά με την μητέρα του και εκείνη ούτε που τον αναγνώρισε,τόσο πολύ τον είχε αλλάξει η σκληρή πνευματική άσκηση.
 Το 1962,με την ευλογία του γέροντα Εφραίμ,οι αδελφές αγόρασαν ένα οικόπεδο στην Πορταριά για να χτίσουν εκεί ένα μοναστήρι. Την θαυματουργή εικόνα που είχαν μαζί τους στους Σταγιάτες,την μετέφεραν στο νέο τόπο διαμονής.Το 1963 μετακόμισαν οριστικά στην Πορταριά. Ο γέροντας Εφραίμ έκηρε την πρώτη μοναχή,την ίδια του την μητέρα Βικτώρια,η οποία πήρε το όνομα Θεοφανώ,και την φίλη της η οποία πήρε το όνομα Ματρώνα. Ο γέροντας Εφραίμ διάλεψε το όνομα Θεοφανώ από την σύζυγο του αυτοκράτορα Λέοντος του Σοφού. Ο γέροντας της είχε μεγάλη ευλάβεια και γι'αυτό την ονόμασε έτσι προς τιμήν της αυτοκράτειρας. Έπειτα,σε αρκετές από τις κουρές που έκανε,οι μοναχές έπαιρναν το ίδιο όνομα.
Η πρώτη και καλύτερη μαθήτρια
 Μετά την κουρά της η γερόντισσα Θεοφανώ γύρισε στο σπίτι της. Ο άντρας της είχε πεθάνει,αλλά ο μικρότερος γιός ο Χρήστος ήταν ακόμη ανύπαντρος. Έμεινε μαζί του μέχρι να παντρευτεί και έπειτα πήγε στο μοναστήρι.
Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα έγινε και η κουρά της Μαρίας η οποία και έγινε η ηγουμένη του μοναστηριού στον Βόλο. Η μοναχή Μακρίνα(Βασοπούλου) θεωρούσε την Θεοφανώ ως την πραγματική της ηγουμένη και πνευματική μητέρα.Για πολλά χρόνια μοιράστηκαν το ίδιο κελί και ασκήτεψαν και αγωνίστηκαν μαζί,όπως συνήθιζαν και στο σπίτι της Βικτώριας,όταν κλείνονταν με τις ώρες στην κουζίνα για να προσευχηθούν. Ήταν γυναίκες βαθιάς προσευχής. Οι ντόπιοι έδωσαν μαρτυρία ότι έβλεπαν δύο πύρινες στήλες να υψώνονται προς τον ουρανό. Ήταν οι προσευχές των μοναχών Θεοφανώς και Μακρίνας.
 Συνεπώς,η γερόντισσα Θεοφανώ έγινε η πρώτη και καλύτερη μαθήτρια του γιού της. Κατα τα λεγόμενα των άλλων μοναχών,έδειχνε πραγματική υπακοή και προσευχόνταν αδιαλείπτως γι'αυτό αντιμετώπιζε πολυάριθμους πειρασμούς.

Πρώτη στον ναό
 Η γερόντισσα Θεοφανώ έζησε στην Πορταριά μέχρι το 1983,όταν η κατάσταση της υγείας της δεν της επέτρεπε πια να μένει σε αυτήν την περιοχή. Ο γέροντας Εφραίμ αποφάσισε να την μετακινήσει στην  μονή του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Θάσο. Στο τελευταίο μέρος της ζωής της στο νησί,οι μοναχές ομολογούν ότι η γερόντισσα ερχλονταν πάντοτε πρώτη στον ναό και πάντα στεκόνταν όρθια στις ακολουθίες. Δεν κάθονταν ποτέ. Προσευχόνταν με το κομποσχοίνι της το οποίο δεν αποχωριζόνταν ποτέ.
Εξαιτίας όμως της ασκήσεώς της υπέφερε πολλά από τους δαίμονες. Διηγήθηκε στις αδελφές ότι μόλις έμπαινε στο κελί για να ξεκουραστεί πριν τις αγρυπνίες,οι δαίμονες εμφανίζονταν και την ενοχλούσαν φωνάζοντας:
 «Παλιόγρια,εεε,παλιόγρια!». Την τραβούσαν απ'όλες τις μεριές και της έριχναν την κουβέρτα κάτω. Μία φορά την ενόχλησαν τόσο πολύ που δεν κοιμήθηκε όλη νυχτα.Τελικά την άφησαν ήσυχη λίγο πριν αρχίσει η ακολουθία και η γερόντισσα αποκοιμήθηκε. Τότε χτύπησε το σήμαντρο,καλώντας τις μοναχές στην ακολουθία.Βλέποντας ότι δεν ήλθε στην ακολουθία,η μοναχή Ισιδώρα πήγε στο κελί της για να την ξυπνήσει. Χτύπησε την πόρτα,ενώ η γερόντισσα Θεοφανώ,πιστεύοντας ότι επέστρεψαν οι δαίμονες για να την βασανίσουν,φώναξε:«Φύγετε! Μη με χτυπάτε άλλο!». Αργότερα διηγήθηκε ότι οι δαίμονες την χτυπούσαν όλη νύχτα και δεν την άφησαν να κοιμηθεί.

  Η τελευταία δοκιμασία
 Όταν η γερόντισσα συμπλήρωσε τα 92 της χρόνια(20 Δεκεμβρίου 1983),μετά από ένα εγκεφαλικό,παράλυσε. Μέχρι και την προηγούμενη ημέρα ήταν όρθια,φρόντιζε τον εαυτό της και βοηθούσε στην κουζίνα στο μαγείρεμα και μαθαίνοντας στις νεώτερες αδελφές να φτιάχνουν πρόσφορο, και άλλα χρήσιμα πράγματα.Ήταν μία πολύ καλή νοικοκυρά και με ότι καταπιάνονταν το έφερνε σε πέρας επιτυχώς. Σπάνια ξεκουράζονταν και περνούσε κάθε στιγμή εργαζόμενη ή προσευχόμενη.
 Την Μεγάλη Τεσσαρακοστή,μετά το εγκεφαλικό,όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνει. Ο γέροντας Εφραίμ ήλθε από το Άγιον Όρος για 40 ημέρες,για να είναι δίπλα στην μητέρα του. Είδε πολυάριθμους δαίμονες γύρω από την ψυχή της οι οποίοι δεν την άφηναν σε ησυχία. Άρχισε να προσεύχεται θερμά για να την απαλλάξει ο Θεός από τις δαιμονικές επιθέσεις. Χάρη στις προσευχές του η γερόντισσα θεραπεύτηκε,επανήλθε,και είχε πνευματική διαύγεια μέχρι την ευλογημένη κοίμησή της,δύο χρόνια αργότερα.
 Όταν εκοιμήθη και έβγαλαν το φέρετρό της έξω από την αυλή της μονής,ήλθαν τα πρόβατα και τα τρυγόνια για να την οδηγήσουν στον τελευταίο της δρόμο.
Τα πρόβατα βγήκαν από την μάντρα προς το φέρετρο,και γύρισαν ξανά πίσω. Ένα σμήνος τρυγονιών ήλθε από το πουθενά,πέταξε πάνω από το φέρετρο,και χάθηκε στα ύψη.
Elder Ephraim at the grave of his mother
Όταν μετά από κάποια χρόνια άνοιξαν τον τάφο της γερόντισσας Θεοφανώς,τα οστά της είχαν κεχριμπαρένιο χρώμα και εξέπεμπαν ένα μεθυστικό άρωμα
Απόδοση στα ελληνικά π.Γεώργιος Κονισπολιάτης proskynitis.blogspot.com/

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Η ΜΑΝΑ



site analysis



Αν θες να μάθεις,τι είναι αγάπη,ρώτα μιας μάνας την αγκαλιά που'ναι γεμάτη από χρυσάφι ,χαράς και πόνου γλυκά φιλιά.
Αν θες να μάθεις,τι είναι αγάπη,δες την ματιά της όταν κοιτά το κάθε ένα από τα παιδιά της ,χωρίς να βγάζει λέξη,μιλιά.!
Μιλούν τα μάτια,μιλά η ψυχή της,μιλά ο κόπος που'ναι πολύς,αυτόν που περνάει για όποιο παιδί της,ώ ηρωίδα υπομονής.
Πως να μετρήσεις το μέγεθος της,συναισθημάτων θεία πηγή, πως να ζυγίσεις κάθε όνειρό της για το δικό της γλυκό παιδί;
Πως ν'αποδώσεις αυτό το χάδι ,που δίνει εκείνη το στοργικό,αυτό που διώχνει κάθε σκοτάδι,ευλογίας χέρι τόσο απαλό.!
Πως να εκτιμήσεις αυτό το δάκρυ,απ'αγωνία όταν κυλα,
τη γη ολόκληρη απ'άκρη σ'άκρη,θα τρέξει η μάνα όταν πονά.
Κι άν έχει ένα ή αν έχει δύο,ο ίδιος πόνος κι η θαλπωρή,
που εκείνη δίνει απο την καρδιά της,άπειρη αγάπη, πώς μπορεί;
Και τι να πούμε γι'αυτή τη μάνα,που ευλογήθηκε κι έχει πολλά Θεού διαμάντια,μοιάζει με σκάλα,που αυτή ανέβηκε πολύ ψηλά.
Θεός τη βλέπει και τη φροντίζει γιατί επάνω της πατούν πολλά,έννοιες,σκοτούρες,μοίρας παιχνίδια,μα όμως κι άπειρα θεία καλά.
Βοηθός της έγινε του δημιουργού της,του θείου Πλάστη που την καλεί σταυρούς να πάρει στην άγια πλάτη ,να τους σηκώσει όλους μπορεί !Τι ανεκτίμητος ο θησαυρός σου,να το πληρώσει ποιος το μπορεί,μάνα το γάλα το μητρικό σου,αυτό που έθρεψες κάθε παιδί;
Την δύναμη έχει μια μόνο μάνα,να θρέψει χίλια πόλλα παιδιά, μόνη να οργώνει βουνά και βράχια,μόνη να θρέψει μια φαμελιά.
Όλα η μάνα τα καταλαβαίνει,το ένστικτο το θεικό,
νικά εμπόδια,το προλαβαίνει ,είναι ασπίδα και φυλακτό.
Γόνυ καρδίας κλείνουμε όλοι στης κάθε μάνας την αγκαλιά,μα στης πολύτεκνης στέλνουν αγγέλοι ,ουρανού στεφάνια,Θεού φιλιά !

 Μαίρη Δήμου

Αγία Θεοφανώ: Η ελεήμων και προδομένη βυζαντινή βασίλισσα



site analysis




ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
      Πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες έζησαν αγία ζωή και συγκαταλέγονται στους αγίους της Εκκλησίας μας, καθ’ ότι δεν αλλοτριώθηκαν από την εγκόσμια δόξα και εξουσία, γενόμενοι διάκονοι του Θεού και του λαού Του. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται η αγία Θεοφανώ η ελεήμων βασίλισσα του Βυζαντίου.
      Γεννήθηκε το 862 στην Κωνσταντινούπολη από γονείς πατρικίους, τον Κωνσταντίνο και την Άννα. Την απέκτησαν κατόπιν προσευχής, καθ’ ότι ήταν άτεκνοι. Αλλά η χαρά τους για τη γέννηση της μικρής Θεοφανούς μεταβλήθηκε σε λύπη, αφού η μητέρα της πέθανε από δυστοκία. Την ανατροφή της ανάλαβε μια αφοσιωμένη τροφός του αρχοντικού της. Ο πατέρας της φρόντισε να τη μορφώσει, όπως ταίριαζε στις βυζαντινές αρχοντοπούλες. Ένας ευλαβής και σοφός δάσκαλος είχε αναλάβει την διαπαιδαγώγησή της. Η Θεοφανώ μεγάλωσε με θεοσέβεια και αποκτούσε αρετές και ήταν προικισμένη με σπάνιο σωματικό κάλλος.
   Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ (867-886) και η αυτοκράτειρα Ευδοκία έμαθαν για την όμορφη, ενάρετη και καλλιεργημένη Θεοφανώ, την οποία ζήτησαν ως σύζυγο, από τον πατέρα της, για τον γιό τους Λέοντα, (τον μετέπειτα αυτοκράτορα) ΣΤ΄ τον Σοφό. Όμως ο Λέων δεν την ήθελε, διότι συμπαθούσε την Ζωή Ζαούτζαινα. Όμως ο τραχύς Βασίλειος τον νύμφευσε με το ζόρι με την Θεοφανώ, χωρίς ο Λέων να το θέλει και η Θεοφανώ να το γνωρίζει! Ο γάμος πραγματοποιήθηκε με μεγαλοπρέπεια, χωρίς ουσιαστικά τη θέληση των νεόνυμφων! Ο πνευματικός της γέροντας Ευσέβιος είχε αναλάβει να τους στηρίξει και να τους ενώσει ψυχικά. 


      Σε λίγο καιρό η Θεοφανώ έμεινε έγκυος, γεγονός που γέμισε χαρά το παλάτι. Γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι, την Ευδοκία. Ο Λέων προσποιήθηκε ότι χάρηκε, διότι είχε το νου του στη Ζωή, την οποία δεν μπορούσε να ξεχάσει. Το συναισθηματικό κενό που τους χώριζε ήταν εμφανές. Η Θεοφανώ έβλεπε αυτή την ανυπόφορη κατάσταση και η μόνη παρηγοριά της ήταν η προσευχή. Ζούσε ως μοναχή και μάλιστα λέγεται πως κάτω από τα πολυτελή της ενδύματα φορούσε τρίχινο ράκος! 
       Μια φρικτή συκοφαντία από κάποιον μάγο και αγύρτη οδηγεί το Βασίλειο να στείλει εξορία τον Λέοντα στη Θεσσαλονίκη, ότι δήθεν ετοίμαζε δολοφονία του. Τον ακολούθησε και η Θεοφανώ με την κόρη τους Ευδοκία. Μαζί τους πήγε και ο πνευματικός τους Ευσέβιος. Η Θεοφανώ συμπαραστέκεται στον Λέοντα και τον απέτρεψε από την αυτοκτονία. Μετά από τρία χρόνια αποκαλύφτηκε η αλήθεια και επέστρεψε το πριγκιπικό ζευγάρι στη Βασιλεύουσα.
         Μετά από λίγο καιρό πέθανε η πεθερά της Ευδοκία και η Θεοφανώ στέφτηκε Αυγούστα. Από τη θέση της αυτή ασκεί μια πρωτόγνωρη φιλολαϊκή εξουσία. Γίνεται η προστάτης των φτωχών και κατατρεγμένων. Ιδρύει φιλανθρωπικά ιδρύματα και ενισχύει οικονομικά χιλιάδες ενδεείς. Όμως η σχέση της με τον Λέοντα χειροτερεύουν, αφού εκείνος συνάπτει ερωτικές σχέσεις με τη Ζωή, παραμελώντας επιδεικτικά την Θεοφανώ. Ο Βασίλειος διέταξε την μαστίγωση του Λέοντα και την εξορία της Ζωής. Η Θεοφανώ κρατά απίστευτη στάση αξιοπρέπειας και ανεξικακίας, προσευχόμενη για το ατόπημα του συζύγου της.  
       Όμως το 886 ο Βασίλειος πεθαίνει και ο Λέων γίνεται αυτοκράτορας. Πρώτο του μέλημα ήταν να φέρει στο παλάτι την Ζωή και να ανακηρύξει τον πατέρα της «βασιλοπάτορα» και πρωθυπουργό και να υποβιβάσει την Θεοφανώ σε απλή σύμβουλό του! Επειδή δεν είχε αποκτήσει αγόρι από την Θεοφανώ ζητούσε να αποκτήσει από τη Ζωή.
       Στο μεταξύ έρχεται ένα ακόμα τραγικό συμβάν για την Θεοφανώ. Αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε η εννιάχρονη κόρη της Ευδοκία. Ο χαμός της γέμισε με απέραντη απελπισία την Θεοφανώ και την απομάκρυνε ακόμα περισσότερο από την καρδιά του Λέοντα. Επίσης η ακόλαστη Ζωή τη διέβαλε συνεχώς στον Λέοντα, ώστε άρχισε να καλλιεργεί στην ψυχή του, όχι απλά αποστροφή για εκείνη, αλλά μίσος. Όταν ο πνευματικός της Ευσέβιος θέλησε να μιλήσει στον αυτοκράτορα για την κατάσταση, εκείνος τον έστειλε εξορία. 
       Η Θεοφανώ δεν έχει άλλο στήριγμα από το Θεό και την Παναγία. Ώρες ολόκληρες έμεινε κλεισμένη στο δωμάτιό της προσευχόμενη. Η θερμή προσευχή την γαληνεύει και τη δίνει κουράγιο να ζήσει. Παράλληλα άρχισε να διαφαίνεται και η αγιότητά της. Σώζει θαυματουργικά ένα ετοιμοθάνατο κορίτσι. Η είδηση έφτασε σε όλη την αυτοκρατορία. Ο λαός εκφράζει την αγάπη του και την συμπάθειά του για εκείνη. Αλλά αυτή παραμένει ταπεινή και εντείνει την φιλανθρωπική της δράση. Μεταβάλλει τη θλίψη της σε κοινωνική προσφορά. Ολημερίς τρέχει στα ιδρύματα και στα νοσοκομεία, περιθάλποντας τους ασθενείς. Έκτισε δε και την Μονή της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική.
      Περί το 893 αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι στις Βλαχέρνες, δίνοντας την ευκαιρία να παντρευτεί ο Λέων την Ζωή.
       Όμως έρχεται και η αρρώστια. Οι συνεχείς θλίψεις, η συζυγική απόρριψη και κύρια ο θάνατος της πολυαγαπημένης κόρης της κλόνισαν την υγεία της. Αρρώστησε βαριά. Το δυσάρεστο νέο διαδόθηκε σε όλη την Πόλη. Ο λαός, ο οποίος την υπεραγαπούσε, συγκλονίστηκε θρηνούσε και προσεύχονταν για την αγαπημένη του βασίλισσα. Πανέτοιμη για το μεγάλο της ταξίδι, ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατό της, βλέπει τον Κύριο να την περιμένει μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως. Της εμφανίζεται επίσης η κορούλα της Ευδοκία χαρούμενη να την περιμένει!


      Ζήτησε να δει και τον Λέοντα. Του φιλάει τα χέρια και του ζητά συγνώμη για τις τυχόν παραλήψεις της και του εύχεται μακροημέρευση και επιτυχία στο έργο του. Μετά κοιμήθηκε ειρηνικά, το 893. Η ψυχή της φτερούγισε στον ουρανό, να συναντήσει τον Σωτήρα Χριστό και την κορούλα της Ευδοκία. Ήταν μόλις 31 ετών! Το τίμιο λείψανό της, όταν έγινε η εκταφή του, βρέθηκε άφθορο και πραγματοποιούσε άπειρα θαύματα. Η Εκκλησία μας την ανακήρυξε αγία και η μνήμη της εορτάζεται στις 16 Δεκεμβρίου. Το χαρυτόβρυτο λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.