Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Η Αγία Γερόντισσα Ακυλίνα της Σίψας


Στο συνοικισμό των Ταξιαρχών Δράμας (Σίψα) πρώτος «οικιστής» κατά το έτος 1930 υπήρξε ο μακαριστός πατήρ Γεώργιος Καρσλίδης (1901 - 1959), ο αποκτήσας την φήμη οσίου ανδρός. Σήμερα στο σημείο αυτό ανθεί μια πολυπληθής γυναικεία αδελφότης μοναζουσών που αποτελεί την Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος.

Παραθέτουμε στην συνέχεια ιστορικά στοιχεία για την αδελφότητα, όπως έχουν καταχωρηθεί ως επίλογος στο βιβλίο «ο μακάριος Γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης, 1901 - 1959», που συνέγραψε ο Μονάχος Μωϋσής Αγιορείτης κι εξέδωσε η Ι. Μονή το 1989. Στην έκθεση των στοιχείων αυτών φαίνεται και η συμβολή της ταπεινότητος μου στην ίδρυση, ανάπτυξη και πρόοδο της λαμπρής σήμερα Ιεράς Μονής :

Θεού ευδοκία, από ετών μικρά τις αδελφότης αφιερωμένων νεανίδων εγκαταβιούσε και ησκείτο εις ιδιόκτητων οίκημα εντός της πόλεως Δράμας, υπό την πνευματικήν καθοδήγησιν της νύν ηγουμένης Ακυλίνης Παρμαξίδου, αναπτύσσουσα και δράσιν ιεραποστολικήν, παραλλήλως προς την επιμέλειαν δια την εσωτερικήν καλλιέργειαν της ψυχής και την εν Χριστό τελείωσιν των. Η επιθυμία δε αυτή διαρκώς αυξανομένη ωδήγησεν αυτάς εις την ομόφωνον απόφασιν να εγκαταλείψουν δια παντός τον κόσμον και να ενταχθούν εις τας τάξεις των μοναχών. Όθεν το 1968 ήρχισεν η αναζήτησις δια την εξεύρεσιν τόπου καταλλήλου δια την ίδρυσιν Ιεράς Κοινοβιακής Μονής.

Κινούμενοι υπό του ενθέου ζήλου όπως βιώσουν την «ξενιτείαν» καθώς συνιστούν οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τους επιθυμούντας να ζήσουν την αγγελικήν πολιτείαν, ηρνήθησαν κατ΄ αρχήν να δεχθούν πρότασιν του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Δράμας κ.κ. Διονυσίου, κατά πάντα σεβαστού και ευυπολήπτου ιεράρχου, δια του οποίου το ορθοδοξότατον και φιλομόναχον φρόνημα ουδόλως αμφέβαλον.

Ο Σεβασμιώτατος παρώτρυνεν αυτάς όπως επανδρώσωσι την μικράν Ι Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος εν τω συνοικισμώ των Ταξιαρχών Δράμας (Σίψα), περιοχή ήτις κατωκήθη το πρώτον κατά το 1930 υπό του μακαριστού Οσίου Πατρός Γεωργίου Καρσλίδη εξ Αργυρουπόλεως Πόντου, ζήσαντος εν ασκήσει και αναδειχθέντος χαρισματούχου πνευματικού πατρός του πληρώματος της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, κοιμηθέντος δε ενταύθα κατά το σωτήριον έτος 1959.

Αλλεπάλληλα εν τούτοις γεγονότα απέδειξαν τελικώς ότι η πρότασις του Σεβασμιωτάτου ήτο η έκφρασις του θελήματος του Θεού, καθώς και η επιθυμία του Όσιου Πατρός Γεωργίου, όστις έτι ζών ηυλόγει συχνάκις τον τόπον, διότι - καθώς έλεγε - επρόκειτο να γίνη μεγάλη Μονή ενταύθα, και δια τούτο υπετάγησαν. . .

Με την χάριν του Αναληφθέντος Χριστού, την ευλογίαν του μακαριστού Γέροντος Γεωργίου και την πατρικήν επίβλεψιν και προστασίαν του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δράμας κ.κ. Διονυσίου, τον Απρίλιον του 1970 εζωογονήθη η από του 1959 ( έτος κοιμήσεως του μακαριστού Γέροντος) εγκαταλελειμμένη περιοχή, ήτις περιέβαλεν ναϋδριον επ΄ ονόματι της Αναλήψεως του Σωτήρος, ανεγερθέν μεν υπό του μακαριστού Οσίου Γέροντος Γεωργίου, ανακαινισθέν δε υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δράμας κ.κ. Διονυσίου.

'μα τη ενταύθα εγκαταστάσει της πρώτης μοναστικής αδελφότητος έσπευσε μετά πολλής χαράς να υποταγή και συγκαταριθμημή εν αυτή η μονή χειροθετηθείσα μοναχή υπό του μακαριστού Γέροντος, 'ννα Μακκαβαίου, άξιον τέκνον αυτού κατά πάντα.

Εις τη δυτικήν πλευρά του ναού, εκατέρωθεν εις της εισόδου αυτού, ένθα και το καμπαναριό, υπάρχουν δύο κελλία. Το εν εξ αυτών εχρησίμευεν ως κελλίον του Γέροντος. Εκεί εδέχετο και τους προσκυνητάς, όταν ήτο χειμών ή ήτο ασθενής. Και ταύτα ανεκαινίσθησαν και κατοικούνται.

Με την βοήθειαν αποσταλέντων στρατιωτών - τη παρακλήσει του Σεβασμιωτάτου - κατηδαφίσθη παράπηγμα βορείως του ναού ευρισκόμενον και χρησιμεύον ως στοχειώδης ξένων δια τους προσερχομένους προσκυνητάς, και ήρχισαν αι εγρασίαι ανεγάρσεως των κτιριακών εγκαταστάσεων της Ι. Μονής.

Με την άοκνον προσπάθειαν των πρώτων αδερφών και την ενεργόν παρουσίαν της πρώτης και νύν Καθηγουμένης Ακυλίνης καθώς και την άγρυπνον και επίμονον παρακολούθησιν τοθ Σεβασμιωτάτου, αποπερατώθη το πρώτον κτίσμα με κελλία, τράπεζαν και λοιπούς βοηθητικούς χώρους, όπου εγκατεστάθησαν αι αδελφαί, και το οποίον σήμερον αποτελεί τον ξενώνα της μονής, ανηγέρθη δε εις τον τόπον του παλαιού ξενώνος.

Ούτο την 25ην του μηνός Απριλίου του σωτήριου έτος 1971 εγένοντο τα εγκαίνια της Ιεράς Μονής.

Συντόμως ανοικωδομήθη αίθουσα μεγάλη νοτιοανατολικώς του ξενώνος, ήτις και σήμερον χρησιμεύει ως τράπεζα των προσκυνητών και ως αίθουσα μνημοσύνων.

Εν τω μεταξύ τα μέλη της αδελφότητος επληθύνοντο και αι ανάγκαι απήτουν την ανέγερσιν μεγαλυτέρου οικοδομήματος δια την εγκατάστασιν των αδερφών.

Δια την νεοσύστατον αδελφότητα, παρ΄ όλην την συνεισφοράν των ατομικών των κτημάτων, που προσεκόμισεν εκάστη, είτε εκ της πατρικής της περιουσίας είτε εκ του μόχθου της εργασίας των εν τω κόσμω, αλλά προσέτι και του καθημερινού κόπου και ιδρώτος των εν τη Μονή, δεν ήτο εν τούτοις ασήμαντον το οικονομικόν πρόβλημα, καθώς και πλείστα άλλα προβλήματα, ως ήτο η ανεπάρκεια ύδατος κ.τ.λ. Τοιουτοτρόπως όμως κατέστη κατ΄ επανάληψιν εμφανής και η φροντίς και ευλογία του Θεού, δια πρεσβειών του Οσίου Γέροντος Γεωργίου, ήτις ανεπτέρωνεν το ηθικόν των αδελφών και ασυνέχιζον τον σκληρόν, αλλα ωραίον αγώνα των κτιτόρων, τη πρωτοπόρω πάντοτε και εμπνευσμένη παρουσία της ακαμάτου πνευματικής ημών Ακυλίνης.

Ούτω τον Μάρτιον του 1975 ετέθησαν τα θεμέλια και την 21ην Νοεμβρίου του 1976 εγκατεστάθησαν εις την νεόδμητον διώροφον πτέρυγα, ήτις εις μεν τον άνω όροφον περιλαμβάνει τα κελλία των μοναζουσών, εν μέσω δε αυτών τον ναΐσκων της Αγίας Ακυλίνης, εις δε τον πρώτον όροφον τέσσερα κελλία, το ηγουμένειον, το νοσοκομείον, την βιβλιοθήκην και την τράπεζαν των αδελφών. Νοτιοανατολικώς το επικλινές έδαφος επέτρεψε την κατασκευήν και ετέρου ορόφου, όπου στεγάζονται τα εργαστήρια των μοναχών και άλλοι απαραίτητοι βοηθητικοί χώροι.

Κατά το αυτό σωτήριον έτος, 1976, την 5ην Νοεμβρίου, εγένετο και η επίσημος αναγνώρισης της Ι. Μονής, κατόπιν εισηγήσεως του οικείου Μητροπολίτου, δια της υπ΄ αριθ. 4321/2067/17-9-1976 αποφάσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος δημοσιευθείσης εις το υπ΄ αριθ.1391/5-11-76, Β΄ Φ.Ε.Κ. «Περί ιδρύσεως Γυναικείας Κοινοβιακής Μονής» και αποτελεί έκτοτε Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου, κατά την διέταξιν του άρθρου 1, παράγρ. 4 του Νόμου 590/1977.

Η ως άνω πτέρυξ των κελλίων επεικτεινομένη νύν εις σχήμα Π περιλαμβάνει το καθολικόν της Ι. Μονής, ναόν νεόδμητον, μαρμάρινον και περικαλλή, σταυροειδή μετά τρούλλου, όστις θεμελιωθείς ενεκαινιάσθη την 3ην Μαΐου του σωτήριου έτος 1987(Κυριακή των Μυροφόρων), αφιερώθη δε εις την Υπαπαντήν της Θεοτόκου και του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Αμέσως μετά τα εγκαίνια ο ιερός ούτος ναός ήρχισε να αγιογραφήται υπό των διακεκριμένων αγιογράφων, Αγιορειτών πατέρων, Θεόφιλου και Χρυσοστόμου, των Παχωμαίων, πιστών συνεχιστών της βυζαντινής αγιογραφικής παραδόσεως, τη συνδρομή ευλαβών δωρητών, ήδη συνεπληρώθη η ανιστόρησις της κόγχης του Ιερού, της αγίας Προθέσεως, καθώς και του τρούλλου.

Βορειοανατολικώς των κτιριακών εγκαταστάσεων της Ι. Μονής συναντά κανείς τον λαχανόκηπον, τον οπωρώνα, τον αμπελώνα και διασχίζων στοάν επιμηκεστάτην σκεπομένην υπό κλημάτων οδηγείται εις το κοιμητήριον της μονής, όπου ο χαριτωμένος ναός των Αρχαγγέλων και ο τάφος, όπου αναπαύεται από την 12ην Ιανουαρίου του 1981 η μακαριστή Γερόντισσα 'ννα, η πρώτη κοιμηθείσα εν Κυρίω Αδελφή της μοναστικής αδελφότητος, «το πιστόν τέκνον» του μακαριστού Γέροντος Γεωργίου, καθώς του ήρεσκε να την αποκαλή.

Εις την βορειοδυτικήν πλευράν υπάρχει αμυγδαλεών και εντός αυτού ο ορνιθών της μονής, ενώ νοτίως του κτιριακού συγκροτήματος και εντός του περιβόλου της μάνδρας ευρίσκεται ο ελαιών με τον σταύλον και τον αχυρώνα.

Η κατανομή των διακονημάτων γίνεται υπό της καθηγουμένης, ήτις ως πνευματική μήτηρ της αδελφότητος, εν φόβου Θεού και αγάπη ασκεί πάσαν πνευματικήν εξουσίαν εφ΄ όλων των αδελφών, διακονεί και επιμελείται την ευόδωσιν του όλου έργου της αδελφότητος, αναλόγως δε της ικανότητος και δυνάμεως εκάστης μετά διακρίσεως, αναθέτει εις όλας τας αδελφάς «ως ευλογίαν» τα διάφορα διακονήματα.

Από της ιδρύσεως της Ι. Μονής τινές των αδελφών ασχολούνται με την αγιογραφίαν φορητών εικόνων, ακολουθούσαι την βυζαντινήν παράδοσιν. Έργα των είναι και αι εικόνες του τέμπλου του καθολικού και των παρεκκλησίων της Ι. Μονής, πολλαί δε εικόνες αυτών κοσμούν τους ιερούς ναούς της πόλεως Δράμας, της περιφερείας αυτής και αλλαχού της Ελλάδος.

'λλαι αδελφαί προσπαθούν να συνεχίσουν την παράδοσιν του χρυσοκεντήματος τις χειρός, αντιγράφουσαι παλαιά πρότυπα, έτεραι δε ασχολούνται με χρυσοκέντητα της μηχανής.

Εις το ιερορραφείον αδελφαί ράπτουσιν ιερά άμφια και καλύμματα αγίας τραπέζης, ιερών σκευών κ.λ.π., ενώ εις το εργαστήριον της εκθέσεως αι αδελφαί ετοιμάζουν διάφορα εργόχειρα και εκκλησιαστικά αντικείμενα.

Το πλεκτήριον εξωπλισμένον με ηλεκτροκίνητους μηχανάς καλύπτει τας ανάγκας της αδελφότητος και πλουτίζει την έκθεσιν με διάφορα πλεκτά, εις δε το κηροπλαστείον ετοιμάζονται τα κεριά δια τους ναούς και τα παρεκκλήσια της μονής.

Αδελφαί προσέτι καλλιεργούν τους κήπους, περιποιούνται τα ζώα της Ι. Μονής, φροντίζουν δια την καθαριότητα αυτής, καθώς και δια την φιλοξενίαν των ευλαβών προσκυνητών.

Η Ι. Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος ευρίσκεται βορείως της πόλεως Δράμας εις τον 13ον χιλιόμετρον επί της αμαξιτής οδού Δράμας - Σιδηρόνερου. Έμπροσθεν της υψούται το όρος Φαλακρόν, λευκοντυμένον από του φθινοπώρου μέχρι τας αρχάς του θέρους. Εις υψόμετρον πεντακοσίων μέτρων από της επιφάνειας της θαλάσσης στέκει αυτή ως φύλαξ άγγελος της μικράς κώμης, ήτις σήμερον φέρει το όνομα Ταξιάρχαι, είναι δε εις όλους γνωστή με το όνομα Σίψα. Δια τούτου και η Ιερά ημών Μονή είναι πλέον γνωστή ως μοναστήρι της Σίψας ή του Γέροντος Γεωργίου Καρσλιδή.




Κάνεις δεν μπορεί να καυχηθεί ότι ασκεί την αγάπη, ούτε ο πιο μεγάλος ευεργέτης. Μπροστά στην αγάπη του Θεού, η αγάπη των ανθρώπων είναι μηδαμινή, όση κι αν είναι. Η αγάπη είναι πολυμήχανος, ο Θεός να μας φωτίζει να εξασκούμε την αγάπη που Εκείνος θέλει.

Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να εξασκεί την αγάπη όπου ο Θεός τον τοποθέτησε. Αν ήθελε να με έχει στο κόσμο και να τρέχω στα νοσοκομεία θα με είχε στον κόσμο. Με έφερε ο Θεός στο μοναστήρι, άρα ένα άλλο είδος αγάπης θα εξασκήσω.

Βρίσκει τον άλλο κατάλληλο να μείνει στον κόσμο και του δίνει την δύναμη να τρέχει και να υποφέρει και να υπηρετεί τον άρρωστο τον ανήμπορο.

Έχει τον άλλον που κοιτάζει και διαθέτει τα κτήματα του για να βοηθά τους έχοντας ανάγκη και κανείς δεν παίρνει είδηση. Για όλους είναι δυνατή η εξάσκησης της αρετής, της αγάπης. Δεν είναι μονοπώλιο, για ορισμένους ανθρώπους. Όλοι μπορούν να την εξασκήσουν. Και ο πιο φτωχός και ο πιο αμαρτωλός και ο πιο Άγιος, όλοι. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να πη: εγώ δεν μπορώ να εξασκήσω την αγάπη, ούτε κάποια μερίδα ανθρώπων να το πουν. Κάθε ένας είναι χρήσιμος εκεί που τον τοποθέτησε ο Θεός. Γι αυτό δεν τοποθετώ κανέναν πάνω από τους άλλους. Τον μοναχό ή την νοσοκόμα ή αυτούς που είναι στα γηροκομεία ή αυτούς που είναι άγνωστοι στην έρημο και προσεύχονται.

Μια από τις ιδιότητες του θεού είναι η αγάπη: «ο Θεός αγάπη εστί». Εξασκώντας εγώ την αγάπη, την ειλικρινή, την καθαρή αγάπη, αυτήν που αντέχει στα μάτια του Θεού (όχι την υποκριτική, όχι αυτή που βλέπει ο κόσμος και με επαινεί) αυτήν που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής μου ωφελούμαι γιατί αυτή η αγάπη αναπαύει τον Θεό, μας εξομοιώνει μαζί του. Ότι κάνουμε να είναι πολύ καθαρό, δηλαδή τώρα , αν το μάτι του Θεού έπεφτε επάνω μου, αυτό που κάνω να είναι πραγματικά αυτό που θα το δει ο θεός και θα ευχαριστηθεί.

Εμπόδιο στην αγάπη στέκει μονάχα η φιλαυτία μας, το εγώ μας. Όταν υπάρχει αγάπη, χάνει κανείς τον εαυτό του. Η αγάπη δεν έχει παρέα, δεν έχει συντροφιά αποκλειστική, δεν έχει κύκλο στενό για να βρει την εφαρμογή της. Αγκαλιάζει τους πάντας όταν υπάρχει αληθινή αγάπη χάνει κανείς τον εαυτό του.  
Η αγάπη προς το Θεό, προς τον πλησίον, απαιτεί θυσία. Σαν πρώτη μεγάλη θυσία είναι το εγώ μας. Δεν υπηρετείται ο Θεός χωρίς θυσία. Η αγάπη δεν έχει φιλία. Αν δηλαδή πάσχει η φίλη μου συμπάσχω, αλλ' αν τύχει κάποιος άγνωστος που θα έχει πρόβλημα, θα μπορώ να τον συμπαρασταθώ το ίδιο? Πολύ περισσότερο εάν κάποιος σε έχει θίξει προσωπικά, σε έχει ζημιώσει, θα νοιώσεις μετά το ίδιο γι αυτόν? Θα τον συγχωρήσεις ή θα νιώσεις απόσταση μ' αυτόν? Ο άνθρωπος που έχει αγάπη πάντα τα δικαιολογεί. Η αγάπη θέλει καλούς λογισμούς. Ο Θεός θα μας δικαιώσει, αν με αδίκησαν. Ας ξεχάσω το κακό, ας ξεχάσω αυτό που μου στέρησαν.

Η αγάπη δεν θέλει να θυμόμαστε το κακό. Αν συλλάβουμε τον εαυτό μας να νοιώθει ικανοποίηση για το κακό που βρήκε αυτόν που μας έχει κάνει κακό, που μας αδίκησε κλπ να ξέρουμε ότι βρισκόμαστε πολύ χαμηλά, πολύ φτωχά σκεπτόμαστε. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακό». Ο Θεός θέλει να ελεούμε, να συγχωρούμε. Έχει μεγάλη αξία η προσευχή αυτή την ώρα ιδιαίτερα μαλακώνει την ψυχή.

Η ζήλια μειώνει την αγάπη, η φιλαυτία, τα δικαιώματα. Όταν τα βγάλουμε αυτά, γεμίζουμε απ΄ την αγάπη. Συνεχώς να πεθαίνει ο άνθρωπος χάριν της αγάπης. Ότι κάνουμε να είναι πολύ καθαρό. Να λιώνει κάνεις χάριν της αγάπης, δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα. Αν δεν το κάνει, να ζητά συγχώρεση από τον Θεό. Τις λεπτομέρειες πρέπει να προσέχουμε, τις γράφει ο Θεός.
Ό Θεός της αγάπης να μας φωτίζει να την βρίσκουμε όπως την θέλει Εκείνος και να την εξασκούμε εκεί που είμαστε. Να γίνουμε καλοί, να φύγει το παραμικρό που έχει δόση κακότητας, να αυξήσουμε σε αρετή αγάπης και εξυπηρετικότατος. Μην υπερτιμούμε τον εαυτόν μας. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Να λέμε: Θεέ μου, τίποτε δεν έκανα στη ζωή μου, ελέησε με εν ημέρα Κρίσεως. Το έλεός σου να το δείξεις τότε για τους γνωστούς και αγνώστους, για τους αγαπητούς και τους εχθρούς.

+ Γερόντισσα Φωτεινή



Την Δευτέρα και την Τρίτη, 10 και 11 Δεκεμβρίου 2007, το οροπέδιο του Πτώου όρους, κοντά στην Θήβα, όπου βρίσκεται η Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), πλημμύρισε από χιλιάδες κόσμου που έσπευσε να αποχαιρετήση στην τελευταία επί της γης κατοικία της την Γερόντισσα της Ιεράς Μονής, αείμνηστη Φωτεινή Μοναχή (κατά κόσμον Χαρούλα Ντέμου), που κοιμήθηκε σε ηλικία 53 ετών, από την ασθένεια του καρκίνου. Οι κάτοικοι των κοντινών χωριών, Ακραιφνίου και Κοκκίνου, Ιερείς και λαϊκοί από την Λεβαδειά, την Θήβα, την Αθήνα, την Ναύπακτο, την Έδεσσα, τα Ιωάννινα, την Θεσσαλονίκη κ.α., μοναχές από πολλά Μοναστήρια της Ελλάδος και της Κύπρου, έσπευσαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό στην αξιαγάπητη και αξιοσέβαστη Γερόντισσα, που επί είκοσι έτη, ως Ηγουμένη της Μονής, βοηθούσε πνευματικά ακατάπαυστα όσους προσέρχονταν σε αυτήν, πάντα με το χαμόγελο, πάντα ακούραστη και δυναμική, πάντα χαρούμενη και φωτεινή.
Την έκλαψαν οι Μοναχές της Μονής, οι εκατοντάδες και χιλιάδες γυναίκες που στηρίζονταν από την παρουσία και τον λόγο της, οικογενειάρχες, φοιτήτριες και φοιτητές, συνεργάτες και απλοί προσκυνητές, που ωφελήθηκαν πολύ από την συναναστροφή της. Την έκλαψαν ιδιαιτέρως και οι Ιερείς από διάφορα μέρη που λειτουργούσαν κατά καιρούς στο Μοναστήρι και δέχονταν τον βαθύτατο πηγαίο σεβασμό, που έτρεφε η αείμνηστη προς το σχήμα τους, αλλά και την απέραντη αδελφική και μητρική της αγάπη και φροντίδα. Τις δύο ημέρες που έμεινε το σκήνωμά της στο καθολικό της Ιεράς Μονής δεν σταμάτησαν τα δάκρυα από όλα τα μάτια να τρέχουν, ούτε ακόμη και κατά την διάρκεια της αρχιερατικής θείας Λειτουργίας που τελέσθηκε από τον Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο το πρωΐ της Τρίτης. Το προηγούμενο βράδυ ο Σεβασμιώτατος είχε τελέσει την ακολουθία εις κεκοιμημένην μοναχή, και είχε εκφωνήσει παρακλητικό λόγο για το μυστήριο του θανάτου και για το πρόσωπο της αείμνηστης Γερόντισσας.
Την εξόδιο Ακολουθία ετέλεσαν την Τρίτη το απόγευμα οι Σεβ. Μητροπολίτες Θηβών κ. Ιερώνυμος, Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος και ο Θεοφιλ. Επίσκοπος Ανδίδων κ. Χριστοφόρος, πλαισιούμενοι από δεκάδες Ιερείς, λίγοι εκ των οποίων μπόρεσαν να λάβουν μέρος. Το Καθολικό της Μονής ήταν κατάμ,εσο κυρίως από μοναχές και ιερείς, αλλά και το προαύλιο ήταν γεμάτο από προσευχόμενο κάσμο που στεκόταν υπομονετικά με ευλάβεια μέσα στο κρύο.
Ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερώνυμος, αναφερόμενος στην αείμνηστη είπε τα εξής: «Θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Κύριο και Θεό μας, ο Οποίος μέσα στην οικονομία Του ευλόγησε, ώστε επί 20 περίπου χρόνια να έχουμε μαζί μας και στην οικογένειά μας, την Τοπική Εκκλησία, την Γερόντισσα Φωτεινή μοναχή. Επίσης ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στην ίδια την Γερόντισσα, την Φωτεινή, την Μοναχή μας, για το πέρασμά της από αυτόν τον χώρο, για όσα μας εδίδαξε, για όσα μας ενέπνευσε, για ο,τι έκανε για όλους μας, για τον καθένα μας και για αυτόν τον αγιασμένο τόπο».
Επίσης μίλησε ο Δήμαρχος του Δήμου της περιοχής, που με φανερή συγκίνηση αναφέρθηκε στο πρόσωπο της αείμνηστης Γερόντισσας και την προσφορά της στον τόπο. Την χαρακτήρισε «δραστήριο πνευματικό άνθρωπο», «πόλο έλξης ανθρώπων», «άνθρωπο του Θεού» που κέρδιζε τον άνθρωπο με τον λόγο της και το χαμόγελό της. Εξέφρασε την αγάπη και τις ευχαριστίες όλων των κατοίκων προς την κεκοιμημένη και τον πόνο τους για τον αποχωρισμό της, λέγοντας ότι το κενό που αφήνει είναι μεγάλο.
Η αείμνηστη είχε καρή μοναχή και είχε αναλάβει την ηγουμενία της Μονής τον Ιούλιο του 1987, αμέσως μόλις είχε μετοικήσει εκεί η νέα Αδελφότητα, και συνέδεσε το όνομά της και την παρουσία της με τα 20 αυτά δύσκολα χρόνια της στερέωσης της Αδελφότητος, της ανοικοδόμησης της Μονής και της αδιάλειπτης εκδοτικής εργασίας για την έκδοση των βιβλίων του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου.
Άλλοι καταλληλότεροι θα σκιαγραφήσουν την προσωπικότητά της, αλλά νομίζουμε ότι μερικά από τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ήταν η αγάπη, η «τρέλλα» όπως έλεγε, για τους Πνευματικούς της, τους Γεροντάδες, και το ράσο γενικότερα, η απέραντη αφοσίωσή της στην υπακοή και το αδιάπτωτο της αγαπητικής μέριμνάς της για όλους. Θα περάση πολύς καιρός για να ξεχασθή η φωτεινή παρουσία της μέσα στον ευλογημένο χώρο της Ιεράς Μονής και να ξεθωριάση η αγνή μορφή της από τις καρδιές όσων την πλησίασαν και την αγάπησαν. Παρηγορούμαστε με την ελπίδα και βεβαιότητα ότι η αείμνηστη Γερόντισσα προστέθηκε στους αγιασμένους πνευματικούς Πατέρες που γνώρισε και τόσο σεβάστηκε και αγάπησε.
Ο Θεός ας αναπαύση την αείμνηστη Γερόντισσα Φωτεινή σε τόπο φωτεινό.
Υ.Γ.: Σε επόμενο φύλλο της Ε.Π. θα γίνη αναφορά στο πρόσωπο και το έργο της.
Α.Κ.
www.parembasis.g

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΘΕΟΝΥΜΦΗ: ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΙΣΤΕΣ ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ.



«Έχετε πολύ ωραία μάτια!», της λέω μπροστά από το μοναστήρι που δημιούργησε η ίδια πριν από 15 περίπου χρόνια. Με κοιτάει από το ιερό, χαμηλώνει ξανά το βλέμμα της και μου απαντάει μονολεκτικά: «Είχα!». Η ζωή της Γερόντισσας Θεονύμφης χωρίζεται σε δύο περιόδους: Σε εκείνη που τραγουδούσε μέχρι τα 42 της χρόνια στις πίστες μαζί με τους stars της εποχής- τότε που λεγόταν Μαίρη Αλεξοπούλου- και σε αυτήν που ζει σήμερα ανάμεσα στους πιστούς της σε μοναστήρι, λίγο έξω από την Αθήνα. Ως δούλη πια του Κυρίου- αυτόν που επέλεξε να υπηρετήσει για πάντα.«Μεγάλωσα στο Περιστέρι. Ήμασταν 6 παιδιά στην οικογένεια, εγώ ήμουνα η μεγαλύτερη. Η μητέρα μου προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια πολύ μεγάλων μουσικών, όλοι είχαν πολύ ωραίες φωνές, εκείνη έπαιζε μαντολίνο και, όπως καταλαβαίνετε, είχα ποτιστεί από μικρή με το τραγούδι. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος του Θεού, κάθε Κυριακή ήταν απαραίτητο να πηγαίνουμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε. Εκείνος ήταν επίτροπος στην Μητρόπολη Περιστερίου, έκανε κήρυγμα στο σπίτι μας μία φορά την εβδομάδα, εμείς πηγαίναμε στο κατηχητικό. Δεν γινόταν διαφορετικά. Ο πατέρας μου είχε τέτοια πίστη που, όταν μας μιλούσε για το Θεό, τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι. Αυτά τα δάκρυά του, φυτεύτηκαν από τότε στην καρδιά μου, είναι το ωραιότερο λουλούδι του κόσμου. Δεν ήμουνα κοινωνικό παιδί, ήμουνα περισσότερο μοναχική. Έρχονταν οι συγγενείς μας και μου έλεγε η μαμά μου “έλα να χαιρετήσεις τη θεία σου” και της απαντούσα “άσε με μόνη μου, καλέ μαμά”, δεν ήθελα. Τους αγαπούσα πάρα πολύ, αλλά επιθυμούσα να είμαι μόνη, είχα μία φυσική συστολή. Παιχνίδια έπαιζα μαζί με τα αδέλφια μου, κυρίως αγορίστικα. Ήμουνα καλή μαθήτρια στο σχολείο, άριστη στα θρησκευτικά. Όταν ήμουν 10 χρόνων ήθελα να γίνω χορεύτρια, μου άρεσε πολύ ο χορός, είχα φυσικές κινήσεις. Από όλα χόρευα, πιο πολύ όμως μου άρεσε το κλασσικό μπαλέτο. Θυμάμαι που έβαζα και άκουγα γλυκές μελωδίες και εγώ φανταζόμουν τον εαυτό μου στον ουρανό να χορεύω πλάι στο Θεό, με λευκά ρούχα. Όραμα ήταν. Μέσα μου είχα πάντα ένα παιδάκι και ελπίζω αυτό ακόμη να ζει».
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΑΣ
«Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθώ με το χορό. Ούτε με το τραγούδι. Τον έπεισαν τελικά κάτι φίλοι του παππού μου, κάτι μουσικοί. Του έλεγαν “γιατί την αδικείτε τη Μαίρη; Έχει τόσο ωραία φωνή, αφήστε την να εξελιχθεί με το τραγούδι”. Τελικά κάποιος από αυτούς, ο οποίος έπαιζε σε μία ορχήστρα στην “Χωριάτικη Ταβέρνα” στην Εκάλη, του υποσχέθηκε ότι θα με παίρνει αυτός εκεί να τραγουδάω και θα με φέρνει πίσω στο σπίτι το βράδυ. Ο πατέρας μου του είχε εμπιστοσύνη και κάπως έτσι ξεκίνησα. Όλες οι κυρίες εκεί μου έδειχναν πολύ μεγάλη αγάπη, ήμουνα “το μικρό” τους, μου είχαν φτιάξει μάλιστα ένα ωραίο φουστάνι με ταφτά, με φιόγκο και τριαντάφυλλο. Αυτό ήταν το πρώτο ρούχο που είχα βάλει ως τραγουδίστρια, το θυμάμαι μέχρι σήμερα. Ήμουνα ωραίο κοριτσάκι, πολύ αθώα, δεν είχα βγει ακόμη στη ζωή. Μετά ξεκίνησα να τραγουδάω στην “Νεράιδα της Αθήνας” στην Κυψέλη. Τότε έλεγα τραγούδια της Βουγιουκλάκη και, σιγά σιγά, εξελίχθηκα. Όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη, σε κάποια εμφάνιση μου εκεί, γνωρίστηκα με τον Κλάβα τον μαέστρο. Από εκεί ξεκίνησε η συνεργασία μας, εκείνος έγραψε τον πρώτο μου δίσκο το 1966. Ο πατέρας μου εντωμεταξύ είχε πειστεί, το πήρε απόφαση ότι εγώ θα γίνω τραγουδίστρια. Μετά τον πρώτο μου δίσκο, πήγα και τραγούδησα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είπα ένα τραγούδι του Μαυρομουστάκη μαζί με την Κλειώ Λενάρδου, το “πανηγύρι”. Εκεί βραβεύτηκα, πήρα το πρώτο βραβείο. Μετά πήγα στην Ισπανία, σε ένα ευρωπαϊκό φεστιβάλ, διακρίθηκα ξανά και αργότερα ξαναπήρα πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ που είχε γίνει εδώ στην Αθήνα με τον Οικονομίδη. Εντωμεταξύ συνέχιζα να τραγουδώ στα νυχτερινά μαγαζιά και να βγάζω δίσκους. Δούλεψα στην Παλιά Αθήνα, στο Κάστρο, στο Βράχο, στα Δειλινά, στα Αστέρια, με τον Πουλόπουλο, τον Βογιατζή, τον Φίλιππο Νικολάου, το Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τη Μπέσυ Αργυράκη, τον Μεταξόπουλο, πολλούς, δεν μπορώ να τους θυμηθώ όλους. Τα έχω και λίγο αποβάλει από τη μνήμη μου. Εγώ έκανα τη δουλειά μου, έφευγα από το μαγαζί, μου άρεσε η ησυχία, δεν κάπνιζα, δεν έπινα , δεν έπαιζα χαρτιά. Πήγαινα από τις 10 το βράδυ και κοιμόμουνα το πρωί. Ξεκίνησα μάλιστα να βγάζω και καλό νυχτοκάματο. Τότε δεν είχα καθόλου χρόνο να πηγαίνω στην εκκλησία, παρόλο που εγώ αλλιώς τα είχα μάθει από την οικογένειά μου. Μέσα μου όμως υπήρχε ένας μεγάλος καημός. Τότε είχα κάνει επιτυχία και ένα τραγούδι του Κατσαρού στο φεστιβάλ της Μάλτας, με το οποίο πήραμε ξανά το πρώτο βραβείο, ήταν μία περίοδος που ακούγονταν πολύ τα τραγούδια που έλεγα, που με ήξεραν όλοι οι άνθρωποι του χώρου. Παρόλα αυτά εγώ, όλα τα ερωτικά μου τραγούδια που έλεγα στην πίστα, τα αφιέρωνα στο Θεό, προσπαθούσα μέσα από τον προβολέα να πάω στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ
«Στο μεταξύ παντρεύτηκα, έκανα και δύο παιδιά, δύο κοριτσάκια, την Κωνσταντίνα και την Ελευθερία μου. Ο άντρας μου δεν ήθελε πλέον να εργάζομαι στα νυχτερινά μαγαζιά και με σταμάτησε. Ήταν η εποχή που είχα τραγουδήσει την “μπάμπολα”, το οποίο τραγουδούσε όλος ο κόσμος και ακουγόταν συνέχεια στο ραδιόφωνο. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, κάτι δεν είχε πάει καλά με τις δουλειές του συζύγου μου και έπρεπε να ξαναβγώ στη δουλειά. Ήταν οδυνηρό αυτό για μένα, είχα χάσει τη ροή. Παράλληλα, με τα χρήματα που είχα βγάλει από το τραγούδι, είχα ξεκινήσει να φτιάχνω μαγαζιά με υγιεινές τροφές, ήθελα να φτιάξω μία μεγάλη αλυσίδα. Το 1984 η Κωνσταντίνα μου ήταν 18 χρόνων, λίγο πριν φύγει για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο εξωτερικό. Πηγαίναμε παρέα στα μαγαζιά, δούλευε μαζί μου, ήταν πολύ εργατική όπως ήμουνα κι εγώ. Ένα πρωί, πήρε το αυτοκίνητό της από το σπίτι μας για να πάει στο μαγαζί της Κηφισιάς. Στη στροφή της Αγίας Μαρίνας στο Κορωπί, έγινε μετωπική με κάποιο φορτηγό. Ήταν ακαριαίο. Το είχαν μάθει όλοι, αλλά σ εμένα δεν έλεγαν τίποτα. Τότε πήρε ένας γνωστός μας τηλέφωνο και μου είπε “δεν έχει έρθει η κόρη σας να ανοίξει το μαγαζί. Συμβαίνει κάτι;”. Το αίμα μου πάγωσε. Πήρα τηλέφωνο την αστυνομία, “σας παρακαλώ”, τους είχα πει, “τι έχει συμβεί με αυτό το όνομα;”. Και γυρίζει και μου λέει η κοπέλα στο τηλέφωνο “η κόρη σας κυρία μου, είναι νεκρή”. Έτσι ψυχρά. Εκείνη την ώρα δεν έβλεπα μπροστά μου, ανέβηκα στον καναπέ και πήδαγα μέχρι το ταβάνι. Τότε βγήκα στη βεράντα μας και, από ένα σύννεφο, ξεκίνησαν να πέφτουν σταγόνες. Χοντρές, δεν μπορείτε να φανταστείτε. Και εκείνη την ώρα γυρνάω στο Θεό και του λέω “Θεέ μου, κλαις κι εσύ μαζί μου;”. Σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν να έρχονται στο σπίτι μας δημοσιογράφοι, εμένα μου έδωσαν χάπια για να ηρεμήσω, έκρυψαν όλες τις εφημερίδες για να μην βλέπω το πρόσωπο του παιδιού. Τότε κατάλαβα ότι όλα είναι μάταια. Τίποτα δεν είμαστε. Μόνο χώμα».
ΟΤΑΝ Η ΜΑΙΡΗ ΕΓΙΝΕ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΘΕΟΝΥΜΦΗ
«Ο Θεός με βοήθησε σιγά σιγά να αναρρώσω. Πήγαμε με τον άντρα μου στο εξωτερικό για να ηρεμήσω. Στο σώμα μου είχε μείνει μόνο η πέτσα και το κόκαλο. Θυμάμαι που, τον πρώτο καιρό, έμπαινα στο δωμάτιο της δεύτερης μου κόρης και την έβλεπα συνέχεια κλαμένη, εκείνη δεν το άντεχε. Αλλά εγώ μπροστά της, ήμουνα βράχος, δυνατή. Η ψυχή μου το ήξερε πώς ήμουνα όταν έμενα μόνη μου. Προσπάθησα να ξαναβγώ και να τραγουδήσω, διότι έπρεπε να δουλέψω, είχα πάει στα Αστέρια, αλλά εκεί κατάλαβα ότι έπρεπε να βάλω ένα τέλος σ αυτό. Το συζήτησα και με τον άντρα μου, του είπα ότι δεν μπορώ άλλο, ότι θέλω να είμαι μόνη μου και χωρίσαμε. Με κατάλαβε. Καλός άνθρωπος, ωραίος άνθρωπος. Δεν έχουμε επαφές σήμερα, αλλά συνεχίζω να τον αγαπάω σαν αδελφό μου. Έμεινα με την κόρη μου. Δεν ήθελα να βλέπω τίποτα, δεν ήθελα να ακούω τίποτα, δεν με ενδιέφερε τίποτα. Πήγαινα συνέχεια στην εκκλησία, σε αγρυπνίες, εκεί αισθανόμουνα ανακούφιση, ένιωθα ότι αγαλλίαζε η ψυχή μου. Το 1986 αποφάσισα να πάω σε έναν γέροντα και να γίνω μοναχή. Κανένας δεν με επηρέασε, μόνη μου πήρα την απόφαση. Συγχωρέστε με, αλλά δεν μπορώ να σας πω πως ακριβώς συνέβη. Αυτό είναι μεταξύ εμένα και του Θεού. Στην αρχή έγινα ρασοφόρα, ύστερα από τρία χρόνια έγινα μεγαλόσχημη και μετά έγινε η ηγουμενική μου ενθρόνιση με μήνυμα που είχε έρθει από το Άγιον Όρος, δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες, δεν θέλησα ποτέ να μάθω. Το 1992 δημιούργησα το ησυχαστήριο μου. Εδώ έρχεται κόσμος από όλο τον κόσμο, Έλληνες από το εξωτερικό και την Κύπρο, γίνονται θαύματα με παιδάκια που έχουν προβλήματα, η Παναγία η Θεονύμφη βρίσκεται παντού και τα φυλάει. Δεν θα ήθελα να γράψετε που βρίσκεται ακριβώς το μοναστήρι, γιατί δεν ανοίγω πλέον σε κανένα, μόνο τις Κυριακές. Αυτός που θα θελήσει μέσα από την ψυχή του να με συναντήσει και να έρθει εδώ να προσκυνήσει, να είσαι βέβαιος παιδί μου ότι θα με βρει. Εδώ μένουν και όσες μοναχές- δόκιμες ή όχι- το θελήσουν, το μισό μοναστήρι είναι άβατο.
Ξυπνάω κάθε μέρα στις 4:30, μόλις χαράξει βγαίνω έξω, κάνω προσευχή, μιλώ με το Θεό, γράφω άσματα, προσευχές, εργάζομαι στο μοναστήρι όλη τη μέρα. Το βράδυ κοιμάμαι τρεις ώρες, αλλά μου είναι αρκετές. Δεν βγαίνω από δω, εκτός αν πρέπει να πάω σε κάποια προσκυνήματα, δεν βλέπω τηλεόραση, με ενημερώνουν οι πιστοί που έρχονται εδώ τις Κυριακές για να προσκυνήσουν. Καμιά φορά ξεχνάω να φάω, αλλά δεν με πειράζει καθόλου. Τώρα είμαι πολύ ευτυχισμένη, η ψυχή μου είναι ήρεμη. Παλιά φοβόμουνα πολύ το θάνατο, τώρα δεν τον φοβάμαι, παρακαλάω μόνο το Θεό να είμαι έτοιμη όταν θα με πάρει. Εδώ, μέσα στο μοναστήρι, έχω φτιάξει και το μνήμα μου. Στο μοναστήρι έχουμε απ όλα, τίποτα δεν μας λείπει, ο Θεός έχει φροντίσει για μας. Ο κόσμος με αγαπάει πάρα πολύ, καμιά φορά- στα καλά καθούμενα- έχω πειρασμούς, αλλά προσπαθώ να τους αποβάλλω. Κάτι που θα σκεφτώ, για παράδειγμα, ή μία φήμη που δεν υφίσταται. Όταν έχασα την κόρη μου στενοχωριόμουνα, αλλά τώρα λέω “αφού το επέτρεψε ο Θεός…”, ξέρω ότι είναι πολύ καλά εκεί που βρίσκεται. Έχω και δύο εγγόνια από την άλλη μου κόρη, τον Παναγιώτη- Νικόλα και τη Μαριτίνα- τα αγαπώ πολύ αυτά τα παιδιά. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα από όσα έχω κάνει στη ζωή μου, αλλά ο Θεός με προόριζε για αυτό. Μακάρι να γινόμουνα μοναχή πιο νωρίς, αλλά τότε το θέλησε ο Κύριος να συμβεί. Παλιά έλεγαν για τα χέρια μου ότι είναι κρινοδάχτυλα, τώρα από τη δουλειά έχουν γίνει σαν πέτρα. Δεν με πειράζει, αφού τα ποτίζει ο Θεός με αγάπη. Κι άλλη ζωή να είχα, πάλι μοναχή θα γινόμουνα».

Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town" τον Σεπτέμβριο του 2009.

Γερόντισσα Πρίσκιλλα που είδε εν οράματι την Αγία Τριάδα


Η κατά κόσμον Παναγιώτα, θυγατέρα των ευσεβών Φωτίου και Διαμάντως Δερβεντζή γεννήθηκε εις το χωρίον Μπάσι του νομού Κορινθίας γύρω στα 1900 (τότε τα κορίτσια δεν αναγράφοντα στα μητρώα).

Στην τρυφερά ηλικία των 8 ετών έχασε τον πατέρα της και αναγκάστηκε όπως και τα αδέλφια της Πάτρα, Κατίνα, Αλέκος και Φώτης να ξενιτευτεί για να αντιμετώπιση μόνη της τη ζωή. Έτσι Βρέθηκε στο σπίτι κάποιων ευλαβών ομογενών στην Αίγυπτο, οι όποιοι την προσέλαβαν ως οικιακή Βοηθά. Οι άνθρωποι αυτοί καθώς είδαν τον απλό και σεμνό χαρακτήρα της και την εργατικότητα, προθυμία και ειλικρίνεια της την ξετίμησαν και την είχαν σαν παιδί τους. Της φέρθηκαν καλά χωρίς να την εκμεταλλεύονται ή να την στενοχωρούν. Τούς μισθούς της δε, τούς κατέθεταν ακέραιους σε Τράπεζα του Καΐρου.

Στα 30 της χρόνια αξιώθηκε να πραγματοποίηση ένα άγιο και ευσεβή πόθο της: να προσκυνήσει εις τα θεοβάδιστα μέρη της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ.Στην Ιερουσαλήμ οραματίστηκε 3 άνδρες πού της έδωσαν εντολή να επιστρέψει στο χωριό της στην Ελλάδα και να κτίση ένα ναό προς τιμήν τους. Εκείνη με την απλότητα πού διέθετε, θεώρησε ότι ήταν οι 3 Ιεράρχες και φρόντισε να προμηθευθεί σύντομα κάποια εικόνα τους. Όμως οι μορφές της εικόνας δεν έμοιαζαν με εκείνες πού οραματίστηκε. Τις μορφές ανεγνώρισε στο εικόνισμα της Αγίας Τριάδος πού της έδωσε ό πνευματικός της. 

Με την ευλογία του αγίου εκείνου ανδρός και την αμέριστη συμπαράσταση ιών αφεντικών της, έθεσε σε εφαρμογή το θεάρεστο έργο της.

Έγραψε στ' αδέλφια της Αλέκο και Κατίνα και τους ανέθεσε να αναλάβουν το έργο άνεργέσεως του ναού της Αγίας Τριάδος δίπλα στο ναΐσκο της Αγίας Κυριακής στην γενέτειρά της στο Μπάσι. Με χρήματα από την προσωπική της εργασία λοιπόν και χάρις στις ανύσταχτες της ενέργειες αναγκάστηκε και ήταν ολιγογράμματος, έθεμελιώθη το έτος 1936 ό ιερός ναός της Αγίας Τριάδος. Με τους μισθούς της επίσης αγοράστηκε και ικανή έκταση γύρω από το ναό με σκοπό την μελλοντική ίδρυση Μονής.

Το 1946 έρχεται οριστικά στην Ελλάδα και έγκαταβιώνει στο μοναδικό τότε κελλάκι πού βρίσκεται στα ΒΑ τού ναού. Με τη συμπαράσταση του πρώτου εξαδέλφου της Παναγιώτου Σκούρα ιερέως και διδασκάλου κείρεται μοναχή υπό τού τότε Μητροπολίτου Κορινθίας και κατόπιν Αρχιεπισκόπου Αμερικής Μιχαήλ στον ιερό ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Γκούρας Κορινθίας το έτος 1949 λαμβάνουσα το όνομα Πρίσκιλλα.

Με τις σύντονες προσπάθειές της και την συμπαράσταση των Μπασιωτών μετέβαλε σύντομα τον αγριεμένο τόπο σε οίκον Θεού, σε συγκροτημένο μοναστήρι πού το στόλιζαν οι δίδυμες εκκλησίες τής Αγίας Τριάδος και τής Αγίας Κυριακής.

Με τη συντροφιά των Αγίων και τής προσευχής ζούσε ευτυχισμένη στο ερημητήριο της από το όποιο έξήρχετο· μόνο για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει στις πλησιόχωρες ενορίες και πάντοτε πεζή. Πεζή έξαλλου επεσκέφθη και την Ιερά Μητρόπολη τρεις φορές όταν χρειάστηκε να μεταβεί εκεί για υποθέσεις του μοναστηρίου της. Και αυτό γιατί θεωρούσε κάθε άνεση ανεπίτρεπτη για τις μοναχές.

Στο ταπεινό αλλά ευλογημένο μοναστηράκι της έζησε και αρκετές δύσκολες στιγμές ιδίως κατά τη διάρκεια τού δεύτερου αντάρτικου (1946- 1949). Τότε οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν τις εκκλησίες για κατάλυμα και άναβαν φωτιά για να ζεσταθούν με τα ξύλα από την ξυλεία πού προοριζόταν για την επένδυση των κελιών. Κάποια φορά ξέχασαν αναμμένη τη φωτιά και έτσι κατεκάη ή επίπλωση τού ναού χωρίς όμως να καταστραφούν οι εικόνες τού τέμπλου.

Ή απλοϊκή Γερόντισσα έκτοτε υπέφερε από φοβίες. Κάποια νύχτα όταν μετά τον κανόνα της έγειρε να κοιμηθεί, άκουσε μια ουράνια φωνή να τής υπαγορεύει μία προσευχούλα την οποία αποστήθισε και ή οποία έκτοτε έγινε ή παρηγοριά της μέσα στην ερημιά.

Ή προσευχή εκείνη έλεγε τα έξης:

«Βρίσκομαι στην ερημιά, κι έχω απέναντι μου υψηλά Βουνά, κι έχω τον Θεό Πατέρα, τον Ιησού παρηγοριά. Τα πουλάκια πού πετούνε, δω και εκείνες μες τα κλαδιά τσίου - τσίου τα καημένα, πώς πετούν χαριτωμένα τί ευχάριστο για μένα, πού δεν βλέπω άλλον κανένα! Με το βλέμμα ιλαρό τα υποδέχομαι και γώ και μαζί συνομιλώ. 'Ω Ποιητά μου, Λυτρωτά μου, δώσε θάρρος στην καρδιά μου να ξεχνώ την ερημιά μου, στα ιερά καθή κοντα μου, στην καλή την Παναγιά μου, πούχω πάντα συντροφιά μου, στην καλή μου Παναγιά, συντροφιά μου και ελπίδα».

Ή αείμνηστος Γερόντισσα ήταν καλοσυνάτη και ευγενής με όλους, αποφεύγοντας κάθε κοσμικότητα στην συμπεριφορά της. Διακρίθηκε για την ακλόνητο πίστη και την ευσέβεια της, τη βαθειά ταπείνωση, την πραότητα και την συγχωρητικότητά της ως επίσης και την εντιμότητα της, χάρισμα σπάνιο και το όποιο την καθιέρωσε στην συνείδηση των Μπασιωτών σαν πνευματική τους Μητέρα.

Το στόμα της δεν εξέφρασε ποτέ άπρεπη ή πικρό λόγο, ή δε διδαχή της κινούσε τον τυχόντα συνομιλητή της εις μετάνοια και διόρθωση. Το κομποσκοίνι και η ευχή ήταν αχώριστοι σύντροφοι της.

Η δίαιτα της ήταν λιτότατη και λιγοστή. Το κελάκι της απλό και απέριττο πρόδιδε την πνευματική εργασία που ετελείτο εκεί σε όποιον εισερχόταν σε αυτό. 

Διάθετε και το ιαματικό χάρισμα το οποίο πλουσιοπάροχα της χορήγησε η Θεία Χάρις για την αγία βιωτή της και την καθαρή προσευχή της. Έτσι εξελίχθηκε σε μάνα κάθε πονεμένου ο οποίος την πλησίασε και ο οποίος έφευγε χαρούμενος με τη

βεβαίωση ότι θα ενεργήσει για το πρόβλημα του η ταπεινή προσευχή της αγίας εκείνης γυναικός.

Αξιώθηκε να απόκτηση και μία υποτακτική, την αδελφή Θωμαϊδα ή οποία με αυταπάρνηση την εξυπηρέτησε όταν γύρω στα ογδόντα της χρόνια έσπασε το πόδι της. Δοξάζοντας το ύπερύμνητον όνομα της Αγίας Τριάδος και αδιαλείπτως προσευχόμενη έκοιμήθη στις 22 Αυγούστου 1984.

Τις πληροφορίες μας έδωσε το πνευματικόν τέκνον της Γεροντίσσης, ό εκείνες Κιάτου Κορινθίας καταγόμενος Θεολόγος Γεώργιος Μαγκιρίδης, ό οποίος σαν παιδί έπεσκέπτετο τακτικά την Γερόντισσα και ρουφούσε αχόρταγα τη διδαχή της.

Απο το http://apantaortodoxias.blogspot.com

: Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα-Video





Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα
7 Ιαν 2009 - 46:59
Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα - Η ασκήτρια της Κλεισούρας

--

Γεροντισσα Βαρβαρα η Ρωσιδα gerontisa varvara i rosida



Γερόντισσα Ολυμπιάδα, Ηγουμένη Ι.Μ. Προφήτου Ηλιού Φωκίδας



Ἡ ἀείμνηστη Γερόντισσα Ὀλυμπιάς κατά κόσμον Θεοδώρα Καστανᾶ γεννήθηκε στό Αἰτωλικό τῆς Ἁγιοτόκου καί ἡρωοτρόφου Αἰτωλοακαρνανίας τό σωτήριον ἔτος 1922.
Ἡ οἰκογένειά της ὑπερπολύτεκνη. Ὀκτώ ἀδέλφια. Οἱ γονεῖς της Δημήτριος καί Ἀλεξάνδρα ἐφημίζονταν γιά τήν ἐνάρετη ζωή τους, γιά τή θεοσέβειά τους καί τήν προσήλωσή τους στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Ἀνέθρεψαν τά παιδιά πού ὁ Θεός τούς ἔδωσε ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου.


Ἡ μικρή Θεοδώρα ἀπό τά παιδικά της χρόνια διακρίνετο γιά τήν σοφή της κρίσι, γιά τή σοβαρότητά της καί τήν ὡριμότητά της. Διαβάζοντας τούς βίους τῶν Ἁγίων προσπαθοῦσε νά
τούς μιμηθεῖ. Ἀγωνιζόταν μέ ἐπιμέλεια γιά τή διόρθωση καί μεταμόρφωση τοῦ ἑαυτοῦ της ἐκ τῶν ψυχοφθόρων παθῶν.
Στά ἐφηβικά της χρόνια ἡ καρδιά της δέχτηκε τό σκίρτημα τοῦ θείου ἔρωτος ἀποφασίζοντας νά παραμείνει ἰσοβίως ἀμνάς καί νύμφη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ νεανική της ψυχή ἐκτός ἀπό τήν πυρπόληση τῆς θείας ἀγάπης ἐπτερώθη ἀπό τήν θυσιαστική ἀγάπη γιά τόν πάσχοντα ἄνθρωπο. Ἀκολουθώντας τά βήματα τῆς μεγάλης της ἀδελφῆς ἀφιερώθηκε ὡς ἀδελφή νοσοκόμος στήν ὑπηρεσία καί δικονία τοῦ ἀρρώστου καί πονεμένου συνανθρώπου. 




Ὑπηρέτησε πρῶτα στό νοσοκομεῖο τῆς Βούλας καί ἐν συνεχείᾳ γιά δέκα χρόνια στό νοσοκομεῖο Ἅγιος Σάββας. Παντοῦ ἀπό ὅπου πέρασε, ἀγάπησε, ἀναλώθηκε, ἐπέδειξε θυσιαστικόν ἦθος, ἀλλά καί ἀγαπήθηκε πολύ. Ἦταν ἕνας ἄγγελος, ὅπου ἀνέπαυε τούς ἀνθρώπους καί τούς χαροποιοῦσε. Μέσα στό θεραπευτήριο τοῦ πόνου καί τῆς ἀγωνίας στόν Ἅγιο Σάββα, ἀνεδείχθη ἱεραπόστολος σώζοντας ψυχές ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν. Συνεργαζόμενη μέ τόν ἀείμνηστο π. Γεώργιο, ἐφημέριο τοῦ νοσοκομείου, πλῆθος ἀσθενῶν καθημερινά ὁδηγοῦσε στό δρόμο τῆς μετανοίας καί τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καί τελειώσεως.




Στήν ὥριμη ἡλικία τῶν 40 ἐτῶν ἀποφασίζει νά ἀνταλλάξει τή λευκή στολή τῆς ἀδελφῆς νοσοκόμου μέ τόν πένθιμο καί μελανό μοναχικό τρίβωνα. Πρῶτος της πνευματικός ὁδηγός καί γέροντας στή μοναχική πολιτεία ὁ τότε Ἀρχιμ. Καλλίνικος Καροῦσος μετέπειτα Μητροπολίτης Πειραιῶς. Ἡ εὐδοκία καί ἡ πρόνοια τοῦ ἁγίου Θεοῦ, ἀρχές τῆς δεκατίας τοῦ 1970, ὁδήγησε τά βήματά της στήν Ἱερά Μητρόπολη Χαλκίδος, ἀρχιερατεύοντος τοῦ ἐναρέτου καί ἁγίου ἐπισκόπου Νικολάου Σελέντη. Μέ τόν ἀείμνηστο Νικόλαο ἡ Μοναχή Ὀλυμπιάς συνεργάστηκε ἄριστα. Ἔχοντας ὡς συμμονάστρια τήν Μοναχή Κικιλία ἀνέλαβαν τήν ἐρειπωμένη καί ἐγκαταλειμμένη μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου παρά τά Ψαχνά Εὐβοίας, τήν ὁποία καί ἀνακαίνισαν ἐκ βάθρων σέ σύντομο χρονικό διάστημα.




Στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Καλυβίτη ἡ γερόντισσα παρέμεινε 16 ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ δημιούργησε τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν μοναχική της συνοδεία καί ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα, τά ἐκλεκτά της πνευματικά τέκνα. Κατά θείαν βουλήν καί νεῦσιν καί τῇ εὐγενεῖ
προσκλήσει τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φωκίδος κ.κ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ, ἡ συνοδεία τῆς γερόντισσας Ὀλυμπιάδος, τόν Ἰούλιο τοῦ 1988 μεταφυτεύεται στήν καθ’ ἡμᾶς ἱεράν καί σεβασμίαν Μονή τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τήν πάλαι ποτέ Ἁγίαν Λαύραν τῆς Ρούμελης. Μέ
τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας ἡ Γερόντισσα συνδεόταν μέ πνευματική φιλία ἀπό τή συνεργασία τους στό νοσοκομεῖο τοῦ Ἁγίου Σάββα.




Τό μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία τότε βρισκόταν σέ ἐρειπώδη κατάσταση καί πνευματική παρακμή. Ἐπί ἡγουμενίας τῆς Μοναχῆς Ὀλυμπιάδος, ἡ Μονή ἐγνώρισε ἡμέρες δόξης. Ἐπέδειξε ἀκαταπόνητη δραστηριότητα. Ἀνακαίνισε ὅλη τή Μονή, τό καθολικό, τά παρεκκλήσια, τά κελλιά. Ἔκτισε καινούριες πτέρυγες. Θεμελίωσε καί ἀνήγειρε τό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Καλυβίτου. Συμμάζεψε τήν περιουσία τῆς Μονῆς, κτήματα, χωράφια, βοσκοτόπια πού λυμαίνονταν κάποιοι καί τά ἐκμεταλλεύονταν ἀντί πινακίου φακῆς. Ἐπανέφερε τό μοναστήρι στήν παλαιά του αἴγλη. Τό ἀνέδειξε σέ πνευματικό φάρο τῆς περιοχῆς. Μέ τά τάλαντα πού διέθετε ἡ Γερόντισσα, παρουσίασε μιά Μονή ἀξία τῆς μακραίωνης ἱστορίας καί
τῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας της.




Ἐκεῖνο ὅμως πού τήν καταξιώνει στή συνείδηση ὅλων μας, εἶναι ἡ μοναχική της πείρα καί σοβαρότητα, ἡ πνευματικότητα πού ἐξέπεμπε καί ἡ ἁγία της βιοτή. 40 χρόνια δοσμένα στήν ἀφιέρωση καί τή λατρεία τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή, τίς θλίψεις, τίς στερήσεις, τίς δοκιμασίες. Ἐκαυχᾶτο γιά τή μοναχική της ἐπιλογή, γιατί πίστευε ὅτι καύχημα τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας ἡ μοναχική πολιτεία. Μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦσε νά ἐξυψώνει τήν πνευματική ζωή τῆς Μονῆς. 
Ἤθελε τίς μοναχές πνευματοφόρες νά ζοῦν μέ χαρά καί χωρίς γογγυσμό τήν καλογερική της. Νά χαίρονται τήν ἄσκησή τους.




Ἐκείνη ἦταν ὑπόδειγμα. Ζοῦσε τήν πατερική συνέπεια καί αὐστηρότητα, ἀλλά ἀπέφευγε τίς ὑπερβολές. Δέν γνώριζε ὑποχωρήσεις στή μοναχική ζωή. Μέ σοφία καί διάκριση συνδύαζε τήν ἄσκηση μέ τή σύγχρονη πραγματικότητα. Δέν ἔλειψε ποτέ ἀπό τήν Ἀκολουθία καί
ἀγαποῦσε πολύ τήν λειτουργική ζωή. Κέντρο τῆς πνευματικῆς της ζωῆς τό Ἱερό Θυσιαστήριο. Ἡ Θεία Κοινωνία, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ζωή της. Μεταλάμβανε πολύ συχνά τῶν ἀχράντων μυστηρίων μέ βα- θειά συναίσθηση καί φόβο Θεοῦ “εἰς ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς καί βασιλείας”.
Εἶχε τό χάρισμα νά ἀναπαύει ἐκτός τῶν μοναχῶν καί τούς κοσμικούς. Πολλές ψυχές βρῆκαν κοντά της παρηγοριά, ἀνακούφιση καί λύση τῶν προβλημάτων τους.
Πάντα τήν συνεῖχε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγωνία τῆς σωτηρίας.




Ὅταν πρίν καιρό τήν ἐπισκέφθηκα στό κελλί της μοῦ εἶπε: “Ξέρω πλέον ὅτι θά φύγω. Δέν μέ νοιάζει. Αὐτό πού μέ ἀπασχολεῖ καί μέ βασανίζει εἶναι τό τί λόγο θά δώσω στόν Θεό”. Καί ἐγώ ἀστειευόμενος τῆς λέω: “Γερόντισσα ὅταν θά πᾶμε στό Χριστό θά τοῦ ποῦμε ὅτι ἄν καί δέν κάναμε τίποτε στή ζωή μας, ἄν καί δέν καταφέραμε σπουδαῖα πράγματα, θά τοῦ
ποῦμε, Χριστέ, σέ ἀγαπήσαμε πολύ καί τολμήσαμε στά δύσκολα αὐτά χρόνια νά γίνουμε μοναχοί”. Ὁ λόγος αὐτός τήν ἀνέπαυσε.




Ἔτσι λοιπόν, γιά τή μακαριστή Γερόντισσα ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος “Μοναχός ἐστι κατώδυνος ψυχή ἐν διηνεκεῖ μνήμῃ θανάτου ἀδολεσχοῦσα, ἐγρηγορυῖα τε καί ὑπνώττουσα”. Μαζί μέ τίς ἀρετές τῆς ἀγάπης καί τῆς ὑπακοῆς ἡ Μοναχή Ὀλυμπιάς ἐκαλλιέργησε τήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως. Ζοῦσε μέσα στό μυστήριο τῆς ταπεινώσεως. 




Γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι “ἐν τῇ ὑπερηφανείᾳ ἀπώλεια καί ἀκαταστασία πολλή” (Ἰωβιτ 3,13) “ἐνῶ μέ τήν ταπείνωση χάριν Θεοῦ, παρουσία Θεοῦ”. Ἔζησε μέσα σ’ αὐτόν τόν ἱερό χῶρο χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς νά προβάλλεται καί νά μιλάει γιά τό πρόσωπό της,
χωρίς νά ἔχει στό πρόσωπό της τήν ἐτικέττα τῆς σωτηρίας καί τοῦ σωτῆρος. Ἀλλά μέ ἀπόλυτη πιστότητα καί μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν ἀρχηγό καί τελειωτή τῆς πίστεώς μας τό Χριστό πορεύθηκε μέχρι τήν τελευταία της πνοή.




Ἔγινε “εὐάρεστος τῷ Θεῷ” μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Θεωροῦσε τόν ἑαυτό της “ὑποκάτω πάσης κτίσεως”. Μέ πολλές ἀρετές, μέ πολλούς κόπους, μέ πολλές θυσίες καί μέ προσευχές, μέ ἀγρυπνίες καί νηστεῖες, ἡ καλή μας καί λατρευτή μας γερόντισσα εὐαρέστησε τόν Κύριο σέ ὅλη της τή ζωή, ὅμως ἐτελειώθη ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ, μέ τίς πολλές ἀσθένειες πού τήν ἐπισκέφθηκαν κατά καιρούς καί ἐσχάτως τούς τρεῖς τελευταίους μῆνες.




Εἶχε μάθει πάντα τή ζωή της νά τήν ἀφήνει στό Θεό. “Καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα”. Ὅταν τήν ἐπισκέφθηκε ὁ καρκινάκος, ὅπως τόν ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος, τόν δέχθηκε μέ μεγάλη χαρά καί εἰρήνη ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ. Οἱ φοβεροί πόνοι δέν ἔσβησαν τό χαμόγελο ἀπό τά χείλη της. “Τήν ἀσθένειά μου τήν ἔχω ἀφήσει στό Θεό. Ἄς γίνει τό θέλημά Του” ἔλεγε συχνά. Καί ἀντί νά τήν παρηγοροῦν οἱ ἄλλοι καί νά τήν ἐνισχύουν, ἀντιθέτως αὐτή παρηγοροῦσε τούς ἄλλους.


Ἦταν εἰρηνική καί γαλήνια. Ὅταν τύχαινε νά λειτουργῶ στό μοναστήρι καί νά ἀνεβαίνω στό κελλί της, γιά νά τήν κοινωνήσω, αἰσθανόμουν μέσα μου μιά ἀνέκφραστη χαρά, μιά ἀπέραντη εἰρήνη, βλέποντας τό ὁσιακό της πρόσωπο, ἔβλεπες τή μέθεξη τοῦ Θεοῦ.


Ἐμπειρία ἀξέχαστη καί ἀνεπανάληπτη. Συνέχεια ψιθύριζε “Δόξα σοι ὁ Θεός. Ἄς γίνη τό θέλημά Του. Ὅ,τι θέλει ἡ Παναγία”. Μέ τόν τρόπο ψήθηκε μέσα στό καμίνι τοῦ πειρασμοῦ καί τῆς δοκιμασίας ἀφοῦ σέ ὅλη της τή ζωή δοκίμασε πλῆθος πειρασμῶν χωρίς ποτέ νά γογγύσει. Γι’ αὐτό καί ἀναδείχθηκε “ἄρτος καθαρός”, ἀφοῦ διά τῶν θλίψεων ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός, ὁ ἄνθρωπος γίνεται καθαρός ἄρτος τοῦ Θεοῦ. “ Ἐάν μή ἐψηθῶμεν διά τῶν πειρασμῶν, Θεῷ ἡδύτατος ἄρτος γενέσθαι οὐ δυνάμεθα”. “ Ἐπιλήψει μέ διηγούμενον ὁ χρόνος”. Ὁ Προφήτης Ἠλίας εὐαρεστούμενος γιά τήν ὁσιακή βιοτή καί τούς κόπους τῆς Γερόντισσας οἰκονόμησε νά τήν πάρει κοντά του παραμονές τῆς ἐτησίας του ἑορτῆς καί πανηγύρεως (Σχόλιο efthumhs: Η γερόντισσα κοιμήθηκε στις 18 (ή 19, δεν θυμάμαι καλά) Ιουλίου 2009). Αὐτό τά λέει ὅλα. Ἡ Γερόντισσα Ὀλυμπιάς θά γραφεῖ μέ χρυσά γράμματα στήν ἱστορία ὡς νέα κτητόρισσα τῆς Μονῆς.


Ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἐπικήδειο λόγο τοῦ Ἀρχιμ. Νεκταρίου Καλύβα


Αναδημοσίευση απο το http://apantaortodoxias.blogspot.com/20 ... _2078.html

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΝΑΝΤΙΕΖΝΤΑ Γεύση παραδείσου στην καρδιά της Ρωσίας.




Του πατρός Νεκταρίου Αντωνοπούλου.-Ηγουμένου Ιεράς Μονής Σαγματά



Ήταν 10 Ιουνίου του 2000, παραμονή της εορτής του αγίου Λουκά του ιατρού, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Βρισκόμουν στον ναό της Αγίας Τριάδος Συμφερουπόλεως για τον πανηγυρικό εσπερινό και τον όρθρο. Ανάμεσα στους χιλιάδες προσκυνητές διέκρινα μία ηλικιωμένη μεγαλόσχημη μοναχή. Ήταν ή Γερόντισσα Ναντιέζντα (Ελπίδα) από την Σεβαστούπολη. Από την πρώτη στιγμή με εντυπωσίασε ή μορφή της και ή καλοσύνη της. Οι συγγενείς της πού την συνόδευαν μου είπαν ότι ή γερόντισσα ήταν πνευματικό παιδί του αγίου Λουκά. Την ξαναείδα την επόμενη χρονιά στην Σεβαστούπολη. Μιλήσαμε λίγο περισσότερο και κατάλαβα ότι πρόκειται για πνευματικό θησαυρό. Δυστυχώς ό χρόνος με πίεζε και δεν είχα την δυνατότητα να μείνω περισσότερο. Την αποχαιρέτισα λέγοντας ότι, αν θέλει ό Θεός, την επόμενη χρονιά θα την επισκεφθώ στο σπίτι της.


Πράγματι τον Ιούνιο του 2002 την επισκέφθηκα στην κατοικία της. Μένει στο ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Το μικρό διαμέρισμα της αποτελείται από ένα δωμάτιο, ένα στενό διάδρομο και μία μικρή κουζίνα, ανήλιο και απεριποίητο, σε άθλια κατάσταση, όπως άλλωστε και όλη ή πολυκατοικία. Ή γερόντισσα μένει με την κόρη της και την εγγονή της. Ό τοίχος πάνω από το κρεβάτι της είναι καλυμμένος από εικόνες και στην γωνία υπάρχει ένα τραπεζάκι με ακοίμητο καντήλι.


Μας υποδέχθηκε όλο χαρά: «Καλώς ορίσατε! Τι μεγάλη ευλογία είναι αυτή, να έρθετε σε μένα την αμαρτωλή...». Πήρε από το τραπέζι ένα και μοναδικό πορτοκάλι και μου το έδωσε.


«Το φύλαγα για σένα», συνέχισε.
«Ξέρεις πριν από ένα μήνα ήμουν πολύ άσχημα. Άρχισαν να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου, έπεσε ή πίεση μου και κατάλαβα ότι σύντομα θα φύγω για το μεγάλο ταξίδι. Ήρθε ό ιερέας και με κοινώνησε, αποχαιρέτισα τους δικούς μου και περίμενα. Κάποια στιγμή όμως θυμήθηκα τα λόγια σου και την υπόσχεση σου. Παρακάλεσα τότε τον άγιο Λουκά και του είπα: «Άγιε μου Λουκά, ό π. Νεκτάριος μου είπε ότι σε ένα μήνα θα έρθει να με δει. Αν θέλεις, άφησε με να ζήσω μέχρι τότε και μετά ας φύγω. Πράγματι ό άγιος με άκουσε, οί δυνάμεις μου επανήλθαν, ή πίεση ανέβηκε και τώρα είμαι καλά». Την άκουσα με έκπληξη και κάπως αμήχανα της είπα: «Μα και εγώ ήθελα να σε δω ζωντανή». Πολύ χαριτωμένα απάντησε. «Και εγώ προσπαθούσα να ζήσω».


Την ρωτήσαμε για την ζωή της.
«Γεννήθηκα το 1906. Έζησα πάρα πολλά στην ζωή μου. Φτώχεια, πείνα, δυστυχία, επαναστάσεις, πολέμους...».
Να σημειώσουμε εδώ ότι ή Σεβαστούπολη ανήκει σε εκείνες τις πόλεις πού έχουν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα. Λίγο μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ξέσπασε ό εμφύλιος πόλεμος μεταξύ «Λευκών» και «Κόκκινων», ό όποιος κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια. Εκατομμύρια οί νεκροί και περισσότερα τα άλλα θύματα και οί τραυματίες. Ή πλέον αιματηρή φάση αυτού του πολέμου έλαβε χώρα στην Κριμαία. Μετά την αποχώρηση των «Λευκών», οί σφαγές έφτασαν στο απόγειο τους. Μέσα σε ενάμισι μήνα εκτελέστηκαν περίπου 50.000 άνθρωποι. Ειδικά ή Σεβαστούπολη έζησε ημέρες φρίκης και γι' αυτό ονομάστηκε «πόλη των κρεμασμένων». Ή κεντρική λεωφόρος ήταν γεμάτη πτώματα. Όσους συνελάμβαναν τους κρεμούσαν στους δρόμους, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, ενώ σε όλη την πόλη κυριαρχούσαν αφίσες με το σύνθημα «θάνατος στους προδότες».
Στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ή Σεβαστούπολη δοκίμασε και πάλι την
φρίκη του πολέμου. Το μέρος είναι στρατηγικής σημασίας και οί δυο αντίπαλοι πολέμησαν λυσσαλέα και είχαν αμέτρητους νεκρούς. Ή Σεβαστούπολη κράτησε για 249 ήμερες και όλο αυτό το διάστημα βομβαρδίστηκε ανελέητα. Όταν σταμάτησαν οί μάχες, μόνον επτά κτήρια είχαν μείνει όρθια, ή υπόλοιπη πόλη είχε ισοπεδωθεί.


Ή γερόντισσα συνέχισε: «Πρώτα ζήσαμε την φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Ήμουν μικρό κορίτσι τότε και ή πόλη μας έζησε πολλές δυστυχίες. Χύθηκε πολύ αίμα τότε. Στην δεκαετία του '30 παντρεύτηκα και απέκτησα δυο κορίτσια. Σε λίγο ξέσπασε ό Β' Παγκόσμιος πόλεμος και ό άνδρας μου έφυγε για το μέτωπο. Οί Γερμανοί τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και έμεινε αρκετό καιρό στα γερμανικά στρατόπεδα. Μετά τον πόλεμο οί αιχμάλωτοι επέστρεψαν, αλλά όχι στα σπίτια τους, τους έστειλαν στην Σιβηρία Πράγματι αυτή ήταν ή παράλογη πολιτική του Στάλιν. Οί ταλαίπωροι Ρώσοι αιχμάλωτοι, όσοι βέβαια επέζησαν από τις κακουχίες των γερμανικών στρατοπέδων, θεωρήθηκαν από τον Στάλιν μολυσμένοι από το «μίασμα του καπιταλισμού» και γι' αυτό θα έπρεπε να υποβληθούν σε «αποτοξίνωση» και αντικαπιταλιστική θεραπεία. Έτσι λοιπόν οδηγήθηκαν όλοι στα στρατόπεδα του Γκουλάγκ! Τον άνδρα μου δεν τον ξαναείδα. Δεν άντεξε στις κακουχίες και πέθανε εκεί. Με μεγάλες δυσκολίες μεγάλωσα τα δυο μου παιδιά. Μόνη μου παρηγοριά και ελπίδα ήταν ή πίστη στον Θεό. Από μικρή ήμουν στην εκκλησία και αυτό με στήριξε. Ας είναι δοξασμένο το όνομα Του».


Γνωριμία με τον άγιο Λουκά
Γνώρισα τον άγιο Λουκά το 1951 και αυτή ή γνωριμία ήταν ή μεγαλύτερη ευλογία στην ζωή μου. Για δέκα χρόνια του έφτιαχνα τα πρόσφορα της Θ. Λειτουργίας και δεν έχανα τα κηρύγματα του. Τον επισκεπτόμουν στο γραφείο του, μιλούσαμε συχνά και πολλές φορές φάγαμε μαζί. Μας βοήθησε πολύ αλλά και όλο τον κόσμο. Ό ίδιος πολλές φορές έμεινε νηστικός για να ταΐζει τους άλλους. Ό άγιος Λουκάς φαινόταν αυστηρός, όμως δεν ήταν. Όταν τον πλησίαζα έβλεπα έναν γλυκύτατο άνθρωπο, γεμάτο αγάπη. Όλοι τον αγαπούσαμε και τον θεωρούσαμε πατέρα μας. Παρόλο πού ή κατάσταση ήταν δύσκολη -ή Εκκλησία ήταν υπό διωγμό και κινδυνεύαμε να χάσουμε τις δουλειές μας- τρέχαμε κοντά του για να ακούσουμε τα κηρύγματα του. Άλλα και όταν τελείωνε ή Θ. Λειτουργία δεν φεύγαμε, τον περιμέναμε και τον ακολουθούσαμε μέχρι το σπίτι του. Όταν φτάναμε, εκείνος γύριζε όλο αγάπη και μας ευλογούσε. Όταν ή κόρη μου ήταν μικρή, είχε πρόβλημα με την σκωληκοειδίτιδα και οι γιατροί συνέστησαν εγχείριση. Την πήγα στον άγιο Λουκά, την εξέτασε και μας είπε: «Όχι, να μην κάνει εγχείριση, δεν είναι τίποτα». Πράγματι από τότε δεν την ξαναενόχλησε. Θυμάμαι ότι τον είχα δει λίγες μέρες πριν από την κοίμηση του. Ήταν στο κρεβάτι του, πολύ αδύναμος, δεν μπορούσε καλά - καλά να μιλήσει. Μόνο κάτι μου ψιθύρισε και πήρα την ευχή του. Στην κηδεία του ήμουν παρούσα. Τα δυο βράδια πού παρέμεινε το σκήνωμα του στο ναό ήμουν εκεί και του διάβαζα το ψαλτήρι. Το δεύτερο βράδυ, καθώς διάβαζα το ψαλτήρι, τον είδα μπροστά μου ολοζώντανο. Καθόταν λίγο πιο πέρα κοντά σε ένα τραπέζι. Έμεινα άφωνη.


Την ημέρα της κηδείας του έγινε μεγάλη μάχη με τους αστυνομικούς, πού δεν μας επέτρεπαν ούτε να μεταφέρουμε το λείψανο του από τον κεντρικό δρόμο ούτε να ψάλλουμε. Δεν θα ξεχάσω το έξης καταπληκτικό γεγονός: Όταν δίναμε την μάχη με τους αστυνομικούς πάνω από το φέρετρο του, εμφανίστηκαν στον ουρανό χιλιάδες περιστέρια πού έκαναν κύκλους και τιτίβιζαν. Ακολούθησαν όλη την εκφορά του αγίου Λουκά στον κεντρικό δρόμο μέχρι το κοιμητήριο. Ή διάρκεια ήταν περίπου τρεισήμισι ώρες. Όλη αυτή την ώρα ψάλλαμε το «Άγιος ό Θεός» και τα περιστέρια μας ακολουθούσαν. Όταν φτάσαμε στο κοιμητήριο, τα περιστέρια κάθισαν πάνω στην στέγη της εκκλησίας. Σαν τελειώσαμε και αρχίσαμε να αποχωρούμε, τα περιστέρια πέταξαν τιτιβίζοντας και κανείς ποτέ δεν τα ξαναείδε. Ήταν χιλιάδες περιστέρια και το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Ακόμη και οι «άθεοι» προβληματίστηκαν.
Όλα τα πνευματικά του παιδιά είχαν πεισθεί ότι επρόκειτο περί αγίου. Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία και ότι του ζητούσαμε στην προσευχή μας, μας το έδινε. Από τότε με επισκέφθηκε κάποιες φορές. Την τελευταία φορά πού ήρθε πρόσεξα ότι το ράσο του είχε λίγες λάσπες. Το καθάρισα και του είπα: «Δεσπότη μου, πού λερώθηκες; Άλλη φορά να προσέχεις...».
Μας ήλθε στο μυαλό ή προτροπή του Χριστού να γίνουμε σαν τα παιδιά και θαυμάσαμε την απλότητα και την αμεσότητα της.


Ή κούρα
«Ή κούρα μου έγινε το 1997. Ήθελα από πολύ καιρό να γίνω μοναχή, αλλά δεν δινόταν ή ευκαιρία. Τελικά, αυτή μου την επιθυμία την πληροφορήθηκε ό Μητροπολίτης μας κ. Λάζαρος, ό όποιος έδωσε και την ευλογία να γίνει ή κούρα. Δεν πήγα σε μοναστήρι, γιατί δεν υπάρχει κάποιο εδώ κοντά. Επιπλέον είμαι πολύ μεγάλη σε ηλικία και γι' αυτό αποφάσισα να μείνω εδώ. Χωρίσαμε το δωμάτιο στην μέση με την κόρη μου (και δείχνοντας το κρεβάτι και τις εικόνες συνέχισε) από εδώ είναι το μοναστήρι και (δείχνοντας το κρεβάτι της κόρης της απέναντι) από εκεί είναι ό κόσμος.
Ή μέρα μου περνάει με προσευχή. Τι άλλο να κάνω; Μοναχή είμαι. Παλιότερα διάβαζα όλη την ημέρα πολλές παρακλήσεις και τους χαιρετισμούς στην Παναγία. Τώρα δεν βλέπω σχεδόν καθόλου, ούτε ακούω καλά. Μου διαβάζει ή κόρη μου και τις υπόλοιπες ώρες κάνω κομποσχοίνι. Το 'ίδιο και την νύχτα, γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ πολύ. Λέω την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με την αμαρτωλή». Προσεύχομαι για τον Δεσπότη μας, για τους ιερείς, για τους μοναχούς μας αλλά και για όλο τον κόσμο. Προσεύχομαι και για εσένα να σε έχει ό Θεός καλά. Σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε: «Ξέρεις σήμερα είμαι πολύ χαρούμενη, αλλά και πολύ λυπημένη. Αύριο είναι της Αναλήψεως και ό Χριστός μας θα φύγει. Χαίρομαι πού θα αναληφθεί στους ουρανούς, αλλά πάλι λυπάμαι πού θα φύγει... Εγώ ήθελα να μείνει! Άλλα οπού να 'ναι θα φύγω κι εγώ, είμαι πλέον άχρηστη. Να μην τους κουράζω και τους ενοχλώ».
Στο σημείο αυτό επενέβη ή κόρη της: «Ή μητέρα μου όλο αυτό μου λέει. Όμως είναι ένας άνθρωπος πού ποτέ δε με κούρασε. Δεν είναι καθόλου απαιτητική, ούτε πού μας ενοχλεί. Για ποιο λόγο να φύγει; Είμαστε τόσο αγαπημένες και περνάμε τόσο όμορφα μαζί. Κάνουμε την προσευχή μας, διαβάζουμε τους βίους των αγίων. Τι άλλο θέλουμε;».
Πέρασε αρκετός καιρός. Τον Οκτώβριο του 2003 την επισκεφθήκαμε και πάλι με μία ομάδα νέων παιδιών από την Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Το μικρό δωμάτιο γέμισε ασφυκτικά, οί περισσότεροι δεν χωρούσαν και έμειναν στον διάδρομο. Ή χαρά της γερόντισσας ήταν πολύ μεγάλη. «Μεγάλη χαρά μου δίνετε. Ήρθατε τόσοι άνθρωποι σε μένα! Ευχαριστώ πού με θυμηθήκατε. Σαν πουλάκια από τον ουρανό ήρθατε, σαν άγγελοι».
Μεταξύ των άλλων μας διηγήθηκε και δυο περιστατικά, από αυτά πού συναντάει κανείς μόνο στα παλιά συναξάρια, πού δείχνουν την μεγάλη της καρδιά. «Πριν από μερικά χρόνια πήγαινα με την κόρη μου στην εκκλησία. Στον δρόμο βρήκαμε ένα μικρό παιδί ρακένδυτο. Το ρωτήσαμε από που είναι και που μένει. Το παιδί ήταν εγκαταλελειμμένο, δεν είχε ούτε γονείς, ούτε σπίτι. Του είπα: «Θέλεις να έρθεις να μείνεις μαζί μας»; Δέχθηκε και έτσι πήραμε το παιδί στο σπίτι και το κρατήσαμε τρία-τέσσερα χρόνια. Αργότερα βρέθηκαν κάποιοι συγγενείς από την Βύνιτσα, πολύ μακριά από εδώ και πήραν το παιδί μαζί τους.
Δυστυχώς τώρα δεν έχουμε επικοινωνία με το παιδί. Δεν μας πήρε τηλέφωνο, ούτε μας έστειλε γράμμα. Δεν πειράζει, ας είναι καλά το παιδί, ας το έχει καλά ό Θεός. Εμείς αυτό μπορούσαμε να κάνουμε και το κάναμε».


Θαυμάσαμε την αρχοντιά της. Ή ψυχή πού γνωρίζει να αγαπάει, να προσφέρει και να θυσιάζεται δεν παραπονιέται για την οποία τυχόν αχαριστία, ούτε απαιτεί την μόνιμη εξάρτηση του άλλου. Παρόμοιο είναι το δεύτερο περιστατικό.
«Μία συγγενής μας έμεινε έγκυος. Επειδή δυσκολευόταν οικονομικά αποφάσισε να κάνει έκτρωση. Την παρακάλεσα να μην κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν ανένδοτη. Έλεγε ότι δεν μπορούσε να το μεγαλώσει. Έπεσα στα πόδια της, την παρακάλεσα με δάκρυα και της έλεγα ότι θα κάνει ένα έγκλημα, θα σκοτώσει έναν άνθρωπο. Δεν άλλαξε γνώμη και τότε της είπα ότι αφού δεν μπορείς να το μεγαλώσεις, θα μου το δώσεις, θα το υιοθετήσω και θα το μεγαλώσω εγώ. Έτσι πείστηκε. Το παιδί γεννήθηκε και το πήραμε σπίτι μας. Σήμερα είναι 14 χρονών».
Έτσι ή μικρή Άννα μεγαλώνει στο σπίτι της γερόντισσας. Πρόκειται για ένα πολύ καλό και πρόθυμο κορίτσι, πού ζει χάρη στην αγάπη της αγιασμένης γιαγιάς της. Το αξιοθαύμαστο είναι τι ή γερόντισσα Ναντιέζντα όχι μόνο δεν είναι πλούσια, αλλά παίρνει σύνταξη πείνας. Μόλις έξι εύρώ τον μήνα και άλλα τόσα ή κόρη της. Τα χρήματα δεν φτάνουν για να ζήσουν, αλλά ή γερόντισσα είναι απόλυτα παραδομένη στο θέλημα του Θεού.


Καθίσαμε κοντά της πάνω από μια ώρα. Το χαμόγελο ήταν μόνιμο στα χείλη της και ό λόγος της ένα ξεχείλισμα χαράς. Δεν ακούσαμε κανένα παράπονο, μόνο δοξολογία του Θεού. Ή μορφή της ήταν γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Τα μάτια της βλέπουν ελάχιστα, τα μάτια της ψυχής της όμως είναι ορθάνοιχτα ΄Στα χέρια της γύριζε συνεχώς το κομποσχοίνι και κάθε τόσο ψιθύριζε την ευχή του Ιησού.


Φεύγοντας μας γέμισε ευχές: «Να πάτε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Ό φύλακας άγγελος να είναι μαζί σας. Ό άγιος Λουκάς να είναι κοντά σας. Γράψτε μου τα ονόματα σας και την πόλη σας, για να προσεύχομαι για όλους σας και για τους δικούς σας. Τώρα πού θα φύγετε θα κάνω παράκληση στην Παναγία την Οδηγήτρια να σας οδηγεί και να πηγαίνει μπροστά στον δρόμο σας».
Παρόλο πού ήταν καταβεβλημένη ζήτησε επίμονα από την κόρη της να την βοηθήσει να βγει μέχρι έξω για να μας αποχαιρετίσει. Κάθισε στην πόρτα και με δάκρυα στα μάτια μας σταύρωνε συνεχίζοντας τις ευχές. «Ό φύλακας Άγγελος να είναι μαζί σας. Ή Παναγία ή Οδηγήτρια να είναι οδηγός σας».


Μία ώρα κοντά της ήταν μία γεύση Παραδείσου.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 2002

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΕΥΛΑΜΠΙΑ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ του Πρεσβ. π. Λαμπρου Φωτοπούλου





(απόσπασμα - αναδημοσίευση από το Περιοδικό “Εφημέριος”)


Η καταγωγή


Η Ευλαμπία Ρωμανίδου, μητέρα του πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη, κατήγετο από την Αραβισσό της Καππαδοκίας, μια περιοχή που ποτέ δεν έπαυσε να συζητάη θεολογικά, ακόμα και μετά τούς μεγάλους Καππαδόκες Πατέρες (Βασίλειο το Μεγα και Γρηγόριο Νυσσης).
Γεννημένη πριν από την καταστροφή (το 1895), μεγάλωσε σε ένα χώρο βαθειάς πίστης. Στο χώρο αυτό η Ορθοδοξία ήταν πρώτη αξία, η γλώσσα και η καταγωγή το δευτερεύον. Ανήκε σ ?κε?νον τον μεγαλειώδη λαο των Καραμανλήδων, που με την δική του ελληνική γραφή, τα σημαντικά μνημεία του, τα μοναδικά ήθη και έθιμά του μετέφρασε το ορθόδοξο βίωμα των ασκητών και των αγίων σε καθημερινή πράξη.
Το θεολογικό πρότυπο των Καππαδοκών είναι η μίμηση των αυστηρών ησυχαστών, όπως των στηλιτών αγίων Συμεών και Δανιήλ, του αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού, κ.α. Η προσωπικότητα του αγίου Αλεξίου, ειδικότερα, τόσο μεγάλη εντύπωση είχε κάνει στούς Καππαδόκες, λόγω της υπερβολικής νηστείας, της ξενιτείας και της σκληρής άσκησης, ώστε πολλά τραγούδια γράφτηκαν γι α?τ?ν που τραγουδιώνται ακόμη. Καθε σαρακοστή στην Καππαδοκία επικρατούσε περισυλλογή, μνήμη θανάτου, προσευχή και άσκηση. Το κέντρο της κοινωνικής ζωής του Καππαδόκη ήταν ο Ναός και πνευματικό κατόρθωμα ήταν η άσκηση στη νοερά προσευχή. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η αναπνοή της Καππαδοκίας ήταν στο ρυθμό της Ευχής “Κυριε Ιησο? Χριστέ (εισπνοή), ελέησόν με (εκπνοή)!”
Μεσα σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον μεγάλωσε η Ευλαμπία Ρωμανίδου.

Τα παιδικά χρόνια

Τα παιδικά χρόνια της Γερόντισσας Ευλαμπίας ήσαν μέσα στον πόνο. Πονος βαθύς, αλλά σωτήριος. Δωδεκάχρονο κοριτσάκι γνώρισε την φοβερή σφαγή των γονέων της, ένα γεγονός που τα παιδικά μάτια το τύπωσαν βαθειά μέσα στην ψυχή της. Εν τούτοις η εμπειρία αυτή, αντί να αποβή καταστρεπτική για την Ευλαμπία, ήταν το ουράνιο μήνυμα να πάρη την καλή στροφή, να αγαπήση τον Χριστό και την Εκκλησία.
Κοινωνικά η Ευλαμπία έμεινε ορφανή, αλλά πνευματικά απέκτησε μια παντοδύναμη προστασία. Η Βασίλισσα των Ουρανών, η των ορφανών βοηθός, την πήρε κάτω από τη δική της σκέπη. Με θαυμαστή απλότητα για τόσο μεγαλειώδεις εμπειρίες μιλούσε αργότερα στις μοναχές η γερόντισσα και έλεγε πως της παρουσιαζόταν η Παναγία, πως την έπαιρνε από το χέρι και την έσωζε από διαφόρους ψυχικούς κινδύνους. Από γλέντια που γίνονταν γύρω της την εμπόδιζε, την απομάκρυνε. Μετά ερχόταν πολλή διάθεση για προσευχή. Ετσι από μικρό παιδί επικοινωνούσε δια της προσευχής με το Θεο!
Άραγε, τι είδους προσευχή να έκανε η μικρή ορφανή Ευλαμπία; Σε μια έγγραφη εξομολόγηση που άφησε, λέει τα εξής: “Δωδεκα χρονών που ήμουν, προσευχή που έκανα αυτή ήταν. Παράκληση, Εξάψαλμος, Απόδειπνο, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Ετσι περνούσα το χρόνο μου. Αυτούς τούς λόγους δεν τούς άφηνα από το μυαλό μου νύχτα και μέρα. Κυριε Αγαθέ, τα αγαθά σου μη μου στερήσης, από κάθε τι, να ακούω τα λόγια σου. Από απρεπή πράγματα με την βοήθειά Σου, Κυριε μου, φύλαξέ με. Κυριε, κατά την εντολή Σου, όπως ξέρεις εσύ, Κυριε, ο λάρυγγάς μου, ο,τι λέει δικός Σου είναι. Η Βασίλισσα η Παναγία μας, με τις πρεσβείες Της και των αγίων... Και από όλους αυτούς ευλογητός είσαι εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν”.

Στην προσφυγιά
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στον Πειραιά. Παντρεύεται τον συμπατριώτη της Σαββα Ρωμανίδη και αποκτά το πρώτο της παιδί, αγόρι. Το έχει ταμένο στον επίσης πρόσφυγα, άγιο Ιωάννη το Ρώσσο. Αξιώνεται, όταν το παιδί έγινε 2 ετών, να πραγματοποιήση το τάμα της και να το βαπτίση, τον μετέπειτα ιερέα Ιω?ννη, στο Προκόπι Ευβοίας, όπου είχε εναποτεθή το ιερό Λείψανο.
Η ζωη στην Ελλάδα είναι δύσκολη και η οικογένεια Ρωμανίδη μεταναστεύει το 1927 στην Αμερική.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η Ευλαμπία Ρωμανίδου βοηθά τον σύζυγό της στη ραπτική, ένα επάγγελμα που τούς έδωσε τη δυνατότητα να μεγαλώσουν τα δύο παιδιά τους. Η πολυπολιτισμική κοινωνία, με την ποικιλόχρωμη θρησκευτικότητα και τις διαφορετικές αξίες, δεν την επηρέασαν, αντίθετα της έδωσαν την πρόκληση για ιεραποστολή. Πολεμάει με τις όποιες δυνάμεις διαθέτει τον προτεσταντικό περίγυρο. Η θερμότητα της πίστης της κάνει εντύπωση. Οι αιρετικοί διαβλέπουν ότι θα είναι μεγάλη επιτυχία γι α?το?ς αν προσηλυτίσουν στις ιδέες τους αυτήν την Καπαδόκισσα με την πολλή πίστη. Δεν παραγνωρίζουν και το αξιόμαχο της αντιπάλου. Οργανώνουν έτσι πραγματική “επιχείρηση” για τον προσηλυτισμό της, στην οποία συμμετέχουν 10-15 άτομα. Την επισκέπτονται και προσπαθούν μέσα από την αγία Γραφή, με τα γνωστά τους επιχειρήματα, να την κλονίσουν. Η Ευλαμπία έχει άλλα, μεγαλύτερα και ακαταμάχητα επιχειρήματα. Τούς αφήνει για λίγο μόνους και καταφεύγει στούς αγίους, που έχει στο “εικονοστάσι” του δωματίου της. Προσεύχεται με θέρμη να την φωτίση ο Θεός. Και, ω! του θαύματος! Μια δυνατή βοη βγαίνει από τις εικόνες. Την ακούν και οι Προτεστάντες και τρέπονται σε άτακτη φυγή. Εκτοτε δεν την ξαναενόχλησαν.

Ιεραπόστολος

Η γερόντισσα Ευλαμπία είχε βεβαιωθεί ότι η μόνη αλήθεια είναι η Ορθόδοξη Πιστη και δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας από το Ορθόδοξο Άγιο Βαπτισμα. Ετσι, όταν έμαθε ότι η κόρη της παντρεύτηκε στην Ν. Ζηλανδία έναν ετερόδοξο, τον Malcolm, ανώτερο κρατικό υπάλληλο, κατάλαβε ποιο είναι ακριβώς το καθήκον της. Πηγαίνει στην Ν. Ζηλανδία και μένει εκεί μέχρις ότου να κατηχήση σωστά τον γαμπρό της και να τον βαπτίση ορθόδοξο με το όνομα Μάρκος. Δεν εγκαταλείπει την Νεα Ζηλανδία πριν να εκπληρώση και τον άλλο ιερό σκοπό της: Να ιδρύση Ορθόδοξη Εκκλησία στο Christchurch, τη δεύτερη μεγάλη πόλη της χώρας αυτής.
Μια προσφυγοπούλα ράφτρα από την Αμερική, χωρίς συνδρομή ιεραποστολικών κλιμακίων και οικονομική υποστήριξη, μόνη με μόνο το Θεο στην καρδιά της, γίνεται ισαπόστολος και ιδρύει Ορθόδοξη Εκκλησία στις εσχατιές της Γης...

Η μοναχή

Μετά το θάνατο του συζύγου της προσφέρει τις υπηρεσίες ως ράπτρια στο αντρικό μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Βοστώνη και συγχρόνως αρχίζει μόνη της να ασκήται στην μοναχική ζωη. Παίρνει έτσι σταθερά την απόφαση να γίνη μοναχή. Η ευκαιρία δεν άργησε να δοθή. Ο γιός της, ο π. Ιω?ννης, επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα και η γερόντισσα τον ακολουθεί ενημερώνοντάς τον συγχρόνως για τις προθέσεις της.
Με την μεσολάβηση του π. Ιω?ννη και την συνδρομή του (νυν) Επισκόπου Τυρολόης και Σερεντίου κ. Παντελεήμονος Ροδοπούλου ο π. Πολύκαρπος Μαντζάρογλου τη συνιστά στο Ιερό Ησυχαστήριο “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” Σουρωτής Θεσσαλονίκης, όπου γίνεται δεκτή ως δόκιμη στις 17/1/1971. Στις 4/5/1973 γίνεται η κουρά της σε μεγαλόσχημη, χωρίς να αλλάξη το βαπτιστικό της όνομα, κατά παράκληση του π. Ιω?ννη.
Ως μοναχή ουδέποτε παρέλειπε τον κανόνα της. Τα μεσάνυχτα προσευχόταν ανελλιπώς με τον τρόπο που είχε συνηθίσει από νέα. Εξηγούσε δε με τον ακόλουθο χαρακτηριστικό τρόπο την συνήθειά της αυτή: “τότε, παιδί μου, ανοίγει ο ουρανός”, έλεγε.
Στο μοναστήρι έζησε μέχρι το 1980, οπότε κοιμήθηκε εν Κυρίω οσιακά, όπως το ζητούσε αδιάκοπα από το Θεο: “Το όνομά μου εν βίβλω ζωής να περάση. Ειρηνικά χριστιανικά τα τέλη της ζωής μου δος μου...”
Προγνώριζε το θάνατό της και το έλεγε (το 1980) στις αδελφές που την υπηρετούσαν, όταν της μιλούσαν για γεγονότα που θα γίνονταν αργότερα (κτίσιμο ναού αγίων Αρχαγγέλων). Άλλωστε, το γεγονός του θανάτου ήταν η μελέτη της καρδίας της από ηλικίας 12 χρονών· “τον θάνατο να μην βγάλω από το νου μου Κυριε δος μου”, έλεγε. Ο Θεός της έδωσε τούς τελευταίους μήνες της ζωής της όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να προετοιμαστή για το μεγάλο πέρασμα.

“Εις μνημόσυνον αιώνιον”

Ποσο διαφορετική είναι αυτή η γερόντισσα από όλα εκείνα τα τεχνητά μοντέλα που “λανσάρει” το θρησκευτικό “star system” της εποχής μας.
Εχοντας την χάρη του “ταπεινού και ησυχίου” Αγίου Πνεύματος υποτάχθηκε στο θέλημα του Τριαδικού Θεού. Υπ?μεινε την ορφάνια και την προσφυγιά με πίστη στο Θεο και αδιάλειπτη Προσευχή. Εζησε μέσα στον κόσμο αφοσιωμένη στα καθήκοντά της ως σύζυγος και μητέρα και, όταν αποφάσισε να μονάση, προέκρινε ταπεινά την υπακοή σε ένα Ορθόδοξο Μοναστήρι.-