Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Παναγιώτα Χατζηκτωρή



site analysis

   
Η μακαριστή Παναγιώτα γεννήθηκε στις 10-3-1909 στο κατεχόμενο σήμερα κεφαλοχώρι Κάτω Ζώδια της Κύπρου. Οι γονείς της Χαράλαμπος Καρής και Θεογνωσία Χατζηπαναγιώτου απέκτησαν ακόμη πέντε παιδιά. Καταγόταν από ευλαβή παραδοσιακή οικογένεια. Ο αδελφός της γιαγιάς της ήταν πρωτόπαπας, ενώ ανάμεσα στους προγόνους της υπήρχαν αρκετοί ιερείς. Μέχρι σήμερα οι απόγονοί τους ξεχωρίζουν για την καλωσύνη, την ευλάβεια και τον καλό τους χαρακτήρα, κυρίως όμως για την αγάπη τους προς τον Θεόν και την Εκκλησία.
Η Παναγιώτα ως παιδί ήταν ήσυχη, είχε απλότητα, καλωσύνη και ήταν τελείως απονήρευτη.
Όταν ήταν δέκα ετών περίπου, ένα απόγευμα την πήρε η αδελφή της γιαγιάς της σ’ ένα εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου για ν’ ανάψουν τα καντήλια. Όταν έφθασαν είπε με απλότητα η γιαγιά: «Ήρθαμε στον Αγιο, μας θέλει άραγε; Ας τον ρωτήσουμε», και φωνάζει έξω από το ναό: «Αγιέ μας Γεώργιε, μας θέλεις ή όχι;». Τότε ακούστηκε φωνή μέσα από την Εκκλησία να λέη:
«Ναι, σας θέλω». Αυτό επαναλήφθηκε τρεις φορές, και άκουσαν έκπληκτες και οι δύο την φωνή του. Εισήλθαν μέσα στο εξωκκλήσι αλλά διεπίστωσαν ότι δεν υπήρχε κανείς. Έψαξαν έξω αλλά πάλι δεν είδαν άνθρωπο.
Σε ηλικία 14 ετών αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε τον Χρήστο Χαραλάμπους Χατζηκτωρή. Στα 19 της απέκτησε το πρώτο της παιδί με μεγάλη δυσκολία. Αυτό επισφράγισε ολόκληρη την ζωή της. Παρέμεινε καχεκτική και αδύνατη, γι’ αυτό έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα στο κρεββάτι. Δεν μπορούσε να κάνη βαρειές δουλειές. Μία ώρα πήγαινε στο χωράφι, μετά γύριζε στο σπίτι και έκανε το νοικοκυριό της. Ευτυχώς είχε κατανόηση και συμπαράσταση από τον άνδρα της, με τον οποίον απέκτησαν πέντε παιδιά ενώ είχε άλλες τόσες αποβολές.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά της. Τα είχε συνέχεια κοντά της, τα νουθετούσε, κάθε Σάββατο τα έπλενε και την Κυριακή εκκλησιάζετο όλη η οικογένεια μαζί.
Παρ’ όλο που είχαν μεγάλη περιουσία και έπαιρναν εργάτες για να καλλιεργούν τα κτήματά τους, τις Κυριακές και τις εορτές τις τιμούσαν με αργία. Η Παναγιώτα δεν άφηνε τις κόρες της στις αργίες ούτε να σκουπίσουν. Τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι, τα μάζευε με το χέρι της κάτω από το τραπέζι για να μην τα πατάνε και σκούπιζε την άλλη μέρα.
Αν και ήταν φιλάσθενη και αδύνατη, τηρούσε κατά γράμμα όλες τις νηστείες και αυτό απαιτούσε να κάνουν και τα παιδιά της. Κάποτε που η κόρη της Θεογνωσία σκούπιζε μία ντουλάπα και βρήκε ένα κομμάτι τραχανά, ασυναίσθητα το έφαγε σε ημέρα νηστείας. Η Παναγιώτα την μάλωσε και την έστειλε να εξομολογηθή για να μπορέση να κοινωνήση.
Δεν σύχναζε σε γειτονικά σπίτια για να πίνη καφέ και να κουβεντιάζη. Έλεγε ότι ο καφές βλάπτει, δεν είναι καλό πράγμα. Ήταν πράος χαρακτήρας και περνούσε απαρατήρητη. Ήταν με όλους ειρηνική και προσπαθούσε να ειρηνεύη τον σύζυγό της, όταν παρεξηγείτο με τους εργάτες. Έδινε σε όποιον της ζητούσε, ακόμη και αν ήταν απ’ αυτούς που είχαν διαφορές με τον σύζυγό της.
Ούτε με τα παιδιά της ούτε με κανέναν άλλον ποτέ παρεξηγήθηκε ή μάλωσε. Παρ’ όλο που το πρόσω­πό της ήταν πολύ ρυτιδωμένο, εν τούτοις είχε κάτι αλλοιώτικο πάνω της. Μία ηρεμία, ένα φως, μία ξεχωριστή χάρη. Είχε μεγάλη ευλάβεια και σεβασμό στην Ιερωσύνη και τιμούσε τους Ιερείς.
Όταν με κόπους και θυσίες πάντρεψε τις κόρες της, τις συμβούλευε να αγαπούν τους άνδρες τους, τις οικογένειές τους αλλά και όλους τους ανθρώπους· να υπομένουν και να σιωπούν για να τις αγαπά ο Θεός.
Η Παναγιώτα δεν ήξερε γράμματα. Είχε πάει μόνο στην πρώτη Δημοτικού και λίγο στην δευτέρα. Διάβαζε δύσκολα και συλλαβιστά. Μέχρι που πάντρεψε τα παιδιά της δεν είχε τον χρόνο να κάνη πολλές προσευχές αλλά ούτε και ήξερε. Έλεγε όμως συνέχεια «Δόξα σοι, ο Θεός». Ήταν φιλήσυχη και σιωπηλή. Αν δεν την ρωτούσαν, δεν μιλούσε. Και όταν μιλούσε, δεν έλεγε άσκοπα και περιττά πράγματα.
Μετά την εισβολή των Τούρκων ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Κάτω Λακατάμια, στον συνοικισμό προσφύγων του Αγίου Μάμαντος, μαζί με την κόρη της Θεογνωσία και τον σύζυγό της.
Εκεί γνώρισε τον π. Ανδρέα, πρώην Σιναΐτη ιερομόναχο, που ζούσε ασκητικά μέσα σε παράγκα με λαμαρίνες χειμώνα-καλοκαίρι, και το πάτωμα ήταν χώμα. Η Παναγιώτα εξωμολογήθηκε στον π. Ανδρέα και αυτός της έδωσε ένα μικρό προσευχητάρι και ένα μικρό βιβλιαράκι με τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Αυτή με απλότητα κράτησε ό,τι της είπε ο Πνευματικός και τα τηρούσε με ακρίβεια.
Είχε εν τω μεταξύ κοιμηθή ο σύζυγός της και αυτή έμενε μόνη στο δωμάτιό της στον επάνω όροφο. Από τις δυσκολίες στους πολλούς τοκετούς και ίσως εξ αιτίας της οστεοπόρωσης είχε αρχίσει να κυρτώνη και στα τελευταία της είχε γίνει σαν την συγκύπτουσα του Ευαγγελίου. Η κύρτωσή της ήταν τόσο μεγάλη που το κεφάλι της απείχε μόνο μία σπιθαμή από το έδαφος. Βάδιζε δύσκολα στηριζόμενη σ’ ένα μπαστουνάκι σχήματος Τ. Για να δη κάποιον στο πρόσωπο έπρεπε να καθήση σε καρέκλα ή σε σκαμνάκι.
Κατ’ οικονομία Θεού πέρασε από το σπίτι της μία φιλομόναχη νέα, η οποία αργότερα έγινε μοναχή, έδωσε στην γιαγιά Παναγιώτα ένα κομποσχοίνι και της μίλησε για τη νοερά προσευχή. Έτσι άρχισε να λέη την ευχή με το κομποσχοίνι. Είχε τώρα δύο όπλα. Το κομποσχοίνι και το προσευχητάρι που τα αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην ησυχία της.
Ξυπνούσε νωρίς και πρώτα άρχιζε τα πνευματικά της. Όπως ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε να στέκεται όρθια, δεν καθόταν να διαβάζη, αλλά έβαζε μία τσάντα με μία καρέκλα, ακουμπούσε πάνω το προσευχητάρι και διάβαζε όρθια. Διάβαζε συλλαβιστά όλο το προσευχητάρι και αυτό κρατούσε πολλές ώρες. Το προσευχητάρι της άρχιζε με τον Εσπερινό και τελείωνε με το Απόδειπνο. Και η γιαγιά ξεκινούσε το πρωΐ την ακολουθία με τον Εσπερινό και τελείωνε με το Απόδειπνο· έτσι φαίνεται ότι κατάλαβε πως της είπε ο Πνευματικός της να κάνη. Επειδή δεν μπορούσε να κάνη μεγάλες μετάνοιες, έκανε μικρές με σταυρούς, όσες μπορούσε.
Την ημέρα διάβαζε τους Χαιρετισμούς με τον ίδιο τρόπο, συλλαβιστά, στο αυτοσχέδιο αναλόγιό της. Τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας προσηύχετο με το κομποσχοίνι της, λέγοντας την ευχή. Το απόγευμα, όταν ερχόταν η συγκεκριμένη ώρα να κάνη την ακολουθία της, όποιοι επισκέπτες κι αν ήταν, όσο αγαπητοί κι αν ήταν, -εγγόνια, παιδιά, νύφες,- εσηκώνετο σιωπηλή και ανέβαινε στο υπερώο της για να διαβάση την ίδια ακολουθία που είχε κάνει το πρωΐ.
Την ρώτησε ένας ιερέας τί διαβάζει, και του ανέφερε το Προσευχητάρι. Την έβαλε να διαβάση. Αρχισε από τον Εσπερινό «Κύ-ριε (ε) κέ-κρα-ξα προς σε». Διάβαζε την κάθε λέξη συλλαβιστά, τονίζοντας την κάθε συλλαβή, και έβγαινε η φωνή της από μέσα απ’ την καρδιά της με δύναμη τρεμουλιαστά. Την ρώτησε ακόμη τί σημαίνουν αυτά και αν τα καταλαβαίνη. Και απάντησε: «Ακούεις; ακούεις; Όταν εκέκραξεν ο πετεινός». Αυτή ήταν η μετάφραση της γιαγιάς [Η Παναγιώτα με όλη την απλότητά της δίνει μία απάντηση και μία λύση στο πολυσυζητημένο θέμα της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων. Ελάχιστα κατανοούσε, αλλά τα βίωνε, γι’ αυτό και είχε θείες εμπειρίες. Για όσους επιθυμούν, υπάρχουν βοηθητικές ερμηνείες στα λειτουργικά κείμενα. Δεν μας λείπουν σήμερα τόσο οι γνώσεις, όσο η ευλάβεια, η απλότητα, η δυνατή πίστη, ο ένθεος ζήλος και η καθαρότητα των λογισμών].
Κάποτε την πήρε ο γαμπρός της στο κτήμα, και το απόγευμα, όταν ήρθε η ώρα της ακολουθίας, η γιαγιά κοίταζε δεξιά-αριστερά ανήσυχη. Ο γαμπρός της κατάλαβε. Την πήγε σ’ ένα σπιτάκι που είχε, έβαλε ένα κασόνι πάνω στην καρέκλα και της έκανε ένα πρόχειρο αναλόγιο. Η γιαγιά χαρούμενη έκανε την ακολουθία της.
Η Παναγιώτα εκκλησιαζόταν τακτικά και κοινωνούσε συχνά. Καθόταν σε μία καρέκλα μπροστά και ήταν πολύ αφοσιωμένη στην Λειτουργία. Παρατηρούσε με συγκεντρωμένη την προσοχή της στο Ιερό. Ήταν εντυπωσιακά και απόλυτα προσηλωμένη.
Κάποια ημέρα μετά την Λειτουργία είπε στην κόρη της: «Πάνω στην Αγία Τράπεζα ήταν ο Χριστός με τέσσερους άλλους που έκαναν έτσι», και με τα χέρια της προσπαθούσε να δείξη τις κινήσεις που έκαναν.
Έβλεπε συχνά Αγίους και Αγγέλους κατά την θεία Λειτουργία, και ειδικά τα τελευταία χρόνια. Το θεωρούσε πολύ φυσικό και νόμιζε ότι όλοι βλέπουν αυτά που έβλεπε η ίδια.
Την ρώτησε κάποιος ιερέας τί βλέπει, και αυτή δεν μιλούσε, μόνο κοίταζε αθώα. Στην επιμονή του τον ρώτησε «εσύ δεν βλέπεις;». «Όχι», απάντησε, αυτή χαμογέλασε και είπε με απορία, «δεν γίνεται». Υποχρεώθηκε να της πη τί βλέπει για να πη κι αυτή, «να δούμε αν βλέπουμε τα ίδια πράγματα». Είπε λοιπόν: «Ο Χριστός, η Παναγία και οι Αγιοί μας είναι κρυμμέ­νοι κάτω από την Αγία Τράπεζα. Άμα γίνεται Λειτουργία βγαίνουν».
Εκοιμήθη εν τω μεταξύ ο γαμπρός της και ήταν με την κόρη της. Κάποια μέρα πήγε η Θεογνωσία να ποτίση το χωράφι και νυχτώθηκε. Δεν πρόλαβε να γυρίση και κοιμήθηκε στο σπιτάκι που είχαν στο χωράφι. Η γιαγιά ήταν μόνη της. Όταν επέστρεψε η κόρη της την άλλη μέρα διηγήθηκε: «Εψές, σαν εκαθόμουν στο κρεββάτι μου και κρατούσα το κομποσχοίνι μου και προσευχόμουν γέμισε το σπίτι φως. Ήταν ένα φως σαν την λίρα την χρυσή. Εγώ έκλαια, έκλαια και έκανα συνέχεια τον σταυρό μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έμεινε κάμποση ώρα και ύστερα λίγο-λίγο έφυγε από τον διάδρομο και εχάθη. Τί είναι τούτον το πράμα;».
Κάποτε έμεινε στην κόρη της Αιμιλία και την έβαλε να κοιμηθή στο δωμάτιο που ήταν τα εικονίσματα. Όλη τη νύχτα έβλεπε δύο καντήλια που φώτιζαν το δωμάτιο. Όταν ξημέρωσε το ένα χάθηκε.
Επίσης κατά την παραμονή της εκεί αρρώστησε. Μία νύχτα της παρουσιάστηκε μία γυναίκα με άσπρα ρούχα που έμοιαζε σαν νοσοκόμα, και της είπε ότι θα γίνει καλά, όπως και έγινε.
Την Μ. Σαρακοστή του έτους 1998 η γιαγιά Παναγιώτα, παρά το ότι πλησίαζε τα 90, νήστεψε κανονικά, αλλά ένιωθε μεγάλη αδυναμία. Μετά το Πάσχα τον περισσότερο καιρό ήταν ξάπλα. Στις 8-5-98 το απόγευμα πονούσε στα πόδια και δεν είχε διάθεση. Ζήτησε να φάη μούσμουλα. Εκείνη την ώρα έμπαινε η κόρη της Ελένη με μία σακκούλα μούσμουλα και έφαγε δύο-τρία. Τα κορίτσια της την έπλυναν και την άλλαξαν. Λέει στην κόρη της, «θα πεθάνω». Σε λίγο έγειρε το κεφάλι της και παρέδωσε το πνεύμα της ειρηνικά. Μέχρι την τελευταία στιγμή, είχε σώας τας φρένας και τις αισθήσεις της καλές, εκτός από την ακοή. Όπως ήταν καθαρή και ντυμένη, την έντυσαν πάλι με τα νεκρικά και το σάβανο. Το λείψανό της έμεινε μαλακό και ευλύγιστο μέχρι την επομένη ημέρα που το έβαλαν στον τάφο.
Την ίδια στιγμή που ξεψυχούσε η γιαγιά, το δισεγγονάκι της, ο Μάριος, ηλικίας 4-5 ετών, έδειχνε προς τις σκάλες ψηλά και έλεγε: «Μαμά, να, η γιαγιά η Παναγιωτού». Το παιδί με τα αθώα ματάκια του έβλεπε την εξαστράπτουσα ψυχή της γιαγιάς του που ανέβαινε στον ουρανό.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο τ. Β’», Ιερόν Ησυχαστήριον «Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Αγιον Όρος)

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Des glaneuses - Jean Francois Millet



site analysis





Περιγράφοντας αὐτὸν τὸν ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ πίνακα ὁ E.H.Gombrich, σημειώνει τὰ  ἀκόλουθα: " Οὔτε δραματικὸ ἐπεισόδιο ὑπάρχει ἐδῶ, οὔτε ἡ εἰκονογράφηση κάποιας ἱστορίας. Ἁπλῶς τρεῖς μορφὲς ποὺ δουλεύουν σκληρὰ σὲ ἕνα χωράφι ὅπου γίνεται θερισμός. Οἱ τρεῖς γυναῖκες δὲν εἶναι οὔτε ὄμορφες οὔτε χαριτωμένες. Δὲν ὑπάρχει τίποτα στὴν εἰκόνα ποὺ νὰ ἀναφέρεται σὲ κάποιο βουκολικὸ εἰδύλλιο. Οἱ γυναῖκες κινοῦνται ἀργὰ καὶ βαριά, ἀφοσιωμένες στὴ δουλειά τους. Ὁ Μιλλὲ ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γὰ νὰ δώσει ἔμφαση στὴν τετράγωνη βαριὰ φτιαξιά τους καὶ τὶς μετρημένες τους κινήσεις. Τὶς ἔπλασε στέρεα, μὲ ἁπλὰ περιγράμματα, μὲ φόντο τὴ φωτεινὴ, ἡλιόλουστη πεδιάδα. Ἔτσι οἱ τρεῖς του χωριάτισσες ἀπέκτησαν μιὰ ἀξιοπρέπεια πιὸ φυσικὴ καὶ πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τοὺς ἀκαδημαϊκοὺς ἤρωες. Ἡ διάταξη, ποὺ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ μοιάζει τυχαία, ὑπογραμμίζει αὐτὴ τὴν ἐντύπωση τῆς ἤρεμης στάσης. Ὑπάρχει ἕνας ὑπολογισμένος ρυθμὸς στὴν κίνηση καὶ στὴν τοποθέτηση τῶν μορφῶν, ποὺ δίνει σταθερότητα στὴν ὅλη σύνθεση καὶ μᾶς κάνει νὰ νιώσουμε πὼς ὁ ζωγράφος ἀντιμετώπισε τὴν ἐργασία τοῦ θερισμοῦ σὰν ἕνα ἐπεισόδιο ἐπίσημο καὶ σημαντικὸ". 

Ἔχω τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ἀνάλυση τοῦ Gombrich περιορίζεται ἀποκλειστικὰ στὶς "αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες",  κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου, καὶ παραλείπει τὸ σπουδαιότερο, δηλαδὴ τὴν κοινωνιολογικὴ ἀλήθεια. Οἱ κοινωνικὲς ἀναφορὲς τοῦ πίνακα παραμένουν ἀσχολίαστες, τὸ ἔργο κρίνεται μόνο μὲ τοὺς κανόνες τῆς τέχνης καὶ ἡ ὅποια σχέση του μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ γέννησε σχεδὸν ἀποσιωπᾶται. Μὲ αλλα λόγια, ὁ συγγραφέας τοῦ Χρονικοῦ τῆς τέχνης"ἐγκλωβίζεται" στὸ πλαίσιο τοῦ αἰσθητικοῦ ἀποτελέσματος, χωρὶς νὰ ἐπιχειρεῖ τὴν ἔξοδο ἀπὸ αὐτὸ, ὤστε οἱ "σταχομαζῶχτρες" νὰ συνδεθοῦν μὲ τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἱστορία.

Οἱ τρεῖς μορφὲς ὄντως δουλεύουν σὲ ἕνα χωράφι. Ὡστόσο, στὴν "ἡλιόλουστη πεδιάδα" δὲν γίνεται θερισμὸς καὶ ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: ὁ θερισμὸς ἔχει τελιώσει. Οἱ τεράστιες θυμωνιὲς ποὺ διακρίνονται στὸ βάθος τοῦ πίνακα καὶ τὸ ὐπερφορτωμένο μὲ γεννήματα κάρρο δείχνουν καθαρὰ ὅτι οἱ τρεῖς γυναῖκες μαζεύουν σπυρί-σπυρὶ σχεδὸν τὸ σιτάρι, τουτέστιν τὰ ψιχία τοῦ εὐαγγελικοῦ Λάαρου, ἐνῶ δίπλα τους ὑπάρχει συσσωρευμένος τόσος πλοῦτος βρίσκονται σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς, ἡ ἐντύπωση ποὺ δημιουργεῖται εἶναι ὅτι μεταξύ τους "χάσμα μέγα ἐστήρικται" (Λουκ., ιστ΄, 26).

Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ δοῦμε τίγράφει "ἐπ΄ αὐτοῦ" ὁ Παπαδιαμάντης,τοῦ ὁποίου "οἱ βουλὲς τῆς ποιήσεως" εἶχαν ἀρχίσει τὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Millet φιλοτέχνησε τὸν περίφημο ζωγραφικὸ πίνακα. Τὸ ἀπόσπασμα ποὺ παρατίθεται προέρχεται ἁπὸ τὸ διήγημα "Ἡ Σταχομαζὠχτρα" (πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Ἐφημερίς, 25 Δεκεμβρίου 1889), τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν "ἑορταστικῶν":

Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες*!» Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.


ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Στέλιου Παπαθανασίου 
"Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ἡ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντος",
Μυγδονία 2007
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Περί κατανύξεως και μετανοίας



site analysis
Πίνακας του γάλλου ζωγράφου James Tissot (1836-1902)

Ο αββάς Ιωάννης, ο Ηγούμενος των Κελίων, μας διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία.
Στα μέρη της Αιγύπτου ήταν πολύ γνωστή μια έμορφη και πολύ πλούσια πόρνη. Όλοι σχεδόν οι άρχοντες την επισκέπτονταν, όσοι δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν στον πειρασμό και την ομορφιά της. Μια μέρα, ο δρόμος την έφερε κοντά στην εκκλησία και θέλησε να μπει μέσα. Όμως, ο αυστηρός υποδιάκος που έστεκε στη θύρα δεν την άφησε να μπει, λέγοντας της:
-Εσύ δεν είσαι άξια να μπεις στον οίκο του Θεού, γιατί είσαι ακάθαρτη και αμαρτωλή.
Έγινε κάποια φασαρία και ο επίσκοπος, που άκουσε το θόρυβο, βγήκε να ιδεί τι συμβαίνει. Η πόρνη, θυμωμένη, του λέει:
-Ήρθα να μπω στην εκκλησία και δεν μ’ αφήνει.
-Καλά σου κάνει, της λέει ο επίσκοπος. Δεν σου επιτρέπεται να μπεις, γιατί είσαι ακάθαρτη.
Συγκλονισμένη εκείνη από την αυστηρή απάντηση και του επισκόπου, λέει:
-Από σήμερα δεν ξαναδίνω το κορμί μου στην πορνεία! Ο επίσκοπος της λέει τότε:
-Αν φέρεις εδώ τα χρήματα που κέρδισες απ’ την πορνεία, θα πιστέψω πως δεν θα πάρεις πάλι τον ίδιο δρόμο.
Έτρεξ’ εκείνη και παρέδωκε όλα τα χρήματα στον επίσκοπο. Εκείνος τα πήρε και τα έκαψε στη φωτιά. Πήρε μετά, την άλλοτε πόρνη απ’ το χέρι και την έμπασε στην εκκλησία. Εκείνη, που δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα της, έλεγε:
-Αν τώρα μου φέρθηκαν έτσι, τι θα πάθω στην άλλη ζωή;…
Και από τότε άλλαξε βίο και μετανόησε ειλικρινά, κ’ έγινε πραγματικά σκεύος εκλογής και χάριτος.
( Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ, Γυναίκες της Ερήμου, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ σ. 60)
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Αικατερίνα Δέρβα



site analysis


Βιογραφικά
Γεννήθηκε στην Βλάστη Κοζάνης το 1890 και ήταν η έκτη θυγατέρα του Γιάννη Βλαχογιάννη και της Μαρίας, που ήταν πολύ ευλαβής γυναίκα και πολύ συνετή. Διηγείτο η μητέρα της ότι οι πρόγονοί της φιλοξένησαν στο σπίτι τους δύο φορές τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό και τους ευλόγησε.
Η Κατερίνα παρακολούθησε μερικές τάξεις στο Δημοτικό Σχολείο, έμαθε να διαβάζη και σ’ όλη της την ζωή μελετούσε πολύ. Ήταν πολύ όμορφη και όταν ήρθε στο χωριό τους ένας νέος δάσκαλος, του άρεσε και την έκλεψε. Ο πατέρας της έδωσε την ευχή του, έγινε ο γάμος της Κατερίνας με τον Κωνσταντίνο Δέρβα και εγκαταστάθηκαν στο χωριό του συζύγου της, στην Τσαρίτσανη Ελασσώνος. Όταν η Κατερίνα περίμενε το τρίτο της παιδί, τον άνδρα της κάποιος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Έτσι σε ηλικία 27 ετών έμεινε χήρα με τρία μωρά. Για να ζήση εμαθε να ράβη. Αργότερα οι συγγενείς της της έκτισαν ένα σπίτι στην Βλάστη δίπλα στο πατρικό της. Εκεί έμαθε και πλεκτομηχανή. Ο γυιός της, ο Γιώργος, έμαθε και αυτός ραπτική και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, όπου τον ακολούθησε και η μητέρα του Κατερίνα.
Η εγκατάστασή της στην πόλη του Αγίου Δημητρίου ήταν δώρο Θεού για την Κατερίνα, γιατί αξιοποίησε τις πνευματικές ευκαιρίες που υπήρχαν. Εκκλησιαζόταν στον Άγιο Μηνά, στην Παναγία Χαλκέων, στην Αγία Αικατερίνη και κυρίως στην Αγία Σοφία, την οποία θεωρούσε σπίτι της. Εκεί βρήκε τον π. Βασίλειο Καϊμάκη, τον ενάρετο πνευματικό, στον οποίον εξωμολογείτο.
Είχε μεγάλη ευλάβεια στα θεία και εσέβετο πολύ τους ιερείς. Είχε άνεψιό τον π. Ευσέβιο Βίττη, τον οποίον υπεραγαπούσε. Στην ζωή της αξιώθηκε δύο φορές να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους.
Στην εξωτερική της εμφάνιση ήταν μικρόσωμη. Φορούσε πάντα μανδήλα στο κεφάλι και μαύρα ρούχα. Ήταν περιποιημένη, δεν ήταν ρακένδυτη και ατημέλητη. «Αυτά είναι υπερβολές», έλεγε. «Ο άνθρωπος να είναι καθαρός και περιποιημένος».
Ζούσε την μετάνοια και πενθούσε για τις αμαρτίες της, αλλά εκφραζόταν αυτό ως χαρά. Ζούσε το χαροποιό πένθος, την χαρμολύπη, όπως λέγουν οι πατέρες. Ήταν άνθρωπος που αγαπούσε την ζωή, την ομορφιά της ζωής, την καθημερινή πραγματικότητα. Δεν ένιωθε μέσα της ότι εστερήθη, ότι εταλαιπωρήθη, ότι υπέφερε. Δεν παραπονείτο για τίποτε, όλα τα ξεπέρασε με την εμπιστοσύνη της στον Θεό και την προσευχή.
Όπου πήγαινε άλλαζε την ατμόσφαιρα. Μετέδιδε αυτό που βίωνε, και όταν την ρωτούσαν κάτι, μετέδιδε τον λόγο του Θεού. Δεν είχε μονοτονία στην συμπεριφορά της. Ήταν πάντα ένας δροσερός άνθρωπος. Έλεγε: «Μία καινούργια μέρα, μία καινούργια ζωή». Δεν αγωνιούσε για τίποτε. Αν και είχε περάσει πολλές δυσκολίες στην ζωή της, έλεγε: «Αν ξαναερχόμουν στην ζωή, πάλι εύκολα θα την περνούσα. Εμένα ο Θεός με αξίωσε να περνώ άνετα, χωρίς να έχω ούτε κτήμα ούτε σπίτι στο όνομά μου. Δεν ξέρω τι θα πει εφορία, τι θα πει δικηγόρος. Πέρασα σαν βασίλισσα». Ήταν πάντα ειρηνική χωρίς εκρήξεις και θυμούς.
Το τυπικό της
Ο γυιός της είχε αγοράσει ένα κτήμα κοντά στην Σχολή Πολέμου και αυτό για την Κατερίνα ήταν σαν παράδεισος. Εργαζόταν εκεί και η ίδια, αλλά πιο πολύ επιστατούσε στους εργάτες που καλλιεργούσαν τις φυστικιές. Η ίδια ανέβαινε, στα δένδρα και προσευχόταν. Αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί.
Ξυπνούσε πολύ πρωί και έλεγε: «Εγώ αργότερα θα κοιμάμαι αιώνια. Όταν θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, τότε θα χορτάσω ύπνο. Τώρα πρέπει να προλάβω να χαρώ αυτό το δώρο του Θεού, να σκεφτώ και να φιλοσοφήσω».
Εκτός από την πρωινή προσευχή συνήθιζε να προσεύχεται τα μεσάνυχτα αφού προηγουμένως ξεκουράζετο λίγο. Έλεγε: «Τα μεσάνυχτα, όταν όλα ησυχάζουν αφού ξεκουραστή λίγο ο άνθρωπος, η ψυχή του εχει ανάγκη να μιλήση με τον Θεόν». Αγαπούσε πάρα πολύ να προσεύχεται με το κομποσχοίνι, και έλεγε να προσέχουμε πως κάνουμε την προσευχή μας.
Έλεγε στον εαυτό της όταν έπεφτε να κοιμηθή: «Η νύχτα πέφτει, η ζωή μου πλησιάζει στο τέρμα της». Και στη νυχτερινή προσευχή της μεταξύ άλλων ελεγε: «Είμαι μπροστά Σου, κλαίω ζητώντας να καταλάβω τι έκανα σήμερα. Τα λουδούδια Σου τα πάτησα, στον κήπο μου δεν έχω άλλα λουλούδια, μόνο αγκάθια φυτρώνουν. Κάνε, Χριστέ μου, να ανθίσουν άλλα».
Εκκλησιάζετο κάθε Κυριακή και εορτή και κοινωνούσε συχνά, αφού εξωμολογείτο. Παρακολουθούσε και κηρύγματα. Τις υπόλοιπες προσευχές τις έκανε στην καλύβα της. Ήταν γι’ αυτήν ένας χώρος που την ανέβαζε στον ουρανό. Αν και ζούσε μόνη της, σε μία παράγκα στην ερημιά, όχι στο μεγάλο σπίτι που υπήρχε εκεί δίπλα, δεν φοβόταν. «Τί να φοβηθώ;», έλεγε. «Στα φτωχά και στα ταπεινά κλέφτες δεν πάνε. Μου είπαν να καθήσω εδώ• κάθησα και βρήκα μεγάλη ωφέλεια».
Αγαπούσε πολύ το διάβασμα. Εκτός από την Αγία Γραφή και τα πνευματικά βιβλία, διάβαζε και λογοτεχνικά για να εμβαθύνη στις έννοιες και να μάθη να ψυχολογή τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Ό,τι διάβαζε δεν το προσπερνούσε τυπικά αλλά εμβάθυνε. Είχε την ικανότητα να παίρνη μία λέξη, να την αναπτύσση, να κάνη ολόκληρο κήρυγμα. Επειδή μιλούσε για πνευματικά και ενέπνεε σεβασμό, μερικοί νόμιζαν ότι είναι πρεσβυτέρα και την προσφωνούσαν κυρα-παπαδιά. Είχε δυνατή μνήμη και αποστήθιζε όσα διάβαζε. Κάποτε είπε: «Θεέ μου, έμαθα πολλά για σένα, διάβασα πολλά, άκουσα πολλά, ας κλείσω τώρα τα βιβλία και ας μιλήση η ψυχή μου μαζί Σου».
Έλεγε στην προσευχή της: «Πολυεύσπλαχνε, δώσε μας να αισθανθούμε το φως της Μεταμορφώσεως, την δύναμη της Αναστάσεως και την φλόγα της Πεντηκοστής».
«Ιησού, εσύ είσαι η ζωή και το φως, ο λόγος και ο άρτος, η αλήθεια και η αγάπη. Δώσε μας τον εαυτό σου για να βρούμε τον εαυτό μας».
Νήστευε και έκανε όσα ορίζει η Εκκλησία, αλλά είχε ξεπεράσει το τυπικό. Όταν έψαλλε και προσευχόταν ήταν συγκεντρωμένη στον εαυτό της και φαινόταν ότι τα αισθανόταν, τα ζούσε. Ήταν πολύ αδύνατη. Έτρωγε ελάχιστα. «Δεν θυμάμαι ποτέ να έφαγα και να χόρτασα», ελεγε.
Της άρεσε πολύ ν’ ανάβη κερί και να θυμιάζη. Έλεγε: «Να καίη το κερί πάντα μπροστά στην εικόνα. Όπως λάμπει το φως του κεριού, να λάμπη και η ψυχή μου, να φωτισθή με το φως της Μεταμορφώσεως».
Αν και είχε πολλή αγάπη στους ανθρώπους δεν είχε στο τυπικό της να κάνη ελεημοσύνες. Όπως έλεγε δεν είχε τίποτε, όλα ήταν του γυιού της και αυτή δεν μπορούσε να τα διαθέση. Δεν είχε χρήματα και περιουσίες για να εκδηλώνεται η υλική ελεημοσύνη της, αλλά η ελεήμων ψυχή της εδινε άφθονη πνευματική ελεημοσύνη. Όποιος πήγαινε κοντά της, ήταν σαν να του έδινε ολόκληρο το είναι της, εάν ο επισκέπτης το ζητούσε αλλοιώς σιωπούσε. «Στα πνευματικά δεν μπορείς να βοηθήσης, αν δεν έχη ο άλλος διάθεση», έλεγε. Δεν ήταν μέλημά της να πηγαίνη σε Νοσοκομεία και φυλακές, αλλά έδινε ό,τι είχε με διάθεση, με εγκαρδιότητα• όσο ασήμαντο κι αν ήταν αυτό, σε γέμιζε.
Η πνευματική της εργασία
Η Κατερίνα ζούσε έντονα πνευματική ζωή, καθοδηγούμενη από τα πατερικά βιβλία, σαν να ήταν θεοδίδακτη. Είχε όμως την καλή ανησυχία και εφοβείτο μην είναι σε πλάνη. Είπε στον π. Μεθόδιο, γνωστό της ιερομόναχο που σύχναζε στο Άγιον Όρος, αν βγή κάποιος αγιορείτης διακριτικός Γέροντας, να την πάη να τον συμβουλευτή. Όταν ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης επαθε κυάμωση και πήγε στο Νοσοκομείο, πήγε να τον δή με τον π. Μεθόδιο. Ο Γέροντας την είδε ιδιαιτέρως και, ενώ έξω περίμεναν πολλοί, αυτήν την κρατούσε και της έλεγε: «Γερόντισσα, πές κι άλλα». Την κοίταζε έκπληκτος και με θαυμασμό της επαναλάμβανε: «Γερόντισσα, πές κι άλλα». Η Γερόντισσα του είπε: «Εγώ ήρθα εδώ για να ρωτήσω και ν’ ακούσω, όχι να πώ». Και ο Γέροντας της είπε: «Έτσι να συνέχισης. Μή φοβάσαι. Εγώ θα εύχομαι για σένα». Την κράτησε πάνω από ώρα, ενώ οι άλλοι περίμεναν απ’ εξω και χτυπούσαν την πόρτα• στον π. Μεθόδιο είπε ιδιαιτέρως: «Η Γερόντισσα θα κοιμηθή σε λίγα χρόνια». Όταν πήγε αργότερα στον παπα-Εφραίμ του είπε πάλι: «Η Γερόντισσα θα κοιμηθή σε ένα χρόνο. Αυτή θα είναι πρώτη στον Παράδεισο, μπροστά από πολλούς Αγιορείτες. Δεν έχω δει τέτοια ψυχή στην ζωή μου, ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει τέτοια ψυχή μέσα στον κόσμο. Είναι μία ψυχή που εχει ζήσει την θεολογία στην πράξη και εχει ξεπεράσει όλα τα πνευματικά στάδια. Αυτή η γιαγιά με την απλότητά της, με την εσωτερική κοινωνία με τον Θεό διά της προσευχής, με την πολλή της ταπείνωση και την δίψα και την λαχτάρα που έχει για τον Χριστό, έφθασε σε τέτοια μέτρα και δεν της χρειάσθηκε η άσκηση σε Μοναστήρι. Θα εύχομαι εγώ γι’ αυτήν, αλλά πές την να εύχεται κι αυτή για μένα».
Η Κατερίνα ζούσε αθόρυβα και εν κρυπτώ την πνευματική ζωή. Δεν μιλούσε για υπερφυσικές καταστάσεις και χαρίσματα, και δεν της άρεσε που έλεγαν μερικοί ότι είδαν τον Χριστό και την Παναγία. Έλεγε: «Είδε κάποιος αυτό ή δάκρυσε μία εικόνα και τρέχει ο κόσμος. Πως κάνουν ετσι; Τι ζητούν αποδείξεις και τι χρειάζεται να δης αυτά; Εγώ τα πιστεύω αυτά και δεν αισθάνομαι την ανάγκη να πάω».
Είχε περάσει σε άλλα επίπεδα. Μιλούσε κυρίως για την ουσία της πνευματικής ζωής, για την εσωτερική εργασία και για την αίσθηση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το ένιωθε πολύ έντονα και έλεγε: «Το Άγιο Πνεύμα ζωοποιεί την ψυχή του ανθρώπου».
Αγάπησε πολύ τον Χριστό και προσευχόταν με αίσθηση σαν να ήταν ενώπιόν της ο Χριστός και η Παναγία. Δινόταν ολόκληρη στην προσευχή, ξεχνούσε τα πάντα. Στην θεία Λειτουργία, εστέκετο σ’ ένα ήσυχο μέρος και αφοσιωνόταν τελείως στο Μυστήριο.
Αισθανόταν ότι ποτέ δεν ήταν εντάξει ενώπιον του Θεού, ότι δεν είχε ανταποκριθή. Είχε μεγάλη μετάνοια και αυτομεμψία. Έλεγε: «Από την ζωή μου αυτό που ξέρω είναι ότι 85 χρόνια είναι γεμάτα αμαρτίες. Βάρυναν οι ώμοι μου. Τίποτα δεν έκανα για την μετάνοια και την σωτηρία μου».
Ήταν συνήθως σιωπηλή, δεν έλεγε πολλά λόγια. Καθόταν συμμαζεμένη με σκυφτό το κεφάλι, φορώντας μαντήλα σαν μοναχή και πάντα με το κομποσχοίνι στο χέρι. Έλεγε: «Καλύτερη είναι η σιωπή παρά να λέμε άχρηστα πράγματα».
Μερικές φορές ελεγε κάτι και όταν την ξαναρωτούσαν να το ξαναπή, έλεγε: «Πότε το είπα εγώ αυτό; Δεν το θυμάμαι. Αν είπα κάτι και ήταν καλό, αυτό δεν το είπα εγώ. Εγώ μόνο ανοησίες λέω, τίποτε καλό».
Όλα όσα έλεγε δεν τα είχε προετοιμασμένα στο μυαλό της. Απορούσε κάποιος πως δεν θυμόταν τα τόσο ωραία και πνευματικά λόγια που του έλεγε και αυτή απάντησε: «Αυτά δεν είναι ποίημα να τα πης. Άμα βγή βγήκε, άμα δε βγή… δεν λες τίποτε». Μιλούσε δηλαδή κατ’ έμπνευση και φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και όχι ανθρώπινα.
Έλεγε: «Σκέφτηκα τον Παράδεισο και είπα στον εαυτό μου, “θα μείνω απ’ εξω. Ποιός θα δώσει σημασία σ’ εμένα, μία φτωχή, αμαρτωλή και τιποτένια; Είμαι γυμνή από αρετές, δεν εχω τίποτε να παρουσιάσω. Πόσο θάθελα να είχα μερικούς αγίους φίλους, να μεσιτεύουν για μένα και να πουν ότι με γνωρίζουν!”. Μεγάλο πράγμα! Να κάνουμε φίλους τους αγίους στον Παράδεισο».
Αγαπούσε πολύ την ταπείνωση και μιλούσε συχνά γι’ αυτήν. Έλεγε ότι είναι μία βασική εργασία του ανθρώπου. Πρέπει ο άνθρωπος να ασκήται στην ταπείνωση, να την ζη βαθειά. Βίωνε την ταπείνωση και είχε πλήρη αυτογνωσία με την πατερική έννοια. Ό,τι καλό έβλεπαν οι άλλοι σ’ αυτήν, το θεωρούσε δώρο Θεού, ενώ θεωρούσε ότι η ίδια ήταν μόνο μία γριά.
Είχε χάρι Θεού και αυτό το αισθάνοντο οι πολλοί επισκέπτες της. Εγίνετο κοσμοσυρροή στην καλύβα της. Πήγαιναν άλλοι για να την δούν και να την συμβουλευτούν, και ασθενείς για να παρηγορηθούν. Έλεγε γνωστός της ιερομόναχος: «Ένιωθα το ίδιο πράγμα, την ίδια ειρήνη, όπως όταν επισκεπτόμουν τον γερο-Παΐσιο και τον παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια. Είχε το νού της στα πνευματικά και στον Θεό και όλα τα περιστατικά της καθημερινότητας τα ανήγαγε στον Κύριο. Αυτά που έλεγε σε έβαζαν σε μία άλλη πραγματικότητα. Μερικές φορές δεν μιλούσε. Εφαίνετο ότι ζούσε αλλού, ότι βίωνε κάτι υπερφυσικό. Έσκυβε το κεφάλι της και μονολογούσε: “Αχ, Πατερούλη μου!… πώ, πώ, πώ!… Μεγάλα μυστήρια έχει ο Θεός, αλλά ποιός δίνει σημασία;”».
Δεν έκανε παρέα με γιαγιάδες αλλά με νέους. Την ρώτησε κάποιος πως τα καταφέρνει να επικοινωνή με τους νέους και απάντησε: «Μεγαλώνουν αυτοί καμμιά δεκαριά χρόνια, μικραίνω εγώ καμμιά τριανταριά και έτσι πλησιάζομε και συναντιώμαστε. Τους γέρους δεν τους θέλω. Τί να τους κάνω; Οι γέροι τρων καλά, πίνουν καλά, καλοπερνούν και πάνε και στην Εκκλησία. Αλλά και στην Εκκλησία είναι έτοιμοι να φωνάξουν “γκαρσόν, φέρε μας και ένα καφέ”. Καλά περνάνε και λίγο τους λείπει να καθήσουν και σταυροπόδι. Τελειώνει η Λειτουργία και είναι έτοιμες οι γιαγιάδες να μιλήσουν και να πούνε. Που την βρίσκουν αυτήν την διάθεση; Εγώ φεύγω γρήγορα μετά την Λειτουργία και όταν με ρωτούν που πάω, τους λέω, “πάω στο κελλάκι μου”, για να μη δώ, να μην ακούσω και να μην ξέρω τίποτε. Άμα βλέπης άνθρωπο μετά την Λειτουργία που γελάει και είναι έτοιμος να πή και αστεία, δεν ξέρει αυτός, δεν κατάλαβε τι είναι η Λειτουργία. Δεν εκκλησιάστηκε».
Αυτά τα έλεγε η γερόντισσα Κατερίνα με παράπονο όχι με διάθεση κατακρίσεως, και πρόσθετε: «Όταν σκανδαλίζεσαι στην Εκκλησία, να κλείνης τα μάτια σου, διότι οι αρνητικές εικόνες θα σε επηρεάσουν δυσμενώς. Πές στον εαυτό σου ότι είσαι χειρότερος από όλους. Τα λόγια που λέει ο παπάς όσο αμαρτωλός και νάναι, είναι λόγια Χριστού και παίρνεις ευλογία. Και στον πιο παράφωνο παπά και στον πιο παράφωνο ψάλτη αν βρεθής, πές μέσα σου εδώ είναι ο Παράδεισος. Άνοιξε ο Παράδεισος».
Συμβουλές
Έλεγε η γερόντισσα Κατερίνα: «Καταρράκτης Χάριτος και ευλογίας πέφτει κάθε πρωί από τον ουρανό. Ρίχνει ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι κοιμώμαστε. Δεν ενδιαφέρεται κανείς να γυρίση να κοιτάξη τι αγάπη έχει ο Θεός για μας, και ετσι οι Άγγελοι παίρνουν πίσω την Χάρι».
Έλεγε σε γνωστό της νέο κληρικό: «Έχεις ένα καλό. Σε παίρνουν τηλέφωνο το πρωί, και είσαι όλος διάθεση. Σε παίρνουν το μεσημέρι, δεν λες ποτέ “τρώω”. Σε παίρνουν το βράδυ, δεν λες ποτέ “κοιμάμαι”. Αυτό να το κράτησης σε όλη σου την ζωή για όλους τους ανθρώπους. Ποτέ να μην είσαι απασχολημένος για τον εαυτό σου. Να είσαι πάντα στην διάθεση των άλλων. Είναι μεγάλο καλό αυτό, εύχομαι να σε βοηθήση ο Θεός να το κρατήσης σ’ όλη σου την ζωή».
«Δεν μπορώ να καθήσω με ανθρώπους της ηλικίας μου, γιατί βλέπω ότι σ’ αυτήν την ηλικία μοιάζουν σαν να είναι μαθητές επί 80 χρόνια στην πρώτη τάξη. Δεν μπορούμε να είμαστε τόσα χρόνια στην ίδια τάξη. Πρέπει να προχωράμε παραπάνω. Και δεν εχω να πώ και τίποτε, διότι άλλα λέω εγώ, άλλα καταλαβαίνουν».
Έλεγε για την ταπείνωση: «Μία μέρα είπα στο βασιλικό, όταν έσκυψα να τον μυρίσω: “Γιατί έχεις τόση ευωδία και είσαι τόσο χαμηλός; Ψήλωσε για να μυρίζουν πιο εύκολα οι άνθρωποι το άρωμά σου”. Και ο βασιλικός απάντησε: “Γερόντισσα, αν ψηλώσω θα χάσω την ευωδία μου”».
Για την ματαιότητα του κόσμου έλεγε: «Βγήκα στον κήπο, είδα τα μαραμένα τριαντάφυλλα και τα έκοψα. Δίπλα έβλεπα τα μπουμπούκια, ήταν όλο χαρά και δεν έδιναν καμμία σημασία στα μαραμένα. Υπήρχε μία μεγάλη αντίθεση και είπα στα μπουμπούκια: “Μήν υπερηφανεύεστε, γιατί, σε λίγες μέρες που θα ξανάρθω, θα έχετε μαραθή και σεις”».
Είπε σ’ ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλου μία μέρα: «Εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θάρθεις. Έτσι ήμουν κάποτε και εγώ μπουμπούκι και δες πως έγινα τώρα».
«Η φύση είναι ενα βιβλίο ανοιχτό. Χιλιάδες φωνές μυστικές μιλούν για τον Δημιουργό. Όμως πρέπει να είσαι μάστορας, αλλά και χασομέρης, και τότε θα μπορέσεις να μάθης την γλώσσα τους».
«Αραδιάζω κομποσχοίνια. Είναι κανένας κόμπος γόνιμος ή είναι όλα άδεια κομπολόγια;».
«Οι ιερείς όλο τρέχουν, όλο ακολουθίες κάνουν, όλο ακούν και διαβάζουν. Πολλές φορές όλα αυτά μπορεί να είναι ψεύτικα». (Δηλαδή, αν δεν γίνωνται με την καρδιά).
«Μή χαίρεσαι, όταν κερδίζης οποιοδήποτε κέρδος, ακόμη και πνευματικό να είναι και ανεβαίνεις. Υπάρχει φόβος να πέσης».
«Μη στενοχωριέσαι, όταν χάνης. Αυτό σε κατεβάζει. Πατάς χαμηλά στην γή και δεν υπάρχει φόβος να πέσης».
«Στα φτωχά και στα χαμηλά κλέφτες δεν πάνε. Στα μεγάλα και στα πλούσια οι κλέφτες στρέφουν το βλέμμα τους πάντοτε».
«Μη βασίζεσαι στην βιτρίνα που βλέπεις στον κάθε άνθρωπο εξωτερικά. Την αποθήκη (καρδιά) δεν βλέπεις τι εχει μέσα».
«Αν με ρωτήσης θα σου πώ, αν δεν με ρωτήσης τι να σου πώ; Εγώ ποιήματα δεν ξέρω».
«Η Χάρις πέφτει πριν να την δή ο ήλιος. Η ψυχή δροσίζεται πριν να ξημερώση».
«Ξύπνα τα μεσάνυχτα, κάνε την προσευχή σου, ρίξε ενα δάκρυ καυτερό με πόνο ψυχής, με βαθειά μετάνοια, να γιάνης την ψυχή σου».
«Αν η καθημερινή ζωή σου είναι φτωχή, μην την περιφρονήσης. Κρίνε τον εαυτό σου που δεν είναι αρκετά ποιητής για να κάνη την ζωή ενα ωραίο ποίημα και μία όμορφη μουσική».
«Πρέπει να συντομεύσουμε τον δρόμο μας για να πάμε εκεί που θέλει ο Θεός. Εμείς κοιτάζομε τα απ’ εξω. Με τ’ απ’ έξω δεν μπαίνεις μέσα. Θα πας μέσα για να βρής».
«Τους πειρασμούς μην τους φοβάσαι. Είναι κοπριά. Το δένδρο που εχει κοπριά στην ρίζα του μην το φοβάσαι. Θα μεγαλώσει. Αλλοίμονο στο δένδρο που δεν εχει κοπριά». (Πειρασμούς).
Πάντα όταν μιλούσε δεν καθόταν σαν γερόντισσα να πή συμβουλές υψηλής πνευματικότητος, αλλά μιλούσε απλά με βάθος και προσπαθούσε να σε κρατά σε βαθύτερη σχέση με το ουσιαστικό. Έλεγε: «Δεν καθόμαστε σταυροπόδι έτσι για να καθήσουμε. Πρέπει κάτι να ζούμε. Δεν μπορούμε να χάνουμε χρόνο. Πόσο είναι ακόμη η ζωή μας;».
«Πες μία καλημέρα στον εχθρό σου με αγάπη και να ξέρης ότι εκείνη την ώρα κάνεις ένα μεγάλο δώρο στον Θεό».
Έλεγε για τα Μοναστήρια: «Όλα είναι τέλεια (τα εξωτερικά). Αν πάη στο βάθος των πραγμάτων ο μοναχός, τότε είναι μοναχός. Διαφορετικά, και όλα τέλεια να είναι τα απ’ εξω και οι ωραιότερες φωνές και οι καλύτερες ακολουθίες και όλα αυτά… ακόμα δεν φθάσαμε εκεί που έπρεπε».
«Πώ, πώ, πώ! Τι κάνει ο ιερέας όταν είναι μπροστά στην Αγία Τράπεζα! Τι γίνεται εκείνη την ώρα! Κατεβάζει τον ουρανό στην γή».
«Ο εγωιστής είναι αλάδωτη μηχανή που κάνει θόρυβο, τρώει τα σωθικά της και κουράζει και τους άλλους».
«Υπάρχουν δάκρυα ανθρώπινα και υπάρχουν δάκρυα κατά Χριστόν. Τα δάκρυα τα ανθρώπινα μπορεί να είναι παράπονο και διαμαρτυρία. Τα δάκρυα κατά Χριστόν δεν βάζουν κανέναν σαν αιτία των δακρύων, αλλά ο άνθρωπος αισθάνεται μέσα στα δάκρυα την αγάπη του Χριστού γι’ αυτόν, και τότε ανακαλύπτει το βάθος και το πλάτος της αναισθησίας και της αμαρτωλότητός του».
«Όταν οι Άγιοι μιλούν για δάκρυα μετανοίας που μας καθαρίζουν και μας αγιάζουν, εννοούν αυτά, τα γόνιμα δάκρυα, και όχι τα ανθρώπινα δάκρυα που μπορεί να είναι και διαβολικά κάποτε. Να μη μας συγκινούν τα οποιαδήποτε δάκρυα, αλλά τα κατά Χριστόν δάκρυα».
«Οι Πατέρες δεν μιλούν για τα δάκρυα που είναι διαμαρτυρία, παράπονο, άπογοήτευση και κλαψουρί- σματα, αλλά για δάκρυα ευγνωμοσύνης. Αυτά είναι δάκρυα συναισθήσεως της άγάπης του Θεού, και μέσα σ’ αυτά τα δάκρυα είναι η λύτρωση του άνθρώπου. Έκεί καθαίρεται η ψυχή, εκεί βρίσκει παρηγοριά».
Έλεγε στα εγγόνια της: «Όποια ώρα με βάλεις να κοιμηθώ, θα κοιμηθώ, γιατί η συνείδησή μου είναι αναπαυμένη. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Να φροντίζετε κάθε βράδυ να κάνετε αυτοέλεγχο και μετά να κοιμάσθε».
Συμβούλευε με παραβολές τα εγγόνια της και Ελεγε: «Εγώ έρριξα τον σπόρο. Αν είναι καλό το χωράφι θα φυτρώσει. Αν όχι δεν θα φυτρώσει».
«Στη ζωή σας ναα μην είστε άκαμπτοι. Για να φθάσετε εκεί που θέλετε, θα πρέπει να πάτε λίγο από δώ, λίγο από κει, να σκύβετε το κεφάλι. Ποτέ να μήν πηγαίνετε κατ’ ευθείαν επάνω».
«Να μή διαλέγετε τον εύκολο δρόμο πάντα. Δέν είναι ο καλύτερος. Στόν δύσκολο δρόμο θα μάθεις πως να περπατάς και θα μάθεις να σηκώνεσαι, όταν πέφτης. Στην ευθεία δέν μαθαίνεις τίποτε».
«Άν οι πράξεις μας είναι καλές και η συνείδησή μας καθαρή, δέν φοβόμαστε τον Θεό».
«Να είσαι ταπεινός σε όλες τις εκδηλώσεις γιατί η έπαρση δεν αρέσει σε κανέναν, ούτε στον Θεό ούτε στους ανθρώπους».
Σε κάποια που παντρεύτηκε πλούσιο, την συμβούλευε: «Να είσαι ταπεινή, να μην πετάς. Τα χρήματα σήμερα τάχεις, αύριο δέν τάχεις. Αν εχης ταπείνωση και πέσης, θα πέσεις μαλακά. Άμα όμως είσαι πολύ ψηλά (εχεις υπερηφάνεια) και πέσης, θα τσακιστής».
Η κοίμησή της
Στα τελευταία της έβλεπε ένα φως και έλεγε οτι περιμενει να δη ποιός θάρθει να τήν πάρη. Θα είναι καλός ή κακός; Έλεγε: «Δεν πρέπει να φοβώμαστε τον θάνατο. Δεν είναι τίποτε. Είναι ένα φως».
Ενώ την περίμεναν να πεθάνη τους είπε: «Δεν θα φύγω ακόμη. Θα περιμένω τον π. Μεθόδιο να γυρίση από το Παρίσι, διότι του το υποσχέθηκα». Και πράγματι, όταν γύρισε, την επισκέφθηκε με άλλα πνευματικά της παιδιά και τον Νομάρχη. Της έκαναν Ευχέλαιο και το χάρηκε, γιατί το ήθελε πολύ. Της πήγαν και μία ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα που τα αγαπούσε, και τους είπε: «Σας ευχαριστώ πολύ. Πάντα μου άρεσαν τα τριαντάφυλλα. Καλά κάνατε και τα φέρατε τώρα γιατί στο φέρετρο δεν θα τα έβλεπα». Την παραμονή ζήτησε να της διαβάσουν ευχή και ευχαρίστησε με νεύμα.
Λίγο πριν κοιμηθή, πήγε ενας νεαρός Γάλλος υποψήφιος ιερέας και ζήτησε μία συμβουλή: «Τι να σου πώ! Μεγάλο πράγμα η Ιερωσύνη! Αν ήμουν άνδρας θα ήθελα να γίνω παπάς. Ταπείνωση και πάλι ταπείνωση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο από την ταπείνωση. Αυτό να κρατήσης στην ζωή σου».
Ύστερα σηκώθηκε, πήγε πλύθηκε μόνη της, μάζεψε τα μαλλιά της, χαιρέτησε τους παρευρισκομένους και ξάπλωσε. Περίμενε να κοιμηθούν οι άλλοι και αυτή έφυγε για την άλλη ζωή ήσυχα, ειρηνικά και αθόρυβα στις 18-11-1978.
Στην κηδεία της μαζεύτηκαν πολλοί. Ήταν περίπου 20 Ιερείς, καθηγητές Πανεπιστημίου και άλλοι άνθρωποι της Εκκλησίας που την γνώριζαν και την αγαπούσαν. Εφαίνετο σαν διαδήλωση και επικρατούσε χαρμόσυνη ατμόσφαιρα. Την πήγαν με τιμή μέσω της οδού Ερμού, που ήταν γεμάτη κόσμο, στην Αγία Σοφία, όπου της έψαλαν την νεκρώσιμη ακολουθία.
Αιωνία η μνήμη της. Αμήν.
Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Πληροφορίες για την Αικατερίνα Δέρβα έδωσαν ο Πανοσιολογιώτατος Άρχιμ. Μεθόδιος Αλεξίου, Εφημέριος του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Θεσ/νίκης, η ανεψιά της Αικατερίνης κ. Ευαγγελία Βίττη και τα εγγόνια της Αικατερίνα Δέρβα και ο μακαριστός πλέον Κωνσταντίνος Δέρβας. Τους ευχαριστούμε.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Αγία Καλλιόπη



site analysis



Αγία Καλλιόπη
Αγία Καλλιόπη
Εορτάζει στις 8 Ιουνίου εκάστου έτους.
Kάλλη παραβλέπουσα των ποιημάτων,
Kτίστου τα κάλλη οπτάνη Kαλλιόπη.
Βιογραφία
Η Αγία Καλλιόπη, έζησε στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ., στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου. Διακρινόταν για τη φυσική της ομορφιά, αλλά και τα πλούσια ψυχικά και πνευματικά χαρίσματά της. Απέρριπτε μετά βδελυγμίας κάθε πρόταση γάμου γιατί είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Χριστό, τη διδασκαλία του Θείου Λόγου Του και τη διακονία και παραμυθία των ασθενών και πασχόντων αδελφών της. Στο φοβερό διωγμό που εξαπέλυσε ο φοβερός διώκτης των χριστιανών Δέκιος, η Καλλιόπη συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον τοπικό άρχοντα, ο οποίος θαύμασε την ομορφιά της και προσπάθησε με διάφορες κολακείες και υποσχέσεις να την δελεάσει και να την σύρει στην ανόσια ζωή των ψυχοφθόρων ηδονών και της μισερής ειδωλολατρίας. Όμως η Αγία με ηρωική σταθερότητα, εμμονή και αγωνιστικό φρόνημα, ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό, τον μοναδικό Σωτήρα και Λυτρωτή. Εξοργισμένος ο τύραννος διέταξε και τη μαστίγωσαν ανελέητα. Κατόπιν, τη χαράκωσαν με μαχαίρια και έκαψαν τις πληγές της. Τελικά την αποκεφάλισαν χαριζόντάς της, την ουράνια και άφθαρτη δόξα.
Ἀπολυτίκιον 
Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Του Σωτήρος το κάλλος εκ ψυχής αγαπήσασα, καλλιπάρθενε κόρη, Καλλιόπη πανεύφημε, ηγώνισαι στερρώς υπέρ αυτού, και δόξης ηξιώθης θεϊκής, δια τούτο σου την μνήμην την ιεράν, τιμώμεν εκβοώντές σοι, δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω χορηγούντι δια σού, ημίν πταισμάτων άφεσιν.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Μάρτυς Ποταμιαίνη



site analysis



Ἀπὸ τὸ ἁγιολόγιο τοῦ μηνός.  7 Ἰουνίου

Ἡ ἁγία Ποταμιαίνη ἔζησε τόν 4ο αἩ ἁγία Ποταμιαίνηἰώνα μ.Χ. στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἦταν δούλη ἑνός διεστραμμένου καί ἀκόλαστου κυρίου, ὁ ὁποῖος τήν πίεσε πολλές φορές γιά αἰσχρή μείξη, ἀλλά ἡ ἁγία πρόβαλε ἰσχυρή ἀντίσταση καί ἔτσι ἐκεῖνος δέν μπόρεσε νά πραγματοποιήση τήν αἰσχρή ἐπιθυμία του. Τότε, θυμωμένος τήν παρέδωσε στόν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξάνδρειας καί τοῦ ἔταξε δῶρα καί ἀνταμοιβές, ἐάν μποροῦσε νά τήν μεταπείση, διαφορετικά, τοῦ εἶπε, βασάνισέ την καί θανάτωσέ την ὡς Χριστιανή. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ δέν μπόρεσε νά τήν μεταπείση οὔτε μέ κολακεῖες οὔτε μέ ἀπειλές ἀπεφάσισε νά τήν ρίξη γυμνή μέσα σέ ἕνα μεγάλο καζάνι μέ κοχλάζουσα πίσσα. Ἡ ἁγία τόν ὅρκισε στήν κεφαλή τοῦ βασιληά, νά μήν τῆς ἀφαιρέση τά ροῦχα, ἀλλά νά τήν ἀφήση νά κατεβῆ μόνη της στό καζάνι λίγο-λίγο, παρά τό γεγονός ὅτι αὐτό θά παρέτεινε τό μαρτύριό της. Πράγματι, γιά τόν ὅρκο, ὁ ἄρχοντας τῆς ἐπέτρεψε νά κατεβῆ ντυμένη στό καζάνι, καί ἔτσι ἡ ἁγία φανέρωσε γιά ἄλλη μιά φορά τήν ἀνδρεία, τήν ὑπομονή καί τήν ἀκράδαντη πίστη της στόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος τήν ἐνδυνάμωνε συνεχῶς καί τήν ἐνίσχυε. Μέ αὐτό τόν τρόπο τελείωσε τό μαρτύριό της καί ἡ ψυχή της πέταξε στά οὐράνια.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Ἡ ἁγνεία καί ἡ σωφροσύνη εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ τά ὁποῖα ἀποτελοῦν γιά τόν ἄνθρωπο ἀληθινά καί πολύτιμα στολίδια. Χωρίς τά στολίδια αὐτά ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη εὐτελίζεται καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ, χάνει τήν δόξα του καί τήν τιμή του καί ἐξομοιώνεται μέ τά ἄλογα ζῶα. «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὁμοιώθη αὐτοῖς». Ὁ ἄνθρωπος ὅσο παραμένει κοντά στόν Θεό, κάτω ἀπό τήν σκέπη τῶν ἐντολῶν Του, διαφυλάσσει τά δῶρα αὐτά ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ καί προτιμᾶ νά θυσιάση καί αὐτήν τήν ζωή του ἀκόμα παρά νά τά χάση. Ὅταν ὅμως ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, τότε ὑποδουλώνεται στά πάθη, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, μέ ἀποτέλεσμα νά χάνη αὐτά τά δῶρα καί νά ἐξευτελίζεται. Γιατί ὁ διάβολος ὅταν ὑποδουλώνη τόν ἄνθρωπο, τότε τόν ξεγυμνώνει κυριολεκτικά ἀπό τά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἀφήνει γυμνό, σωματικά καί πνευματικά. Ὑπάρχουν πολλά παραδείγματα πού ὑπογράφουν τήν ἀλήθεια τοῦ λόγου, θά ἀναφερθῆ ὅμως ἕνα μόνο, ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο. Ὅταν ὁ διάβολος ἀπέκτησε ἐξουσία ἐπάνω σέ ἕναν δυστυχισμένο ἄνθρωπο πού ζοῦσε στήν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, τότε ὁλόκληρη λεγεώνα δαιμόνων εἰσῆλθε μέσα του, μέ ἀποτέλεσμα αὐτός ὁ δυστυχής νά κυκλοφορῆ γυμνός καί νά ζῆ ὄχι σέ σπίτι, ἀλλά στά μνήματα, μακρυά ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. «Καί ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καί ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν». Δηλαδή, ὁ διάβολος τόν ἐξευτέλισε τελείως καί τόν ἀνάγκασε σέ ἀντικοινωνική συμπεριφορά. Μετά τήν θεραπεία του, ὅμως, ἀπό τόν Χριστό ἀπέκτησε καί πάλι τήν χαμένη σωφροσύνη του καί καθόταν δίπλα στόν Χριστό, μαζί μέ τούς συνανθρώπους του, «ἱματισμένος καί σωφρονῶν».
Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνδύει τόν ἄνθρωπο μέ τήν Χάρη του ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά καί τόν κάνει νά λάμπη ἀπό καθαρότητα καί σωφροσύνη. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινά χαριτωμένος, στόν λόγο του, τά ἔργα του καί τήν ἐν γένει συμπεριφορά του. Γνωρίζει τό πῶς θά ντυθῆ χωρίς νά προκαλῆ, πότε θά πρέπει νά μιλήση καί τί νά πῆ, ἀλλά καί πότε θά πρέπει νά σιωπήση. Ἐπειδή σέβεται τόν ἑαυτό του, γι’ αὐτό σέβεται καί τούς συνανθρώπους του, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἀνταποδίδουν τόν σεβασμό. Ἡ σωφροσύνη καί ἡ ἁγνότητα εἶναι πράγματι ἀνεκτίμητα ἀγαθά, καί χαρά σέ ἐκεῖνον πού τά διαφυλάσσει -μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν προσωπικό του ἀγώνα- ἐπειδή διασώζει τήν ἀξιοπρέπειά του, τήν κοινωνική του συμπεριφορά, καθώς καί τήν ἐσωτερική του ἐλευθερία.
Στίς ἡμέρες μας, δυστυχῶς, ἡ ἀντικοινωνική συμπεριφορά, ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ σέ πρόσωπα καί θεσμούς, ἡ ἀγένεια καί τό θράσος ἔχουν λάβει ἀνησυχητικές διαστάσεις. Ἰδιαίτερα τό θράσος εἶναι αὐτό πού διακρίνει σήμερα πολλούς ἀνθρώπους, καί κυρίως τούς νέους, οἱ ὁποῖοι, βέβαια, σέ κάθε ἐποχή, διακρίνονται γιά τήν ἀνδρεία τους. Καί τό θράσος, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, εἶναι ἡ ὑπερβολή τῆς ἀνδρείας, ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ ἔλλειψή της εἶναι ἡ δειλία. Γι’ αὐτήν τήν ὑπερβολή τῆς ἀνδρείας, ἤτοι τό θράσος, πού διακρίνει τούς νέους ἀνθρώπους, σίγουρα τήν εὐθύνη ἔχουμε οἱ μεγαλύτεροι. Γι’ αὐτό, δυστυχῶς, θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε τρόπους ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν, πού δέν ὁδηγοῦν στήν ἀπόκτηση θράσους, ἀλλά ἐμπνέουν τήν ἀνδρεία, στήν ἀληθινή της διάσταση χωρίς ἔλλειψη καί χωρίς ὑπερβολή, καθώς ἐπίσης καί τό φιλότιμο, τήν εὐγένεια καί τόν σεβασμό.
Ὅμως, σήμερα, ἡ νοοτροπία πού ὑπάρχει μέσα στήν οἰκογένεια καί τήν κοινωνία ἐκτρέφει καί αὐξάνει τό θράσος, πού ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζουν ὅσοι ἔχουν ἐπωμισθῆ τό βαρύ ἔργο τῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν παιδιῶν καί τῶν νέων. Βέβαια, τά παιδιά ἦταν πάντοτε ζωηρά, ὅλες τίς ἐποχές, ἀλλά στήν συντριπτική πλειοψηφία τους δέν εἶχαν θράσος, ἀλλά συστολή καί σεβασμό. Πρίν ἀπό μερικές δεκαετίες ἦταν ἀδιανόητο γιά κάποιο παιδί νά ἀντιμιλᾶ καί νά ἀπευθύνη σέ μεγαλυτέρους του ἐκφράσεις τοῦ τύπου, «ἐγώ κάνω ὅ,τι θέλω καί δέν μπορεῖς νά μοῦ κάνης τίποτε· τί μπορεῖς ἐσύ νά μοῦ κάνης; Θά μέ δείρης; Ἄντε δεῖρε με ἄν μπορεῖς», ἀλλά καί μερικά ἄλλα λόγια, τά ὁποῖα δέν λέγονται καί δέν γράφονται. Καί ἄν τυχόν παλαιότερα συνέβαινε κάτι παρόμοιο, σίγουρα ἀποτελοῦσε ἐξαίρεση. Τό πρόβλημα αὐτό θά πρέπει νά ἐξετασθῆ σοβαρά καί νά ἀναζητηθοῦν τρόποι θεραπείας. Πάντως, τά παιδιά ὅταν εἶναι μπολιασμένα μέ τήν ἀγάπη στόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, καί ποτισμένα μέ τό ρωμαίϊκο φιλότιμο, τότε εἶναι ἰσορροπημένα ὡς πρός τήν ἀνδρεία. Καί σίγουρα δέν φθάνουν στήν ὑπερβολή της, πού εἶναι τό θράσος, ἀλλά οὔτε καί τήν κατέχουν σέ ἐλλειμματική μορφή, μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχουν δειλία.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ τόν τρόπο ζωῆς πού διδάσκει, ἐμπνέει στά παιδιά τό φιλότιμο, τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη, καθώς ἐπίσης και τήν ἀνδρεία στήν αὐθεντική της μορφή, χωρίς ἔλλειψη καί χωρίς ὑπερβολή.
ΠΗΓΗ.ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ 

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

ΤΟ «ΣΚΗΝΩΜΑ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ» ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΔΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ



site analysis






Νίκου Χειλαδάκη

Δημοσιογράφου-Συγγραφέα-Τουρκολόγου



Ένα σκήνωμα μιας ελληνορθόδοξης καλόγριας που εκτίθεται στο μουσείο της πόλης της Νίγδης στην Καππαδοκία, έχει προκαλέσει...

το τεράστιο ενδιαφέρον των Τούρκων που προσέρχονται κατά κύματα για να δουν και να θαυμάσουν με δέος, όσο και αν αυτό ακούγεται υπερβολικό, το λείψανο αυτό από την περίοδο που, στην περιοχή αυτή, στην αγιωτόκο Καππαδοκία, άκμαζε ο μοναχισμός, αφήνοντας μέχρι σήμερα την μεγάλη και ιστορική του παρακαταθήκη και στους σημερινούς κατοίκους της σύγχρονης Τουρκίας.

Όπως αναφέρουν τα τουρκικά δημοσιεύματα, (και είναι χαρακτηριστικό ότι το θέμα αυτό, δηλαδή το σκήνωμα της ελληνορθόδοξης καλόγριας, έχει προβληθεί από πολλές τουρκικές εφημερίδες, όπως της Milliyet), στην περιοχή της Νίγδης, όπου υπήρχε μια ανθούσα ελληνορθόδοξη κοινότητα μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών, ανακαλύφθηκε πριν από λίγο καιρό το σκήνωμα μιας ελληνορθόδοξης καλόγριας καθώς και τα οστά άλλων τεσσάρων παιδιών. Η ανακάλυψη αυτή έγινε στην κοιλάδα της Ιλχάρα, στην περιοχή του Aksaray, μια περιοχή όπου υπήρχαν πολλά μοναστήρια μέσα σε σπηλιές και ολόκληρες πόλεις σκαμμένες κάτω από το έδαφος από την εποχή που κυριαρχούσε η ορθοδοξία και χιλιάδες μοναχοί μόναζαν στις σπηλιές της κοιλάδας. Στην περιοχή αυτή εδώ και καιρό έγιναν κάποιες αρχαιολογικές ανασκαφές και σε μια από αυτές τις ανασκαφές, όπως ανέφερε ο Τούρκος αρχαιολόγος, Mustafa Eryaman, ανακαλύφθηκε το σκήνωμα αυτό το όποιο ανάγεται, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Τούρκου αρχαιολόγου, στην εποχή του Βυζάντιου. Οι εξετάσεις που έγιναν στη συνέχεια στο σκήνωμα και στα οστά που ανευρέθηκαν, απέδειξαν ότι πρόκειται για μια νέα γυναίκα περίπου 22 ετών, ύψους 1 μέτρου και 62 εκατοστών, που μόναζε στη περιοχή και οι ίδιοι οι Τούρκοι την ονόμασαν χαρακτηριστικά, «Sarışın Rahibe», δηλαδή, «Η Ξανθιά Καλόγρια». Η αιτία του θανάτου της δεν εξακριβώθηκε αλλά οι Τούρκοι υποθέτουν ότι συνέβη κάποιο βίαιο γεγονός που ίσως συνδέεται με τις γενικότερες εξελίξεις τη εποχής που έζησε η καλόγρια. Σύμφωνα με τον Mustafa Eryaman, η περίοδος που θα πρέπει να έζησε η καλόγρια αυτή θα πρέπει να είναι περίπου πριν από 1.100 χρόνια.





Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι οι Τούρκοι θεώρησαν την ανακάλυψη αυτή σαν μεγάλο γεγονός και στη συνέχεια μετέφεραν το σκήνωμα και το

εναπόθεσαν σε εδική θήκη στο μουσείο της πόλης της Νίγδης. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι πως μόλις μαθεύτηκε πως στο μουσείο αυτό βρίσκεται το σκήνωμα μιας ελληνορθόδοξης καλόγριας, άρχισαν να καταφθάνουν πολλοί Τούρκοι για να δουν και να θαυμάσουν το σκήνωμα της «Ξανθιάς Καλόγριας» που προκάλεσε δέος με την εμφάνισή της. Και αυτό γιατί παρά το ότι είχαν περάσει πολλοί αιώνες από τον θάνατό της διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση. Κάποιοι μάλιστα έκαναν νύξη για ιερό σκήνωμα που έμεινε άφθαρτο ένεκα της ιερότητάς του δια μέσω των αιώνων. Ίσως πρόκειται για μια άγνωστη ελληνορθόδοξη αγία που αγίασε παρά την νεανική της ηλικία και έμεινε θαμμένη επί αιώνες για να έρθει σήμερα στην επιφάνεια σαν άλλο ένα σημάδι της αναδυόμενης ορθοδοξίας στην σύγχρονη Τουρκία, προκαλώντας το δέος των ίδιων των Τούρκων.


http://www.enromiosini.gr


http://yiorgosthalassis.blogspot.com/2014/05/blog-post_9487.html#more

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Ελένη και Μαμφρέδος Hohenstaufen



site analysis




Μάιος του 1259: στο λιμάνι της όμορφης παραλιακής πόλης τουTrani στην Απουλία ένα πλήθος ανθρώπων συνωστιζόταν, μέσα σε εορταστικό κλίμα, για να υποδεχθεί τη μεγαλοπρεπή κουστωδία της νεαρής πριγκίπισσας από την Ήπειρο, της όμορφης Ελένης, η οποία κατέπλεε από ώρα σε ώρα. Ήταν μόλις 16 ετών. Χαρίεσσα και ευειδής, ευφυής και συνετή, με ελληνορθόδοξη – βυζαντινή παιδεία, άξιο τέκνο μιας αγίας και ενός φιλόδοξου και δυναμικού δεσπότη. Διέπλευσε την Αδριατική, για να παντρευτεί τον Γερμανό ηγεμόνα της περιοχής, τον Μαμφρέδο, νόθο γιο του πανίσχυρου αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ Hohenstaufen.
Το κάστρο του Trani, στην Απουλία
Το συνοικέσιο είχε συμφωνηθεί την άνοιξη που μόλις είχε περάσει. Ο πατέρας της νύφης, Μιχαήλ Β΄ Άγγελος Κομνηνός Δούκας, είχε προτείνει την επιγαμία, σε επισφράγιση της συμμαχίας του με τον βασιλιά των Δύο Σικελιών. Χρειαζόταν έναν ισχυρό, δυτικό σύμμαχο στον αγώνα του εναντίον του αυτοκράτορα της Νίκαιας. Άλλωστε, ο υποψήφιος γαμπρός είχε μόλις καταλάβει σημαντικά εδάφη που ανήκαν στο δεσποτάτο, το νησί της Κέρκυρας και διάφορες θέσεις στην απέναντι ακτή, από το Δυρράχιο στα βόρεια ώς τα Κάνινα νοτιότερα, που ο Ηπειρώτης δεσπότης θα έδινε ως προίκα στην κόρη του για τον επικείμενο γάμο. Σύμφωνη με τα σχέδια του συζύγου της ήταν και η βασίλισσα της Άρτας, η αγία Θεοδώρα, η οποία γνώριζε πόσο φανατικά αντι-παπικός και ελληνολάτρης σαν τον πατέρα του ήταν ο Γερμανός ηγεμόνας, γεγονός που πίστευε ότι θα βοηθούσε μακροπρόθεσμα στη διάδοση της ορθόδοξης πίστης στην περιφέρεια του βασιλείου του[1].
Θυρεός του Μαμφρέδου Hohenstaufen
Ο Μαμφρέδος ήταν αξιόλογος άνθρωπος. Όμορφος, ευγενής και καλλιεργημένος, φιλότεχνος και ποιητής, ενσάρκωνε τα ιδεώδη του ιπποτικού πνεύματος της εποχής του[2]. Είχε χηρέψει πρόσφατα, μετά τον πρώιμο χαμό της πρώτης του συζύγου, Βεατρίκης της Σαβοΐας, με την οποίαν είχε αποκτήσει μία κόρη, την Κωνσταντία. Μετά τη βασιλική στέψη του στο Παλέρμο της Σικελίας, στις 11 Αυγούστου του 1258[3], ο εικοσιέξαχρονος ηγεμόνας χρειαζόταν μια νέα σύζυγο, εξίσου όμορφη, καλλιεργημένη και αριστοκρατική με εκείνον. Επιπλέον, ήθελε και ο ίδιος να επικυρώσει την κατοχή των εδαφών του στις ηπειρωτικές ακτές, έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του τα σχέδια των Νορμανδών και Γερμανών προκατόχων του, για εκστρατεία προς ανατολάς και κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, μόλις έφθασε η πρόταση για το συναλλάγιμε την Ηπειρώτισσα πριγκίπισσα, δέχθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Η δολοφονία του Φρειδερίκου του Β΄ από τον Μαμφρέδο, σύμφωνα με τα Νέα Χρονικά του G. Villani
Η γαμήλια τελετή ορίσθηκε για τις 2 Ιουνίου 1259. Η πόλη φόρεσε τα γιορτινά της ήδη από την ημέρα της άφιξης του στόλου της πριγκίπισσας. Ευωχίες και πανηγυρισμοί, φωταψίες και χρίσεις ιπποτών πλαισίωναν το γεγονός. Οι υπήκοοι του Μαμφρέδου θαύμαζαν σε κάθε ευκαιρία το πανέμορφο, νεόνυμφο ζευγάρι. Εκείνη, όλο χάρη και σεμνότητα, τους κέρδιζε όλους με την πρώτη ματιά. Κι εκείνος, καμάρωνε που είχε στο πλάι του μια τόσο ξεχωριστή γυναίκα. Η Ελένη στέφθηκε αμέσως μετά το γάμο της βασίλισσα των Δύο Σικελιών, τιτλοφορούμενη επιπλέον δούκισσα της Απουλίας και πριγκίπισσα του Τάραντα. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, υποδέχθηκε, μάλιστα, στην Απουλία τον αδελφό της Νικηφόρο, ο οποίος επισκέφθηκε την αυλή του γαμπρού του, για να ζητήσει στρατιωτικές ενισχύσεις για λογαριασμό του πατέρα του, Μιχαήλ Β΄. Την πρώτη, γλυκειά περίοδο της έγγαμης ζωής της η Ελένη ήταν εγκατεστημένη στο επιβλητικό κάστρο του Trani, κτίσμα του πεθερού που δεν είχε προλάβει να γνωρίσει, όπου τον Μάιο του 1262 έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί, τον Ερρίκο. Ακολούθησαν μία κόρη, η Βεατρίκη, και δύο ακόμα γιοι, ο Φρειδερίκος και ο βενιαμίν, ο Azzolino, που ονομάσθηκε ίσως έτσι από το οικογενειακό όνομα των προγόνων της Ελένης, των Αγγέλων. 
Ο Τροχός της Τύχης και ο Φρειδερίκος Β΄. Η άνοδος και η πτώση ενός μονάρχη. Μικρογραφία χειρογράφου των Carmina Burana (ca. 1230), Κρατική Βαυαρική Βιβλιοθήκη Μονάχου
Επειδή, όμως, ο τροχός της τύχης συνεχώς γυρίζει και τίποτα δεν μένει σταθερό, πόσο μάλλον η ευτυχία, κάτι που είχε ζήσει στο πετσί του ο Φρειδερίκος Β΄, οι ανέφελες και ξέγνοιαστες μέρες της Ελένης στην Ιταλία ήταν μετρημένες. Η Κωνσταντινούπολη είχε χαθεί οριστικά για τους Λατίνους, μετά την ανάκτησή της από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το 1261 και η παποσύνη έψαχνε τρόπο να απαλλαγεί οριστικά από την ενοχλητική παρουσία του γιου του «αντίχριστου», όπως τον αποκαλούσε, Φρειδερίκου Β΄. Ο Μιχαήλ Β΄ ήταν από την πλευρά του αποδυναμωμένος μετά την ήττα του στην Πελαγονία, το 1259, από τα στρατεύματα της Νίκαιας και δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά στον γαμπρό του, που άρχισε να απειλείται σοβαρά από τον ισχυρό γαλλο-παπικό συνασπισμό που σχηματίσθηκε εναντίον του στην Ιταλία. Στην κρίσιμη μάχη του Benevento, το 1266, όπου οι δυνάμεις του αντιπαρατάχθηκαν σε εκείνες του Καρόλου Α΄ του Ανδεγαυού, έμελλε να χάσει τη ζωή του, όταν, τραγουδώντας, όπως συνήθιζε, κατέβηκε τον λόφο από όπου παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης, για να βρεθεί μόνος εν μέσω των εχθρών, αλλά υπερήφανος και αγέρωχος πάνω στο άλογό του, με την πανοπλία του να αστράφτει κάτω από τις δυνατές αχτίδες του ήλιου. Ήταν μόλις 32 χρόνων.
Η μάχη του Benevento (1266): μικρογραφία από χειρόγραφο των Νέων Χρονικών του G. Villani
Τέλος εποχής για τη γερμανική κυριαρχία στη Ν. Ιταλία και Σικελία, τέλος εποχής και για την δύσμοιρη Ελένη, που σύντομα θα πλήρωνε, η ίδια και τα αθώα παιδιά της, το βαρύ τίμημα του να είναι συγγενής του ηττημένου. Για λόγους ασφαλείας είχε ήδη μεταφερθεί οικογενειακώς, έχοντας στο πλάι της και την κουνιάδα της, Κωνσταντία, χήρα του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, στο κάστρο τηςLucera, προπύργιο των Σαρακηνών που παραδοσιακά υποστήριζαν τον Φρειδερίκο Β΄ και αργότερα, τον Μαμφρέδο. Εκεί, γύρω στα τέλη του Φεβρουαρίου 1266, έμαθε και τα δυσάρεστα νέα για την απώλεια του άντρα της. Ο πανικός και η ταραχή την κυρίευσαν και το πρώτο που σκέφθηκε ήταν να διαφύγει στην πατρίδα της, την Ήπειρο. Τη νύχτα της 3ης Μαρτίου, έφθασε με τα παιδιά της στο λιμάνι του Trani. Ο καιρός, όπως και η μοίρα, δεν ήταν σύμμαχός τους. Η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη και έπρεπε να περιμένουν λίγες μέρες ακόμα μέχρι να αποπλεύσουν. Ο φύλακας του κάστρου, ο οποίος αρχικά τούς παρείχε άσυλο, φέρεται να είναι εκείνος που τελικά τους κατέδωσε σε κατασκόπους του πάπα Κλήμη Δ΄. Η Ελένη συνελήφθη και τέθηκε υπό περιορισμό στο κάστρο για αρκετούς μήνες. Αργότερα, μεταφέρθηκε στην αυλή του Καρόλου Α΄, στη LagoPesole, στη Basilicata και από εκεί, στο κάστρο της Nocera deCristiani, στην Καμπανία. Συγχρόνως, τής προτάθηκε να παντρευτεί τον ινφάντη Ερρίκο της Καστίλλης, μικρότερο αδελφό του βασιλιά Αλφόνσου Ι΄, από τον οποίον ο Κάρολος Α΄ είχε δανεισθεί χρήματα για τις πολεμικές επιχειρήσεις του στην Ιταλία. Ευτυχώς για εκείνη, το σχέδιο ναυάγησε. Εξάλλου, η Ελένη ήταν απολύτως αφοσιωμένη στη μνήμη του άνδρα της και συνεχώς παρακαλούσε τον Κάρολο Α΄ να απελευθερώσει τα παιδιά της, που από καιρό κρατούνταν αλλού αιχμάλωτα. Η ίδια ζούσε περιορισμένη σε ένα πολύ καλά φυλασσόμενο κάστρο, το ασφαλέστερο ίσως στη Ν. Ιταλία, από όπου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποδράσει κανείς. Απολάμβανε καλές σχετικά συνθήκες διαβίωσης. Ο πόνος, όμως, και η θλίψη είχαν γίνει μόνιμοι σύντροφοί της. Μετά την ήττα του Κονραδίνου στοTagliacozzo, το 1268, η ψυχολογική της κατάσταση επιβαρύνθηκε ακόμα περισσότερο, καθώς εξανεμίσθηκαν και οι τελευταίες ελπίδες της, ότι ο νεαρός ανεψιός της θα ανακτούσε το βασίλειο και θα οδηγούσε την ίδια και τα ανήλικα παιδιά της στην ελευθερία. 
"Νορμανδικός Πύργος" ("Torre Normanna"), Κάστρο της Nocera, Απουλία
Το τέλος για εκείνη ήλθε λίγα χρόνια αργότερα, το 1271, σε ηλικία 30 ετών[4]. Ακόμα πιο βαριά τύχη είχαν οι τρεις γιοι της, που έζησαν το μεγαλύτερο μέρος του βίου τους έγκλειστοι, σαπίζοντας κυριολεκτικά μέσα στη φυλακή, ξεχασμένοι από όλους[5]. Η μόνη που στάθηκε λίγο πιο τυχερή ήταν η Βεατρίκη, η οποία απελευθερώθηκε αμέσως μετά την εξέγερση των "Σικελικών Εσπερινών", στα τέλη Μαρτίου του 1282. 
Castel del Monte, Bari