Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Η Αγία Νεομάρτυς Ελένη από την Σινώπη του Πόντου



site analysis

Η Αγία Νεομάρτυς Ελένη από την Σινώπη του Πόντου


Μαρτύρησε στη Σινώπη την 1η Νοεμβρίου ( 18ος αι.)
Η αγία παρθενομάρτυς Ελένη καταγόταν από την Σινώπη , τη μητρόπολη των πόλεων του Πόντου. Ήταν κόρη της ευσεβούς οικογένειας Μπεκιάρη. Οι γονείς της την ανέθρεψαν με φόβο Θεού. Στην ανατροφή της επέδρασε και ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, που δίδασκε σε ελληνικό , κρυφό, σχολειό της Σινώπης.Η αγία ήταν δεκαπέντε ετών, πολύ όμορφη, η δε αγνότητά της έδινε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπό της.
Μια ημέρα η μητέρα της την έστειλε να αγοράσει νήματα, για το κέντημα από το κατάστημα του Κρυωνά. Στο δρόμο εκείνο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου πασά της Σινώπης. Την ώρα που περνούσε η Ελένη την είδε ο πασάς απ’ το παράθυρο και η ωραιότητά της τράβηξε την ακόλαστη ψυχή του. Διέταξε αμέσως και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσπάθησε δυο και τρεις φορές να την μιάνει αλλά μια αόρατη δύναμη τον απωθούσε . Ένα αόρατο τείχος προστάτευε την κόρη. Ήταν το τείχος της προσευχής .Η Ελένη προσευχόταν νοερώς λέγοντας συνεχώς τον εξάψαλμο .
Ο αγαρηνός δεν απελπίστηκε, διέταξε τους στρατιώτες του να την φρουρούν. Πίστευε πως αργά ή γρήγορα θα πετύχαινε τον βδελυρό σκοπό του.
Κάποια στιγμή όμως η αγία, με τη σκέπη του Θεού, διέφυγε την προσοχή των στρατιωτών και έτρεξε σπίτι της, όπου διηγήθηκε στους γονείς της τι της συνέβη. Ο πασάς όταν αντιλήφθηκε την απόδραση της κόρης έγινε έξω φρενών. Κάλεσε τους δημογέροντες και τους ζήτησε να του φέρουν αμέσως την κοπέλλα ειδ’ άλλως θα διέτασσε γενική σφαγή των Ελλήνων στην πόλη.
Οι δημογέροντες, αφού έκαναν σύσκεψη στο Ελληνικό Σχολείο, κάλεσαν τον πατέρα και του ζήτησαν να παραδώσει την κόρη του στον πασά για το γενικό καλό. Ο πατέρας με λυγμούς αναγκάστηκε να δεχθεί για να μη γίνει μεγάλο κακό. Πήγε στο σπίτι του και ,αφού ενίσχυσε κατάλληλα την κόρη του , την πήρε και την οδήγησε στον πασά , για να προσφέρει τον εαυτό της όχι στις ασελγείς ορέξεις του τούρκου αλλά ευώδες θυμίαμα στον Χριστό.
Ο πασάς τη δέχτηκε με ανείπωτη χαρά ελπίζοντας ότι θα ικανοποιήσει την επιθυμία του. Προσπάθησε πολλές φορές να την μολύνει , μάταια όμως, η αόρατη δύναμη , ένα αόρατο τείχος γύρω από την κόρη, τον εμπόδιζε και τον απωθούσε. Η αγία προσευχόταν θερμά, έλεγε μυστικά τον εξάψαλμο, τον οποίο γνώριζε από στήθους καθώς και άλλες προσευχές που είχε μάθει στο σχολείο από τον θείο της.
Την επόμενη μέρα πάλι επεχείρησε ο πασάς αλλά τίποτε. Οργισμένος, εκνευρισμένος, διέταξε να την κλείσουν στις φοβερές υγρές φυλακές της Σινώπης. Η καρδιά του σκλήρυνε συνεχώς, δεν έβλεπε το θαύμα. Η ακόρεστη ασέλγειά του φούντωνε περισσότερο. Την επισκέφτηκε στη φυλακή ελπίζοντας να πετύχει εκεί τον σκοπό του αλλά μάταια, και εκεί ο Νυμφίος Χριστός προστάτευσε την νύμφη του. Οπότε υπερβολικά οργισμένος διέταξε να την βασανίσουν και να την θανατώσουν.
Την βασάνισαν μπήγοντάς της καρφιά στο κεφάλι. Και την αποκεφάλισαν. Το σώμα της και το κεφάλι τα έβαλαν σ’ ένα σακί και το έριξαν στη θάλασσα. Αυτό όμως αντί να βυθιστεί επέπλεε ενώ φως κατέβαινε από τον ουρανό και φώτιζε το άγιο λείψανο. Οι τούρκοι τα’χασαν , άρχισαν να φωνάζουν « η γκιαούρισα καίγεται, η γκιαούρισα καίγεται » . Το άγιο λείψανο συνέχισε να επιπλέει, ώσπου έφτασε στην τοποθεσία Γάει , όπου τα νερά είναι μαύρα λόγω του βάθους και εκεί βυθίστηκε.
Ύστερα από λίγες ημέρες ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε εκεί κοντά. Το τρίτο βράδυ ο νυχτοφύλακας είδε στο βυθό κάτι να λάμπει σαν χρυσός. Ειδοποίησε τον πλοίαρχο και με δύτες ανέσυραν τον θησαυρό . Δεν επρόκειτο όμως για φθαρτό θησαυρό . Ανοίγοντας τον σάκο βρέθηκαν μπροστά στο τίμιο λείψανο της αγίας παρθενομάρτυρος και νεομάρτυρος Ελένης. Στην κεφαλή της ήταν μπηγμένο ένα καρφί και υπήρχε και άλλη μια τρύπα από καρφί.
Ο πλοίαρχος φοβήθηκε τους τούρκους και παρέδωσε το σώμα της αγίας σε παραπλέον πλοίο που έφευγε με Έλληνες για τη Ρωσία ενώ την αγία κάρα της κρυφά τη μετέφερε στον ναό της Παναγίας στη Σινώπη.
Στον τόπο που βυθίστηκε η αγία μέσα στη θάλασσα βγήκε σαν πίδακας γλυκό νερό, αγίασμα και έκτοτε η περιοχή ονομάστηκε Αγιάσματα.
Η τιμία κάρα της αγίας έκανε πολλά θαύματα στη Σινώπη. Ιδιαίτερα όταν υπέφεραν από πονοκεφάλους , καλούσαν τον ιερέα, ο οποίος έφερνε την αγία κάρα ,έψαλλε παράκληση και αγιασμό και θεραπεύονταν ο πονοκέφαλος.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922, ο πρόεδρος της Σινώπης Χρήστος Καφαρόπουλος μετέφερε την κάρα της αγίας στη Θεσσαλονίκη και την εναπέθεσε στον Ι. Ναό της Αγίας Μαρίνης στην Άνω Τούμπα, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα ευωδιάζοντας και θαυματουργώντας.
Ο καταγόμενος από τη Σινώπη αείμνηστος μητροπολίτης Σερρών Κωνσταντίνος Μεγρέλης ερχόταν στην Αγία Μαρίνα κάθε 1 Νοεμβρίου και συνεόρταζε την Αγία νεομάρτυρα Ελένη μαζί με τους Αγίους Αναργύρους. Την ημέρα δε αυτή συγκεντρώνονταν και συνεόρταζαν όλοι οι Σινωπείς.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Η Αγία Απολλωνία προστάτις των οδοντιάτρων



site analysis



pemptousia.gr
apolonia7


Δημήτριος Καββαδίας, Ιερομόναχος

Ένας από τους ισχυρότερους πόνους για το ανθρώπινο σώμα είναι ο οδοντόπονος. Και αυτό γιατί το δόντι συνδέεται με τον εγκέφαλο, τον οφθαλμό και το αυτί καθώς και τα νεύρα τους και έτσι κάθε οδοντόπονος φέρνει σε κρίση το κεφάλι και τα πιο ευαίσθητα όργανά του. Κάθε φορά που τα δόντια πονούν και βρίσκεται σε έξαρση και αντίδραση το σώμα, καταλαβαίνουμε καλύτερα πόσο ευάλωτοι και τρωτοί είμαστε.

Καθετί που αφορά στην ζωή ενός δοντιού, συνδέεται άμεσα με το πόνο: με πόνο ανατέλλουν τα νεογιλά δόντια, με πόνο πέφτουν και βγαίνουν τα μόνιμα, πόνο δημιουργεί η τερηδόνα, πόνο φέρνει το απόστημα, πόνο συνεπάγεται η εξαγωγή…..

apolonia5
Ο Άγιος Αντίπας υπήρξε ο πρώτος χριστιανός οδοντίατρος ο οποίος μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού περί το 70 μ.Χ. όταν τον έψησαν σε ταυρόσχημο χάλκινο καμίνι στον ονομαστό ναό της Περγάμου που αποκαλείτο «κατοικητήριο του σατανά». Ο μέγας αυτός θεραπευτής των οδόντων, ποίμανε την Εκκλησία της Περγάμου, το δε όνομά του αναφέρεται στην Αποκάλυψη του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Κεφ. β’, 12-13). Στο απολυτίκιό του αναφέρεται «ως τάχιστος και μέγας ιατρός, της δεινής οδόντων νόσου» και η μνήμη του τιμάται την 11η Απριλίου. Τέλος στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο προσκυνούμε την ευωδιάζουσα κάρα του.

Σήμερα, 30η του μηνός Οκτωβρίου, η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την μνήμη και μιας ακόμη προστάτιδος των οδόντων της οποίας η μνήμη έρχεται από την Δυτική Εκκλησία καθ’όσον μαρτύρησε κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Πρόκειται για την παρθενομάρτυρα Αγία Απολλωνία από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την πατρίδα της παρθενομάρτυρος και πανσόφου νύμφης του Χριστού Αικατερίνας γι΄αυτό και είναι συχνές οι απεικονίσεις στην Δυτική Εκκλησία της Παναγίας με το Θείο Βρέφος μεταξύ των δύο Αγίων αυτών.


Η Αγία Απολλωνία ήρθε να καθιερωθεί ως προστάτις των οδοντιάτρων και των οδοντοπαθών πολύ πριν τον Μεσαίωνα, παραμερίζοντας την τιμή των Αγίων Άννης, Σωσάννης και Σιβύλλας που μέχρι τότε τιμούσαν οι χριστιανοί ως ιάτειρες των οδόντων. Το όνομά της σήμερα είναι γνωστό σε όλο τον χριστιανικό κόσμο από την Αμερική μέχρι την Ιαπωνία και τιμάται από όλους τους χριστιανούς οδοντιάτρους ως προστάτιδά τους.

Το όνομα και το μαρτύριό της μας έγιναν γνωστά από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας όπου εκεί αναφέρεται ότι μαρτύρησε ως χριστιανή με την βίαιη εξαγωγή των δοντιών της αφού πρώτα της είχαν συντρίψει τις γνάθους. Από αυτό αναλογιζόμαστε το πόσο υπέφερε η Αγία αλλά και την μεγάλη παρρησία της στον Χριστό για όσους υποφέρουν από οδοντόπονους και με πίστη επικαλούνται το τίμιο όνομά της.

Διαβάζουμε σχετικά: «Αλλά και την θαυμασιωτάτην τότε Παρθένον πρεσβύτιν Απολλωνίαν διαλαβόντες, τους μεν οδόντας άπαντας, κόπτοντες τας σιαγόνας, εξήλασαν, πυράν δε νήσαντες προ της πόλεως, ζώσαν ηπείλουν κατακαύσαι, εί μη συνεκφωνήσειεν αυτοίς τα της ασεβείας κηρύγματα. Η δε υποπαραιτησαμένη βραχύ και ανεθείσα, συντόνως επεπήδησεν εις το πυρ και καταπέφλεκται». (Απόσπασμα από την επιστολή του Επισκόπου Αλεξανδρείας Διονυσίου προς τον Φάβιο, Επίσκοπο Αντιοχέων. Ελλ. Πατρολογία ΜΙGΝΕ, τ.20, στ. 605-612).
 apolonia4


Το μαρτύριό της τοποθετείται στο έτος 249 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο αιμοδιψής διώκτης των Χριστιανών Δέκιος (249-251 μ.Χ.).


Από το παραπάνω απόσπασμα της επιστολής που έγραψε ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Διονύσιος, φαίνεται εύγλωττα ότι την γνώριζε καλά. Γι’αυτό και την αποκαλεί «θαυμασιωτάτην παρθένον και πρεσβύτιν» γεγονός που μας αποκαλύπτει ότι η Αγία για την οποία ελάχιστα γνωρίζουμε, ήταν καθ’όλα ένα ιερό και αξιοσέβαστο πρόσωπο, τιμώμενο από την εκκλησιαστική κοινότητα και τον Επίσκοπό της. Υπήρξε παρθένος αξιοσέβαστη που διακρινόταν για την φλογερή της πίστη και τον μεγάλο ιεραποστολικό της ζήλο που την έκαναν γνωστή για την χριστιανική δράση της στον στηριγμό και καταρτισμό των Χριστιανών. Η λέξη «πρεσβύτις» δεν φανερώνει μόνο το σεβαστό της ηλικίας της αλλά και την ταυτότητά της που σημαίνει ότι ήταν μια από τις Διακόνους της Εκκλησίας με πνευματικά-εκκλησιαστικά καθήκοντα και έντονη κοινωνική δραστηριότητα για τις χήρες, τα ορφανά, τους πτωχούς και ενδεείς. Ήταν λοιπόν γνωστή στον χριστιανικό κύκλο της Αλεξανδρείας για την πίστη και την αγαθοεργία της, στοιχούσα στους λόγους του Αποστόλου Παύλου (Α’ Τιμοθ., γ’, 8-13).

Ο χώρος της δραστηριότητός της ήταν η πολυπολιτισμική πόλη της Αλεξανδρείας στην οποία κατοικούσαν άνθρωποι ετερόκλητοι και ετερόθρησκοι : Έλληνες, Αιγύπτιοι, Ρωμαίοι, Ασιάτες, Αφρικανοί που λάτρευαν τον Χριστό ή τα είδωλα. Μια τέτοια πολύβοη πόλη είχε κατοίκους διαφόρων τάξεων και καταστάσεων οικονομικών. Οι περισσότεροι είχαν ανάγκη για περίθαλψη, στοργή και συμπαράσταση καθώς και μια διέξοδο στις πνευματικές τους αναζητήσεις.

Την κοινωνική αποστολή κατ’εκείνα τα χρόνια προσέφεραν οι Κοινοβιακοί Παρθενώνες και οι Διακόνισσες της Εκκλησίας. Από τους Κοινοβιακούς Παρθενώνες προήλθαν και οι Αγίες Παρασκευή η Ρωμαία, Φεβρωνία, Αναστασία η Ρωμαία κ.ά. με έργο τους τον ευαγγελισμό του λαού. (Και όλες εκείνες οι μακάριες γυναίκες υπέστησαν την βίαιη εξαγωγή των οδόντων τους και ίσως για να πληγεί έτσι το κέντρο του λόγου και να σταματήσουν την διδαχή). Αυτό ήταν το διακόνημα της Αγίας Απολλωνίας: η παντοειδής συμπαράσταση στο ποίμνιο και όλους τους ανθρώπους, χριστιανούς και μη.

Κατά πληροφορία του Επισκόπου Αλεξανδρείας Διονυσίου στο προοίμιο της επιστολής και προ της αναφοράς στην Αγία Απολλωνία ο διωγμός των χριστιανών της Αλεξάνδρειας ξεκίνησε ένα έτος προ του γενικού διωγμού από ένα μάντη ο οποίος ξεσήκωσε εναντίον των χριστιανών τα πλήθη των εθνικών αναθερμαίνοντας την ειδωλολατρεία και τις τοπικές τους δεισιδαιμονίες.
apolonia3 
Πρώτους απ’όλους συνέλαβαν δύο ηλικιωμένους ευσεβείς Χριστιανούς τους οποίους βασάνισαν ανηλεώς. Στο τέλος τον μεν Μετράν λιθοβόλησαν την δε Κοΐντα θανάτωσαν με ξίφος. Λεηλατούσαν, άρπαζαν, έκαιγαν τις περιουσίες των χριστιανών και τους ίδιους τους βασάνιζαν∙ όλοι υπέμεναν καρτερικά εκτός από έναν που αρνήθηκε την πίστη του, φοβούμενος την ζωή του….

Την Αγία Απολλωνία την συνέλαβαν και την βασάνισαν. Αφού της συνέτριψαν τις σιαγόνες, με βίαιο τρόπο έκαναν εξαγωγή όλων των δοντιών της. Μετά ανάβοντας μεγάλη φωτιά την απείλησαν να την κάψουν ζωντανή αν δεν απάγγελε μαζί τους «τα της ασεβείας κηρύγματα» και την άρνηση του Χριστού. Αιμόφυρτη και ταλαιπωρημένη καθώς ήταν αρνήθηκε να συμμορφωθεί στην εντολή του αυτοκράτορα∙ ούτε στα είδωλα επρόκειτο να προσευχηθεί ούτε βέβαια και να θυσιάσει. Μπροστά στη φωτιά ζήτησε λίγο χρόνο για να σκεφθεί∙ και φυσικά προτίμησε τον Χριστό παρά την ζωή και την άνεσή της. Έκανε για λίγο ότι παραιτείται από τις θέσεις της και την άφησαν να σκεφθεί. Τότε εκείνη με τόλμη περισσή επήδηξε μόνη της στην φωτιά και κατακάηκε! Έτσι έλαβε τον αθλητικό στέφανο η θαυμασιωτάτη παρθένος και πρεσβύτις Απολλωνία! Η γενναία πράξη της ήταν ένα ηχηρό ράπισμα για τους δημίους της και τους διώκτες του χριστιανισμού…..

 Ωστόσο εκείνοι συνέχισαν τις ωμότητες εναντίον των χριστιανών. Ακολούθως συνέλαβαν τον Σεραπίωνα και αφού του έσπασαν τις αρθρώσεις, τον γκρέμισαν από ένα υπερώο. Το ίδιο έγινε και για μεγάλο πλήθος χριστιανών που αρνούνταν να θυσιάσουν. Τον Ιουλιανό που υπέφερε από ποδάγρα μαζί με τον υπηρέτη του, τους μαστίγωσαν κρεμασμένους, τους άλειψαν με ασβέστη και τους κατέκαψαν. Το δήμιο στρατιώτη Βησά που μετανόησε για τις πράξεις του, τον αποκεφάλισαν. Τον Μακάριο από την Λιβύη τον έκαψαν ζωντανό. Οι Επίμαχος και Αλέξανδρος βασανίστηκαν και πέθαναν αφού τους περιέχυσαν με αναμμένο ασβέστη. Η παρθένος Αμμωναρία και η πρεσβύτις Μερκουρία θανατώθηκαν φρικτά. Το ίδιο και οι Αιγύπτιοι Ήρων, Άττηρας, Ισίδωρος και ο ανήλικος Διόσκορος. Ακολούθησε το μαρτύριο του Νεμεσίωνος του Αιγυπτίου καθώς των Άμμωνος, Ζήνωνος, Πτολεμαίου και Ιγγένη που αποκάλυψαν στο δικαστήριο την χριστιανική τους ταυτότητα πάνω στην προσπάθειά τους να πείσουν κάποιον βασανιζόμενο χριστιανό να μην εξομώσει.

 apolonia2


Η μνήμη της Αγίας Απολλωνίας και των συν αυτή μαρτυρησάντων στον διωγμό της Αλεξάνδρειας επί Δεκίου τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 30 Οκτωβρίου και από την Δυτική στις 9 Φεβρουαρίου. Στην Δυτική Εκκλησία και περισσότερο στην πόλη της Ρώμης σώζονται ναοί, πλατείες, δρόμοι, προσκυνητάρια, δειπνητήρια που φέρουν το όνομά της. Η Αγία κάρα της φυλάσσεται στον ναό Santa Maria in Trastevere, ενώ σε διαφόρους ναούς φυλάσσονται τεμάχια των ιερών λειψάνων της ή οι τίμιοι οδόντες της. Εικόνες, πίνακες και αγάλματά της κοσμούν ναούς και πόλεις της Ευρώπης όπου παντού είναι γνωστό το μαρτύριό της, κυκλοφορούν διάφοροι θρύλοι και λαϊκές παραδόσεις γι’αυτήν και τιμάται ως προστάτις των οδοντικών παθήσεων. Συνήθως παριστάνεται να κρατά μια τανάλια με ένα δόντι (σύμβολο του μαρτυρίου της) και το ένα πόδι της να πατά την φωτιά.

Το όνομά της στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και γλώσσες φέρουν πολλές γυναίκες: Apollonia, Apolline, Apollonie, Pollonie, Polline, Apolonia, Polonia, Ploni.

Είθε η τιμή της να εξαπλωθεί και στον Ορθόδοξο χώρο και οι πρεσβείες της να ενισχύουν  όλους τους οδοντοπαθείς.



Απολυτίκιο της Αγίας Απολλωνίας.

Ήχος πλ. α’ Τον συνάναρχον Λόγον.
«Των οδόντων εκρίζωσιν καθυπέμεινας και συντριβήν των σων γνάθων, Απολλωνία σεμνή, εκλεκτή παρθενομάρτυς και παρέδωκας σώμα το θείον σου πυρί, ίνα δρόσου θεϊκής παστάδος επαπολαύσης και χάριν λάβης οδόντων διώκειν άλγη τα κατώδυνα».

Η ιστορία μιας Ρωμιάς που έμεινε στην Τουρκία το 1922



site analysis


ΝΙΚΟΥ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗ 
Δημοσιογράφου-Συγγραφέα-Τουρκολόγου 
Η Maçkalı Ελένη είναι η ιστορία μιας Ελληνοπόντιας, της Ελένης, που στην ανταλλαγή των πληθυσμών δεν έφυγε μαζί με τους δικούς της στην Ελλάδα αλλά έμεινε στην Τουρκία και μετά από πολλά χρόνια κάποιοι…
Τούρκοι την φέρνουν στο φως της δημοσιότητας για να γίνει κινηματογραφική ταινία που θα δείχνει και το μεγάλο δράμα χιλιάδων Ρωμηών κατά την διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1922-23. Η προβολή αυτής της καταπληκτικής ιστορίας είναι και άλλο ένα δείγμα του πως κάποιες τύψεις από το μεγάλο εκείνο δράμα των Ελλήνων του Πόντου κατατρέχουν σήμερα πολλούς «Τούρκους», σε σημείο όχι μόνον να την δημοσιοποιήσουν, (εφημερίδα Akşam, 25/5/2013), αλλά και να τολμούν να την κάνουν κινηματογραφική ταινία που σίγουρα θα αποκαλύπτει πολλές πτυχές αυτού του δράματος. Να μην ξεχνάμε πως πριν από δυο χρόνια είχε προβληθεί η τουρκική ταινία, «Yüreğine Sor», που αποκάλυπτε το μεγάλο δράμα των κρυπτοχριστιανών του Πόντου και η οποία δυστυχώς στη συνέχεια «εξαφανίστηκε» στην Τουρκία.
Η ιστορία λοιπόν αυτής της Ελένης έχει ως εξής: Το 1920 ζούσε σε ένα χωριό έξω από την Τραπεζούντα ο μεταλλουργός Χαράλαμπος Χρυσοστομιδης με το παρατσούκλι, Lampo Usta, (δηλαδή Μάστορα Λάμπη), με την γυναίκα του Αναστασία και την μικρή τους κόρη την Ελένη. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα και ο μάστορας κέρδιζε αρκετά για να ζει η οικογένειά του χωρίς στερήσεις.
 Όλα αυτά όμως άλλαξαν με βίαιο τρόπο το 1923, (εδώ βέβαια οι Τούρκοι δεν κάνουν καμία αναφορά για την φρικτή γενοκτονία των Ποντίων που τότε έχει αποκορυφωθεί), καθώς είχε έρθει η ώρα της αναγκαστικής προσφυγιάς. Το ζευγάρι με την 13 χρονών κόρη τους Ελένη πήραν ό,τι μπορούσαν μαζί τους και κατευθύνθηκαν μαζί με πολλούς άλλους Ελληνοπόντιους προς την Τραπεζούντα για να αποβιβαστούν στο πλοίο που θα τους έφερνε στην Ελλάδα. Στον δρόμο όμως τους σταμάτησε ένα ένοπλο τμήμα. Οι Τσέτες συγκέντρωσαν κάποια κορίτσια που διακρίνονταν για την ομορφιά τους και τα απήγαγαν. Ο καημένος ο Χαράλαμπος χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι έστειλε την σύζυγό του προς το λιμάνι της Τραπεζούντιας ενώ εκείνος έμεινε πίσω για να ψάξει για την κόρη του. Πέρασαν τέσσερις μήνες όμως χωρίς κανένα αποτέλεσμα και η Ελένη δεν είχε βρεθεί. Εν τω μεταξύ η γυναίκα του η Αναστασία έφυγε με το πλοίο της προσφυγιάς και έφτασε στην Καβάλα. Στον Πόντο ο Χαραλάμπης συνέχιζε να ψάχνει παντού για την κόρη του. Στο χωριό του όπου ξαναπήγε του είπαν πως δεν έμεινε κανένας Έλληνας καθώς όλοι είχαν φύγει και μάλιστα τον προειδοποίησαν ότι το αν παραμείνει εκεί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για την ζωή του. 
Τότε ήρθαν κάποιοι και του είπαν πως η Ελένη σκοτώθηκε από τους άτακτους και ότι είχαν δει το πτώμα της μαζί με άλλα πτώματα σε κάποιο ρέμα κοντά στην Τραπεζούντα. Ο καημένος ο Χαραλάμπης χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του αποφάσισε τελικά να φύγει από τον Πόντο. Μετά από περιπλανήσεις τριών μηνών έφτασε στο Καντήκιοϊ της Κωνσταντινούπολης.
Εκεί απελπισμένος, χωρίς την γυναίκα του που είχε φτάσει στην Ελλάδα και την κόρη του χαμένη, ο Χαράλαμπος γνωρίζεται με έναν επιφανή Τούρκο, τον Süreyya Paşa, ο όποιος τον εκτίμησε και θαύμασε την επιδεξιότητά του στην τέχνη του. Ο Τούρκος τότε του άνοιξε ένα μαγαζί στο Καντήκιοϊ και ο Χαράλαμπος με την μεγάλη του εργατικότητα απέκτησε πολλούς πελάτες και άρχισε να βγάζει πολλά χρήματα. Ο Λάμπης τότε εγκατέλειψε την ιδέα να φύγει στην Ελλάδα και αφού γνωρίστηκε μια κοντοχωριανή του, την Antusa, που είχε μείνει και αυτή στην Πόλη, την παντρεύεται και κάνει μια κόρη, την Σοφία. Η Σοφία αφού μεγάλωσε παντρεύτηκε και έκανε ένα γιο. Ο γιός της αγάπησε πολύ τον παππού του, τον Λάμπη, ο όποιος συνεχώς του μιλούσε για την χαμένη του θεία την Ελένη γιατί ποτέ δεν πίστεψε ότι είχε σκοτωθεί αλλά ότι ζούσε χαμένη κάπου στον Πόντο. Ο γιός της Σοφίας μεγάλωσε έγινε χρυσοχόος και άνοιξε ένα μαγαζί κοντά στο Καπαλί Τσαρσί αλλά συνεχώς σκέφτονταν για την Ελένη που είχε χαθεί. Απευθύνθηκε τότε σε ένα δικηγόρο και του ανέθεσε να ψάξει για την χαμένη του θεία. Πριν περάσει πολύς καιρός, ένα τηλεφώνημα έκπληξη ήρθε από την Τραπεζούντα. Αυτοί που τηλεφωνούσαν τον ρώτησαν, «εσείς δεν είστε που ψάχνετε για την Εμινέ;», (δηλαδή την Ελένη). Ο γιος της Σοφίας σάστισε και τότε έμαθε ότι η Ελένη είχε βρεθεί από την οικογένεια του Abdülkadir Sümer που την είχαν υιοθετήσει και την ονόμασαν Εμινέ.
Παράλληλα όμως καθώς έψαχνε για την χαμένη κόρη του παππού του ρωτούσε και για την χαμένη του γιαγιά την Αναστασία. Τότε μαθαίνει ότι η Αναστασία που βρίσκονταν στην Ελλάδα είχε παντρευτεί και αυτή και είχε κάνει δυο παιδιά. Τα παιδιά της Αναστασίας ήθελαν πολύ να έρθουν στην Τουρκία για να ψάξουν για τον Χαραλάμπη και την χαμένη κόρη της Αναστασίας και τελικά κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με το γιο της Σοφίας. Εντωμεταξύ από την Τραπεζούντα ο Sümer, δηλαδή ο θετός πατέρας της Ελένης, μόλις έμαθε για όλη αυτή την ιστορία της υιοθετημένης του κόρης ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και προσκάλεσε όλους τους συγγενείς της Εμινέ στην Τραπεζούντα. Εδώ αντιλαμβάνεται κανείς τα συναισθήματα όλων αυτών καθώς μετά από πολλά χρόνια τα παιδιά της Αναστασίας και ο γιος της Σοφίας συναντήθηκαν στην Τραπεζούντα και βρήκαν την χαμένη κόρη του Χαραλάμπη, την Ελένη, που τώρα ήταν η Εμινέ. Αλλά το πιο ίσως εντυπωσιακό σε όλη αυτή την συγκλονιστική ιστορία είναι ότι όλοι μαζί πήγαν και προσκύνησαν το μοναστήρι της Βαζελώνας, ένα από τα πιο ιερά μέρη του ελληνορθόδοξου Πόντου.
Η συγκλονιστική αυτή ιστορία, (την οποία όταν την διαβάσει κανείς στα τουρκικά πραγματικά συγκινείται), δείχνει για άλλη μια φορά το μεγάλο δράμα των Ελληνορθόδοξων Ποντίων. Αλλά το εντυπωσιακό είναι ότι αποφασίστηκε να την κάνουν ταινία μια ομάδα «Τούρκων» οι οποίοι όταν την έμαθαν είχαν συγκλονιστεί καθώς είχαν γίνει και μάρτυρες της συνάντησης μετά από τόσα χρόνια όλων αυτών των χαμένων συγγενών από την φρίκη ενός πολέμου και μιας γενοκτονίας. Βέβαια το ποιοι είναι αυτοί οι «Τούρκοι» που θα γυρίσουν την ταινία δεν μας γίνεται γνωστό, ίσως για ευνόητους λόγους. Όμως και μόνο που στην σημερινή Τουρκία ένα τέτοιο μεγάλο δράμα των Ελληνοποντίων θα γίνει φιλμ, είναι άλλο ένα δείγμα και σημείο των καιρών και φανερή ένδειξη ότι η πανάρχαια φλόγα της ελληνοορθοδοξίας δεν έχει σβήσει ποτέ σε αυτή την ιστορική μεριά του ελληνισμού.

Ποια είναι αυτή η γυναίκα;



site analysis


Πώς τη λένε; Την ξέρω; Κάτι μου λέει το πρόσωπό της. Πού την έχω δει; Στην τηλεόραση; Στο internet; Στο σινεμά; Κάπου στον δρόμο; Είναι διαφήμιση, είναι πραγματικότητα, τι είναι; Μοιάζουν τα πρόσωπα, μπορείς να μπερδευτείς. Μήπως είναι κάποιος δικός μου άνθρωπος; Κι αν είναι μια παλιά φωτογραφία της οικογένειάς μου, αν είναι συγγενής μου, αίμα μου; Μια άγνωστη ιστορία του προσφυγικού μας παρελθόντος; Τα ξέρω τα μάτια της…
Ποια είναι, άραγε, αυτή η γυναίκα; Μοιάζει φτωχή και κουρασμένη. Τι της έχει συμβεί; Από ποια δύσκολη εποχή έρχεται η εικόνα της; Από ποια χώρα; Σε ποιο σημείο της αέναης Αδικίας βρέθηκε να ζει;
Τι απέγινε εκείνη; Τι απέγιναν τα παιδιά της; Τι απέγιναν οι σκέψεις της; Χάθηκαν; Ή μήπως όχι; Είναι εδώ δίπλα μου; Μήπως ζει; Μήπως βρίσκεται στην Αθήνα, μήπως βλέπουμε τον ίδιο ήλιο τώρα που γράφω στο μικρό μου δωμάτιο; Ποια είναι; Μήπως δεν έχει σημασία; Μήπως χάνω (ξανά) τον χρόνο μου; Τι με νοιάζει; Τι θα αλλάξει στη δική μου τη ζωή αν ξέρω; Πότε θα αλλάξει η δική μου η ζωή αν, τελικά, μάθω;
Ποια είναι;

Επί 20 ολόκληρα μίλια, η φωτογράφος σκεφτόταν αν θα έπρεπε να είχε σταματήσει σ’ αυτό που είδε με την άκρη του ματιού της στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Η δουλειά είχε γίνει, την αμοιβή της θα την έπαιρνε, μέχρι τελευταίο σεντ, έξω έβρεχε κι όμως μέσα της υπήρχε μια δύναμη- μη ελέγξιμη πια- που δεν άφηνε σε ησυχία το μυαλό της. Για 20 μίλια ήταν αναποφάσιστη (μικρή απόσταση, αν σκεφτεί κανείς πως υπάρχουν πολλοί που διανύουν αναποφάσιστοι κι αδρανείς ολόκληρη τη ζωή τους). Ξαφνικά σταμάτησε το αυτοκίνητο. Ο δρόμος ήταν άδειος. Επιτόπου στροφή. Ακολούθησε την αντίθετη πορεία – του δρόμου και της λογικής- και βρέθηκε ξανά στον καταυλισμό.
Εκεί ζούσαν προσωρινά, με τις οικογένειές τους σε παραπήγματα, περιφερόμενοι άστεγοι αγρότες. Πάμφθηνα εργατικά χέρια μεταναστών για τις καλλιέργειες της περιοχής. Θα μάζευαν αρακά και μπιζέλια, αλλά την προηγούμενη νύχτα ο παγετός είχε καταστρέψει τη σοδειά. Άλλο ένα κακό νέο ανάμεσα στα χιλιάδες δυσάρεστα μαντάτα της ζωής τους- πότε θα σταματούσε αυτό; Ίσως ποτέ.
Η ανησυχία ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Πολύ σύντομα, οι κάτοικοι της περιοχής και οι ιδιοκτήτες των καλλιεργειών, θα έρχονταν να τους διώξουν. Με βίαιο τρόπο, χωρίς έλεος. Οι ίδιοι καθωσπρέπει άνθρωποι, με τα παιδιά, τα σπίτια και τη γη τους- οι οποίοι θα τους έδιναν δουλειά στα χωράφια τους- οι ίδιοι την επόμενη μέρα θα χρησιμοποιούσαν κάθε τρόπο για να τους διώξουν, αφού πια η παρουσία τους δε θα απέφερε πια κανένα απολύτως κέρδος. Η πραότητα του χαρακτήρα και ο ανθρωπισμός τους βασίζονταν στον αστάθμητο παράγοντα του κατάλληλου απτού ανταλλάγματος. Η υπόγεια αποδοχή της ένοχης χρησιμότητας ενός εγκλήματος γεννά τον πιο ορκισμένο στρατό φανατικών, εκείνων που εθίζονται στη δικαιολογία κάθε επόμενου εγκλήματος.
Μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της απόλυτης φτώχιας, της αγωνίας και του πόνου, η φωτογράφος εστίασε στη μητέρα με τα τέσσερα πεινασμένα παιδιά (υπήρχε κι ένα πέμπτο στην κοιλιά της μάνας, που θα γεννιόταν σε λίγους μήνες, σε καιρούς απόγνωσης). Η δικιά τους ήταν η πιο πρόχειρα φτιαγμένη τέντα απ’ όλες. Τράβηξε δυο πρώτες φωτογραφίες. Δυο γενικά πλάνα.

Και μετά πλησίασε. Όλο και πλησίαζε. Η μητέρα δεν κοίταξε ποτέ προς το φακό ή προς τον άνθρωπο που ακάλεστος είχε εισβάλει στην ελάχιστη ιδιωτικότητά τους.
Συνολικά τράβηξε έξι φωτογραφίες. Δεν ρώτησε το όνομα της μητέρας, ζήτησε μόνο να μάθει την ηλικία της.
«32 χρόνων».
Κι όμως… Αυτό ήταν το ταλαιπωρημένο πρόσωπο μιας 32χρονης γυναίκας, που είχε βιώσει τόσα, όσα αρκούσαν για πολλές ζωές. Ζούσαν τρώγοντας παγωμένα λαχανικά – ήταν βαρυχειμωνιά- και όσα μικρά πουλιά μπορούσαν να σκοτώσουν τα ίδια τα παιδιά.

Η φωτογράφος υποσχέθηκε προφορικά – αν και δεν της ζητήθηκε- να μην δημοσιεύσει το υλικό.
Είπε ψέματα.
Αυτό το ψέμα ,όμως, ευεργέτησε αμέσως πολλούς κατατρεγμένους. Τρεις μέρες μετά τη δημοσίευση της φωτογραφίας στην εφημερίδα, εκείνος ο καταυλισμός στη μέση του τίποτα (US Highway 101, 2.500χλμ, κατά μήκος της δυτικής ακτής) γέμισε με τρόφιμα, ρούχα και προσφορές ανθρώπων που είχαν συγκινηθεί από τη φωτογραφία της μητέρας. Κάποιοι απ’ τους άστεγους εργάτες είχαν ήδη φύγει (για πού άραγε; Για ένα επόμενο πουθενά…), ανάμεσά τους, όμως, και η μητέρα με τα παιδιά. Εκείνοι δεν ήξεραν τι είχε συμβεί.
Η δημοσίευση μιας δεύτερης φωτογραφίας- διαφορετικής από αυτή που είχε μπει στην εφημερίδα- έκανε τον γύρο της χώρας μέσα σε λίγες μέρες. Η μητέρα είχε γίνει σύμβολο καρτερικότητας κι αξιοπρέπειας σε καιρούς δυστυχίας κι εξαθλίωσης. Όλοι μιλούσαν για εκείνη και τα μικρά της.
Ένα αποφασισμένο βλέμμα, σ’ ένα κουρασμένο πρόσωπο. Και δυο παιδιά ν ακουμπούν φοβισμένα πάνω της. Ήταν ο φόβος του φακού, αλλά έμοιαζε με το φόβο του παρόντος και του μέλλοντος. Ήταν τα δύσκολα χρόνια. Κι εκείνη ήταν η Μόνα Λίζα μιας σκονισμένης απ’ τις αντιξοότητες εποχής.

H Dorothea Lange (Ντοροθέα Λανγκ) τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες το 1936, στις Ηνωμένες Πολιτείες (NipomoCalifornia). Το στιγμιότυπο της μητέρας με τα δυο παιδιά γυρισμένα στο φακό, αποτέλεσε την πιο χαρακτηριστική φωτογραφία της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. (GreatDepression).  Η ταυτότητα της εμβληματικής “Migrant Mother” έγινε γνωστή πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν η ηλικιωμένη πλέον γυναίκα εκείνης της φωτογραφίας έδινε μάχη με τον καρκίνο και δεν είχε τα χρήματα για να νοσηλευτεί σε δημόσιο νοσοκομείο. Τότε δημοσιεύτηκε τ’ όνομά της και μαζεύτηκε ένα ποσό (κάποιες χιλιάδες δολάρια) που της επέτρεψε να ‘χει ένα αξιοπρεπές τέλος. Την έλεγαν Φλόρενς (Florence Owens Thomson 1903 -1983), ήταν μια Τσερόκι. Διωγμένη από την Οκλαχόμα – όπως χιλιάδες της φυλής της-  παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία, όμως η οικογένεια του συζύγου δεν ήθελε μια ινδιάνα για νύφη. Έκαναν παιδιά, εκείνος πέθανε ξαφνικά. Πώς θα ζήσουν; Τι θα κάνουν; Οικονομική ύφεση, ανεργία, διώξεις. Ανατροπές, μόνο ανατροπές. Ένας άβολος σκληρός άδικος κόσμος. Κάθε βήμα της ζωής της- από την αρχή- έμοιαζε δύσκολο, έως ακατόρθωτο. Κάθε βήμα κι ένας πόνος. Κι όλα να μοιάζουν κάθε φορά με το τέλος του κόσμου. 
Η Φλόρενς δεν κέρδισε ποτέ χρήματα από τη φωτογραφία (μόνο το ποσό εκείνο στα γεράματα, πριν πεθάνει). Ούτε η Λανγκ. Τα δικαιώματα ανήκαν στην αμερικανική κυβέρνηση ( με κρατικό χρήμα-Farm Security Administration- είχαν πληρωθεί τα ντοκουμέντα της ομάδας φωτογράφων που ταξίδευαν στις φτωχές αγροτικές περιοχές της Αμερικής). Η Λανγκ, όμως, κέρδισε αναγνωρισιμότητα κι επαγγελματική καταξίωση.]
(Dorothea Lange 1895-1965)

Aυτή είναι η Φλόρενς το 1979, μαζί με τις κόρες της. Μπροστά της γονατιστή η Νόρμα (το μωρό που κρατούσε τότε στα χέρια της). Πίσω της η Κάθριν και η Ρούμπυ (τα δυο παιδιά με τη γυρισμένη πλάτη στη φωτογραφία του ’36. H Ρούμπυ εμφανιζόταν στο πλευρό της μητέρας της και σε δυο ακόμα από εκείνες τις φωτογραφίες)

H “Migrant Mother” είναι η χαρακτηριστικότερη φωτογραφία της Μεγάλης Ύφεσης. Γρήγορα, όμως, ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κι απέκτησε τους δικούς του ήρωες, τις δικές του εμβληματικές μορφές. Και μετά ήρθε η εποχή της ευημερίας. Κι εκείνη είχε τα σύμβολά της, παντοδύναμα. Ζήτω το χρήμα! Η φτωχή μητέρα έμοιαζε πολύ μακρινή. Τόσο μακρινή, που αρκούσε για να γίνει γραμματόσημο.
(Γραμματόσημο του 1998).

Έτσι γίνεται συνήθως. Οι άνθρωποι τιμούν, φροντίζουν, επιβραβεύουν κι αγαπούν οτιδήποτε υπάρχει σε απόσταση ασφαλείας. Το ΤΩΡΑ παραμένει πάντοτε η εποχή της βαρβαρότητας.

ΥΓ. Σήμερα στο Nipomo (πληθυσμός 16.000 κάτοικοι), πολύ κοντά στο σημείο της τυχαίας ιστορικής φωτογράφισης υπάρχει ένα σχολείο, που φέρει ένα όνομα. Το όνομα της φωτογράφου Ντοροθέα Λανγκ. Όχι της Φλόρενς. Ίσως καλύτερα. 
Καλύτερα να μην ήξερα καν το όνομά της, όπως όταν πρωτοείδα τη φωτογραφία κι αναρωτιόμουν αν ήταν ένας δικός μου άνθρωπος. Γιατί όταν ξέρεις όλες αυτές τις λεπτομέρειες, η γυναίκα γίνεται το ενδιαφέρον ντεκόρ μιας ακόμα ιστορίας, ανάμεσα σε αμέτρητες άλλες- που θα μάθεις ή δε θα μάθεις- και νομίζεις πως δεν έχουν καμία σύνδεση με το δικό σου σύντομο πέρασμα απ’ αυτόν τον κόσμο.
Ενώ στην πραγματικότητα εκείνο το βλέμμα, εκείνη η μάνα και τα παιδιά είναι η δική σου ιστορία.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Βίος Αγίων Ζηνοβίου και Ζηνοβίας των αδελφών



site analysis

Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια εορτάζουν στις 30 Οκτωβρίου

Zoom in (real dimensions: 237 x 340)Εικόνα

Οι Άγιοι Μάρτυρες, ο Ζηνόβιος και η Ζηνοβία ήσαν αδέλφια, πού κατάγονταν από την επαρχία των Κιλίκων.


Ο πατέρας τους ονομαζόταν και αυτός Ζηνόβιος και η μητέρα τους Θέκλα. Όταν πέθαναν οι γονείς τους, μοίρασαν τα υπάρχοντα τους στους ξένους και δεν κράτησαν τίποτα 
για τον εαυτόν τους. Ο Ζηνόβιος είχε σπουδάσει Ιατρική και γιάτρευε τούς αρρώστους όχι μόνο γιατί ήταν εύσπλαχνος, αλλά και με τη Χάρι του Θεού, δεν έπαιρνε λεφτά από 
τούς φτωχούς, όπως λέει το ευαγγέλιο.



Βασιλιάς ήταν εκείνη την περίοδο ο Διοκλητιανός και είχε έπαρχο σε εκείνη την περιοχή τον Λυσία. Ο Λυσίας ήταν ειδωλολάτρης και αυτός και έτρεφε μίσος κατά των χριστιανών 
όπως και ο Διοκλητιανός. Αυτός λοιπόν ο Λυσίας δεν ήθελε καθόλου τούς Χριστιανούς ενώ ο καλός και ευσεβής Ζηνόβιος ζούσε ήσυχα με τούς χριστιανούς, διότι ο Κύριος τον 
πρόσταξε με θεία αποκάλυψη να γίνει επίσκοπος των Κιλίκων. Πρώτον ήταν στα σώματα γιατρός, ύστερα τις ψυχές επιμελείτο με σοφία Θεού.



Όταν άκουσε ο κακός έπαρχος Λυσίας, για τον ιερό Ζηνόβιο, ότι κηρύττει ένα και μοναδικό Θεό και θεραπεύει στο όνομά Του κάθε ασθένεια, και ότι δίδει άπειρη ελεημοσύνη 
στους πτωχούς, θύμωσε για την τόσην πολλή φιλανθρωπία του Αγίου, διέταξε και του έφεραν τον Άγιο μπροστά του, και του είπε: «Πολλά άκουσα για σένα Ζηνόβιε, αλλά εγώ 
δεν πιστεύω αυτά αν δεν τα δω με τα ίδια τα μάτια μου. Γι αυτό σε έφερα εδώ για να βεβαιωθώ. Γι αυτό λοιπόν διάλεξε ένα από τα δύο, ή να θυσιάσεις μαζί μου στους θεούς, 
οπότε θα ζήσης ζωή με πλούτο και λαμπρότητα, ή θα πεθάνεις με μεγάλα βάσανα και μαρτύρια».



Ο Άγιος απάντησε:
«Εγώ έχω έναν Θεό αληθινό, τον Ιησού Χριστό. Αυτός με έπλασε και μου χάρισε τη ζωή και επιθυμώ να θυσιαστώ γι αυτόν». Όταν άκουσε αυτά ο τύραννος, διέταξε να τον 
κρεμάσουν.
Όταν γινόταν αυτά έφτασε η αδελφή του Αγίου, Ζηνοβία και όταν είδε στο ξύλο να κρέμεται ο αδελφό της, δεν δείλιασε καθόλου, αλλά έλεγξε με θάρρος τον έπαρχο και του 
είπε:
«Κακέ και υπερήφανε τύραννε, ποιά κακουργία έκανε ο αδελφός μου και τον δέρνεις;»



Τότε τούς έβαλαν και τούς δυο σε κρεβάτι και κάτω από αυτό έβαλαν κάρβουνα αναμμένα πού έκαιγαν αυτό αλλά οι μάρτυρες υπέμεναν με καρτερία. Μετά τους έβαλαν σε 
καζάνι γεμάτο βρασμένο νερό και τους έριξαν μέσα να βράσουν μέχρι να διαλυθούν. Εις μάτην όμως ο δύστυχος κοπίαζε, διότι όσον έβραζε το νερό τόσο αυτοί δροσίζονταν 
και έψαλλαν χαίροντες.



Αφού δεν είχε άλλη ελπίδα ο τύραννος, έλαβε την τελική απόφαση να τούς θανατώσει με ξίφος, έξω από την πόλη. Όταν έφθασαν εκεί, προσευχήθηκαν οι Άγιοι λέγοντες: 
«Σε ευχαριστούμε Χριστέ μας πού μας αξίωσες να τελέσουμε τον δρόμο του Μαρτυρίου, και να φυλάξουμε την πίστη μας καθαρή. Σε παρακαλούμε, φιλάνθρωπε Κύριε, να 
μας αξιώσεις του χαρίσματος της αιωνίου Βασιλείας σου και να μας συναριθμήσεις με τούς Αγίους δούλους σου».



Έκοψαν λοιπόν οι δήμιοι την 30ήν Οκτωβρίου τα κεφάλια των Μαρτύρων σύμφωνα με τη διαταγή, τα άγια δε λείψανά τους ευρίσκοντο έξω από την πόλη. Τα μεσάνυχτα πήγαν 
δύο πρεσβύτεροι, ο Ερμογένης και ο Γάιος, έλαβαν κρυφά τα λείψανα και τα ενταφίασαν μαζί. Έτσι οι Άγιοί μας όπως είχαν κοινούς γονείς και κοινή διαβίωση, έτσι αξιώθηκαν 
κοινής αθλήσεως και κοινής ενταφιάσεως.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr