Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Mνήμη Aγίας Ερωτηΐδος



site analysis

Mνήμη Aγίας Ερωτηΐδος ~ Το συναξάρι ενός ασκητή

 
Το συναξάρι ενός ασκητή
 
 
Νίκου Αθ. Ματσούκα

Ήταν τα χρόνια του ξακουστού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όπου σ' όλη την Αλεξάνδρεια νέοι και γέροι θαύμαζαν τον ασκητή Αγάθωνα. 

Πάμπολλοι καμάρωναν λέγοντας πως τον είχαν αντικρίσει ακούγοντας τα λιγοστά του λόγια, και oι πάντες διέδιδαν πως το πρόσωπό του αστραφτοκοπούσε σε μια φωτοχυσία, που στον κόσμο δεν είναι άλλη. Κι όλοι ήξεραν την καλύβα του, που έμοιαζε σπηλιά, σιμά σ' ένα μεγάλο μοναστήρι, στα περίχωρα της Αλεξάνδρειας. 

Χιλιάδες και μυριάδες σκαρφάλωναν κει πάνω για να δουν από μακριά, έστω και μόνο το στέκι του, απαραίτητα τις τριγύρω φωτόχυτες σπίθες που χρύσιζαν τις ξερές πέτρες.

Όμως μεγάλος καημός, και καταπώς έλεγαν σαράκι ζήλειας, κατέτρωγε την πεντάμορφη Ερωτηίδα, που όλοι την ήξεραν σαν την πιο ονομαστή και ακριβοπληρωμένη πόρνη της Αλεξάνδρειας:

Ευχόταν να κοπάσει εκείνο το ανθρωπομάνι ν' ανεβαίνει συρρέοντας στη σπηλιά του ασκητή...

Οι εκλεκτοί της φίλοι, μεγιστάνες του πλούτου, άρχοντες, διοικητές, στρατιωτικοί, έμποροι, ακόμα και σοφοί, την αναστάτωναν ξανά και ξανά με τα τσουχτερά τους πειράγματα! Έτσι λοιπόν σ' ένα τρικούβερτο νυχτερινό γλέντι στο αρχοντικό της, στο έπακρο πεισματωμένη...

έβαλε στοίχημα μεγάλο πως θα κοιμόταν μια νύχτα με τον Αγάθωνα, και το πρωί φεύγοντας θα του έπαιρνε το πολυθρύλητο τρίχινο ράκος που φορούσε: Θα του το πάρω εξάπαντος, ποιος αντιστάθηκε σε μένα; έλεγε και ξανάλεγε μεθοκοπώντας.

Μερόνυχτα την έθλιβε τούτο το σαράκι, οπόταν μια και δυό ένα απόγευμα αποφασίζει επιτέλους να τραβήξει κατά τη φωλιά του ασκητή. Φτάνει ίσαμε τη γρανιτένια κορυφή, ο ήλιος μόλις είχε προλάβει να βασιλέψει. Κατάκλειστη η σπηλιά λίγο παράμερα, σα να'ταν τυλιγμένη με φωτοστέφανο, ίδιος ο σιωπηλός ασκητής!

Η Ερωτηίδα δεν πιστεύει στα μάτια της. Φρίσσοντας πασχίζει να σκεφτεί ήρεμα. Και μεμιάς γαληνεύει, βάζοντας μπρος το σχέδιο της. Γδύνεται αργά αργά, πετώντας τα μεταξένια ντύματα σε μια χαραδρούλα.

Τσίτσιδη, με λυτά μαλλιά, με τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια! Στο μισοσκόταδο λευκάζουν τα στήθια, τα λαγόνια και τ' αστραφτερά της δόντια, καθώς τρεμουλιάζουν και κροτούν ελαφρά. Είναι έτοιμη να κάνει την έφοδο. Άξαφνα παγώνει.

Μπροστά της κουτσαίνοντας ένα πελώριο λαβωμένο λιοντάρι βρυχιέται σπαραχτικά και φρικαλέα, και παρευθύς κάνει να χυμήξει καταπάνω της. Κι αυτή αλαφιασμένη τρέχει προς τη σπηλιά. Όμως μπερδεύονται τα χρυσαφένια της σανδάλια, και γκρεμίζεται κάτω ουρλιάζοντας. Βογγάει απανωτά και μπήγει κραυγές σπαραχτικές. 

Και το λιοντάρι σιμώνει...

Κι άξαφνα η Ερωτηίδα θωρεί τον αββά Αγάθωνα μπροστά της, και νομίζει πως ονειρεύεται. Κι αυτός σκύβει αργά, τη σηκώνει και την παίρνει αγκαλιά, γιατί δεν μπορεί να πατήσει. Τι να' ναι άραγε τούτο που μου' λαχε!, ψελλίζει κάνοντας να κρύψει απεγνωσμένα τη γύμνια της. Τώρα σπαρταράει σαν ψάρι που χάνεται η πνοή του.

Ο αββάς με δυο τρεις δρασκελιές την πηγαίνει μέσα και την ξαπλώνει μαλακά ατό αχυρένιο του στρώμα, σκεπάζοντας την με μια προβιά. Σε λίγο μπάζει και το λιοντάρι και το ξαπλώνει στην απέναντι γωνιά. Ανάβει ένα λαδολύχναρο. Γαληνεμένος πέρα για πέρα μ' ένα λαγήνι πλένει το σπασμένο πόδι του λιονταριού, που τώρα μουγκρίζει ελαφρά δείχνοντας ευτυχισμένο. Τον δένει την πληγή και σιωπηλά το ευλογεί.

Έπειτα με τις ίδιες αργές κινήσεις γιατρεύει το στραμπουλιγμένο πόδι της ολόγυμνης Ερωτηίδας. Και μετά βγάζει το τρίχινο ράκος, και μ' αυτό ντύνει το κορμί της, ενώ αυτή φρίσσοντας πασχίζει με τρεμάμενα χέρια να κρύψει τη γύμνια της. Μα η γύμνια της τελικά κρύβεται στο τρίχινο ράκος, περνάει όμως λίγη ώρα για να νιώσει τούτη την προστασία. Και ο Αγάθων ήρεμος την αφήνει στο στρώμα, τυλίγεται με την προβιά και κουλουριάζεται απέναντι της, πλάι στο λιοντάρι, που τώρα ανασαίνει εντελώς ευχαριστημένο. Γυναίκα και λιοντάρι κοιτάζονται κι οι δυό τους αλλοπαρμένοι.

Μα η ματιά του λιονταριού αργά αργά αποκτά μια περίσσια τρυφεράδα. Η Ερωτηίδα ζαρώνει στο στρώμα του αββά βρέχοντας το με πνιχτά και καφτερά δάκρυα, που μαλακώνουν τα σωθικά της, και τον ανεκλάλητο παιδεμό εκείνης της νύχτας τον μεταμορφώνουν σε αγαλλίαση. Βαθιά μεσάνυχτα ο Αγάθων την πλησιάζει και της λέει: Σύρε στο σπίτι σου, και μη φοβάσαι πια. Ήρεμη σηκώνεται σκουπίζοντας τα μουσκεμένα μάτια της. Ο αββάς την ευλογεί, κι αυτή νιώθει την ευλογία σα χάδι στα μαλλιά της.

Έξω σκέτη σκοτομήνη. Απεραντοσύνη και νύχτα. Το τρίχινο ράκος τη φλογίζει με μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση. Ευφραίνεται όσο ποτέ άλλοτε, αναπνέοντας αρώματα που είναι γη, αγέρας, ουρανός, θεϊκό μεθύσι. Αισθάνεται σάμπως να οσμίζεται την ίδια την αγιοσύνη. Εκεί κοντά βρυχιέται παραπονεμένα ένα άλλο λιοντάρι. Η Ερωτηίδα κοντοστέκεται τώρα για να χαρεί τις κραυγές του. Χαράματα φτάνει στο αρχοντικό της κι αμέσως κλείνεται μέσα.

Και χάθηκε για πάντα από τα μάτια του κόσμου....

Χρόνια και χρόνια κανείς δεν ήξερε πια τίποτα.

Μια μέρα ο υποτακτικός του ασκητή έφερε στο μοναστήρι την είδηση πως ο αββάς Αγάθων είχε πεθάνει στη σπηλιά του. Πεντέξι αδελφοί πήγαν για το εξόδιο μυστήριο. 

Αμήχανοι τον θωρούσαν τυλιγμένο στην προβιά του 

-όμως πουθενά το τρίχινο ράκος.

Κι άξαφνα απορημένοι βλέπουν έναν παράξενο καλόγερο -ντυμένο με μηλωτή ως πάντοτε την νέκρωσιν του Χριστού εν τω σώματι φέροντα- να μπαίνει σιωπηλός και σκυφτός, δείχνοντας πως ήθελε να κρύψει το πρόσωπο του.

Παρευθύς τους παραδίδει το τρίχινο ράκος του Αγάθωνα, και εξαφανίζεται σαν αθόρυβη σκιά. Αμέσως ντύνουν το σκήνωμα με τούτο το ράκος, οπότε θαμπωμένοι διακρίνουν και διαβάζουν πάνω του τα χρυσά γράμματα:

Ερωτηίς έρωτι Χριστού πυρπολουμένη, των χειρών σου αγλαϊστόν καλλιτέχνημα.

--------------------------------------------------------------------------------------------
 
  Νίκου Αθ. Ματσούκα
Από το βιβλίο "Ο ΘΑΜΠΟΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ"
Πεζά-Ποιήματα. Εκδόσεις Π. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 2000 
 
Πηγή: egolpion.com

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Ο Π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος μας διηγείται για μία αγιασμένη Μοναχή η οποία με τη ζωή της έκανε το Θεό να χαμογελάει



site analysis

Ἀναφέρει ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος (†1989):
«Ἐπισκέφθηκα πρό ἐτῶν μεγάλη γυναικεία Μονή. Μεταξύ τῶν μοναζουσῶν, τίς ὁποῖες γνώριζα, ἦταν καί μία σχεδόν αἰωνόβια. Ὕπαρξη ὀλιγογράμματη, ἀλλά ἁγιασμένη. Λόγῳ τοῦ γήρατος δέν σηκωνόταν πλέον ἀπ’ τό κρεβάτι. Καθόταν μόνο πάνω σ’ αὐτό. Πῆγα στό κελλί της.
Κλαίγοντας μοῦ εἶπε τό… παράπονό της: “Ἄχ, αὐτή ἡ Γερόντισσα! Τήν παρακαλῶ νά μοῦ δίνη δουλειά νά κάνω ἐδῶ πάνω στό κρεβάτι, ἀφοῦ δέν μπορῶ νά σηκωθῶ ἄν δέν μέ κρατοῦν, καί αὐτή δέν μοῦ δίνει. Μπορῶ νά τυλίγω κουβάρια. Δέν μέ ἀφήνει, ὅμως. Μοῦ λέει ὅτι δούλεψα ὀγδόντα χρόνια στό Μοναστήρι. (Εἶχε μεταβῆ ἐκεῖ σέ ἡλίκα 16 ἐτῶν.) Ἀλλά ἔτσι ἐγώ τρώω δωρεάν τό ψωμί μου. Δουλεύουν ἄλλες καί ταΐζουν ἐμένα. Τί νά κάνω, ὅμως; Ἡ Γερόντισσα δέν ὑποχωρεῖ. Στενοχωρήθηκα τόσο πού δέν ἤθελα νά τρώω.
Ἀλλά μετά σκέφθηκα κάτι καί ἀναπαύθηκα. Σκέφθηκα νά κάνω συνέχεια προσευχή γιά ὅλους. Ἔτσι μοῦ φαίνεται σάν νά δουλεύω κι ἐγώ. Βλέπεις αὐτό τό κομποσχοίνι; (Μοῦ ἔδειξε ἕνα κομποσχοίνι πού εἶχε πολύ μεγάλους κόμπους.) Δέν τό ἀφήνω καθόλου ἀπ’ τά χέρια μου μέρα-νύκτα, ἐκτός ἀπό δύο-τρεῖς ὧρες κατά τίς ὁποῖες κοιμᾶμαι. Κάνω συνέχεια προσευχή γιά τή Γερόντισσα καί γιά τίς Καλόγριες πού δουλεύουν γιά νά τρώω ἐγώ. Ἀλλά κάνω καί γιά ἄλλους. Γιά τό Δεσπότη μας καί γιά τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς, γιά τούς Ἱερεῖς, γιά τούς Κήρυκες, γιά τούς Ἄρχοντες, γιά τούς Δικαστές, γιά τό Στρατό, γιά τούς Χωροφύλακες, γιά τούς Δασκάλους, γιά τούς Μαθητές, γιά τίς χῆρες, γιά τά ὀρφανά, γιά ὅλους ὅσους θυμηθῶ. Ἔτσι αἰσθάνομαι λιγότερο βάρος στή ψυχή μου πού τρώω δίχως νά δουλεύω…”.
Δακρύζω ὅσες φορές φέρνω στή μνήμη μου τή σκηνή αὐτή. Ἔκτοτε δέν ξαναεῖδα τήν ὁσία ἐκείνη Μοναχή. Μετά ἀπό λίγους μῆνες ἀπῆλθε σέ ἄλλους κόσμους, γιά νά συνεχίζη ἐκεῖ τίς “ἐκ βαθέων” προσευχές της “γιά ὅλους ὅσους θυμηθῆ” (ἐλπίζω καί γιά μένα…), ἄν καί χωρίς πλέον τό χονδρό κομποσχοίνι της, τό ὁποῖο τάφηκε μαζί μέ τό ἱερό σκῆνος της…».
από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, «Τό Χαμόγελο τοῦ Θεοῦ», ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2012.

Η Οσία Μεθοδία της Κιμώλου – Μία αγία του 20ου αιώνα



site analysis


φωτογραφία της οσίας Μεθοδίας της εν Κιμώλω
Οσία Μεθοδία (1861-1908)
Στους δύο τελευταίους αιώνες, οι Κυκλάδες έδωσαν τέσσερις άγιες μορφές στην Εκκλησία μας: τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη από τη Νάξο, τον Όσιο Αρσένιο από την Πάρο, την Οσία Πελαγία από την Τήνο και την Οσία του 20ου αιώνα Μεθοδία από την Κίμωλο. Η επίσημη αγιοποίησή της έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την πράξη 499 στις 17 Ιουνίου 1991. Η μνήμη της εορτάζεται στις 5 Οκτωβρίου.
Ο βίος της
Γεννημένη από γονείς θεοσεβείς στις 10 Νοεμβρίου 1861 στην Κίμωλο, ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς της. Βαπτίσθηκε Ειρήνη και από πολύ νεαρή ηλικία ξεχώριζε για την ευσέβεια, τη σεμνότητα και την αγάπη της προς την Εκκλησία.
Μέσα στο ευσεβές περιβάλλον του νησιού της και σε μια οικογένεια προσηλωμένη στο Χριστό, μεγάλωνε και μαζί με τη νεότητα άνθιζε η πίστη της και ο ιερός ζήλος. Ποθούσε και περίμενε την κατάλληλη ώρα για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό και την Εκκλησία.
Καθώς όμως ήταν σε «ηλικία γάμου» και οι γονείς της αποφάσισαν να την παντρέψουν, υποτάχτηκε από υπακοή στη θέλησή τους και παντρεύτηκε ένα Χιώτη ναυτικό.
Λίγο καιρό μετά το γάμο ο σύζυγος της νεαρής κόρης ναυάγησε και πνίγηκε στις ακτές της Μικράς Ασίας και τότε η Ειρήνη ένοιωσε πώς αυτή ήταν η ώρα της θείας κλήσεως γι’ αυτήν.
Γίνεται μοναχή
Ο πνευματικός της όταν του εξομολογήθηκε την επιθυμία της, την ενθάρρυνε στην πραγματοποίηση του σκοπού της. Μετά από κατάλληλη προετοιμασία εκάρη μοναχή, από τον τότε αρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο και έλαβε το όνομα Μεθοδία. Το γεγονός αυτό ήταν για τη Μεθοδία απέραντη χαρά αφού έτσι εκπληρώθηκε η πιο βαθειά επιθυμία της και από τότε πέρασε τη ζωή της ακολουθώντας με πίστη και αφοσίωση τους κανόνες του μοναχισμού κλεισμένη στο ερημικό κελί της, στο «Στιάδι», στο (ακατοίκητο) Μέσα Κάστρο της Κιμώλου, πλάι στον Ιερό Ναό της Γεννήσεως του Κυρίου, ο οποίος χρονολογείται από το 1592.Το ερημικό αυτό κελί ήταν πραγματική «εγκλείστρα» μέσα στην οποία η Μεθοδία ασκήτεψε με βαθειά πίστη και ενθουσιώδη εγκαρτέρηση και παρά το γεγονός ότι δεν έζησε σε μοναστήρι εντούτοις με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή τηρούσε τους μοναστικούς κανόνες. Η πίστη και οι προσευχές της, η άσκηση, η νηστεία, η αγρυπνία, η μελέτη, οι αγαθοεργίες της έκαναν το μικρό κελί τόπο αγιασμένο και ιερό που κυριολεκτικά και μεταφορικά ευωδίαζε.naos osias methodiasτο εκκλησάκι στο οποίο ήταν το κελί της Αγίας στο μέσα κάστρο
Οι ασκητικοί αγώνες και τα θαύματά της
Από τον τόπο του εγκλεισμού της σπάνια έβγαινε η Οσία και μόνο για να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία και να λάβει τη Θεία Μετάληψη ή όταν ήταν μεγάλη ανάγκη για να συνδράμει κάποιον που είχε την ανάγκη της. Ο εγκλεισμός της ήταν πλήρης κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τότε δεχόταν μόνο να ακούσει και να συμβουλέψει γυναίκες που το είχαν μεγάλη ανάγκη και με τις οποίες επικοινωνούσε από ένα μικρό παραθυράκι, το μοναδικό του κελιού της, χωρίς να ανοίγει την πόρτα της. Τον άλλο καιρό όμως το κελί της ήταν αληθινό ιερό διδασκαλείο όχι μόνο για τις Κιμωλιάτισσες αλλά και για γυναίκες που έρχονταν από άλλα νησιά έχοντας μάθει για την Οσία με σκοπό να ωφεληθούν πνευματικά απ’ τη διδαχή της, να ανακουφιστούν από τα βάσανα της ζωής και να αντλήσουν απ’ την αστέρευτη πηγή της πίστης, κουράγιο και θέληση, αγάπη, εγκαρτέρηση και θάρρος. Είχε μαθήτριες αφοσιωμένες που μετέφεραν στην οικογένειά τους την «δρόσον και το ίαμα» που ανάβλυζε στον ευλογημένο χώρο και μπορεί κανείς χωρίς υπερβολή να πει ότι επηρέασε τη ζωή όλων των συμπατριωτών της.Αυστηρότατη νηστεία, αγρύπνια, προσευχή, δάκρυα, μελέτη ταπεινότητα, φιλανθρωπία αξίωσαν τη Μεθοδία να αναδειχθεί σε «Χριστού θεράπαινα» που έλαβε τη χάρη να τελεί και θαύματα. Θαύματα που μαρτυρούν οι συμπολίτες της αλλά και θαύματα που συνέβησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν ακόμη και σήμερα σε όσους με καρδιά καθαρή και πίστη επικαλούνται τη βοήθειά της.
Η οσιακή της κοίμηση
Σε ηλικία 47 ετών και μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, η «Χριστοφόρα» οσία Μεθοδία παρέδωσε το πνεύμα στις 5 Οκτωβρίου 1908, ενώ γενική ήταν η πεποίθηση των συμπατριωτών της ότι ο Θεός την κατέταξε μεταξύ των Αγίων του.Κατά γενική ομολογία έως και την επόμενη ημέρα του θανάτου της το σώμα της ήταν ακόμη ζεστό και εύκαμπτο.
Στη συνείδησή τους ήταν Αγία και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι στις 15 Αυγούστου 1946 συνέταξαν και υπέγραψαν ομολογία με την οποία αναγνώριζαν την Οσία «πολιούχο και κηδεμόνα της νήσου και μεγάλη αυτών ευεργέτιδα».
Το 1962 στη θέση του ερειπωμένου κελιού της χτίστηκε μικρή εκκλησία που τιμάται στο όνομα της Παναγίας Ελεούσας και της Οσίας Μεθοδίας. Σε κρύπτη του ναού μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν τα ιερά λείψανά της από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος όπου βρίσκονταν ως τότε και από κει στις 5 Οκτωβρίου 1991, ημέρα των εκδηλώσεων για την επίσημη ανακήρυξή της σε Αγία, μεταφέρθηκαν και φυλάσσονται στον Ιερό Ναό Παναγίας Οδηγήτριας, ιερό και συγκινητικό προσκύνημα για κάθε πιστό χριστιανό.
Ακοίμητο καντήλι του Αιγαίου την είπαν, σέμνωμα και προστάτιδα της Κιμώλου, θεόληπτη και αρετών ενθέων σκεύος πολύτιμον, φωτοβόλον λυχνία και Κυκλάδων κλέος λαμπρόν. Ατέλειωτα είναι τα επίθετα με τα οποία  στόλισε ο θαυμασμός των ευσεβών χριστιανών την ταπεινή νησιωτοπούλα που από νωρίς στη ζωή της ένοιωσε το κάλεσμα του Κυρίου και ανταποκρίθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της.
Η επίσημη αγιοποίησή της έγινε  από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 17 Ιουνίου 1991.
Στις 5 Οκτωβρίου 1991, ημέρα εκδηλώσεων για την επίσημη ανακήρυξή της σε Οσία, τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν και φυλάσσονται πλέον στην «Παναγιά», τον Μητροπολιτικό  Ναό, ιερό και συγκινητικό προσκύνημα για κάθε πιστό χριστιανό.

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Η Αγία μάρτυς Χαριτίνη ( 5 Οκτωβρίου)



site analysis


XaritiniΣήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης. Η αγία Χαριτίνη είναι από τις πολλές εκείνες νεαρές γυναίκες, που στον καιρό των αρχαίων διωγμών, αλλά και σε κάθε καιρό που διώκεται η πίστη και η Εκκλησία, προτίμησαν την αγάπη του Χριστού από την αγάπη του κόσμου. Αυτό είναι περισσότερο ανδρείο και γενναίο απ’ ό,τι μπορούμε να σκεφτούμε στον καιρό μας, που όλοι μας είμαστε παραδομένοι στην αγάπη του κόσμου και την απόλαυση του βίου. Μια νεαρή γυναίκα, που μπορεί να προτίμησει την ουράνια δόξα και να περιφρόνησει την απόλαυση των εγκοσμίων, αλλά και να αντέξει σε απάνθρωπα βασανιστήρια και σε σκληρό θάνατο, αξίζει να τη θαυμάσουμε και να την τιμήσουμε κι όσο μπορούμε να την μιμηθούμε.
Η αγία Χαριτίνη μαρτύρησε στα 290 μετά τη γέννηση του Χριστού στα χρόνια του βασιλιά στην Ανατολή Διοκλητιανού και του ηγεμόνα Δομετίου, στα χρόνια δηλαδή του μεγάλου διωγμού της Εκκλησίας. Ύστερ’ από το Διοκλητιανό, ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε τα δυό διατάγματα του, που άφηναν ελεύθερους τους χριστιανούς, αν και μικρότεροι διωγμοί εδώ – εκεί συνεχίζονταν. Η Χαριτίνη ήταν σκλάβα σε κάποιον Κλαύδιο, που αν και δεν ήταν χριστιανός, αγαπούσε και σεβότανε τη γυναίκα του σπιτιού του. Θα πρέπει να διαβάσουμε την προς Φιλήμονα επιστολή του αποστόλου Παύλου, για να δούμε ποιά ήταν η θέση των δούλων στα σπίτια όχι μόνο των χριστιανών, αν είχαν οι χριστιανοί δούλους, αλλά όλων των ανθρώπων, που φοβόντανε το Θεό.
Όταν ο Δομέτιος έμαθε για τη χριστιανή Χαριτίνη, έγραψε στον Κλαύδιο να του την στείλει για να την ανακρίνει. Είναι πολύ συγκινητικός ο διάλογος μεταξύ του Κλαυδίου και της σκλάβας του Χαριτίνης. Ο Κλαύδιος, υποχρεωμένος να υπακούσει στον ηγεμόνα Δομέτιο, άρχισε να κλαίει και να θρηνεί, όχι για τη στέρηση της σκλάβας του, αλλά για τα σκληρά βασανιστήρια που την περίμεναν. Η Χαριτίνη τότε, με πολλή πίστη και θάρρος, άρχισε να τον καθησυχάζει. «Μη λυπείσαι, Κύριε μου, του είπε, αλλά μάλλον να χαίρεις, γιατί εγώ αξιώνομαι να γίνω θυσία ευάρεστη στο Θεό». Κι ο Κλαύδιος απάντησε «Γυναίκα του σπιτιού μου και δούλη του Θεού, θυμήσου με, όταν θα είσαι κοντά στον επουράνιο Βασιλέα». Δεν ήταν ακόμα χριστιανός ο Κλαύδιος, μα αισθανότανε και ομιλούσε χριστιανικά.
Η αγία Χαριτίνη οδηγήθηκε δεμένη μπροστά στον ηγεμόνα Δομέτιο. Γιατί τάχα την έδεσαν; Δεν ήταν φόβος να φύγει, αλλά η κακία δεν είναι μόνο απάνθρωπη, αλλά και δειλή. Χωρίς δισταγμό, η αγία ομολόγησε την πίστη της και οι βασανιστές της, για να την εξευτελίσουν, της ξύρισαν την κεφαλή, την έβαλαν επάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα κι επάνω στις πληγές στης έχυσαν ξύδι και αλάτι. Έμπηξαν υστέρα στα στήθια της αιχμηρά σουβλιά κι έκαψαν τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, και μετά ολ’ αυτά έδεσαν στο λαιμό της μια βαρεία πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Σε όλ’ αυτά την φύλαξε ο Θεός, κι όταν την ξανάπιασαν, την έσυραν επάνω σε αναμμένα κάρβουνα και της ξερίζωσαν από τα χέρια και τα πόδια τα νύχια.
Έμενε όμως ακόμα κάτι, λιγότερο αλγεινό στο σώμα, αλλά περισσότερο οδυνηρό στη ψυχή. Αυτό θα την πονούσε περισσότερο απ’ όλα και θα ήταν όλο καταισχύνη στα μάτια των ανθρώπων. Όταν εξάντλησε όλα τα βασανιστήρια κι όταν σε όλα είδε πως ηττήθηκε, ο ηγεμόνας είπε να κλείσουν την αγία σε πορνοστάσιο. Η σκοτισμένη του σκέψη κι η πωρωμένη συνείδηση ήταν ακόμα σε θέση να καταλάβει πόσο μεγάλο μαρτύριο ήταν αυτό για μια χριστιανή γυναίκα. Για κάτι τέτοιο έχουνε να μας πουν πολλά παραδείγματα πολλών γυναικών, και στην αρχαία Αντιόχεια με την αγία Πελαγία και στο Ζάλογγο και την Αραπίτσα στα νεώτερα χρόνια.
Η αγία Χαριτίνη, όπως ήταν στα χέρια των δημίων της, δεν μπορούσε ούτε στο γκρεμό να πέσει ούτε στο ποτάμι, για νά μη ντροπιαστεί από τους ανθρώπους. Προσευχήθηκε λοιπόν κι ο Θεός την πήρε «πριν τον της παρθενίας απολέση στέφανον». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ομιλία του στην αγία μάρτυρα Πελαγία την αρχίζει με αυτά τα λόγια, που ταιριάζουν καί στην αγία Χαριτίνη «Ευλογητός ο Θεός! Και γυναίκες θανάτου λοιπόν καταπαίζουσι, και κόραι καταγελώσι τελευτής… Ταύτα δη πάντα διά τον εκ παρθένου Χριστόν γέγονεν ημίν τα αγαθά». Ας έχει δόξα ο Θεός! Όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες περιφρονούν το θάνατο και κορίτσια τόχουν χαρά τους να πεθάνουν. Κι ολ’ αυτά για το Χριστό και με την χάρη του Χριστού, που γεννήθηκε από την αγνή παρθένο Θεοτόκο. Αμήν.
(+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Εικόνες Έμψυχοι, σ.273)
--------------------------------------------------------
ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΙΤΙΝΗ
(5 Οκτωβρίου)

Η αγία Χαριτίνη έζησε τον 3ο αιώνα μ. Χ. Ήταν δούλη κάποιου πλουσίου που ονομαζόταν Κλαύδιος και ο οποίος την εκτιμούσε και την σεβόταν για τον χαρακτήρα της και τα χαρίσματά της. Πραγματικά, ο τρόπος ζωής της την έκανε αξιαγάπητη, επειδή ήταν εργατική, φιλότιμη και συμπεριφερόταν με σεβασμό και αγάπη προς τον κύριό της, αλλά και προς τους συνδούλους της. Δεν άργησε να αποκαλυφθή το γεγονός ότι ήταν Χριστιανή, επειδή αυτό γινόταν φανερό και από την συμπεριφορά της. Ο όλος τρόπος ζωής και συμπεριφοράς της διέφερε από τους ειδωλολάτρες δούλους, οι οποίοι ως επί το πλείστον είχαν αντιπάθεια και μίσος στους κυρίους τους και τσακώνονταν συνεχώς μεταξύ τους. Όταν συνελήφθη η αγία Χαριτίνη, ο Κλαύδιος ενδύθηκε τρίχινο φόρεμα σε ένδειξη πένθους και έκλαιε απαρηγόρητα. Η αγία τον παρηγορούσε και εκείνος την παρακαλούσε να προσεύχεται και να πρεσβεύη γι’ αυτόν όταν καταταγή στην χορεία των αγίων Μαρτύρων.
Ο βασιλιάς Δομέτιος, επειδή απέτυχε στην προσπάθειά του να την πείση να αρνηθή τον Χριστό και να θυσιάση στα είδωλα, διέταξε και της ξύρισαν το κεφάλι. Τα μαλλιά της όμως ξαναφύτρωσαν και τότε οργισμένος διέταξε να της βάλουν το κεφάλι σε αναμμένα κάρβουνα και να χύνουν από πάνω ξύδι. Κατόπιν έκαψαν τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, αλλά παρέμεινε και πάλιν αβλαβής. Στην συνέχεια, έδεσαν πέτρα στον λαιμό της και την έριξαν στην θάλασσα. Όταν όμως είδε ο τύραννος ότι δεν πνίγηκε όπως αναμενόταν, κατέστρωσε ένα σατανικό σχέδιο. Απεφάσισε να την κλείση σε πορνείο, για να διαφθαρή, να διασυρθή και να εξευτελισθή. Η αγία προσευχήθηκε θερμά παρακαλώντας τον Κύριο να μη επιτρέψη να γίνη αυτό το ανοσιούργημα και τότε ο Χριστός παρέλαβε αμέσως την αγνή και καθαρή ψυχή της.
Ο βίος και η πολιτεία της αγίας Χαριτίνης μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Πρώτον. Ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς της Αγίας επηρέασε θετικά τον κύριό της σε τέτοιο σημείο, ούτως ώστε να του προκαλέση πόνο και θλίψη η σύλληψη μιας δούλης του. Και μη ξεχνάμε ότι αυτό συνέβη σε μια περίοδο που το δουλεμπόριο ανθούσε και οι δούλοι εθεωρούντο πράγματα, τα οποία μπορούσε ο κύριός τους ανά πάσαν στιγμή να τα χρησιμοποιήση όπως θέλει. Μπορούσε ακόμη και να θανατώση τους δούλους του χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δώση λόγον σε κανένα. Αλλά και για τους συνδούλους της υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση και είναι πολύ φυσικό οι καλοπροαίρετοι να επηρεάσθηκαν θετικά και να άλλαξαν προς το καλύτερο.
Ο όσιος Αντώνιος ο Μέγας ονομάζει ανθρωποιούς τους ανθρώπους εκείνους που μπορούν να ημερέψουν τους απαίδευτους, ούτως ώστε να αγαπήσουν τους παιδευτικούς λόγους, αλλά και όσους είναι σε θέση να θεραπεύσουν και να αλλάξουν τους ακόλαστους και να τους κάνουν να αγαπήσουν την αρετή. Και τους αποκαλεί ανθρωποποιούς, επειδή, όπως τονίζει, αναπλάττουν τους ανθρώπους. «Ανθρωποποιός οφείλειν λέγεσθαι, ο τους απαιδεύτους ημερώσαι δυνάμενος, ίνα λόγων και παιδεύσεως ερασθώσι. Τον αυτόν τρόπον και οι τους ακολάστους τον βίον, επί την ενάρετον και Θεώ αρέσκουσαν πολιτείαν μεταρρυθμίζοντες, ανθρωποποιοί οφείλουσι λέγεσθαι, ως τους ανθρώπους αναπλάττοντες. Πραότης γαρ και εγκράτεια, ευδαιμονία εστί και ελπίς αγαθή ταις ψυχαίς των ανθρώπων» (Φιλοκαλία, εκδ. «Αστήρ», τόμ. Α΄, σελ. 6). Με αυτήν την έννοια και η αγία μάρτυς Χαριτίνη μπορεί να ονομασθή ανθρωποποιός, όπως άλλωστε και όλοι οι Άγιοι, επειδή ως θεραπευμένοι οι ίδιοι από τα πάθη, έχουν την δυνατότητα να θεραπεύουν και να αναγεννούν πνευματικά τους καλοπροαιρέτους και αγωνιζομένους πιστούς.
Δεύτερον. Ο Θεός επιτρέπει τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς για τον καταρτισμό και την σωτηρία των ανθρώπων, αλλά δεν αφήνει να δοκιμασθή κανείς περισσότερο από όσο μπορεί να αντέξη. Επίσης, δεν επιτρέπη στον διάβολο να πειράζη τον άνθωπο ανεξέλεγκτα, αλλά του θέτει όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς.
Όταν ο διάβολος ζήτησε την άδεια να πειράξη τον Ιώβ, ο Θεός του το επέτρεψε, για να φανερωθή η βαθειά πίστη του Ιώβ και να καταστή υπόδειγμα υπομονής και καρτερίας, αλλά υπό προϋποθέσεις. Του τόνισε ρητά και κατηγορηματικά «τήν ψυχήν αυτού διαφύλαξον». Και στην περίπτωση της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης ο Θεός επέτρεψε να πειρασθή και να βασανισθή, για να λάμψη «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» και να καταστή πρότυπο πίστεως, υπομονής και σωφροσύνης, αλλά μέχρις ενός σημείου. Όταν θέλησε ο διάβολος να βλάψη την ψυχή της, τότε επενέβη και την πήρε αμέσως στα ουράνια σκηνώματα, για να μη διαφθαρή, αλλά να διαφυλαχθή η αγνότητα και η παρθενία της. Το γεγονός αυτό φανερώνει σύν τοις άλλοις και το ότι ο Θεός είναι Εκείνος που κατευθύνει την προσωπική ζωή του κάθε ανθρώπου και φροντίζει επιμελώς για την σωτηρία του χωρίς, ασφαλώς, να παραβιάζη την ελευθερία του, την οποία σέβεται όσο κανείς άλλος.
Υπάρχουν όμως και στην εποχή μας κάποιοι, που επιθυμούν αλλαζονικά να γίνουν θεοί και ανθρωποποιοί χωρίς την Χάρη και την δύναμη του αληθινού Θεού της Αποκαλύψεως και της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αρκετά προβλήματα στις ανθρώπινες σχέσεις και πολλές κοινωνικές ανωμαλίες. Βέβαια, σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι να φθάση στην θέωση, αλλά αυτό γίνεται με την οργανική ένταξή του στην Εκκλησία και την βίωση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής και φυσικά με την ενέργεια του Αγίου Τριαδικού Θεού. Γιατί ο Θεός είναι εκείνος που ενεργεί την θέωση και την σωτηρία και ο άνθρωπος συνεργεί.
Με τις πρεσβείες της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης, είθε να βιώσουμε και μείς την αυθεντική κατά Χριστόν ζωή, όπως την εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, για να αξιωθούμε να γίνουμε αληθινοί άνθρωποι και ανθρωποποιοί.–
-------------------------

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΙΤΙΝΗ

«Η αγία Χαριτίνη έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού, όταν Κόμης ήταν ο Δομέτιος, ενώ η ίδια ήταν δούλη κάποιου Κλαυδίου. Ο Κόμης, επειδή άκουσε ότι ήταν χριστιανή, γράφει στον κύριό της να τη στείλει σ’  αυτόν προς εξέταση. Ο κύριός της, που ήταν και αυτός χριστιανός, λυπήθηκε πάρα πολύ, τόσο που ντύθηκε σάκκο και τη θρηνούσε. Η αγία όμως τον παρηγορούσε και του έλεγε: «Κύριέ μου, μη λυπάσαι, αλλά να χαίρεσαι, διότι θα θεωρηθώ ευπρόσδεκτη θυσία στον Θεό, και για τα δικά μου και για τα δικά σου πλημμελήματα». Ο Κλαύδιος τότε, αφού της είπε: «Να με θυμάσαι στον επουράνιο βασιλιά», την αποστέλλει στον Κόμητα. Όταν οδηγήθηκε εκεί και ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό, της ξύρισαν το κεφάλι και έριξαν πάνω σ’  αυτό  αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα την έδεσαν σε βαριά πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Αλλά αυτή, με τη χάρη του Θεού, εξήλθε και φάνηκε στον Κόμητα. Κι αφού τιμωρήθηκε και με πολλές άλλες τιμωρίες, της έβγαλαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».
Κι άλλοτε είχαμε σημειώσει ότι κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας το κάθε μαρτύριο που υφίσταται ένας μάρτυρας του Χριστού αντιστοιχεί σε κάτι ανάλογο από πλευράς πνευματικής. Με τα βάσανα δηλαδή που υφίσταται ο μάρτυρας, με τα οποία έμπρακτα μετέχει στον Σταυρό του Χριστού, κτυπά τον διάβολο και τα όργανά του, ενώ ο ίδιος γεμίζει από τις χάρες του ουρανού, παίρνει τα στεφάνια που ο Κύριος δίνει στους συνεπείς δούλους Του, βιώνει δηλαδή την άλλη όψη του Σταυρού, την Ανάσταση. Την πνευματική αυτή πραγματικότητα διαπιστώνουμε και στην αγία Χαριτίνη: ό,τι υφίστατο είχε και το αντίστοιχο πνευματικό αποτέλεσμα.  «Των λεόντων συνέθλασας σιαγόνας, πολύαθλε, σιαγόνων φέρουσα τα συνθλάματα∙ των δε ονύχων εκρίζωσιν γενναίως υπήνεγκας, εκριζούσα τα δεινά της απάτης φρυάγματα∙ θαλαττίοις δε εν βυθοίς απερρίφης, την κακίαν υποβρύχιον ποιούσα του πονηρού πολεμήτορος». Δηλαδή: Σύτριψες τα σαγόνια των λιονταριών, καθώς υπέφερες τα συντρίμματα των δικών σου σαγονιών. Υπέφερες με γενναιότητα το ξερίζωμα των νυχιών σου, ξεριζώνοντας όμως τη φοβερή αλαζονεία της απάτης. Σε ρίξανε στον βυθό  της θάλασσας, πνίγοντας όμως κι εσύ την κακία του πονηρού διαβόλου. Έτσι αν ο διάβολος και οι πονηροί ακόλουθοί του μπορούσαν να δουν τη θετική έκβαση των παθών ενός μάρτυρα, θα σταμάταγαν αμέσως τα μαρτύριά του, γιατί δεν θα άντεχαν να βλέπουν ότι τα μαρτύρια αυτά γίνονταν «μπούμερανγκ» εναντίον τους. Κι η πιο τρανταχτή απόδειξη της αλήθειας αυτής ήταν βεβαίως ο Σταυρός του Κυρίου μας: με το Πάθος Του ελευθερωθήκαμε και λυτρωθήκαμε. Αλλά είναι γνωστό: ο Πονηρός και όλοι οι πονηροί συνεργάτες του δεν διακρίνονται για την εξυπνάδα τους. Πονηροί είναι και όλα τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν, ναι. Όχι όμως έξυπνοι, με την πραγματική σημασία του όρου: να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα στο βάθος τους και να διακρίνουν το αληθινό συμφέρον και γι’  αυτούς.
Ο υμνογράφος βεβαίως, πέραν των παραπάνω, δεν χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ίδιο το όνομα της αγίας, προκειμένου να προβάλει δύο κατ’ αυτόν πολύ σημαντικά σημεία: Πρώτον, ότι η αγία Χαριτίνη ήταν γεμάτη από τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία την χαρίτωσε με τη χάρη του μαρτυρίου, ώστε να έχει τη δύναμη να χαριτώνει έπειτα και εμάς με τις πρεσβείες της προς τον Κύριο. «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος σε χαριτώσασα», «Ταις σαις μου, ω Χαριτίνη, χάρισι, τον νουν χαρίτωσον, χαριτωθείσα άθλοις ιεροίς». Το μαρτύριο πράγματι ενός αγίου θεωρείται χάρη του Θεού, με το οποίο αποκτά τεράστια δύναμη ενώπιον του Θεού, προκειμένου να βοηθά και εμάς, τους εν τω κόσμω ακόμη ευρισκομένους χριστιανούς. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ο οιοσδήποτε να υπομείνει τέτοια βάσανα, όχι, όπως έχουμε εξηγήσει και άλλοτε, με την έννοια ότι δεν τα υπομένουν και άλλοι άνθρωποι, ξένοι προς την πίστη του Χριστού, αλλά με την έννοια ότι ο μάρτυρας του Χριστού τα υπομένει χωρίς να χάνει την αγάπη του προς τον εχθρό του. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εδόθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν».
Δεύτερον, ότι η αγία ήταν γεμάτη από τη χαρά που δίνει το Πνεύμα του Θεού. «Της χαράς ως επώνυμος, εν χαρά προσεχώρησας εις νυμφώνα, πάνσεμνε, τον ουράνιον». «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος…χαροποιαίς εφαίδρυνε πλοκαίς και χαράν την αιώνιον κληρονομείν ενίσχυσεν». Η αγία ως επώνυμη της χαράς μπήκε με χαρά στον ουράνιο νυμφώνα. Το άγιο Πνεύμα, μέσα από τα μαρτύρια, την έκανε να χαίρεται με διάφορους τρόπους και την δυνάμωσε να κληρονομήσει και την αιώνια χαρά. Ο υμνογράφος, είπαμε, εκμεταλλεύεται το όνομά της, για να μας υπενθυμίσει ότι η χαρά είναι το χαρακτηριστικό του χριστιανού. Όχι όμως η χαρά, όπως κατανοείται από τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο: ως διασκέδαση με τις απολαύσεις του κόσμου, ως απομύζηση των τερπνών μόνο του βίου τούτου, που τις περισσότερες φορές όμως αφήνουν μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τη στιφάδα του θανάτου. Αλλά η χαρά που έρχεται ως αποτέλεσμα της επιμονής και της πιστότητας του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας και όλων των αγίων: θέλεις να χαίρεσαι με τη βαθειά και αναφαίρετη χαρά, που γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, έστω και μέσα από τις θλίψεις; Δεν έχεις παρά να τηρείς το θέλημα του Θεού, και μάλιστα την εντολή της αγάπης. Είναι μία πρόκληση, που αν κανείς δεν την πειραματιστεί στον εαυτό του, δεν πρόκειται ποτέ να την γευτεί. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά…».

ΑΓΙΑ ΔΑΜΑΡΙΣ Η ΑΘΗΝΑΙΑ



site analysis


Η Αγία Δάμαρις
Η Αγία Δάμαρις είναι η πρώτη Αθηναία, που μαζί με τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη πίστεψαν στο κήρυγμα του αποστόλου Παύλου. Το όνομα της δεν είναι ελληνικό, αλλά εξελληνισμένος τύπος του ιουδαϊκού ονόματος "Θαμάρ", που σημαίνει ότι δεν ήτανε Ελληνίδα αλλά κάποια Ιουδαία μέτοικος στην Αθήνα.
Ήταν γυναίκα από ευγενή οικογένεια και με υψηλή κοινωνική θέση, είχε και ανάλογα πνευματικά ενδιαφέροντα. Το όνομά της αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων: "Τινές δε άνδρες κολληθέντες αυτώ επίστευσαν, εν οις και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και γυνή ονόματι Δάμαρις και έτεροι συν αυτοίς" (Πράξ. 17,34). Το γεγονός ότι αναφέρεται ονομαστικά από τον Ευαγγελιστή Λουκά στις Πράξεις του υποδεικνύει ότι πρόκειται για αξιόλογη προσωπικότητα.

Όταν ο Απόστολος Παύλος, ύστερα από τη Βέροια, επισκέφτηκε την Αθήνα το 52 μ.Χ., είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και να συνδεθεί πνευματικά με τον μεγάλο αυτόν Απόστολο του Χριστού. Κι αυτό έγινε, όταν ο Παύλος κήρυξε στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο τη χριστιανική διδασκαλία. Ωστόσο λίγοι δέχτηκαν το χριστιανικό μήνυμα. Και ανάμεσα σ' αυτούς τους λίγους ήταν και η Δάμαρις.

Μετά τη φυγή του Αποστόλου Παύλου η Δάμαρις άσκησε την ιεραποστολική διακονία της παντού, ιδιαίτερα ανάμεσα στον γυναικείο κόσμο. Και την άσκησε με αμείωτο ζήλο και παλμό. Εξάλλου είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάθε φορά που ο μεγάλος Απόστολος επισκεπτόταν την Εκκλησία της Κορίνθου, εκείνη πήγαινε σε συνάντησή του, για να γυρίζει στην Αθήνα πιο δυνατή και πιο φλογερή στην διακονία της.
Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη της μαζί με τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη στις 3 Οκτωβρίου.


ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ 

Άπολυτίκιον της Αγίας
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Του Παύλου ως ήκουσας, δημηγορούντος σοφώς, έδέξω το κήρυγμα, της ευσεβείας θερμώς, Κυρίω πιστεύσασα .Όθεν ή εν Αθήναις, Εκκλησία τιμά σε, Δάμαρις μακαρία, ως θεράπαιναν θείαν, Χριστώ οικειουμένην, τούς σε μακαρίζοντας.


Κοντάκιον
Ήχος δ Έπεφάνης σήμερον.
Το Του του Παύλου ρήμασι καταυγασθείσα, των Χριστώ προσέδραμες, και την χρηστότητα αυτού, βίω άμέμπτω έδόξασας, εν ταις Αθήναις θεόσοφε Δάμαρις.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Η Αγία Ακυλίνα



site analysis



Η Αγία Ακυλίνα
Από μια μεγάλη Αγία, ένας «πατέρας» προδότης και λιποτάκτης «χριστιανός»
Η ΑΓΙΑ ΑΚΥΛΙΝΑ - ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ 
Η Αγία Ακυλίνα γεννήθηκε το έτος 1745 μ.Χ. στο Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης. Το σπίτι της σώζεται μέ­χρι και σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. 
Εδώ ζούσε μαζί με τους χριστιανούς γονείς της τον πατέρα της το Γιώργη και τη Μητέρα της που δυστυχώς δε διασώθηκε το όνομά της. Μια μέρα ο πατέρας της Ακυλίνας μάλωσε με ένα τούρκο και πάνω στο θυμό του μαχαίρωσε τον τούρκο και τον άφησε νεκρό. Όλο το χωριό αναστατώθηκε και όλοι οι Χριστιανοί τρομαγμέ­νοι έτρεχαν να κρυφτούν για να γλυτώσουν απ' την μα­νία των τούρκων για εκδίκηση. Ο Γιώργης καταδικάζε­ται σε θάνατο, οι τούρκοι θα τον κρεμάσουν. Αν όμως θέλει να γλυτώσει τη ζωή του, υπάρχει λύση, αρκεί να τουρκέψει. Ο Γιώργης δειλιάζει μπρος στην κρεμάλα, προδίδει την πίστη του και υπόσχεται να τουρκέψει σιγά-σιγά και την οικογένειά του. 
Οι Χριστιανοί σαν το άκουσαν φαρμακώθηκαν: «Ακούς εκεί, να βρεθεί Ζαγκλιβερινός να προδώσει τη Πί­στη του!». Όλοι με ένα στόμα έλεγαν. 
Εκείνες όμως που φαρμακώθηκαν πιο πολύ, ήταν η Γυναίκα του και η Ακυλίνα. 
Ντυμένες και οι δυο στα μαύρα, κλείστηκαν μέσα και κλαίνε για τον πατέρα τους που έγινε προδότης της πίστεως και της πατρίδος. Άδικα η καλή του γυναίκα προσπαθεί να τον κάνει να συνέλθει, να Μετανοήσει, να Εξομολογηθεί. Αυτός τυφλωμένος από τα δώρα, ούτε θέλει ν' ακούσει για το Όνομα του Χριστού. 
Έτσι η μόνη παρηγοριά της Μάνας μένει τώρα η Ακυλίνα, και προσπαθεί να την αναθρέψει όσο πιο καλά γίνεται Χριστιανικά σα να διαισθάνονταν ότι θ' ακολου­θήσει το δρόμο του Μαρτυρίου. 
Και δεν άργησε να ξεσπάσει η καταιγίδα. Το έτος 1764 μ.Χ. ο Γιώργης παίρνει διαταγή του πασά που ήταν διοικητής της Θεσσαλονίκης να πείσει την κόρη του να γί­νει τουρκάλα, γιατί την είδε στη βρύση και θαμπώθηκε από την ομορφιά της ο γιος του και τη θέλει για γυναί­κα του. Χάρηκε ο Γιώργης γι' αυτή την μεγάλη τιμή, και τρέχει στο σπίτι του να της πει το μεγάλο νέο και τα μάτια του γυάλιζαν γι' αυτά που του έταξε ο πασάς. Η Ακυλίνα πάγωσε. Μάνα και Κόρη τον βγάζουν έξω από το σπίτι και ούτε θέλουν να τον ακούσουν. Αλλά ο «τούρκος» δεν υποχωρεί εύκολα. Λυσσάει, στην αρχή με γλυκόλογα και υποσχέσεις, όταν όμως βλέπει την Α­κυλίνα να μένει ασυγκίνητη σε όλα αυτά, αλλάζει τακτι­κή και διατάζει βασανιστήρια. Η ατίμητη Μάνα την εμ­ψυχώνει γενναία λέγοντάς Την:
-Παιδί μου πρόσεχε, μην αρνηθείς το Χριστό. Αυτή η ζωή είναι πρόσκαιρη μπροστά στον Παράδεισο και στην Αιωνιότητα Της Μακαρίας Ζωής.

Τα μαρτύρια αρχίζουν.
Την γυμνώνουν, την χτυπούν, την μαστιγώνουν με βέργες και συρματένια σχοινιά. Το σώμα της γίνεται ό­λο μια πληγή. Το αίμα της χύνεται ποτάμι και βάφει τη Μακεδονική γη του Ζαγκλιβερίου. Η Ακυλίνα έχει τα μάτια στον Ουρανό και προσπαθεί να επαναλάβει:
«Χριστιανή είμαι και Χριστιανή θα πεθάνω».
Τρεις μέρες την βασάνισαν. Την τρίτη μέρα το απόγευμα μέσα στους πόνους και στην αιμορραγία την φέρ­νουν στο σπίτι της. Η Μάνα της την σφίγγει στην α­γκαλιά της μόλις τη βλέπει και το μόνο που νοιάζεται να ρωτήσει είναι:
«Παιδί μου μήπως δείλιασες και αρνήθηκες το Χριστό;»
Η Ακυλίνα προσπαθεί με δυσκολία να απαντήσει:
«Μητέρα έκανα όπως μου είπες. Το διαμάντι που μου εμπιστεύθηκες το φύλαξα καθαρό και αμόλυντο και τώρα πάω κοντά στο Χριστό και Θεό μου».
Ήταν 27 Σεπτεμβρίου 1764 όταν έφυγε η  Αγία της ψυχή.
Από το Άγιο Λείψανό της ξεχύθηκε μια ανέκφρα­στη Ουράνια ευωδία και όλοι οι δρόμοι απ' όπου το πέ­ρασαν ευωδίαζαν για πολλές ήμερες.
Οι τούρκοι για να τη θεωρήσουν δική τους έστω και μετά θάνατο, διέταξαν να τη θάψουν στο τουρκικό νε­κροταφείο, δίπλα στην πλατεία του χωριού.
Το ίδιο βράδυ ένα φως κατέβηκε πάνω στον τάφο της σαν άστρο και έμεινε για ώρες πολλές.
Τότε τρεις Ορθόδοξοι Ζωντανοί Χριστιανοί, Παλληκάρια του Χριστού έκαναν όρκο μυστικό και έκλεψαν το σώμα της Αγίας. Πού το έθαψαν όμως; Παραμένει ακό­μη άγνωστος ο τόπος. Πιστεύουμε ότι θα το αποκάλυψη ο Κύριος στους εσχάτους χρόνους.

Η Μνήμη Της τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου.
* * *

Απολυτίκιον της Αγίας (ως προς τον Συνάναρχον Λόγον)

Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον,
Ακυλίνα του  Χριστού καλλιπάρθενε. συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΡΕΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΣΚΗΤΡΙΕΣ



site analysis


Παύλου Επισκόπου Μονεμβασίας Διήγησις περί εναρέτων ανδρών και γυναικών

Κάποιος διοικητής διηγήθηκε τα εξής: Στα χρόνια του αυτοκράτορα Κων/νου Ζ του Πορφυρογέννητου που ήταν γαμβρός του Ρωμανού Λεκαπηνού, με έστειλαν διοικητή της Μ. Ασίας. Πήγα λοιπόν σ’ ένα μοναστήρι για να εισπράξω τους οφειλόμενους φόρους προς το δημόσιο. Ήταν καλοκαίρι και βγήκε ο ηγούμενος με τη συνοδεία των μοναχών για να με υποδεχθούν. Αφού χαιρετηθήκαμε μεταξύ μας καθίσαμε στην αυλή. Εκεί υπήρχαν δένδρα γεμάτα καρπούς. Εκεί που καθόμασταν και συζητούσαμε, έρχονται άγρια πουλιά (όρνια) και έκοβαν κλαδιά δένδρων μαζί με τους καρπούς και εξαφανίζονταν πετώντας με ταχύτητα.
Εγώ όταν είδα αυτό το παράξενο θαύμα ρώτησα τους μοναχούς, πώς τα πουλιά δεν τρώνε τους καρπούς, αλλά κόβουν και τα κλαδιά και τα παίρνουν μαζί τους. Τότε οι μοναχοί αποκρίθηκαν ότι τώρα (αυτόν τον καιρό) συμπληρώνονται έντεκα χρόνια που το κάνουν αυτό, τα άγρια πουλιά. Κι τότε ξαναρώτησα τι είναι αυτό το πράγμα. Οι μοναχοί τότε απάντησαν, ότι δεν ξέρουν τίποτα και απορούν για το φαινόμενο αυτό.

Τότε εγώ, σαν να με καθοδηγούσε ο Θεός, είπα σ’ αυτούς. Μήπως ξέρετε αν αυτά τα άγρια πουλιά (τα όρνια) μεταφέρουν αυτούς τους καρπούς σε κάποιους μοναχούς που υπάρχουν σ’ αυτά τα βουνά; και ενώ ακόμη μιλούσα, ήρθε ένα κοράκι, και έκοψε ένα κλαδί από το δένδρο μαζί με τους καρπούς. Τότε είπα στον ηγούμενο και στους μοναχούς, ακολουθείστε με, αυτοί με προθυμία με ακολούθησαν. Το κοράκι πετούσε ήσυχα ψηλά, με τεντωμένα τα φτερά κρατώντας το κλαδί και φαινόταν από το κράξιμό του σαν να φχαριστιόταν μ’ αυτό που έκανε.
Ενώ λοιπόν ανεβαίναμε στο βουνό πια πλησιάζαμε στο ύψος που ήταν το κοράκι, αυτό σηκώνοντας πάντα το κλαδί αφού πέταξε ψηλά, μετά κατέβηκε στο φαράγγι, άφησε το κλαδί και μετά ανέβηκέ χωρίς να κρατάει τίποτα και έφυγε κράζοντας. Φθάνοντας εμείς λοιπόν στην άκρη του βράχου, εκεί που είδαμε το κοράκι να κατεβαίνει, ρίξαμε κάποιες πέτρες στο γκρεμό. Τότε μας απάντησαν κάποιοι λέγοντας: Αν είστε Χριστιανοί, μη μας σκοτώσετε, ρίξτε μας τρεις χιτώνες γιατί είμαστε γυμνοί, κατεβαίνοντας από το βουνό θα βρείτε μικρό δύσβατο μονοπάτι και ακολουθώντας το θα φτάσετε σε εμάς.
Αφού ακούσαμε αυτά τρεις από τους μοναχούς έβγαλαν τους χιτώνες τους και στη συνέχεια πήραν πέτρες τις τύλιξαν με τους χιτώνες και τους έριξαν σ’ αυτούς. Εμείς δε, σύμφωνα με τις οδηγίες τους, κατεβήκαμε το βουνό, βρήκαμε το δύσβατο εκείνο μονοπάτι και αφού περάσαμε, φτάσαμε χαμηλά κάτω στο φαράγγι.
Βλέπουμε, λοιπόν, τρεις γυναίκες οι οποίες μόλις μας είδαν μας προϋπάντησαν και προσκύνησαν τη γη. Αφού προσκυνήσαμε και εμείς και ευχηθήκαμε, καθίσαμε. Κάθισε δε και η μία από αυτές ενώ οι άλλες δύο παρέμειναν όρθιες. Τότε ο ηγούμενος απευθύνθηκε στην καθισμένη και είπε: Από πού είσαι κυρία μου, μητέρα και πως ήλθες εδώ; Κι εκείνη απάντησε:
Εγώ, πάτερ, ήμουνα στην Κων/πολη και είχα άνδρα πρωτοσπαθάριο, ο οποίος πέθανε σε νεαρή ηλικία, αντίστοιχα κι εγώ ήμουν σε πολύ νεαρή ηλικία, μόλις είκοσι δύο χρονών, και οδυρόμουν και για τη χηρεία μου και για την ατεκνία μου. Μετά από κάποιες ημέρες, άκουσα τα σχετικά με μένα, κάποιος από τους μεγιστάνες που είχε μεγάλη δύναμη. Τότε ο διάβολος, που επιβουλεύεται τις ψυχές των ανθρώπων, μπήκε μέσα του για μένα ώστε να με σύρει στην αμαρτία. Έστειλε, λοιπόν, τους υπηρέτες του να με αρπάξουν με τη βία και να με οδηγήσουν μπροστά του. Εγώ, τους αντιμετώπισα με τον τρόπο που έπρεπε και αναγκαστικά αυτοί έφυγαν άπρακτοι λέγοντας πως θα ξανάρθουν. Την επόμενη μέρα με απείλησαν ότι εάν δεν τους ακολουθήσω με τη θέλησή μου θα με πάρουν να με πάνε στον αφέντη τους δια της βίας. Κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας κυριεύτηκα από μεγάλο φόβο και παρακαλούσα τον Κύριο μας Ιησού Χριστό να μου δώσει παρρησία λόγου και να απομακρύνει από μένα αυτόν τον κακό και πονηρό άνθρωπο, ο οποίος είχε σκοπό να κάνει κακό και στο σώμα μου και στην ψυχή μου. Σκέφτηκα λοιπόν εάν έλθουν οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι να τους μιλήσω με τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να μην με πάρουν βίαια μαζί τους. Την άλλη μέρα, αφού ήρθαν και με πίεσαν να μιλήσω, τους είπα: Αγαπητοί Κύριοι, μη νομίζετε ότι κι εγώ δεν θέλω μετά χαράς να έρθω προς τον ενδοξότατο κύριό σας, αλλά είμαι άρρωστη και κάνω κάποια θεραπεία. Δώστε μου λίγο χρόνο για να θεραπευθώ (για να γίνω καλά) και τότε θα έρθω με προθυμία. Νομίζω ότι χρειάζονται σαράντα ημέρες περίπου για να θεραπευθώ. Αφού άκουσαν αυτό, έφυγαν λέγοντας, ότι εάν είναι μέχρι σαράντα ημέρες δέχεται ο κύριός μας. Αμέσως λοιπόν αφού έφυγαν αυτοί, εγώ απελευθέρωσα όλους τους υπηρέτες μου που εργάζονταν για μένα, τους έδωσα τα κατάλληλα πιστοποιητικά για την ελευθερία τους και κράτησα μόνο αυτές τις δύο υπηρέτριες που βλέπετε. Επίσης μοίρασα όλη την κινητή περιουσία μου στις χήρες, στα ορφανά και στους φτωχούς. Κάλεσα επίσης ένα συγγενή μου, καλό χριστιανό, και αφού τον έβαλα να ορκιστεί τον δέσμευσα να κάνει αυτά που ήθελα, δηλαδή, του ανέθεσα να πουλήσει τα κτήματά μου και να τα μοιράσει στους φτωχούς. Απαλλαγμένη λοιπόν από όλες τις έγνοιες της περιουσίας μου, πήρα τις δύο αυτές αδελφές και νύχτα μπήκαμε σε ένα πλοίο και καθοδηγούμενοι από τον Θεό ήλθαμε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο.
Τώρα είναι ο ενδέκατος χρόνος που δεν έχουμε ιδεί κανέναν άνθρωπο παρά μόνον εσάς σήμερα, και τα ρούχα μας από τα χρόνια σκίστηκαν και καταστράφηκαν. Μόλις άκουσε αυτά ο ηγούμενος είπε προς αυτήν: Από πού Κυρία μου έχετε την τροφή σας τόσα χρόνια; Κι εκείνη αποκρίθηκε: Ο αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός ο οποίος έθρεψε στην έρημο επί σαράντα χρόνια τον φυγάδα περιούσιο λαό του, Αυτός στέλνει σ’ εμάς τις ανάξιες την τροφή που μας χρειάζεται. Κάθε χρόνο, λοιπόν, σύμφωνα με τη θέληση Του Θεού τα όρνεα φέρνουν προς εμάς όλα τα φρούτα, όχι μόνο αυτά που μας χρειάζονται αλλά και παραπάνω. Επιπλέον δε παρ’ ότι είμαστε γυμνές, μας σκεπάζει και μας προστατεύει με τη θεία χάρη έτσι ώστε ούτε το χειμώνα να κρυώνουμε ούτε το καλοκαίρι να ζεσταινόμαστε. Είμαστε λοιπόν εδώ σαν να είμαστε πραγματικά στον Παράδεισο και δοξάζουμε ακατάπαυστα με ύμνους το πανάγιο όνομα της Παναγίας Τριάδος του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Αφού ακούσαμε όλα αυτά τα θαυμαστά απευθύνθηκε ο ηγούμενος προς αυτήν και είπε: Αν εσύ Κυρία διατάξεις, εγώ θα στείλω κάποιον αδερφό μοναχό στο μοναστήρι και θα φέρει ότι σας χρειάζεται για να φάμε όλοι μαζί. Εκείνη αποκρίθηκες: Αν θες κάνε αυτό που είπες, αλλά θα σου ζητήσω και κάτι άλλο. Δώσε εντολή στον ιερέα του μοναστηριού να έρθει εδώ και να κάμει τη Θεία Λειτουργία ώστε να μπορέσουμε να κοινωνήσουμε των Αχράντων Μυστηρίων. Διότι από τότε που φύγαμε από την Πόλη, δεν αξιωθήκαμε να κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
Αφού ακούσαμε αυτά, ο ηγούμενος έστειλε έναν μοναχό στο μοναστήρι και έφερε τον πρεσβύτερο και τα αναγκαία τρόφιμα. Ήλθε λοιπόν ο ιερέας, τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και κοινώνησε των Αχράντων μυστηρίων την Κυρία και τις  υπηρέτριες και συνασκήτριές της. Ύστερα αφού γευμάτισαν με ότι είχε φέρει ο μοναχός από το μοναστήρι, η μακάρια εκείνη γυναίκα είπε προς τον ηγούμενο: Πάτερ παρακαλώ την αγιοσύνη σου να παραμείνετε εδώ για τρεις ημέρες. Την άλλη μέρα πρωί – πρωί ξύπνησε η μακάρια εκείνη, προσευχήθηκε στο Θεό και αμέσως αναπαύτηκε εν Κυρίω. Με δάκρυα, ψαλμούς και ύμνους κήδευσαν την οσία και την ενταφίασαν. Την άλλη μέρα μετέστη προς τον Κύριο και η άλλη αδερφή. Και την τρίτη μέρα επίσης μετέστη και η τρίτη. Έτσι λοιπόν αφού κηδεύσαμε και ενταφιάσαμε και τις τρεις, επιστρέψαμε στο μοναστήρι υμνώντας και δοξάζοντας το Χριστό και Θεό μας, ο οποίος κάνει τόσα μεγάλα και θαυμαστά έργα.
Σ’ αυτόν αρμόζει κάθε δόξα εις τους αιώνας των αιώνων.   Αμήν.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Τ. 5ος, έτη Δ, 1883 – 1884, σελίδα 225 κ.εξ.          Μετάφραση Α.Ι.Δ. 

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Η τελείωση της Αγίας Θέκλας (24 Σεπτεμβρίου)



site analysis



agia_theklaΟι θαυματουργικές θεραπείες που επιτελούσε η αγία Θέκλα ήταν για τους πολλούς πράγμα ευχάριστο και άξιο θαυμασμού και ενδιαφέροντος· για τους γιατρούς όμως της Σελεύκειας ήταν πολύ βαρύ και ενοχλητικό, επειδή νόμιζαν ότι το γεγονός αυτό αποτελούσε προσβολή γι’ αυτούς, όπως άλλωστε ήταν και φυσικό, αλλά και διότι βλάπτονταν τα οικο¬νομικά τους συμφέροντα. Δηλαδή από την ιατρική τους τέ¬χνη, η οποία ήταν η μόνη πηγή για τα προς το ζειν, δεν μπορούσαν να έχουν καμιάν ωφέλεια. Έτσι λοιπόν κυριαρχήθη¬καν από άγριο φθόνο και μανία κατά της Αγίας. Και τί σκέφτηκαν, και τί έπραξαν; Πράγμα αληθώς πονηρό· και μεστό δόλου και δηλητηρίου· και άξιο του παγκάκιστου διαβόλου, που βάζει στο νου των ανθρώπων τέτοια πράγματα. Λοιπόν, συγκεντρώθηκαν όλοι τους και, αφού κατέστρωσαν τρόπον τινά καθέδρα διεφθαρμένων και φθοροποιών, έκαναν λόγο μεταξύ τους για το πρόβλημα που τους προέκυψε, λέγοντας: «Η παρθένος αυτή είναι ιέρεια της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος -έτσι νόμιζαν από τη μεγάλη τους ανοησία- και επιθυμεί πά¬ρα πολύ να διατηρεί την παρθενία της άφθορη και αμόλυντη. Επειδή λοιπόν δεν υπάρχει άλλο αίτιο της οικείωσής της προς τη θεά, παρά μόνο το προτέρημα της αγνείας, το προτέ-ρημα τούτο να της το καταστρέψουμε. Και να πως: αφού πά¬ρουμε για τον σκοπό αυτό μερικούς άνδρες και νεαρούς, αισχρούς και ακόλαστους, και διεγείρουμε τις ορμές τους με πολύ κρασί και προσφορά χρυσού, να τους εξαπολύσουμε εναντίον της». Έτσι σκέφτηκαν, έτσι έπραξαν. Επέλεξαν δη¬λαδή κάποιους ακόλαστους και βδελυρούς νέους και τους εξαπέστειλαν εναντίον της παρθένου, για να αγωνιστούν τον αισχρό αγώνα· και το χειρότερο, έχοντας αυτοί οι ανόσιοι άνδρες την κακία τους μισθωμένη και δεχθεί ήδη στα χέρια τους, για τη νίκη, την αμοιβή για το κακούργημα.
Λοιπόν, οι αναίσχυντοι εκείνοι άνδρες πήγαν στο σπήλαιο και χτύπησαν τη θύρα. Η Αγία δε (η οποία βεβαίως γνώριζε διά της θείας Χάριτος τον λόγο της αφίξεως εκεί αυτών των πονηρών και βδελυρών ανδρών) άνοιξε τη θύρα και τους είπε: «Παιδιά μου, τί θέλετε;». Έτσι, γλυκά και ήρεμα τους μίλησε. Ήθελε δηλαδή με την κοσμιότητα του ήθους και με την απλότητα των λόγων να κάμψει και να καταισχύνει την αναίσχυντη και θρασύτατη ορμή τους. Εκείνοι δε αμέσως τη ρώτησαν: «Ποιά είναι εδώ που ονομάζεται Θέκλα;». Και η μακάρια αυτή γυναίκα είπε: «Και τί λόγος υπάρχει σ’ εσάς να την αναζητείτε; Εγώ είμαι». Αμέσως δε εκείνοι, δείχνοντας ότι ήταν ίδιοι με αυτούς που ο λάρυγγάς τους είναι τάφος ανοιχτός, ξεστόμισαν αναιδώς ωσάν από πηγή βρόμικη βρόμικο νερό τον λόγο: «Τί άλλο; παρά να κοιμηθούμε μ’ αυτήν. Και όντως, για το σκοπό αυτό ήρθαμε». Η Θέκλα όμως, ω της αγίας εκείνης και ψυχής και φωνής!, είπε: «Εγώ είμαι γριά, πλην όμως δούλη του Κυρίου μας Ιησού Χρι¬στού· και αν αποπειραθείτε να πράξετε σ’ εμένα κάτι το πονη¬ρό και αισχρό, δεν θα μπορέσετε να το κατορθώσετε». Αλλά οι κακοηθέστατοι εκείνοι άνδρες επέμεναν -και αυτό αποτελούσε επιβεβαίωση της κακότητάς τους-, λέγοντας στην Αγία: «Είναι αδύνατον να αποχωρήσουμε από εδώ, προτού πράξουμε αυτό για το οποίο ήρθαμε». Και ενώ έλεγαν αυτά, έκα¬ναν απόπειρες και κρατούσαν τη Μάρτυρα σφιχτά. Εκείνη όμως, με ήρεμη όψη και ήπια λόγια, τους είπε: «Περιμένετε λίγο, παιδιά μου, και θα δείτε τη δόξα του Θεού». Και επειδή δεν είχε τι να κάνει, αφού την είχε πιάσει εκείνος ο αναίσχυντος συρφετός και την είχαν περικυκλώσει σκύλοι πολλοί (την είχαν πράγματι στα χέρια τους και ορμούσαν με μανία να τη βιάσουν), ύψωσε το βλέμμα της στον ουρανό και είπε: «Κύριε Παντοκράτορ, ο μόνος δυνατός και οικτίρμων, η ελπίδα των απελπισμένων, η βοήθεια των αβοήθητων, Εσύ που με διέσωσες από το πυρ και τα θηρία, από τον Θάμυρη και τον Αλέξανδρο και από το λάκκο, παρέχοντάς μου πα-ντού χείρα βοήθειας, και ευδόκησες διά του προσώπου μου να δοξαστεί το θειο όνομά Σου· και τώρα λοιπόν, Κύριε ο Θεός μου, γλίτωσέ με από τα χέρια αυτών των άνομων, και μην αφήσεις να βεβηλωθεί η παρθενία μου, την οποία αφιέρωσα σε Εσένα και στο όνομά Σου, Νυμφίε άμωμε, και Εσένα προσκυνώ τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα τώρα και στους αιώνες».
Και κλείνοντας την προσευχή της με το «Αμήν», κατήλθε σ’ αυτήν φωνή εξ ουρανού, λέγουσα: «Μη φοβάσαι, Θέκλα· είμαι μαζί σου, δούλη μου αληθινή. Σήκωσε λοιπόν τα μάτια σου και κοίταξε πως μια πέτρα έχει ανοιχτεί μπροστά σου. Αυτή για σένα θα είναι οίκος αιώνιος και σ’ αυτήν θα δεχθείς την ανάπαυσή σου». Και η Μάρτυς κοίταξε προσεκτικά και είδε μπροστά της πέτρα ανοιγμένη όσο χρειαζόταν να χωρέσει ένας άνθρωπος. Αμέσως δε η Αγία, κατά το παράγγελμα, διαφεύγοντας από τα χέρια των ακόλαστων εκείνων ανδρών, μπήκε μέσα στην πέτρα ενώ ταυτόχρονα ενώθηκαν τα δύο μέ¬ρη της πέτρας εκείνης και έγιναν ένα, έτσι που δεν διακρινόταν καμία αρμογή. Σ’ εκείνους δε τους βέβηλους άνδρες, μό¬λις είδαν αυτό το μεγάλο θαύμα, επακολούθησε απορία και έκπληξη. Και βέβαια αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε πλέον, αφού δεν είχαν στα χέρια τους τη Μάρτυρα. Και επει¬δή δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, άρπαξαν το ωμοφόριο της Αγίας και, σχίζοντάς το, απόκοψαν από αυτό ένα κομμά¬τι. Τούτο όμως έγινε κατά θεία οικονομία, αφενός προς επιβεβαίωση του γενόμενου θαύματος και αφετέρου προς ευλογία και παραμυθία των μεταγενέστερων θεοσεβών και φιλόχριστων.
Η γενναία και πανένδοξη Θέκλα οδηγήθηκε στο μαρτύ¬ριο, όντας περίπου δεκαοκτώ ετών· στην οδοιπορία δε, στην άσκηση στο όρος και στον υπόλοιπο βίο της πέρασαν συνολι¬κά εβδομήντα δύο έτη. Επομένως η Πρωτομάρτυς εξεδήμησε προς Κύριον άγοντας ήδη το ενενηκοστό έτος της ηλικίας της.
Τέτοιο ήταν το τέλος της θαυμαστής Θέκλας· τέτοιος και ο επίγειος βίος της· τέτοιο και το μαρτύριό της για τον Χριστό. Είθε, λοιπόν, και εμείς να την έχουμε πάντοτε άγρυπνο φύλα¬κα των ψυχών μας, μεσίτρια ευάρεστη στον Θεό, βοήθεια γρήγορη και αποτελεσματική κατά τους κινδύνους. Και με τις πρεσβείες της είθε να τύχουμε των αιωνίων αγαθών εν Χρι¬στώ Ιησού τω Κυρίω ημών, στον Οποίο πρέπει η δόξα και το κράτος τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των Αγίων Αγάθης, Βαρβάρας, Ευφημίας, Θέκλας, Ιουλιανής, Σοφίας και των θυγατέρων αυτής, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 128-131. Μετάφραση Γεωργίου Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου, Φιλολόγου-Λυκειάρχου)
ΠΗΓΗ.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Μια άγνωστη “αγία” μέσα στον κόσμο



site analysis



13a8ce4cba42e3ad42daf5b729df2e21_M…επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με,γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με… (Ευαγγελιστής Ματθαίος κε΄ 31-46).
-Το περασμένο καλοκαίρι περίμενα το τραίνο στον σταθμό ενός μικρού χωριού.
Εκεί που καθόμουνα, βλέπω μια γερόντισσα χωρική που ήταν κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Την πλησιάζω.
Το πρόσωπό της – αν και γερασμένο –έλαμπε με μια μυστική λάμψη, όπως συμβαίνει στους πνευματικούς ανθρώπους. Και την ρωτάω:
-Ποιόν περιμένεις, αδελφή;
-Ε, ε, όποιον μου στείλει ο Χριστός.
Στην συνέχεια του διαλόγου που είχαμε, κατάλαβα ότι συνέβαινε το εξής:
Κάθε μέρα η γριούλα αυτή ερχόταν στον σταθμό, για να δει, αν υπάρχει κάποιος φτωχός ταξιδιώτης, που θα είχε ανάγκη στέγης και τροφής. Και, όταν έβρισκε κάποιον, τον δεχόταν με χαρά. Και τον φιλοξενούσε στο σπίτι της, σαν να τον είχε στείλει ο Χριστός. (Το σπίτι της απείχε από τον σταθμό ένα χιλιόμετρο μακρυά).
Ακόμη κατάλαβα ότι καθημερινά διάβαζε την Αγία Γραφή και πήγαινε στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Επίσης νήστευε και αγωνιζόταν να εφαρμόζει όλες τις εντολές του Θεού.
Δεν ήταν λοιπόν αυτή μία μικρή αγία;
Στο τέλος της συζητήσεως πήγα να την επαινέσω για την προθυμία της, να ασκεί σε τέτοιο βαθμό την ευαγγελική αρετή της φιλοξενίας. Δεν με άφησε όμως να τελειώσω. Και μου είπε τα εξής λόγια:
– Μήπως και εμείς, πάτερ μου, δεν είμαστε δικοί του φιλοξενούμενοι σ’ αυτόν τον κόσμο, κάθε ημέρα και σε όλη μας την ζωή;
Και έλαμψε περισσότερο το πρόσωπό της.
Ω ελεήμονες και χρυσές ψυχές του λαού μας! Πολλές φορές ντρέπομαι όταν με αποκαλείτε διδάσκαλο του Θεού. Αντίθετα δεν θα ντρεπόμουν ποτέ, αν με αποκαλούσατε μαθητή του λαού μας!
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Aπό το βιβλίο: «ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ» του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επισκόπου Αχρίδος
(Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως).