Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Μητρική συμπαράσταση – Μακαριστής Πορφυρίας Μοναχής.



site analysis



Αγαπώ πολύ όλους τους ανθρώπους. Όμως αγαπώ ιδιαίτερα εσένα, γλυκιά μου κυρία, που έχεις γίνει μαννούλα, καθώς κι εσένα που θα γίνεις. Έχεις όμως σκεφθεί ότι για να γίνεις καλή μάννα, θα πρέπει πρώτα να γίνεις παιδί του εαυτού σου, θα πρέπει να αγαπήσεις πρώτα εσένα;
Και πάνω από όλα θα πρέπει να αγαπήσεις τον Χριστό μας και την γλυκιά μας Παναγία, τη μητέρα όλου του κόσμου. Μόνο τότε θα μπορέσεις να δώσεις αγάπη, στοργή, τρυφερότητα και να γίνεις θυσία στο βωμό της Μητρότητας.
Εσύ, όμως, αντί να είσαι γεμάτη από αγάπη για τα παιδιά σου, συχνά μου κάνεις παράπονα. Μου λές: Τους παρέχουμε τα πάντα, όμως δεν μας ακούν, να είναι πιο καλοί μαθητές, να γίνουν σωστοί άνθρωποι.
Και μου τα λές αυτά, χωρίς να έχεις εξετάσει τον εαυτό σου, αν εσύ είσαι σωστή απέναντι στα παιδιά σου, απέναντι στον Θεό. Μου μιλάς για τα παιδιά σου με τα χείλη σου, όχι με την καρδιά σου, σαν να μιλάς για κάποια αντικείμενα.
Γλυκιά μου κυρία, δεν με έπεισες πως αγαπάς σωστά τα παιδιά σου, γιατί δεν τους δίνεις Χριστό, δεν τους δίνεις αγάπη, δεν τους δίνεις στοργή, κατανόηση, δεν κάνεις διάλογο μαζί τους, δεν τους αφιερώνεις λίγο χρόνο από τον χρόνο σου. Δεν είσαι δοτική στα παιδιά σου, είσαι μόνο απαιτητική.
Έχω διαπιστώσει πως η σημερινή μάννα δεν είναι όπως οι παλιές. Οι παλιές μαννούλες δεν είχαν την πολυτέλεια τη σημερινή, είχαν όμως τον Θεό, την αγάπη και ένα κομμάτι γλυκό ψωμί. Θα σας μιλήσω στη συνέχεια για μια σύγχρονη μητέρα, που με συγκίνησε πολύ και τη θυμάμαι με αγάπη.
Μια βροχερή ημέρα μετέφερα στο Πανεπιστήμιο μια κυρία, που πήγαινε στην ορκωμοσία της κόρης της, η οποία είχε τελειώσει τη σχολή Τεχνολογίας Συστημάτων Παραγωγής. Κρατούσε στα χέρια της μια πολύ όμορφη ανθοδέσμη. Τη ρώτησα:
-Γιατί μόνη; Ο σύζυγος σας;
-Ο σύζυγος μου είναι στο σπίτι. Της ετοιμάζουμε μία ωραία έκπληξη: Τραπέζι, με όλες τις συμμαθήτριες της, από την τελευταία τάξη του Λυκείου και κάποιος έπρεπε να είναι εκεί, για να τις υποδεχθεί.
Κατά την διάρκεια της διαδρομής είχαμε τη δυνατό¬τητα να συζητήσουμε για τα παιδιά της, παίρνοντας αφορμή από την κόρη της.
Παντρεύτηκε πολύ μικρή, μόλις τελείωσε το Γυμνά¬σιο, δεκαοκτώ ετών, με ένα πολύ καλό παλληκάρι. Στα δεκαεννέα απέκτησε το πρώτο της παιδί και στα εικοσιένα το δεύτερο. Ένιωσε πολλή στοργή και υπευθυνότητα γι” αυτά τα δύο αγγελούδια που έφερε στον κόσμο, παρ” ότι ήταν μικρούλα και αυτή. Δεν ξέχασε πως είναι γυναίκα και μητέρα. Και στους δύο ρόλους άψογη.
-Μεγάλωνα μαζί με τα παιδιά μου. Τους μιλούσα πά¬ρα πολύ… Τους έλεγα τα όνειρα μου, τις επιθυμίες μου, το πόσο πολύ τα αγαπώ, πόσο αγαπιόμαστε με τον μπαμπά τους… Εκείνα με κοιτούσαν καλά-καλά και εγώ γελούσα.
Παίζαμε με τις κούκλες τους, τρέχαμε μεσ” στο σπίτι, γινό¬μουν και εγώ παιδί μαζί τους.
Ξεκινώντας το σχολείο, μαζί διαβάζαμε, μαζί περ¬νούσαμε τις αγωνίες τους στα διαγωνίσματα, μαζί όλα. Όταν τα παιδιά πήγαν στο Γυμνάσιο και είχαν μεγαλύτερο φορτίο, γιατί μάθαιναν συγχρόνως και από δύο ξένες γλώσσες, ξενυχτούσαν για να μελετήσουν, αλλά ξενυχτούσα και εγώ μαζί τους.
Στην ερώτηση μου γιατί το έκανε αυτό, μου απάντησε:
-Για να μην αισθάνονται μόνα τους. Ήθελα, στη θυ¬σία που έκαναν, να συμμετέχω. Εγώ καθόμουν στην κουζίνα, πίνοντας καφέ ή διαβάζοντας το βίο κάποιου αγίου, που τον παρακαλούσα να βοηθήσει τα παιδιά μου ή έβλεπα τηλεόραση μέχρι να τελειώσουν. Τους έφτειαχνα πορτοκαλά¬δες, καφέδες και ό,τι άλλο ζητούσαν.
Ο άνδρας μου κουρασμένος από τη δουλειά κοιμό¬ταν. Δεν ένιωθα καλά να κοιμάμαι κι εγώ και αυτά να ξενυχτούν μόνα τους. Ήθελα να νιώθουν την παρουσία μου. Ήθελα να νιώθουν συμπαράσταση.
Η κόρη μου κάθε χρόνο έπαιρνε υποτροφία. Σήμερα είναι στο Πανεπιστήμιο και ο γυιος μου. Ήταν κι αυτός καλός μαθητής, όχι όμως σαν την κόρη μου. Θυμάμαι, στην τελευταία τάξη του Λυκείου, ο Λυκειάρχης μου έδω¬σε συγχαρητήρια: Θα ήθελα πολύ να ήταν κόρη μου, μου είπε.
Καταλαβαίνετε τη χαρά μου. Να η ικανοποίηση μου από τα ξενύχτια. Δεν έχω να τους δώσω πλούτη, έχω όμως αγάπη. Αυτή την αγάπη εισπράττουν και ανταποκρίνονται. Δεν σου κρύβω πως καμαρώνω για τα παιδιά μου. Να ξέρεις πως, όταν αγωνίζεσαι με τα όπλα του Θεού, πάντα κερδίζεις. Πιστεύω πως συμφωνείτε μαζί μου.
Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια σ” αυτήν την αγωνίστρια Μάννα!
Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Τραγούδια για τη πολύτεκνη μάνα από τη Χορωδία ”Αγία Κασσιανή η Υμνογράφος”


Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Από την Σμύρνη ως τον… Παράδεισο



site analysis



Από την Σμύρνη ως τον... Παράδεισο
Όπως αναφέραμε, (διηγείται ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεΐτης), ο (πρώτος) πνευματικός μου στον κόσμο, ο πατήρ Εφραίμ (του Βόλου), είχε αποκτήσει μεγάλο ποίμνιο στον Βόλο κι έκανε ένα πολύ όμορφο πνευματικό έργο. Αλλά το 1952 τον συκοφάντησαν και αναγκάσθηκε να φύγει αφήνοντας τα πνευματικοπαίδια του ορφανά…
Μεταξύ αυτών ήσαν και 5-6 πνευματικές κοπέλες, που ζούσαν μαζί, σαν άτυπο κοινόβιο, με πόθο να αφιερωθούν στον Χριστό μας. Μία απ’ αυτές τις κοπέλες ήταν η Μαρία, η μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριας, που έκοιμήθη έν όσιότητι, την Κυριακή 4 Ιουνίου 1995.
Η Μαρία γεννήθηκε το 1921, από ευσεβείς γονείς στο Βιλαέτι της Σμύρνης, με την Μικρασιατική καταστροφή η οικογένειά της αναγκάσθηκε να αφήσει την πατρική Ιωνική γη και να μεταφυτευθή στον Βόλο. Ενώ όμως ήταν μόλις 10 ετών, συνέβη και μία άλλη οικογενειακή συμφορά: κοιμήθηκαν και οι δύο γονείς της κι’ έτσι η μικρή Μαρία, μαζί με το μικρότερο αδερφάκι της, τον Γιωργάκη, έμειναν παντελώς έρημα και εγκαταλελειμμένα στους πέντε δρόμους.
Όμως η μικρή Μαρία δεν ήταν από τους ανθρώπους που απελπίζοντο εύκολα. Έπιασε δουλειά, πρώτα σε μία μικρή βιοτεχνία μεταποιήσεως τροφίμων, όπου με τα μικρά της χεράκια έσπαζε καρύδια για λίγο ψωμί. Κατόπιν εργάσθηκε σ’ ένα καπνεργοστάσιο. Έτσι, με πολλές στερήσεις, το πεντάρφανο κοριτσάκι κατάφερε να μεγαλώσει το πολυαγαπημένο μικρό της αδελφάκι. Και ενώ τα πράγματα άρχισαν κάπως να στρώνουν, ξέσπασε ξαφνικά ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και μαζί του τα απαίσια χρόνια της Κατοχής.
Στις αρχές της Κατοχής οι γείτονες πρόσφεραν κάποια βοήθεια στα ορφανά. Όταν όμως άρχισαν οι άνθρωποι να πεθαίνουν κατά δεκάδες στους δρόμους από την πείνα, κανείς δεν κοίταζε πλέον τα δύο παιδιά. για μέρες ολόκληρες έμεναν νηστικά και κόντευαν να πεθάνουν από ασιτία.
Τα αδελφάκια, λοιπόν, χρειάσθηκε να χωρίσουν, με την ελπίδα πως έτσι ίσως τουλάχιστον επιζήσει το ένα από τα δύο. Ο μικρός Γιωργάκης έφυγε στην Θεσσαλονίκη και η Μαρία παρέμεινε στον Βόλο παντελώς μόνη της και βυθισμένη στην θλίψη για τον χωρισμό τους.
Και τα χρόνια της Κατοχής, άλλα και τα μεταπολεμικά χρόνια στάθηκαν για την Μαρία πολύ δύσκολα. Δούλευε σκληρά εδώ κι εκεί για λίγο ψωμί, άλλα και αυτό το μοίραζε, γιατί είχε χρυσή καρδιά.
Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ήταν: η μεγάλη της ευσπλαχνία, η συγχωρητικότητα, η ελεημοσύνη, η μεγάλη της υπομονή, η εργατικότητα και η ολονύκτιος προσευχή. Σ’ όλη της την ζωή η προσευχή στάθηκε, για την κατοπινή Γερόντισσα Μακρίνα, πυξίδα και βακτηρία .
Συνέβη μάλιστα αρκετές φορές να γευθεί “χειροπιαστά” την θεϊκή αντίληψι. Την περίοδο αυτή η νεαρή Μαρία γνωρίσθηκε με την οσιωτάτη μητέρα μου, γράφει ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεΐτης.
Οι δύο αυτές αγιασμένες ψυχές προσηύχοντο μαζί στην κουζίνα του πατρικού μου σπιτιού, γονατιστές όλο το βράδυ, με πάμπολλα δάκρυα και γονυκλισίες. Πολλά με δίδαξε το άγιο παράδειγμα τους! Αυτές οι αρετές της στάθηκαν η αιτία να μαζευτούν γύρω της μερικά ευλαβέστατα κορίτσια, από τα χρόνια της Κατοχής και να ζητήσουν να γίνουν νύμφες του Χριστού μας. Οι κοπέλες ζούσαν υπό την πνευματική καθοδήγηση του πατρός Εφραίμ από τον Βόλο.
Όταν όμως εκείνος αναγκάσθηκε να γυρίση στο Άγιον Όρος, οι κοπέλες βρέθηκαν ξαφνικά ορφανές…
Πολλοί πνευματικοί ζήτησαν να τις αναλάβουν, άλλα δεν άνεπαύοντο με κανέναν, διότι είχαν αποκτήσει το πνευματικό φρόνημα του Γέροντος Ιωσήφ.
Γι’ αυτό και έγραψαν στον Γέροντα μου τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη και ζήτησαν να τις αναλάβει αυτός. Ήσαν λίγο διστακτικές, διότι είχαν ακούσει το πόσο αυστηρός ασκητής υπήρξε, άλλα δεν μπορούσαν πλέον να συμβιβασθούν με κάτι λιγότερο.
Εγώ, ήδη ήμουν στο ΄Αγιον Όρος, κοντά στον Γέροντα. Ο Γέροντας έκανε προσευχή και απάντησε:
«Αν κάνετε υπακοή, θα σας αναλάβω. Εάν δεν κάνετε, θα σας αφήσω». Κι εκείνες του απάντησαν:
«Γέροντα, σ’ ό,τι θα μας πήτε, θα κάνουμε υπακοή…».
Μόλις ο Γέροντας πήρε την απάντησή τους, έκανε πάλι προσευχή. Και μετά τους έγραψε να κάνουν υπακοή στην Μαρία, την μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα, την οποία ποτέ του δεν είχε δει. Και τους εξήγησε το λόγο:
«Είδα σε όραμα την Μαρία. Θα κάνετε υπακοή σ’ αυτήν, διότι εγώ απόψε την είδα σε οπτασία την ώρα πού προσευχόμουν. Την είδα στην μέση και γύρω-γύρω ήσαν πολλά προβατάκια. Κι’ έτσι κατάλαβα ότι αυτήν πρέπει να την βάλω Γερόντισσα. Όποτε θα κάνετε υπακοή και καμιά σας να μην αντιλογήση».
Οι αγνές κοπέλες του είπαν: «να ‘ναι ευλογημένο», και πολύ χάρηκε ο Γέροντας με την υπακοή τους. Τις αγαπούσε πάρα πολύ, διότι με τους νοερούς του οφθαλμούς έβλεπε την αγάπη πού είχαν για τον Νυμφίο Χριστό. Γι’ αυτό και συχνά τους έγραφε γράμματα προς στηριγμό τους με λόγια άπλα, αλλά πολύ δυνατά σαν και τα ακόλουθα:
«Λοιπόν, άλλο μην κοιτάζετε, αλλά ομόνοια και αγάπη, κάντε υπακοήν, διά να κερδίσετε την ταπείνωση, διότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε παράδειγμα εις ημάς και μας δίδαξε την ταπείνωση, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου. Λοιπόν υποτάσεσθε στην Μαρία, όπου προσπαθεί να σας ωφελήσει και εμείς εδώ όλοι προσευχόμεθα να σας βοηθήση ο Κύριος και να σας αξιώση της αιωνίου ζωής. Σας εύχομαι εξ όλης ψυχής,
Ο Ταπεινός Γεροντάκης Ιωσήφ».
Οι κοπέλες έγραφαν τις εξομολογήσεις τους στον Γέροντα. Αυτός τους απαντούσε με πάρα πολλά γράμματα, που θησαύριζαν [=τα συγκέντρωναν] ως ανεκτίμητο πλούτο. Τους είχε γράψει θεωρίες [=οράματα] και πολλές πνευματικές του καταστάσεις, άλλα δυστυχώς αναγκάσθηκαν να τα κάψουν, διότι συνέβη ο ακόλουθος πειρασμός:
Ήταν ένας μοναχός, όχι τόσο καλά στα μυαλά του, και ζούσε πολύ στο θέλημά του. Μόνο άσκηση ήξερε να κάνη. Ήθελε να αναλάβη εκείνος τις μοναχές, αλλ’ αυτές δεν του είχαν εμπιστοσύνη. Άλλωστε, είχαν ήδη γνωρίσει μεγάλη ωφέλεια από τον Γέροντα. Εκείνος, επειδή είχε πολύ φθόνο, τις απειλούσε να τις συκοφαντήσει στις εφημερίδες, αν εύρισκε τις επιστολές του Γέροντος.
Φοβήθηκε η Μαρία, και για να μην πέσουν αυτά τα γράμματα στα χέρια του, στα όποια φυσικά ήταν γραμμένοι όλοι οι λογισμοί τους, έκαψε όλα τα γράμματα έκτος από οκτώ, που μια αδελφή είχε κρυμμένα ξεχωριστά. Κι έτσι, δυστυχώς, χάθηκαν οι ανεκτίμητες εκείνες επιστολές του Γέροντος. Πολλή ωφέλεια θα προέκυπτε, αν διασώζονταν και δημοσιεύονταν μαζί με τις άλλες στο ήδη εκδοθέν βιβλίο.
Ο Γέροντας στάθηκε για τις αγνές αυτές ψυχές αλάνθαστος νηπτικός, διορατικός και διακριτικός οδηγός. Μια απ’ αυτές τις μοναχές διηγήθηκε τα εξής για την ζωή τους κοντά στον Γέροντα:
«Όλα μας τα προέλεγε. Ό,τι συνέβαινε στο μοναστήρι τα έγραφε στα γράμματα του δίχως να του το πούμε. Όταν ήμουν στην αρχή της καλογερικής, είχε αρρωστήσει η αδελφή μου, που ήταν κι αυτή δόκιμη τότε. Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα και λέω:
-Παναγία μου, γιατί; Εμείς ήλθαμε εδώ να σε υπηρετήσουμε. Γιατί να αρρωστήσει και να μην μπορή να προσφέρη τη βοήθειά της στο μοναστήρι;
Και πήγα και κάθισα στην αυλή κάτω από μια ελιά και έκλαιγα όλη νύκτα…
Μετά από λίγες μέρες, ήλθε ένα γράμμα για μένα από τον Γέροντα πού έγραφε: «Μικρό μου παιδάκι, ακούω την φωνούλα σου, και δεν μπορώ, μου σπαράζει την ψυχή από τον πόνο και με διακόπτει από την προσευχούλα. Μην κλαις. Η αδελφούλα σου θα γίνη καλά».
Και το έγραψε δίχως κανείς να το ξέρη! Μου λένε οι αδελφές:
-Τι έκανες αδελφή;
Τους λέω:
-Να, πήγα και έκλαιγα κάτω από την ελιά. Πώς όμως αυτός το γνώριζε, αφού ήταν μακριά, στο Άγιον Όρος;
Παρομοίως, κάποτε είχε αρρωστήσει η Γερόντισσα Μακρίνα κι έκανε αιμόπτυσι. Κι εμείς δεν είχαμε τηλέφωνο να επικοινωνήσουμε με τον Γέροντα και να του πούμε. Αλλά και στο γράμμα που γράψαμε μετά, του το κρύψαμε, για να μην τον στενοχωρήσουμε και να τον διακόψουμε από την προσευχή του. Εκείνος όμως μας στέλνει ένα γράμμα και μας γράφει:
«Παιδάκια μου, γιατί δεν μου γράψατε ότι η Γερόντισσα είναι άρρωστη και πάσχει, για να προσευχηθούμε; Κάνατε πολύ κακώς να νομίζετε ότι θα με διακόψετε από την προσευχή. Διότι εμείς την είδαμε νοερώς το βράδυ, που προσευχόμασταν με τον πατέρα Αρσένιο, ότι η Γερόντισσα Μακρινά ήταν σοβαρά άρρωστη. Και κάναμε πολλή προσευχή. Παιδιά μου, θέλω να με ενημερώνετε για ό,τι θα σας συμβαίνει στο μοναστήρι και ιδίως με την Γερόντισσα. Να μου τα γράφετε».
Αλλά και η Γερόντισσα Μακρίνα τους έβλεπε το βράδυ δίπλα στο μαξιλάρι της και τους δυο, τον Γέροντα Ιωσήφ και τον πατέρα Αρσένιο, ότι έκαναν κομποσχοίνι με σταυρό και έλεγαν: «Κύριε, θεράπευσον την δούλην σου».
«Πολλές φορές μας το έκανε αυτό ο Γέροντας. Την ώρα που προσηύχετο, έβλεπε τι κάναμε και πού βρισκόμασταν. Και εμείς απορούσαμε πως ό,τι σκεφτόμασταν, αυτός μας τα έγραφε μόνος του. και μετά γέμιζαν οι ψυχές μας από δέος και φόβο!»
Αυτά έλεγε η Γερόντισσα. Το μοναστήρι αυτό πρόκοψε πάρα πολύ. από εκείνο το ευλογημένο κοινόβιο βγήκαν πολλοί ευκλεείς καρποί, ψυχές αγνές, αφιερωμένες στην αγάπη και την λατρεία του επουρανίου Νυμφίου. Μετά την κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, πολλές φορές τα βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε με τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, να υψώνονται από την γη στον ουρανό.
Επρόκειτο για την ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα και μία από τις χαριτωμένες μοναχές της. Και έλεγε ο παπα-Εφραίμ χαρούμενος:
«Βρε-βρε! Για κοίτα! Εμείς στα βράχια τόσο κοπιάζουμε, για να βρούμε λίγα ψίχουλα [θείας χάρης], και αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»
Το μοναστήρι της Πορταριάς διακρίθηκε για την πνευματικότητά του και χιλιάδες πιστών, όχι μόνον από την περιοχή, άλλα και από όλη την Ελλάδα ευρήκαν καταφύγιο κοντά στην αλησμόνητη Γερόντισσα Μακρίνα και ωφελήθηκαν πνευματικά.
Το πρόσωπο της ακτινοβολούσε καλοσύνη, αγάπη, ειλικρίνεια και πίστι. Η ηρεμία της και ο γλυκός της λόγος ήταν στήριγμα και πηγή δυνάμεως για όσους ευτύχησαν να την γνωρίσουν. Από αυτή τη χαριτωμένη αδελφότητα, στάλθηκαν μοναχές και επάνδρωσαν την Μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο. Και απ’ αυτές τις Μονές στάλθηκαν κατόπιν μοναχές σαν προζύμι, στην Βόρειο Αμερική και στον Καναδά, για να φυτεύσουν κι εκεί το Ορθόδοξο μοναχικό ιδεώδες…

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ. Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959).

Η ασθένεια
Κατά τα μέσα του έτους 1987 η Γερόντισσα προσεβλήθη από καρκίνο του εντέρου. Πριν χειρουργηθή, μετέβη με μεγάλη ευλάβεια και πίστι στην Κρήτη, στα Ρούστικα Ρεθύμνου, για να την σταυρώση ο ιερεύς π. Σταύρος Τσαγκαράκης με το Τίμιο Ξύλο. Βίωσε τότε εντόνως την θαυματουργική ενέργεια του Τιμίου Σταυρού, διά του οποίου αισθάνθηκε να συρρικνούται ο καρκίνος. Χειρουργήθηκε στο Λονδίνο συνοδευομένη από τον Γέροντά μας, π. Εφραίμ, την αδελφή Εφραιμία και την μακαριστή αδελφή Μακρίνα, πρώην προϊσταμένη στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Η Γερόντισσα ειχε πάρει μαζί της την εικόνα των Αγίων Αναργύρων, παλαιά ευλογία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.
Ο κανονισμός του νοσοκομείου δεν επέτρεπε συνοδούς τις βραδινές ώρες. Η Γερόντισσα, επειδή η ίδια δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα και δεν μπορούσε μόνη της να συνεννοηθή, παρακαλούσε την Παναγία να φωτίζη τις νοσοκόμες και να τις στέλλη, όταν χρειαζόταν βοήθεια μετά την νάρκωσι και την εγχείρησι. Την νύκτα μετά την επέμβασι, αλλά και επί, αρκετές νύκτες, η Γερόντισσα δεχόταν την επίσκεψι των Αγίων Αναργύρων, που εμφανίζονταν με λευκές ιατρικές στολές. Ήταν μελαμψοί, μιλούσαν στην αραβική γλώσσα και κρατούσαν στα χέρια τους λευκά μανδηλάκια βοηθώντας την να βγάζη μετεγχειρητικώς τα πτύελα. Η Γερόντισσα αρχικώς δεν είχε αντιληφθή ποιοι ήταν οι ιατροί που την διακονούσαν και παρακάλεσε τον Γέροντα και τις αδελφές να τους αναζητήσουν για να τους ευχαριστήσουν, δίδοντάς τους κάποια ευλογία ως δώρο για όλη την βοήθεια που της προσέφεραν. Όμως, η περιγραφή των δύο ιατρών από την Γερόντισσα δεν ταίριαζε με τους ιατρούς που εργάζονταν σε εκείνο το νοσοκομείο. Τότε αντελήφθησαν όλοι ότι ήταν θαύμα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, η μνήμη των οποίων ετιμάτο εκείνη την ημέρα.
Η Γερόντισσα είδε ακόμη δύο νέες γυναίκες, ως αδελφές νοσοκόμες, που φορούσαν λευκές στολές και λευκά σκουφάκια και όχι θαλασσιά, όπως στο εκεί νοσοκομείο. Ήταν όρθιες στο κάτω μέρος της κλίνης και με το γλυκύ βλέμμα τους την παρηγορούσαν. Όταν η Γερόντισσα διερωτήθηκε ποιές να είναι, άκουσε στην διάνοιά της μία φωνή που της έλεγε ότι είναι ο Άγγελος της ψυχής της και ο Άγγελος του Μεγάλου Σχήματος. Ο Άγγελος της ψυχής μάλιστα την πληροφόρησε ότι δεν θα την έπαιρνε ακόμη, αλλά μετά από επτά χρόνια.
Καθ’ όλην την διάρκεια της παραμονής της, των δεκαεπτά ημερών, στο νοσοκομείο δοκίμασε μέν τον ανθρώπινο πόνο στην ασθένεια, αλλά δεν της έλειψε και η θεία παρηγορία. Αισθανόταν ένα απαλό αεράκι, όπως διηγείτο, να δροσίζη το πρόσωπό της και να την ανακουφίζη. Ζούσε ένα ουράνιο μεγαλείο στην ψυχή της. Παραλλήλως αισθανόταν τις προσευχές των άνθρώπων για την αποκατάστασι της υγείας της· όπως έλεγε χαρακτηριστικώς, περνούσαν νοερώς όλοι από εμπρός της σαν να ήταν ένα τάγμα. Πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα, η Γερόντισσα Μακρίνα επισκέφθηκε μαζί με τους συνοδούς της τον μακαριστό Γέροντα π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ (1896-1993) στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας. Ο Γέρων Σωφρόνιος τους υποδέχθηκε με πολλή εγκαρδιότητα και η φιλοξενία τους εκεί ήταν αβραμιαία.
Οσιακή τελευτή
Όταν πλησίαζε η συμπλήρωσι των επτά ετών από την εγχείρησι της Γερόντισσας, ενθυμουμένη τον λόγο του Αγγέλου της ψυχής, άρχισε να λέη ότι πλησίαζε ο καιρός της εκδημίας της. Σε μία από τις συνάξεις μας ανέφερε ότι είδε την μακαριστή Γερόντισσα Ταξιαρχία να την πλησιάζη για να την πάρη. Στην ερώτησί μας αν την πλησίαζε με γρήγορο ή αργό βηματισμό απάντησε, «με γρήγορο». Σε μία άλλη σύναξι μας είπε ότι είδε να την συνοδεύη κάπου ένας νεανίας. Καθώς βάδιζαν συνάντησαν ένα κανδηλάκι που τρεμόσβηνε και τελείωνε το λαδάκι του. Η Γερόντισσα έσπευσε να συμπληρώση το λάδι και να το ανάψη, αλλά ο συνοδός της την εμπόδισε λέγοντας ότι «τελειώνει» το λάδι του και πληροφορώντας την ότι εννοούσε το λαδάκι του κανδηλιού της ζωής της.
Παλαιά επιθυμία της Γερόντισσάς μας ήταν να αξιωθή να προσκύνηση την Τιμία Ζώνη της Παναγίας. Όταν πληροφορήθηκε την έξοδο της Τίμιας Ζώνης από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους εξέφρασε την επιθυμία της να την προσκυνήση. Η Τιμία Ζώνη αφίχθη στο Μοναστήρι, όπου της επιφυλάχθηκε η προσήκουσα υποδοχή. Η Γερόντισσα με έκδηλη την συγκίνησί της και με πολλή ευλάβεια και κατάνυξι μετέφερε στα χέρια της το ιερό κειμήλιο στο Καθολικό της Μονής, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το προσκύνησε και είπε: «Τώρα που ήρθε η Τιμία Ζώνη, θα φύγω». Μετά από δεκαπέντε ημέρες εκοιμήθη οσιακώς.
Την εβδομάδα πριν από την κοίμησί της είπε σε μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, την αδελφή Εφραιμία, κατά την ώρα που της έπλενε τα πόδια, «αυτά τα πόδια σε λίγες μέρες θα είναι μέσα στο χώμα». Κατά τις τελευταίες ημέρες επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με πολλούς ανθρώπους γνωστούς της, τους προσκαλούσε στο Μοναστήρι και τους έδιδε τις τελευταίες συμβουλές της, χαρίζοντας και κάτι από το κελλί της ως ευλογία.
Την περίοδο αυτή, λόγω της καρδιακής της ανεπάρκειας, είχε δυσκολία στην αναπνοή. Τα βράδια που η κατάστασί της επιδεινωνόταν έβλεπε από την εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, που υπάρχει στο κελλί της, να βγαίνη μία παιδούλα με πλεξούδες σε ηλικία δώδεκα ετών, να την πλησιάζη και να την σκεπάζη. Καθώς την κοίταζε, υποχωρούσε η δυσκολία της και έτσι μπορούσε να αποκοιμηθή. Η Γερόντισσα δεν το είχε αναφέρει αυτό σε κανένα και δεν άφηνε καμμία αδελφή να μένη στο κελλί της, για να μη χάση αυτή την ουράνια συντροφιά της Παναγίας. Κάποιο βράδυ η αδελφή Εφραιμία, ανησυχώντας για την δύσπνοια που παρουσίαζε, σύρθηκε αθόρυβα στον καναπέ του κελλιού της και όταν κάποια στιγμή η Γερόντισσα σηκώθηκε και την είδε, την επέπληξε και ακουσίως της φανέρωσε ότι λόγώ της παρουσίας της στερήθηκε εκείνο το βράδυ την επίσκεψι της Παναγίας.
Η ημέρα της Κοιμήσεως της Γερόντισσας ήταν η Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 22-5/4-6 του έτους 1995. Εκείνη την ημέρα λόγω της ασθενείας της δεν μετέβη στην εκκλησία. Το μεσημέρι παρ’ όλη την δυσκολία σηκώθηκε, κατευώδωσε μερικούς φιλοξενούμενούς μας και αποσύρθηκε πάλι στο κελλί της. Κατά την 1:30 το μεσημέρι πέρασαν από το κελλί της οι αδελφές που διακονούσαν την εβδομάδα εκείνη στο μαγειρείο, η αδελφή Μαρία (νυν Γερόντισσα της Ιεράς Μονής Παναγίας Γλυκοφιλούσης στην Ραψάνη Λαρίσης), η αδελφή Χρυσοβαλάντου και η δόκιμος Χρυσαυγή (νύν αδελφή Ακυλίνα). Μαζί τους κάθισε και μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, η αδελφή Νεκταρία. Η Γερόντισσα, καθιστή στην καρέκλα, άρχισε την συζήτησι περί θανάτου. Αναφέρθηκε στην εν ουρανοίς συνοδία μας, στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, στον πρώτο πνευματικό της, και κατωνόμασε τις αδελφές που είχαν ήδη κοιμηθή. Μετά από λίγο έφυγαν οι αδελφές Χρυσοβαλάντου και Χρυσαυγή και έμείνε η Γερόντισσα με τις άλλες δύο. Κάθισε στον καναπέ και, επειδή άρχισε να αισθάνεται πόνο, ζήτησε από την αδελφή Μαρία να την τρίψη στην πλάτη επάνω από τα ρούχα, ενώ παραλλήλως η μεγαλύτερη αδελφή ετοίμαζε το κρεββάτι της.
Μετά τις 2:00 η Γερόντισσα πήγε να ξαπλώση, αλλά σε λίγο ανασηκώθηκε λόγω της δυσφορίας που ένοιωθε. Η αδελφή Νεκταρία προσφέρθηκε να σηκώση ψηλότερα τα μαξιλάρια, για να ανακουφισθή. Αισθάνθηκε κάπως καλύτερα και ζήτησε από τις αδελφές να αποσυρθούν και να επανέλθουν κατά τις 4:00 το απόγευμα. Η αδελφή Μαρία μετά από μιάμιση περίπου ώρα άκουσε μία φωνή που την ξύπνησε λέγοντας ότι η Γερόντισσα δεν είναι καλά. Σηκώθηκε αμέσως και με ενα ποτήρι χυμό, που πάντα ευχαριστούσε την Γερόντισσα, κατέβηκε στο κελλί της, όπου συνάντησε την αδελφή Μακρίνα, η οποία την ενημέρωσε ότι η Γερόντισσα δεν αισθανόταν καλά. Η Γερόντισσα ήπιε δύο γουλιές μόνο από το χυμό, που της προσέφερε η αδελφή Μαρία. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθή ότι όταν η Γερόντισσα Μαρία, κατά κόσμον Μαρίνα, ήταν δεκατριών ετών και είχε έλθει για να φιλοξενηθή στο Μοναστήρι κατά το διάστημα από 17 Ιουλίου μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο, αισθάνθηκε έντονη αγάπη προς την μοναχική ζωή· όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της φιλοξενίας της, έκλαιγε, διότι δεν ήθελε να φύγη. Η Γερόντισσα της είπε, «δεν θα μείνης τώρα, αλλά στα δεκαεπτά σου χρόνια θα έρθης». Επειδή όμως η Γερόντισσα ήταν πάντοτε φιλάσθενος, η μικρή Μαρίνα της είπε με παράπονο, «τότε δεν θα ζήτε», κι εκείνη της απάντησε, «δεν θα έχω πεθάνει, αλλά εσύ θα μου κλείσης τα μάτια!».
Ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζουν οι πνεύμονες υγρό που ακουγόταν στην αναπνοή της Γερόντισσας. Εντός ολίγων λεπτών έφθασαν στο κελλί η αδελφή Μυροφόρα και η αδελφή Νεκταρία, η οποία παρέμεινε συνεχώς κοντά στην Γερόντισσα και της σφράγισε εν τέλει τα μάτια. Η αδελφή Σιλουανή, η ιατρός της Μονής, μέτρησε την πίεσι της Γερόντισσας· ήταν είκοσι δύο, της έδωσε ένα υπογλώσσιο και της χορήγησε οξυγόνο. Στο διάστημα αυτό ειδοποιήθηκαν και οι υπόλοιπες αδελφές. Άλλες άρχισαν Παράκλησι στην Θεοτόκο και άλλες έσπευσαν να βοηθήσουν. Η Γερόντισσα ήταν σιωπηλή και ανέπνεε με πολλή δυσκολία. Το πρόσωπό της ήταν εντόνως ροδαλό και είχε αρχίσει η εφίδρωσι. Η πίεσι εξακολουθούσε να ανεβαίνη και σε λίγο ζήτησε από την αδελφή Μακρίνα να καλέση τον εφημέριο της Μονής μας, π. Ιωσήφ, για να την σταυρώση με την Αγία Λόγχη και με άγια Λείψανα. Ήταν ο τελευταίος λόγος που είπε.
Εντός ολίγου έφθασε και ο παθολόγος ιατρός της Μονής, κ. Νικόλαος Μπαλδιμτσής, ο οποίος διέγνωσε οξύ πνευμονικό οίδημα με άρτηριακή πίεσι απροσδιόριστη. Προσπάθησε με καρδιακές μαλάξεις να βοηθήση, αλλά το καρδιογενές σοκ ήταν μη αναστρέψιμο και μετά από λίγο η Γερόντισσα κατέληξε, γεγονός που τεκμηριώθηκε με ηλεκτροκαρδιογράφημα. Η Γερόντισσα είχε ήδη παραδώσει την αγία της ψυχή.
Κατά τις στιγμές αυτές η αδελφή Μακρίνα προσπαθούσε να επικοινωνήση τηλεφωνικώς με τον σεβαστό Γέροντά μας, ο οποίος ήταν στην Αμερική, για να τον ενημερώση για την κατάστασι της Γερόντισσας. Κατά την διάρκεια της επικοινωνίας ειδοποιήθηκε η αδελφή ότι η Γερόντισσα εκοιμήθη. Στην είδησι της εκδημίας της ο Γέροντας εξέφρασε με πεποίθησι ότι «η Γερόντισσα ανεβαίνει ολόλαμπρη και ανεμπόδιστη από τα τελώνια στον θρόνο του Χριστού». Επιστρέφοντας η αδελφή Μακρίνα στο κελλί της μακαριστής Μητρός μας και ασπαζομένη το ιερό της μέτωπο, που ήταν ιδρωμένο, αισθάνθηκε ευωδία.
«Την αειτάραχον θάλασσαν, του βίου διαδραμούσα, τώ του Κυρίου λιμένι προσέδραμε τη πίστει»[1] η μεταστάσα Γερόντισσά μας. Το σεπτό σκήνωμά της παρέμεινε στο Καθολικό της Μονής επί τρεις ημέρες μέχρι την Εξόδιο Ακολουθία και την ταφή. Κατά την διάρκεια της αναγνώσεως του ιερού Ψαλτηρίου ετελούντο Τρισάγια υπό των προσερχομένων Ιεραρχών, Ηγουμένων, Ιερομονάχων και Ιερέων τόσο του Αγίου Όρους όσο και άλλων Ιερών Μονών και περιοχών της Ελλάδος. Κατέφθαναν επίσης Γερόντισσες και μοναχές από διάφορα Μοναστήρια και πλήθη λαϊκών αδελφών, για να ασπασθούν την οσιωτάτη Μητέρα μας, άνθρωποι περίλυποι και ενδάκρυες που είχαν ευεργετηθή από τις προσευχές, τις νουθεσίες και τις συμβουλές της.
Στο οσιακό πρόσωπο της μακαριστής Γερόντισσάς μας, που αναπαυόταν, είχε εντυπωθή η εκ Θεού μακαρία ειρήνη. Παρευρίσκετο εν Αγίω Πνεύματι ανάμεσά μας δίδοντας στις ψυχές μας θεία παρηγορία και χάρι. Από τους οφθαλμούς μας έρρεαν ησύχως άφθονα τα δάκρυα που επήγαζαν από τα αισθήματα λύπης και χαράς, πένθους και Αναστάσεως και που ανεξηγήτως εναλλάσσονταν στις καρδιές μας. Πράγματι αυτές τις η μέρες και τις νύκτες και εν συνεχεία καθ’ όλο το τεσσαρακονθήμερο που ακολούθησε, βιώσαμε εν σιωπή την πνευματική εμπειρία της χαρμολύπης, όπως την αναφέρουν οι Άγιοι Πατέρες και Ασκητές της Εκκλησίας μας. Η πνευματική αυτή κατάστασι ήταν δωρεά του Θεού διά των ευχών της οσιωτάτης Μητρός μας προς παραμυθίαν και ενίσχυσίν μας.
Η Εξόδιος Ακολουθία ετελέσθη την Τρίτη 24η-5/ 6η-6 και μετά την ταφή παρετέθη τράπεζα αγάπης στην Μονή για όλους τους παρευρισκομένους, εις μνήμην της αοιδίμου Μητρός μας. Πλήθος μοναχών και λαϊκών κατέκλυσαν τις ημέρες αυτές την Ιερά Μονή και φιλοξενήθηκαν σε αυτήν, αποτίοντες έτσι εμπράκτως φόρο τιμής και αγάπης, και κατευοδούντες την διδάσκαλο, την ευεργέτιδα και την Μητέρα προς την αιώνιον πατρίδα εις συνάντησιν του Νυμφίου, Όν ηγάπησεν.

Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς, Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Οσία Μαρία τού Όλονετς, η Ερημήτρια(+19-2-1860)



site analysis


Α. Γέννηση - ανατροφή: 
Στην επαρχία του Νόβγκοροντ της Ρωσίας, κατά μήκος του ποταμού Λόβατ στο χωριό Περεντίνο γεννήθηκε η Μαρία, αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν η γενέτειρα του γέροντα Ιγνατίου, ιδρυτή της Ι. Μ. του Όλονετς, στη λίμνη Βέϊζ. Ο γέροντας αυτός, μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο πολύ νέοι ξεκίνησαν τους μοναχικούς τους αγώνες από το Άγιο Όρος. Ο τρίτος αδελφός τους, ο Βασίλειος Σοφρόνωφ παντρεύτηκε μια χωρική από διπλανό χωριό. Μετά από χρόνιες προσευχές γέννησαν τη Μαρία και κατόπιν δυο γιους και δυο θυγατέρες.
Οι γονείς τους έδωσαν με την ζωή τους το παράδειγμα στα παιδιά τους. Στην Μαρία αυτό έμπαινε βαθιά στην καρδιά της, γι’ αυτό φαινομενικά δεν διέφερε από τα άλλα παιδιά. Ίσως γιατί όλη η οικογένεια ξεχώριζε για την καλοσύνη της σ’ όλο το χωριό.
Η Μαρία από έξη χρονών φρόντιζε τα αδέλφια της και βοηθούσε στο νοικοκυριό. Φρόντιζε ακόμα και τα κατοικίδια ζώα. Άρχισε όμως να μην παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς και να μη συμμετέχει στους χορούς του χωριού. Όταν η μητέρα της την ωθούσε να παίξει, αυτή χωρίς φασαρία έβγαινε, αλλά  έμενε μόνη και παρατηρούσε τη φύση…
Όταν προσκυνητές ή ταξιδιώτες φιλοξενούνταν στο σπίτι, η Μαρία ρουφούσε κυριολεκτικά τις ιστορίες για τα μοναστήρια και τις ακολουθίες σ’ αυτά. Οι γονείς άρχιζαν να διαβλέπουν την κλήση της αυτή, γι’ αυτό ο πατέρας της το συζήτησε με διαφόρους γέροντες. Έτσι ο αναγνώστης του Περεντίνο την έμαθε να διαβάζει Ωρολόγιο και Ψαλτήρι. Σύντομα αποστήθισε όλες τις προσευχές και πολλούς ψαλμούς. Έτσι οι γονείς τους την οδήγησαν για ευλογία στον γέροντα Ησαΐα στην περιοχή του Όλονετς…  


Β. Αναχωρεί από τον κόσμο  με την φίλη της: Όσο ζούσαν οι γονείς της, έμενε μαζί τους. Μόνο για προσκύνηση απομακρυνόταν. Κοιμήθηκε πρώτα ο πατέρας της. Ο πρωτότοκος – με οικογένεια - γιος  κληρονόμησε το σπίτι με τα γύρω κτήματα. Αυτή με την μητέρα της έμειναν σ’ ένα κήπο με μηλιές, όπου αδελφός της τους έφτιαξε ένα ζεστό ξύλινο σπιτάκι.
  Κάποτε πηγαίνοντας   για προσκύνημα στο Κίεβο γνώρισε την Άννα, μια κοπέλα  δουλοπάροικη. Ήθελε να μονάσει, γι’ αυτό το είχε σκάσει απ’ το «αφεντικό» της. Γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν τόσο, ώστε έμειναν στον κήπο με τις μηλιές… Σ’ ένα χρόνο πέθανε και η μητέρα της Μαρίας. Μετά την κηδεία, παρ’ ότι ήταν χειμώνας, ξεκίνησαν για το Όλονετς. Πέρασαν από πυκνό χιονισμένο δάσος περπατώντας… Όταν βγήκαν απ’ αυτό συνάντησαν βρήκαν τον θείο της  π. Ησαΐα ιδρυτή του ερημητηρίου του Αγίου Νικηφόρου! Τις οδήγησε με την διορατικότητά του στη γερόντισσα Ακυλίνα, πρώην ερημήτρια λίγα χιλιόμετρα από τη Μονή. Ο Γέροντας άκουσε και την εξομολόγηση της Άννας. Ζήτησε απ’ τους μαθητές του, π. Δανιήλ και π. Γεράσιμο να τις φροντίσουν και να τις εξασφαλίσουν και μετά τον θάνατό του… Με την ανιψιά του έκανε ιδιαίτερη συζήτηση, κυρίως για θέματα της γνήσιας πνευματικής άσκησης και της εργασίας της νοεράς προσευχής. Της έδωσε «μοναχικό κανόνα». Ήταν ο μοναχικός κανόνας του Αγίου Παχωμίου για την ζωή στην έρημο:
α) διάβασμα Ψαλτηρίου,
β) πολλές μετάνοιες,
γ) μελέτη ιερών βιβλίων,
δ) συνεχής εργασία με την νοερά προσευχή… και εργόχειρο!   Τους έδωσε μάλιστα εντολή να μην συζητούν μεταξύ τους, παρά μόνο για τα αναγκαία.

Γ.  Η  αφετηρία της ερημική της ζωής: 
Έμεναν σε μια καλύβα οκτώ τετραγωνικών μέτρων, όπου ο γέροντας τους έδωσε τα απαραίτητα γι’ αυτή την ερημική συμβίωση! Μέσα σε τρία χρόνια έφτασαν σε ζηλευτά ύψη ερημικής ασκητικής ζωής. Τότε πηγαίνοντας στο ερημητήριο του π. Ησαΐα για να κοινωνήσουν (που εν τω μεταξύ είχε γίνει μεγαλόσχημος με το όνομα Ιγνάτιος) και του ανακοίνωσαν την απόφασή  τους να ζήσουν χωριστά. Ο γέροντας μετά από ιδιαίτερες συζητήσεις έδωσε την ευλογία του. Χάρηκε πολύ και φρόντισε να φτιαχτεί στο δάσος και ένα δεύτερο κελί. Σύντομα όμως αναπαύτηκε (20-4-1852).
Τότε άρχισαν για την Μαρία πολλοί πνευματικοί πειρασμοί. Υπόμεινε αρκετές νύκτες άγρυπνη  με απερίγραπτο φόβο. Ο νέος πνευματικός της (π. Γεράσιμος) με προσευχή και συμβουλές για απάθεια στους «παιδαριώδεις» αυτούς πειρασμούς την βοήθησε να τους ξεπεράσει…
Τότε άρχισαν νέοι και πιο δυνατοί πειρασμοί: Ο ιερομόναχος Μητροφάνης, υπεύθυνος για την διοίκηση του Μοναστηριού, επικουρούμενος από τον π. Δανιήλ, ζήτησε να απομακρυνθούν και να μονάσουν σε γυναικεία μοναστήρια … λόγω ευθυνοφοβίας. Απομακρύνθηκε πρώτα η Άννα δέκα μίλια και πήγε πίσω απ’ την λίμνη. Με την βοήθεια ευλαβών πιστών εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή που ήταν πραγματικό κρησφύγετο. Έτσι ο Θεός διαφύλαξε την εκλεκτή του. Μετά από λίγο καιρό ο ηγούμενος απομάκρυνε και την Μαρία. Αυτή άρχισε να περιπλανιέται στο δάσος, για να μην στερηθεί το αγαπημένο της … καταφύγιο!
Εκεί ανακάλυψε μια καλύβα με το δάπεδό της κάτω από το έδαφος. Έφτασε στο κοντινότερο χωριό και γνώρισε μέσω του γερο-Αντρέα, ενός συμπαθούς ξυλοκόπου, τον «ιδιοκτήτη της». Αυτός της την χάρισε… Ο δόκιμος μοναχός Τρύφων έμαθε το γεγονός από τον γερο-Ανδρέα και το ανέφερε στον π. Γεράσιμο. Αυτός τότε άρχισε πάλι να την έχει υπό την προστασία του. Και η Μαρία επισκεπτόταν το Μοναστήρι για να κοινωνήσει…
     
 Δ΄. «Νέα  τάξη» στο …δάσος:  
 Το φθινόπωρο η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από το χωριό της για να παρουσιαστεί στις τοπικές αρχές, για έλεγχο των  πιστοποιητικών της. Πήγε. Στο διάστημα που έλειπε ένα άγριο παγερό βράδυ δυο ξυλοκόποι ανακάλυψαν την καλύβα της. Έμειναν εκεί, άναψαν την υγρή θερμάστρα τους και μετά από λίγες μέρες από ένστικτο  πήγε εκεί ο γερο - Ανδρέας και τους βρήκε νεκρούς. Έγινε αυτοψία από τις αρχές και βρέθηκε ότι πέθαναν από ασφυξία. Οπότε κατέστρεψαν την καλύβα, χωρίς δικαίωμα ξανακτισίματος… 
Όταν η Μαρία γύρισε έκλαψε πάνω από τα συντρίμμια… Είχε όμως σταθερή την απόφαση να ζήσει εκεί. Έδειξε στη διοίκηση του μοναστηριού την άδεια που είχε στα πιστοποιητικά της για ελεύθερη εγκαταβίωση. Ζήτησε τότε από τον γερο-Ανδρέα να της κτίσει κρυφά, με εργάτη, μια νέα καλύβα σε άλλο σημείο με τα λίγα χρήματα που έφερε από το χωριό της. Εγκαταστάθηκε λοιπόν πέρα από ένα φαράγγι…
Στο μοναστήρι αποσύρθηκε ο ηγούμενος και εγκαταστάθηκε ο π. Σίλβεστρος, που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον π. Γεράσιμο… Αυτός έκανε ριζικές αλλαγές και έσπασε η ενότητα και η ομοψυχία! Έτσι ο π. Γεράσιμος έμεινε έγκλειστος για να μην προκαλέσει και άλλες αντιδράσεις! Η Μαρία όμως κατάφερε να έχει επικοινωνία μαζί του. Όμως αργότερα την ανακάλυψαν… Τότε ο ηγούμενος την έδιωξε από την κρυψώνα της, ονομάζοντάς την «απατεώνα», γιατί ζούσε εκεί κρυφά! Της έκαψαν την καλύβα της! Το δάσος ολόκληρο άκουγε τότε τους λυγμούς της Μαρίας…
Ο ηγούμενος μάλιστα αποφάσισε να την διώξει τελείως και ενημερώσει τις αρχές, γι’ αυτήν και τον γερο-Ανδρέα. Ο π. Γεράσιμος τα πληροφορήθηκε και με τον π. Τρύφωνα έστειλε μήνυμα στην Μαρία να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού και να περιμένει την Πρόνοιά του. Της ζήτησε να πάει κοντά στην πατρίδα της όπου σε ανθρώπους που τιμούσαν τον π. Ησαΐα - Ιγνάτιο  να βρει καταφύγιο. Ενημέρωσε μάλιστα τον επίσκοπο Ιγνάτιο Μπριατσινίνωφ και άλλους πατέρες να την δεχτούν. Η Μαρία τα δέχτηκε και έκανε υπακοή… χωρίς γογγυσμούς!
Ε΄. Ταξίδι στον Καύκασο:  
Η  Μαρία έφυγε και έφτασε στην Σταράγια όπου έγινε δεκτή από τον Αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο στην μονή του αγίου Σεργίου, κοντά στην Πετρούπολη. Την βοήθησε επίσης η πασίγνωστη ευεργέτρια  Τ. Β. Ποτέμκινα, η οποία είχε περιουσία κοντά στο μοναστήρι Σβιατογκόρσκ (Άγια Όρη), στο Καρκώφ.  Με συστατική της επιστολή έφτασε, μέσω Κιέβου, μαζί με την καινούργια της συναθλήτρια και συγγενή της Ματρώνα Μιχαήλοβνα στη διάρκεια της νηστείας των Αγίων Αποστόλων.  Ο ηγούμενος όμως εκεί δεν θεώρησε καλό να τους δώσει ευλογία να μείνουν στο δάσος, όπου ζούσαν αρκετοί γέροντες ερημίτες.
Εν τω μεταξύ η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από τον π. Θεοφάνη, μέσω του γέροντα Γεράσιμου, να πάει κοντά του στον Καύκασο, στην Σταυρούπολη! Εκεί υπήρχαν πολλά γυναικεία ερημητήρια. Οι προσκυνήτριες πραγματοποίησαν το μακρύ και δύσκολο ταξίδι τους, αφού στηρίζονταν στην Πρόνοια του Θεού. Μερικές φορές βάδιζαν μέχρι τριάντα μίλια!  Ξεκίνησαν στις  29 Ιουνίου και έφτασαν στις 29 Αυγούστου! Το έλεος του Θεού πράγματι τις προστάτεψε και από ανθρώπους και από άγρια ζώα και από τον καύσωνα της ημέρας και από την έλλειψη χρημάτων … Στην Σταυρούπολη συνάντησαν ένα ευλαβή κτηματία που γνώριζε τον π. Θεοφάνη. 
Εκεί έλειπε ο επίσκοπος και διαπραγματεύτηκε ο π. Θεοφάνης με την ηγουμένη Σεραφιμίνα της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί ζούσαν 200 μοναχές, που δύσκολα χωρούσαν. Η Μαρία άφησε την Ματρώνα στη μονή και εξομολογήθηκε στον π. Θεοφάνη την αγάπη της για ερημική ζωή, στην οποία ήταν… συνηθισμένη.

 ΣΤ΄. Σε ερημικό καταφύγιο στον Καύκασο:  
Η Μαρία ανακάλυψε σ’ ένα γειτονικό φαράγγι μία σπηλιά. Οι προσπάθειες του γέροντα και της ηγουμένης στάθηκαν μάταιες να την μεταπείσουν! Τα δάκρυα και η επιμονή της λύγισαν τον π. Θεοφάνη. Η σπηλιά  ήταν χαμηλή και στενή. Τα τοιχώματά της ήταν από χώμα και η οροφή της ήταν πλεγμένη από λινάρι. Για θέρμανση έφτιαξαν πέτρινη θερμάστρα. Τα τραπέζια και τα καθίσματα έγιναν από κορμούς δένδρων και στρώμα  μια υφαντή ψάθα…Για τροφή κράτησε λίγο αλεύρι και ένα είδος σίκαλης…
Η φιλέρημη ερημήτρια χάρηκε πολύ με την νέα κατοικία της! Το χειμώνα όμως φάνηκε η ακαταλληλότητα της σπηλιάς. Οι βροχές εισχωρούσαν από την οροφή και η υγρασία έφτανε μέχρι τα ρούχα… Το κρύο ήταν παγερό. Η Μαρία εξαντλήθηκε. Αναγκάστηκε να ζητήσει να πάει κοντά της η … Ματρώνα. Ζήτησε εξομολόγηση από τον εφημέριο της περιοχής και κοινώνησε. Μετά δυνάμωσε κάπως, αλλά ήταν ανήμπορη.
Παρ’ όλα αυτά δεν άφησε το κανόνα της… Για να μην την βλέπει στην προσευχή της η  Ματρώνα ζήτησε και της έφτιαξαν μια γωνία με παραβάν. Έτσι χωρίστηκε η σπηλιά σε … δύο δωμάτια. Η σπηλιά βέβαια ήταν σκοτεινή και είχε σύνολο 5 μέτρα μήκος και 2.5  μέτρα πλάτος. Αγωνίστηκαν με αναστεναγμούς και δάκρυα, με αδιάλειπτη προσευχή μέρα και νύκτα μέχρις εκεί που επέτρεπε η σωματική τους αδυναμία. Η Ματρώνα μάζευε τα ξύλα για την φωτιά, νερό απ’ την χαράδρα και έφτιαχνε χυλό με το αλεύρι. Αυτή ήταν η τροφή τους!
Κάποτε οι πατέρες του Όλονετς έμαθαν για την Μαρία και την εξάντλησή της! Ο π. Γεράσιμος μέσω του π. Δανιήλ, που είχε γίνει ηγούμενος στην μονή Πολυούστρωφ, με επιστολή  ζήτησε να επιστρέψουν κοντά στη λίμνη Βέϊζ, αφού δεν υπήρχαν πια τα παλιά εμπόδια. Ενημερώθηκε επίσης και ο επίσκοπος Ιγνάτιος. Την  άνοιξη τους έδωσε ευλογία να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Ζ΄. Το τελευταίο ερημητήριο του Βορρά: 
 Οδοιπορώντας πέρασαν από το μοναστήρι Σβιατογκόρσκ.
Ξεκουράστηκαν και με πλοίο  έφτασαν στη Νέα Λάντογκα από το Νόβγκοροντ. Πέρασαν και από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, που έμεινε η Ματρώνα ένα χρόνο γιατί είχε εξαντληθεί απ’ το ταξίδι και δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει! Στο ερημητήριο του Αγίου Νικηφόρου η Μαρία συνάντησε την Άννα, που με μεσολάβηση των πατέρων του Όλονετς εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι, το Παντάν.  Βρισκόταν στη μέση ενός δάσους. Εκεί η Άννα κάρηκε μοναχή και έζησε 31 χρόνια. Κοιμήθηκε στις 11 Ιουλίου το 1901, Σε ηλικία 83 ετών.
Οι γέροντες δεν θέλησαν να λυπήσουν την Μαρία και της έδωσαν την ευλογία να μείνει στα γύρω δάση. Της διάλεξαν όμως την καταλληλότερη δυνατή τοποθεσία, 5 μίλια μακριά από το μοναστήρι. Εδώ η Μαρία εγκαταστάθηκε μαζί με την …ανιψιά της Πελαγία που παλιότερα είχε μείνει μαζί της. Αυτή όμως δεν άντεξε. Την επόμενη άνοιξη κάλεσε κοντά της την  Ματρώνα, που είχε συνέλθει. Ο ηγούμενος ήταν συγκαταβατικός και είχε ευλάβεια γι’ αυτές! H Μαρία δεν έζησε για πολύ στο τελευταίο της καταφύγιο. Οι κακουχίες της και ένα άγριο κρυολόγημα της κλόνισαν οριστικά την υγεία της. Όλο τον χειμώνα υπέφερε από υψηλό πυρετό και πόνους στα δόντια και το πρόσωπό της. Υπήρχαν φάσεις που ξεπερνούσαν τα όρια της αντοχής αυτής της σκληρής αθλήτριας!
Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1860 οι πόνοι έφτασαν στο απροχώρητο. Η κατάστασή της χειροτέρευε γιατί δεν έπαιρνε κανένα φάρμακο!  Η Ματρώνα πήγε  να μείνει με την Πελαγία. Δεν μπόρεσε να γυρίσει σύντομα κοντά της λόγω χιονοθύελλας. Ο γερο - Ανδρέας πρώτος άνοιξε δρόμο στο χιόνι και με πέδιλα του σκι έφτασε στην καλύβα. Όταν την είδε πώς ήταν έφυγε για το χωριό και επέστρεψε σε δύο ώρες με ένα μπουκάλι βότκα! Χωρίς συναίσθηση η ερημήτρια έβρεξε ένα πανί με βότκα και το έβαλε στα χείλη της, ενώ ο Ανδρέας είχε φύγει. Η βότκα την άναψε και έβγαλε μια κραυγή προς το Θεό έβαλε χιόνι στο πρόσωπό της και άρχισε να φτύνει κάτι που δοκίμαζε για πρώτη φορά! Τα δάκρυά της ήταν ασυγκράτητα. Ξεκίνησε να πάει στο μοναστήρι! Ακολούθησε τα’ αχνάρια του Ανδρέα και η Πρόνοια του Θεού δεν την άφησε…
Έπεσε αναίσθητη στο χιόνι, αλλά  αδελφοί την είδαν από μακριά και αναίσθητη την πήγαν σε κοντινό … στάβλο. Όταν έφτασε ο π. Γεράσιμος η Μαρία φέρθηκε σαν να ξύπνησε απ’ τον ύπνο. Δεν κατάφερε να μιλήσει, αλλά με νοήματα ζήτησε να της κάνουν ευχέλαιο.
Για τρεις βδομάδες η μαρτυρική ερημήτρια έμεινε στο κρεβάτι. Την δέκατη Πέμπτη ημέρα το πρόσωπό της έλαμψε μ’ ένα υπερκόσμιο φως και πήρε την έκφραση μιας ευλογημένης ηρεμίας. Όλα τα σημάδια εξαφανίστηκαν. Ζήτησε να εξομολογηθεί και τις  επόμενες ημέρες κοινωνούσε!
Το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου του 1860 η Μαρία αναπαύτηκε…Στην κηδεία της μαζεύτηκε τόσος κόσμος, που ούτε στην πανήγυρη δεν ερχόταν. Στην διάρκεια της εξόδιας ακολουθίας το πρόσωπό της το κάλυψε ένα ουράνιο φως, σημάδι για την οσιότητα του βίου και μήνυμα για το περιεχόμενο της ησυχαστικής ζωής των Ορθοδόξων ασκητών!!!

 Πέτρου Μπότση, Οσία Μαρία του Όλονετς, σειρά οι Φιλόθεες, Αθήνα 1992.
ΠΗΓΗ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Η Μητρική αυτοθυσία και οι Αυτοκτονίες



site analysis



Κώστας Ζουρδός
Η ιστορία που θα διαβάσετε είναι μια ιστορία ποτισμένη με μητρικό φίλτρο, με πόνο, με απόγνωση αλλά πάνω από όλα με αισιοδοξία. Είναι η ιστορία μιας 18χρονης μανούλας που προτίμησε να μην ακολουθήσει αγωγή με χημειοθεραπείες, όταν έμαθε ότι έχει καρκίνο, προκειμένου το παιδί που κυοφορούσε να μην υποστεί κάποια βλάβη και να γεννηθεί υγιές. Η ίδια προτίμησε να πεθάνει...

Η Jenny Laine ήταν ένα χαρούμενο κορίτσι που απολάμβανε τη ζωή. Ερωτεύτηκε μικρή και διατήρησε τη σχέση που είχε μέχρι να παντρευτεί. Όταν έγινε 18, αποφάσισε να συζήσει με το φίλο της, στο ίδιο σπίτι αφού και οι δυο φοιτούσαν στο ίδιο πανεπιστήμιο. Η Jenny, όλο αυτό τον καιρό έπασχε από τρομερούς πονοκεφάλους, αλλά δεν είχε πει τίποτε σε κανένα. Πήγε και έκανε εξετάσεις και εκεί ο γιατρός της είπε ότι είναι έγκυος.
Επέστρεψε στο σπίτι πετώντας από τη χαρά της. Το ίδιο βράδυ αποφάσισε με τον μελλοντικό της άνδρα και πατέρα του παιδιού της να βγουν έξω να το γιορτάσουν. Η ζωή της άλλαξε προς το καλύτερο. Μέχρι και οι πονοκέφαλοι δεν ήταν τόσο έντονοι. Ύστερα από 2 μήνες σε ένα εστιατόριο που δειπνούσε ο πονοκέφαλος ξανάρθε. Δυνατότερος από ποτέ... Δεν άντεξε και λιποθύμησε. Στο νοσοκομείο οι γιατροί είπαν ότι χρειάζονται επιπλέον εξετάσεις για να εντοπίσουν το πρόβλημα. Οι μαγνητικές το αποκάλυψαν. Η Jenny, είχε όγκο τόσο στον εγκέφαλο, όσο και στη σπονδυλική στήλη.
Ο θεράπων ιατρός της είπε ότι πρέπει να ξεκινήσει χημειοθεραπείες το συντομότερο δυνατόν. “Και το μωρό μου; διατρέχει κίνδυνο; θα υποστεί τις παρενέργειες;” κατάφερε να ψελλίσει. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: “ναι διατρέχει κίνδυνο, και πολύ πιθανόν οι παρενέργειες να είναι ανεπανόρθωτες. Θα πρέπει να το ρίξετε” της είπε ο γιατρός της.
Η 18χρονη μητέρα, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά: “Γιατρέ δεν θα κάνω καμία θεραπεία. Ακόμη και με αυτές το ξέρετε πολύ καλά ότι στο τέλος δεν θα τα καταφέρω. Θα προχωρήσω κανονικά να γεννήσω. Ελπίζω μόνο να προλάβω...”
Μήνα με το μήνα η κατάσταση της χειροτέρευε. Οι γιατροί έκριναν ότι δεν θα τα κατάφερνε. Έπρεπε να πάρουν το παιδί. Εξάλλου είχε μπει ήδη στο μήνα της. Λίγο πριν τον τοκετό η jenny, δυσκολευόταν και να αναπνεύσει. Οι δυνάμεις της, την είχαν εγκαταλείψει. Ερχόταν και χανόταν, ήταν λες και ζούσε μόνο για να περιμένει να γεννήσει.
Όταν οι γιατροί της έφεραν τον γιο της στην αγκαλιά της, δεν μπορούσε καν να μιλήσει. Τον μύρισε βαθιά σαν να ήθελε να έχει για πάντα την μυρωδιά του και ύστερα έκλεισε τα μάτια και δάκρυσε. Έπειτα από 2 ημέρες και ενώ η νοσοκόμα της έφερνε το φαγητό της, την άγγιξε απαλά στο χέρι.
Η νοσοκόμα τα έχασε, νόμιζε ότι η Jenny κοιμόταν. Έσκυψε πάνω της και την άκουσε να ψιθυρίζει: “Φεύγω...το χρέος μου το έκανα...ελπίζω ο γιος μου να έχει καλύτερη τύχη... Ελπίζω να με θυμάται...”
Εκείνο το βράδυ η Jenny, ξεψύχησε. Ο γιος της τώρα μεγαλώνει με τη γιαγιά του, τη μητέρα της Jenny, αλλά και με τον μπαμπά του, που συνέχεια του μιλάει για εκείνη όταν τον βάζει για ύπνο. Η γιαγιά του μικρού Michael, λέει ότι μοιάζει στην κόρη της. Και όταν την ρωτούν για τη ιστορία της απαντάει αποστομωτικά: “Δεν είναι μια δραματική ιστορία. Είναι η ιστορία μιας μητέρας που θυσιάστηκε για το σπλάχνο της...’’
Παράλληλα στις μέρες μας και κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια με βάση τα στοιχείο που μας δίνει η Ελληνική Αστυνομία αλλά και από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο οι αυτοκτονίες στην Ελλάδα ξεπερνούν τις 2500 χιλιάδες ( μαζί με τις απόπειρες ). Δεν θα εξετάσουμε τα αίτια και τις αφορμές που οδήγησαν τους συνανθρώπους μας να τερματίσουν τη ζωή τους ,σεβόμενη την μνήμη τους και τον πόνο των συγγενών τους. Όμως η ιστορία της Jenny μας φανερώνει περίτρανα πως η αγάπη ,η αυτοθυσία και ο σεβασμός στη ζωή μπορούν να νικήσουν όλα τα εμπόδια και να προσφέρουν μια καινούργια ζωή, δηλαδή μια αφετηρία για να αλλάξει ο κόσμος. Για κάθε άνθρωπο που φεύγει μέσα από τον τραγικό τρόπο των αυτοκτονιών έχουμε όλοι σημαντικό μερίδιο κοινωνικής και πνευματικής ευθύνης. Ας αγκαλιάσουμε τον άλλον, ας σκεφτούμε τον διπλανό και ας δώσουμε αγάπη απλόχερη από τα βάθη της καρδιάς μας. Όλοι μαζί θα ξεπεράσουμε τα εμπόδια. Όλοι μαζί να ξαναβρούμε την ανθρωπιά μας. Να κάνουμε τα χέρια αγκαλιά. Να γεμίσουμε την καρδιά μας με αγάπη για όλους. Αγάπη σαν της Jenny. Αγάπη θυσίας. Αγάπη ζωής…

Η ιστορία είναι από την ιστοσελίδα iatropedia.gr

Συγκλονιστικό Θαύμα στην Αιτωλοακαρνανία - «Κόρη μου, να πηγαίνης στην Εκκλησία»



site analysis





Σ’ ένα από τα μεγάλα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας συνέβη το εξής περιστατικό. Η μητέρα μιας κοπέλας, καλή και ευσεβής, έφυγε για την αιώνια Βασιλεία του Θεού. Πράγματι, ήταν μια γνήσια χριστιανή σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής της. Την Κυριακή, εκτός αν 
ήταν άρρωστη, πρωί-πρωί ξεκινούσε για την Εκκλησία κι εκεί η καθαρή και φιλόθεη ψυχή της πραγματικά συναντούσε κι ερχόταν σε επικοινωνία με τον Θεό. Συχνά-πυκνά κοινωνούσε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που της έδινε ζωή και δύναμη.
Και η κόρη της καλή κοπέλα ήταν, αλλά μετά τον θάνατο της μητέρας της αραίωσε τον εκκλησιασμό και δεν πήγαινε τακτικά στην Εκκλησία. Κι αν πήγαινε, πήγαινε προς το τέλος.
Και για να δικαιολογηθεί στη συνείδησή της, που την έτυπτε, προφασιζόταν ότι είχε πολλές δουλειές, την φροντίδα των ζώων και δεν την έφθανε ο χρόνος. Οι συνηθισμένες προφάσεις, ενώ, όταν θέλει ο άνθρωπος, βρίσκει λύσεις για όλα.
Έτσι συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση και η ψυχή της όσο πήγαινε και πάγωνε, όπως ένα κάρβουνο, όταν το βγάλεις έξω από την φωτιά σβήνει και παγώνει!
Ένα βράδυ όμως, κατ’ ευδοκίαν Θεού ,έγινε η άνωθεν παρέμβαση. Δηλαδή της εμφανίστηκε στον ύπνο της η κεκοιμημένη μητέρα της μέσα σε άπλετο φως και της είπε στοργικά τα εξής αξιοπρόσεκτα λόγια:
– Κόρη μου, να πηγαίνεις την Κυριακή στην Εκκλησία. Εμείς εδώ επάνω, εκείνη την ώρα είμαστε όλοι κάτω από τον Παντοκράτορα και χαιρόμαστε όταν βλέπουμε κάποιον δικό μας να έρχεται στην Εκκλησία να δοξολογεί τον Θεό!
Και πρόσθεσε:
– Να πηγαίνεις παιδί μου πρωί, ν’ ακούς τα ωραία λόγια του Όρθρου και όχι στην τρίτη καμπάνα.
Αυτό το θεόσταλτο όνειρο συγκλόνισε την κόρη. Από τότε κάθε Κυριακή πρωί-πρωί πηγαίνει πρόθυμα στην Εκκλησία. Έχει πια την βεβαιότητα ότι θα παίρνει κι εκείνη την ευλογία του Παντοκράτορα, αλλά και την ευχή της μανούλας της.
Αυτό βέβαια ισχύει για όλους. Ας το σκεφθούμε…
Πηγή: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Ουράνια μηνύματα Θαυμαστά γεγονότα»
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
ΠΗΓΗ.poimin.gr



Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΝΑΝΤΙΕΖΝΤΑ - Γεύση παραδείσου στην καρδιά της Ρωσίας...



site analysis




Του πατρός Νεκταρίου Αντωνοπούλου
Ηγουμένου Ιεράς Μονής Σαγματά

Ήταν 10 Ιουνίου του 2000, παραμονή της εορτής του αγίου Λουκά του ιατρού, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Βρισκόμουν στον ναό της Αγίας Τριάδος Συμφερουπόλεως για τον πανηγυρικό εσπερινό και τον όρθρο. Ανάμεσα στους χιλιάδες προσκυνητές διέκρινα μία ηλικιωμένη μεγαλόσχημη μοναχή. Ήταν ή Γερόντισσα Ναντιέζντα (Ελπίδα) από την Σεβαστούπολη. Από την πρώτη στιγμή με εντυπωσίασε ή μορφή της και ή καλοσύνη της. Οι συγγενείς της πού την συνόδευαν μου είπαν ότι ή γερόντισσα ήταν πνευματικό παιδί του αγίου Λουκά. Την ξαναείδα την επόμενη χρονιά στην Σεβαστούπολη. Μιλήσαμε λίγο περισσότερο και κατάλαβα ότι πρόκειται για πνευματικό θησαυρό. Δυστυχώς ό χρόνος με πίεζε και δεν είχα την δυνατότητα να μείνω περισσότερο. Την αποχαιρέτισα λέγοντας ότι, αν θέλει ό Θεός, την επόμενη χρονιά θα την επισκεφθώ στο σπίτι της.
Πράγματι τον Ιούνιο του 2002 την επισκέφθηκα στην κατοικία της. Μένει στο ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Το μικρό διαμέρισμα της αποτελείται από ένα δωμάτιο, ένα στενό διάδρομο και μία μικρή κουζίνα, ανήλιο και απεριποίητο, σε άθλια κατάσταση, όπως άλλωστε και όλη ή πολυκατοικία. Ή γερόντισσα μένει με την κόρη της και την εγγονή της. Ό τοίχος πάνω από το κρεβάτι της είναι καλυμμένος από εικόνες και στην γωνία υπάρχει ένα τραπεζάκι με ακοίμητο καντήλι.


Μας υποδέχθηκε όλο χαρά: «Καλώς ορίσατε! Τι μεγάλη ευλογία είναι αυτή, να έρθετε σε μένα την αμαρτωλή...». Πήρε από το τραπέζι ένα και μοναδικό πορτοκάλι και μου το έδωσε.
«Το φύλαγα για σένα», συνέχισε.
«Ξέρεις πριν από ένα μήνα ήμουν πολύ άσχημα. Άρχισαν να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου, έπεσε ή πίεση μου και κατάλαβα ότι σύντομα θα φύγω για το μεγάλο ταξίδι. Ήρθε ό ιερέας και με κοινώνησε, αποχαιρέτισα τους δικούς μου και περίμενα. Κάποια στιγμή όμως θυμήθηκα τα λόγια σου και την υπόσχεση σου. Παρακάλεσα τότε τον άγιο Λουκά και του είπα: «Άγιε μου Λουκά, ό π. Νεκτάριος μου είπε ότι σε ένα μήνα θα έρθει να με δει. Αν θέλεις, άφησε με να ζήσω μέχρι τότε και μετά ας φύγω. Πράγματι ό άγιος με άκουσε, οί δυνάμεις μου επανήλθαν, ή πίεση ανέβηκε και τώρα είμαι καλά». Την άκουσα με έκπληξη και κάπως αμήχανα της είπα: «Μα και εγώ ήθελα να σε δω ζωντανή». Πολύ χαριτωμένα απάντησε. «Και εγώ προσπαθούσα να ζήσω».


Την ρωτήσαμε για την ζωή της

«Γεννήθηκα το 1906. Έζησα πάρα πολλά στην ζωή μου. Φτώχεια, πείνα, δυστυχία, επαναστάσεις, πολέμους...».
Να σημειώσουμε εδώ ότι ή Σεβαστούπολη ανήκει σε εκείνες τις πόλεις πού έχουν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα. Λίγο μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ξέσπασε ό εμφύλιος πόλεμος μεταξύ «Λευκών» και «Κόκκινων», ό όποιος κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια. Εκατομμύρια οί νεκροί και περισσότερα τα άλλα θύματα και οί τραυματίες. Ή πλέον αιματηρή φάση αυτού του πολέμου έλαβε χώρα στην Κριμαία. Μετά την αποχώρηση των «Λευκών», οί σφαγές έφτασαν στο απόγειο τους. Μέσα σε ενάμισι μήνα εκτελέστηκαν περίπου 50.000 άνθρωποι. Ειδικά ή Σεβαστούπολη έζησε ημέρες φρίκης και γι' αυτό ονομάστηκε «πόλη των κρεμασμένων». Ή κεντρική λεωφόρος ήταν γεμάτη πτώματα. Όσους συνελάμβαναν τους κρεμούσαν στους δρόμους, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, ενώ σε όλη την πόλη κυριαρχούσαν αφίσες με το σύνθημα «θάνατος στους προδότες».
Στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ή Σεβαστούπολη δοκίμασε και πάλι την
φρίκη του πολέμου. Το μέρος είναι στρατηγικής σημασίας και οί δυο αντίπαλοι πολέμησαν λυσσαλέα και είχαν αμέτρητους νεκρούς. Ή Σεβαστούπολη κράτησε για 249 ήμερες και όλο αυτό το διάστημα βομβαρδίστηκε ανελέητα. Όταν σταμάτησαν οί μάχες, μόνον επτά κτήρια είχαν μείνει όρθια, ή υπόλοιπη πόλη είχε ισοπεδωθεί.


Ή γερόντισσα συνέχισε: «Πρώτα ζήσαμε την φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Ήμουν μικρό κορίτσι τότε και ή πόλη μας έζησε πολλές δυστυχίες. Χύθηκε πολύ αίμα τότε. Στην δεκαετία του '30 παντρεύτηκα και απέκτησα δυο κορίτσια. Σε λίγο ξέσπασε ό Β' Παγκόσμιος πόλεμος και ό άνδρας μου έφυγε για το μέτωπο. Οί Γερμανοί τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και έμεινε αρκετό καιρό στα γερμανικά στρατόπεδα. Μετά τον πόλεμο οί αιχμάλωτοι επέστρεψαν, αλλά όχι στα σπίτια τους, τους έστειλαν στην Σιβηρία Πράγματι αυτή ήταν ή παράλογη πολιτική του Στάλιν. Οί ταλαίπωροι Ρώσοι αιχμάλωτοι, όσοι βέβαια επέζησαν από τις κακουχίες των γερμανικών στρατοπέδων, θεωρήθηκαν από τον Στάλιν μολυσμένοι από το «μίασμα του καπιταλισμού» και γι' αυτό θα έπρεπε να υποβληθούν σε «αποτοξίνωση» και αντικαπιταλιστική θεραπεία. Έτσι λοιπόν οδηγήθηκαν όλοι στα στρατόπεδα του Γκουλάγκ! Τον άνδρα μου δεν τον ξαναείδα. Δεν άντεξε στις κακουχίες και πέθανε εκεί. Με μεγάλες δυσκολίες μεγάλωσα τα δυο μου παιδιά. Μόνη μου παρηγοριά και ελπίδα ήταν ή πίστη στον Θεό. Από μικρή ήμουν στην εκκλησία και αυτό με στήριξε. Ας είναι δοξασμένο το όνομα Του».


Γνωριμία με τον άγιο Λουκά

Γνώρισα τον άγιο Λουκά το 1951 και αυτή ή γνωριμία ήταν ή μεγαλύτερη ευλογία στην ζωή μου. Για δέκα χρόνια του έφτιαχνα τα πρόσφορα της Θ. Λειτουργίας και δεν έχανα τα κηρύγματα του. Τον επισκεπτόμουν στο γραφείο του, μιλούσαμε συχνά και πολλές φορές φάγαμε μαζί. Μας βοήθησε πολύ αλλά και όλο τον κόσμο. Ό ίδιος πολλές φορές έμεινε νηστικός για να ταΐζει τους άλλους. Ό άγιος Λουκάς φαινόταν αυστηρός, όμως δεν ήταν. Όταν τον πλησίαζα έβλεπα έναν γλυκύτατο άνθρωπο, γεμάτο αγάπη. Όλοι τον αγαπούσαμε και τον θεωρούσαμε πατέρα μας. Παρόλο πού ή κατάσταση ήταν δύσκολη -ή Εκκλησία ήταν υπό διωγμό και κινδυνεύαμε να χάσουμε τις δουλειές μας- τρέχαμε κοντά του για να ακούσουμε τα κηρύγματα του. Άλλα και όταν τελείωνε ή Θ. Λειτουργία δεν φεύγαμε, τον περιμέναμε και τον ακολουθούσαμε μέχρι το σπίτι του. Όταν φτάναμε, εκείνος γύριζε όλο αγάπη και μας ευλογούσε. Όταν ή κόρη μου ήταν μικρή, είχε πρόβλημα με την σκωληκοειδίτιδα και οι γιατροί συνέστησαν εγχείριση. Την πήγα στον άγιο Λουκά, την εξέτασε και μας είπε: «Όχι, να μην κάνει εγχείριση, δεν είναι τίποτα». Πράγματι από τότε δεν την ξαναενόχλησε. Θυμάμαι ότι τον είχα δει λίγες μέρες πριν από την κοίμηση του. Ήταν στο κρεβάτι του, πολύ αδύναμος, δεν μπορούσε καλά - καλά να μιλήσει. Μόνο κάτι μου ψιθύρισε και πήρα την ευχή του. Στην κηδεία του ήμουν παρούσα. Τα δυο βράδια πού παρέμεινε το σκήνωμα του στο ναό ήμουν εκεί και του διάβαζα το ψαλτήρι. Το δεύτερο βράδυ, καθώς διάβαζα το ψαλτήρι, τον είδα μπροστά μου ολοζώντανο. Καθόταν λίγο πιο πέρα κοντά σε ένα τραπέζι. Έμεινα άφωνη.


Την ημέρα της κηδείας του έγινε μεγάλη μάχη με τους αστυνομικούς, πού δεν μας επέτρεπαν ούτε να μεταφέρουμε το λείψανο του από τον κεντρικό δρόμο ούτε να ψάλλουμε. Δεν θα ξεχάσω το έξης καταπληκτικό γεγονός: Όταν δίναμε την μάχη με τους αστυνομικούς πάνω από το φέρετρο του, εμφανίστηκαν στον ουρανό χιλιάδες περιστέρια πού έκαναν κύκλους και τιτίβιζαν. Ακολούθησαν όλη την εκφορά του αγίου Λουκά στον κεντρικό δρόμο μέχρι το κοιμητήριο. Ή διάρκεια ήταν περίπου τρεισήμισι ώρες. Όλη αυτή την ώρα ψάλλαμε το «Άγιος ό Θεός» και τα περιστέρια μας ακολουθούσαν. Όταν φτάσαμε στο κοιμητήριο, τα περιστέρια κάθισαν πάνω στην στέγη της εκκλησίας. Σαν τελειώσαμε και αρχίσαμε να αποχωρούμε, τα περιστέρια πέταξαν τιτιβίζοντας και κανείς ποτέ δεν τα ξαναείδε. Ήταν χιλιάδες περιστέρια και το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Ακόμη και οι «άθεοι» προβληματίστηκαν.
Όλα τα πνευματικά του παιδιά είχαν πεισθεί ότι επρόκειτο περί αγίου. Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία και ότι του ζητούσαμε στην προσευχή μας, μας το έδινε. Από τότε με επισκέφθηκε κάποιες φορές. Την τελευταία φορά πού ήρθε πρόσεξα ότι το ράσο του είχε λίγες λάσπες. Το καθάρισα και του είπα: «Δεσπότη μου, πού λερώθηκες; Άλλη φορά να προσέχεις...».
Μας ήλθε στο μυαλό ή προτροπή του Χριστού να γίνουμε σαν τα παιδιά και θαυμάσαμε την απλότητα και την αμεσότητα της.


Ή κουρά

«Ή κουρά μου έγινε το 1997. Ήθελα από πολύ καιρό να γίνω μοναχή, αλλά δεν δινόταν ή ευκαιρία. Τελικά, αυτή μου την επιθυμία την πληροφορήθηκε ό Μητροπολίτης μας κ. Λάζαρος, ό όποιος έδωσε και την ευλογία να γίνει ή κουρά. Δεν πήγα σε μοναστήρι, γιατί δεν υπάρχει κάποιο εδώ κοντά. Επιπλέον είμαι πολύ μεγάλη σε ηλικία και γι' αυτό αποφάσισα να μείνω εδώ. Χωρίσαμε το δωμάτιο στην μέση με την κόρη μου (και δείχνοντας το κρεβάτι και τις εικόνες συνέχισε) από εδώ είναι το μοναστήρι και (δείχνοντας το κρεβάτι της κόρης της απέναντι) από εκεί είναι ό κόσμος.
Ή μέρα μου περνάει με προσευχή. Τι άλλο να κάνω; Μοναχή είμαι. Παλιότερα διάβαζα όλη την ημέρα πολλές παρακλήσεις και τους χαιρετισμούς στην Παναγία. Τώρα δεν βλέπω σχεδόν καθόλου, ούτε ακούω καλά. Μου διαβάζει ή κόρη μου και τις υπόλοιπες ώρες κάνω κομποσχοίνι. Το 'ίδιο και την νύχτα, γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ πολύ. Λέω την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με την αμαρτωλή». Προσεύχομαι για τον Δεσπότη μας, για τους ιερείς, για τους μοναχούς μας αλλά και για όλο τον κόσμο. Προσεύχομαι και για εσένα να σε έχει ό Θεός καλά. Σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε: «Ξέρεις σήμερα είμαι πολύ χαρούμενη, αλλά και πολύ λυπημένη. Αύριο είναι της Αναλήψεως και ό Χριστός μας θα φύγει. Χαίρομαι πού θα αναληφθεί στους ουρανούς, αλλά πάλι λυπάμαι πού θα φύγει... Εγώ ήθελα να μείνει! Άλλα οπού να 'ναι θα φύγω κι εγώ, είμαι πλέον άχρηστη. Να μην τους κουράζω και τους ενοχλώ».
Στο σημείο αυτό επενέβη ή κόρη της: «Ή μητέρα μου όλο αυτό μου λέει. Όμως είναι ένας άνθρωπος πού ποτέ δε με κούρασε. Δεν είναι καθόλου απαιτητική, ούτε πού μας ενοχλεί. Για ποιο λόγο να φύγει; Είμαστε τόσο αγαπημένες και περνάμε τόσο όμορφα μαζί. Κάνουμε την προσευχή μας, διαβάζουμε τους βίους των αγίων. Τι άλλο θέλουμε;».
Πέρασε αρκετός καιρός. Τον Οκτώβριο του 2003 την επισκεφθήκαμε και πάλι με μία ομάδα νέων παιδιών από την Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Το μικρό δωμάτιο γέμισε ασφυκτικά, οί περισσότεροι δεν χωρούσαν και έμειναν στον διάδρομο. Ή χαρά της γερόντισσας ήταν πολύ μεγάλη. «Μεγάλη χαρά μου δίνετε. Ήρθατε τόσοι άνθρωποι σε μένα! Ευχαριστώ πού με θυμηθήκατε. Σαν πουλάκια από τον ουρανό ήρθατε, σαν άγγελοι».
Μεταξύ των άλλων μας διηγήθηκε και δυο περιστατικά, από αυτά πού συναντάει κανείς μόνο στα παλιά συναξάρια, πού δείχνουν την μεγάλη της καρδιά. «Πριν από μερικά χρόνια πήγαινα με την κόρη μου στην εκκλησία. Στον δρόμο βρήκαμε ένα μικρό παιδί ρακένδυτο. Το ρωτήσαμε από που είναι και που μένει. Το παιδί ήταν εγκαταλελειμμένο, δεν είχε ούτε γονείς, ούτε σπίτι. Του είπα: «Θέλεις να έρθεις να μείνεις μαζί μας»; Δέχθηκε και έτσι πήραμε το παιδί στο σπίτι και το κρατήσαμε τρία-τέσσερα χρόνια. Αργότερα βρέθηκαν κάποιοι συγγενείς από την Βύνιτσα, πολύ μακριά από εδώ και πήραν το παιδί μαζί τους.
Δυστυχώς τώρα δεν έχουμε επικοινωνία με το παιδί. Δεν μας πήρε τηλέφωνο, ούτε μας έστειλε γράμμα. Δεν πειράζει, ας είναι καλά το παιδί, ας το έχει καλά ό Θεός. Εμείς αυτό μπορούσαμε να κάνουμε και το κάναμε».


Θαυμάσαμε την αρχοντιά της. Ή ψυχή πού γνωρίζει να αγαπάει, να προσφέρει και να θυσιάζεται δεν παραπονιέται για την οποία τυχόν αχαριστία, ούτε απαιτεί την μόνιμη εξάρτηση του άλλου. Παρόμοιο είναι το δεύτερο περιστατικό.
«Μία συγγενής μας έμεινε έγκυος. Επειδή δυσκολευόταν οικονομικά αποφάσισε να κάνει έκτρωση. Την παρακάλεσα να μην κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν ανένδοτη. Έλεγε ότι δεν μπορούσε να το μεγαλώσει. Έπεσα στα πόδια της, την παρακάλεσα με δάκρυα και της έλεγα ότι θα κάνει ένα έγκλημα, θα σκοτώσει έναν άνθρωπο. Δεν άλλαξε γνώμη και τότε της είπα ότι αφού δεν μπορείς να το μεγαλώσεις, θα μου το δώσεις, θα το υιοθετήσω και θα το μεγαλώσω εγώ. Έτσι πείστηκε. Το παιδί γεννήθηκε και το πήραμε σπίτι μας. Σήμερα είναι 14 χρονών».
Έτσι ή μικρή Άννα μεγαλώνει στο σπίτι της γερόντισσας. Πρόκειται για ένα πολύ καλό και πρόθυμο κορίτσι, πού ζει χάρη στην αγάπη της αγιασμένης γιαγιάς της. Το αξιοθαύμαστο είναι τι ή γερόντισσα Ναντιέζντα όχι μόνο δεν είναι πλούσια, αλλά παίρνει σύνταξη πείνας. Μόλις έξι εύρώ τον μήνα και άλλα τόσα ή κόρη της. Τα χρήματα δεν φτάνουν για να ζήσουν, αλλά ή γερόντισσα είναι απόλυτα παραδομένη στο θέλημα του Θεού.


Καθίσαμε κοντά της πάνω από μια ώρα. Το χαμόγελο ήταν μόνιμο στα χείλη της και ό λόγος της ένα ξεχείλισμα χαράς. Δεν ακούσαμε κανένα παράπονο, μόνο δοξολογία του Θεού. Ή μορφή της ήταν γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Τα μάτια της βλέπουν ελάχιστα, τα μάτια της ψυχής της όμως είναι ορθάνοιχτα ΄Στα χέρια της γύριζε συνεχώς το κομποσχοίνι και κάθε τόσο ψιθύριζε την ευχή του Ιησού.


Φεύγοντας μας γέμισε ευχές: «Να πάτε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Ό φύλακας άγγελος να είναι μαζί σας. Ό άγιος Λουκάς να είναι κοντά σας. Γράψτε μου τα ονόματα σας και την πόλη σας, για να προσεύχομαι για όλους σας και για τους δικούς σας. Τώρα πού θα φύγετε θα κάνω παράκληση στην Παναγία την Οδηγήτρια να σας οδηγεί και να πηγαίνει μπροστά στον δρόμο σας».
Παρόλο πού ήταν καταβεβλημένη ζήτησε επίμονα από την κόρη της να την βοηθήσει να βγει μέχρι έξω για να μας αποχαιρετίσει. Κάθισε στην πόρτα και με δάκρυα στα μάτια μας σταύρωνε συνεχίζοντας τις ευχές. «Ό φύλακας Άγγελος να είναι μαζί σας. Ή Παναγία ή Οδηγήτρια να είναι οδηγός σας».


Μία ώρα κοντά της ήταν μία γεύση Παραδείσου.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Η Κυρά των Αθηνών



site analysis

Αγία Φιλοθέη

ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


     H αγία Φιλοθέη γεννήθηκε στην Aθήνα από γονιούς άρχοντες, μοναχοπαίδι του Aγγέλου Mπενιζέλου και της Συρίγας. Φιλοθέη ονομάσθηκε όταν έγινε καλογρηά, αλλά το πρώτο όνομά της ήταν Pεβούλα. H μητέρα της ήτανε στείρα και παρακαλούσε το Θεό να της δώσει τέκνο, και μια νύχτα είδε πως βγήκε από το εικόνισμα της Παναγίας ένα φως δυνατό και πως μπήκε στην κοιλιά της. Kι' αληθινά, το φως εκείνο ήτανε η αγιασμένη ψυχή της κόρης που γέννησε σ' εννιά μήνες. Aπό μικρή φανέρωνε με τα φερσίματα και με τα αισθήματά της ποια θα γινότανε υστερώτερα, στολισμένη με κάθε λογής αρετή. Στην ευσέβεια είχε για οδηγό της την ίδια τη μητέρα της που ήτανε ευλαβέστατη.

Φτάνοντας σε ηλικία δώδεκα χρονών τη ζήτησε για γυναίκα κάποιος άρχοντας του τόπου, μα η κόρη δεν ήθελε να παντρευθεί. Aλλά επειδή οι γονιοί της την παρακαλούσανε, η τρυφερή ψυχή της δεν βάσταξε να τους λυπήσει και να τους παρακούσει και στο τέλος παραδέχθηκε να πανδρευθεί με εκείνον τον πλούσιο άνθρωπο, που ήτανε όμως πολύ φτωχός στην ψυχή, διεστραμμένος και κακός. Tρία χρόνια έζησε μαζί του η Pεβούλα κάνοντας υπομονή στα απότομα φερσίματά του, ώς που ο άνδρας της πέθανε κι' απόμεινε χήρα. Oι γονιοί της θελήσανε να την ξαναπανδρέψουνε, μα αυτή τους είπε καθαρά πως έταξε να γίνει καλόγρηα.

Σαν πεθάνανε οι γονιοί της, δέκα χρόνια από τον καιρό που χήρεψε, δόθηκε ελεύθερα στην άσκηση, με νηστείες, προσευχές, αγρύπνιες και ελεημοσύνες. Kατήχησε τις υπηρέτριές της και τις έκανε δοχεία του Πνεύματος. Kατά θέλημα του αγίου Aνδρέα που είδε στον ύπνο της, έχτισε ένα μοναστήρι με εκκλησία στόνομά του. Eίναι η εκκλησιά που σώζεται ακόμα πλάγι στο μέγαρο της Aρχιεπισκοπής στην οδό Aγίας Φιλοθέης. Aφού τελείωσε το μοναστήρι, η Pεβούλα χειροθετήθηκε μοναχή με τόνομα Φιλοθέη. Oι πρώτες αδελφές που ζήσανε μαζί της ήτανε οι δουλεύτρες που είχε στο πατρικό σπίτι της. Mε τον καιρό έδραμαν πλήθος άλλες παρθένες κι' από αρχοντικές οικογένειες και ντυθήκανε το μοναχικό σχήμα. Zήσανε αγωνιζόμενες τον καλόν αγώνα με υποταγή στην άξια ηγουμένισσα που τις διοικούσε στον πνευματικό δρόμο σαν κάποια αγία Συγκλητική.

Tα αγιασμένα λόγια της έμπαιναν στην καρδιά τους σαν δροσιά και άνθιζαν μέσα τους τα εύοσμα άνθη των αρετών. Kαι τα έργα της βεβαιώνανε τα λόγια της κατά τα λόγια του Xριστού που λέγει: "Oς δ' αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών" (Mατθ. ε΄, 19). Όπου μάθαινε πως βρίσκεται φτωχός, δυστυχισμένος, άρρωστος, χαροκαμένος, έτρεχε σε βοήθειά του με περισσότερη προθυμία παρά αν έπαιρνε η ίδια τη βοήθεια απ' άλλον. Έχτισε νοσοκομεία και γηροκομεία κοντά στο μοναστήρι της κι' η αγία Φιλοθέη δεν φρόντιζε μοναχά για τη γιατρειά τους και για τη σωματική τροφή τους αλλά και για την πνευματική. Mε τον καιρό, πληθύνανε τόσο πολύ οι αδελφές που μπήκανε στο μοναστήρι της, που δυστυχούσανε από κάθε πράγμα επειδή δεν μπορούσε η ηγουμένη να απαντήσει τα μεγάλα έξοδα, κ' οι καλογρηές γογγύζανε. Mα η αγία τις καταπράυνε με λόγια υπομονετικά, κι' ο Θεός έστελνε τη βοήθειά του πότε μ' έναν τρόπο και πότε με άλλον ώς που περνούσε η στενοχώρια.

Eξόν από τα ντόπια κορίτσια που συμμάζευε στο μοναστήρι της, έδινε προστασία και σε ξένες γυναίκες που ερχόντανε στην Aθήνα από διάφορα μέρη σκλαβωμένες από τους Tούρκους. Mε τι κινδύνους και με τι βάσανα τις προστάτευε δεν είναι μπορετό να γράψουμε καταλεπτώς σε τούτο το σύντομο σημείωμα. Tέσσερες απ' αυτές τις σκλάβες είχανε ακουστά την αγία Φιλοθέη κι' επειδή τις βασανίζανε οι αφεντάδες τους να αρνηθούν την πίστη τους, φύγανε κρυφά και καταφύγανε στο μοναστήρι. H αγία τις πήρε μέσα και τις στερέωσε στην πίστη τους και περίμενε εύκαιρη περίσταση για να μπορέσει να τις στείλει στον τόπο τους. Mα οι Tούρκοι, που είχανε τις σκλάβες, μάθανε πως τις είχε περιμαζέψει η Φιλοθέη και μπήκανε σαν θηρία στο κελλί της που κειτότανε άρρωστη και την τραβήξανε και την πήγανε στον πασά. Kαι κείνος πρόσταξε να τη ρίξουνε στη φυλακή. H αγία δεν φοβήθηκε, αλλά ετοιμάσθηκε να χύσει το αίμα της για την πίστη του Xριστού. Tην άλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοί Tούρκοι και φωνάζανε να σκοτώσουνε την αγία. Kι' ο πασάς πρόσταξε να τη βγάλουνε από τη φυλακή και να την παρουσιάσουνε μπροστά του, και της είπε να διαλέξει ανάμεσα στα δύο, ή ν' αρνηθεί την πίστη της ή να κοπεί το κεφάλι της. Mα η αγία απάντησε με αφοβία πως είναι έτοιμη να μαρτυρήσει για τον Xριστό. O πασάς θάβγαζε την απόφαση να κόψουνε το κεφάλι της, αλλά προφθάσανε κάποιοι επίσημοι χριστιανοί και με τα παρακάλια τους αλλάξανε τη γνώμη του πασά και πρόσταξε να τη βγάλουνε από τη φυλακή.

Γυρίζοντας στο μοναστήρι της η οσία, δεν έπαψε να πορεύεται όπως και πριν στο δρόμο του Xριστού. K' επειδή πληθαίνανε ολοένα οι μαθήτριές της, έχτισε κι' άλλο μοναστήρι στην τοποθεσία Πατήσια, κι' αυτό στόνομα του αγίου Aνδρέα. Aλλά έχτισε μετόχια και στη Tζια και στην Aίγινα, κι' εκεί έστελνε τις αδελφές που έπρεπε να μακρύνουνε από την Aθήνα για κάποια αιτία.

Σ' όλα αυτά τα ασκητήρια οι καλογρηές δουλεύανε στους αργαλειούς και σε άλλα εργόχειρα, σαν τις προκομμένες μέλισσες μέσα στο κουβέλι. Φτωχά κι' ορφανά κορίτσια βρήκανε προστασία κ' εργασία μέσα σ' εκείνα τα καταφύγια. Σε ό,τι κτήματα είχε η αγία από τους γονιούς της, έχτισε μοναστήρια και φτωχοκομεία. K' είχε πολλή περιουσία. Ένας προπάππος της είχε πάρει τη "δεχατέρα του αφέντη της Aθήνας και πήρε προίκα όλη την Kηβισιά και τον Aχλαδόκαμπο που είναι πριν από το Xαλιάντρι". Στο κτήμα που είχε στον Περισό έχτισε άλλο μοναστήρι στο μέρος που το λένε τώρα Kαλογρέζα. Όλη η φτωχολογιά την είχε σαν πονετικιά μάνα. Mε κάθε τρόπο πάσχιζε να ανακουφίσει τους δυστυχισμένους, τους τάιζε, τους άνοιγε πηγάδια για νάχουνε νερό, τους γιάτρευε, τους έβρισκε δουλειά. O κόσμος την έλεγε "κυρά δασκάλα".

Tην παραμονή του αγίου Διονυσίου στα 1589 η αγία Φιλοθέη βρισκότανε στο μοναστηράκι πούχε χτισμένο στα Πατήσια. Tο βράδυ συναχθήκανε οι αδελφές για να κάνουνε αγρυπνία. Kάποιοι Aγαρηνοί, που την εχθρευόντανε από καιρό, πηδήσανε από τη μάντρα και πιάνοντας την αγία αρχίσανε να τη χτυπάνε ώς που την αφήσανε μισοπεθαμένη. Tην άλλη μέρα τη σηκώσανε οι αδελφές και την πήγανε στο μετόχι πούχε στον Περισό. Σαν συνέφερε λίγο, έπιασε την προσευχή, ευχαριστώντας το Θεό γιατί αξιώθηκε να πληρωθεί με κακία για τα καλά που έκανε στους ανθρώπους και να μοιάσει σ' αυτό με τον Xριστό, κατά τα λόγια του αποστόλου Πέτρου που λέγει: "καθό κοινωνείτε τοις του Xριστού παθήμασι, χαίρετε" (A΄ Πέτρ. δ΄, 13). Στις 19 Φεβρουαρίου του 1589 παρέδωσε την καθαρή ψυχή της στον Kύριο, που υπόμεινε τόσα βάσανα για την αγάπη του.

Tο άγιο σκήνωμά της θάφτηκε στο μοναστηράκι της Kαλογρέζας κι' από κει έγινε η ανακομιδή των λειψάνων στην εκκλησιά του αγίου Aνδρέα που βρίσκεται στη σημερινή Aρχιεπισκοπή. Mετά πολλά χρόνια, επειδή αυτή η εκκλησιά κόντευε να γκρεμνισθεί, το πήγανε στον άγιο Eλευθέριο κι' από κει στη σημερινή μητρόπολη, μέσα στ' άγιο βήμα. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια:


"Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει σώμα,
ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων".



H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595-1600). Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων. Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: "Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι... τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι".

Aυτός είναι με ολιγολογία ο βίος της Aθηναίας αγίας Φιλοθέης, που είναι ένα από τα μυρίπνοα άνθη του γένους μας στον τυραννισμένον καιρό της σκλαβιάς. Δεν στάθηκε αυστηρή μονάχα στο να κάνει τις εντολές του Xριστού, μα αγωνίσθηκε και πνευματικά για να στερεωθεί η αγιασμένη παράδοση της Oρθοδοξίας σαν κάστρο που θα αποσκέπαζε τον Eλληνισμό από τον πνευματικό εκφυλισμό και την αποβαρβάρωση. Όλα τα θυσίασε, πλούτη, ανάπαυση, ζωή, για την πίστη των πατέρων της. "Θλίψις συνέχει την ψυχήν της" βλέποντας οι χριστιανοί να μην έχουνε στα "πάτρια" την αγάπη που έπρεπε, αλλά να ζούνε μουδιασμένοι, αδιάφοροι, με ψυχή γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά.

Tην Aκολουθία της την έγραψε κάποιος σοφός και ευλαβής άνθρωπος Iέραξ λεγόμενος. Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι και τούτο: "Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν άσκησιν...".

Tην εκκλησία του αγίου Aνδρέα που βρισκότανε στο σημερινό δρόμο της Aγίας Φιλοθέης την εγκρέμνισε ο μητροπολίτης Aθηνών Γερμανός Kαλλιγάς, παρ' ότι είχε μεγάλο σέβας στην αγία, επειδή ήτανε ραγισμένοι οι τοίχοι, κ' έχτισε στα ίδια θεμέλια το παρεκκλήσι που υπάρχει τώρα, ενώ μπορούσε να στερεώσει την παλιά εκκλησία που είχε ωραίες τοιχογραφίες. Eκείνον τον καιρό (ο Γερμανός στάθηκε μητροπολίτης από τα 1889 έως τα 1896) δεν γνωρίζανε οι άνθρωποι την αξία της βυζαντινής τέχνης. H καινούρια εκκλησιά που χτίσθηκε είναι ψυχρή, κακότεχνη, γυμνή. Όποιος μπαίνει μέσα, δεν αισθάνεται κατάνυξη. Aλλ' η εκκλησιά του μετοχιού που είχε χτίσει η οσία στα Πατήσια γκρεμνίσθηκε και κείνη από την πολυκαιρία και γιατί δεν μπορούσανε οι χριστιανοί να την περιποιηθούνε από το φόβο των Tούρκων πριν να σηκωθεί η Eπανάσταση του 1821. Ώς προ ολίγα χρόνια κειτόντανε οι κολόνες μέσα στα αγριάγκαθα, στεκότανε όρθια μοναχά η χυβάδα (κόγχη) του ιερού κ' η πόρτα με το δυτικό τοίχο. Kάποιοι ευλαβείς χριστιανοί την αναστηλώσανε με την οδηγία του κ. Oρλάνδου και τώρα βρίσκεται πάλι απαράλλαχτη όπως ήτανε στα χρόνια της αγίας Φιλοθέης, ένα ταπεινό μα ατίμητο στόλισμα ανάμεσα στα ακαλαίσθητα και ξενόμορφα σπίτια που χτισθήκανε γύρω στο γηραλέο αυτό εκκλησάκι. O Θεός με αξίωσε και το στόλισα με αγιογραφίες, όπως ήτανε ο πόθος μου. Aνάμεσα σε άλλα ζωγράφισα και το μοναστήρι, όπως ήτανε τότε, με την ηγουμένη αγία Φιλοθέη και τις αδελφές που πηγαίνουνε στην εκκλησία.

Φαίνεται πως όλη η οικογένεια των Mπενιζέλων ήτανε άνθρωποι φιλόθρησκοι. Στο νάρθηκα της Kαισαριανής είναι γραμμένη από το ζωγράφο που τον αγιογράφησε τούτη η επιγραφή:
"Iστόρηται ο πρόναος ούτος ήτοι νάρθηξ δια δαπάνης των προσδραμόντων τη μονή φόβω λοιμού τη κραταιά χειρί της πανυμνήτου Tριάδος και σκέπη της μακαρίας Παρθένου, οίτινες εισίν ο ευγενής και λογιώτατος Mπενιζέλος υιός Iωάννου, άμα ταίς ευγενέσιν αδελφαίς και τη τεκούση και τη λοιπή αυτού συνοδεία. Eπί ηγουμένου Iεροθέου του σοφωτάτου ιερομονάχου. Δια χειρός δε Iωάννου Υπάτου του εκ Πελοποννήσου. Έτει αχπβ΄ (1682) μηνί Aυγούστω κ΄ (20)".

Ένας Mπενιζέλος, ο Nικόλας, γίνηκε κι' αγιογράφος, μαθητής του Γεωργίου Mάρκου του Aργείου που ζωγράφισε πολλές εκκλησιές στα μέρη της Aττικής, από τα 1727 ως τα 1740 απάνω-κάτω. Στην παλιά εκκλησιά της Παναγίας στο Kορωπί είναι γραμμένο: "Iστορήθη δε κατά το αψλβ΄ (1732) δια χειρός Γεωργίου Mάρκου και του μαθητού αυτού Nικολάου Mπενιζέλου". Mαζί με το μάστορά του δούλεψε ο Mπενιζέλος και στο τελευταίο έργο του, την αγιογράφηση της Mονής της Φανερωμένης στή Σαλαμίνα, όπως φανερώνει η επιγραφή που σώζεται και που λέγει: "AΨΛE (1635). Iστορήθη ο θείος και πάνσεπτος Nαός ούτος της Mεταμορφώσεως του Kυρίου, Θεού και Σωτήρος ημών δια συνδρομής κόπου τε και δαπάνης... Iστορήθη δε δια χειρός Γεωργίου Mάρκου εκ πόλεως Aργους και του μαθητού αυτού Nικολάου Mπενιζέλου, Γεωργάκης και Aντώνιος".
---------------------------------------------------------------------------

«Η κυρά των Αθηνών»
Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Λόγοι Α'
Εκδόσεις Αρμός 1999

         Ανυμνήσαμε και εγκωμιάσαμε σεβαστοί πατέρες και αγαπημένοι αδελφοί μου, την αγία οσιομάρτυρα Φιλοθέη την Αθηναία, την πολιούχον ημών, την προστάτιν, η οποία κατά τα δίσεκτα εκείνα χρόνια της σκλαβιάς και μάλιστα κατά τον 16ο αιώνα, που ήταν ο αιώνας του σκότους, στάθηκε λαμπρό και οδηγητικό και παρηγορητικό και σωτήριο φως. Αρκεί μια γυναίκα να είναι ανδρεία και μπορεί να κάνει τα πάντα.

Και κείνη ήτο αρχοντομαθημένη, καλομαθημένη κ.λπ. και σε πιο δύσκολη εποχή από τη δική μας με βαρβάρους και με τόσα άλλα δεινά. Και μάλιστα κατά τον 16ο αιώνα είχαμε και πολλές ανομβρίες και πειρατείες και αρρώστιες, συν την αιχμαλωσία και τη δουλεία και πραγματικά, οι προπάτορές μας περνούσαν μαρτυρικά τις ημέρες τους. Μαρτυρικά και βασανισμένα. Σταυρώσιμα. Άλλωστε όλη η Τουρκοκρατία ήταν η Μεγάλη Παρασκευή του Γένους μας. Όπου οι προπάτορές μας σταυρώθηκαν, βασανίστηκαν και υπέφεραν σαν το Χριστό μας, τηρουμένων, βέβαια πάντοτε, των αναλογιών. Όμως αυτό τους αναγέννησε, τους γέμισε με τη χριστιανική ελπίδα και υπομονή, με την αγάπη και με τη χάρη του μαρτυρίου. Όποιος υποφέρει και δοκιμάζεται σ' αυτή τη ζωή και μάλιστα άδικα, αυτός παίρνει τη χάρη του εσταυρωμένου αδίκως Κυρίου μας Ιησού Χριστού και λάμπει.

Σήμερα, που μάθαμε όλοι, δυστυχώς, στις ευκολίες, στερούμεθα αυτής της χάρης. Μπορεί να έχομε άλλη χάρη από το φαγητό ή από οτιδήποτε άλλο, αλλά αυτή η θεία χάρις σπανίζει και γι' αυτό είναι άδειες οι ψυχές μας, και δυσκολεμένες και ανικανοποίητες και γκρινιάζουν μετά. Γκρινιάζουν και φωνάζουν, γιατί θέλουν τον Κύριο. Η ψυχή μας η ίδια διαμαρτύρεται, το ξέρετε αυτό; Είναι χριστιανή ορθόδοξη καθολικώς διαμαρτυρόμενη . . . Διαμαρτύρεται η ψυχή μας, γιατί δεν της δίνουμε αυτό που θέλει. Και στη Δευτέρα Παρουσία, που θα έχουμε μεθαύριο την Κυριακή της Απόκρεω την ανάμνηση της Δευτέρας Παρουσίας και της αδέκαστου κρίσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ποιος θα μας κρίνει; Η ίδια η ψυχή μας. Η ίδια η ψυχή μας θα μας κρίνει αμερόληπτα και με δικαιοσύνη. Έτσι είναι, η ψυχή μας ζητάει τον Κύριο και εμείς πολλές φορές δεν της δίνουμε τίποτα, ή της δίνουμε ψίχουλα ή φυτοζωούμε. Και εκείνη τι κάνει; Παραπονείται πια, μελαγχολεί, δυσκολεύεται και ταλαιπωρείται.

Και βλέπετε σήμερα, πόσοι από μας υποφέρουν από μελαγχολία, από κατάθλιψη, από ψυχολογικά προβλήματα, από τόσα άλλα. Υπάρχουν και μερικά που είναι αληθινά. Αλλά υπάρχουν και άλλα που είναι φανταστικά, δηλαδή μπορούμε να τα αποφύγουμε. Μπορούμε να γλυτώσουμε, μπορούμε να απαλλαγούμε. Γιατί ο Χριστός μας είναι ο θεραπευτής των ψυχών και των σωμάτων ημών. Εκείνος είναι η ειρήνη μας, είναι η χαρά μας, είναι η πρώτη και η στερνή μας αγάπη, είναι το άλφα και το ωμέγα της ζωής μας, είναι ο πιο δικός απ' τους δικούς μας, αφού υφιστάμεθα σύγκραση με αυτόν, δηλαδή γινόμεθα ένα. Δια της θείας μεταλήψεως το Αίμα του γίνεται αίμα μας και το Σώμα του γίνεται σώμα μας. Κι ας τραγουδάμε «Σώμα μου πλασμένο από πηλό» ή από κιλό! Έτσι είναι, αδελφοί μου, το Σώμα του γίνεται σώμα μας. Γιατί; Κατά την πτώση του άνθρωπου πιο πολύ υπέφερε η ψυχή του, αλλά και το σώμα δεν πήγαινε πίσω. Απέθανε το σώμα. Και "επιστρέφει εις γην εξ ης ελήφθη". Γι' αυτό και το καημένο ταλαιπωρείται τόσο πολύ, υποφέρει τόσο πολύ. Μόνο ο Χριστός μας ξέρει τι υποφέρει το σώμα μας και, περισσότερο, τι υποφέρει η ψυχή μας. Και αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος και ο κατάλληλος να μας καταλάβει στα πάντα. Και στα ακαταλαβίστικα ακόμη, και στα ανείπωτα ακόμη. Και σε κείνα τα οποία εμείς δεν γνωρίζουμε και δεν ξέρουμε για τον εαυτό μας. Λέμε ότι ξέρουμε για τον εαυτό μας, τι ξέρουμε; Τίποτα δεν ξέρουμε. Ο Χριστός μας ξέρει από μέσα, απ' έξω κι ανακατωτά, όπως έλεγαν οι παλαιοί. Βέβαια, εκείνος μας ξέρει. Γι' αυτό και όπως το είπε ωραία η Εκκλησία προηγουμένως, "εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα". Δεν λέει μόνο "την ψυχήν", δεν είναι μονοφυσίτισσα η Εκκλησία, λέει "την ζωήν ημών", όλα τα στοιχεία του βίου μας, την ψυχή μας, το σώμα μας, τα πράγματά μας, τους αδελφούς μας, τους φίλους μας, τους εχθρούς μας, την πλάση ολόκληρη. Όλα "Χριστώ τω θεώ παραθώμεθα", τα κουβαλάμε στην Εκκλησία και τα παραθέτομε στο Σώμα του Χριστου, κατά τη θυσία και την Ευχαριστία, αλλά και κατά την προσευχή. Τ' αφήνουμε εκεί, λέμε πολλές φορές, τι κάνουμε εμείς οι καημένοι, παίζοντάς το έξυπνοι λέμε, "θα το τακτοποιήσω εγώ αυτό, θα το σκεφτώ και θα σου πω". "Εντάξει, μπορεί καμιά φορά νάναι κανείς ξύπνιος και νάναι και φωτισμένος. Αυτό είναι καλό βέβαια, και να μπορεί να το τακτοποιήσει. "Αλλά το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε και για τον εαυτό μας και για τους άλλους και για όλα, είναι να τα αναθέτομε στο Χριστό. Δεν είναι εύκολο αυτό, αδελφοί μου. Εδώ μια προσευχούλα πάμε να κάνουμε και σκορπίζει ο νους μας. Αρχίζει η βιοτική μέριμνα, αρχίζει ο νους μας και μας πάει από δώ κι από κει, και κείνη την ώρα θα θυμηθούμε τι θα μαγειρέψουμε, τι θα φορέσουμε, που θα πάμε, ποιόν θα πάρουμε τηλέφωνο, και τι μας είπανε, τι δεν είπαμε. Έτσι είναι, είναι σκόπιμο. Σκόπιμο είναι, δεν το βλέπετε αδελφοί μου; Διότι κατά την ώρα της προσευχής τι κάνουμε; Αφηνόμαστε στο Θεό, παραδινόμαστε στον Κύριο. Έρχεται πάνω μας η χάρη, μας αγκαλιάζει, μας ευλογεί, μας συγχωρεί, μας ασπάζεται, μας θεραπεύει, μας κανακεύει. Βέβαια, είναι πολύ σημαντικό αυτό. Γι' αυτό και ο διάβολος και ο παλαιός άνθρωπος που έχουμε μέσα μας αντιστέκονται. Εάν διαβάζαμε κάτι άλλο που μας ευχαριστούσε και ήταν κακό μπορεί να καθόμαστε μέχρι το πρωί. Παλιά παίρναμε κάποια περιοδικά και τα διαβάζαμε με το φακό κάτω από το κρεβάτι, κάτω απ' τα ρούχα. Και τα βάζαμε πολλές φορές κάτω από το στρώμα. Λοιπόν, διαβάζαμε και δεν μας έπιανε ύπνος. Όταν ήταν να διαβάσουμε όμως κάτι θρησκευτικό, κάτι πνευματικό, αμέσως ερχότανε. Αυτό σημαίνει ότι είναι κάποιος άλλος που ενεργεί αυτά τα πράγματα, ή συνεργεί, τουλάχιστον, σ' αυτά τα πράγματα. Γι' αυτό λέει κάπου ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, θα μας μαλώσει η αγία Φιλοθέη, αλλά δεν πειράζει, "αντίστητε τω διαβόλω και φεύξεται αφ' υμών". Αντισταθείτε στο διάβολο και θα φύγει από κοντά σας. Εδώ ακούει τα θεία ρήματα, πολλοί προσευχόμεθα με δικά μας λόγια -είναι κι αυτό καλό- αλλά ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης λέει να κάνουμε προθέρμανση μ' αυτό, και μετά να προσευχόμεθα με τις προσευχές της Εκκλησίας. Γιατί είναι ακολουθίες, είναι κοινοτική προσευχή, είναι η προσευχή της κοινότητος, είναι η μαζική προσευχή, είναι η προσευχή της Εκκλησίας και είναι μυριόστομος και είναι γραμμένη εν αγίω Πνεύματι. Πολλές φορές δεν ξέρομε πως να προσευχηθούμε, αδελφοί μου, εύκολο είναι; Λέμε τα δικά μας, ωραία, από κει και πέρα προσευχόμεθα με την προσευχή της Εκκλησίας. Διαβάζοντας ένα Απόδειπνο, διαβάζοντας την Παράκληση, διαβάζοντας μιαν ευχή, τόσες ευχές έχει το Ωρολόγιον, και τα άλλα βιβλία, και η Σύνοψις και ο Συνέκδημος ο Ιερός. Βρίσκουμε, τώρα εγέμισε πια ο τόπος βιβλία, βιβλία πνευματικά πάρα πολλά, σε σημείο που μερικοί που τ' αγοράζουν αλλά δεν έχουν που να τα βάλουν. Τόκανα και γω παλαιότερα, αλλά λέω, άστο δεν πειράζει.

Λοιπόν, είναι πάρα πολλά τα βιβλία, ε, ο καθένας δεν θα τα πάρει όλα, θα πάρει αυτά που του ταιριάζουν, αυτά που χρειάζεται, τα φάρμακα προς θεραπείαν. Όπως στο Φαρμακείο όταν πάμε, όλα τα φάρμακα είναι καλά, αν τα πάρουμε όλα τα φάρμακα όμως και τα χρησιμοποιήσουμε πολύ περισσότερο και όλα, θα ντοπαριστούμε, θα δηλητηριαστούμε, θα πεθάνουμε. Έτσι είναι. Εδώ διαλέγουν. Γιατί υπάρχουν και μερικά βιβλία, προσέξτε το αυτό, τα οποία δεν είναι για μας. Μπορεί νάναι για άλλους. Σίγουρα. Τι κάνουμε μερικοί; Το παίρνουμε, το διαβάζομε, πέφτουμε στην απελπισία, έρχεται ο διάβολος και λέει: "Είδες, εσύ δεν είσαι τίποτα. Τι ήταν αυτοί; Τι μεγάλοι, τι σπουδαίοι, τι τρανοί, τι άγιοι, τι σοφοί!". Και αντί να μας ρίξει στην ταπεινοφροσύνη, που είναι το καλύτερο, να πούμε, "εμείς, Κύριε, δεν είμαστε τίποτα, αυτοί έκαναν τόσα για την αγάπη σου. κι άλλα που δεν ξέρουμε. Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα και πέφτω στα πόδια σου και σε προσκυνώ και σου λέω, ελέησόν με Κύριε, ελέησε με Κύριε, εγώ δεν έχω κάνει τίποτα. Αλλά μόνο για το λόγο αυτό που σου λέω, ελέησόν με, συγχώρεσε με". Και μετά επικαλούμεθα και την ευχή του αγίου, του οποίου διαβάζουμε το βιβλίο και την προστασία του και την μεσιτεία του και την παρουσία του. Έτσι είναι καλή αντιμετώπιση. Αλλά όταν αρχίσει ο άλλος και βάζει και πει : «Εσύ δεν είσαι τίποτα» και μας πιάνει μια μαύρη απελπισία, μια μελαγχολία.

Μια φορά ήταν ένας καλόγερος στο Άγιον Όρος και διάβαζε του αγίου Εφραίμ του Σύρου -Πανεπιστήμιο ο άγιος Εφραίμ, βεβαία, μεγάλη προσωπικότης- και ήρθε σε δύσκολη θέση ο καημένος, πήγε να του στρίψει κι ήταν και μόνος του. Και καθώς εκεί πάρα πολύ είχε δυσκολευτεί, πιάνει και ανάβει μια φωτιά και καίει το βιβλίο και λέει: "Προκειμένου να με κάψεις εσύ, σε καίω εγώ να ησυχάσω". Σοφή κίνηση, ο Θεός τον εφώτισε. Κι ας εχάθη το βιβλίο. Το βιβλίο είναι μέσον, η σωτηρία του άνθρωπου είναι σκοπός.


Έτσι, λοιπόν, τον 16ο αιώνα, τον πιο σκοτεινό αιώνα της Τουρκοκρατίας, έζησε, έλαμψε, έδρασε, εθαυματούργησε και εμαρτύρησε η οσία και μάρτυς Φιλοθέη η Αθηναία. Οι γονείς της δεν είχαν παιδί. Η μητέρα της η Συρίγω παρακαλούσε ολόθερμα την Παναγία, επί πολλά χρόνια, χωρίς να χάνει την πίστη της και την ελπίδα της. Παρακαλούσε τη Θεοτόκο Μαρία, «Δος μου και μένα, κυρά Παναγιά, ένα παιδάκι και γω σε σένα θα το χαρίσω». Επέμενε, επέμενε, επέμενε και πάει μια μέρα στην εκκλησία της Παναγίας και προσευχότανε. Κι απ' την πολλή προσευχή και τον κόπο αποκοιμήθηκε και τότε βλέπει να βγαίνει από την εικόνα της Παναγίας ένα φως υπέρλαμπρο και να μπαίνει στην κοιλιά της. Κατάλαβε, σε λίγες μέρες έμεινε έγκυος και σε εννέα μήνες εγέννησε την κόρη που την ονόμασε Ριγούλα ή Ρηγίλλη - η πλατεία Ρηγίλλης είναι η πλατεία της αγίας Φιλοθέης.

Και την εμεγάλωσε με αγάπη, με στοργή και εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Και όταν έφτασε δώδεκα ετών την επάντρεψε με κάποιον κακότροπο και σκληροτράχηλο άνθρωπο. Η αγία δεν το ήθελε αυτό, αλλά έκανε υπακοή στους γονείς της. Λέει, τόσα τράβηξαν οι καημένοι, τόσες προσευχές, τόσους κόπους να με μεγαλώσουν και τώρα να τους πικράνω; Που είναι εκείνοι που εύκολα πικραίνουμε τους γονείς μας; Και λέμε ότι δεν ξέρουν. Ότι δεν καταλαβαίνουν. .. Ε, αυτοί μας έφεραν στην ύπαρξη, λέει ο πατέρας μου ο καημένος, ο γονιός και γουρουνίσια μύτη να έχει, να τον σέβεσαι. Αυτός σε έφερε στον κόσμο με τη βοήθεια, βέβαια, του Θεού.

Έκανε, λοιπόν, η Ριγούλα υπακοή στους γονείς της. Δεν ήθελε να τους θλίψει και να τους στενοχωρήσει. Αυτό είναι χριστιανική καρδιά, αυτό είναι στοργή, αυτό είναι απαλότητα, αυτό είναι ευγένεια ορθόδοξη. Και πέρασε μαζί του τρία ολόκληρα χρόνια. Ήτανε ένα σκέτο μαρτύριο γι' αυτήν. Δεν του κράτησε κακία, προσευχόταν μονάχα στο Θεό ολόθερμα να τον αλλάξει. Όχι να τον πάρει και να τον καταστρέψει, που λέμε εμείς πολλές φορές, να τον εξαφανίσει. «Χριστέ μου, ελέησέ τον, άλλαξέ τον, μεταποίησέ τον». Αλλά εκείνος δεν άλλαζε. Κι ο Χριστός τότε επενέβη, παρενέβη και τον πήρε. Η αγία δεν ευχόταν αυτό. Αλλά ο Χριστός που έβλεπε πως δεν άλλαζε, έκανε αυτό που έκανε.
Εμείς, λοιπόν, να ευχόμεθα αγαθά για όλους, και για τους εχθρούς μας. Βέβαια, είναι μερικοί, οι οποίοι μας ταλαιπωρούν τόσο, ίσως εμείς ταλαιπωρούμε άλλους, που λέμε, «Θεέ μου πάρτον, ή πάρε εμένα. Πως θ' αντέξω, τι θα κάνω;». Και θυμάμαι έλεγε ο γέροντας Πορφύριος, νάχουμε κι αυτή την ευχή, ήταν κάποιος που πήγαινε στο μοναστήρι, και τους ταλαιπωρούσε, τους έβριζε, τους φώναζε, τους αναστάτωνε, τους σύγχυζε. Και τι να κάνουν, κι οι αδελφές κι οι άλλοι που ήταν μαζί, του λένε. «Γέροντα τι να κάνουμε, να καλέσουμε την Αστυνομία, να του κάνουμε μήνυση». «Βρέ έτσι είμαστε οι χριστιανοί, λέει ο γέροντας, άλλο βρε θα κάνουμε, θα πάρουμε τα κομποσκοίνια όλοι, και να κάνουμε προσευχή γι' αυτόν τον άνθρωπο και να πούμε στο Χριστό μας να του δώσει όλα τα καλά. Να μην του στερήσει σε τίποτα, ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό». Και επέμειναν ώρα πολλή. Ε, ο άνθρωπος αυτός δεν ξαναήρθε. Ενώ εάν έχουμε μίσος, το μίσος γεννά μίσος. Και το γινάτι βγάζει και μάτι. Είναι υψηλά και δύσκολα αυτά, το καταλαβαίνω. Κάποτε μπορεί να χρειαστεί να φωνάξουμε, σίγουρα, αλλά λέμε ποια πρέπει να είναι η διάθεσή μας. Ποιές πρέπει να είναι οι κινήσεις μας. Τουλάχιστον δεν μπορούμε ούτε να συγχωρήσουμε, ε, ας προσπαθήσουμε λιγάκι να έρθουμε στη θέση του άλλου. Είναι σημαντικό αυτό. Γιατί ο άλλος είναι δέσμιος από τον διάβολο. Είναι όργανο, είναι πιόνι στα χέρια του. Και τον κάνει ότι θέλει. Και χτυπάει και μας. Γι' αυτό πάντοτε πίσω από τον όποιο δυσκολεμένο αδελφό μας και από τον ίδιο τον εαυτό μας, ας βλέπομε τον αρχέκακο, ας βλέπομε εκείνον, ο οποίος είναι ο πατήρ του ψεύδους και ο πατήρ του κακού και της αδικίας, και χρησιμοποιεί τους ανθρώπους πολλές φορές και μας τους αδύνατους ως όργανα του. και να μας καταστρέψει, αλλά και περισσότερο, να πικράνει τον Κύριο. Το βλέπομε και στον εαυτό μας. Αν μισούμε κάποιον και δεν θέλουμε, κοιτάμε να κάνουμε τα πάντα με λόγια και έργα προκειμένου να τον πικράνουμε. Αν κάποιον δεν χωνεύουμε, κι αν κάποιος μας στενοχωρεί και βρεθούμε σε αντιπαράθεση λέμε τις χειρότερες κουβέντες, τις πικρότερες κουβέντες, τις πιο φαρμακερές κουβέντες, που κάνουνε μέγα κακό. Γι' αυτό λέει ο προφήτης Δαυίδ, «εν εμοί εταράχθη η καρδία μου» στον 142ο Ψαλμό. Κράτησα μέσα μου την ταραχή και δεν την έβγαλα προς τα έξω. Πόσο σπουδαίο είναι και πόσο δύσκολο είναι αυτό!

Κάποτε, θα μας μαλώσει πάλι η αγία Φιλοθέη, αλλά κι αυτή σχολείο είχε, και μάλιστα το πρώτο σχολείο θηλέων στον κόσμο, τον 16ο αιώνα εδώ στην Αθήνα, που όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Γι' αυτό και προηγουμένως κάναμε τρισάγιο υπέρ πάντων των διδασκάλων του Γένους, του ορθοδόξου Γένους ημών, κληρικών μοναχών και λαϊκών και υπέρ πάντων των συντελεστών της Παιδείας. Βέβαια, το πρώτο σχολείο θηλέων το έκανε η αγία Φιλοθέη.

Κάποτε ένας τσομπάνης είχε κουμπάρο ένα λύκο. Μύθος είναι, αλλά κρύπτει αλήθειες. Και το βράδυ που τελειώναν τις δουλειές τους, πήγαιναν και κοιμούνταν παρέα στη σπηλιά. Έχουμε όλοι ανάγκη από μια παρέα, από μια συντροφιά, έχομε τον αόρατο Θεό και τους αγίους, αλλά θέλουμε και να βλέπουμε και να ακούμε και να αισθανόμεθα. Πολλές φορές μερικοί αγοράζουν ένα σκυλάκι ή έχουν ένα γατί, καλό κάνει και αυτό, φτάνει να μη γίνεται λατρεία και ξεχνάμε το Θεό και τους ανθρώπους. Χρειάζεται κι αυτό. Άλλωστε το σκυλάκι είναι τόσο φιλότιμο, μας υποδέχεται, ενώ καμιά φορά ο σύντροφος μας μας υποδέχεται ρίχνοντας επάνω μας το γιούκο.
Και μια μέρα εκχύνεται ο λύκος και είχε φάει σκόρδο. Και του λέει το βράδυ ο κουμπάρος του ο τσομπάνης. «Κουμπάρε, βρωμάνε τα χνώτα σου». Του κακοφάνηκε του λύκου. Απλή κουβέντα ήτανε, αλλά οι άνθρωποι είμαστε τόσο εγωιστές -εδώ ο λύκος συμβολίζει, παρομοιάζει άνθρωπο-, τόσο εγωιστές που δεν δεχόμαστε τίποτα, και δεν αντέχουμε τίποτα. Και ο λύκος ελυπήθη σφόδρα και του λέει μια στιγμή, που ήταν πολύ θυμωμένος κι έτοιμος να του χυμήξει, «Πάρε κουμπάρε το τσεκούρι και δώσε μου μια τσεκουριά στην πλάτη». - «Τι λες, κουμπάρε μου, εσένα να χτυπήσω;» -«Χτύπησε με, γιατί αλλιώς θα σε φάω». Τον χτυπάει, έτρεξαν αίματα από την πληγή, και του λέει. Τώρα φύγε κι έλα σ' ένα χρόνο. Νωρίτερα μην έρθεις». Μετά ένα χρόνο έρχεται ο τσοπάνης και του λέει ο λύκος; -«Για κοίταξε την πλάτη μου, τι βλέπεις;» -«Τίποτα», -«θυμάσαι που μ' έχεις χτυπήσει;» -«Μάλιστα». - «Τώρα τίποτα, μια μικρή αμυχή, τίποτα». -«Ε, η πληγή που μου κάνες με το τσεκούρι πέρασε, η πληγή που μου κάνες με την κουβέντα σου δεν πέρασε». Γι' αυτό όσο μπορούμε, ας προσέχουμε.
Βέβαια, ισχύει καμιά φορά και αυτό που έλεγε ο εθνικός μας ποιητής. Τι έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός, η μεγάλη και υπέροχη αυτή ψυχή; «Έχω εύκολο το χείλος, άλλ' όχι κακή την καρδιά». Καμιά φορά εύκολα μιλάμε, λέμε ότι τύχει κι άμα είμαστε οργισμένοι τα λέμε και όλα, αλλά μετά από λίγο μας περνάει, μας αφήνει εκείνη η φούρια, η οργή, το κακό.

Ή καμιά φορά είναι και το νευρικό σύστημα αδύνατο, η ψυχή αδύνατη αλλά δεν είναι κακή. Γιατί υπάρχουν και μερικοί που είναι gentleman άλλ' έχουνε κακία μέσα, μπορεί ποτέ να μη βρίσουν και να μη φωνάξουν και να μη μαλώσουν, αλλά μέσα το κρατάνε. Για παράδειγμα ο Πέτρος κι ο Ιούδας. Ο Πέτρος πάντοτε ξέφευγε. Ότι ήθελες έλεγε, αρνήθηκε και το Χριστό στο τέλος, τάκανε μούσκεμα, μια φορά βυθίστηκε και στη θάλασσα στην τρικυμία, ο Ιούδας είχε συμπεριφορά gentleman. Κύριος με τα όλα του. Κι όμως εκείνος επρόδωσε το Χριστό. Ο Πέτρος παρόλες τις αδυναμίες που είχε και τις δυσκολίες σώθηκε και βγήκε πρωτοκορυφαίος και έφερε στην Εκκλησία τους Εβραίους, κυρίως, και ο απόστολος Παύλος τους εξ εθνών, την περιτομή και την ακροβυστία. Γι' αυτό και τους έχει μαζί η Εκκλησία και τους γιορτάζει μαζί και κρατάνε την Εκκλησία στα χέρια τους, ο ένας τα έθνη και ο άλλος τους Ιουδαίους έφερε στην Εκκλησία. Και γίναμε όλοι μας ένα. Η ενότητα της πίστεως, η ενότητα της Ορθοδοξίας, η ενότητα της ζωής.

Και θυμάμαι πάλι το γέροντα, εκεί στο 5ο κεφάλαιο των Πράξεων, που εφόνευσε δια λόγου ο Πέτρος τον Ανανία και την Σαπφείρα. Με το χτήμα που αγόρασαν και ήθελαν να κάνουν και εφφέ, κράτησαν και μερικά χρηματάκια οι καημένοι, τι να κάνουν, δεν μπορούσαν να τα δώσουν και όλα. Και να φανούμε και καλοί και νάχουμε και δυό δεκάρες στην άκρη. Αδυναμία, αλλά ανθρώπινο ήταν. Και τι έκανε ο Πέτρος. Τους φόνευσε και τους δύο. Διαβάστε το 5ο κεφάλαιο των Πράξεων. Και έλεγε ο γέροντας Πορφύριος, θυμάμαι μια φορά εκεί. «Πως έγινε αυτό ρε παιδί μου; Άκου, λέει, να σκοτώσει τους ανθρώπους για λίγα χρήματα.» Αλλά έτσι ήταν ο Πέτρος, ορμητικός, παρορμητικός, θυελλώδης, σάρωνε. Αλλά, τι ωραίο βιβλίο η Αγία Γραφή!

Έχει ειλικρίνεια και τα λέει όλα. Τι θέλει να δείξει και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη; Ότι ο άνθρωπος είναι άρρωστος, τρελός, διχασμένος, χαμένος και τι θέλει να δείξει ακόμη. Ότι χρειάζεται ιατρό. Βέβαια, χρειάζεται ιατρό. Γι' αυτό και ο Χριστός πήγαινε με τους αμαρτωλούς και τους τελώνες κι έτρωγε και τους εδίδασκε, και με το παράδειγμα του και με την αγάπη του και με τα ιερά του και θεόπνευστα λόγια. Κι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι τι κάνανε; Τον κατηγορούσαν και μάλιστα πίσω του και εγόγγυζαν. Δεν είχανε τη λεβεντιά, ας πούμε, να τα πούνε μπροστά του γιατί θα παίρνανε την απάντηση απ' τον Κύριο. Έτσι είπε ο Χριστός κάποια στιγμή ότι δεν έχουν ανάγκη οι υγιαίνοντες, αλλά οι κακώς έχοντες έχουν ανάγκη ιατρού. Γι' αυτό να χαιρόμεθα και να καταχαιρόμεθα και την Παλαιά και κυρίως την Καινή Διαθήκη. Με τόση ειλικρίνεια, με τόση αμεσότητα, με τόση ευθύτητα μας μιλάει, δε μας κρύβει τίποτε, φανερώνει το δράμα του ανθρώπου, την αδυναμία του ανθρώπου, τα πάθη του ανθρώπου, αλλά και το μεγαλείο του Θεού. Και τη θυσία του θεανθρώπου, και την Ανάστασή του και την Ανάληψή του και όλα όσα έκαμε και κάμνει για μας. Γι' αυτό να διαβάζομε όσο μπορούμε την Αγία Γραφή και, μάλιστα, την Καινή Διαθήκη. Έλεγε πάλι ο γέροντας Πορφύριος. θυμάμαι: «Όποιος διαβάζει όρθιος την Καινή Διαθήκη και κυρίως τα Ευαγγέλια, την ώρα εκείνη κάνει και λατρεία και προσευχή και μελέτη των Γραφών και ό,τι άλλο ωραίο. Και πολλές φορές χωρίς να το καταλα-βαίνει».

Και μάλιστα, διαβάζοντας το Γεροντικό, ήταν κάποιος όσιος, ο οποίος μελετούσε την Παλαιά Διαθήκη, που είναι η κυοφορία του Χριστού και όχι το βιβλίο των Εβραίων, που λένε μερικοί που δεν ξέρουν οι καημένοι. Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι των Εβραίων, είναι των χριστιανών. Εκείνοι σταύρωσαν και απέρριψαν το Χριστό, είναι το βιβλίο της Εκκλησίας, είναι το βιβλίο των χριστιανών, γι' αυτό και το πρώτο βιβλίο στη λατρεία της Εκκλησίας πριν γραφτεί η Καινή Διαθήκη ήταν η Παλαιά Διαθήκη. Οι Ψαλμοί και Σολομών και ό,τι άλλο. Όπως και σήμερα έχουμε παλαιο-διαθηκικά αναγνώσματα και μάλιστα στη μεγάλη Τεσσαρακοστή, στην Προηγιασμένη και στον Όρθρο και σε μερικούς εσπερινούς άλλους. Λοιπόν, διάβαζε ο όσιος την Παλαιά Διαθήκη, την κυοφορία του Χριστού μας. Άκουσε κάποιον άλλον, άκουσε να υποτονθορύζει, επαναλαμβάνοντας χαμηλά τα ίδια τα ρήματα. Και του λέει ο γέροντας που ήταν φωτισμένος, «Τι κάμνετε εκεί, τι διαβάζετε, τι λέτε;» «Την Παλαιά», του απαντά. Και ο γέροντας του λέει στη συνέχεια, «Την Καινήν δεν γνωρίζετε;» Και μόλις είπε έτσι, ο δαίμονας έγινε άφαντος. Φανταστείτε τη δύναμη του Ευαγγελίου. Τη δύναμη της Καινής Διαθήκης που πολλές φορές την αφήνομε και γεμίζει σκόνες στη βιβλιοθήκη μας ή όπου αλλού. Και έρχονται οι Ευαγγελικοί και όποιοι άλλοι και μας κάνουν τους ξύπνιους, μαθαίνουν και ρητά απ' έξω, τα διαστρέφουν και μας προσφέρουν τροφή. Ενώ έχομε εμείς το Ευαγγέλιο, ερμηνευμένο απ' τους Πατέρες της Εκκλησίας, γιατί το Ευαγγέλιο είναι βιβλίο της Εκκλησίας και το ερμηνεύει η ίδια η Εκκλησία με το ίδιο Άγιο Πνεύμα που το κατέγραψε. Πρέπει να τα προσέχουμε αυτά τα πράγματα. Γι' αυτό και πάνω στην άγια Τράπεζα βάζομε μόνο το Ευαγγέλιο και τον άγιο άρτο.

Η θεία λειτουργία είναι ακριβώς δύο πράγματα: η λειτουργία των κατηχουμένων, η μισή είναι κατήχηση, το Ευαγγέλιο, με αποκορύφωμα το κήρυγμα, και το άλλο μισό είναι η προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού μας, η λειτουργία των πιστών. Αυτό είναι η θεία λειτουργία: η ζωή του Χριστού όλη. Γι' αυτό και κάνει μέγα καλό το να συμμετέχουμε στη θεία λειτουργία, όσο μπορούμε. Οι παλαιότεροι τρέχανε οι καημένοι. Και επί Τουρκοκρατίας δεν είχανε και πολλές εκκλησίες και πολλούς λειτουργούς, ήτανε και ο κίνδυνος των Τούρκων και τρέχανε στα εξωκκλήσια, στις ερημιές και όπου αλλού γινόταν θεία λειτουργία. Και δω παλαιότερα με τον παπά-Πλανά, τον μακαριστό και άγιο, γινόταν θεία λειτουργία κάθε μέρα και έτρεχαν πολλοί, όσο μπορούσαν. Τι σημαίνει αυτό; Ότι προκύπτει μέγα καλό από τη θεία λειτουργία και ευχαριστώ και όλους εσάς που κάθε Παρασκευή που έχουμε θεία λειτουργία από το πρωί έρχεστε εδώ με τόση προθυμία και περισσότερη και πριν από τον παπά. Τι ωραίο είναι αυτό!

Ξέρετε, παλαιότερα στην εκκλησία πρώτα πήγαινε ο λαός και μετά ο κλήρος, και έπαιρναν το Ευαγγέλιο από το σκευοφυλάκιο και τα άλλα σκεύη και "έκαναν είσοδο". Γι' αυτό και η μικρά είσοδος είναι είσοδος των ιερέων στον ναό. Σήμερα έχει αλλάξει. Έρχεται πρώτος ο ιερεύς και περιμένει τους πιστούς και κάνει και όρθρο, καλά είναι όλα αυτά. Λοιπόν, εγκάρδια σάς ευχαριστώ πραγματικά.

Η άγια λοιπόν, Φιλοθέη έμεινε τρία χρόνια με αυτόν τον ταλαίπωρο άνθρωπο και ύστερα τον πήρε ο Κύριος. Και μετά τη ζητούσαν πάλι εις γάμου κοινωνίαν, αλλά ηρνείτο. Και οι γονείς της έζησαν δέκα χρόνια ακόμη, δεν τους άφησε, δεν έκαμε αυτό που ήθελε. Δεν ήθελε να τους στενοχωρήσει τους καημένους. Απέτυχα, σου λέει, στο γάμο, να τους φύγω κιόλας, δεν είχαν και παιδί τόσα χρόνια, να μείνουν μόνοι, κρίμα είναι. Γι' αυτό είπε, «Θεέ μου, θα περιμένω». Μεγάλη υπόθεση να περιμένει κανείς. Μεγάλη υπόθεση να ξέρει να περιμένει κανείς. Και περίμενε. Κι όταν έφυγαν, τότε έγινε μοναχή στο σπίτι αρχικά. Της παρουσιάστηκε ο άγιος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος και της είπε να φύγει, να χτίσει εκκλησία και μοναστηράκι, εκεί που είναι σήμερα η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, επί της ομωνύμου οδού, της αγίας Φιλοθέης. Κι είναι και ο ναός του αγίου Ανδρέου εκεί. Παρουσιάζεται ο άγιος Ανδρέας, πολύ μεγάλος απόστολος και απόστολος των Ελλήνων μετά τον Παύλο. Και έφτιαξε σιγά σιγά τον ναό, τα κελλάκια και άρχισαν και πήγαιναν πολλές νέες των Αθηνών, κάπου διακόσιες, και έγινε ένα ολόκληρο συγκρότημα. Έφτιαξε μετά και σχολεία. Όπου δίδασκαν και γράμματα αλλά και τέχνες, υφαντική, κέντημα, ραπτική και ό,τι άλλο. Έφτιαξε και ξενώνα, έφτιαξε και γηροκομείο, τι έκανε δηλαδή η αγία Φιλοθέη; Έφτιαξε μια νέα Βασιλειάδα στην Αθήνα. Και τα διηύθυνε όλα κατά τρόπο σοφό και συνετό και αποδοτικό. Και πραγματικά, έλαμψε αυτό που έκανε η αγία και διεδόθη. Έφτιαξε και μετόχια, ένα στα Πατήσια που είναι ο άγιος Ανδρέας -που σήμερα είναι ο ηρωικός παπάς ο π. Γαβριήλ με τους συνεργάτες του-, έφτιαξε στην Καλογρέζα πάλι μοναστηράκι, έφτιαξε κι ένα ωραίο πηγάδι στο Ψυχικό, για να πίνουν οι διαβάτες που περνούν και να υφίστανται ψυχικό καλό, ή και να συγχωρούν και τους γονείς της.

Αλλά όλα αυτά εξόργισαν κάποια φορά τους κατακτητές. Και μάλιστα, έκρυβε και κοπέλες που τις κυνηγούσαν οι Τούρκοι να τις πάρουν για τα χαρέμια τους. επειδή ήταν ωραίες κ.λπ. Και άλλες κατατρεγμένες που έρχονταν απ' όποιο μέρος της "Ελλάδος τις έκρυβε η αγία με κίνδυνο της ζωής της. Κάποια φορά το έμαθαν οι Τούρκοι και την πήραν μέσα. Την δίκασαν, την καταδίκασαν εις φυλάκισιν και η αγία μπήκε στη φυλακή. Και είχε χαρά. Λέει: «Για σένα Χριστέ μου όλα αυτά. Και είναι και λίγα. Εσύ υπέστης τα πάντα για μένα. Σ' ευχαριστώ που μου το κάνες, μεγάλη σου η χάρις». Αλλά πίσω. Όπως και για την Ταβιθά που ανέστησε ο απόστολος Πέτρος οι προσευχές των μοναχών και των τροφίμων και των ευεργετούμενων και των μαθητών και μαθητριών έφθαναν μέχρι τον ουρανό. Και εφώτισαν τους άρχοντες της πόλεως τους Έλληνες και πήγαν λοιπόν στον Διοικητή και τον παρεκάλεσαν να αφήσει ελευθέρα την αγία. Και την άφησε. Και η άγια, μήπως φοβήθηκε; Όχι. Μήπως υπέστειλε τη σημαία του αγώνος; Όχι. Συνέχισε με μεγαλύτερο ζήλο. με περισσότερη αγάπη. Και έκαμε το θεϊκό έργο της. Μεταμόρφωσε την Αθήνα και την περιοχή, κι είχε και ξενώνα, όχι μόνο να φιλοξενεί απλώς τους ξένους και περαστικούς και διαβάτες και έχοντας ανάγκη, αλλά ήθελε και αυτούς να ωφελεί στα μαύρα εκείνα χρόνια και να παίρνουν και εκείνοι πέντε καλά και να τα μεταφέρουν μετά στον τόπο τους. Τι ωραίο είναι αυτό!

Ο χριστιανός πρέπει να είναι μεταδοτικός. Και γράφει κάπου ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «... ουδέν ψυχρότερον χριστιανού ετέρους μη σώζοντος». Τίποτα δεν είναι ψυχρότερο από το χριστιανό που δε σώζει άλλους. Καταλάβατε; Επηρεάζουμε τους άλλους με το παράδειγμα μας, με την αγάπη μας, με τα λεγόμενα μας, με την προσευχή μας, με την ταπείνωση μας. με την υπομονή μας, και με όλους τους τρόπους που προσφέρει η Εκκλησία και η ζωή. Επηρεάζουμε τους άλλους. Οι Τούρκοι το 'μαθαν κι αυτό. Της λένε, που θα πας, ρε κυρά, θα σε πιάσομε και θα σε κάνομε κομματάκια, τα' αλατιού στο ξύλο και μετά κομματάκια. Εκείνη, λοιπόν, στα 1588, 2 προς 3 του μηνός Οκτωβρίου που είναι η μνήμη του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, άλλου πολιούχου Αθηνών, έκανε αγρυπνία στο εκκλησάκι στα Πατήσια. Και κει μπήκαν μέσα οι Τούρκοι, έσπασαν τις πόρτες και την άρχισαν στο ξύλο. Την άφησαν σχεδόν πεθαμένη. Νόμισαν ότι όντως απέθανε και την παράτησαν και έφυγαν. Πήγαν μοναχές και άλλοι, τη βοήθησαν, τη μετέφεραν στο άλλο μετόχι, στην Καλογρέζα, και εκεί την περιποιήθηκαν, την φρόντισαν, αλλά οι πληγές ήταν μεγάλες και σοβαρές και δεν επουλώνονταν εύκολα, γι' αυτό πέρασε κάμποσος καιρός, λίγοι μήνες, και η άγια παρέδωκε το πνεύμα σαν αύριο, 19 Φεβρουαρίου του 1589, πριν 509 χρόνια. Παρέδωκε το πνεύμα στον Κύριο μαρτυρικώς, άλλ' άφησε μέγα έργο, που το συνέχισαν εκείνοι κι εκείνες που τη διεδέχθησαν.

Και πριν τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, στάθηκε και κείνη ένας ισαπόστολος, ένας Ιεραπόστολος, ένας φωτιστής των σκλαβωμένων Ελλήνων και των υπολοίπων. Ακόμη και Τούρκοι την αγαπούσαν και την άκουγαν. Και θαύματα είχε κάνει, και δαιμόνια έβγαζε και τόσο μεγαλείο είχε, δεν θέλω να πω τα κατά πλάτος του βίου της άγιας -υπάρχουν, μπορούμε να τα διαβάσουμε- εμείς εδώ λέμε λίγα. Μεγάλη η χάρη λοιπόν της αγίας. Έφυγε λοιπόν για τους ουρανούς και σε λίγο το Πατριαρχείο την κατέταξε με τους αγίους. Και μάλιστα εδώ ήταν μια ωραία κίνηση και μια σοφή πράξη του Πατριαρχείου. Την αναγνώρισε ως όσια μητέρα. «Μνήμη της οσίας μητρός ημών Φιλοθέης», ενώ ήτο και μάρτυς. Γιατί δεν έβαλε «μάρτυς»; Γιατί θα εξόργιζε αυτούς που της επέβαλαν το μαρτύριο, τους Τούρκους. Σοφά φερομένη η Εκκλησία - είμαστε φρόνιμοι "ως οι όφεις". Τι ωραία που το λέει το Ευαγγέλιο! Την ονόμασε οσία μόνο η Εκκλησία, ενώ ήτανε και μάρτυς. Και μετά την απελευθέρωση βάλαμε και τον άλλον, τον επίζηλο τίτλο της, της μάρτυρος. Γι' αυτό λέμε, «της οσίας και μάρτυρος ή όσιο-μάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας, της πολιούχου». Που άφησε εδώ το έργο της, το οποίο συνεχίστηκε όλα τα χρόνια της δουλείας. Και πρόσφερε τα φώτα της ελληνοχριστιανικής παιδείας και της Ορθοδοξίας σε όλους εκείνους, οι οποίοι τα χρειάζονταν, τα ζητούσαν και τα επιθυμούσαν.

Σ' ένα χρόνο έγινε ανακομιδή και το ιερό λείψανο της βγήκε ακέραιο και ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Έβαλαν λοιπόν το λείψανο στο ναΐδριο του αγίου Ανδρέου και το είχαν εκεί μες στο άγιο βήμα, το προσκυνούσαν, το είχαν κέντρο αναφοράς και πήγαιναν και έπαιρναν δύναμη, αισιοδοξία, την ευχή της αγίας και το θάρρος της και το μεγαλείο της. Όσο μπορούσε και όσο ο καθένας χρειαζόταν, κι έβγαιναν μετά δυνατοί και ικανοί να συνεχίσουν τη σκλαβιά και να συνεχίσουν τον αγώνα της σωτηρίας. Να συνεχίσουν δηλαδή, και την υπομονή στη σκλαβιά και τον αγώνα για τη σωτηρία τους. Και μείς την έχομε την αγία σε περίλαμπρη θέση: το ιερό σκήνωμα και λείψανο της στον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Μπαίνοντας μέσα είναι δίπλα μας. Όπως δίπλα είναι και το λείψανο του ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε' , του οικουμενικού πατριάρχου, εκείνου που μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη έφτιαξαν την Επανάσταση του '21.
Γι' αυτό και τόση μανία των εχθρών της πατρίδος και της πίστεως εναντίον του πατριάρχου Γρηγορίου. Προδότης, ποιος; Εκείνος που κάθησε και απαγχονίστηκε για το λαό, για να μη σφαγεί ο κοσμάκης, εκείνος που πήρε από το Ρήγα Φεραίο την Εταιρεία και την παρέδωκε στους Φιλικούς "για να μη χαθεί", όπως γράφει ο μεγάλος Μακρυγιάννης. Γιατί σήμερα υπάρχει και μία σύγχυση, αδελφοί μου. Πολλοί και διάφοροι λένε ό,τι θέλουν, εμείς ν' ανατρέχουμε στις πηγές της Εκκλησίας και της πατρίδος μας, και να ευγνωμονούμε εκείνους, οι οποίοι τα έδωσαν όλα για την πίστη και για το Γένος, και τη ζωή τους και τα πάντα, και γι' αυτό αναστήθηκε η Ελλάς, συντηρήθηκε και τετρακόσια χρόνια μες στην Τουρκοκρατία και βγήκε στο γλυκοχάραμα του 1821, που είναι η ανάστασις του Γένους μας, η ανάστασις της Ελλάδος μας.

Ας έχουμε την ευχή της αγίας μητρός ημών και μάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας. Ας προστατεύει, όπως ακούσαμε και στους ύμνους ετούτο το άστυ, το κλεινόν παλαιά άστυ και σήμερα το "κλινών". Λοιπόν, και ας μας προστατεύει και περισσότερον την νεολαία μας, τα παιδιά μας, που τόσο δύσκολα ευρίσκονται, εκείνη ας τρέχει παντού, ας σκεπάζει παντού και ας προστατεύει και ας προσεύχεται. Και όταν περνάμε από την Μητρόπολη, ας μπαίνουμε να προσκυνάμε τιμητικά το λείψανό της το άγιο και να παίρνομε την ιερή της ευχή


Read more:http://www.egolpion.com/ag_filothei.el.aspx#ixzz40YcqvoPa

------------------

Αγία Φιλοθέη η Αθηναία, πρότυπο ασκητικής ζωής και φιλανθρωπίας

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα το 1522, στην Αθήνα γεννήθηκε η αγία Φιλοθέη, η κατά κόσμο Ρεβούλα (Παρασκευούλα) Μπενιζέλου. Γόνος αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας και παιδί προσευχής, μιας και οι γονείς της την απέκτησαν μετά από πολλές παρακλήσεις προς τον Κύριο. Μεγαλώνοντας προόδευσε στην αρετή και διακρινόταν για το ήθος και την ευφυΐα της. Όταν έφτασε στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών παντρεύτηκε κατά τη θέληση των γονιών της με τον αρκετά μεγαλύτερό της Ανδρέα Χειλά, ο οποίος αποδείχθηκε άνθρωπος σκληρός. Σύντομα έμεινε χήρα και οι γονείς της θέλησαν να ξαναπαντρευτεί, ωστόσο η ίδια επιθυμούσε να καρεί μοναχή.

fila82

Η ίδια αφιερώθηκε σε φιλανθρωπικά έργα και δέκα χρόνια μετά το θάνατο των γονιών της πραγματοποίησε την επιθυμία της, λαμβάνοντας το όνομα Φιλοθέη.
Η αρχή έγινε το 1571 με την ανακαίνιση του ναΐσκου του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος βρισκόταν στον περίβολο του πατρικού της αρχοντικού, μετατρέποντάς τον σε κοινόβιο. Το Καθολικό του Αγίου Ανδρέα και το πηγάδι της μονής της σώζονται μέχρι σήμερα στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Εκεί και μόνασε μαζί με κόρες εύπορων οικογενειών, ως ηγουμένη της αδελφότητας, αλλά και μαζί με εκχριστιανισμένες μουσουλμάνες και κατατρεγμένους Κύπριους. Ακόμα και οι γυναίκες που ήταν στην υπηρεσία της οικογένειάς της ακολούθησαν το παράδειγμά της, συναγωνιζόμενες στην άσκηση και την αρετή, ο αριθμός τους δε έφτασε τις εκατό πενήντα.
Αυτή ήταν και η αρχή για το κοινωνικό και φιλανθρωπικό της έργο, στο οποίο αφιέρωσε ολόκληρη την πατρική περιουσία της. Έκτισε νοσοκομεία και πανδοχεία προς ανάπαυση όσων είχαν ανάγκη, ακόμα σχολεία, βιοτεχνικά και χειροτεχνικά εργαστήρια και ορφανοτροφεία, ένα ολόκληρο συγκρότημα το οποίο ονομάστηκε «Παρθενώνας». Η ίδια προσέφερε απλόχερα βοήθεια και περιποιόταν τους ασθενείς, ενώ τους παρηγορούσε με λόγια του Ευαγγελίου. Δίδασκε στοιχειώδη οικοκυρική, ενώ στο συγκρότημα έβρισκαν καταφύγιο αδιακρίτως Έλληνες και Τούρκοι. Προσέφερε μεγάλα ποσά για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, ενώ ιδιαιτέρως φρόντισε για τη φυγάδευση των γυναικών, ώστε να αποφύγουν την αιχμαλωσία τους στα χαρέμια.
Ίδρυσε όμοια συγκροτήματα στο Χαλάνδρι, τα Πατήσια, το Ψυχικό, την Καλογρέζα. Από την καλοσύνη της άνοιξε πηγάδι ως προσφορά στους αγρότες της αττικής γής, γι’ αυτό και  λέγεται ότι από το ψυχικό αυτό της Φιλοθέης πήρε η περιοχή το όνομά της. Ενώ άλλη παράδοση θέλει να έγραψε πάνω στο μαρμάρινο χείλος του πηγαδιού την λέξη «ψυχικόν» δηλωτικό της ψυχικής ωφέλειας. Ακόμα και η περιοχή της Καλογρέζας οφείλει το όνομά της από τη μονή που εκεί ίδρυσε η αγία, τη μονή της Καλογραίας, από παραφθορά της λέξης, καθώς “καλογρέζα” σημαίνει “μοναχή” στην αρβανίτικη διάλεκτο.
Επιδίωξη της αγίας ήταν η τόνωση του ορθόδοξου ιδεώδους και η διατήρηση της ελληνικής συνείδησης. Το έργο της, κατά βάση εθνικό και θρησκευτικό, έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα, με ιστορική επιβεβαίωση την αλληλογραφία της με τη Γερουσία της Βενετίας (1583), από την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια.
Οι κύριοι των γυναικών που είχε φυγαδεύσει η Φιλοθέη όρμησαν σύντομα στο κελί της και την οδήγησαν στο διοικητή της πόλης, ο οποίος την φυλάκισε και ζήτησε επίμονα να μάθει που ήταν οι γυναίκες κρυμμένες. Η αγία Φιλοθέη αρνήθηκε να προδώσει τις κατατρεγμένες γυναίκες, χωρίς να δειλιάσει μπροστά στην απειλή του θανάτου. Ο διοικητής την πίεσε να αλλαξοπιστήσει, αλλά βλέποντας σταθερή την πίστη της, υπέγραψε την καταδίκη της. Τότε χριστιανοί αξιωματούχοι έσπευσαν και γλύτωσαν την αγία, η οποία μπόρεσε να επιστρέψει στο μοναστήρι και στο έργο της.
 Μία νύχτα του Οκτώβρη το έτος 1588 κατά τη διάρκεια ολονυκτίας  προς τιμή του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη, πολιούχου της Αθήνας στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, της σημερινής οδού Λευκωσίας στα Πατήσια, οι Τούρκοι όρμησαν και αφού την βασάνισαν, την εγκατέλειψαν ημιθανή. Η κολώνα όπου δέθηκε και μαστιγώθηκε η αγία σώζεται ακόμα μπροστά στο τέμπλο του ναού. Οι μοναχές ήταν εκείνες που τη φρόντισαν στην κρύπτη της μονής Καλογρέζας. Η ίδια ευχαριστούσε το Θεό που την αξίωσε να ταλαιπωρηθεί για την αγάπη Του. Το σημαντικό είναι πως ακόμα και εκείνη τη στιγμή δεν ξέχασε της αδελφές της και με παρήγορα λόγια τις νουθετούσε. Ύστερα από λίγες ημέρες, στις 19 Φεβρουαρίου του 1589 υπέκυψε στα βαριά τραύματά της. Ενταφιάστηκε στο δεξιό μέρος του ιερού βήματος του Αγίου Ανδρέα, ενώ είκοσι ημέρες μετά την κοίμησή της άρχισε να ευωδιάζει ο τάφος της. Αιώνες αργότερα το σκήνωμα της ακέραιο μεταφέρθηκε στο Μητροπολιτικό ναό Αθηνών, όπου φυλάσσεται σε χρυσή λάρνακα. Στο μέρος όπου παρέδωσε το πνεύμα της, στην περιοχή της Καλογρέζας, υψώνεται ο Ι. Ν. της Αγίας Φιλοθέης, ενώ το όνομά της φέρει και ολόκληρο το γνωστό προάστιο των Αθηνών.
 πηγή