Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

“Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ



site analysis




παραθέτουμε την ομιλία της δρ. Φωτεινής Μπέλλου, από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)

“Σήµερα, τιµούµε τη λαµπρή επέτειο των 186 χρόνων από την 25η Μαρτίου του 1821 που σηµατοδοτεί ιστορικά την ηµεροµηνία έναρξης της επανάστασης των Ελλήνων από τον Οθωµανικό ζυγό.

Από τον καιρό του θρυλικού ηρωισµού και της αυταπάρνησης για την ελευθερία µέχρι σήµερα οι Έλληνες βίωσαν συχνά περιόδους δύσκολες και τις περισσότερες φορές επεδείκνυαν γενναιότητα και θάρρος. Άλλοτε πάλι, οι Έλληνες βιώσαν περιόδους κατάπτωσης και χρόνια παρακµής. Ωστόσο, σε καµία περίοδο της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας δεν µειώθηκε ούτε για µια στιγµή το µεγαλείο της αυτοθυσίας και της µεγαλοσύνης των Ελλήνων ηρώων της επανάστασης του 1821. 

Παρά την εικονοκλαστική διάθεση της σύγχρονης εποχής, που θέτει σε αµφισβήτηση πρότυπα, αξίες και πεποιθήσεις, το 1821 έχει επιδείξει µοναδική αντοχή στη λαϊκή συνείδηση και παραµένει το µεγάλο εθνικό κοµµάτι της ιστορίας, που το χρειαζόµαστε όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ως αξιακό υπόβαθρο της συλλογικής µας αυτογνωσίας και ως πυξίδα της ιστορικής µας πορείας προς το µέλλον. 

Ήσαν αµέτρητοι οι επώνυµοι και ανώνυµοι ήρωες, οι οποίοι έγραψαν«τα µεγάλα και τα πολλά» που, τους είπε «η τρίσβαθη ψυχή τους»όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σολωµικός στίχος στους «Ελεύθερους πολιορκηµένους». Ηταν αυτή η µοναδική ελληνική ψυχή, που, από τον Μαραθώνα και τις Θερµοπύλες, µέχρι τα Γαυγάµηλα, τα τείχη της Βασιλεύουσας και το Μεσολόγγι, έµαθε µόνον να νικά ή να πεθαίνει. Τίποτε άλλο! Αυτή τη µοναδική ελληνική ψυχή διέθεταν, στον µεγάλο Αγώνα του Γένους µας, άνδρες και γυναίκες.

Αλλά η Ιστορία µοιάζει να έχει αδικήσει, ως προς την τιµή και τη δόξα που τους πρέπει, τις Ελληνίδες, που στάθηκαν γενναίες δίπλα στους γενναίους, άξιες δίπλα στους άξιους, και ηρωίδες δίπλα στους ήρωες. Ακόµη και αν η γυναικεία φύση εµπεριέχει την ανιδιοτελή αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς, χωρίς την προσδοκία της αναγνώρισης ή της επιβράβευσης, εµείς που θέλουµε, αδιάκοπα, να αντλούµε µαθήµατα εθνικής ευθύνης και να προβάλλουµε πρότυπα ηθικού µεγαλείου, για την ατοµική ή συλλογική µας συµπεριφορά, οφείλουµε να ανασύρουµε από τις παρυφές της Ιστορίας και να οδηγήσουµε στις κορυφές της Εθνικής Μνήµης, τις Ελληνίδες του Εικοσιένα. Όχι επειδή τούτο επιβάλλει η σύγχρονη αντίληψη για την ισότητα των φύλων, αλλά διότι τούτο υπαγορεύει, διαχρονικά, η δίκαιη και αντικειµενική αποτίµηση των γεγονότων του µεγάλου µας εθνικού ξεσηκωµού.

Γυναίκες ηρωίδες αναφέρονται στη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για τη δράση τους ενάντια στον Οθωµανικό ζυγό ακόµα και πριν από την έναρξη της επανάστασης. Την ώρα που ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος άφηνε, ηρωικά, τη ζωή, στην Πύλη του Ρωµανού και πέρναγε στον αιώνιο θρύλο, γεννιόταν στην Λήµνο η Μαρούλα, µια κοπέλα αγνώστων λοιπών στοιχείων, για την οποία ο Σπύρος Λάµπρος έγραψε ότι, «ήταν αξία ευρυτέρας εκτιµήσεως». Ο Κωστής Παλαµάς, στο µακροσκελές ποίηµά του «Η κόρη της Λήµνου», σώζει το µεγαλείο αυτής της γενναίας κόρης, που, βλέποντας τον πατέρα της να πέφτει νεκρός, κατά την πολιορκία του νησιού από τους Τούρκους, το 1475, χωρίς να δειλιάσει, άρπαξε την ασπίδα του και το ξίφος του και οδήγησε τους πολιορκούµενους στο κάστρο Κότσινο σε 10 11 γενναία έξοδο, Ενετούς και Έλληνες, αναγκάζοντας τους επιδροµείς να υποχωρήσουν και να φύγουν µε τα πλοία τους. Αυτή την ηρωίδα ύµνησε, µε τον δικό του µοναδικό επικολυρικό τρόπο, ο Παλαµάς:

Κανείς περίγελο, κανείς ντροπή δεν πρέπει νάχη,
Ότι γυναίκα οδηγεί τη λεβεντιά’ ς τη µάχη.
Ας τρέµει κάθε αγαρηνό σπαθί, κάθε σαρίκι.
Γυναίκες ήταν οι θεές, παρθένα είναι’ η Νίκη.

Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 1570-71, οι Τούρκοι κατέλαβαν, µετά από πολύµηνη πολιορκία, την Κύπρο. Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν. Από τα πλήθη των αιχµαλώτων, ο Μουσταφά πασάς ξεχώρισε, για να στείλει στο χαρέµι του σουλτάνου, τις ωραιότερες νέες και τους ωραιότερους νέους. Το άνθος της Κύπρου στοιβάχτηκε σ’ ένα µεγάλο καράβι και δύο µικρότερα, για να πάνε στην Πόλη. Ανάµεσα τους η Μαρία, κόρη ή ανεψιά του καπετάν Πέτρου Συγκλητικού. Πριν προλάβουν τα πλοία να ξεκινήσουν, η Μαρία έβαλε φωτιά σ’ ένα βαρέλι µε µπαρούτι, αποτρέποντας το ατιµωτικό ταξίδι και χαράσσοντας τον δρόµο που ακολούθησαν, αργότερα, ο Σαµουήλ στο Κούγκι, ο Γιωργάκης Ολύµπιος στη µονή Σέκου και η ∆έσπω Σέχου – Μπότσηστον πύργο του ∆ηµουλά, µεταξύ Άρτας και Πρέβεζας.

Τα µυστικά νήµατα της Ιστορίας ένωσαν την αδάµαστη κόρη της Λήµνου και την ηρωική Κυπριωτοπούλα, µε την µαρτυρική ∆έσπω, που θυσίασε έντεκα κόρες, νύφες και εγγόνια, για να µην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και έγιναν τραγούδι στα χείλη της απαράµιλλης λαϊκής µούσας:

Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η ∆έσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει.
∆αυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει
Σκλάβες Τουρκών µη ζήσετε, παιδιά µαζί µ’ ελάτε.
Και τα φουσέκια άναψε κι όλες φωτιά γενήκαν.

Σε µια αυστηρά πατριαρχική και ανδροκρατική κοινωνία, όπως αυτή των Σουλιωτών, ο σεβασµός προς τη γυναίκα ήταν απόλυτος. Ίσως διότι οι Σουλιώτισσες κέρδιζαν την αναγνώριση των ανδρών µε την εξοικείωσή τους στα όπλα και τη συµπεριφορά τους στη µάχη. ∆ίπλα στηΜόσχω Τζαβέλα, τη γυναίκα του Λάµπρου, στη Λένω Μπότσαρη, την αδελφή του Μάρκου και στη Χάϊδω Σέχου, κάθε Σουλιώτισσα δεν ήταν µόνο µάνα, αδελφή, γυναίκα και κόρη ήρωα. Ήταν και η ίδια, από µόνη της ηρωίδα. Όταν οι άνδρες µάχονταν, οι γυναίκες κουβαλούσαν πολεµοφόδια, τροφές και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι µαχητές. ∆εν γεννήθηκαν τυχαία, στα ίδια κακοτράχαλα βουνά, οι γυναίκες της Πίνδου το ’40. Οι Σουλιώτισσες, µε την παρουσία τους στις µάχες εµψύχωναν τους µαχητές, ενίσχυαν την άµιλλά τους, γιγάντωναν την αυτοθυσία τους. Αλλά και έψεγαν όσους τυχόν δείλιαζαν και, κάποτε, τους αφόπλιζαν.

Μόνο από τέτοιες γυναίκες θα µπορούσε να µείνει στην Ιστορία τοΖάλογγο, ως υπέρτατο µνηµείο αρετής και θυσίας, που υµνήθηκε ακόµη και από τον εχθρό. Πράγµατι, στις 18 ∆εκεµβρίου 1803, τον θρύλο που έγραψαν µε τον χορό τους στο Ζάλογγο οι Σουλιώτισες, τον παρέδωσε στην ιστορική µνήµη η περιγραφή Τούρκου αυτόπτη µάρτυρα, ενός αξιωµατικού του Αλή πασά, του Σουλεϊµάν Αγά. Η περιγραφή του υπάρχει σε βιβλίο του Ibrahim Manzour efendi, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1828. Συγκλονισµένος ο τούρκος αξιωµατικός αναφέρει ότι, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, που τα βήµατά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισµός και η αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθµό του… στο τέλος των επωδών οι γυναίκες βγάζουν µια διαπεραστική και µακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός τους σβήνει στο βάθος ενός τροµακτικού γκρεµού, όπου ρίχνονται µαζί µε όλα τα παιδιά τους».

∆εκαεννιά χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου 1822, οι Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου ξαναζούν στην ψυχή των γυναικών της Νάουσας. Για ν’ αποφύγουν την αιχµαλωσία και την ατίµωση από τους Τούρκους, ρίχνονται στους καταρράκτες της Αραπίτσας, µαζί µε τα παιδιά τους και πνίγονται, προσθέτοντας και τη δική τους θυσία στον µεγάλο Αγώνα.

Η επανάσταση έχει πια ξεκινήσει και οι Ελληνίδες γράφουν, µε το δικό τους πάθος και µε την δική τους ξεχωριστή λεβεντιά σελίδες µεγαλείου και δόξας. Η Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα, δυο φορές χήρα και µε έξι παιδιά, όλα ταγµένα στον Αγώνα, πρωτοστατεί µε το πλοίο της, τον θρυλικό «Αγαµέµνονα», στην πολιορκία του Ναυπλίου και µπαίνει θριαµβεύτρια, δίπλα στον Κολοκοτρώνη, στη Τριπολιτσά. Είναι η «νέα Αµαζόνα» κατά τον ιταλό περιηγητή Πέτσιο, ενώ ο γερµανός δηµοσιογράφος Κρίστιαν Μίλλερ, γράφει, εντυπωσιασµένος, για τη γυναίκα που το όνοµά της και τα ανδραγαθήµατά της συζητούνται σε όλη την Ευρώπη: «Σπετσιώτισσα είναι η γνωστή ηρωίδα Μπουµπουλίνα, που εξόπλισε τρία καράβια, εκ των οποίων τα δύο κυβερνούν οι γιοι της και το µεγαλύτερο το κυβερνάει η ίδια. Έχασε κιόλας ένα γιο της σ’ αυτόν τον αγώνα και φλέγεται τόσο σα µάνα από το αίσθηµα της εκδίκησης, όσο και σαν Ελληνίδα από την αγάπη προς την πατρίδα. Έχει επιφέρει πολλές καταστροφές στους τούρκους και τους έχει πάρει πολλά καράβια»

Το ίδιο ατρόµητη θαλασσοµάχος και η ∆όµνα Βισβίζη, η Θρακιώτισσα από την Αίνο. Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήµων, «Τοιαύτη ανεδείχθη και η ∆όµνα σύζυγος Βασιλείου Χατζή, πλοιάρχου. Θανατωθέντος αυτού κατά την πολιορκία της Ευβοίας, ανέλαβε η ίδια την διοίκησιν του πλοίου ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα µη στερηθή η πολιορκία της από θαλάσσης βοηθείας». Η ∆όµνα Βισβίζη, την οποία ο ∆ηµ. Υψηλάντης αποκαλούσε Ευγενεστάτη και Γαληνοτάτη και για την οποία ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πιστοποιούσε µε έγγραφό του, ότι τον Μαϊο του 1822, τον έσωσε, αυτόν και τους άνδρες του, προµηθεύοντάς του τρόφιµα και πολεµοφόδια, διατήρησε το πλοίο της επί τρία χρόνια. ∆απάνησε για την συντήρησή του και την διατροφή του πληρώµατός του, όλη της την περιουσία. Και όταν πια οι πόροι της τελείωσαν και το µπρίκι είχε πάθει µεγάλη φθορά, το χάρισε, τον Σεπτέµβριο του 1824 στην κυβέρνηση, που το µετέτρεψε σε πυρπολικό. Μ’ αυτό ο Ανδρέας Πιπίνος έκαψε, στη Σάµο, την τουρκική φρεγάτα.

Μια άλλη µεγάλη γυναικεία µορφή του ’21, ήταν η Μαντώ Μαυρογένους. Γεννήθηκε στην Τεργέστη, από Μυκονιάτισσα µάνα σπαρτιατικής καταγωγής και τον Νικόλαο Μαυρογένη, µεγάλο σπαθάρη του συνώνυµου του και θείου του, ηγεµόνα της Βλαχίας. Μετά τον αποκεφαλισµό του ηγεµόνα από τους Τούρκους, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εµπόριο. Η Μαντώ, είχε εξαιρετική µόρφωση και µιλούσε επαρκώς εκτός από την µητρική της γλώσσα, τουρκικά, γαλλικά και ιταλικά..Λίγο πριν την κήρυξη της Επανάστασης και µετά τον θάνατο του πατέρα της, εγκαταστάθηκε στην Τήνο και στη συνέχεια στην Μύκονο.

Με χρήµατα της οικογενείας της, αρµάτωσε και διέθεσε στον Αγώνα δύο καράβια, ενώ συντηρούσε και δύναµη 800 πολεµιστών. Φορώντας αντρικά ρούχα και ζωσµένη µε το σπαθί του πατέρα της, η Μαντώ πήρε µέρος σε µάχες στην Κάρυστο, στη Μαγνησία, στο Τρίκκερι, στην Άµφισσα, στη Χαιρώνεια και σε επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. 12 13 Με διαταγή της εθνοσυνέλευσης του Άστρους, της απονεµήθηκε, ως διακριθείσα επ’ ανδραγαθία στο πεδίο της µάχης, στέφανος δάφνης, «εν επισήµω τελετή οµοία προς την των Ολυµπιακών Αγώνων». Ακόµη, για την τεράστια συµβολή της στην Επανάσταση, της απονεµήθηκε, µοναδικό προς γυναίκα, το αξίωµα του επιτίµου αντιστρατήγου και της παραχωρήθηκε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο για την εγκατάστασή της. Αυτή η σπουδαία γυναίκα, µε την αριστοκρατική καταγωγή, που πολέµησε παθιασµένα σε όλα τα πεδία των µαχών, που ουδέποτε εφατρίασε κατά τις εµφύλιες διαµάχες, που τροφοδότησε το κύµα του φιλελληνισµού στην Ευρώπη µε τις δύο επιστολές που έγραψε, τη µία προς τις παρισινές κυρίες και την άλλη προς τις αγγλίδες κυρίες, και η οποία προσέφερε 7.000.000 γρόσια για τον Αγώνα, πέθανε, τελικά, πάµπτωχη.




συνέχεια από το 1ο μέρος

“Όµως, δίπλα στις επώνυµες, γράφουν τη δική τους λαµπρή ιστορία χιλιάδες Ελληνίδες, σε όλα τα µήκη και τα πλάτη της πατρώας γης, «τοις κείνων ρήµασι πειθόµενες». Σε καµιά γωνιά της επαναστατηµένης Ελλάδας δεν έλειψαν οι ελληνίδες οι οποίες είτε αγωνίστηκαν µαζί µε τους άντρες τους, είτε βασανίστηκαν από τις κακουχίες και τις στερήσεις που έφερε η συνειδητή αυτή αποτίναξη του ξενικού ζυγού.

πίνακας: Sir Charles L. Eastlake: Φυγάδες, μετά την καταστροφή στην Χίο

Στη Χίο, η οποία καταστράφηκε εκ θεµελίων από την τουρκική βαρβαρότητα, η τρα- γωδία των γυναικών του νησιού ταξίδεψε ως πένθιµο νέο µέχρι την Ευρώπη. Ο Francis Werry, Αγγλος πρόξενος στη Σµύρνη, όπου εκεί έφταναν υποδουλωµένες οι Χιώτισσες, γράφει σε αναφορά του: «Χιλιάδες γυναίκες κορίτσια και αγόρια πουλιόταν κάθε µέρα στο παζάρι. Πολλά από αυτά δυστυχισµένα πλάσµατα αυτοκτόνησαν κατά τη µεταφορά. Βλέπεις γυναίκες να µη δέχονται τροφή µ’ όλο που µαστιγώνονται , για να πεθάνουν από την πείνα».

∆εν θα ήταν εύκολο κανείς να εξαντλήσει τις αναφορές στην συµµετοχή και καταξίωση των ελληνίδων στον µεγάλο αγώνα του Έθνους για ανεξαρτησία, αλλά και τα βάσανα που υπέµειναν κατά τη διάρκεια του. Αλλά κλείνοντας οφείλει κανείς να επισηµάνει ότι η επανάσταση του 1821, µια από τις προοδευτικότερες και φωτεινότερες στιγµές στην ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα, µια επανάσταση που απηχούσε µέσα της διδάγµατα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 αλλά και ολόκληρου του ∆ιαφωτισµού έδωσε δύναµη και ελπίδα σε όλους τους προοδευτικούς πολίτες της αντιδραστικής Ευρώπης εκείνη την εποχή που αναστέναζε κάτω από την σκιά της Ιερής Συµµαχίας. Αυτή η Επανάσταση των Ελλήνων ήταν πρώτα απ’ όλα κτήµα όλου του λαού και ως τέτοια και κτήµα των Ελληνίδων που παντού βρέθηκαν στο πλευρό των µαχόµενων αδερφών τους. Των Ελληνίδων τόσο των επωνύµων που η ιστορία τους επιφύλαξε µια ευνοϊκή µεταχείριση, όσο και ίσως και περισσότερο των χιλιάδων ανωνύµων που έδωσαν τη ζωή τους για τον µεγάλο και ευγενικό σκοπό της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας.

Τι να πει κανείς για τις 18 Αργίτισσες, που στα µέσα Απριλίου του 1821, όταν ο Κεχαγιάµπεης έκαψε τα σπίτια τους και έσφαξε κάπου 900 κατοίκους του Άργους, έπεσαν στα πηγάδια και πνίγηκαν, για να αποφύγουν, όπως οι Σουλιώτισσες και οι Ναουσαίες, την αιχµαλωσία και την ατίµωση. ∆εν θα µπορούσε να είχε γίνει αλλιώς.

Αλλά και στις υπόλοιπες κορυφαίες στιγµές της Επανάστασης η ανώνυµη γυναίκα είναι παρούσα και αναλαµβάνει ενεργό ρόλο στην υποβοήθηση των επιχειρήσεων.

Στο µαρτυρικό Μεσολόγγι οι γυναίκες από την πρώτη στιγµή της πολιορκίας ξεχωρίζουν. Σύµφωνα µε τις περιγραφές παίρνουν µέρος στην κατασκευή των οχυρωµατικών έργων, πηγαίνουν πίσω από τις ντάπιες ( τα αυτοσχέδια κανονιοστάσια που έφτιαξαν οι Μεσολογγίτες ) και µαζεύουν τα βόλια του εχθρού και τα δίνουν στην επιτροπή για να τα ξαναχύσει. Παρηγορούν τους λαβωµένους και κάνουν ό,τι µπορούν για τους αγωνιστές οι οποίοι είναι εντελώς εξαθλιωµένοι από τις κακουχίες. Όλα αυτά µέχρι την ώρα της Εξόδου, οπότε και χωρίς καµία ταλάντευση στάθηκαν δίπλα στους άντρες της πόλης και αρµατώθηκαν όπως οι άντρες πολεµιστές για να τους συνοδεύσουν σ΄ αυτή την τελευταία ηρωική πορεία προς το θάνατο.

Ο γάλλος Αύγουστος Φαµπρ θαµπωµένος από την απλή καθηµερινή µεσολογγίτισσα που δεν δείλαζε µπροστά στο θάνατο σχολιάζει: «Οι Ελληνίδες οι οποίες συναισθάνονταν ικανές όπως αδιαφορήσουν για τους µόχθους και τους κινδύνους της εξόδου, ντύθηκαν αντρικά, ώστε αν δεν µπορούσαν να διαφύγουν από τον εχθρό, να φονευθούν τουλάχιστον απ’ αυτόν ,εκλαµβανόµενες ως άντρες πολεµι- στές. Πολλές προσαρτούσαν στο λαιµό ή στο στήθος για χαϊµαλί ικανό να τις προστατεύσει, τα σεβαστά άγια λείψανα των προγόνων τους, που τα φύλαγαν στα σπίτια τους και συνάµα ζώνονταν την ροµφαία για να χτυπήσουν τον εχθρό ή τουλάχιστον να έχουν ένα µέσον για να µην πέσουν ζωντανές στα χέρια των βαρβάρων» Από τις 5.000 γυναίκες της πολιορκηµένης πόλης, µόνον επτά κατόρθωσαν να διασχίσουν κατά την Έξοδο τις γραµµές του εχθρού και να φθάσουν στο όρος Ζυγός.

Μεγάλη όµως ήταν και η συµµετοχή των γυναικών στις επαναστάσεις για την απε- λευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους. Στη µεγάλη επανάσταση του 1866–1869 διακρίθηκαν πολλές Λακκιώτισες και ιδιαίτερα, η Κατερίνα Σταµατάκη και η σηµαιοφόρος της Ειρήνη ∆ρακουλέ. Όπως αναφέρει στην «Κρητικοπούλα» του ο Χατζη-Μιχάλης Γιάνναρης, πενήντα νέες από τους Λάκκους, µε δική τους σηµαία, πήραν µέρος σε σκληρές µάχες που διάρκεσαν τρεις µήνες.

Επίσης, στην περιοχή της Λακωνίας, σε µια τόσο µακροχρόνια, σκληρή και αδιάκοπη πάλη, δίπλα στον άντρα της, στον αδελφό της, στον  πατέρα της, στο παιδί της, παίρνει µέρος στον αγώνα κατά του κατακτητή και η γυναίκα της Λακωνίας. Και πολλές φορές µάλιστα οι γυναίκες πολεµάνε χωρίς τους δικούς τους, γιατί λείπουν στη µάχη, µακριά. Όπως σηµειώνει ο Ραφενέλ στην Ιστορία Νεωτέρων Ελλήνων, σελ. 102, «Αι γυναίκες παρηκολούθουν τους άνδρας εις την µάχην, διατηρή σασαι τας αρετάς των αρχαίων Σπαρτιατισσών». Είναι πολλές εκατοντάδες οι γυναίκες της Λακωνίας, οι οποίες πολεµώντας τους Τούρκους κατακτητές µε όπλα, µε ξύλα, µε δρεπάνια, βρήκαν το θάνατο.

Γυναίκες, που φλόγιζε το νου και την καρδιά η πίστη πως είχαν το δικαίωµα να ζουν ελεύθερες και ακόµη ότι για τη λευτεριά κάθε άνθρωπος έχει χρέος και τη ζωή του πρόθυµα να θυσιάζει. Στην Καστανιά, στη Βέργα Αλµυρού, στο ∆ιρό, στην Τριπολιτσά, στα Τρίκορφα, στα Μοθο-κόρωνα, στην Εύβοια, στην Κουρτσού- να, στην Ανδρούβιστα, στις Κιτριές στο Βρονταµά, στο Παλαιόκαστρο και σε πολλά άλλα µέρη γυναίκες της Λακωνίας ή πήραν µέρος σε µάχες ή θυσιάσθηκαν σε ολοκαυτώµατα της λευτεριάς.Και ακόµη είναι χιλιάδες αυτές που αιχµαλωτίσθηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Σµύρνης, της Αλεξάνδρειας και σε άλλες πόλεις της Ανατολής.

Ας θυµηθούµε µερικά ονόµατα γυναικών της Λακωνίας, τα οποία η Ιστορία ή η παραδοσιακή µνήµη διέσωσε: Η Γερακάρη, η κόρη του Παναγιώταρου Μαρία, η Πανώρηα Βοζίκη, η καπετάνισσα Γρηγοράκαινα, η Θερασέρη της Χαριάς, η Αναϋπόνυφη, η Ιωάννα Γιατράκου, η Πολυξένη Καβάκου, η Ελένη Λαµπροπούλου, η ∆ηµητράκαινα Πικουλάκαι- να, η Σταυριάνα Σάββαινα, η Κωνσταντίνα Ζαχαρία. Και ακολουθούν: Οι Σταθιάνισσες, η Γραφάκαινα, η ∆ιακουµάκαινα, η Καλοειδίνα, η Πατσουράκαινα, η Ρογκάκαινα, η Μιχαή- λαινα και τόσες άλλες, των οποίων τα ονόµατα ξεχάστηκαν µε το πέρασµα του χρόνου.

Μ’ αυτά και µ’ αυτά κατορθώθηκε το Εικοσιένα. Και όπως εύστοχα υπογράµµισε ο πεζογράφος και ποιητής της πόλης µας Γιώργος Ιωάννου, «∆εν πολέµησαν µόνο οι άντρες. Πολέµησαν και οι γυναίκες µε τον τρόπο τους. Με την καρτερικότητα, την υπερηφάνεια, την τιµιότητα. Οι άντρες έφευγαν, χτυπούσαν τον εχθρό, άλλαζαν θέσεις. Οι γυναίκες έµειναν στα χωριά, στα κτήµατα, στα παιδιά τους. Ήταν σχεδόν στην διάκρι- ση των Τούρκων. Και, µα την αλήθεια, δεν είµαι καθόλου βέβαιος αν ήταν πιο γενναίο να είναι τότε κανείς στα βουνά κλέφτης, ή στα χωριά συγγενής κλέφτη».

Και έτσι, πράγµατι, ήταν. Πίσω από τις µάχες και τα µεγάλα και αξεπέραστα κατορθώµατα, πίσω από τους λαµπρούς ήρωες και τις απρόσµενες νίκες, ήταν ο καθηµερινός, ο αθέατος εσωτερικός αγώνας χιλιάδων γυναικών που στήριξαν την Επανάσταση, γεννώντας, και ανατρέφοντας παλληκάρια, δίνοντας θάρρος και κουράγιο στους µαχητές, µπαίνοντας και οι ίδιες στη λάβα της µάχης, όταν η τιµή και η ελευθερία τις καλούσε. Ήταν η γυναικεία ψυχή, µε την ατίθαση λαχτάρα για τη ζωή, που, σαν από άγγιγµα θεϊκό, µετατρεπόταν σε µανιακή, θαρρείς, ροπή προς το θάνατο, κάτω από την απειλή της αιχµαλωσίας και της σκλαβιάς.

Ήταν το αίµα και η θυσία των χιλιάδων γυναικών της Χίου, που παρότρυνε τον Ανδρέα Κάλβο να ψάλει µε λύπη: 

Τα γαλακτώδη χείλη των παρθένων της Χίου
πλέον εσύ δεν ραντίζεις, ω λαµπρό του Αιγαίου ιερόν ρεύµα. 

Ήταν το αδούλωτο πνεύµα της κυρά – Φροσύνης, που τραγούδησε ο Βαλαωρίτης κι έκανε τον Ταχήρ, τον δήµιο του Αλή πασά, να παραληρεί: Γιατί, γιατί δε µ’ έκανες της λίµνης ένα κύµα να ξεθυµάνω επάνω της τη λύσσα, που µε τρώγει! Να καταπιώ τη σάρκα της και να χαθώ µαζί της βαθιά µέσα στην άβυσσο, να µη το µάθει ο κόσµος πως µια γυναίκα αδύνατη και µισοπεθαµένη ενίκησε τα δυο θεριά και πάτησε τον Άδη!

Ήταν η ατρόµητη Λένη Μπότσαρη, που τα ’βαζε µόνη της µε τους τούρκους τζοχατζα- ραίους και γελοιοποιούσε τα όπλα τους:

– Τούρκοι για µην παιδεύεστε,
µην έρχεστε σιµά µου,
τι εγώ ειµ’ η Λένη Μπότσαρη,
η αδελφή του Νότη,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά
και βόλια στις µπαλάσκες.
– Κόρη για ρίξε τα’ άρµατα, γλίτωσε τη ζωή σου.
- Τι λέτε βρε παλιότουρκοι και σεις παλιαρβανίτες.
Σαν άντρας εξεσπάθωσε και τρέχει προς τους Τούρκους.
Τους τρεις τους επελέκησε, τους άλλους κυνηγάει! 

Ήταν οι αδάµαστες γυναίκες της Κρήτης, που µε πρώτη τη γυναίκα του µαρτυρικού ήρωα ∆ασκαλογιάννη, την Σγουροµάλλινη, πότισαν, µε το δικό τους αίµα, το δέντρο της λευτεριάς. Πολύ αργότερα, όταν, οι θυσίες θα έχουν, πια, καρποφορήσει, ο Κωστής Παλαµάς θα τραγουδήσει για τη ∆ασκαλογιάννναινα:

Φόρεσε Σγουροµάλλινη βασιλικό στεφάνι
και λευκοφόρα ανέµισε τα ολόξανθα µαλλιά σου.
Το αίµα που σε πότισε ο ξένος µακελάρης
για δες τι Απρίλης έγινε και πως µοσχοβολάει.

πίνακας:”αποχαιρετισμός”

Πράγµατι, ο αγώνας για την ελευθερία το 1821 µένει ως παράδειγµα για όλους µας προ- σφέροντας ανεξίτηλα διδάγµατα ηθικής ανάτασης και πνευµατικού µεγαλείου. Προσφέρει, κυρίως, το ακλόνητο δίδαγµα ότι, όλα είναι δυνατά και κατορθωτά, αν υπάρχει πίστη στην ιερότητα του σκοπού και διάθεση θυσίας για την πραγµάτωσή του.

Αυτό είναι το απαράµιλλο µεγαλείο του ’21, που έγραψαν, όλοι µαζί, άνδρες και γυναίκες, οι αθάνατοι πρόγονοί µας.

Ας κρατήσουµε για πάντα άσβεστη τη φλόγα του µοναδι κού τους Αγώνα. Μας το ζητούν, από τα βάθη των αιώνων και τους το οφείλουµε, για τους αιώνες που έρχονται. Τους το οφείλουµε διότι µας εξασφάλισαν την πολυτέλεια να ασκούµε πλέον τον πολιτικό µας λόγο, σκέψη και δράση σε µεταµοντέρνες εκδοχές του αγώνα για την ελευθερία.

Στρεφόµαστε λοιπόν ωριµότεροι ίσως από τα διδάγµατα των προγόνων µας στη προσπάθεια βελτίωσης της ποιότητας της δηµοκρατίας µας που εξακολουθεί να είναι ένας αγώνας που επιτυγχάνεται µέσα απο τη συνεργασία ανδρών και γυναικών, άσηµων και διάσηµων, για ένα καλύτερο αύριο.

********

∆ρ. ΦΩΤΕΙΝΗ ΜΠΕΛΛΟΥ Λέκτορας ∆ιεθνών Σχέσεων 

* Η οµιλήτρια θα ήθελε να ευχαριστήσει θερµά την Πρόεδρο του Κέντρου Ερευνών για Θέµατα Ισότητας, κυρία Μερόπη Καλδή για την συνεισφορά της στην τεκµηρίωση µεγάλου µέρους της οµιλίας

Εορτασµός της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου 2007-Η εκδήλωση για τον εορτασµό της εθνικής επετείου πραγµατοποιήθηκε στις 23 Μαρτίου στο Αµφιθέατρο Τελετών παρουσία των Πρυτανικών Αρχών και µελών της πανεπιστηµιακής κοινότητας. Μετά το χαιρετισµό του Πρύτανη, Καθηγητή Ηλία Κουσκουβέλη, το πρόγραµµα περιλάµβανε οµιλία της Λέκτορος του Τµήµατος ∆ιεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονοµικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου µας, κας Φωτεινής Μπέλλου µε θέµα «Ο ρόλος της γυναίκας στον αγώνα για την ελευθερία»

εικόνες από agiasofia.comkolivas.de, Διακόνημα και google images

*******
επιμέλεια ανάρτησης: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”
Posted: 23 Mar 2016 06:30 AM PDT
(Καθώς πλησιάζει η ημέρα εορτασμού της εθνικής επετείου της Επανάστασης του 1821, επιλέξαμε κάποια άρθρα που αναφέρονται στην συμβολή των γυναικών στον Αγώνα. Αδικημένες από την ιστορία, αλλά φωτεινά παραδείγματα θάρρους, τόλμης και αγάπης για την Πατρίδα… για αυτό θελήσαμε να κάνουμε μια ελάχιστη αναφορά στους αγώνες και τις θυσίες τους, ως μνημόσυνο δόξας και τιμής. Θα αναρτηθούν, συν Θεώ, τις επόμενες ημέρες. ιστολόγιο “Αντέχουμε…” ) 

παραθέτουμε την ομιλία της δρ. Φωτεινής Μπέλλου, από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)

“Σήµερα, τιµούµε τη λαµπρή επέτειο των 186 χρόνων από την 25η Μαρτίου του 1821 που σηµατοδοτεί ιστορικά την ηµεροµηνία έναρξης της επανάστασης των Ελλήνων από τον Οθωµανικό ζυγό.

Από τον καιρό του θρυλικού ηρωισµού και της αυταπάρνησης για την ελευθερία µέχρι σήµερα οι Έλληνες βίωσαν συχνά περιόδους δύσκολες και τις περισσότερες φορές επεδείκνυαν γενναιότητα και θάρρος. Άλλοτε πάλι, οι Έλληνες βιώσαν περιόδους κατάπτωσης και χρόνια παρακµής. Ωστόσο, σε καµία περίοδο της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας δεν µειώθηκε ούτε για µια στιγµή το µεγαλείο της αυτοθυσίας και της µεγαλοσύνης των Ελλήνων ηρώων της επανάστασης του 1821. 

Παρά την εικονοκλαστική διάθεση της σύγχρονης εποχής, που θέτει σε αµφισβήτηση πρότυπα, αξίες και πεποιθήσεις, το 1821 έχει επιδείξει µοναδική αντοχή στη λαϊκή συνείδηση και παραµένει το µεγάλο εθνικό κοµµάτι της ιστορίας, που το χρειαζόµαστε όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ως αξιακό υπόβαθρο της συλλογικής µας αυτογνωσίας και ως πυξίδα της ιστορικής µας πορείας προς το µέλλον. 

Ήσαν αµέτρητοι οι επώνυµοι και ανώνυµοι ήρωες, οι οποίοι έγραψαν«τα µεγάλα και τα πολλά» που, τους είπε «η τρίσβαθη ψυχή τους»όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σολωµικός στίχος στους «Ελεύθερους πολιορκηµένους». Ηταν αυτή η µοναδική ελληνική ψυχή, που, από τον Μαραθώνα και τις Θερµοπύλες, µέχρι τα Γαυγάµηλα, τα τείχη της Βασιλεύουσας και το Μεσολόγγι, έµαθε µόνον να νικά ή να πεθαίνει. Τίποτε άλλο! Αυτή τη µοναδική ελληνική ψυχή διέθεταν, στον µεγάλο Αγώνα του Γένους µας, άνδρες και γυναίκες.

Αλλά η Ιστορία µοιάζει να έχει αδικήσει, ως προς την τιµή και τη δόξα που τους πρέπει, τις Ελληνίδες, που στάθηκαν γενναίες δίπλα στους γενναίους, άξιες δίπλα στους άξιους, και ηρωίδες δίπλα στους ήρωες. Ακόµη και αν η γυναικεία φύση εµπεριέχει την ανιδιοτελή αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς, χωρίς την προσδοκία της αναγνώρισης ή της επιβράβευσης, εµείς που θέλουµε, αδιάκοπα, να αντλούµε µαθήµατα εθνικής ευθύνης και να προβάλλουµε πρότυπα ηθικού µεγαλείου, για την ατοµική ή συλλογική µας συµπεριφορά, οφείλουµε να ανασύρουµε από τις παρυφές της Ιστορίας και να οδηγήσουµε στις κορυφές της Εθνικής Μνήµης, τις Ελληνίδες του Εικοσιένα. Όχι επειδή τούτο επιβάλλει η σύγχρονη αντίληψη για την ισότητα των φύλων, αλλά διότι τούτο υπαγορεύει, διαχρονικά, η δίκαιη και αντικειµενική αποτίµηση των γεγονότων του µεγάλου µας εθνικού ξεσηκωµού.

Γυναίκες ηρωίδες αναφέρονται στη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για τη δράση τους ενάντια στον Οθωµανικό ζυγό ακόµα και πριν από την έναρξη της επανάστασης. Την ώρα που ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος άφηνε, ηρωικά, τη ζωή, στην Πύλη του Ρωµανού και πέρναγε στον αιώνιο θρύλο, γεννιόταν στην Λήµνο η Μαρούλα, µια κοπέλα αγνώστων λοιπών στοιχείων, για την οποία ο Σπύρος Λάµπρος έγραψε ότι, «ήταν αξία ευρυτέρας εκτιµήσεως». Ο Κωστής Παλαµάς, στο µακροσκελές ποίηµά του «Η κόρη της Λήµνου», σώζει το µεγαλείο αυτής της γενναίας κόρης, που, βλέποντας τον πατέρα της να πέφτει νεκρός, κατά την πολιορκία του νησιού από τους Τούρκους, το 1475, χωρίς να δειλιάσει, άρπαξε την ασπίδα του και το ξίφος του και οδήγησε τους πολιορκούµενους στο κάστρο Κότσινο σε 10 11 γενναία έξοδο, Ενετούς και Έλληνες, αναγκάζοντας τους επιδροµείς να υποχωρήσουν και να φύγουν µε τα πλοία τους. Αυτή την ηρωίδα ύµνησε, µε τον δικό του µοναδικό επικολυρικό τρόπο, ο Παλαµάς:

Κανείς περίγελο, κανείς ντροπή δεν πρέπει νάχη,
Ότι γυναίκα οδηγεί τη λεβεντιά’ ς τη µάχη.
Ας τρέµει κάθε αγαρηνό σπαθί, κάθε σαρίκι.
Γυναίκες ήταν οι θεές, παρθένα είναι’ η Νίκη.

Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 1570-71, οι Τούρκοι κατέλαβαν, µετά από πολύµηνη πολιορκία, την Κύπρο. Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν. Από τα πλήθη των αιχµαλώτων, ο Μουσταφά πασάς ξεχώρισε, για να στείλει στο χαρέµι του σουλτάνου, τις ωραιότερες νέες και τους ωραιότερους νέους. Το άνθος της Κύπρου στοιβάχτηκε σ’ ένα µεγάλο καράβι και δύο µικρότερα, για να πάνε στην Πόλη. Ανάµεσα τους η Μαρία, κόρη ή ανεψιά του καπετάν Πέτρου Συγκλητικού. Πριν προλάβουν τα πλοία να ξεκινήσουν, η Μαρία έβαλε φωτιά σ’ ένα βαρέλι µε µπαρούτι, αποτρέποντας το ατιµωτικό ταξίδι και χαράσσοντας τον δρόµο που ακολούθησαν, αργότερα, ο Σαµουήλ στο Κούγκι, ο Γιωργάκης Ολύµπιος στη µονή Σέκου και η ∆έσπω Σέχου – Μπότσηστον πύργο του ∆ηµουλά, µεταξύ Άρτας και Πρέβεζας.

Τα µυστικά νήµατα της Ιστορίας ένωσαν την αδάµαστη κόρη της Λήµνου και την ηρωική Κυπριωτοπούλα, µε την µαρτυρική ∆έσπω, που θυσίασε έντεκα κόρες, νύφες και εγγόνια, για να µην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και έγιναν τραγούδι στα χείλη της απαράµιλλης λαϊκής µούσας:

Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η ∆έσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει.
∆αυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει
Σκλάβες Τουρκών µη ζήσετε, παιδιά µαζί µ’ ελάτε.
Και τα φουσέκια άναψε κι όλες φωτιά γενήκαν.

Σε µια αυστηρά πατριαρχική και ανδροκρατική κοινωνία, όπως αυτή των Σουλιωτών, ο σεβασµός προς τη γυναίκα ήταν απόλυτος. Ίσως διότι οι Σουλιώτισσες κέρδιζαν την αναγνώριση των ανδρών µε την εξοικείωσή τους στα όπλα και τη συµπεριφορά τους στη µάχη. ∆ίπλα στηΜόσχω Τζαβέλα, τη γυναίκα του Λάµπρου, στη Λένω Μπότσαρη, την αδελφή του Μάρκου και στη Χάϊδω Σέχου, κάθε Σουλιώτισσα δεν ήταν µόνο µάνα, αδελφή, γυναίκα και κόρη ήρωα. Ήταν και η ίδια, από µόνη της ηρωίδα. Όταν οι άνδρες µάχονταν, οι γυναίκες κουβαλούσαν πολεµοφόδια, τροφές και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι µαχητές. ∆εν γεννήθηκαν τυχαία, στα ίδια κακοτράχαλα βουνά, οι γυναίκες της Πίνδου το ’40. Οι Σουλιώτισσες, µε την παρουσία τους στις µάχες εµψύχωναν τους µαχητές, ενίσχυαν την άµιλλά τους, γιγάντωναν την αυτοθυσία τους. Αλλά και έψεγαν όσους τυχόν δείλιαζαν και, κάποτε, τους αφόπλιζαν.

Μόνο από τέτοιες γυναίκες θα µπορούσε να µείνει στην Ιστορία τοΖάλογγο, ως υπέρτατο µνηµείο αρετής και θυσίας, που υµνήθηκε ακόµη και από τον εχθρό. Πράγµατι, στις 18 ∆εκεµβρίου 1803, τον θρύλο που έγραψαν µε τον χορό τους στο Ζάλογγο οι Σουλιώτισες, τον παρέδωσε στην ιστορική µνήµη η περιγραφή Τούρκου αυτόπτη µάρτυρα, ενός αξιωµατικού του Αλή πασά, του Σουλεϊµάν Αγά. Η περιγραφή του υπάρχει σε βιβλίο του Ibrahim Manzour efendi, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1828. Συγκλονισµένος ο τούρκος αξιωµατικός αναφέρει ότι, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, που τα βήµατά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισµός και η αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθµό του… στο τέλος των επωδών οι γυναίκες βγάζουν µια διαπεραστική και µακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός τους σβήνει στο βάθος ενός τροµακτικού γκρεµού, όπου ρίχνονται µαζί µε όλα τα παιδιά τους».

∆εκαεννιά χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου 1822, οι Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου ξαναζούν στην ψυχή των γυναικών της Νάουσας. Για ν’ αποφύγουν την αιχµαλωσία και την ατίµωση από τους Τούρκους, ρίχνονται στους καταρράκτες της Αραπίτσας, µαζί µε τα παιδιά τους και πνίγονται, προσθέτοντας και τη δική τους θυσία στον µεγάλο Αγώνα.

Η επανάσταση έχει πια ξεκινήσει και οι Ελληνίδες γράφουν, µε το δικό τους πάθος και µε την δική τους ξεχωριστή λεβεντιά σελίδες µεγαλείου και δόξας. Η Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα, δυο φορές χήρα και µε έξι παιδιά, όλα ταγµένα στον Αγώνα, πρωτοστατεί µε το πλοίο της, τον θρυλικό «Αγαµέµνονα», στην πολιορκία του Ναυπλίου και µπαίνει θριαµβεύτρια, δίπλα στον Κολοκοτρώνη, στη Τριπολιτσά. Είναι η «νέα Αµαζόνα» κατά τον ιταλό περιηγητή Πέτσιο, ενώ ο γερµανός δηµοσιογράφος Κρίστιαν Μίλλερ, γράφει, εντυπωσιασµένος, για τη γυναίκα που το όνοµά της και τα ανδραγαθήµατά της συζητούνται σε όλη την Ευρώπη: «Σπετσιώτισσα είναι η γνωστή ηρωίδα Μπουµπουλίνα, που εξόπλισε τρία καράβια, εκ των οποίων τα δύο κυβερνούν οι γιοι της και το µεγαλύτερο το κυβερνάει η ίδια. Έχασε κιόλας ένα γιο της σ’ αυτόν τον αγώνα και φλέγεται τόσο σα µάνα από το αίσθηµα της εκδίκησης, όσο και σαν Ελληνίδα από την αγάπη προς την πατρίδα. Έχει επιφέρει πολλές καταστροφές στους τούρκους και τους έχει πάρει πολλά καράβια»

Το ίδιο ατρόµητη θαλασσοµάχος και η ∆όµνα Βισβίζη, η Θρακιώτισσα από την Αίνο. Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήµων, «Τοιαύτη ανεδείχθη και η ∆όµνα σύζυγος Βασιλείου Χατζή, πλοιάρχου. Θανατωθέντος αυτού κατά την πολιορκία της Ευβοίας, ανέλαβε η ίδια την διοίκησιν του πλοίου ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα µη στερηθή η πολιορκία της από θαλάσσης βοηθείας». Η ∆όµνα Βισβίζη, την οποία ο ∆ηµ. Υψηλάντης αποκαλούσε Ευγενεστάτη και Γαληνοτάτη και για την οποία ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πιστοποιούσε µε έγγραφό του, ότι τον Μαϊο του 1822, τον έσωσε, αυτόν και τους άνδρες του, προµηθεύοντάς του τρόφιµα και πολεµοφόδια, διατήρησε το πλοίο της επί τρία χρόνια. ∆απάνησε για την συντήρησή του και την διατροφή του πληρώµατός του, όλη της την περιουσία. Και όταν πια οι πόροι της τελείωσαν και το µπρίκι είχε πάθει µεγάλη φθορά, το χάρισε, τον Σεπτέµβριο του 1824 στην κυβέρνηση, που το µετέτρεψε σε πυρπολικό. Μ’ αυτό ο Ανδρέας Πιπίνος έκαψε, στη Σάµο, την τουρκική φρεγάτα.

Μια άλλη µεγάλη γυναικεία µορφή του ’21, ήταν η Μαντώ Μαυρογένους. Γεννήθηκε στην Τεργέστη, από Μυκονιάτισσα µάνα σπαρτιατικής καταγωγής και τον Νικόλαο Μαυρογένη, µεγάλο σπαθάρη του συνώνυµου του και θείου του, ηγεµόνα της Βλαχίας. Μετά τον αποκεφαλισµό του ηγεµόνα από τους Τούρκους, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εµπόριο. Η Μαντώ, είχε εξαιρετική µόρφωση και µιλούσε επαρκώς εκτός από την µητρική της γλώσσα, τουρκικά, γαλλικά και ιταλικά..Λίγο πριν την κήρυξη της Επανάστασης και µετά τον θάνατο του πατέρα της, εγκαταστάθηκε στην Τήνο και στη συνέχεια στην Μύκονο.

Με χρήµατα της οικογενείας της, αρµάτωσε και διέθεσε στον Αγώνα δύο καράβια, ενώ συντηρούσε και δύναµη 800 πολεµιστών. Φορώντας αντρικά ρούχα και ζωσµένη µε το σπαθί του πατέρα της, η Μαντώ πήρε µέρος σε µάχες στην Κάρυστο, στη Μαγνησία, στο Τρίκκερι, στην Άµφισσα, στη Χαιρώνεια και σε επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. 12 13 Με διαταγή της εθνοσυνέλευσης του Άστρους, της απονεµήθηκε, ως διακριθείσα επ’ ανδραγαθία στο πεδίο της µάχης, στέφανος δάφνης, «εν επισήµω τελετή οµοία προς την των Ολυµπιακών Αγώνων». Ακόµη, για την τεράστια συµβολή της στην Επανάσταση, της απονεµήθηκε, µοναδικό προς γυναίκα, το αξίωµα του επιτίµου αντιστρατήγου και της παραχωρήθηκε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο για την εγκατάστασή της. Αυτή η σπουδαία γυναίκα, µε την αριστοκρατική καταγωγή, που πολέµησε παθιασµένα σε όλα τα πεδία των µαχών, που ουδέποτε εφατρίασε κατά τις εµφύλιες διαµάχες, που τροφοδότησε το κύµα του φιλελληνισµού στην Ευρώπη µε τις δύο επιστολές που έγραψε, τη µία προς τις παρισινές κυρίες και την άλλη προς τις αγγλίδες κυρίες, και η οποία προσέφερε 7.000.000 γρόσια για τον Αγώνα, πέθανε, τελικά, πάµπτωχη.

επιμέλεια ανάρτησης: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ: ΜΙΑ ΚΑΛΟΓΡΑΙΑ ΤΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ



site analysis



ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ εντός των οικισμών της Χαλκιδικής ζούσαν γυναίκες, οι οποίες είχαν το μοναχικό σχήμα και ήταν εξαρτόμενες από τις Μονές του Αγίου ΄Ορους. Πρόκειται για μία ιδιάζουσα περίπτωση μοναχικής ζωής, η οποία φαίνεται να έχει την αφετηρία της στην επίδραση, που επέφερε ο αγιορειτικός μοναχισμός στις περιοχές, με τις οποίες σχετίστηκε.
Στο Νεοχώρι Χαλκιδικής υπήρξαν δύο τέτοιες γυναικείες προσωπικότητες, οι οποίες είχαν όμως τη δική τους βιοτή. Κρίθηκε σκόπιμο να δημοσιευθεί η περίπτωση της μία εκ των δύο, της αρχαιότερης, η οποία θεωρείται άκρως ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις.
Η παρακάτω δημοσίευση έγινε στο περιοδικό ΠΑΓΧΑΛΚΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, τεύχος 26 (Ιαν.-Μάρτ. 2016), 29-30.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ- ΜΙΑ ΚΑΛΟΓΡΑΙΑ ΤΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ01ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ- ΜΙΑ ΚΑΛΟΓΡΑΙΑ ΤΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ02

Πηγή: psifides-istorias.blogspot.gr-ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ βασίλισσα Ἄρτης



site analysis


Αγία Θεοδώρα




Ἡ Ἁγία Θεοδώρα γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1210 πιθανότατα στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὑπῆρξε γόνος τῆς μεγάλης καὶ ἀρχοντικῆς βυζαντινῆς οἰκογένειας Πετραλείφα (νορμανδικῆς καταγωγῆς), ἡ ὁποία ἐγκατεστημένη ἀρχικὰ στὸ Διδυμότειχο προσέφερε πολλὲς καὶ σημαντικὲς ὑπηρεσίες στὴν αὐτοκρατορία καὶ τιμήθηκε μὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα. Ὁ πατέρας της Ἰωάννης εἶχε τὸν τίτλο τοῦ σεβαστοκράτορος καὶ ἦταν διοικητὴς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας.
Κοντὰ στοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς της ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» ἀντλώντας ἀπὸ τὴν ζωή τους τὸ πρῶτο φωτεινὸ παράδειγμα ἐνάρετης ζωῆς, παράδειγμα ποὺ θὰ χαραχθεῖ ἀνεξίτηλα καὶ στὴν δική τους ζωή.
Ὁ πατέρας της πέθανε γρήγορα ἀφήνοντας τὴ Θεοδώρα σὲ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία, ὀρφανή. Τὴν προστασία τῆς οἰκογένειας ἀνέλαβε ὁ Δούκας τῆς Ἠπείρου Θεόδωρος (θεῖος της), ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ αὐτὴ εἶχε καταλάβει τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐπέκτεινε τὸ κράτος του μέχρι τὴν Ἀδριανούπολη.
Ἡ Θεοδώρα ἔζησε καὶ μεγάλωσε στὰ Σέρβια τῆς Κοζάνης, μία σημαντικὴ πόλη μὲ στρατηγικὴ θέση τὴν ἐποχὴ αὐτή. Ἀνατρέφεται μαζὶ μὲ τὰ ἀδέλφια της ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ μητέρα της Ἑλένη καὶ μαθαίνει καλὰ γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις». Γνωρίζει καὶ πιστεύει ὅτι τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς σύντομης ζωῆς μας κρύβεται στὴν ἐπιτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διδάσκεται ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ μητέρα της ὅτι τὰ ἀληθινὰ κοσμήματα ποὺ πρέπει νὰ στολίζουν τὴν γυναῖκα, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ πραότητα, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀληθινὴ πίστη, ποὺ μὲ τὸν δικό της ἀγώνα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ νὰ φανερωθοῦν καὶ στὴ δική τους ζωή.
Ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ὡριμότητα τῆς νεαρῆς Θεοδώρας, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ κάλλος της ἐντυπωσιάζουν τὸν Μιχαὴλ Β’, ποὺ στὸν δρόμο του γιὰ τὴν Ἄρτα τὴν συναντᾶ στὰ Σέρβια, ἐνῷ βρισκόταν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ θείου της Θεοδώρου.
Τὴν ζητὰ ἀμέσως σὲ γάμο, ὁ ὁποῖος καὶ τελεῖται μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια καὶ ἐπισημότητα στὰ Σέρβια τὸ ἔτος 1230. Μὲ λαμπρὴ καὶ μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στὴν Ἄρτα, τὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου, στὴν ὁποία ὁ Μιχαὴλ Β’ ἀνακηρύσσεται μετὰ ἀπὸ λίγο Δεσπότης.
Ὁ Μιχαήλ, ἰσχυρὴ προσωπικότητα, πνεῦμα ἀνήσυχο καὶ φιλόδοξο, ἀρχίζει νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ἑδραίωση καὶ ἐξάπλωση τοῦ κράτους του. Ἡ νεαρὰ δούκισσα Θεοδώρα ἀναδεικνύεται πρώτη κυρία τοῦ Δεσποτάτου. Στὴν μεγάλη αὐτὴ καὶ ἔνδοξη θέση ποὺ ἀνέβηκε ἡ Θεοδώρα, δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀξιώματός της, οὔτε, παρὰ τὴ νεότητά της, τράπηκε σὲ ὑλιστικὲς ἀπολαύσεις καὶ τρυφηλὴ ζωή. Καὶ ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος της Ἰὼβ μοναχός, τώρα πιὸ πολὺ κατάλαβε ὅτι πρέπει νὰ φροντίζει νὰ ζεῖ μὲ πιὸ πολλὴ ἀρετὴ καὶ σωφροσύνη, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ ἀοργησία καὶ συμπάθεια, μὲ ἐλεημοσύνη καὶ πραότητα καὶ γενικά, ὁλόψυχα νὰ δίδεται καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Μὲ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἡ Θεοδώρα ἀναδείχθηκε ἀληθινὰ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, λύχνος φωτεινὸς ἐπάνω στὴν λυχνία ποὺ φωτίζει καὶ καθοδηγεῖ καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων στὸν Χριστό.
Λίγες ἦταν οἱ εὐτυχισμένες στιγμὲς τοῦ ζευγαριοῦ. Ὁ μισόκαλος διάβολος φθονώντας τὴν εὐτυχία τους καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς Θεοδώρας καὶ μὴν μπορώντας νὰ ὑποτάξει τὴν ἴδια, ρίχνει τὰ φαρμακερὰ βέλη του ἐναντίων της μὲ ἄλλον τρόπο: «θηλυμανίας τὸν ἄνδρα καταμαλάξας , πειρασμὸν τῇ μακαρίᾳ ἐγείρει δεινώτατον». Ὁ Μιχαὴλ παρασύρεται σὲ πορνεία καὶ ἀκολασία ἀπὸ μία Ἀρτινὴ ἀρχόντισσα, τὴν Γαγγρινή. Αὐτὴ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ διαβόλου κατορθώνει νὰ σκλαβώσει ψυχικὰ τὸν Μιχαὴλ καὶ νὰ βάλει μίσος ἄσπονδο στὴν καρδιά του, ἐναντίων τῆς καλῆς καὶ Ἁγίας συζύγου του. Μὲ τὴν ἐντολή του πρὸς ὅλους ἀπαγορεύει κάθε βοήθεια καὶ συμπαράσταση πρὸς τὴν Ἁγία καὶ ὁρίζει αὐστηρὰ νὰ μὴν κάνουν λόγο γι’ αὐτὴν στὰ ἀνάκτορα, οὔτε τὸ ὄνομά της κὰν νὰ προφέρουν στὰ χείλη τους.
Σὲ αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς της, φάνηκαν οἱ καρποὶ τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τῆς Θεοδώρας. Ὅπως μέσα στὴν δόξα καὶ τὴν καλοπέραση τοῦ παλατιοῦ δὲν παρασύρθηκε καὶ δὲν ἀλλοιώθηκε, ἔτσι καὶ τώρα μέσα στὴν φουρτουνιασμένη συζυγικὴ ζωὴ ἡ Θεοδώρα δὲν κάμφθηκε καὶ δὲν λιποψύχησε, ἀλλὰ φάνηκε πιὸ πολὺ ὁ ἀδαμάντινος χαρακτήρας της καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς πίστεώς της.
Στὴν αὐθαιρεσία τοῦ ἄνδρα της ἀντέταξε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὸ ταπεινό της φρόνημα. Παρὰ τὶς συκοφαντίες καὶ τὸν διωγμό της ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, λαμπρύνθηκε μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἑκούσια μόνωσή της.
Χωρὶς καμιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια, ὁπλισμένη ὅμως μὲ τὴν ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα στὸν Θεό, ἐγκαταλείπει – ἔγκυο ἤδη – τὰ ἀνάκτορα. Πέντε χρόνια μαζὶ μὲ τὸν πρωτότοκο υἱό της, τὸ Νικηφόρο, ποὺ γεννήθηκε στὴν ἐξορία, ταλαιπωρεῖται στὸ κρύο καὶ στὴν ζέστη, στὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, στὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὴν μοναξιά. Ἄγνωστη, πικραμένη καὶ κακοντυμένη περνοῦσε λόφους καὶ γκρεμοὺς ἀποφεύγοντας τὴν μανία τοῦ ἄνδρα της.
Στὴν μεγάλη αὐτὴ δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριὰ κοντὰ στὸν ἱερέα τῆς Πρένιστας. Μία μέρα ποὺ μάζευε λάχανα, γιὰ νὰ φάει αὐτὴ καὶ τὸ μικρό της παιδί, τὴν συναντᾶ ὁ ἱερέας καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ μάθει ποιὰ εἶναι, ἡ Θεοδώρα τοῦ φανερώνεται. Ἔτσι γιὰ λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στὸ σπίτι τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ἱερέως.
Ἡ ἀλήθεια ὅμως καὶ ἡ ἀρετὴ ὅσο καὶ ἂν σπιλώνονται, ὅσο καὶ ἂν παραθεωροῦνται, δὲν ἀργοῦν νὰ φανοῦν. Οἱ εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς Ἄρτας ἀγανακτισμένοι ἀπὸ τὴν ἔκλυτη ζωὴ τοῦ Δούκα Μιχαὴλ καὶ τὴν ἀλαζονεία τῆς πόρνης Γαγγρινῆς ἀντιδροῦν δυναμικά: διώχνουν τὴν Γαγγρινὴ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν βασιλέα νὰ ἀλλάξει ζωή.
Ὁ Μιχαὴλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» καὶ ἀμέσως στέλνει ἔμπιστους ἀνθρώπους νὰ βροῦν καὶ νὰ φέρουν πίσω τὴν Θεοδώρα.
Πράγματι μὲ πολλὴ μετάνοια καὶ ἀγάπη, μὲ ἐπισημότητα καὶ λαμπρότητα ὑποδέχεται τὴ νόμιμη καὶ μόνη κυρία καὶ βασίλισσα στὰ ἀνάκτορα καὶ στὴ ζωή του.
Ὁ Μιχαήλ, σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ σὲ ἔνδειξη τῆς μετάνοιάς του, ἀνεγείρει τὴν σεβάσμια καὶ περικαλλὴ μονὴ τῆς Κάτω Παναγιᾶς. Στὴ βόρεια καμάρα ἐξωτερικὰ ὑπάρχει χαραγμένη ἡ ἐπιγραφὴ τῆς μετάνοιάς του, τὴν ὁποίας τὸ πανομοιότυπο καὶ τὴ μεταγραφὴ ἔδωσε ὁ Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος:
«Πύλας ἡμῖν ἄνοιξον, ὦ Θ(ε)οῦ μ(ῆ)τερ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτὸς οὖσα πύλη.
Δ(εσπότῃ) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) Ρ(ύσιν) ἁμαρτημάτων».
Κατὰ τὴν παράδοση καὶ σὲ ἀνάμνηση τοῦ ἴδιου γεγονότος κτίζει, ἐπίσης, τὴ μονὴ Παντανάσσης, κοντὰ στὴν Φιλιππιάδα καὶ τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος στὸ Γαλαξείδι, ὅπως ἀναφέρεται στὸ «Χρονικὸν τοῦ Γαλαξειδίου».
Μὲ τὴν ἴδια διάθεση ὁ Μιχαὴλ χαρίζει προνόμια καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ φορολογία ναοὺς καὶ μονὲς τοῦ κράτους του καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Ἔτσι π.χ. μὲ χρυσόβουλλο τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1346 ἀπαλλάσσει«πάσης ἀγγαρείας καὶ παραγγαρείας» τοὺς 32 πρεσβυτέρους τῆς πόλεως τῆς Κερκύρας καὶ μὲ ἄλλο χρυσόβουλλο τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, δίνει προνόμια στοὺς 33 πρεσβυτέρους τῶν ἀγρῶν τῆς νήσου. Μὲ χρυσόβουλλο ἐπίσης, ἀποκαθιστᾶ τὴ νόμιμη δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντίνου Μαλιασηνοῦ τὸ μοναστήρι τοῦ κυρ-Ἱλαρίωνος, ποὺ βρισκόταν στὴν χώρα τοῦ Ἁλμυροῦ κάτω ἀπὸ «τὸ Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».
Ἀποστέλλει πλούσια δῶρα σὲ πολλὲς μονὲς καὶ ἐκτὸς τοῦ κράτους του, ὅπως π.χ. στὶς Ἁγιορείτικες μονὲς τοῦ Δοχειαρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ἡ πόλη καὶ τὸ κράτος λαμπρύνονται μὲ ἔργα πίστεως καὶ φιλανθρωπίας γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπητοῦ λαοῦ τῆς Θεοδώρας. Ἄλλα τέσσερα παιδιὰ ἔρχονται στὴν ζωή: ὁ Ἰωάννης, ὁ Δημήτριος (Μιχαήλ), ἡ Ἑλένη καὶ ἡ Ἄννα.
Δυναμωμένη ἀπὸ τὴ δοκιμασία καὶ ἐνισχυμένη ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοδώρα γίνεται ὁδηγὸς ψυχικῆς σωτηρίας τοῦ ἄνδρα της καὶ μετέχει ἐνεργὰ πλέον στὴν διακυβέρνηση τοῦ κράτους, βοηθώντας τον στὰ πολλὰ καὶ ποικίλα ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ κυρίως προβλήματα τοῦ Δεσποτάτου καὶ βάζοντας τὴν προσωπική της σφραγίδα στὴν πολιτική του. Συμπαραστέκεται στὰ ἔργα εἰρήνης, ἀλλὰ καὶ ἀκολουθεῖ τὶς πολεμικὲς περιπέτειες καὶ ἀποτυχίες τοῦ συζύγου της. Τὸ ἔτος 1234 ἐνισχύουν τὴν παιδεία τοῦ Δεσποτάτου μὲ τὴν ἵδρυση ἀνώτερης σχολῆς. Τὸ 1259 – 60, μὲ τὴν ἧττα τῶν στρατευμάτων τοῦ Μιχαὴλ Β’ στὴν μάχη τῆς Πελαγονίας, καταφεύγουν στὴν Βόνιτσα, Λευκάδα καὶ Κεφαλονιά, διωγμένοι ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας, Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282).
Πρῶτο μέλημα τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ διαφύλαξη τῆς ἐδαφικῆς, κυρίως ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀκεραιότητας καὶ ὑποστάσεως τοῦ κράτους. Ἔτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε ἡ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ποὺ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀπειλεῖτο ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ τὴν λατινικὴ προπαγάνδα, ἡ ὁποία εἶχε ὡς στόχο τὴν «ἕνωση» τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἁγία ἀντιτάχθηκε σ’ αὐτὴ τὴν προοπτική. Τὸ Δεσποτάτο, ποὺ ἀπὸ τὸ 1204 εἶχε δεχθεῖ ὡς πρόσφυγες σημαντικὲς προσωπικότητες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχε κρατήσει αὐστηρὴ ὀρθόδοξη πολιτικὴ ἐπὶ Θεοδώρου Δούκα καὶ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης Ἰωάννου Ἀπόκαυκου, ἔγινε τελικὰ καταφύγιο ὅλων τῶν ζηλωτῶν Ὀρθοδόξων τῆς πρώην ἑνιαίας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν φιλενωτικὴ πολιτικὴ τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας – καὶ ἀργότερα τῆς ἐπανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – ἡ πολιτικὴ τοῦ Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρὰ καὶ αὐστηρὰ Ὀρθόδοξη. Ὅταν δὲ τὸ ἔτος 1275 γίνεται Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὁ ἑνωτικὸς Ἰωάννης ΙΑ’ Βέκκος (1275 – 1282), πολλοὶ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ βρίσκουν προστασία στὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου. Σὰν ἀντιστάθμισμα τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1276 καὶ τῆς καταδίκης ὅλων τῶν ἀνθενωτικῶν, τὸ ἔτος 1277 γίνεται Σύνοδος στὶς Νέες Πάτρες (σημερινὴ Ὑπάτη), ὅπου καταδικάζονται καὶ ἀφορίζονται ὅλοι οἱ ἑνωτικοὶ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος.
Γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ – τὴν διαφύλαξη δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας – ἡ Ἁγία προχωρεῖ μὲ ὀξυδέρκεια, πέρα βέβαια καὶ ἀπὸ τὶς ποικίλες πολιτικὲς σκοπιμότητες ποὺ ὑπεισέρχονται σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις, στὸν γάμο τῶν δύο θυγατέρων της. Ἔτσι τὴν Ἄννα τὴν νυμφεύει μὲ τὸν πρίγκιπα τῆς Ἀχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258) καὶ τὴν Ἑλένη μὲ τὸν Μεμφρέδο, βασιλέα τῆς Σικελίας καὶ φανατικὸ ἐχθρὸ τοῦ Πάπα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Θεοδώρα προσπαθεῖ νὰ θέσει φραγμὸ στὰ σχέδια τῶν παπικῶν γιὰ ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς συγγενικοὺς δεσμοὺς ποὺ ἔγιναν, νὰ ὑποχωρήσουν οἱ κατακτητικὲς διαθέσεις τῶν Δυτικῶν ἐναντίων τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ἑλένη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, τὸ ἔτος 1266, δέχθηκε ὅλο τὸ μίσος τοῦ Πάπα Κλήμεντος Δ’ (1265 – 1268). Φυλακίζεται αὐτὴ καὶ τὰ παιδιά της γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὸ ὑγροσκότεινο καὶ ἀπομονωμένο φρούριο τῆς Βουκερίας. Ἡ Ἑλένη παραμορφωμένη ἀπὸ τὶς κακουχίες – διατηρώντας ὅμως τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Βυζαντινῆς ἀρχόντισσας, ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς τὰ διδάχθηκε καὶ τὰ παρέλαβε ἀπὸ τὴν Ἁγία της μητέρα – βγαίνει ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ πεθαίνει σὲ ἡλικία περίπου τριάντα ἐτῶν.
Οἱ προσπάθειες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τοὺς γονεῖς της Μιχαὴλ Β’ καὶ Θεοδώρα, ἀπέτυχαν. Μία τελευταία προσπάθεια ποὺ ἐπιχειρήθηκε, νὰ δοθεῖ δηλαδὴ ὡς σύζυγος στὸν υἱὸ τοῦ Φερδινάνδου Γ’ τῆς Ἱσπανίας, τὸν Ἐρρίκο, βρῆκε τὴν Ἑλένη ἀντίθετη, καθὼς δὲν ἐπιθυμοῦσε οὔτε νὰ προδώσει τὴν μνήμη τοῦ συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του, οὔτε μὲ τὴν συγκατάθεσή της σὲ τέτοιον γάμο νὰ ἐνισχύσει τὰ μεγαλεπήβολα σχέδια τοῦ ἀνίερου συνασπισμοῦ Πάπα καὶ Καρόλου τοῦ Ἀνδεγαυοῦ ἐναντίων τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δεύτερος σημαντικὸς στόχος τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ εἰρήνη μεταξὺ τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν τῆς ἐποχῆς (Φραγκοκρατία) καὶ ἡ συνεργασία τους – πέρα ἀπὸ τὶς ἀτομικὲς φιλοδοξίες τῶν ἡγεμόνων καὶ τὴν κοντόφθαλμη πολιτική τους – γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ στάθηκε δύσκολο, ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι τὰ δύο σημαντικὰ κράτη, τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου καὶ ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σὲ ἀντιζηλία, ἐχθρότητα, προστριβὲς καὶ πόλεμο μεταξύ τους.
Ἔτσι, τὸ ἔτος 1249, ταξιδεύει στὴ Νίκαια μὲ τὸν υἱό της Νικηφόρο, τὸν ὁποῖο μνηστεύει μὲ τὴν Μαρία, ἐγγονὴ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννου Γ’ Βατάτζη (1222 – 1254). Μετὰ ἀπὸ κάποιες περιπέτειες καὶ ὑπαναχωρήσεις ἡ Ἁγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τὸν Ἕβρο καὶ τελικὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1256 γίνονται μὲ λαμπρότητα στὴ Θεσσαλονίκη οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀρσένιο Αὐτωρειανὸ (1255 – 1260). Μία ἄλλη πληροφορία ἀναφέρει ὅτι ἡ Θεοδώρα μὲ τὸν υἱό της Νικηφόρο ἔρχονται στὸ Βολερό, «εἰς τὴν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια τῆς Ἀδριανουπόλεως), ὅπου συναντῶνται μὲ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Θεόδωρο Β’ Λάσκαρι (1254 – 1258) τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1256 – 7.
Ἐκεῖ ἔμειναν τρεῖς μέρες καὶ ἀφοῦ ἑόρτασαν τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ – πιθανότατα στὸν περίλαμπρο ναὸ τῆς Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρῶν (Ἕβρου) – ξεκίνησαν γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴ Νίκαια.
Μέσα ὅμως σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ τὸν ἐρχομό τους στὴν Ἄρτα, ἡ Μαρία πέθανε.
Μία νέα προσπάθεια εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεως μὲ τὴν ἀνορθωμένη πλέον Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, ὅταν ὁ Νικηφόρος νυμφεύεται τὴν ἀνεψιὰ τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282), Ἄννα. Ἡ Ἄννα Παλαιολογίνα εἶναι ἡ τρίτη θυγατέρα τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης ἢ Εὐλογίας, τῆς ἀγαπημένης ἀδελφῆς τοῦ Μιχαὴλ Η’. Στὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 1265 ὁ αὐτοκράτορας στέλνει τὴν ἀνεψιά του μὲ λαμπρὴ συνοδεία στὴν Ἄρτα, ὅπου τὸ ἴδιο ἔτος γίνονται καὶ οἱ γάμοι.
Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτό, πολλὲς ἦταν οἱ ἐνέργειες τῆς Ἁγίας γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς περιοχῆς καὶ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν. Ἀνάλωσε τὴν ζωή της στὴν προσπάθεια νὰ ξεπεραστοῦν τὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτὸ δίκαια ὀνομάσθηκε ἡ Θεοδώρα «Εἰρηνοποιὸς Ἁγία».
Μετὰ ἀπὸ σαράντα περίπου χρόνια ἔγγαμου βίου, ὁ Δεσπότης Μιχαὴλ Β’, «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας», κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ.
Ἡ Θεοδώρα ἀμέσως ἔτρεξε στὸ μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζεῖ ὡς μοναχὴ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (σημερινὴ μονὴ Ἁγίας Θεοδώρας). Ἡ ζωή της ἀσκητικὴ καὶ τὸ πολίτευμά της ἀγγελικό. Γιὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ βίου της γράφει ὁ βιογράφος της, ὅτι ζοῦσε σηκώνοντας τὸ βάρος τῶν πόνων καὶ τῆς ἀσκήσεως, αὐξάνοντας τοὺς καρποὺς τῶν ἀρετῶν της, παραμένοντας νύχτα καὶ ἡμέρα στὴν ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ καὶ συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους, ἐξαγνίζοντας τὸ σῶμα της μὲ νηστεία καὶ ὑπηρετώντας μὲ προθυμία τὶς ἀδελφὲς μοναχές. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων καὶ τὸ στήριγμα τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, βοηθοῦσε τοὺς πτωχούς, παρηγοροῦσε τοὺς θλιβομένους. Φροντίζει γιὰ τὴν ἀνέγερση νέων ναῶν καὶ μοναστηριῶν καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν. Ἔχει μεγάλη εὐλάβεια στοὺς Ὁσίους ἀσκητὲς τῆς περιοχῆς πρὸς τοὺς ὁποίους τρέφει ἰδιαίτερη τιμή, ὅπως φανερώνεται στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Ἐρημίτου († 15 Μαΐου). Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἀσκήτεψε τὴν ἐποχὴ αὐτὴ σὲ ἕνα σπήλαιο στὴν περιοχὴ τῶν σημερινῶν Χαλκιόπουλων. Ὅταν ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο περὶ τὰ ἔτη 1281 – 2 μ.Χ., ἡ βασίλισσα μοναχὴ μὲ ὅλη τὴν Σύγκλητο πῆγε στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου, προσκύνησε τὸ ἁγιασμένο του λείψανο καὶ μὲ ἐντολή της κτίσθηκε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου, λαμπρὸς ναΐσκος καὶ λάρνακα πρὸς τιμήν του.
Ὁ ναὸς καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου σώζονται μέχρι σήμερα ἐντυπωσιάζοντας μὲ τὶς θαυμασίας τέχνης ἁγιογραφίες του (τέλη 13ου αἰῶνος μ.Χ.) καὶ τὶς λόγιες ἐπιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα ἀπὸ λόγιους ἀνθρώπους τοῦ κύκλου τῆς Ἁγίας Θεοδώρας καὶ τῶν ἀνακτόρων.
Ἔφθασε ὅμως καὶ γιὰ τὴν Ἁγία Θεοδώρα τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπολαύσεως τῆς ἄνω ζωῆς. Στὴν Ὁσία ἀποκαλύπτεται ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου της, ὅπως συμβαίνει σὲ πολλοὺς Ἁγίους. Θερμὰ παρακαλεῖ τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ τὸν μεγαλομάρτυρα Ἅγιο Γεώργιο νὰ μεσιτεύουν πρὸς τὸν Κύριο νὰ τῆς δοθεῖ παράταση ζωῆς ἕξι μηνῶν «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Ἔτσι κι ἔγινε.
Καὶ ὅταν ἔφθασε πλέον ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν Ἁγία της ψυχὴ στὸν Κύριο, συγκεντρώνει τὶς ἀδελφὲς μοναχές. Γιὰ τελευταία φορὰ τὶς συμβουλεύει μὲ ἀγάπη καὶ τὶς καθοδηγεῖ πῶς νὰ ζοῦν καὶ νὰ ἀγωνίζονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, αὐτὴ ποὺ ἦταν τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία τους καὶ δίνοντας τὶς τελευταῖες ἐντολές της «χαίρουσα, τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σὲ ἡλικία περίπου 70 ἐτῶν. Δὲν γνωρίζουμε δυστυχῶς τὸν χρόνο τοῦ θανάτου τῆς Ἁγίας, τοποθετεῖται ὅμως στὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὸ 1281 – 1285 μ.Χ.
Τὸ ἅγιο καὶ χαριτόβρυτο σῶμα της ἐνταφιάσθηκε στὸ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ της μονῆς της, ὅπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σὲ εὐλογία ὅλων τῶν πιστῶν ὁ σεπτός της τάφος.
ἈπολυτίκιονἮχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα· διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον.Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Γυναίκα Ρωμηά και οι Μικρασιάτικες Σαρακοστές της.



site analysis


Γυναίκα Ρωμηά και οι Μικρασιάτικες Σαρακοστές της
Σοφία Ντρέκου

Μικρασιάτικες Σαρακοστές της Γυναίκας Ρωμηάς

Θυμάμαι την μητέρα μου που μου 'λεγε για την γιαγιά της, πρώτη γενιά προσφύγων από την Προύσσα της Μ. Ασίας. Το σπίτι με μεγάλη αυλή που έπρεπε την περίοδο της σαρακοστής να το ασπρίσουν. Κήπος μεγάλος σαν περιβόλι, με ότι δέντρο θέλεις μέσα. Ροδιές, Συκιές, Κυδωνιές, Μουριές... Η πρόγιαγιά με την βράκα και το τσεμπέρι, έτρωγε μόνο μεσημέρι (έκανε ενάτες την σαρακοστή). Το φαγητό της λίγο ψωμί κι ένα κρεμμυδάκι που έκοβε από τον κήπο. Όλο το βράδυ, μου λέγε η μητέρα μου, ακούγαμε έναν θόρυβο: ντουκ-ντουκ-ντουκ... κοιτούσαμε από την κλειδαρότρυπα και βλέπαμε την γιαγιά να κάνει αμέτρητες μετάνοιες μπροστά στο εικόνισμα... Να πέφτει, να σηκώνεται... ο θεός να την αναπαύσει! Διήγηση Μικρασιάτη.

Γυναίκα Ρωμηά του Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου

Ευχή: «Ήταν μια απλή γυναίκα του λαού, αλλά η λειτουργικότητά της ήταν αρκετά μεγάλη. Λειτουργούσε στην κοινωνία σαν τα ζωντανά και υγιή πνευμόνια. Ανέπνεε η ίδια και βοηθούσε και άλλους να αναπνέουν. Ήταν απλή γυναίκα του λαού, αλλά η σοφία της ήταν μεγάλη. Είχε σοφία πέρα από την ανθρώπινη γνώση.

Η σοφία της ήταν καρπός της άγνωστης γνώσης. Ο βίος της ήταν απαύγασμα της πονεμένης Ρωμηοσύνης. Η ζωή της ήταν ένας πόνος και μια χαρά, ένας σταυρός και μία ανάσταση. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν σάρκωση του μαρτυρικού μας Γένους…

Είχε μητρική καρδιά. Η καρδιά της χτυπούσε για όλους, όχι απλώς για να συντήρηση την βιολογική ζωή, αλλά για να στηρίξει τον κόσμο. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν μια μάνα της ανθρωπότητας. Αγαπούσε και την Παναγία, γιατί την καταλάβαινε. 


Ώρες ολόκληρες προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Δεν ξεχώριζε εχθρούς και φίλους, συγγενείς και αγνώστους. Γι’ αυτήν όλοι ήταν γνωστοί. Προσευχόταν για τον Πατριάρχη, για τους επισκόπους, τους ιερείς, τους μοναχούς, τους ιεραποστόλους και όλο τον κόσμο.

Προσευχόταν περισσότερο για τους νεκρούς. Έτσι ένοιωθε πραγματικά την ενότητα του κόσμου, χωρίς ρομαντισμούς και ψευδαισθήσεις. Η προσευχή της ξεχείλιζε με κλάματα, με δάκρυα. Είχε καρδιά ευαίσθητη. Διάβαζε και κουβέντιαζε με την καρδιά. 

Είχε μια πολύ μεγάλη ευαισθησία. Και αυτό δεν ήταν απλώς μια γυναικεία ευαισθησία, αλλά συνδυασμένο με ανδρεία και γενναιότητα αποτελούσε μια αρμονία και ισορροπία. 


Πίστευε στην μεγάλη αγάπη του Θεού και μπορούσε εύκολα να παρηγορήσει τον κάθε πονεμένο. Αυτή που πέρασε τόσους πόνους, γνώριζε τρόπους παρηγοριάς. Και η αγάπη της προς την Παναγία ήταν καρπός αυτής της ευαίσθητης και στοργικής καρδιάς.


Δεν ήξερε τί θα πει «δικαίωμα». Γνώριζε καλά το καθήκον, το καθήκον της αγάπης και της αρχοντιάς. Η ζωή της ήταν δόσιμο ολοκληρωτικό. Προσφορά. 



Αγαπούσε και κουραζόταν. Ήξερε να αγαπά και ήξερε να το εκφράζει. Και οι μικρές της αδυναμίες ντυνόταν με ωραία φορεσιά. Γι’ αυτό φαινόταν και αυτές ωραίες. 

Πώς να ξεχάσεις την θυσία και την προσφορά; Πώς να λησμονήσεις την απλόχερη αρχοντιά; Ζούσε μέσα ατό Φως του Θεού, στο φως της αγάπης και της ελπίδας, της υπομονής και της καρτερίας, του πόνου και της χαράς. 

Ακατάπαυστη προσευχή της ήταν το όνομα του Χριστού. Μέσα της κυκλοφορούσαν όλοι οι χυμοί της Παράδοσης, της Ορθόδοξης Παράδοσης, Έπινε γάλα όχι από κουτιά, αλλά από τον ζωντανό μαστό της Εκκλησίας». 

Σοφία Ντρέκου/Αέναη επΑνάσταση

ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΗΡΩΙΔΕΣ ΠΟΥ ΘΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ !



site analysis



   Η 60χρονη μάνα  Λουκία Τοπάλη και  η  38χρονη  κόρη  της Σοφία  Τοπάλη κρεμασμένες  στο  ίδιο  δέντρο . Η 40χρονη  Καλλιόπη  Μαράτου – Χρήστου από το  Αργοστόλι δολοφονημένη στο  3ο χιλιόμετρο του  δρόμου από  Θεσσαλονίκη προς  το Κιλκίς . Η δεκαεξάχρονη  Άννα Θωμάκου – Παυλάκου πυροβολήθηκε απ’ τους  Ναζί και  έπεσε  σε  πηγάδι για  να  σωθεί και  να  εκτελεστεί λίγους μήνες  αργότερα στο  Χαϊδάρι . Η Μαργαρίτα  Δημοπούλου και  η  22χρονη Καίτη  Βαϊδου εκτελέστηκαν επίσης  στο  Χαϊδάρι . Η 18χρονη Ήβη  Αθανασιάδου δολοφονήθηκε  την  ώρα που  έγραφε  συνθήματα στους  τοίχους . Η 25χρονη Αλίκη  Χεμίκογλου έπεσε  χτυπημένη από  τα μανιασμένα  φλογοβόλα  των Γερμανών .
Ο  μακρύς  κατάλογος
   Η 31χρονη Αγγελική Ρογκάκου εκτελέστηκε μαζί  με  21  συναγωνιστές της . Μα είναι  μακρύς  ο  κατάλογος των  “ ηρωίδων ‘που  παραμένουν  άγνωστες και  περιμένουν  να  στηθεί το  “ Ηρώο  της Ελληνίδας “ που τους υποσχέθηκε  η Ελληνική  Πολιτεία .
   Δεν  καταγράφεται στα  διεθνή  χρονικά  της  Αντίστασης ανάλογη  περίπτωση και  δεν ανιχνεύονται  στη  διεθνή  βιβλιογραφία τα  στοιχεία  ηρωισμού με  τα  οποία τροφοδότησαν  την  Ιστορία οι  Ελληνίδες όπου  κι’ αν  βρέθηκαν . Έπιασαν το  νήμα από  εκεί  που  το  είχαν  αφήσει η Μπουμπουλίνα , η Τζαβέλαινα και  το  έσυραν μέχρι  την  ημέρα  της  απελευθέρωσης , αφήνοντας πίσω  τους τα  ίχνη  της  Ελληνικής  ψυχής .
   Εκατοντάδες ρίχτηκαν στις  φυλακές , βασανίστηκαν και  υπέφεραν , Δεκάδες έμειναν ανάπηρες , περισσότερες  μεταφέρθηκαν σε  στρατόπεδα συγκέντρωσης και  χιλιάδες  ήταν εκείνες οι  οποίες  στήριξαν  τις  αντιστασιακές  Οργανώσεις . Οι  περισσότερες  μετά  τον  πόλεμο επέστρεψαν  στην  καθημερινότητα και τις  οικογένειές  τους χωρίς  να  αναζητήσουν  δάφνες .
   Και  έμειναν οι  ιστορικοί  Έλληνες  και  ξένοι , να  αναρωτιούνται τι  μπορεί  να  έκρυβε στην  ψυχή  τους η  καταγόμενη  από  τα  Κρώρα  Θηβών 22χρονη Καίτη  Βαϊδου , όταν  στεκόταν  μπροστά στους  Γερμανούς στρατοδίκες που  την  καταδίκασαν σε  θάνατο ή όταν την  εκτελούσαν τον Αύγουστο  του  1944 .
   Ήξερε τόσα πολλά κι’ όμως δεν  μίλησε . Δεν  μαρτύρησε . Έστησε το  κορμί  της για να της  πάρουν τη  ζωή  οι  άνανδροι . Τι  αισθανόταν η Ζαν  ντ΄Αρκ της  Γαλλικής  Αντίστασης , όπως αποκαλούσε ο  Τύπος  την Ελένη  Βαλλιάνου ( 1909 – 1944 ) ; Γόνος πλούσιας  Ελληνικής οικογένειας , θυσίασε τη  ζωή  της για να  συλληφθεί από  την  Γκεστάπο και  να  εκτελεσθεί . Ηρωίδα της  Γαλλίας , ένας  δρόμος στις Κάννες  φέρει  το  όνομά  της ( rue Helene Vagliano ) .
        H   Oλλανδέζα
  Προφανώς , αισθανόταν το ίδιο  και  η Ολλανδέζα  Lucie van Schelle , σύζυγος  του Παναγιώτη  Τοπάλη , γνωστή  ως  Λουκία στα Λεχώνια Βόλου , όπου  είχαν εγκατασταθεί σε  ένα  απέραντο  κτήμα .
   Ο άνδρας  της είχε  φύγει απ’ τη  ζωή  πριν από  τον  πόλεμο και  εκείνη έμεινε με  την  κόρη  της  Σοφία ( γεν 1906 ) . Στα  χρόνια  της  Κατοχής μετέβαλαν  το  σπίτι τους σε  καταφύγιο μαχητών του  Εθνικού  αγώνα . Γνωρίζοντας ξένες  γλώσσες έγραφαν  στον  τύπο της  Αντίστασης και  σε  εφημερίδες του εξωτερικού , διέθεταν  χρηματικά  ποσά , οργάνωναν  συσσίτια και  παντοιοτρόπως βοηθούσαν όσους  πολεμούσαν  τον  κατακτητή .
   Κάτω  από περίεργες  συνθήκες συνελήφθησαν από  τους  Γκεσταπίτες και  υπέφεραν αφάνταστα μαρτύρια  για  να  ομολογήσουν .
   “ Έπραξα  το  καθήκον  μου “ είπε  η  Σοφία  λίγο πριν την  κρεμάσουν στο  ίδιο δέντρο  με  την  μάνα  της  και  μία  ακόμα  Ελληνίδα , τη  Φιλίτσα  Καλαβρού , 40  ετών . Τρεις όμορφες και  γενναίες  ψυχές άφησαν  την  τελευταία  τους  πνοή  σε  ένα  δέντρο…
   Ακολούθησε  πλιάτσικο από  τους  Γερμανούς και τους  ελάχιστους  Έλληνες  προδότες συνεργάτες  τους . Συλλογές  έργων τέχνης , αμέτρητα  ασημικά και  πορσελάνες , κοσμήματα , πολύτιμες  πέτρες και  χιλιάδες  λίρες ήταν τα  αργύρια  της  προδοσίας  τους .
Η “ τυχερή “ ράφτρα και  η ( εκ  Παρισίων ) κόρη  γνωστού γιατρού .
  Αλλά και η  φτωχή  ράφτρα Νίκη  Χωμενίδου στην  Αθήνα  είχε μετατρέψει το  σπίτι  της  στην οδό Ρόδου σε  μόνιμο  καταφύγιο  Βρετανών . Ανήκε  στη  ομάδα της  Λέλας  Καραγιάννη , έδρασε με  ευφυία και  δυναμισμό και  οι  περιπέτειές  της ξεκίνησαν  από  το  1941 .
   Μπαινόβγαινε  στις  φυλακές , αλλά  συνέχισε τη  δράση  της μέχρι  που  στάλθηκε ως  επικίνδυνη στις  Ιταλικές  φύλακές Trani . Κατόρθωσε  ωστόσο να  επιζήσει και  πολλά χρόνια  αργότερα  να τιμηθεί απ’ τη  Βρετανική  Κυβέρνηση . Δεν κατόρθωσε  όμως  να  γλιτώσει η  γεννημένη στο  Παρίσι Εθνομάρτυρας Αλίκη Χεμίκογλου , κόρη  του  γνωστού στη  Αθηναϊκή κοινωνία ,  γιατρού Γ.Χεμίκογλου .
   Ο πόλεμος τη  βρήκε στην  Αθήνα , φόρεσε  τη  στολή  της  νοσοκόμας και  βρέθηκε  στο μέτωπο . Όταν έβγαλε  τη  στολή  της νοσοκόμας , μπήκε στην  Αντίσταση , σημείωσε  μεγάλες  επιτυχίες στον  τομέα  της  κατασκοπίας , αλλά  οι  Γερμανοί βρέθηκαν  στα  ίχνη  της λίγο  προτού φύγει για  τη  Μέση Ανατολή . Πρωτάκουστα μαρτύρια  στις εγκαταστάσεις των SS ( Μέρλιν  6 ) . Της  ξερίζωσαν  τα  μαλλιά , τη  στεφάνωσαν  με  σίδερο που  έσφιγγε , τη  μαστίγωσαν και  διοχέτευσαν ηλεκτρικό ρεύμα στα ευαίσθητα  σημεία  του  σώματός  της . Κι’ όμως , σακατεμένη την πήγαν να “ ψυχαγωγήσει “ Γερμανούς  στρατιώτες , απ’ όπου  απέδρασε . Βρίσκει  καταφύγιο  στο  χωριό  Χρυσό της  Άμφισσας , σε  ένα χαμόσπιτο όπου προσπαθούσε  να  περάσει τη  νύχτα . Εκεί  την  “ εντόπισαν και την  έκαψαν  με  φλογοβόλα οι  Γερμανοί  τον  χειμώνα  του  1943 .
1
΄  Από  αριστερά , Ακριβή Νικολετοπούλου , Άννα Θωμάκου – Παυλάκου και Ελένη Βαλλιάνου .
2
Η 60 χρονη  Λουκία Τοπάλη και  η  38χρονη  κόρη  της  Σοφία Τοπάλη , κρεμασμένες στο  ίδιο  δέντρο .

“ Αυτός  είναι ωραιότερος  θάνατος “
 Την  τύχη της  Χεμίκογλου ακολούθησε και  η καταγόμενη  απ’ την  Αμαλιάδα Ηλείας και γεννημένη το  1912 ηρωίδα  Ακριβή Νικολετοπούλου . Εργάστηκε  στην  παρανομία , βοήθησε  στην  έκδοση εφημερίδας , εισήλθε στη  μυστική υπηρεσία  των  Άγγλων και μεθόδευσε την εγκατάσταση  πομπού  στα  Ζαρουχλαίίκα . Ότα  άρχισε να κινεί  υποψίες , ήρθε στην  Αθήνα και  έδρασε  με  το  ψευδώνυμο  Έφη . Συνελήφθη στο  ξενοδοχείο των “ Ξένων “ ( οδός  Αιόλου ), υπέστη  φρικτά  βασανιστήρια , καταδικάστηκε  σε  θάνατο και  εκτελέστηκε στις  8  Σεπτεμβρίου 1944 . Στο  τελευταίο γράμμα προς  τους  γονείς  της έγραφε : “ Είμαι  ευχαριστημένη γιατί  πεθαίνω  σαν  Ελληνίδα . Ό  ωραιότερος  και τιμιότερος  θάνατος “ !  Έναν  όμορφο  θάνατο για  την  πατρίδα  ήθελαν  οι Ελληνίδες , που  περιμένουν να  γραφτεί η  ιστορία τους και  να  ανεγερθεί  το “ ηρώο “ τους .
Πηγή : Κυριακάτικη  Δημοκρατία – γράφει ο Ελευθέριος Σκιαδάς .
ΠΗΓΗ.http://www.lidoriki.com/

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Η Οσία Θεοκτίστη του Βορονέζ η δια Χριστόν σαλή



site analysis


 Η Αγία Θεοκτίστη αναφέρεται επιγραμματικά στους Ρωσικούς συναξαριστές χωρίς άλλο υπόμνημα.Καταγόνταν από την ρωσική πόλη Βορονέζ ά έζησε και ασκήτεψε σε αυτήν και έφερε το επίθετο Μιχαήλοβνα.
  Έζησε τον 20ο αιώνα και αναφέρεται ως νεομάρτυρας,κάτι από το οποίο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ίσως να έπεσε θύμα του κομμουνιστικού αθεϊστικού καθεστώτος.
  Σίγουρα η αγία ευαέστησε τον Κύριο,με την δύσκολη άσκηση της δια Χριστόν σαλότητας και κατάφερε να εισπράξει το αντίτιμο της άσκησης αυτής στις ουράνιες σκηνές όπου και κατετάγη από τον ίδιο τον Κύριό μας.
   Η Αγία Ρωσική Εκκλησία τιμά και εορτάζει την μνήμη της στις 22 Φεβρουαρίου/4 Μαρτίου ημέρα κατά την οποία παρέδωσε την ψυχή της το έτος 1936

Από το βιβλίο του Ίκαρου Πετρίδη:Εμπάιζοντες''ημείς μωροί δια Χριστόν...''
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Μια άγνωστη “αγία” μέσα στον κόσμο



site analysis

Μια άγνωστη “αγία” μέσα στον κόσμο


-
…επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με… (Ευαγγελιστής Ματθαίος κε΄ 31-46).
-Το περασμένο καλοκαίρι περίμενα το τραίνο στον σταθμό ενός μικρού χωριού.
Εκεί που καθόμουνα, βλέπω μια γερόντισσα χωρική που ήταν κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Την πλησιάζω.
Το πρόσωπό της – αν και γερασμένο –έλαμπε με μια μυστική λάμψη, όπως συμβαίνει στους πνευματικούς ανθρώπους. Και την ρωτάω:
-Ποιόν περιμένεις, αδελφή;
-Ε, ε, όποιον μου στείλει ο Χριστός.

Στην συνέχεια του διαλόγου που είχαμε, κατάλαβα ότι συνέβαινε το εξής:
Κάθε μέρα η γριούλα αυτή ερχόταν στον σταθμό, για να δει, αν υπάρχει κάποιος φτωχός ταξιδιώτης, που θα είχε ανάγκη στέγης και τροφής. Και, όταν έβρισκε κάποιον, τον δεχόταν με χαρά. Και τον φιλοξενούσε στο σπίτι της, σαν να τον είχε στείλει ο Χριστός. (Το σπίτι της απείχε από τον σταθμό ένα χιλιόμετρο μακρυά).
Ακόμη κατάλαβα ότι καθημερινά διάβαζε την Αγία Γραφή και πήγαινε στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Επίσης νήστευε και αγωνιζόταν να εφαρμόζει όλες τις εντολές του Θεού.
Δεν ήταν λοιπόν αυτή μία μικρή αγία;
Στο τέλος της συζητήσεως πήγα να την επαινέσω για την προθυμία της, να ασκεί σε τέτοιο βαθμό την ευαγγελική αρετή της φιλοξενίας. Δεν με άφησε όμως να τελειώσω. Και μου είπε τα εξής λόγια:
– Μήπως και εμείς, πάτερ μου, δεν είμαστε δικοί του φιλοξενούμενοι σ’ αυτόν τον κόσμο, κάθε ημέρα και σε όλη μας την ζωή;
Και έλαμψε περισσότερο το πρόσωπό της.
Ω ελεήμονες και χρυσές ψυχές του λαού μας! Πολλές φορές ντρέπομαι όταν με αποκαλείτε διδάσκαλο του Θεού. Αντίθετα δεν θα ντρεπόμουν ποτέ, αν με αποκαλούσατε μαθητή του λαού μας!
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Η μνήμη της Αγίας Ανατολής στην Ανατολή Ιωαννίνων



site analysis


Δρ Χαραλάμπης Μπούσιας. 

Χριστός, η εξ ύψους Ανατολή

και η Αγία Μάρτυς Ανατολή

Η ανατολή του ήλιου προμηνύει μία ημέρα καινούργια, γεμάτη φως, ζωή, χαρά, συγκινήσεις, χρόνο αφιερωμένο στον Θεό μας, χρόνο μετανοίας. Όταν το βράδυ γείρουμε στο κρεββάτι να κοιμηθούμε προσδοκούμε να έλθει η επόμενη ημέρα καλύτερη από την προηγούμενη που να ικανοποιήσει τις ζωτικές μας ανάγκες και τις πνευματικές μας αναζητήσεις. Τα πρωϊνά κοιτώντας προς την ανατολή βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει λαμπρός και το φως του μας γεμίζει αισιοδοξία και ζωντάνια.
Με κατάνυξη, λοιπόν, προσευχόμαστε λέγοντας: «Κύριε, τον νουν μου φώτισον και την καρδίαν και τα χείλη μου άνοιξον εις το υμνείν Σε». Βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει παρακαλούμε τον Θεό μας, τον νοητό Ήλιο, να μας φωτίσει τον νουν, ώστε να διέλθουμε το μήκος της ημέρας «σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς» (Τιτ. β΄ 12), όπως μας παροτρύνει και ο Απόστολος Παύλος. Βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει και θαυμάζουμε το μεγαλείο της δημιουργίας.

Τον βλέπουμε μέσα στη ροδόχροη αυγή, τότε που όλη η πλάση γύρω μας παίρνει ένα χρώμα μοναδικό, ουράνιο, παραδεισένιο, γι’ αυτό και εξυμνείται από όλους μας, που πολλές φορές κοπιάζουμε να επισκεφθούμε διάφορα ψηλώματα για να θαυμάσουμε τον ήλιο που αναδύεται μέσα από τα πελάγη η τα μακρυνά βουνά ντυμένος με την βασιλική του πορφύρα.

Όταν, όμως, ο ήλιος ανέβει ψηλά στον ορίζοντα αδυνατούμε να τον κοιτάξουμε, γιατί το φως του θα μας τυφλώσει, όπως δεν ηδυνήθησαν να δουν και τον νοητό Ήλιο, τον Χριστό μας, οι πρόκριτοι των μαθητών στο Θαβώρ, όταν το πρόσωπον Αυτού «έλαμψεν ως Ήλιος τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (Ματθ. ιζ΄ 2) ώστε έπεσαν χαμαί.

Ο Χριστός μας είναι «η εξ ύψους ανατολή». Μας το τονίζει το Απολυτίκιο της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων, όπου αναφέρεται: «Κύριε, Σε γινώσκει εξ ύψους Ανατολή». Ο Χριστός μας με την ενανθρώπησή Του ήλθε να φανερώσει το φως της βασιλείας του Θεού στη γη ώστε αυτό να γίνει προσιτό στον άνθρωπο.

Όπως η αυγή που προέρχεται από το φως του ήλιου αποτελεί το φυσικό σύμβολο η το προοίμιο της μετά από λίγο φανερώσεώς του, έτσι και το άκτιστο φως του Θεού Λόγου, του νοητού Ηλίου, που φανερώνεται στην Εκκλησία αποτελεί το φυσικό σύμβολο της βασιλείας του Θεού.

Ο ίδιος ο Χριστός μας είναι «το φως το αληθινόν», αφού «Φως Χριστού φαίνει πάσι», είναι το αιώνιο, το άδυτο, το ατελεύτητο φως, το άκτιστο φως, το οποίο φωτίζει τα αναγεννημένα και αναστημένα σύμπαντα. Το ομολογούμε στην πρωϊνή μας προσευχή λέγοντας: «Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιαζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».

Μας το είπε άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου» (Ιωάν. η΄ 12). Φως είναι ο Χριστός μας, αλλά φως είναι και ο ουράνιος Πατέρας Του, φως και το Πανάγιό Του Πνεύμα, συμφώνως με το Εξαποστειλάριο της Κυριακής της Πεντηκοστής: «Φως ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα». Ο Ευαγγελιστής της αγάπης διακηρύσσει ότι: «Ο Θεός φως εστι και σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α΄ Ιωάν. α΄ 5).

Επειδή, όμως, «Θεόν ουδείς εώρακεν πώποτε» (Ιωάν. α΄ 18), αφού είναι αδύνατο να τον δούμε λόγω της φωτεινότητός Του που προκαλεί τύφλωση, τον βλέπουμε μόνο στην χρυσαυγή, την πανεύμορφη ανατολή, και τον βλέπουμε καθημερινώς με τους νοητούς φωστήρές Του, τους Αγίους μας. Αυτούς που μπορεί μεν «αστήρ αστέρος να διαφέρη εν δόξη» (Α΄ Κορ. ιε΄ 41), αλλά όλοι φωτίζουν τον έναστρο της πίστεως ουρανό.

Ένα τέτοιο αστέρι, που φωτίζει είκοσι αιώνες τώρα το στερέωμα της Εκκλησίας μας είναι η Αγία Ανατολή, η αδελφή της Αγίας Φωτεινής, και των Αγίων Φωτούς, Φωτίδος, Παρασκευής, Κυριακής Φωτεινού και Ιωσή.

Φως υπέρλαμπρο η Αγία Φωτεινή, χρυσαυγή πορφυρόχροη η Αγία Ανατολή. Ανέτειλε στη Συχέμ της Σαμαρείας, εκεί όπου ο προπάτωρ Ιακώβ είχε ανορύξει φρέαρ για τις βιοτικές του ανάγκες. Εκεί όπου ο Χριστός μας, το Φως του κόσμου, η Ζωή και η Ανάσταση, το Ύδωρ το ζων, είπε στην Αγία Φωτεινή, με μεταφορική σημασία, αυτός που διψά «ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ΄ 37).

Ο φωτισμός της Αγίας Φωτεινής ανέτειλε και τον φωτισμό όλης της οικογενείας της και φυσικά της αδελφής της Αγίας Ανατολής. Και αυτή μαζί με τις άλλες έδιωξαν αμέσως το ζοφερό σκοτάδι της αγνωσίας και φωτίσθηκαν με το άδυτο φως της χάριτος του Χριστού μας, που από το σκοτάδι τις είλκυσε στο φως, από το έρεβος στη χρυσοστόλιστη και πανευφρόσυνη αυγή της θεογνωσίας.

Έγινε φωτεινό μετέωρο που φωτίζει στους αιώνες κάθε ζοφωμένη από τις θλίψεις και την αγνωσία ψυχή και της υποδεικνύει το δρόμο της αλλαγής τρόπου ζωής και σωτηρίας.

Όταν οι γλωσσοπυρσόμορφες φλόγες του Παρακλήτου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής καταύγασαν τους Αγίους Αποστόλους οδήγησαν και την Αγία Ανατολή με τη συνοδεία της εις «πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. ιστ΄ 13).


Έγινε μέλος τίμιο της Εκκλησίας μας, η οποία αποτελεί ένα ταμείο ηθών χρηστότητος, ένα ασταμάτητο εργαστήριο αγιότητος, ακολουθώντας την προτροπή του Φωτοδότου Χριστού μας: «Άγιοι γίγνεσθε, ότι εγώ Άγιός ειμι»(Α’ Πετρ. α΄ 16).


Έτσι η Εκκλησία μας παίρνει χώμα και βγάζει χρυσάφι· παίρνει ύλη και βγάζει πνεύμα· παίρνει καρδιές βουτηγμένες στο βούρκο και τις καθαρίζει· παίρνει φθαρτότητα και παράγει αφθαρσία· παίρνει χοϊκούς πολίτες και τους κάνει ουρανοπολίτες· παίρνει στρατιώτες από τη γήϊνη στρατιά, τη στρατευόμενη Εκκλησία, και τους κάνει στρατιώτες της θριαμβεύουσας στους ουρανούς πανηγύρεως. Αυτή είναι η Εκκλησία μας με τη λυτρωτική της πορεία μέσα στο πέρασμα των αιώνων.


Με το φως της Πεντηκοστής η Αγία Ανατολή ξεκίνησε την ιεραποστολική της δράση για να φωτίσει τους λαούς που κάθονταν «εν χώρα και σκιά θανάτου» (Ματθ. δ΄ 16). Αυτούς που περίμεναν να ανατείλει μέγα και δυνατό πνευματικό φως από τον ουρανό, για να διαλύσει το πυκνό σκοτάδι της αγνωσίας και του θανάτου.
Φώτιζε και προχωρούσε μαζί με την ευλογημένη της οικογένεια. Φώτισε Συρία, Φοινίκη, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και Καρχηδόνα, για να καταντήσει στην Ρώμη, όπου μαρτύρησε για το Φως, τον Χριστό μας. Έδωσε τη μαρτυρία και μαρτύρησε «περί του Φωτός» ( Ιωάν. α΄ 7).

Ανέτειλε, λοιπόν, η Αγία Ανατολή στην ανατολή, για να δύσει στη δύση, με αποκεφαλισμό για το Φως, τον Χριστό μας.

Σήμερα στην ευλογημένη Ανατολή των Ιωαννίνων, το προάστιο με τους ανατολίτες πρόσφυγες, τους Μικρασιάτες και τους Ποντίους, γιορτάζουμε για πρώτη φορά τη μνήμη της Αγίας Ανατολής.


Η αδελφή αυτή της Αγίας Φωτεινής για πρώτη φορά τιμάται ιδιαίτερα στην ευλογημένη Ήπειρό μας και φωτίζει με τις ακτίνες των πρεσβειών της προς τον Φωτοδότη Χριστό μας τις καρδιές μας, για να πορευθούμε στο δρόμο της αρετής και να συναγαλλόμαστε μαζί στην ατελεύτητη μακαριότητα, στα υπέρφωτα δώματα του Παραδείσου.
ΠΗΓΗ.ΠΕΜΤΟΥΣΙΑ

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

ΓΙΑΤΙ Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΧΑΡΑ; από τους λόγους του αγίου Παϊσίου



site analysis















– «Ζαλούρα είναι τα παιδιά», μου είπε μια γυναίκα τα πού τα είχε όλα. 
Βαριέται να έχη παιδιά! Όταν μια μάνα σκέφτεται έτσι, είναι ένα άχρηστο πράγμα, γιατί οι μανάδες κανονικά έχουν αγάπη. 
Μπορεί μιά κοπέλα, πρίν κάνη οικογένεια, νά την ξυπνά ή μάνα της στις δέκα ή ώρα το πρωί. Από την στιγμή όμως που θα γίνη μάνα καί θά εχη νά ταΐζη το παιδί της, νά το πλένη, νά το καθαρίζη, δεν κοιμάται ούτε την νύχτα, γιατί παίρνει μπρος ή μηχανή. Όταν ο άνθρωπος έχη θυσία, δεν γκρινιάζει, δεν βαριέται· χαίρεται. Όλη ή βάση εκεί είναι, να ύπάρχη πνεύμα θυσίας. 
Αυτή η γυναίκα αν έλεγε: «Θεέ μου, πώς να Σε ευχαριστήσω; Δεν μου έδωσες μόνον παιδιά άλλα καί πολλά αγαθά… Πόσοι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε καί εγώ έχω τόσα σπίτια, έχω καί aπό τον πατέρα μου περιουσία, o άνδρας μου παίρνει μεγάλο μισθό, βγάζω καί δυο μισθούς aπό τά ενοίκια, καi δεν ταλαιπωρούμαι! Πώς νά Σε ευχαριστήσω, Θεέ μου; Δεν τα άξιζα εγώ αυτά τα πράγματα», aν σκεφτόταν έτσι, θά έφευγε με τήν δοξολογία ή κακομοιριά. Και μόνο δηλαδή αν ευχαριστούσε τον Θεό μέρα-νύχτα, θα ήταν αρκετό. .
 – Η θυσία, Γέροντα, δίνει χαρά. 
– Ω, χαρά! Αυτήν τήν χαρά της θυσίας δεν τήν γεύονται σήμερα οι άνθρωποι, γι’αυτό είναι βασανισμένοι. Δεν έχουν ιδανικά μέσα τους· βαριούνται που ζουν. Η λεβεντιά, η αυταπάρνηση, είναι η κινητήρια δύναμη στον άνθρωπο. Αν δεν υπάρχει αυτή ή δύναμη, ο άνθρωπος είναι βασανισμένος.

 . Απόσπασμα από τις σελίδες 193 -194 του βιβλίου: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ, ΛΟΓΟΙ Β΄,ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ , ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧAΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από το κεφάλαιο: “Η θυσία φέρνει την χαρά” και την παράγραφο:«Στην εποχή μας σπανίζει ή θυσία »