Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Γερόντισσα Μητροδώρα η έγκλειστη



site analysis




Βιογραφικά Η Μητροδώρα γεννήθηκε στις 28-8-1928 στο χωριό Λάσα της Επαρχίας Πάφου της Κύπρου. Ήταν δευτερότοκη από έξι αδέλφια της οικογενείας Νικολάου Νεάρχου και Αθηνάς.

Από μικρή είχε μία χάρη επάνω της και διακρινόταν για την αθωότητά της. Ήταν τελείως απονήρευτη. Είχε βαρυκοΐα από νέα. Η αθωότητά της σε συνδυασμό με την βαρυκοΐα της έδωσαν το «πιστοποιητικό» της χαζής, πράγμα που την βόλευε για να κινείται άνετα και όπως ήθελε.
Έλεγε στην ξαδέλφη της Γεωργία: «Με είχαν για χαζή. Οι γονείς μου ήθελαν να με παντρέψουν, εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Έπαιζα τέλεια την χαζή και δεν παντρεύτηκα». Ο δρόμος της αγαμίας ήταν επιδίωξη της συνειδητή.

Αφού εκοιμήθησαν οι γονείς της και αποκαταστάθησαν τ’ αδέλφια της, η Μητροδώρα έμεινε μόνη της σ’ ένα μεγάλο πετρόκτιστο σπίτι. Η αυλή περιβαλλόταν από μανδρότοιχο που είχε ύψος τρία μέτρα περίπου. Κανείς δεν μπορούσε να μπή, αλλά ούτε και να δή το σπίτι. Είχε μία μεγάλη μεταλλική πόρτα από χοντρή λαμαρίνα (ξωπόρτι). Μόνο στην γνωστή της γιαγιά Ανδρονίκη άνοιγε, όταν χτυπούσε πολύ δυνατά και συνθηματικά την πόρτα.
Όλα μέσα στο σπίτι της ήταν παλαιά, αλλά ήταν χαριτωμένα και σαν να υμνούσαν τον Θεό. Στην αυλή είχε λίγες κότες, μία κατσίκα δεμένη με δύο κατσικάκια και αρκετά περιστέρια που μπαινόβγαιναν στο σπίτι της μέσα τρώγοντας ανενόχλητα από ένα σακκί κριθάρι. «Μου αρέσουν και λυπούμαι να τα ξεκάνω», έλεγε. Το καλοκαίρι είχε και τα χελιδόνια συντροφιά. Είχε ανοιχτό το παράθυρο για να μπαινοβγαίνουν, και έβαζε χαρτιά για να μή λερώνουν. Κοιμόταν τα βράδια όλοι μαζί κάτω από την ίδια σκεπή.




Εκεί μέσα ζούσε σαν έγκλειστη βασίλισσα η Μητροδώρα, ντυμένη με μαύρα ρούχα και με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της που την έκανε να φαίνεται γριά. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πολύ γλυκό, πιο πολύ και από ένα μωρό. Ήταν στολισμένη με δύο αθώα ματάκια που σε κοιτούσαν όλο αθωότητα και έπαιζαν παιδικά, συνοδευόμενα με ένα γλυκό χαμόγελο. Γι’ αυτό ήταν ελκυστική σαν μαγνήτης και επιζητούσαν οι γυναίκες την συντροφιά της, αλλά αυτή προτιμούσε να μένη μόνη της με τον Θεό και τα ζώα της στην εγκλείστρα της.



Το τυπικό της

Το καθημερινό τυπικό της ήταν κυρίως η μελέτη της Αγίας Γραφής και πνευματικών βιβλίων. Η Αγία Γραφή της από την συνεχή χρήση είχε διαλυθή και φαινόταν σαν ένα μάτσο φύλλα. Κοιμόταν πολύ λίγο. Ξενυχτούσε μελετώντας. Ύστερα ξεκουραζόταν και ξυπνούσε νωρίς και πάλι άρχιζε την μελέτη. Όταν ξημέρωνε φρόντιζε τα ζώα της και ύστερα πάλι διάβαζε. Γύρω στις 10 π.μ. περίπου πήγαινε στην Εκκλησία που ετιμάτο στην Υπαπαντή. Ο ιερέας την αγαπούσε και της είχε δώσει κλειδιά του ναού για ν’ ανάβη τα καντήλια. Πήγαινε λοιπόν στην Εκκλησία την ώρα που οι δρόμοι ήταν άδειοι και δεν την έβλεπε κανείς. Αν συναντούσε κάποιον, έλεγε «Καλημέρα», έσκυβε προφασιζόμενη ότι δεν ακούει και προχωρούσε. Εκλειδώνετο μέσα, άναβε τα καντήλια και έμενε πολλές ώρες προσευχόμενη. Σε ερώτηση τι κάνει τόσες ώρες στην Εκκλησία απάντησε χαμογελώντας: «Μετανοιάζω και προσεύχομαι».

Ύστερα γύριζε στο σπίτι της. Καθ’ οδόν περνούσε μερικές φορές από ένα κατάστημα, αγόραζε κάτι που της ήταν απαραίτητο, και πάλι κλειδωνόταν στο σπίτι της. Ένιωθε άβολα μέσα σε κόσμο και ειδικά όταν καταλάβαινε ότι την πρόσεχαν. Προσπαθούσε τότε σκύβοντας το κεφάλι της να κρυφτή πίσω από κάποια γνωστή της. Έλεγε «όταν πάω στην Εκκλησία και έχη κόσμο στον δρόμο, κλείνω τα μάτια μου να μή βλέπω και να μην ακούω τίποτε». Τόσο πολύ πρόσεχε η Μητροδώρα. Ήταν έγκλειστη, αλλά ήταν και νηπτική (προσεκτική).
Την ρώτησαν γιατί δεν πάει και αυτή στους Αγίους Τόπους, όπως πάνε πολλοί Κύπριοι. Απάντησε: «Όχι, γυιέ μου. Δεν θέλω να πάω για να μην δώ και ακούσω άλλα πράγματα· για να μην γυρίζει ο νους μου και στο τέλος χάσω και τον Χριστό μου. Καλά είμαι έτσι».

Υπήρχε ένα πεζούλι που εκάθοντο ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνοντο και έλεγαν τα νέα του χωριού. Όταν πίεζαν πολύ την Μητροδώρα να καθήση και αυτή μαζί τους, καθόταν για λίγο παράμερα χωρίς να μιλά. Αυτό όμως σπάνια γινόταν και το έκανε παρά την θέλησή της για να μην τις στενοχωρήση.


 Μία φορά ένας γνωστός της είδε την Μητροδώρα με το φωτεινό πρόσωπο της να κάθεται μαζί τους και παραξενεύτηκε. Αυτή του έκανε νόημα, σκούπισε με το χέρι της το στόμα, εννοώντας ότι δεν μιλά και αποφεύγει έτσι την κατάκριση. Και όταν ύστερα την ρώτησε γιατί δεν ανοίγει όταν χτυπούν στο σπίτι της, απάντησε: «Οι γυναίκες κάθονται μου λέει η μία για την άλλη. Δεν είναι καλό αυτό και έχει κόλαση (είναι εφάμαρτο). Γι’ αυτό και έγώ δεν ανοίγω. Με έχουν για χαζή, αλλά καλύτερα».

Προτιμούσε την ησυχία και τον εγκλεισμό γιατί εύρισκε χρόνο να προσεύχεται και να διαβάζη. Όλη την ημέρα και τη νύχτα διάβαζε. Βιβλία της προμήθευε γνωστός της και απορούσε πως τα διάβαζε τόσο γρήγορα. Κάποτε της πήγε τα Ασκητικά του Αββά Ισαάκ του Σύρου, αλλά είχε ενδοιασμό μήπως δεν μπόρεση να το καταλάβη και δεν της αρέση. Όταν το διάβασε, είπε ότι αυτό ήταν το καλύτερο βιβλίο και της άρεσε πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα.
Όταν την πρωτογνώρισε ο π. Θεοδόσιος, την ρώτησε μεταξύ άλλων αν εξομολογήται. Τότε άρχισε να κλαίη γοερά και να λέη: 
«Τους λέω, γυιέ μου, να με πάρουν (για εξομολόγηση) και δεν με παίρνουν. Μου λένε ότι δεν έχω τίποτε, ότι δεν χρειάζεται, αλλά εγώ θέλω να εξομολογηθώ γιατί είμαι αμαρτωλή, πολύ αμαρτωλή», και συνέχισε να κλαίη, να τραβά τα ρούχα του π. Θεοδοσίου και να τον παρακαλή: 
«Πάρε μου, γυιέ μου, πάρε μου. Θα κάνεις μεγάλο ψυχικό». 

Πράγματι την πήρε και εξωμολογήθηκε στον ηγούμενο της Αγίας Μονής π. Αθανάσιο, νύν Μητροπολίτη Λεμεσού. Στον δρόμο για το Μοναστήρι είπε: «Η Παναΐα μας είναι πολλά θαυματουργή. Εψές επήγα και εγονάτισα και έκλαια και λαλώ της “Παναγούλα μου, πέψε ένα πλάσμα να με πάρη να εξομολογηθώ”. Άδε έπεψε εσένα».

Αφού εξωμολογήθηκε, ο π. Αθανάσιος είπε ότι η Μητροδώρα είναι πολύ χαριτωμένος άνθρωπος.
Χαιρόταν πολύ όταν ερχόταν η Κυριακή και πήγαινε στην Λειτουργία. Επειδή το χωριό της ήταν μικρό και δεν εγίνοντο συχνά ακολουθίες και Λειτουργίες, πολλές φορές πλήρωνε τον ιερέα για να κάνη Αρτοκλασία και Λειτουργία.

Γνωστοί της την έπαιρναν στην Αγία Μονή κάθε Παρασκευή βράδυ που γινόταν αγρυπνία. Η χαρά της Μητροδώρας ήταν μεγάλη. Όταν ήταν γιορτή και είχε Λειτουργία και στο χωριό της, αυτή μόλις γύριζε από την αγρυπνία, έπαιρνε το κλειδί, άνοιγε την Εκκλησία, άναβε τα καντήλια και περίμενε προσευχόμενη να ‘ρθούν ο ιερέας και οι ψάλτες. Όταν της έλεγαν ότι δεν είναι ανάγκη να ξαναπηγαίνη για Λειτουργία, αφού ήταν στην αγρυπνία, δεν το εδέχετο λέγοντας: «Να λειτουργή η Εκκλησία και εγώ να μένω σπίτι μου;».
Κοινωνούσε τακτικά. Πολλοί της έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να κοινωνή τόσο συχνά. Της είπε και ένας άλλος Πνευματικός να μην κοινωνή συχνά και αναστατώθηκε. Έλεγε σε κάποιον το παράπονο της: «Δεν μπορώ να πάω στην Λειτουργία, να βγή ο Χριστός και να μην κοινωνήσω, θα ‘ρθώ σπίτι και θα κλαίω. Με την θεία Κοινωνία αγιάζεσαι, αγιάζεται το κορμί σου. Δεν γίνεται να μή κοινωνήσω». Και συνέχισε να κοινωνή με την ευλογία του Πνευματικού της, με καλή προετοιμασία και πολλή ευλάβεια. Μερικές φορές έλεγε: «Όταν κοινωνήσης, ύστερα δεν πεινάς». Γι’ αυτό, όταν κοινωνούσε αργούσε πολύ να φάη, γιατί δεν αισθανόταν πείνα.

Κάποια γειτόνισσα της σε μεγάλη ηλικία, έχοντας και εγγόνια, έμεινε έγκυος και ήθελε να κάνη έκτρωση. Πήγε στην Μητροδώρα για να την συμβουλευτή. Μόλις το άκουσε άρχισε να κλαίη και να την παρακαλή να κράτηση το βρέφος. Της έλεγε: «θα πάς να γίνης φόνισσα; Να σκοτώσης το μωρό; Γέννα το και φέρτο να το μεγαλώσω. Μήν το σκοτώσης». Η γυναίκα κατανύχθηκε, το κράτησε και το μωρό έγινε μία χαριτωμένη κοπέλλα. Η Μητροδώρα την κρατούσε και την πρόσεχε μέχρι να πάη σχολείο.

Εμπειρίες χάριτος
Όταν εξωμολογήθηκε και της διάβασε την ευχή ο Πνευματικός, ευωδίασε ολόκληρη. Ήταν η ίδια ένα άγιο λείψανο που ευωδίαζε. Στο σπίτι της τις νύχτες έβλεπε φως. Γέμιζε το δωμάτιο της φως. Όταν την ρωτούσε γνωστός της γι’ αυτές τις υπερφυσικές εμπειρίες της, εκρύπτετο και απαντούσε ότι δεν είναι καλό να τα λέμε αυτά.

Ήταν κάποτε στην Αγία Μονή που είναι σε μεγάλο υψόμετρο, στην αγρυπνία του αγίου Χαραλάμπους. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η θερμοκρασία αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Όλοι κρύωναν, αλλά η Μητροδώρα ήταν ζεστή, τα χέρια της έκαιγαν. «Όταν εκκλησιαστής, ύστερα δεν κρυώνεις», είπε σε αυτόν που την ρώτησε γιατί αυτή δεν κρυώνει.
Στο δωμάτιο που κοιμόταν, στην Ανατολική γωνία είχε το καντηλάκι της, και οι δύο τοίχοι ήταν γεμάτοι με εικόνες Αγίων, τις οποίες αγόραζε από μικρή παρά την αντίδραση της μητέρας της. Για το καντηλάκι της έλεγε ότι το έχει συνέχεια αναμμένο και ότι τα βράδια, όταν τελειώνη το λάδι σαν να την φωνάζη κάποιος «ξύπνα, Μητροδώρα, το καντήλι θα σβήσει», αμέσως ξυπνά και μόλις το προλαβαίνει. Βάζει λάδι και ποτέ δεν σβήνει.
Κάποιος γνωστός της είδε στο σπίτι της ένα αντικείμενο και του άρεσε. Χωρίς καθόλου να εκδηλωθή, αυτή το διαισθάνθηκε και φεύγοντας του το έδωσε ως δώρο με πολύ χαριτωμένο τρόπο.
Στην δυτική πλευρά του σπιτιού της είχε έναν τοίχο ξηρολιθιά που γκρεμίστηκε, και από εκεί έβγαιναν οι κότες της έξω. «Τί να κάνω», έλεγε, «αφού δεν έχω κανένα να μου φτιάξη τον τοίχο. Βάζω τον σταυρό μου και λέω “ελα δύναμίς σου, Θεέ μου και Παναΐα μου” και αρπάζω μία πέτρα μεγάλη και την βάζω στον τοίχο. Την κοιτάω ύστερα και λέω: “Θεέ μου, μα εγώ την έβαλα; Πόση δύναμη μου έδωσες;”». Με αυτό τον τρόπο έβαλε όλες τις πέτρες και έκτισε τον τοίχο, αυτή που ούτε μισό κουβά νερό να σηκώση δεν μπορούσε, γιατί είχε σπασμένο σπόνδυλο. Τα διηγείτο αυτά με πολλή απλότητα και συγκίνηση.
Είχε πολλά δάκρυα και όταν μιλούσε για πνευματικά θέματα έκλαιγε.
Συχνά έλεγε ότι η Παναγία μας είναι θαυματουργή. Όταν την ρώτησε έμπιστο της πρόσωπο αν είδε καμμία φορά την Παναγία, χαμογέλασε και δεν απάντησε. Στην επιμονή του είπε, «ναί». Μετά την ξαναρώτησε: «Μία φορά ή πολλές;», και απάντησε, «πολλές».

Δοκιμασίες
Εϊναι νόμος πνευματικός οι θλίψεις να σφραγίζουν την ζωή των ηγαπημένων υπό του Κυρίου. Φυσικά και η Μητροδώρα δεν μπορεί να αποτελέση εξαίρεση. Ιδίως στα τελευταία χρόνια της πέρασε μεγάλους πειρασμούς. Έτσι ήθελε ο Θεός· να την δοκιμάση για να λάμψη περισσότερο η αρετή της.
Ο πρώτος πειρασμός που για χρόνια την βασάνιζε ήταν τα περιουσιακά. Έξ αιτίας αυτών άργησε να γίνη μοναχή, ενώ το ήθελε από μικρή. Μερικοί διέδιδαν ότι ο παπάς θα κάνει την Μητροδώρα μοναχή και θα φάνε την περιουσία της τα Μοναστήρια. Η καημένη έκλαιγε και δεν ήξερε τι να κάνη.

Την Μητροδώρα, οι απλοί άνθρωποι του χωριού την εκτιμούσαν, γιατί επληροφορούντο εσωτερικά για την ζωή της, και από αφέλεια και απερισκεψία διέδιδαν ότι είναι αγία ή ότι ζή σαν καλόγρια. Ο Θεός, φαίνεται, για να την προστατέψη από τον πόλεμο της υπερηφάνειας, επέτρεψε ενώ πήγαινε στην Εκκλησία και την χτύπησε με τα κέρατα μία κατσίκα της γειτόνισσας και την έρριξε κάτω. Χτύπησε άσχημα και έκανε πολύν καιρό να συνέλθη.
Μετά από αυτό και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη καλά, επληρώθη κυριολεκτικά σ’ αυτήν ο ψαλμικός λόγος: «Εδοκίμασας ημάς ο Θεός, επύρωσας ημάς… έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών…». Ένα βράδυ, ενώ ήταν αναμμένο το τζάκι, κάθησε κοντά για να ζεστάνη την πλάτη της, και χωρίς να καταλάβη πήρε φωτιά. Χρειάσθηκε να μείνη αρκετό καιρό στο Νοσοκομείο, γιατί το κάψιμο ήταν πολύ, και με τα ρούχα έβγαινε και το δέρμα της. Πονούσε πολύ, αλλά δεν έλεγε τίποτε.
Και η τελευταία δοκιμασία της ήταν ο καρκίνος. Πονούσε και ο γιατρός διέγνωσε καρκίνο στο στομάχι. Ήδη ήταν προχωρημένη η νόσος. Έμεινε στο κρεββάτι, άρχισε να χάνη βάρος και είχε πόνους ανυπόφορους.

Μοναχική κουρά και κοίμηση
Οι γνωστοί της που την έβλεπαν να σβήνη σιγά-σιγά, την προέτρεψαν να πάρη το μοναχικό σχήμα που επιθυμούσε. Ήδη είχαν τακτοποιηθή και τα περιουσιακά και ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Δέχτηκε και έγινε η κουρά της στις 8 Οκτωβρίου 2000, παραμονή του αγίου Ανδρόνικου και Αθανασίας, στην Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Οι μοναχές και η Γερόντισσα ήθελαν να την κρατήσουν στο Μοναστήρι για ευλογία εξ αιτίας της αρετής της, αλλά αυτή ζήτησε να πάη στο σπίτι της, στην εγκλείστρα της, όπου αγωνίστηκε όλη την ζωή της, και να ταφή στο κοιμητήρι του χωριού της.

Οι τελευταίες μέρες της ήταν γεμάτες χαρά αλλά και πόνο. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος που έπνιγε την χαρά.
Την τελευταία μέρα κυριολεκτικά σπαρταρούσε από τους πόνους, κουνούσε συνέχεια τα χέρια και τα πόδια της και γύριζε στο κρεββάτι. Της έκαναν Ευχέλαιο, την κοινώνησαν μετά έπαυσαν οι πόνοι και ησύχασε τελείως. Το πρωί της επομένης ημέρας πάλι την κοινώνησαν και ύστερα έγειρε το κεφάλι της ήρεμα και πέταξε η ψυχή της για τον ουρανό στις 2 Νοεμβρίου το έτος 2000, σε ηλικία 71 ετών.
Πριν ακόμη αρρωστήση η Μητροδώρα, ο π. Θεοδόσιος της είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου, να τον ειδοποίηση, όταν θα πεθάνη. Του το υποσχέθηκε και τήρησε την υπόσχεση της. Την ημέρα που εκοιμήθη είδε όνειρο ο π. Θεοδόσιος ότι ήταν στο σπίτι της με πολύ κόσμο και άκουσε την γιαγιά να φωνάζη:
«Πέστε στον παπά ότι θα πεθάνω». Την ίδια ώρα χτύπησε το τηλέφωνο και τον ειδοποίησαν ότι η γερόντισσα Μητροδώρα μόλις είχε κοιμηθή.Αιωνία της η μνήμη. Αμήν. 

Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ. 224 – 234, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012-proskinitis.blogspot.com

Προφήτις Άννα θυγάτηρ Φανουήλ



site analysis

Η προφήτις Άννα ήταν σημαντική προσωπικότητα της Παλαιάς Διαθήκης. Ήταν θυγατέρα του Φανουήλ από την Φυλή Ασήρ και αξιώθηκε της υψίστης τιμής να δη τον Υιό και Λόγο του Θεού, το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, σεσαρκωμένο. Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν τον Θεό Λόγο άσαρκο, αφού όλες οι εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι εμφανίσεις του ασάρκου Λόγου, προφήτευσαν την ενανθρώπησή Του και τον ανέμεναν.
Η προφήτις Άννα αξιώθηκε να δη τον Χριστό όταν τον έφερε η Παναγία μαζί με τον Ιωσήφ στον Ναό, σαράντα ημερών βρέφος, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν δε ο δίκαιος Συμεών δέχθηκε στην αγκάλη του τον Χριστό, όπως τον είχε πληροφορήσει το Άγιον Πνεύμα, ότι δηλαδή δεν θα αποθάνη πριν να δη τον Χριστό, και είπε το «νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη…», τότε η προφήτις Άννα άρχισε να υμνή και να δοξολογή τον Θεό με δυνατή φωνή και μιλούσε για το «παιδί» σε όλους, όσοι ανέμεναν λύτρωση στην Ιερουσαλήμ. Όπως λέγει χαρακτηριστικά ο ιερός υμνογράφος, η προφήτις Άννα, γεμάτη κατάνυξη και πνευματική αγαλλίαση, υμνούσε τον Χριστό και αναφερόταν στα γεγονότα που θα συμβούν στην ζωή Του, εμεγάλυνε δε και την Θεοτόκο. «Ιερώς ανθωμολογείτο, Άννα υποφητεύουσα η σώφρων και οσία και πρεσβυρά τω Δεσπότη εν τω ναώ διαρρήδην, την Θεοτόκον δε ανακηρύττουσα, πάσι τοις παρούσιν εμεγάλυνεν».
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σχολιάζοντας τον παραπάνω ύμνο λέγει, μεταξύ των άλλων, και τα εξής αξιοπρόσεκτα:
1. Ότι «αυτή η Άννα, η θυγατέρα του Φανουήλ, γεμάτη αγαλλίαση προσευχόταν και υμνούσε τον Θεό δυνατά και την άκουγαν οι παρόντες σε αντίθεση με την Άννα την μητέρα του προφήτου Σαμουήλ, η οποία προσευχόταν με σιωπή».
Είναι αποδεκτά από την Εκκλησία και τα δύο αυτά είδη προσευχής. Δηλαδή, όταν προσευχόμαστε κατ’ ιδίαν έχουμε την δυνατότητα να προσευχόμαστε σιωπηλά, ήτοι με τον νου και την καρδιά μας. Ενώ στις λατρευτικές Συνάξεις, ήτοι στις ιερές Ακολουθίες και στην θεία Λειτουργία, οι ύμνοι και οι προσευχές, ψάλλονται και αναγινώσκονται δυνατά και εις ευήκοον πάντων, ούτως ώστε να συμμετέχουν όλοι οι παρόντες.
2. Ότι άλλο πράγμα είναι το προφητεύω και άλλο το υποφητεύω. Προφητεύω σημαίνει ότι αναφέρομαι σε γεγονότα τα οποία θα συμβούν στο μέλλον, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ υποφητεύω θα πη ότι κάνω λόγο για γεγονότα περασμένα η παρόντα η για γεγονότα τα οποία θα συμβούν μετά από μικρό χρονικό διάστημα.
Η προφήτις Άννα όταν αξιώθηκε να δη το «σωτήριον του Θεού» ήταν ογδόντα τεσσάρων ετών. Παντρεύτηκε στην νεανική της ηλικία, αλλά έζησε με τον άνδρα της μόνον επτά χρόνια και μετά έμεινε χήρα. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, μέχρι τα βαθειά της γεράματα, τα αφιέρωσε στην λατρεία του Θεού και περνούσε τον χρόνο της ζωής της στον ναό με προσευχές και νηστείες «λατρεύουσα νύκτα και ημέραν».
Ο βίος και η πολιτεία της προφήτιδος Άννης μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Η οποιαδήποτε διακονία στον Ναό του Θεού και γενικότερα στην Εκκλησία όταν γίνεται ελεύθερα και προ παντός με αγάπη και μεράκι αποτελεί πηγή έμπνευσης, ευλογίας και πνευματικής αγαλλίασης. Επειδή, όταν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται καταπιεσμένος, αλλά ο,τι κάνει το κάνει προς δόξαν Θεού, μόνον και μόνον γιατί το θέλει και το αγαπά, δηλαδή το πράττει με την καρδιά του, με ευχάριστη διάθεση χωρίς δυσανασχέτηση και γογγυσμό, τότε ελκύει την Χάρη του Θεού, η οποία κατέρχεται στην καρδιά του και του προξενεί γλυκύτητα, χαρά, ειρήνη και πνευματική αγαλλίαση. Ιδιαίτερα, όταν έχη συνηθίσει να προσεύχεται κατά την διάρκεια της όποιας διακονίας του, τότε ο χρόνος της ζωής του αγιάζεται και ο ίδιος αισθάνεται εσωτερική πληρότητα και πνευματική χαρά. Με την ευχάριστη εσωτερική διάθεση, και το υποχρεωτικό γίνεται προαιρετικό. Όταν κανείς θεωρή την διακονία του μέσα στην Εκκλησία ως έργο ευλογημένο και όχι ως καταναγκαστικό έργο, τότε ο λογισμός του παραμένει καθαρός και η ψυχή του γεμάτη ειρήνη. Άλλωστε, είναι παρατηρημένο ότι όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο λιγότερη είναι η κούραση που αισθάνεται κανείς και τόσο μεγαλύτερη η εσωτερική ειρήνη και η χαρά.
Η προφήτις Άννα εξακολουθούσε να διακονή στον Ναό μέχρι τα βαθειά της γεράματα, χωρίς να λογαριάζη κόπους και κούραση, επειδή αγαπούσε πολύ τον Θεό. Αποτέλεσμα δε της αγάπης προς τον Θεό είναι η αγάπη προς τους ανθρώπους, η εσωτερική πληρότητα και η νοηματοδότηση της ζωής. Αυτό θα πρέπη να παραδειγματίση όλους εμάς, που με το παραμικρό κουραζόμαστε, δυσανασχετούμε, αισθανόμαστε καταπίεση και βασανιζόμαστε από λογισμούς φυγής και εγκατάλειψης της προσπάθειας και του αγώνα. Δεν γνωρίζουμε, δυστυχώς, οι περισσότεροι πως να αξιοποιούμε τον χρόνο της ζωής μας και τον σπαταλούμε άσκοπα, λες και θα μπορούσαμε να τον ξαναβρούμε. Ο χρόνος της ζωής μας είναι λίγος και μετρημένος και πρέπει να τον αξιοποιούμε με έργα αγάπης και θυσιαστικής διακονίας και με προσευχή. Ο Μ. Βασίλειος μας λέγει ότι εάν χάσουμε χρήματα μπορούμε να βρούμε άλλα, ενώ «χρόνον εάν απωλέσωμεν, άλλον ευρείν ου δυνάμεθα» και ότι «προσευχής καιρός έστω άπας ο βίος».
Είναι πράγματι ευχάριστο το γεγονός ότι υπάρχουν και στις μέρες μας άνθρωποι, οι οποίοι παρά το προχωρημένο της ηλικία τους διαθέτουν νεανικό ζήλο και αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους κατά τον καλύτερο τρόπο, με το να θέτουν εθελούσια τον εαυτό τους στην διακονία του Θεού και του «πλησίον». Οι άνθρωποι αυτοί χαριτώνονται από τον Θεό και αποτελούν για το περιβάλλον που ζουν, αλλά και για όλους εκείνους που τους συναναστρέφονται, όαση πνευματική στην έρημο της σημερινής άφιλης κοινωνίας και πηγή έμπνευσης, χαράς και ευλογίας.
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Υπαπαντή: η Ορθόδοξη γιορτή της Μητέρας στις 2 Φεβρουαρίου



site analysis


Κάποτε, η γιορτή της Μητέρας γιορταζόταν στην χώρα μας την Υπαπαντή… μακάρι και πάλι να επανέλθει αυτή την μέρα, που μας ταιριάζει περισσότερο, ως Ορθόδοξους Έλληνες.

Υπαπαντή: τέτοια μέρα ορίστηκε πρώτη φορά να τιμάται η μητέρα στην Ελλάδα το 1929. 
Με τα χρόνια όμως και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η γιορτή μεταφέρθηκε στη 2η Κυριακή του Μαΐου, όπως εορταζόταν τότε και στην Αμερική.

Γιατί αυτή η αλλαγή;… ήταν μάλλον μέσα στα πλαίσια του «αμερικανικού ονείρου» και της τάσης προς εμπορευματοποίηση ακόμα και των πιο ευαίσθητων αισθημάτων…

Κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή, θα δούμε ότι από τα αρχαία χρόνια υπήρχε καθιερωμένη εορτή προς τιμήν της Μητέρας. 

Για ένα πρόσωπο όμως τόσο σημαντικό για την ζωή του κάθε ανθρώπου, ίσως δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αξίζει να τιμάται ακόμα και κάθε μέρα. Η καθιέρωση ειδικών «ημερών» είναι ένας φορμαλισμός όχι απαραίτητος για να της εκφράσουμε την αγάπη και την ευγνωμοσύνη μας.

Θα σταθώ λίγο στην αλλαγή της ημέρας εορτασμού της Μητέρας, από την Υπαπαντή στην 2η Κυριακή του Μαΐου.

Θεωρώ πως οι καταβολές μας ως λαός και η Ορθόδοξη πίστη, που είναι και το κυρίαρχο θρήσκευμα στην Ελλάδα, μας συνδέουν περισσότερο με την ημέρα της Υπαπαντής.

Η Παναγία είναι εκείνη που επικαλούμαστε όλοι σε δύσκολες στιγμές της ζωής μας, όσο και αν επιφανειακά δεν θεωρούν όλοι τον εαυτό τους συνειδητό πιστό. Αυτό είναι ένα βίωμα που μεταγγίζεται από τη μάνα στο παιδί της και η κραυγή «Παναγία μου!…» βγαίνει εντελώς αυθόρμητα σε κρίσιμες ώρες.

Η Παναγία είναι εκείνη στην οποία θα προστρέξει και η μάνα που πονά για το παιδί, από την εγκυμοσύνη ακόμα, μέχρι την γέννα, το μεγάλωμά του και κάθε δύσκολη στιγμή.

Οι γυναίκες που ευτύχησαν να γίνουν μάνες νιώθουν την μεγάλη συγκίνηση που τους διακατέχει όταν, βγαίνοντας αλώβητες από την πορεία της εγκυμοσύνης και του τοκετού και αφού έχουν διαβεί και τις πρώτες σαράντα μέρες της προσαρμογής μητέρας και βρέφους στην νέα οικογενειακή κατάσταση… η μητέρα φέρνει το παιδί της στην Εκκλησία για να ευλογηθούν και οι δύο και ταυτόχρονα να γίνει η πρώτη έξοδος από το σπίτι και η είσοδος του νέου μέλους στην κοινωνία του Θεού των ανθρώπων.

Αυτή η τόσο σημαντική ημέρα για το ζεύγος μητέρας- παιδιού καθώς και η στήριξη της Παναγίας Μάνας σε όσες μητέρες επικαλούνται την Χάρη Της, δικαιολογούν τον εορτασμό και την τιμή της Μητέρας κατά την Υπαπαντή, δηλαδή τον Σαραντισμό του ίδιου του Βρέφους Ιησού.

Θα ήταν μεγάλη ευλογία να γινόταν ευρύτερα γνωστή αυτή η μέρα ως ημέρα τιμής της Ελληνίδας Ορθόδοξης μητέρας…

Ας έχουμε όλες οι μανούλες την στήριξη, τον φωτισμό και την ενδυνάμωση που χαρίζει η Παναγία μας, που αξιώθηκε να γίνει Μητέρα του Θεού και ας είναι το πρότυπό μας και η καταφυγή μας. 

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Οι συγκλονιστικές σκέψεις μιας μάνας που μεγαλώνει δυο γιους με εγκεφαλική παράλυση!



site analysis














Μόνο «απίστευτη» μπορεί να χαρακτηριστεί η δύναμη που κρύβει μέσα της μια μάνα όταν πρόκειται για τα παιδιά της!
Στις δύσκολες στιγμές, όταν έβλεπα τη δική μου μάνα να γίνεται «χίλια κομμάτια», απορούσα κι έλεγα 'Μαμά, πώς μπορείς' και μου έλεγε 'Θα γίνεις μάνα και θα καταλάβεις'. Παρακάτω θα διαβάσετε τις σκέψεις μιαw μάνας η οποία μεγαλώνει δυο γιους με εγκεφαλική παράλυση.


«Βοηθούσα στο σχολείο των παιδιών και κάποιος με ρώτησε αν εργάζομαι στο σχολείο. Του είπα "Ω, όχι, είμαι απλά μια μαμά". Ωστόσο, καθώς αυτές οι λέξεις είχαν ήδη ξεφύγει απ' τα χείλη μου κατάλαβα πώς δεν ήταν καθόλου αληθινές. Απ' τη στιγμή που τα αγόρια μου έχουν εγκεφαλική παράλυση, δεν θα έχω ΠΟΤΕ τη δυνατότητα να είμαι απλά μια μαμά. Θα είμαι πάντα κάτι ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ από μία ΜΑΜΑ. νΗ αναπηρία των γιων μου σημαίνει ότι ποτέ δεν θα είμαι απλά μια μαμά.
Τι σημαίνει η εγκεφαλική παράλυση για μένα; Νομίζω ότι μπορώ να το συνοψίσω σε μία μόνο πρόταση. Δεν είμαι απλά μια μαμά.
Θα είμαι και φυσιοθεραπεύτρια. Θα τεντώνω και θα σπρώχνω τα κορμάκια τους στο μάξιμουμ, ελπίζοντας ότι οι προσπάθειές μου θ' αποδώσουν.
- Θα είμαι και εξερευνήτρια, ερευνώντας τον τεράστιο ορίζοντα των δυνατοτήτων, ψάχνοντας απαντήσεις σε ερωτήσεις που ακόμη δεν τις έχω φανταστεί.
- Θα είμαι και γιατρός που θ' ανταγωνίζεται τους καλύτερους του είδους στην ιατρική ορολογία και στο πώς αυτή εφαρμόζεται.
- Θα είμαι και υπεύθυνος προγράμματος μιας και κάθε λεπτό της ημέρας πρέπει να χρησιμοποιείται γι 'αυτά που πρέπει να γίνουν.
- Θα είμαι και συνήγορος που θα προσπαθεί να εξασφαλίσει ποιοτική ιατρική περίθαλψη και ευκαιρίες εκπαίδευσης.
- Θα είμαι και πολεμιστής ενάντια στη λέξη "δεν μπορώ".
- Θα είμαι και αθλήτρια, σπρώχνοντας την καρέκλα και σηκώνοντας βάρη.
- Θα είμαι και βοηθός φροντίδας, ταΐζοντας και φροντίζοντας την προσωπική τους υγιεινή.
- Θα είμαι και νοσοκόμα, δίνοντας τους τα φάρμακα και αξιολογώντας τα αποτελέσματα.
- Θα είμαι και σταυροφόρος για περισσότερη συμπόνια κι αποδοχή.
- Θα είμαι και αγρότισσα, φυτεύοντας σπόρους ελπίδας για να βοηθήσω άλλους γονείς με παιδιά σαν τα δικά μου.
- Θα είμαι και οικοδόμος , φτιάχνοντας ένα σπίτι που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες τους.
- Θα είμαι και οραματίστρια του τι μπορεί να γίνει, όχι του τι γίνεται τώρα.
- Θα είμαι και δασκάλα στους άλλους, εξηγώντας τι είναι η εγκεφαλική παράλυση και ποιες οι επιδράσεις της.
- Θα είμαι και ορειβάτης, δίνοντας κίνητρα στα παιδιά μου να ξεπεράσουν τους περιορισμούς τους και να φτάσουν νέα ύψη.
- Θα είμαι και ιεροκήρυκας, θα κηρύττω ότι η πίστη... ο Θεός είναι δυνατός και ικανός να σε βοηθήσει να τα βγάλεις πέρα στις πιο δύσκολες πλευρές της ζωής σου.
- Θα είμαι και παρηγορήτρια, βοηθώντας τα παιδιά μου όταν πέφτουν, όταν χρειάζονται υποστήριξη ή όταν πληγώνονται απ' τη σκληρή πραγματικότητα του πώς θα λειτουργήσουν σ' αυτό το μεγάλο κόσμο.
- Θα είμαι και οικονομικός διευθυντής, ψάχνοντας τρόπους να κάνω τα λεφτά να φτάσουν για τις αυξημένες τους ανάγκες.
- Θα είμαι και κωμικός, θα γελάω εκεί που οι άλλοι θα έκλαιγαν.
- Θα είμαι και αναζητητής συγκινήσεων, ψάχνοντας τρόπους να βάλω λίγη περιπέτεια στη ζωή μας, να ζήσουμε τη ζωή μας παρά τους περιορισμούς.
- Θα είμαι και επενδυτής για τις υποσχέσεις του αύριο, ενώ θα δρέπω τις μικρές ανταμοιβές του σήμερα.
- Θα είμαι και μαέστρος, διευθύνοντας την απαιτητική λειτουργία της οικογένειάς μου.
- Θα είμαι και συγγραφέας, γράφοντας για όλα αυτά.
- Θα είμαι αυτά και άλλα πολλά.
Βλέπετε λοιπόν ότι το αποτέλεσμα της εγκεφαλικής παράλυσης, όπως νομίζω, είναι πως πάντα θα είμαι κάτι περισσότερο από απλά μία μαμά. Ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη από μια τυπική μαμά. Θα έχω τις ίδιες αρετές και τις ίδιες αδυναμίες. Ναι, θα είμαι ίδια με τόσους πολλούς τρόπους – θα έχω τις ίδιες ελπίδες και τα ίδια όνειρα για τα παιδιά μου - αλλά αναμφισβήτητα θα είμαι διαφορετική.
Μάλλον θα είμαι κι εγώ ιδιαίτερη, ακριβώς σαν τα παιδιά μου.
Υπάρχουν μέρες που εύχομαι να μπορούσα να είμαι κι εγώ "απλά μια μαμά".
Πάντως, τις περισσότερες μέρες, μ 'αρέσει που είμαι περισσότερα από μία μαμά γιατί οι ανταμοιβές είναι μεγάλες. Έχω κερδίσει μεγαλύτερη επίγνωση του τι είναι και τι δεν είναι σημαντικό στη ζωή. Εκτιμώ τα απλά πράγματα. Βλέπω αξία σε κάθε ορόσημο που κερδίζεται. Βλέπω την ομορφιά του απλά να υπάρχεις – όχι του τι έχεις ή τι είσαι ικανός να πετύχεις Βλέπω τη δύναμη των ανθρώπων. Πώς ένα τόσο μικρό παιδάκι μ' εγκεφαλική παράλυση μπορεί να επηρεάσει τον κόσμο μου και τον κόσμο πολλών άλλων με θετικό τρόπο. Αισθάνομαι ότι δεν είμαι μόνη γιατί υπάρχουν πάρα πολλές "όχι απλά μαμάδες" σαν και μένα. Τα παιδιά τους δεν προσδιορίζονται από τους περιορισμούς τους. Είναι μαμάδες και παιδιά που επιλέγουν να ξεπεράσουν τις περιστάσεις. Όχι, δεν δουλεύω... δεν πληρώνομαι. Αλλά κάνω πολλά επαγγέλματα. Νομίζω αυτός είναι ο μόνος τρόπος να εκφράσω τι σημαίνει εγκεφαλική παράλυση για μένα. Με κάνει κάτι περισσότερο από μία Μαμά»

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΗ (24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)



site analysis


«Η μακάρια αυτή και αοίδιμη Ξένη καταγόταν από τη μεγαλόδοξη πόλη της Ρώμης, από γένος έντιμο και με ζήλο για την πίστη. Όταν οι γονείς της θέλησαν να την παντρέψουν και είχαν ετοιμαστεί όλα τα σχετικά με τον γάμο, η αγία σηκώθηκε και έφυγε από τη νυφική παστάδα, μαζί με δύο άλλες γυναίκες, δύο υπηρέτριες, κι αφού μπήκε σε πλοίο και γνώρισε άλλους τόπους, τελικώς έφτασε στην πόλη των Μυλασσών. Μάλλον οδηγήθηκε σ’ αυτήν την πόλη από τον θεσπέσιο Παύλο τον μοναχό (ο οποίος φάνηκε σ’ αυτήν εκ Θεού στην Αλεξάνδρεια και έγινε οδηγός της για τα ανώτερα). Εκεί έφτιαξε ένα μικρό ευκτήριο ναό στο όνομα του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και μαζί με τις δύο υπηρέτριές της, όπως και με κάποιες άλλες που την πλησίασαν,  έζησε καρτερικά με μεγάλη άσκηση, απέχοντας από όλες τις κατ’ αίσθηση ηδονές και ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί στην ουράνια πολιτεία.
Πέρασε λοιπόν τη ζωή της στο θέλημα του Θεού και μετά το όσιο και μακάριο τέλος της, είχε τη μαρτυρία από τον Ίδιο τον Θεό. Ημέρα μεσημέρι δηλαδή, την ώρα που ο ήλιος φώτιζε τη γη, φάνηκε σταυρός με αστέρια. Αυτόν τον σταυρό τον περικύκλωνε και τον κρατούσε στο μέσον άλλος χορός αστεριών, ώστε να φαίνεται ότι είναι στεφάνι για τη μακαρία Ξένη, που της δόθηκε από τον Θεό, για τη νηστεία και την αγρυπνία και την αγνότητά της. Κι αυτό έγινε φανερό, διότι με την απόθεση του λειψάνου της κάτω από τη γη, σταμάτησε να φαίνεται ο χορός και ο κύκλος των αστεριών. Τα σχετικά με την οσία έγιναν γνωστά, όταν μία από τις θεραπαινίδες της, τότε που επρόκειτο να φύγει από τη ζωή, διηγήθηκε την πατρίδα της μακαρίας και το επίσημο γένος της και το όνομα που είχε από τους γονείς της - διότι ονομαζόταν Ευσεβία – το οποίο το άλλαξε σε Ξένη, γιατί αγωνιζόταν να ζήσει κρυφά».

Είναι εύλογο: ο άγιος υμνογράφος της οσίας Ξένης – της οποίας τον βίο και το εγκώμιο έπλεξε ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς – στο μεγαλύτερο ποσοστό του κανόνα του γι’ αυτήν προβάλλει την αγιασμένη ζωή της μέσα από το ίδιο το όνομά της: Ξένη. Και τούτο γιατί του δίνει την ευκαιρία να σχετίσει την αγία πρώτα από όλα με τον ίδιο τον Κύριο, τον κατ’ εξοχήν «ξένον», κατά την υμνολογία επίσης της Εκκλησίας μας, του Οποίου τον βίο προσπάθησε με τη χάρη του Θεού να μιμηθεί, να προβάλει τον πόθο της για την «ξένην ζωήν την εν ουρανοίς μένουσαν», να δείξει ότι έζησε στα ξένα, με τον τρόπο που δήλωνε ακριβώς και το όνομά της, να την παρακαλέσει ακόμη να βοηθήσει και εμάς που ζούμε ως ξένοι του Θεού, προκειμένου να γίνουμε οικείοι Αυτού. Θαυμάζει κανείς πράγματι την έμπνευση του εκκλησιαστικού μας ποιητή, αλλά και την καλή γνώση του στα θέματα της πνευματικής ζωής. Μερικά δείγματα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας επιβεβαιώνουν τις παραπάνω αναφορές.

Η οσία μιμήθηκε τον Κύριο που ήλθε στον κόσμο τούτο ως ξένος. Η δική της ξενιτεία – η οποία από τους ασκητικούς διδασκάλους της Εκκλησίας μας θεωρείται ως σπουδαιότατη αρετή, που οδηγεί στη βάση όλων των αρετών, την ταπείνωση – αποτελεί μετοχή στην ξενιτεία Εκείνου, δείγμα της αγάπης της σ’ Αυτόν. «Θεοπρεπεί τη μιμήσει συ ξενιτεύσασα του δι’ ημάς εξ άνω προς ημάς κατελθόντος, υψώσαι τους πεσόντας, μένεις σοφή, συγγενέσι μεν άγνωστος, αλλ’ ευσεβέσι γνωστή» (Ξενιτεύτηκες εσύ, σοφή Ξένη, μιμούμενη τον τρόπο του Θεού, που για χάρη μας κατήλθε από τον ουρανό σ’ εμάς, προκειμένου να υψώσει τους πεσμένους στην αμαρτία, και γι’ αυτό μένεις άγνωστη μεν στους συγγενείς σου, αλλά γνωστή στους ευσεβείς). «Ξένην εννοήσασα ζωήν εν ουρανοίς την μένουσαν και μη παρερχομένην, την κλήσιν ως την πράξιν ημείψω, και έδραμες έλαφος ως διψώσα, αθανάτου κατ’ ίχνος μνηστήρος» (Έβαλες στο μυαλό σου την ξένη ζωή που μένει στους ουρανούς και δεν παρέρχεται, γι’ αυτό και έκανες το όνομά σου πράξη, κι έτρεξες σαν διψασμένο ελάφι στα ίχνη του αθανάτου μνηστήρα σου Χριστού).

Η δίψα της οσίας για τον Χριστό κάνει τον υμνογράφο εν προκειμένω να φτάσει σε σπουδαία ύψη λυρισμού, όπως γίνεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις οσίων γυναικών. Ο υμνογράφος δηλαδή ακολουθώντας τον έρωτα της ανθρώπινης ψυχής προς τον Θεό, όπως αποτυπώνεται ιδίως στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Άσμα ασμάτων», βάζει και την οσία με τον ίδιο έρωτα προς τον Χριστό να διαλέγεται μαζί Του. «Ως δάμαλις ποθούσα του ποιμένος το θείον κάλλος εκραύγαζες∙ Πού νυν ποιμαίνεις, Νυμφίε; Πού κοιτάζη, ειπέ μοι; Επιποθώ σου ιδείν την υπερβάλλουσαν θέαν και φλέγομαι πάντοθεν» (Σαν δάμαλη που ποθεί τη θεϊκή ομορφιά του ποιμένα, κραύγαζες: Πού ποιμαίνεις το ποίμνιό σου, Νυμφίε; Πού είναι το σπίτι σου, πές μου. Έχω τον πόθο να δω την πάνω από όλα τα ανθρώπινα θέα του προσώπου σου και φλέγομαι από παντού). Για να απαντήσει ο νυμφίος Χριστός στην αναζήτηση αυτή της οσίας Ξένης: «Εράσμιον το κάλλος το εμόν, βοά ο Νυμφίος, ζητούσα, σεμνή, ταις αρεταίς λαμπρυνθείσα, εις ουρανούς με σκόπει∙ εκεί ποιμαίνω εγώ, και τα εμά προσκαλούμαι εκάστοτε θρέμματα» (Αφού ζητάς, σεμνή,  τη δική μου αγαπητή ομορφιά, φωνάζει ο Νυμφίος, και έγινες λαμπρή από τις αρετές, αναζήτησέ με στους ουρανούς. Εκεί ποιμαίνω εγώ και εκεί προσκαλώ κάθε φορά τα δικά μου πρόβατα).

Η επιλογή της οσίας Ξένης να ζήσει ως ξένη επί της γης, ώστε να αποκτήσει τον θείο έρωτα στην ψυχή της του ελθόντος ως Ξένου σε εμάς Χριστού – «επί ξένης φερωνύμως βιούσα», στην ξένη χώρα έζησες ως ξένη, όπως λέει το όνομά σου – δεν ήταν κάτι που ήλθε ξαφνικά. Η επιλογή της να φύγει στα ξένα ήταν καρπός μιας μακράς διεργασίας μέσα της, που απλώς φανερώθηκε όταν τα πράγματα στένεψαν γι’ αυτήν με τον γάμο που της ετοίμασαν οι γονείς της. Και αυτό εξαρχής, ήδη στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού της αγίας, επισημαίνει ο υμνογράφος: «Μεταναστεύουσα πρώην τη διαθέσει, Σεμνή,  και βεβαιούσα έργω το κριθέν σοι εννοία, εξήλθες της ματαίας των ηδονών, μακαρία, λειότητος» (Μετανάστευσες από πριν με τη διάθεση, Σεμνή, και βεβαίωσες έπειτα έμπρακτα αυτό που είχες αποφασίσει με το νου σου, γι’ αυτό και βγήκες, μακάρια Ξένη, από τον μάταιο γλιστερό δρόμο των ηδονών). Πράγματι, ο υμνογράφος κάνει μία σοβαρή εδώ παρατήρηση, ψυχολογικού και ανθρωπολογικού περιεχομένου: αυτό που κάνουμε πράξη στη ζωή μας, συνήθως έχει προετοιμαστεί μέσα στην ψυχή μας προ πολλού. Κι όταν οι συνθήκες γίνουν οριακές, όταν στενέψουν τα πράγματα, τότε το κυοφορούμενο φτάνει να γίνει τοκετός. Είναι αυτό που επισημαίνει και η Εκκλησία μας και για την ίδια την αμαρτία: η πράξη της αμαρτίας προϋποθέτει την εσωτερική της διεργασία: η αμαρτία ξεκινά από τη στιγμή που η προσβολή της γίνει αποδεκτή ως διάθεση στον άνθρωπο, αρχίζει να ευχαριστείται αυτός με τη σκέψη της, να αιχμαλωτίζεται, να φτάνει στην πράξη. Γι’ αυτό και αμαρτία είναι και οι λογισμοί της αμαρτίας και όχι μόνον οι συγκεκριμένες ενέργειές της. Το ίδιο όμως συμβαίνει και αντιστρόφως: μία καλή πράξη ετοιμάζεται εσωτερικά, που σημαίνει ότι κι αν δεν φτάσει να εκφραστεί, ήδη ενώπιον του Θεού έχει θεωρηθεί ως ενέργεια.

Είναι περιττό βεβαίως να σημειώσουμε ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας προβάλλουν και το περιεχόμενο της ασκητικής διαγωγής της οσίας Ξένης, όπως και την επίδρασή της στις άλλες γυναίκες που την ακολούθησαν. Ιδίως η αγνότητά της ως νέκρωση της αμαρτίας μέσα της, η εγκράτειά της, τα δάκρυά της είναι εκείνα που ο υμνογράφος δεν παραλείπει να μας περιγράψει: «Προίκα τω Χριστώ προσήξας την αγνείαν, νέκρωσιν μελών και πόνους εγκρατείας» (Έφερες στον Χριστό ως προίκα την αγνότητά σου, τη νέκρωση των μελών σου και τους κόπους της εγκράτειας)∙ «Βρέχουσα στρωμνήν τοις δάκρυσιν, οσία, και μετά σποδού εσθίουσα τον άρτον» (έβρεχες τη στρωμνή σου με τα δάκρυά σου, οσία, και έτρωγες τον άρτο σου με στάχτη, δηλαδή ζούσες τη μετάνοια σαν τον προφητάνακτα Δαβίδ). Κι από την άλλη, «έγινες παράδειγμα των καλών και έτσι έλκυσες πολλές ψυχές στη σωτηρία, που είχαν διαστραφεί από την εμπαθή προσκόλληση στον κόσμο» («Τύπον σεαυτήν καλών παρεχομένη, είλκυσας πολλάς ψυχάς εις σωτηρίαν, απορραγείσας του κόσμου της προσπαθείας»).

Ο υμνογράφος νιώθει την ανάγκη να παρακαλέσει την αγία να πρεσβεύσει και για εκείνον, δηλαδή για τον καθένα μας, που με τις αμαρτίες μας γινόμαστε ξένοι από τις εντολές του Θεού. «Τον ξενωθέντα μακράν των εντολών του Θεού ημών, οικειωσόν με ταις σαις, οσία, δεήσεσι και ξένον με ποίησον της δεινής γεένης και παθών συνεχόντων με» (Εμένα που έγινα ξένος από τις εντολές του Θεού μας, κάνε με δικό Του με τις δεήσεις σου, οσία, και επίσης κάνε με ξένο από τη φοβερή κόλαση και από τα πάθη που με καταδυναστεύουν). 
ΠΗΓΗ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Η Αγία Τατιανή με έσωσε από τα πυρά των βομβαρδιστικών



site analysis


Ήταν Αύγουστος του 2006, είχε ήδη περάσει όλο το καλοκαίρι κι εγώ κάλυπτα δημοσιογραφικά τον πόλεμο Λιβάνου-Ισραήλ ακόμη. Σε εκείνον τον πόλεμο άλλαξα εντελώς φιλοσοφία στη ζωή μου. Είχα χάσει τους συνεργάτες μου στον βομβαρδισμό της Τήρου στο Νότιο Λίβανο την ώρα που εγώ είχα βγει από το νοσοκομείο για να φέρω ένα συνάδελφο στο καταφύγιο κι εκείνοι είχαν μείνει μέσα. Είχα γλυτώσει από έναν δεύτερο βομβαρδισμό στο χωριό Κάνα όπου σκοτώθηκαν 54 παιδιά μεσα στο καταφύγιο για το οποίο γεγονός σχεδόν δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη στον αέρα των ειδήσεων αφού ήμουν από τους λίγους δημοσιογράφους στο χωριό που βομβαρδιζόταν ανελέητα (δεν θελω να πω πολλά).


Τώρα προς το τέλος Αυγούστου και αφού ο Νότιος Λίβανος είχε ισοπεδωθεί έπρεπε να φύγω από την πλευρά της Συρίας και να βγω από τη χώρα μέσα στη νύχτα. Σε αυτόν τον πόλεμο είχα έναν καλό άγγελο που την έλεγαν Τατιάνα που με όλη της την οικογένεια με βοήθησαν και με έσωσαν πολλές φορες προσφέροντάς μου ασφαλή μέρη να μένω.
Το βράδυ εκείνο που έφευγα λοιπόν η Τατιάνα με πήρε αγκαλιά και μου έδωσε μια μικρή εικόνα μιας Αγίας που δεν ήξερα. Ήταν ανήσυχη για την έκβαση της εξόδου μου από τη χώρα. «Είναι η Αγία Τατιάνα μου είπε, σε παρακαλώ πάρτην μαζί σου. Θα σε προστατεύει».
Το ίδιο βράδυ λίγο πριν τα μεσάνυχτα περνούσα την κατεστραμμένη περιοχή και τις βομβαρδισμένες γέφυρες με τον λιβανέζο οδηγό που θα με περνούσε στα σύνορα της Συρίας. Είχε μείνει μία και μοναδική γέφυρα που ήταν ακόμη στη θέση της και απο αυτήν επιχειρήσαμε να περάσουμε.


Ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια μας λίγο πριν τα σύνορα με τη Συρία άρχισαν τα βομβαρδιστικά να γαζώνουν πίσω μας τη γέφυρα που μόλις περνούσαμε. Έσφιξα την εικόνα στα χέρια μου και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Κοίταξα τον οδηγό που είχε πατήσει τέρμα το γκάζι κάνοντας το αυτοκίνητο να μουγκρίζει και κλείνοντας τα μάτια μου προσευχήθηκα ώσπου βρέθηκα πια στο σημείο των Συνόρων με τη Συρία έχοντας ξεπεράσει τον κίνδυνο. Η μοναδική γέφυρα που ένωνε τις δύο χώρες είχε πια ισοπεδωθεί!
Εκεί οι Σύριοι στρατιώτες με ρωτούσαν δίνοντάς μου τσάι μαραμίγιε ποιον άγιο είχα βοηθό……
Γράφω αυτήν την ιστορία γιατί σήμερα* γιορτάζει η Αγία αυτή η οποία μαρτύρησε για την πίστη της και έτσι θέλω να ΕΥΧΗΘΩ χρόνια πολλά και στην μακρινή μου φίλη Τατιάνα που ζει, Δόξα τω Θεώ ασφαλής, ακόμη στο Λίβανο.
*Το κείμενο γράφτηκε στις 12 Ιανουαρίου 2017, ημέρα που εορτάζει η Αγία Τατιανή

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Οσία Άννα,η κατά σάρκα αδελφή του Αγ.Γεωργίου Καρσλίδου



site analysis


Για τον Άγιο  Γεώργιο Καρσλίδη έχουμε δημοσιεύσει τα εξής


Επανερχόμαστε για μία "λεπτομέρεια" που πρόσφατα μάθαμε και μας εντυπωσίασε.
Ο Όσιος δεν έχει την χρονική...πρωτιά της αγιωσύνης στην οικογενειά του, καθώς στο ορθόδοξο αγιολόγιο είναι ενταγμένη και η αδελφή του!

Πρόκειται για την Οσία Άννα την Παρθένο, η οποία εκοιμήθη το 1910, σε ηλικία 14 ετών. 
Τρία χρόνια μετά την κοίμησή της, ένας Τούρκος που ζούσε στην πόλη (Αργυρούπολη του Πόντου) συνήθιζε να πηγαίνει να κάθεται σε ύψωμα απέναντι από το νεκροταφείο των χριστιανών. Κάποτε άρχισε να βλέπει -κάθε βράδυ- ένα φως να βγαίνει από έναν τάφο. Πήρε λοιπόν μια παρέα μουσουλμάνων και πήγαν εκεί, για να δουν από ποιον τάφο έβγαινε το φως και ανακάλυψαν ότι ήταν το μνήμα της μικρής Άννας. 
Ο ιμάμης της περιοχής ενημέρωσε τον χριστιανό επίσκοπο και  οι χριστιανοί άνοιξαν τον τάφο. 
Τότε είδαν, ότι η καρδιά και το δεξί χέρι της Άννας ήταν άφθαρτα, σκεπασμένα από μια χρυσαφένια σκέπη και τα υπόλοιπα λείψανά της ήταν κίτρινα σαν το κερί. 
Η μικρή Άννα είχε αγιάσει.
 Ο αδελφός της  ζήτησε ένα μέρος των ιερών λειψάνων από τον επίσκοπο, βεβαιώνοντάς τον ότι θα γίνει μοναχός και θα τα κρατήσει ως φυλαχτό σε όλη του τη ζωή και θα τα τιμήσει. Ο δεσπότης τού έδωσε μέρος της καρδιάς και μετά από χρόνια ο μοναχός - πλέον-  Γεώργιος επέστρεψε στην Αργυρούπολη και πήρε και τα υπόλοιπα.
 Σήμερα, τα λείψανα της Αγίας Άννας της Παρθένου φυλάσσονται στη μονή Σίψα, στη Δράμα, σε ένα ασημένιο κιβώτιο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.
Πηγή.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Ή Τίμια Ελληνόπουλα. ΩΦΕΛΙΜΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ. ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ.



site analysis










Ή Τίμια Ελληνόπουλα


Συνήθεια είναι εν καιρώ πολέμου να γίνεται καί επιστράτευση, αλλά
καί να αγγαρεύουν κατά κάποιον τρόπο από τά πλησίον χωριά
τούς χωρικούς γιά διάφορες μεταφορές. Είναι δε παρατηρημένο ότι όσοι πιστεύουν πολύ, φυσικά ζούνε καί τίμια, χριστιανικά, καί τό
σώμα τους τό τίμιο προστατεύεται από τά πυρά περισσότερο από
όταν φορούσαν τιμιόξυλο.
Όσοι πιστεύουν λιγότερο, οι κίνδυνοι τού πολέμου τούς αναγκάζουν να γίνουν πιο πιστοί.



Επίσης όσοι πιστεύουν πολύ, έχουν καί πολλή καλοσύνη, δέχονται καί την θεϊκή δύναμη καί θεϊκό θάρρος. Αυτοί ορμάνε επάνω στούς ενόχους, δεν τούς σκοτώνουν, τούς πιάνουν ζωντανούς, αιχμάλωτους.
Βλέπει κανείς ένα μικρό κουταβάκι να ορμάει στο θηρίο τόν λύκο, καί ό ένοχος λύκος να υποχωρεί, πόσο μάλλον στο πλάσμα του, όταν βάρβαροι περνούν τά σύνορα μέ σκοπό να ατιμάσουν καί να ρημάξουν. Ό λιγότερο λοιπόν πιστός έχει καί λιγότερη κακία, καί γιά να προφυλάξει τόν εαυτό του τραυματίζει τόν εχθρό. Ό δε πολύ φοβιτσιάρης έχει καί την περισσότερη κακία, γιατί δεν αρκείται στο να τόν τραυματίσει, άλλά χωρίς καν να εξετάσει τί άνθρωπος είναι: έρχεται να παραδοθεί, είναι συνάδελφός του, είναι χωρικός, αδειάζει όλες τίς σφαίρες του, γιατί τόν εαυτό του μόνο σκέφτεται, μην τυχόν καί τόν πιάσουν.


Αυτοί λοιπόν οι άπιστοι, οι δειλοί, έχουν καί άλλο χειρότερο κακό, πού δεν συγκλονίζονται, δεν πονάνε γιά τούς διπλανούς των πού τραυματίζονται ή σκοτώνονται, άλλά εάν βρουν ευκαιρία καί να αμαρτήσουν ακόμη επιδιώκουν, διότι φοβούνται μήπως σκοτωθούν, καί δεν προλάβουν να γλεντήσουν, ένώ έπρεπε τουλάχιστον εν ώρα κινδύνου να μετανοήσουν. Κάποτε λοιπόν εν καιρώ πολέμου είχαν αγγαρεύει μερικούς χωρικούς μέ τά ζώα τους, όπως ανέφερα πιο πάνω, καί είχαν αποκλεισθεί σ’ ένα ύψωμα από τά χιόνια. Οι μεν άνδρες κάτω από τά χιονισμένα έλατα έκαναν κάτι υπόστεγα μέ κλωνάρια από έλατα, γιά να προφυλαχθούν από τό κρύο. Οι γυναίκες αναγκάστηκαν να προστατευτούν από τούς γνωστούς ανθρώπους συγχωριανούς. 


Μια κοπέλα καί μια γριά ήταν από κάποιο μακρινό χωριό, αναγκάστηκαν καί αυτές να μπουν σ’ ένα από αυτά τά ελάτινα υπόστεγα, άλλά δυστυχώς ένας σάν κι αυτούς πού ανέφερα, πού καί εν καιρώ πολέμου δεν σκέφτονται να μετανοήσουν, άλλά να αμαρτήσουν, την ενοχλούσε άσχημα, πού αναγκάστηκε να φύγη καί προτίμησε να ξυλιάση, καί να πεθάνη ακόμη έξω στά χιόνια παρά να χάση την τιμή της. Βλέποντας ή καημένη ή γριά την κοπέλα πού έφυγε, ακολούθησε καί αύτή τά ίχνη της, καί την βρήκε 30 λεπτά μακριά έξω από ένα μικρό υπόστεγο ενός εξωκκλησιού τού Τιμίου Προδρόμου. Ό Τίμιος Πρόδρομος ενδιαφέρθηκε γιά την τίμια κοπέλα καί την οδήγησε στο εκκλησάκι του, χωρίς καν να τό ήξερε.


 Καί στη συνέχεια τί έκανε ό Τίμιος Πρόδρομος! Παρουσιάσθηκε στον ύπνο σ’ ένα στρατιώτη, καί τού είπε να πάη στο έξωκκλήσι του τό συντομότερο. Σηκώνεται λοιπόν ό στρατιώτης καί ξεκινάει στήν φωτισμένη νύχτα από τά χιόνια καί φθάνει στο εξωκκλήσι, ήξερε περίπου πού είναι. Τί να δη όμως; Μια γριά καί μια κοπέλα καρφωμένες μέσα στο χιόνι μέχρι τά γόνατα μελανιασμένες καί ξυλιασμένες από τό κρύο. Άνοιξε αμέσως τό εκκλησάκι, μπήκαν μέσα καί συνήλθαν κάπως. Δεν είχε τίποτε να τούς προσφέρει ό στρατιώτης παρά τό κασκόλ στη γριά καί από ένα γάντι στήν καθεμιά καί τίς είπε να τ’ αλλάζουν στα χέρια. Τού διηγήθηκαν μετά τόν πειρασμό πού συνάντησαν. «Καλά», της λέει της κοπέλας, «πώς αποφάσισες να φύγεις μέσα στα χιόνια τή νύχτα καί σε άγνωστο μέρος;». 

Απήντησε: «Εγώ μόνο αυτό μπορούσα να κάνω καί πίστευα ότι ό Χριστός θα μέ βοηθήσει από κει καί πέρα». Της λέει μετά ό στρατιώτης: «Τελείωσαν πια τά βάσανά σας, τό βράδυ θα είσθε στα σπίτια σας. Ξεκίνησαν τά ΛΟΜ. Ανοίγεται ό δρόμος καί τό πρωί θα είναι τά στρατιωτικά μεταγωγικά έδώ καί σεις θα πάτε στα σπίτια σας» όπως καί έγινε. Μέ τά λόγια αυτά χάρηκαν πολύ καί ζεστάθηκαν περισσότερο.


Τέτοιες Ελληνοπούλες πρέπει να θαυμάζονται καί να επαινούνται πού είναι ντυμένες καί μέ Θεία χάρη καί όχι οι απογυμνωμένες καί από Θεία χάρη.
* Είναι γνωστό ότι ό στρατιώτης αυτός ήταν ό Άγιος Παΐσιος, όταν υπηρετούσε τή θητεία του.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Η ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ.



site analysis







Η ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ.

Μεγάλο εφόδιο ή υπομονή, παιδιά μου, σπουδαία αρετή! Ήταν πριν από είκοσι-είκοσιπέντε χρόνια σε μία πόλη, εδώ στα βόρεια, ένα ανδρόγυνο νέων Μουσουλμάνων. Ό άντρας κάποια στιγμή έδωσε όΚύριε να φωτιστή καί να γίνει Χριστιανός.

Ή γυναίκα του απελπίστηκε... Πήγε στον Ιερέα του καί ρώταγε να δη τί θα κάνη. Καί εκείνος της είπε•
-Θα σταματήσεις να του φτιάχνεις φαγητό- καί κάθε βράδυ, την ώρα πού θα τον βλέπεις να προσεύχεται, θα πηγαίνεις να γεμίζεις έναν κουβά με κρύο νερό καί θα τον πετάς πάνω του!
Έτσι καί έκανε. Δεν ξαναμαγείρεψε ποτέ για τον άντρα της, καί κάθε βράδυ τον έκανε μούσκεμα μέ τόν κουβά, την ώρα πού τόν έβλεπε να γονατίζει.

Εκείνος ατάραχος! Δεν την μίλησε ποτέ, δεν της παραπονέθηκε καθόλου! Ούτε έφυγε άπ’ το σπίτι! Συνέχιζε να προσεύχεται- καί μόλις τελείωνε, πήγαινε καί έβγαζε τα μουσκεμένα του ρούχα καί φόραγε αμίλητος τά στεγνά πού είχε έτοιμα ήδη!
Ξέρετε πόσο κράτησε αυτό τό μαρτύριό του; Δύο χρόνια ολάκερα!

Καί ένα βράδυ, την ώρα της προσευχής, πάει ή γυναίκα του καί γονατίζει κλαίγοντας δίπλα του καί τού λέει-


-Θέλω καί εγώ να γίνω Χριστιανή. Ότι καί να ’ναι αυτό πού πιστεύεις, γιά να σου δίνη τόση υπομονή καί τόση Αγάπη, θέλω να τό ασπαστώ καί εγώ!
Καί έγινε καί εκείνη Χριστιανή καί έπειτα κάνανε καί 3 αγόρια. Τό πρώτο μάλιστα τό είπανε Αρσένιο, αφού τό βάφτισε ό Γέροντας Παΐσιος. Καί έρχονταν ό πατέρας μαζί μέ τούς γιούς στην Παναγούδα πού ακόμα ήτανε ό Άγιος, καί θαύμαζε ό Παππούς την αγνότητα των παιδιών. Κάποτε πού είχαν έρθει τούς λέει-
-Πάρτε λουκουμάκι, ευλογημένα!
Καί τού άπαντά τό μεγάλο παιδί-

- Πρώτα προσκύνημα καί ύστερα λουκούμι, Γέροντα! Κανένας δεν μου είχε απαντήσει έτσι! έλεγε ύστερα ό 'Άγιος!
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ