Σάββατο 29 Απριλίου 2017

ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ



site analysis

.(Η Θεοτόκος πρώτη μάρτυρας της Αναστάσεως)


Δεύτε από θέας,γυναίκες ευαγγελιστριαι,καί τη Σιών είπατε:δέχου παρ' ημώνχαράς ευαγγέλιατης Αναστάσεως Χριστού,Τέρπου, χόρευε καίάγάλλου, Ιερουσαλήμ,τον βασιλέα Χριστόν θεασαμένη εκ του μνήματος ως νυμφίον προερχόμενον.
Σαν νικητήριος παιάνας αντηχούν στις εκκλησιές κατά τον όρθρο του Πάσχα τα λόγια τούτα καί ρίγη συ­γκινήσεως διαπερνούν τις καρδιές μας. Ό Ιερός υμνογράφος δανείζεται την έκφραση του Ευαγγελιστή- Προφήτη Ησαΐα (κγ' 11) «Γυναίκες έρχόμεναι, από θέας δεύτε, ου γαρ λαός εστίν έχων σύνεσιν», για να μας αποδώσει ζωντανά τίς ανεπανάληπτες εκείνες στιγμές χαράς, όταν το μήνυμα της "Αναστάσεως φθάνει στην Ιερουσαλήμ από κάποιες ευλογημέ­νες γυναίκες. Καί παράλληλα να μας πα­ραπέμψει στην προφητεία τη σχετική μ'αυτό το γεγονός. 


 Ποιες ήταν όμως αυτές οι γυναίκες, πού αξιώθηκαν να φέρουν πρώτες στον κόσμο το πιο υπέροχο άγγελμα πού ακούστηκε ποτέ; Είναι οι "Αγιες Μυρο­φόρες: Οι γυναίκες πού ακολουθούσαν τον Κύριο μαζί με την Μητέρα Του, έμει­ναν μαζί Της κατά την ώρα του θείου Πά­θους, καί λίαν πρωΐ «τη μια των Σαββάτων», δηλαδή προς τα χαράματα της Κυ­ριακής, πήγαιναν ν' αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου, σαν τελευταία πράξη τιμής καί αγάπης προς τον λατρεμένο Νε­κρό. Μιας αγάπης γεμάτης ήρωίσμό, πού δεν φοβήθηκε ούτε το σκοτάδι, ούτε τους στρατιώτες, ούτε τη λύσσα των Φαρισαίων, ούτε την απέτρεψε ό τεράστιος λίθος, αν καί τον σκέφθηκε.



Τα γνώριζαν τα προβλήματα οι Αγιες Μυροφόρες. Ομως, κατέχοντας την κορωνίδα των αρετών, την αγάπη, ελκύουν τη θεία Χά­ρη, πού έρχεται αρωγός τους. "

Από τα Ευαγγέλια έχουμε τα ονόματα μερικών από αυτές: Πρώτη Μυροφόρος, ή Κυρία Θεοτόκος. Πρόκειται για την άλλη Μα­ρία, ή Μαρία του Ιακώβου ή Ίωση, παι­διών του Ιωσήφ του Μνήστορος, των οποίων αποκαλείται μητέρα. Ή Μαρία ή Μαγδαληνή, από την οποία, κατά τον Ευαγγελιστή Μάρκο, ό Κύριος έξέβαλε επτά δαιμόνια καί στην οποία εμφανί­σθηκε ξεχωριστά την ίδια την ήμερα της Αναστάσεως. Ή Σαλώμη ήταν κόρη του Ιωσήφ του Μνήστορος. Ή "Ιωάννα, ή γυ­νή του Χουζά, πού ήταν επίτροπος της οικίας του βασιλέως Ήρώδου. Μάρθα καί Μαρία, οι αδελφές του Λαζάρου Μα­ρία ή του Κλωπά, καί Σωσάννα.Ή μνήμη κάθε μιας από τις άγιες Μυ­ροφόρες τιμάται χωριστά, όμως επειδή πρώτες αυτές εΐδαν τον Κύριο εκ νεκρών άναστάντα καί κατά πολύ συνέβαλαν στην άψευόη διακήρυξη της Αναστάσε­ως, οι άγιοι Πατέρες έταξαν να τιμάται ή μνήμη όλων μαζί την Κυριακή μετά του Θωμά. 


Ομως πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα; Πώς πληροφορήθηκαν οί άγιες εκείνες γυναίκες την Ανάσταση καί πείσθηκαν ότι πράγματι ό Χριστός ανα­στήθηκε; Καί τα τέσσερα ευαγγέλια (Μτ.28, 1-8/Μκ. 16, 1-8/Λκ.24,1-12/ Ίω 20,1-10) συμφωνούν στα κύρια σημεία: Βλέπουν τον κενό τάφο καί τα εντάφια σπάργανα, τον απαστράπτοντα άγγελο πού τους αναγγέλλει την Ανάσταση («ανέστη ουκ εστίν ώδε») καί τέλος αξιώ­νονται να δουν τον ίδιο τον Κύριο.

Όμως στη Γραφή υπάρχουν πάντοτε σημεία συνεσκιασμένα, πού ή κατανόηση τους χρειάζεται θείο φωτισμό. Φωτισμό πού μόνο οί αγίες ψυχές απέκτησαν μετά από σκληρούς πνευματικούς αγώνες.
 Ενα τέτοιο σημείο υπάρχει καί εδώ, σύμ­φωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ό οποίος, καθοδηγημένος από το "Αγιο Πνεύμα, ρίχνει φως στίς διηγήσεις των Ευαγγελίων καί βάζοντας τα γεγονότα στη σειρά μας δίνει το χρονικό της ημέ­ρας, στην ομιλία του αριθμ. 18 (-Στήν Κυριακή των Μυροφόρων).


Ό άγιος, ό οποίος διαπιστώνει ότι καί τα τέσσερα Ευαγγέλια κατ' αρχήν συμφωνούν στη διήγηση των γεγονότων, μας αποκαλύ­πτει ότι το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως του Κυρίου πρώτη από όλους τους ανθρώπους, όπως ήταν σωστό καί δί­καιο, δέχθηκε ή Θεοτόκος καί αυτή εΐδε αυτό το γεγονός.πριν από όλους τον Αναστάντα και άπήλαυσε τη θεία ομιλία Του, καί αυτή πρώ­τη καί μόνη άγγιξε τα άχραντα πόδια Του, έστω καί αν οι Ευαγγελιστές δέν τα λένε φανερά όλα αυτά μη θέλοντας να προσαγάγουν ως μάρτυρα τη μητέρα, για να μη δώσουν αφορμή υποψίας στους απίστους.



Τοΰτο συνάγει κυρίως από τον Ευαγ­γελιστή Ματθαίο, ό όποιος μας δίνει πε­ρισσότερες λεπτομέρειες για τις πρώτες στιγμές μετά την ανάσταση καί την πλη­ροφορία ότι πρώτη απ' όλες ήρθε στον τάφο του Κυρίου ή Θεοτόκος. Είναι ή άλλη Μαρία, πού ήρθε μαζί με τη Μαρία τη Μαγδαληνή για να δουν τον τάφο. Καί ακριβώς τη στιγμή πού έφθαναν, ιδού έγι­νε σεισμός μέγας. Διότι άγγελος Κυρίου, άφοϋ κατέβηκε από τον ουρανό, άποκύλησε το λίθο από τη θύρα του μνημείου καί καθόταν πάνω σ' αυτήν. Ήταν δέ ή μορφή του σαν αστραπή καί το ένδυμα του λευκό σαν το χιόνι, από τον φόβο δέ εμπρός του ταράχθηκαν οι φύλακες κι έγιναν σαν νεκροί. "Ολες λοιπόν οί άλλες γυναίκες ήλθαν μετά το σεισμό καί τη φυ­γή των φυλάκων καί βρήκαν τον τάφο ανοιγμένο καί την πέτρα άποκυλισμένη. 



Ή δε Παρθενομήτωρ έφθανε τη στιγμή πού γινόταν ό σεισμός, άποκυλίστηκε ή πέτρα καί ανοιγόταν ό τάφος. Γι' αυτήν λοιπόν πρώτη ανοίχθηκε ό ζωηφόρος εκείνος τάφος (διότι γι' αυτήν πρώτη καί δι' αυτής έχουν ανοιχθεί σε μας όλα, όσα εΐναι επάνω στον ουρανό καί κάτω στη γη) καί γι' αυτήν άστραφτε έτσι ό άγγε­λος, ό όποιος προφανώς ήταν ό Γαβριήλ, ώστε, αν καί ή ώρα ήταν ακόμα σκοτεινή, αυτή με το πλούσιο φως του αγγέλου όχι μόνο να δει τον τάφο κενό, αλλά καί τα εντάφια να είναι τακτοποιημένα. Εξήλθαν δε με φόβο καί χαρά μεγάλη. Τον φόβο είχε ή Μαρία ή Μαγδαληνή καί οί άλλες γυναίκες, διότι δεν κατενόησαν τα λόγια του αγγέλου ούτε μπόρεσαν να συλλάβουν τελείως το φως, ώστε να δουν καί να μάθουν ακριβώς, ενώ ή Θεοτόκος απέκτησε τη μεγάλη χαρά, διότι κατενόη­σε τα λόγια του αγγέλου καί παραδόθηκε ολόκληρη στο φως, τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη. 



Όταν δε εξήλθαν από τον Ευαγγελισμό τοϋτο, ή μεν Μαρία ή Μαγδαληνή σαν να μην άκουσε καν τον άγγελο, άφού άλλωστε καί εκείνος δεν μίλησε γι'αυτήν, διαπιστώνει μόνο την κέ­νωση του τάφου καί τρέχει προς τον Σίμωνα Πέτρο για να πει ότι πήραν τον Κύ­ριο. Ή δε θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευ­όμενη από άλλες γυναίκες, επανερχόταν πάλι εκεί άπ' οπού ήλθε. Στό δρόμο της επιστροφής είναι πού τις συναντά ό Ιη­σούς λέγοντας «χαίρετε». Αυτές λέγει ό Ευαγγελιστής προσήλθαν, έπιασαν τα πόδια Του καί Τον προσκύνησαν. Όπως δε όταν ή Θεοτόκος άκουσε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως μαζί με τη Μαρία τη Μαγδαληνή από τον άγγελο, μόνο αύτή κατάλαβε τη σημασία των λόγων, έτσι καί μαζί με τίς άλλες γυναίκες, όταν συνά­ντησε τον Υιό καί Θεό Της, πρώτη άπ' όλες τίς άλλες είδε καί αναγνώρισε τον Άναστάντα.



 Ό άγιος, συσχετίζοντας τα γεγονότα της Αναστάσεως με τα γεγονότα της Δη­μιουργίας, βρίσκει μία ωραία αναλογία, πού θα μποροΰσε να τεθεί ως κατακλεί­δα:Ή ανάσταση του Κυρίου είναι ανανέ­ωση της ανθρώπινης φύσεως, είναι άναζώωση καί ανάπλαση καί επάνοδος προς την αθάνατη ζωή του πρώτου Αδάμ, πού καταβροχθίστηκε από το θάνατο λόγω της αμαρτίας. "Οπως λοιπόν εκείνον στην αρχή δεν τον είδε κανένας άνθρω­πος να πλάττεται καί να παίρνει ζωή, με­τά δέ τη λήψη της πνοής με θειο εμφύση­μα πρώτη άπ' όλους τον είδε μία γυναί­κα, διότι μετά άπ' αυτόν πρώτος άνθρω­πος ήταν ή Εύα, έτσι καί τον δεύτερο "Αδάμ, δηλαδή τον Κύριο, όταν άνίστατο από τους νεκρούς κανένας άνθρωπος δεν Τον είδε, άφοΰ δεν παρευρισκόταν κανείς δικός Του καί οί στρατιώτες πού φύλα­γαν το μνήμα είχαν γίνει σαν νεκροί από το φόβο- μετά την "Ανάσταση πρώτη άπ'όλους τον είδε μία γυναίκα, ή Κυρία Θεο­τόκος. Ή Γυναίκα πού γέννησε τη Ζωή καί έγινε αιτία της σωτηρίας μας.


Της Κυριακής Θ.Ασημακοπούλου(Δικηγόρου-Θεολόγου)

Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Οσία Ελισάβετ η Θαυματουργός


 site analysis

ΕΛΙΣΑΒΕΤ Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ 1
Ο βίος της Οσίας Ελισάβετ της θαυματουργού
1. Άλλες γυναίκες απέκτησαν δύναμη και άλλες πλούτη, είπε ο σοφώτατος Σολομών προφητικά μιλώντας ότι όχι μόνον άνδρες μα και γυναίκες σε διάφορες εποχές έλαμψαν με την ομορφιά διαφόρων αρετών. Έγιναν κοινω­νοί χαρισμάτων του θείου Πνεύματος κι έκαναν με τρόπο απίστευτο τέρατα και σημεία θαυμαστά σ' ολόκληρη την οικουμένη. Γιατί χίλιες μύριες γυναίκες στην εποχή του νόμου και αργότερα στα χρόνια της χάρης η Γραφή εμφανίζει να μεταβάλλουν την ασθένεια του γένους σε γενναίο φρόνημα. Αυτές με εγκράτεια και σκληρή άσκηση κατατρόπωσαν γεν­ναία και με τη δύναμη του Υψίστου, αυτόν, που στα παλιά ξεγέλασε την προμήτορα Εύα κι είναι του ανθρώπινου γένους εχθρός και α­ντίπαλος, κι έτσι κέρδισαν λαμπρά της νίκης τρόπαια.
2. Μια απ' αυτές είναι και η σεβάσμια και ξακουστή για τα θαύματά της Ελισάβετ. Αυτή πατρίδα της είχε τη μεγαλούπολη Ηράκλεια της Θράκης. Οι γονείς της ήταν ξακουστοί και ονομαστοί από αρχοντική γενιά, φημισμένοι για τα πλούτη τους και περίφημοι για την αρε­τή τους. Του πατέρα της τ' όνομα ήταν Ευνο­μιανός και είχε για δεύτερη φορά γίνει ύπατος. Η μητέρα της ονομαζόταν Ευφημία. Αυτοί, ό­πως του καθενός το όνομα δηλώνει, ζούσαν με αγάπη και αφοσίωση στον Θεό κι αδιάκοπα δί­δασκαν τον νόμο του Κυρίου. Γι' αυτό σ' όλους ήταν γνωστοί κι όλοι τούς τιμούσαν. Κα­τοικούσαν κοντά στην πόλη που ανέφερα, στον τόπο που από παλιά ονομαζόταν Θρακοκρήνη και τώρα Αβυδηνοί. Ζούσαν με ευσέβεια και άψογο τρόπο ζωής έχοντας πρότυπο τον Ιώβ και με πάθος ποθώντας να μιμηθούν τη φιλοξενία του Αβραάμ, απλόχερα βοηθού­σαν όλους, όσοι είχαν ανάγκες υλικές. Γι' αυ­τό, όπως εκείνος, αποκτούν «εξ επαγγελίας» καρπό αντάξιο της ψυχικής τους ομορφιάς και αγαθοεργίας. Και το πως απόκτησαν αυτό το παιδί, θα το φανερώσει πεντακάθαρα ή διήγη­ση που θα ακολουθήσει.
Είχαν περάσει δεκάξι χρόνια από τότε πού παντρεύτηκαν κι ήταν ακόμη άτεκνοι. Στερη­μένοι από παιδί, όπως ήταν φυσικό, πικραίνο­νταν και λυπούνταν κι αδιάκοπα παρακαλούσαν τον καρδιογνώστη Θεό να τους διαλύσει τη λύπη της ατεκνίας και να τους χαρίσει παι­δί, διάδοχο του γένους τους και κληρονόμο του πλούτου τους. Ο Κύριος, που ικανοποιεί το θέλημα των πιστών του, άκουσε με ευμένεια τη δέησή τους και δεν παρέβλεψε την προσευ­χή τους, που η εκπλήρωσή της έμελλε να τον ευαρεστήσει.
3. Υπήρχε λοιπόν στον τόπο κάποιο παλιό έθιμο να συγκεντρώνονται στη μνήμη της καλ­λίνικης μάρτυρος Γλυκερίας, όσοι γύρω κατοικούσαν, και να γιορτάζουν μαζί με όσους ζού­σαν μέσα στην πόλη μια ολόκληρη εβδομάδα. Η μνήμη της Γλυκερίας τελείται στις δεκατρείς Μαΐου. Τότε ήρθαν μαζί με άλλους και οι εξαίρετοι γονείς της οσίας. Έκαναν λιτανείες και ολονύκτιες δοξολογίες. Επισκέπτο­νταν τους αγίους ναούς της πόλης που σ' αυ­τούς φυλάγονται τα τίμια λείψανα των σαρά­ντα αγίων γυναικών, του διακόνου Αμμώς και πολλών άλλων αγίων. Γι' αυτούς τους αγίους και την πανέμορφη και λαμπρή οικοδόμηση του ναών μας αφηγείται λεπτομερέστερα ο βίος του μεγάλου ανάμεσα στους ιεράρχες Παρθενίου2. Αυτούς τούς αγίους τούς τιμούσαν όπως τους έπρεπε, τους επαινούσαν παραθέτο­ντας κοινή τράπεζα και γέμιζε η ψυχή τους ευ­φροσύνη. Λιτάνευαν τότε την πολυσέβαστη κάρα της μάρτυρος που αποκεφαλίστηκε για την αγάπη του Χριστού. Αυτήν την κάρα της αγίας, ο πατέρας της οσίας Ευνομιανός, καθώς τελούνταν η θεία μυσταγωγία από τον τότε αρ­χιερέα της πόλης Λέοντα στον ιερό ναό της Θεομήτορος με τ' όνομα Θησαυρός, την αντί­κρυσε μια να χαμογελάει κι άλλοτε πάλι να λυπάται. Αυτό το λογάριασε σαν φανερό ση­μάδι της πίστης του στη μάρτυρα και γέμισε η ψυχή του με χαρά και λύπη μαζί.
Η σύναξη τέλειωσε αφού ο κόσμος είχε κά­νει μεγάλης διάρκειας προσευχή στον χώρο του Καταχειλά, έτσι ονομαζόταν εκεί ο ναός της Παναγίας. Τότε, κατά τις δώδεκα η ώρα, αφού και πάλι συνάχτηκαν στον λαμπρό ναό της μάρτυρος Γλυκερίας, τέλεσαν τον εσπερινό κι όλοι από κει έφυγαν, ενώ μόνος ο Ευνο­μιανός μαζί με τη γυναίκα του την Ευφημία έ­μεινε σ' εκείνο τον τόπο. Εκεί ικέτευε την αθληφόρο με θέρμη περισσή, να λύσει τα δεσμά της στείρωσής τους και παρ' ελπίδα να τους χαρίσει παιδί. Τράβηξε η προσευχή τους ως τα μεσάνυχτα και τότε έγειραν χάμω και τους πή­ρε για λίγο ο ύπνος. Ύστερα ξύπνησαν και ­ω του θαύματος και των φρικτών του Θεού μυ­στηρίων- παρουσιάζεται στον άνδρα σε όνει­ρο η γλυκύτατη, όπως τόνομά της δήλωνε, μάρτυρα Γλυκερία και του λέγει. «Γιατί μου δημιουργείς κόπους, άνθρωπέ μου, και μου ζη­τάς αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να σου το δώσει; Όμως, αν στ' αλήθεια δίνεις τον λόγο σου πως θ' αποκτήσετε καρδιά και πνεύμα ταπεινό και πως ποτέ δεν θα καυχιέστε σε βάρος των άλλων, ευχή κάνω να σου δώσει με τις πρεσβείες μου ο μεγαλόδωρος Κύριος το γρη­γορώτερο ένα κορίτσι. Αυτό θα το ονομάσεις Ελισάβετ, γιατί θ' αναδειχθεί όμοια στην ψυ­χή με τη μητέρα του Ιωάννη του προδρόμου και βαπτιστή».
Αυτός με όρκο συμφώνησε ότι θα κάνει αυτά πού ζήτησε α αγία. Τότε εκείνη τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού κι έφυγε από κο­ντά του. Ο άνδρας όταν ξύπνησε, διηγόταν το όραμα στη γυναίκα, ενώ και εκείνη έλεγε ότι είδε παρόμοιο. Το ίδιο και ο θεοφιλέστατος αρχιεπίσκοπος προικισμένος με διορατικό χά­ρισμα, όπως ακριβώς ή μάρτυς του Χριστού, έ­τσι κι εκείνος νουθετούσε τους δυο τους με συμβουλές. Ύστερα από τη γιορτή, αφού τους φιλοξένησε τρεις μέρες, τους ευλόγησε και ει­ρηνικά τούς ξεπροβόδισε για το σπίτι τους.
4. Η γυναίκα αμέσως συνέλαβε και αφού συμπληρώθηκαν οι εννέα μήνες, σύμφωνα με την αληθινή προφητεία της μάρτυρος, γέννησε κορίτσι. Όταν πέρασαν σαράντα μέρες, ο Ευ­νομιανός πήρε το παιδί με τη μητέρα και το έ­φερε στην πόλη. Έφθασε στον ναό της σεβα­στής μάρτυρος, πλησίασε στη σεπτή της εικό­να πού ήταν τοποθετημένη στα δεξιά, πρόσπε­σε με το πρόσωπο στη γη και την ευχαριστούσε μ' όλη του την καρδιά με δάκρυα συγκερα­σμένα με χαρά. Έπειτα έστησε το βλέμμα του στην εικόνα κι όταν, όπως της έπρεπε, εκδή­λωσε την ευγνωμοσύνη του, είδε κάποιο παρά­ξενο κι εξαίσιο μαζί θέαμα. Η απεικόνισή της δηλαδή άστραψε πιότερο από τον ήλιο, κίνησε τα χείλη ήρεμα και είπε. «Καιρός να ξεπληρώ­σεις, Ευνομιανέ, τις συμφωνίες σου με τον Θεό». Γέμισε ή ψυχή του από φόβο και τρόμο κι έμεινε να βλέπει το θέαμα αποσβολωμένος. Έπειτα πήγαν στον σεβαστό αρχιεπίσκοπο, τον χαιρέτησαν, όπως τους ήταν συνήθεια, με σεβασμό και τον θερμοπαρακάλεσαν να κάνει χριστιανό το παιδί τους. Εκείνος αφού τους δέχθηκε, το βάφτισε και τούδωσε το όνομα Ελισάβετ, όπως προείπε η μάρτυς. Πρόσθεσε πολλές ευχές γι' αυτούς κι ύστερα γύρισε στο παιδί και είπε. «Παιδί μου, ας με σπλαγχνιστεί με τη δική σου μεσιτεία ο Θεός κι ας μου χαρί­σει συγχώρεση για τις αμαρτίες μου».
Έπειτα απ' αυτά γύρισαν στο σπίτι τους με πλημμυρισμένη την ψυχή από χαρά. Το κορί­τσι μεγάλωνε και πρόκοβε σε χάρη Θεού. Όταν πια έγινε τριών χρόνων, ο πατέρας της άρχισε να της μαθαίνει τα ιερά γράμματα. Σ' αυ­τά τόσο πολύ φάνηκε επιδέξια και ικανή, που τους βίους των άγίων και μόνο που τους άκου­γε, μπορούσε να τους διηγείται. Μόλις συμ­πλήρωνε τα δώδεκα χρόνια, η μητέρα της έφυ­γε από την πρόσκαιρη ζωή. Ο πατέρας της ή­θελε να την παντρέψει, αυτή όμως ούτε να το ακούσει δεν άντεχε. Ποθούσε πιο πολύ να νυμ­φευθεί τον αθάνατο νυμφίο Χριστό.
Κύλησαν από τον θάνατο της μητέρας τρία χρόνια κι ο Ευνομιανός, ο πατέρας της, έφυγε απ' αύτή τη ζωή χαρούμενος προς τον Κύριο. Η μακαρία Ελισάβετ απόμεινε ορφανή. Όμως αμέσως δόθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, τον πατέρα των ορφανών. Λαχτάρησε τον μοναχικό και ακτήμονα βίο. Γι' αυτό το χρυ­σάφι και το ασήμι, που γι' αυτήν είχαν αποθη­σαυρίσει οι γονείς της, και την άλλη της πε­ριουσία, πού ήταν αξιόλογη, μοίρασε στους φτωχούς και με τα χέρια των φτωχών την κατέ­θεσε στον Θεό. Στους δούλους πάλι και στις δούλες της χάρισε την ελευθερία τους.
5. Αναχώρησε στη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, χωρίς πια να κοιτάξει πίσω. Έφθασε στο ιερό μοναστήρι του μεγα­λομάρτυρα Γεωργίου, που έχει τ' όνομα «Μι­κρός Λόφος», όπου ηγουμένη ήταν κάποια θεία της από τον πατέρα της. Εκεί απαρνήθη­κε τον κόσμο, φόρεσε το αγγελικό σχήμα και ολόψυχα δόθηκε στους ασκητικούς αγώνες.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πέτυχε κάθε είδος αρετής και γέμισε με όλα τα χαρί­σματα του Πνεύματος. Με μακροχρόνιες νη­στείες δουλαγωγούσε τό σώμα της και το τυραννούσε, όπως ο μέγας Μωυσής κι ο Θεσβί­της Ηλίας. Έμενε δίχως να φάει πολλές φο­ρές σαράντα ολόκληρες μέρες, ενώ ποτέ δεν έ­βαζε στο στόμα της λάδι, αλλά τρεφόταν μόνο με τον ζωντανό και επουράνιο άρτο. Κι όσο συνεχώς στολιζόταν με την ταπείνωση που ε­ξυψώνει, και με τα μάτια της καρδιάς ατένιζε νοερά τη θεϊκή ομορφιά, τόσο δεν ήθελε ούτε και στο ελάχιστο να υψώσει τα μάτια της προς τον ουρανό, ώστε περισσότερο από τρισήμιση χρόνια είχε στραμμένο το βλέμμα της στη γη, χωρίς ούτε μια φορά να το σηκώσει προς τον ουρανό. Την ακτημοσύνη τη θεωρούσε σαν τον μεγαλύτερο πλούτο και γι' αυτό την αγα­πούσε εξαιρετικά. Είχε πάντοτε ένα μόνο χιτώ­να φορώντας στολή αφθαρσίας, που με την α­πάθειά της είχε γι' αυτήν υφανθεί απ' τον Θεό. Κι όπως η ψυχή της καιγόταν από τον θεϊκό έ­ρωτα, δεχόταν με ευκολία την παγωνιά του χει­μώνα κι είχε γυμνά τα πόδια της από υποδήμα­τα, έτσι ωραία καθώς πορευόταν προς το βρα­βείο της ουράνιας πρόσκλησης. Το σώμα της ποτέ δεν δέχτηκε να το πλύνει με θερμό νερό. Το διατηρούσε όμως καθαρό λούζοντάς το κά­θε μέρα, όπως το λέει ο ψαλμωδός, με τις α­στείρευτες πηγές των δακρύων της3. Και καθα­ρίζοντάς το από κάθε βρωμιά, καλλιεργούσε την ψυχή της έτσι, που νάχει όψη θεϊκή.
6. Συμπληρώθηκαν από τότε που μόνασε δυο χρόνια, κι η ηγουμένη της μονής, αδελφή του πατέρα της, έφυγε από την παρούσα ζωή, αφού όρισε διάδοχό της την οσία. Αυτήν, ο μέγας Γεννάδιος4, που ήταν πατριάρχης, σύμφωνα με το έθιμο την όρισε και τοποθέτησε ηγουμένη της μονής. Και τέτοια αναδείχτηκε στα κατά Θεόν έργα και στα προτερήματα και σε τόσο μεγάλο ύψος υπεροχής αρετής και τελειότητας έφθασε, ώστε με τη μεγάλη δύναμη που απέ­κτησε να κάνει πολλά θαύματα, να θεραπεύει αγιάτρευτες αρρώστιες, να διώχνει δαίμονες με του Χριστού την επίκληση, ν' αξιωθεί θεϊκή έλλαμψη και ουράνια αποκάλυψη κι ακόμα να προβλέπει και να προλέγει τα μέλλοντα. Μ' αυτό το χάρισμα πρόβλεψε με θεϊκή αποκάλυ­ψη και τη μεγάλη πυρκαϊά5, που από θεόσταλ­τη οργή άναψε στην πόλη και την προείπε στον ευσεβή Λέοντα, βασιλιά τότε των Ρω­μαίων. Τα ίδια και με όμοιο τρόπο προφήτεψε και στον στυλίτη Δανιήλ, που μόναζε στον Άναπλο. Κι αν οι προσευχές αυτών των δύο δεν έφθαναν στον Θεό, ολόκληρη σχεδόν η πόλη θα γινόταν στάχτη. Γι' αυτό από τότε μεγάλη εμπιστοσύνη είχε ο ευσεβής εκείνος βασιλιάς στην οσία και την τιμούσε, όπως της άξιζε. Θέλοντας μάλιστα να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, της χάρισε για το μοναστήρι της, που ήταν μικρό και φτω­χό, ένα από τα βασιλικά κτήματα στην τοποθε­σία Έβδομο, που είχε το όνομα του αγίου Βα­βύλα. Σ' αυτόν τον τόπο ήταν χαλάσματα από αρκετά παλιά κτίσματα κι ανάμεσά τους από πολύ καιρό φώλιαζε μεγάλο φίδι. Αυτό προξε­νούσε βλάβη σε πολλούς απ' τούς διαβάτες κι έκανε τον τόπο να είναι για τον καθένα άβα­τος. Γι' αυτό ολόκληρη η πόλη κατεχόταν από λύπη και αμηχανία, χωρίς να μπορεί ν' απαλ­λαγεί από τη συμφορά. Αυτό το έμαθε η αγία από κάποιους πού κατοικούσαν εκεί και εμ­πνευσμένη από θεϊκό ζήλο παίρνει το όπλο του τιμίου Σταυρού και φθάνει στον τόπο. Υ­ψώνει το βλέμμα της στον ουρανό, επικαλείται τη βοήθεια του Θεού, καλεί το θηρίο και το κάνει άθελά του να βγει απ' τη φωλιά. Το σφραγίζει με το σημείο του Σταυρού, γεμίζει με σάλιο το στόμα της, φτύνει το κεφάλι, το καταπατάει με τα πόδια της και το σκοτώνει λέγοντας. «"Θα πατήσω πάνω στα δηλητηριώ­δη φίδια, την ασπίδα και τον βασιλίσκο, και θα καταπατήσω το λεοντάρι και τον δράκον­τα" περιζωσμένη από τη δύναμη του τιμίου Σταυρού». Έτσι απάλλαξε από την απειλή του φιδιού αυτούς που ζούσαν σ' εκείνη την πόλη.
Απ' αυτό το γεγονός κι έπειτα γεμάτη από αισιοδοξία και σαν να πήρε κάποια σίγουρη πληροφορία ότι μπορεί με του Θεού τη δύναμη να νικήσει και τον νοητό, όπως και τον αισθη­τό δράκοντα, άρχισε με θάρρος να κάνει θαύ­ματα.
7. Η φήμη γι' αυτήν διαδόθηκε σ' όλη την πόλη. Κάποιος απ' τους ευγενείς και πλούσιους, που είχε μοναχοκόρη που τυραννιόταν από συνεχή αιμορραγία, κι ενώ τα πιο πολλά από την περιουσία του τα είχε ξοδέψει σε για­τρούς, σε τίποτε δεν μπόρεσε να την ωφελή­σει. η αρρώστια τύχαινε να είναι ισχυρότερη από την επιστήμη τους. Τέλος, απογοητευμέ­νος για τη σωτηρία της απ' τούς γιατρούς, φέρ­νει την κόρη και τη ρίχνει στα πόδια της αγίας κράζοντας με δάκρυα. «Σώσε μου το δυ­στυχισμένο μου κορίτσι, δούλη του Θεού. Στον Θεό και στα δικά σου χέρια και τις ευχές το εμπιστεύομαι, κι αν θέλεις, πάρε όλο μου το βίος». Κι αυτή του είπε. «Όσα στο σπιτικό σου ορίζεις, κράτα τα εσύ ο ίδιος σαν δικά σου, γιατί καθόλου δεν μου χρειάζονται. Εσύ όμως, αν αδίστακτα πιστεύεις και υπόσχεσαι ότι σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου ως το τέλος της ζωής σου θα είσαι ταπεινός και θα ελεείς τους φτωχούς, η κόρη σου θα θερα­πευθεί». Όταν ο άνθρωπος συμφώνησε ότι οπωσδήποτε θα τα κάνει αυτά, εκείνη αφού ά­λειψε με άγιο έλαιο του μεγαλομάρτυρα Γεωρ­γίου το κορίτσι κι ενώ παράλληλα προσευχή­θηκε, το θεραπεύει και το στέλνει με τον πατέ­ρα του στο σπίτι χαρούμενο και με καρδιά πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη.
Αλλά και πολλές άλλες γυναίκες που πέθαι­ναν από την ίδια ασθένεια της αιμορραγίας έρ­χονταν σ' αυτήν με ολόψυχη πίστη και τις θε­ράπευε σταματώντας μ' ένα παρόμοιο τρόπο την αιμορραγία. Μαζί μ' αυτές και κάποιος άν­δρας εκ γενετής τυφλός, όταν άκουσε για τα θαύματα της οσίας, έρχεται σ' αυτήν χειραγω­γούμενος από άλλους. «Σπλαχνίσου με», έλεγε, «πιστή μαθήτρια του Θεού, και άνοιξέ μου τα μάτια για να δω το γλυκό φως και να δοξά­σω με τη μεσιτεία σου τον Δημιουργό όλου του κόσμου». Λυγίζει η οσία από φιλανθρωπία στους θρήνους του και χωρίς να βραδύνει υψώ­νει ικετευτικά τα χέρια της στον ουρανό, παίρνει λάδι του αγίου, αλείφει τα μάτια του τυ­φλού και σε επτά ημέρες τον κάνει να βλέπει καθαρώτατα, ενώ εκείνος μεγαλόφωνα δόξαζε τον Θεό.
8. Έτσι η αγία ακτινοβολώντας κι αστρά­φτοντας με τα παράδοξα θαύματά της, γέμιζε με φως αυτούς που με πίστη την πλησίαζαν. Κάποτε την ώρα που τελούνταν η θεία μυσταγωγία στον ναό, βλέπει να αστράφτει ένα απε­ρίγραπτο φως και το πανάγιο Πνεύμα σαν ολό­λευκο σενδόνι να κατεβαίνει μετά τον Χερου­βικό ύμνο μέσα στο θυσιαστήριο και να καλύ­πτει τον ιερέα που στεκόταν μπροστά στην αγία Τράπεζα. Γέμισε τότε θάμβος κι έκπληξη. Όμως αυτό που είδε, δεν το είπε σε κανέναν μέχρι που έφθασε ο καιρός της εκδημίας της στον Θεό. Όσο πλησίαζε η ώρα της, ο πόθος της περίσσευε, όπως έλεγε, να δει την πατρίδα της. Ήρθε στην Ηράκλεια, προσκύνησε τους εκεί σεπτούς ναούς των αγίων και μπήκε στον ναό της Θεοτόκου, που είχε την προσωνυμία των Χαλκοπρατείων.
Ενώ προσευχόταν, παρουσιάζεται κάποια γυναίκα σαν νάταν από εκείνες τις ξακουστές κι αρχόντισσες της πόλης. Την αγκαλιάζει με αγάπη αληθινή, την ασπάζεται και της λέει. «Καλώς ήρθες πολυαγαπημένη μητέρα». Και η οσία της λέει. «Ποια είμαι εγώ κυρία μου, η ά­σημη ξένη, που έτσι με τόση χαρά μ' αγκάλια­σες και με φίλησες, εμένα που ποτέ δεν με έ­χεις δει;». Εκείνη πάλι είπε. «Πριν συλλη­φθείς στην κοιλιά της μητέρας σου, κατοικώ­ντας εδώ σε γνωρίζω. Αν θέλεις, έλα στο σπίτι μου και θα πληροφορηθείς γι' αυτό». Όταν ρώτησε η οσία. «Πού είναι το σπίτι σου, κυρία μου;». «Στα δεξιά του ναού του αγίου ιερομάρ­τυρα Ρωμανού θα με δεις», είπε και με το λόγο αυτό έγινε άφαντη.
Τότε γεμάτη φόβο κι έκσταση η οσία έψα­χνε παντού στον ναό ζητώντας νάβρει αυτήν που παρουσιάστηκε μπροστά της. Καθώς που­θενά δεν την έβλεπε, έφθασε βιαστικά στον πα­νέμορφο ναό του ιερομάρτυρα Ρωμανού. Εκεί προσευχήθηκε κι ενώ θαύμαζε την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια του ναού, βρέθηκε στο δεξιό μέρος. Βγήκε από την πύλη και όταν εί­δε την εικόνα της αγίας και την αναγνώρισε, της φάνηκε ότι ήταν όραμα αυτό που είδε στον ναό της Θεοτόκου.
Αυτά σκεφτόταν και τότε κάποια φωνή α­κούστηκε απ' την εικόνα και της έλεγε. «Αυτή που τώρα βλέπεις κι' εκείνη που είδες πριν στον ναό, είμαι εγώ. Αλλά γρήγορα γύρισε πί­σω στο μοναστήρι σου, γιατί σύντομα πρόκει­ται ν' αφήσεις τα γήινα και να ταξιδέψεις στην ουράνια πατρίδα». Γέμισε φόβο και φρίκη η ψυχή της αγίας. Κι όταν έπεσε στον νάρθηκα του ναού και κοιμήθηκε, πάλι βλέπει τη μάρτυ­ρα του Χριστού να της λέγει. «Όπως καί πιο μπροστά σου είπα, πήγαινε στο μοναστήρι σου, γιατί ο καιρός της εκδημίας σου είναι κο­ντά. Είκοσι τέσσερες μέρες ακόμη και φεύγεις ειρηνικά προς τον Κύριο, ύστερα από την ετή­σια γιορτή που τελείται στο μοναστήρι στη μνήμη του ενδόξου μεγαλομάρτυρα Γεωρ­γίου».
9. Μόλις λοιπόν ξύπνησε η οσία, αφού εκτέ­λεσε τα πρέποντα για την αναχώρηση καθήκο­ντα κι ευχαρίστησε και προσκύνησε τη μάρτυ­ρα, βγήκε από την πόλη. Μπήκε σε πλοίο και ξαναγύρισε στο μοναστήρι της την πρώτη Α­πριλίου. Από τότε δεν έπαυσε να συμβουλεύει την αδελφότητα και να παρακαλεί και να διδά­σκει τονίζοντας όλα όσα συντελούν στη σω­τηρία. Όταν οι ορισμένες μέρες για την εκδη­μία της συμπληρώθηκαν, τέλεσε μεγαλόπρεπα τη λαμπρή και παλλαϊκή γιορτή του αοιδί­μου μάρτυρα Γεωργίου. Όταν μετάλαβε τα ζω­οποιά κι άχραντα μυστήρια, αμέσως έλαμψε το πρόσωπό της όπως ο ήλιος, και πλημμυρισμέ­νη από χαρά και αγαλλίαση ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό και με ευφροσύνη φώναξε. «"Τώρα, Κύριε, μπορείς ν' αφήσεις την δούλη σου να πεθάνει", σύμφωνα με τα λόγια της καλλινίκης σου μάρτυρος, "γιατί τα μάτια μου είδαν το έργο της σωτηρίας"».
Απ' τις δώδεκα το μεσημέρι βυθίστηκε σε υ­ψηλό πυρετό, που κράτησε μέχρι την άλλη μέ­ρα. Κατά τις εννέα το πρωί κοιμήθηκε ειρηνι­κά κι απόθεσε το πνεύμα της στα χέρια του Θε­ού στις 24 Απριλίου. Το τίμιο λείψανό της έ­σπευσαν όλοι απ' τα γύρω μοναστήρια και το κήδεψαν λαμπρά με ψαλμούς και ύμνους στον ναό του μάρτυρα Γεωργίου. Το λείψανο μέχρι σήμερα με του Θεού τη δύναμη και τη χάρη σώζεται ανέπαφο και ακέραιο κι αναγνωρίζε­ται σαν κοινό ιατρείο για όσους το πλησιά­ζουν με πίστη. Γιατί καθένας που με απλότητα και σωστή προαίρεση προσεγγίζει τη σεβά­σμια σορό και επικαλείται το θεοδώρητο όνο­μά της, απ' οποιαδήποτε αρρώστια κι αν κατέ­χεται, αμέσως με τις πρεσβείες της απολαμβά­νει την κατάλληλη από την αρρώστια θεραπεία.
10. Αλλά βέβαια αξίζει να θυμηθούμε και να διηγηθούμε σύντομα και τα θαύματα που έγι­ναν μετά τη μετάσταση της μακαρίας, για να ωφεληθούν όσοι τα ακούνε.
Κάποιος άνδρας που είχε παράλυτο το χέρι του, παράτησε κάθε ιατρική συμβουλή σαν α­νώφελη και έτρεξε στον τάφο της οσίας έχο­ντας πάρει θάρρος μόνο από την πίστη του σ' αυτήν. Μ' αυτήν την πίστη σε μικρό χρονικό διάστημα βρήκε θαυματουργική θεραπεία. Εί­χε δηλαδή συμβεί σ' αυτόν, σύμφωνα με τον λόγο του Ευαγγελίου, όπως πίστεψε, και απο­καταστάθηκε υγιές το παράλυτο χέρι του όπως ήταν και το άλλο, αφού χρίστηκε με αγιασμέ­νο λάδι.
Κάποιος άλλος τυφλός πλησίασε τη σορό της οσίας με την ίδια προθυμία και πίστη, και αφού αλείφθηκε με όμοιο τρόπο με το άγιο λά­δι, έφυγε βλέποντας ολοκάθαρα και μεγαλύνο­ντας τη θαυματουργή δύναμη και χάρη της οσίας.
Άλλος, που είχε ακάθαρτο πνεύμα κι άγρια παιδευόταν απ' αυτό, πρόσπεσε στην άγια λάρ­νακα της οσίας κι αμέσως ελευθερώθηκε από τον ολέθριο δαίμονα. Γύρισε στο σπίτι του ή­ρεμος διηγούμενος σ' όλους τα μεγαλεία του Θεού.
Τέτοια ήταν τα θαύματα της οσίας θαυμα­τουργού Ελισάβετ και άλλα πολύ πιο πολλά άπ' αυτά και πιο αξιοθαύμαστα. Αυτά δεν κα­ταγράφηκαν στο παρόν βιβλίο, για να μην γί­νει κουραστικό, άλλά έχουν γραφεί σε άλλο μέρος.
11. Τέτοιος ο βίος της οσίας, τόσα πολλά τα έργα και τα χαρίσματα, που μ' αυτά ο Κύριος των πάντων τη δόξασε αξίως και όσο ζούσε και όταν έφυγε από αυτή τη ζωή. Με τις πρε­σβείες της και όλοι εμείς, όσοι ποθούμε ν' α­πολαμβάνουμε την προστασία της και τη βοή­θειά της, μακάρι να κρατηθούμε πάντοτε ανώ­τεροι από τα σωματικά και τα ψυχικά πάθη κι έτσι να διαφύγουμε τα σκάνδαλα των αοράτων και ορατών εχθρών χωρίς βλάβη. Και αφού διανύσουμε ειρηνικά τον παρόντα βίο, να ζή­σουμε μαζί της την εκεί μακαριότητα εν Χρι­στώ Ιησού τω Κυρίω ημών, πού σ' αυτόν πρέ­πει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και σ' όλους τούς αιώνες των αιώνων. Αμήν6.
Μεγαλυνάριον
Ως επαγγελίας δώρον σεμνόν, των επηγγελ­μένων, κατηξίωσαι αγαθών, βίω καταλλήλω, Οσία Ελισάβετ, ων και ημάς λιταίς σου, Μή­τερ αξίωσον.
Απολυτίκιον Οσίας Ελισάβετ.
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Μητρικών εκ λαγόνων Χριστόν ηγάπησας, ώσπερ βλαστός Ελισάβετ, δικαιοσύνης τερ­πνός, και τοις ίχνεσιν αυτού ακολουθήσασα, των αιωνίων αγαθών, γεωργείς τας απαρχάς, α­μέμπτω σου πολιτείq, θαυματουργούσα, θεό­φρον, προς σωτηρίαν των ψυχών ημών.
Έτερον. Ήχος πλ. δ΄.
Εν σοι Μήτερ, ακριβώς διεσώθη το κατ' ει­κόνα. λαβούσα γαρ τον Σταυρόν, ηκολούθη­σας τω Χριστώ, καί πράττουσα εδίδασκες, υπε­ροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γάρ. επιμελεί­σθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου. διό και μετά Αγγέλων συναγάλλεται, οσία Ελισάβετ, τό πνεύμα σου.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄. Ως απαρχάς.
Ως παρθενίας τέμενος, και αρετών θησαύρι­σμα, την των θαυμάτων βλυστάνεις χρηστότη­τα, ώσπερ πηγή ακένωτος, και ψυχών και σω­μάτων, Ελισάβετ καθαίρεις τα αρρωστήματα, των ευλαβώς ψαλλόντων τω Κτίσαντι. Αλλη­λούϊα.
1. Ο βίος της Οσίας Ελισάβετ της θαυματουργού είναι από το βιβλίο ΜΗΤΕΡΙΚΟΝ, τ. Β' του καθηγητού Δημη­τρίου Γ. Τσάμη καί εκδόσεως της Αδελφότητος «Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 356-377.
Ευχαριστούμε την Αδελφότητα για την άδεια ανατυπώ­σεως του θαυμαστού βίου της οσίας Ελισάβετ προς δόξαν Θεού, τιμήν της Οσίας και ψυχικήν ωφέλειαν των ορθοδό­ξων χριστιανών.
2. Πρόκειται για τον επίσκοπο Λαμψάκου που η μνήμη του εορτάζεται στις 7 Φεβρουαρίου.
3. Τα δάκρυα αυτά δεν νοούνται με τη μεταφορική τους σημασία, αλλά στην κυριολεξία. Στα πρώτα στάδια της πνευματικής προόδου αναφαίνονται τα δάκρυα της μετα­νοίας και, όταν ο πιστός φθάσει στις υψηλότερες βαθμίδες της πνευματικής ζωής, τα χαροποιά δάκρυα της κατανύξε­ως. Βλ. σχετικά Δημ. Τσάμη, Αγιολογία, σ. 86 έ., 91, 104 κ.α.
4. Πρόκειται για τον Γεννάδιο Α', πατρ. Κων/πόλεως (458-471). Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Νοεμβρίου.
5. Πρόκειται για την φοβερή πυρκαϊά του 465, επί βασι­λείας Λέοντος του μεγάλου.
6. Η μνήμη της όσίας Ελισάβετ εορτάζεται στις 24 Α­πριλίου (βλ. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, στ. 625-­627).
Εκσόσεις: Ορθόδοξος Κυψέλη 

Άμμάδες στην γυναικεία μονή της Ζωοδόχου Πηγής στο νησί του Θεολόγου



site analysis

ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ι.Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ...

Α.Μοναχή Χριστοδούλη ή έγκλειστος








Την γνώρισα στα υστερνά της. Το εργόχειρό της ήταν ίερορράπτρια. Δεν ήτανε σπουδαία στο εργόχειρό της, άλλ’ ή φτωχολογιά εκεί κατέφευγε. Σ’ όλους τους μαθητές τής Πατμιάδος Σχολής αυτή έραβε τα ρασάκια. Με τα λίγα έσοδά της συντηρείτο, γιατί τό μοναστήρι ήταν ιδιόρρυθμο καί δεν έκάλυπτε τις ανάγκες των
αδελφών τής Μονής.


Κάθε φορά που πήγαινα στήν γυναικεία Μονή, ή Χριστοδούλη πίσω από την πύλη περίμενε κάποιον να βρει να άγγαρεύση είτε γιά λίγο ψωμί είτε γιά διάφορα τρόφιμα. Έβαζα κακό λογισμό: «Μά πέντε βήματα είναι ό φούρνος καί τό μαγαζί καί περιμένει εμένα να τής ψωνίσω;». Κάθε φορά έδινε καί φιλοδώρημα. Προσπαθούσα να τό αποφύγω. Λίγες φορές τό πέτυχα. Επιμένοντας πώς είναι ευλογία τής Παναγίας, μέ έκαμπτε να τό πάρω.



Ή Χριστοδούλη ήταν ασκητικός άνθρωπος. Ή στρωμνή της ήταν καταγής, στοιβές πατικωμένες, μέ προσκέφαλο μιά πέτρα. Μιά παλιοκουβέρτα τά σκέπαζε όλα. Λιτό ήταν καί τό φαγητό της.
Σάν κοιμήθηκε λύθηκε ή απορία μου, γιατί ή Χριστοδούλη μ’ έστελνε σέ θελήματα. Μίλησε ό πατήρ Παύλος Νικηταράς καί έλάλησε τά εξής:


- Ή γερόντισσα Χριστοδούλη είσήλθε στο μοναστήρι τής Παναγίας πριν από εξήντα χρόνια καί σήμερα εξέρχεται γιά πρώτη καί τελευταία φορά, βασταζομένη υπό τεσσάρων, γιά τό κοιμητήριο τής Μονής.
Εξήκοντα χρόνια στο μοναστήρι, δίπλα στο σπίτι της, καί ποτέ δέν έξήλθε τής πύλης! Δοξασμένος ό Θεός.

 Υπάρχουν καί σήμερα καλογριές σάν τού παλιού καιρού.’Άν βάλουμε κανόνα στον εαυτό μας, καί τον πιο σκληρό, καί τον κρατήσουμε μυστικά καί από τούς Αγγέλους, ό Κύριος θά βοηθήση να τον έκτελέσουμε μέχρι το τέλος. Οταν τον έβαζε ή απαλή κόρη, άραγε να μή σκέφθηκε πώς κάποτε θά άρρωστήσουν οί γείτονες γονείς της και θά πρέπει να τούς παρασταθή, ή ακόμα καί οί στενοί της συγγενείς; Θά γιορτάση τό μοναστήρι τον Θεολόγο καί τον Οσιο - δεν θά δημιουργηθή μέσα της ό πόθος να προσκύνηση; Άν άρρωστήση βαριά, δεν θά πρέπει να ταξιδέψη εκτός νησιού γιά γιατρούς καί θεραπείες; Ολα τά νίκησε ο κανόνας τής άσκησης, καί θεία καί ανθρώπινα καί ανάγκες, καί έμεινε έγκλειστος, τού Θεού συνεργούντος, εξήντα χρόνια!


ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.





Β.Ή Κυπριανή, το άγγελμα τής ημέρας


Ήταν μια στητή γυναίκα με παρουσιαστικό αρχοντικό, μέ φωνή ανατολίτικη, πού τον λόγο της τονέκανε πομπώδη καί όμορφο. 'Όταν συναντούσε άνθρωπο, δεν ρωτούσε ως συνήθως τα νέα: «Πώς πολιτεύεται
ό κόσμος; Ποιοι ξενιτεμένοι ήρθαν στο νησί μας;». Εκείνη
είχε τά δικά της νέα τά νέα τής Εκκλησίας. Δεν πάνα χαλούσε ό κόσμος· ή Κυπριανή ζούσε τον κόσμο των 'Αγίων σαν αιώνιο παρόν.


Ό γιορταζόμενος σήμερα Άγιος καί ή γιορτή πού θά έχουμε αύριο ήταν τά νέα τής μοναχής Κυπριανής καί ή συνεχής ενασχόλησή της. 'Όταν επισκεπτόμαστε τό μοναστήρι, δεν
χρειαζόταν να τήν αναζητήσουμε· ερχόταν μόνη της μέ τό βιβλίο ύπομάσχαλα. «Ό Άγιος μας σήμερα μάς διδάσκει, αδελφοί μου, να προσέχουμε αυτά καί αυτά». Ό «Εύεργετινός»
ήταν ή άλλη της αγάπη. Σε κάθε περίπτωση μέ λόγια λίγα
καί τό κατάλληλο παράδειγμα έδινε τής θεωρίας την έπίβαση.
Δέν ήταν φλύαρη γριά. Ό λόγος της πάντα νόστιμος καί
μετρημένος. Ή απουσία της, μετά την κοίμησή της, ήταν πάντα αισθητή. Έλειπε από τό μοναστήρι τό άγγελμα τής ήμέρας.


Κάποια φορά μού διηγείτο τις περιοδείες τού εύαγγελιστού Ίωάννου τόσο συναρπαστικά, πού μείναμε περισσότερο από δύο ώρες όρθιοι στής μπουκαμβίλιας τον ίσκιο, χωρίς να νιώσουμε ούτε κούραση ούτε τό πέρασμα τής ώρας.


Ήτανε ταπεινή μοναχή καί είχε ευχάριστο λόγο. Δέν σέ
κούραζε. Δέν έκανε την δασκάλα. Μαθήτευε κι αύτή σ’ αυτά
πού έλεγε. Δικά της λόγια δέν έλεγε· πάντα των 'Αγίων. Κατάκριση δέν ήξερε να κάνη. Ολους τούς έβλεπε μέ αγάπη, καί τά ασθενή καί έξουθενημένα μέ πόνο αληθινής μάννας.


Δέν γνωρίζω τά χρόνια της, την καταγωγή της. Γνώρισα
μόνον την αγάπη της γιά τον Χριστό καί τούς 'Αγίους. Ας έχει ανάπαυση μέ τις άμμάδες τής χώρας των ζώντων.




ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.








Γ.Νεκταρία ή ελεήμων

Πρέπει να καταγόταν από την Κάλυμνο· αυτό μου
λέγει ή βαρεία προφορά της. Ήταν άνθρωπος προσηνής, πανηγύριζε στήν παρουσία των ανθρώπων.


Από τις χαρές που σου έκανε βλέποντάς σε στο κελί της, πάσχαζες προτού λάβης τα κεράσματά της. Ήταν απροσωπόληπτη γυναίκα, γι’ αυτό όλοι τής ήταν αγαπητοί, αμαρτωλοί και τελώνες, όλοι αδελφοί δι’ ούς Χριστός άπέθανε. Δεν νομίζω ή μάννα μου νά μου έκανε τόσες χαρές όσες ή Νεκταρία στο μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής, οσάκις με ύπεδέχετο.


Είχανε τό ιδιόρρυθμο σύστημα. Ήταν ασχημάτιστες και καθεμιά διατηρούσε τις ιδιαιτερότητες τού χαρακτήρα της Άλλωστε, στο μοναστήρι αυτό, έτσι πού ήταν διαμορφωμένο σε ξεχωριστές γωνιές, ταίριαζε περισσότερο τό ιδιόρρυθμο. Δέν μπορώ νά φανταστώ την Ζωοδόχο Πηγή κοινόβιο Ή κάθε αυλή είχε κάτι τό δικό της καί ή πόρτα τού κάθε κελιού είχε την έκφραση τής ενοίκου καλογριάς. ’Άλλη την στεφάνωνε ή μπουκαμβίλια, άλλη τό γιασεμί, άλλη τό άγιό κλήμα, κι όλα μαζί μύρωναν τον αέρα όπως στον παράδεισο


- Δέν ήτανε πάντοτε -έλεγε ό γερο-Παίσιος- τό ιδιόρρυθμο κακό. Καί εκεί είχαμε Γέροντες μείζονος άσκήσεως κα καθαράς ζωής.
Έτσι, καί στην Μονή αυτή έβλεπες την κάθε μοναχή στο  κελί της να έκφράζη τά βιώματά της ελεύθερα, χωρίς φόβους καί τά δεινά ξεχωρίσματα: αυτοί είναι δικοί μας άνθρωποι καί από τούς άλλους πρέπει νά φυλαγώμαστε. Μπορεί να παραμείνη ή καρδιά τού μοναχού πλατειά σάν τού Χριστού μας, μέ διακρίσεις καί χωρισμούς τών ανθρώπων σε δικού μας καί ξένους, καί να μη κομματιασθή καί σμικρυνθή τόσο, που ούτε στον εαυτό της να χωρή ούτε μέ τά ρούχα της να μπορεί να κάνη;


Ή Νεκταρία ήτανε πλατειά καρδιά, πιο εύρύχωρη άπ τό Ίκάριο πέλαγος, πού ανοιγότανε κάθε μέρα μπροστά της Μετά τό κέρασμα ετοίμαζε τον μπόγο μέ κουβέρτες, μέ ρούχο μέ τό σάλι πού φόραγε κι ότι χρήζει ό άνθρωπος, γιά να πορεύεται σ’ αυτόν τον κόσμο. Από καιρό τά σύναζε, γιά να τα έχει έτοιμα. Είχε βέβαιο τον μακαρισμό τού δοσίματος. Στο  τέλος δέν ξεύρω ποιά ήταν περισσότερα· αυτά πού έδινε αυτά πού τής έμεναν στο κελί της.


ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Η Γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου ~ πρωτ. Λάμπρου Φωτοπούλου



site analysis




Η Γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου
πρωτ. Λάμπρου Φωτοπούλου


Σαν αρχή...

Όταν την δεκαετία του ’50 ο μακαριστός καθηγητής της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης παρουσίασε τις θεολογικές του θέσεις στον Ελλαδικό χώρο, οι “παραδοσιακοί” καθηγητές εξανέστησαν με τον τρόπο που προσέγγιζε την σκέψη των Πατέρων. Πολύ γρήγορα η δυσπιστία έδωσε τη θέση της στην αποδοχή και στη συνέχεια στην πλήρη αναγνώριση του πατρός Ιωάννη ως ενός ικανότατου αλλά και “παραδοσιακού” θεολόγου. Στις μέρες μας η Θεολογία του απασχολεί τόσο πολύ τους Ορθοδόξους θεολόγους και πάνω σε αυτή στηρίζονται οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι λαϊκοί που θέλουν να ορθοτομούν λόγο αληθείας....

Ποια ήταν άραγε η προσφορά του πατρός Ιωάννη στην ελλαδική θεολογική Επιστήμη και γενικότερα στην Ορθόδοξη Θεολογία; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνεισφορά του είναι η διατύπωση μιας επιστημονικής Μεθοδολογίας της Θεολογίας. Διατύπωσε τρόπους και μεθόδους, “κλειδιά ερμηνείας”, με τα οποία κατανοούνται οι πατέρες της Εκκλησίας.

Σε όσους είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον πατήρ Ιωάννη Ρωμανίδη εδημιουργείτο εύλογα ένα ερώτημα. Πώς αυτό το “αμερικανάκι” με τις σπουδές σε διάσημα Πανεπιστήμια και σε Παπικά Κολέγια που δεν γνώρισε σχεδόν ποτέ από κοντά τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, μπόρεσε να βρει πρωτότυπους δρόμους σύνδεσης της ακαδημαϊκής θεολογίας και της ησυχαστικής θεολογικής παράδοσης;...

Είναι γνωστό ότι ο πατήρ Ιωάννης διέθετε μια εξαιρετική ικανότητα να παρατηρεί και να αναλύει τα φαινόμενα, να τα κατατάσσει και να τα συστηματοποιεί. Αυτή η ικανότητά του όμως δεν θα αρκούσε να δημιουργήσει το φαινόμενο “Ρωμανίδη” αν δεν συνδυαζόταν με την Καππαδοκική καταγωγή του και δεν είχε την προσωπικότητα της μητέρα του Ευλαμπίας Ρωμανίδου, ως “δείγμα” των ορατών αποτελεσμάτων της αδιάλειπτης νοεράς Ευχής.

Ας δούμε λοιπόν αυτή την προσωπικότητα.

Η καταγωγή

Η Ευλαμπία Ρωμανίδου κατήγετο από την Ρωμαϊκὴ Καστρόπολη της Παλαιάς Αραβησσού της Καππαδοκίας. Μια περιοχή που ποτέ δεν έπαψε να συζητάει θεολογικά, ακόμα και μετά τους μεγάλους Καππαδόκες πατέρες (Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριος Θεολόγο και Γρηγόριο Νύσσης).

Γεννημένη πριν από την καταστροφή (το 1895) μεγάλωσε σε ένα χώρο βαθιάς πίστης. Στο χώρο αυτό η Ορθοδοξία ήταν η πρώτη αξία, η γλώσσα και η καταγωγή το δευτερεύον. Ανήκε σ’ εκείνο το μεγαλειώδη λαό των Καραμανλήδων. “Οι Ορθόδοξοι Έλληνες χριστιανοί της Καππαδοκίας (Καραμανλήδες) ήταν σε πολλά μέρη Τουρκόφωνοι δια τον εξής λόγο: Ο Τούρκος κατακτητής, προκειμένου να τους επιτρέψει να επιβιώσουν, τους έθεσε δια σπάθης τον εξής όρο: “Ή την θρησκεία, ή την γλώσσα σας”. Δηλαδή έπρεπε οι Καππαδόκες Έλληνες Ορθόδοξοι ή να αλλαξοπιστήσουν εξισλαμιζόμενοι (και κρατούντες την Ελληνική τους γλώσσα) ή να παραμείνουν στην πίστη των πατέρων τους, αλλά να αλλάξουν την γλώσσα τους, υιοθετούντες την Τουρκική. Σοφώς φερόμενοι, προτίμησαν το δεύτερο, διαφυλάττοντες την αγία Ορθόδοξο πίστη τους και θυσιάζοντες την Ελληνική γλώσσα”. [1]

Δημιούργησαν έτσι έναν ανεπανάληπτο πολιτισμό, [2] τον Καραμανλήδικο, που με την δική του ελληνική γραφή, τα σημαντικά μνημεία του, τα μοναδικά ήθη και έθιμά του μετέφρασε το Ορθόδοξο Βίωμα των ασκητών και των Αγίων σε καθημερινή πράξη. Το θεολογικό “μοντέλο” του Καππαδόκη είναι η μίμηση των αυστηρών ησυχαστών, όπως των στηλιτών Αγίων Συμεών και Δανιήλ, του Αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού κ. ά. [3]. Το κέντρο της κοινωνικής ζωής ήταν ο ναός και πνευματικό κατόρθωμα ήταν η άσκηση στην νοερά προσευχή. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η αναπνοή της Καππαδοκίας ήταν στο ρυθμό της Ευχής: Κύριε Ιησού Χριστέ (εισπνοή), ελέησόν με (εκπνοή)...

Μέσα σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον μεγάλωσε η Ευλαμπία Ρωμανίδου.

Τα παιδικά χρόνια

Τα παιδικά χρόνια της γερόντισσας Ευλαμπίας ήταν μέσα στον πόνο. Πόνος βαθύς, αλλά και σωτήριος. Δωδεκάχρονο κοριτσάκι γνώρισε την φοβερή σφαγή των γονέων της, ένα γεγονός που τα παιδικά μάτια το τύπωσαν βαθιά μέσα στην ψυχή της. Εντούτοις η εμπειρία αυτή, αντί να αποβεί καταστρεπτική για την Ευλαμπία, ήταν το ουράνιο μήνυμα για να “πάρει την καλή στροφή ”, να αγαπήσει το Χριστό και την Εκκλησία.

Κοινωνικά η Ευλαμπία έμεινε ορφανή, αλλά πνευματικά απέκτησε μια παντοδύναμη προστασία. Η βασίλισσα των Ουρανών, η των “ορφανών βοηθός” την πήρε κάτω από την δική της σκέπη. Με θαυμαστή απλότητα για τις τόσο μεγαλειώδεις εμπειρίες, μιλούσε αργότερα στις μοναχές η γερόντισσα και έλεγε πως της παρουσιαζόταν η Παναγία, πως την έπαιρνε από το χέρι και την έσωζε από διαφόρους ψυχικούς κινδύνους. Από γλέντια που γινόταν γύρω της και την εμπόδιζε, την απομάκρυνε. Μετά της ερχόταν πολύ διάθεση για προσευχή. Έτσι από μικρό παιδάκι επικοινωνούσε δια της προσευχής με το Θεό!...

Άραγε τι είδους προσευχή να έκανε η μικρή ορφανή Ευλαμπία; Σε μια έγγραφη εξομολόγηση που άφησε [4], λέει τα εξής: “Δώδεκα χρονών που ήμουν, η προσευχή που έκανα αυτή ήταν. Παράκληση, Εξάψαλμος, Απόδειπνο, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Έτσι περνούσα το χρόνο μου. Αυτούς τους λόγους δεν τους άφηνα από το μυαλό μου νύχτα και μέρα. Κύριε Αγαθέ, τα αγαθά σου μη μου στερήσεις, από κάθε τι, να ακούω τα λόγια σου. Από απρεπή πράγματα με την βοήθειά σου Κύριε μου, φύλαξέ με. Κύριε, κατά την εντολή σου, όπως ξέρεις εσύ Κύριε, ο λάρυγγάς μου, ο,τι λέει δικό σου να είναι. Η Βασίλισσα η Παναγία μας, με τις πρεσβείες της και των αγίων… Και από όλους αυτούς Ευλογητός είσαι εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν.”

Στην προσφυγιά

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στον Πειραιά. Παντρεύεται τον συμπατριώτη της τον Σάββα Ρωμανίδη που ήταν ράφτης και αποκτά το πρώτο της παιδί, αγόρι. Το έχει ταμένο στον επίσης πρόσφυγα, άγιο Ιωάννη το Ρώσο. Αξιώνεται, όταν το παιδί έγινε 2 ετών, να πραγματοποιήσει το τάμα της και να το βαπτίσει - τον μετέπειτα ιερέα Ιωάννη - στο Προκόπι Εύβοιας. 

Η ζωή στην Ελλάδα είναι δύσκολη και η οικογένεια Ρωμανίδη μεταναστεύει το 1927 στην Αμερική. Η πολυπολιτισμική κοινωνία, με την ποικιλόχρωμη θρησκευτικότητα και τις διαφορετικές αξίες δεν την επηρέασαν, αντίθετα της έδωσαν την πρόκληση για ιεραποστολή. Πολεμάει με τις, όποιες δυνάμεις διαθέτει, τον Προτεσταντικό περίγυρο. Η θερμότητα της πίστης της κάνει εντύπωση.

Οι αιρετικοί διαβλέπουν ότι θα είναι μεγάλη επιτυχία γ’αυτούς αν προσηλυτίσουν στις ιδέες τους αυτήν την Καππαδόκισσα με την πολλή πίστη. Δεν παραγνωρίζουν και το αξιόμαχο της αντιπάλου. Οργανώνουν έτσι πραγματική “επιχείρηση” για τον προσηλυτισμό της, στην οποία συμμετέχουν 10-15 άτομα. Την επισκέπτονται και προσπαθούν μέσα από την Αγία Γραφή, με τα γνωστά τους επιχειρήματα, να την κλονίσουν. Η Ευλαμπία έχει άλλα μεγαλύτερα και ακαταμάχητα επιχειρήματα. Τους αφήνει για λίγο μόνους και καταφεύγει στους Αγίους, που έχει στο “εικονοστάσι” του δωματίου της. Προσεύχεται με θέρμη να την φωτίσει ο Θεός. Και Ω! Του θαύματος! Μια δυνατή βοή βγαίνει από τις εικόνες. Την ακούν και οι Προτεστάντες και τρέπονται σε άτακτη φυγή. Έκτοτε δεν την ξαναενόχλησαν.

Ιεραπόστολος

Η σημερινή νεοεποχίτικη νοοτροπία απαιτεί να δεχόμαστε τους άλλους όπως είναι, χωρίς να τους διαφωτίζουμε για την πλάνη τους. Η γερόντισσα Ευλαμπία δεν γνώριζε από αυτές τις ψεύτικες γλυκερότητες. Είχε βεβαιωθεί ότι η μόνη αλήθεια είναι η Ορθόδοξη Πίστη και δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας από το Ορθόδοξο Άγιο Βάπτισμα. Έτσι, όταν έμαθε ότι η κόρη της Παρθενία παντρεύτηκε στην Ν. Ζηλανδία έναν ετερόδοξο, τον Malcolm, ανώτερο κρατικό υπάλληλο, διέγνωσε ποιο ήταν ακριβώς το καθήκον της. 

Πηγαίνει στην Ν. Ζηλανδία - σημειωτέον ότι οι γονείς του πατρός Ιωάννη δεν έμαθαν ποτέ αγγλικά - και μένει εκεί μέχρις ότου να κατηχήσει σωστά το γαμπρό της και να τον βαπτίσει ορθόδοξο με το όνομα Μάρκος. Κι επειδή, έλεγε, ότι για να είσαι Ορθόδοξος δεν αρκεί να είσαι βαπτισμένος, αλλά πρέπει και να κοινωνάς, δεν εγκαταλείπει την Νέα Ζηλανδία πριν να εκπληρώσει και τον άλλο ιερό σκοπό της: Να ιδρύσει Ορθόδοξη Εκκλησία στο Christchurch, την δεύτερη μεγάλη πόλη της χώρας αυτής.

Η μάνα

Η Ευλαμπία ήταν νοικοκυρά και ασκήτρια. Ως μάνα ήταν αυτή που καθόριζε το πνευματικό περιβάλλον της οικογένειάς της. Ήταν αυτή που μετέδωσε στα παιδιά της από πολύ νωρίς το ασκητικό φρόνημα. Γράφει ο ίδιος ο πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης: «Θυμάμαι, που η μάνα μου μού έλεγε· ‘‘Παιδί μου, άνθρωπος άγιος με το ζόρι δεν γίνεται. Πρέπει να το θέλεις!’’» Για να προσθέσει στον λόγο της μητέρας του, «δεν μπορεί βέβαια άνθρωπος με το ζόρι να γίνει άγιος, ο καθένας πρέπει να επιλέξει τον δρόμο της ασκητικής θεραπείας». Αυτός ο λόγος περί ασκητικής θεραπείας του πατρός Ιωάννη φανερώνει μία συνέχεια και μία εμπειρική γνώση Θεολογίας, που είχαν όλοι οι πιστοί που είχαν φτάσει στο στάδιο του φωτισμού.

Θυμάται πάλι: Κάποτε ρώτησα τη μάνα μου· «Μάνα, τώρα που έγινες 90 ετών, τι συμβουλή θα έδινες σ᾽ εμένα το γιο σου, που αξιώθηκα να γίνω και Δεσπότης;» Μού απάντησε: «Να προσέχεις, γιε μου, να μην γύρει ο νους σου!» 

Δηλαδή βλέπουμε εδώ μία μητέρα Μικρασιάτισσα, να κρατάει το ασκητικό Ορθόδοξο ήθος και να σου λέει, πρόσεξε να μην υπερηφανευτείς, να μην πάρει ο νους σου αέρα! Όλα αυτά έχουν τεράστια θεολογική αξία και βάθος. Κι όπως ξέρουμε, οι πρωτινοί άνθρωποι για να πουν μια λέξη νήστευαν σαράντα μέρες, όπως λέει ο λαός μας. Δηλαδή ο λόγος τους ήταν αποτέλεσμα φωτισμού. Αυτό σημαίνει νήστευαν σαράντα μέρες για να πουν ένα λόγο.

Αυτή, λοιπόν, η γυναίκα, η Ευλαμπία, ενώ όλη μέρα έραβε μαζί με τον άντρα της, ταυτόχρονα προσευχόταν. Ήταν άνθρωπος της νοεράς προσευχής. Προσευχόταν με την ευχή του Ιησού και έκανε και πολλές μετάνοιες. Την έβλεπε μικρό παιδάκι ο πατήρ Ιωάννης και, σαν πειραχτήρι που ήταν, της έλεγε· «Μάνα, τι κάνεις όλο μετάνοιες και μετάνοιες;» Κι εκείνη του απαντούσε· «Κορόιδευε, Γιαννάκη, κορόιδευε! Μα να ξέρεις, παπάς θα γίνεις εσύ!» Δηλαδή είχε και διορατικό χάρισμα η γιαγιούλα μέσα στην Αμερική!...
Η μοναχή

Μετά τον θάνατο του συζύγου της προσφέρει τις υπηρεσίες της ως ράπτρια στο αντρικό μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Βοστώνη και συγχρόνως αρχίζει μόνη της να ασκείται στην μοναχική ζωή. Παίρνει έτσι σταθερή την απόφαση να γίνει μοναχή. Η ευκαιρία δεν άργησε να δοθεί. Ο γιος της, ο πατήρ Ιωάννης, επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα και η γερόντισσα τον ακολουθεί ενημερώνοντάς τον συγχρόνως για τις προθέσεις της. 


Με την μεσολάβηση του πατρός Ιωάννη και την συνδρομή του (νυν) Επισκόπου Τυρολόης και Σερεντίου κ. Παντελεήμονος Ροδοπούλου ο πατήρ Πολύκαρπος Μαντζάρογλου την συνιστά στο Ιερό Ησυχαστήριο “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο θεολόγος” Σουρωτής Θεσσαλονίκης, τη μονή που πνευματικό της καθοδηγητή είχε τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη. Έτσι, η Ευλαμπία μπαίνει κάτω απὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση του μεγάλου τούτου συγχρόνου Αγίου και γίνεται δεκτή ως δόκιμη στις 17/1/1971. Στις 4/5/1973 γίνεται η κουρά της σε μεγαλόσχημη, χωρίς να αλλάξει το βαπτιστικό της όνομα. 

Ως μοναχή, ουδέποτε παρέλειπε τον κανόνα της. Τα μεσάνυχτα στις 12 προσευχόταν ανελλιπώς με τον τρόπο που είχε συνηθίσει από νέα. Εξηγούσε δε με τον ακόλουθο χαρακτηριστικό τρόπο την συνήθειά της αυτή: “τότε, παιδί μου, ανοίγει ο ουρανός”, έλεγε.

Στο μοναστήρι έζησε μέχρι το 1980, οπότε κοιμήθηκε εν Κυρίω οσιακά, όπως το ζητούσε αδιάκοπα από το Θεό: “Το όνομά μου εν βίβλω ζωής να περάσεις. Ειρηνικά χριστιανικά τα τέλη της ζωής μου δός μου…” [6].

Προγνώριζε το θάνατό της και το έλεγε στις αδελφές που την υπηρετούσαν, όταν τις μιλούσαν για γεγονότα που θα γίνονταν αργότερα (Κτίσιμο Ναού Αγίων Αρχαγγέλων). Άλλωστε το γεγονός του θανάτου ήταν η μελέτη της καρδίας της από ηλικία 12 χρόνων “τον θάνατο να μην βγάλω από το νου μου Κύριε δός μου” έλεγε [7]. Ο Θεός τής έδωσε τους τελευταίους μήνες της ζωής της όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να προετοιμαστεί για το μεγάλο πέρασμα.

Όταν επρόκειτο να τελειώσει την ζωή της το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 1980 δεν ήθελε καμιά από τις αδελφές που την υπηρετούσαν να μείνει κοντά της. Πήγαν όλες στον εσπερινό, έμεινε μόνη. Κάποια περαστική αδελφή την άκουσε να συζητάει μέσα στο κελί της, άγνωστο με ποιον. Όταν επέστρεψαν από τον Εσπερινό είχε κοιμηθεί.

Η χαρισματούχος

Τα μεγάλα χαρίσματα τα δίδει ο Θεός σε αγίους μετά από πολυχρόνιους ασκητικούς αγώνες ή σε απλοϊκούς χριστιανούς, που ουδέποτε εφαντάσθησαν ότι είναι άγιοι. Η γερόντισσα Ευλαμπία ανήκε στους τελευταίους.


Απέκτησε το διορατικό χάρισμα μετά από το χάρισμα της νοεράς ευχής. Με χαρακτηριστική απλότητα εξηγούσε στον Άγιο Παΐσιο με λεπτομέρειες, πως προσεύχεται γονατιστός στο κρεββάτι του μέσα στο κελί του, στο Άγιον Όρος. Και σχολίαζε ο γέροντας Παΐσιος ότι “η γερόντισσα Ευλαμπία έχει πνευματική τηλεόραση…”


Ο μητροπολίτης Μόρφου σε ομιλία του, αναφέρει χαρακτηριστικά: "Πριν απὸ ένα χρόνο, που επισκέφτηκα την εν λόγω μονή, μού ανέφερε η νυν ηγουμένη του μοναστηριού Φιλοθέη· «Αυτή η γιαγιά (η Ευλαμπία) καλά καλά ελληνικά δεν ήξερε, αλλά ήταν η πρώτη στις Ακολουθίες, η πρώτη στην υπακοή, και είχε αποκτήσει μεγάλο διορατικό χάρισμα. Για παράδειγμα, όταν ο Άγιος Παΐσιος κάποιες νύχτες (στο κελί του, στο Άγιον Όρος) ήταν άρρωστος, έκανε τον Κανόνα του καθιστός. Και η γιαγιά Ευλαμπία από τη Σουρωτή της Θεσσαλονίκης τον έβλεπε με τα μάτια της καρδιάς -κι όχι με τα μάτια τους σώματός της- μέσα στο κελί του τι έκαμνε. 

Κι όταν συναντήθηκαν αργότερα, τού είπε· 

‘‘Την τάδε ημερομηνία ήσουν άρρωστος, Γέροντα, και δεν έκανες όλες τις μετάνοιές σου, ούτε όλα τα κομποσχοίνια σου τα έκανες!’’ ‘‘Καλά, εσύ πού με είδες σαν ήμουν στο Άγιο Όρος;’’, τη ρώτησε. ‘‘Να, έχω μια τηλεόραση και μού τα δείχνει’’, απάντησε η γιαγιά! Και έλεγε με θαυμασμό ο Άγιος Παΐσιος· 

‘‘Κοίτα να δεις, αυτή η γιαγιά που ήρθε από την Τουρκιά και την Αμερική να έχει και τηλεόραση έγχρωμη και να με παρακολουθεί τι κάνω στο Άγιον Όρος!’’ 

Και όλες οι καλόγριες έμειναν έκπληκτες με τα χαρίσματα της γιαγιάς Ευλαμπίας.»

Αυτά επιβεβαιώνουν ότι τη βαθύτερη εσωτερική ζωή μπορεί να την κατέχει κι ένας απλός άνθρωπος του λαού, φθάνει να είναι εντός του πλαισίου της αυθεντικής ησυχαστικής και θεραπευτικής εκκλησιαστικής μας ζωής και παράδοσης. 

Και οι Ορθόδοξοι χριστιανοί γονείς, ζώντας μέσα σε τούτη τη θεραπευτική μας παράδοση, πρέπει να έχουν ως σκοπό να μάθουν στα παιδιά τους να προσεύχονται, να μετανοούν, να συγχωρούν, κι όχι πως να αποκτήσουν επίγεια φήμη και επίγειο πλούτο. Οι πρωτινοί Ορθόδοξοι κύριο μέλημά τους είχαν να μεταδώσουν με τη βιοτή τους στα παιδιά τους τη θεραπευτική αγωγή της Εκκλησίας μας, χωρίς πολλά λόγια και θεωρίες, ήσυχα και απλά, εφαρμόζοντας πρώτα οι ίδιοι στη ζωή τους τη θεραπεία αυτή.

Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ποια ήταν η καταγωγή του πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη και ειδικά η αγία μάνα του, και τι πνευματικά γονίδια τού κληρονόμησε, που καθόρισαν καίρια τη ζωή του...

Όταν την ρωτούσαν για τις πνευματικές της εμπειρίες, απέφευγε να απαντά με την εξής φράση: “Έτσι όλοι οι άνθρωποι βλέπουν. Εγώ από μικρό παιδί έβλεπα Αγίους. Μου είπαν, παιδί μου, να μην λέω. Κακό και μένα, κακό και σένα”


Η ευλάβειά της ήταν έκδηλη όταν προσήρχετο στα Άχραντα Μυστήρια. Πάντοτε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος πήγαινε να κοινωνήσει και πάλι με σταυρωμένα τα χέρια επέστρεφε στο στασίδι της. Τον τελευταίο χρόνο, που ήταν κλινήρης και κοινωνούσε στο κελί της, την ίδια ευλάβεια διατηρούσε. Αυτή η συμπεριφορά δεν υπαγορευόταν από μία ευσεβή συνήθεια, αλλά από την εμπειρία της ορατής παρουσίας των Αγίων Αγγέλων, που έβλεπε μέσα στον Ναό [9].

Την εποχή που ήταν κατάκοιτη - για αρκετούς μήνες - και σιγά-σιγά πλησίαζε ο θάνατος της μια μέρα συνέβη και αυτό το παράδοξο: Γινόταν λειτουργία στον Ι.Ναό Ζωοδόχου Πηγής και ξαφνικά εμφανίζεται στην Εκκλησία η γερόντισσα Ευλαμπία μόνη της. Οι αδελφές ξαφνιάστηκαν και την ρώτησαν πώς ήλθε. Η γερόντισσα απήντησε απλά “Εμένα, παιδί μου, ο Άγιος Αρσένιος έτσι (δηλαδή σηκωτή) με ανέβασε”.

Εις μνημόσυνον αιώνιον

Πόσο διαφορετική είναι αυτή η γερόντισσα από όλα εκείνα τα τεχνητά μοντέλα που “λανσάρει” το θρησκευτικό “star system” της εποχής μας. Δεν έκανε κανένα ταξίδι στην Ανατολή για να γνωρίσει την πνευματικότητα των γκουρού και τα “άστραμ”. Δεν οργάνωσε γύρω της κοινόβιο με υποτακτικές που να την λατρεύουν για αγία. Δεν έκανε την “φωτισμένη” ώστε να συγκεκτρώσει γύρω της πλήθη οπαδών. 

Τα ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν ποτέ μαζί της. Έχοντας την χάρη τού “ταπεινού και ησυχίου” Αγίου Πνεύματος, υποτάχθηκε στο θέλημα του Τριαδικού Θεού. Υπέμεινε την ορφάνια και την προσφυγιά με πίστη στο Θεό και αδιάλειπτη Προσευχή. Έζησε μέσα στον κόσμο αφοσιωμένη στα καθήκοντά της ως συζύγου και μητέρας και, όταν αποφάσισε να μονάσει, προέκρινε ταπεινά την υπακοή σε ένα Ορθόδοξο Μοναστήρι.

Κλείνοντας...

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει: “Η αρχή της θεραπείας του νοός, που λέγεται κάθαρσις, είναι η εκδίωξις από αυτόν όλων των λογισμών, καλών και κακών. Όταν η εκκένωσις αυτή συνδυάζεται με την κάθαρση των παθών και την ορθή περί Θεού Πίστη, ο νους επιστρέφει εις την καρδία και δέχεται το Πνεύμα το Άγιον, αποστελλόμενο από τον Πατέρα και τον Υιό και προσευχόμενο αδιαλείπτως. Τότε κατά τους πατέρας, γίνεται κανείς ναός του Αγίου Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού. Η νοερά ευχή λέγεται μονολόγιστος, αφού ο μόνος λογισμός που κατέχει τον νου είναι η αέναος μνήμη του Θεού” [10]. 

Φοιτητής του τον θυμάται να περπατά μέσα στους διαδρόμους της Σχολής και να του λέει, «Καλημέρα, πατέρα Ιωάννη», και αυτός να μην του απαντά, αλλά κάποια στιγμή να κοντοστέκεται και να στρέφεται πίσω και να του λέει, «Παιδί μου, μου είπες χαίρετε;» «Μάλιστα, πάτερ!» «Τότε, χαίρετε κι από εμένα!» «Δεν με προσέξατε;» «Όχι, παιδί μου, ασχολούμουν με το ‘‘Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με’’».

Ήταν ίσως η μοναδική φορά που προδόθηκε ότι προσευχόταν νοερὰ και δεν τον ενδιέφεραν τόσο πολύ οι ευγένειες, ούτε οι καθωσπρεπισμοί, διότι είχε εσωτερική εργασία, αφού ήταν γιος της Ευλαμπίας...

Θα μπορούσε άραγε ποτέ ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης να μιλήσει με τόση σαφήνεια και απολυτότητα για τόσο υπερφυσικές εμπειρίες, αν δεν είχε βεβαιωθεί από την προσωπικότητα της μητέρας του και εξ ιδίας πείρας, ότι όσα διάβασε στα βιβλία των Πατέρων είναι πέρα ως πέρα αληθινά;...


«Η Γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πρωτοπρεσβυτέρου 
Λάμπρου Φωτόπουλου, 
Αθήνα 2003


Παραπομπές:

1.  Γεωργίου Πρεσβυτέρου, Νέα οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις, γ΄ έκδοση, Έκδοσις I.Μονής Αγίου Προκοπίου Τρικάλων, Αθήναι 2002, σ.10.

2.  Γι’ αυτόν τόν πολιτισμό δυστυχώς δεν έχουν δείξει ενδιαφέρον, ούτε η Τουρκία- για ευνοήτους λόγους- ούτε η Ελλάδα.

3.  Χαρακτηριστικό είναι το καραμανλήδικο τραγουδάκι για τον Άγιο Αλέξιο τον άνθρωπο του Θεού που αρχίζει με τις λέξεις “Ουρφαγιά κάντη καραντάν” και, βρίσκεται στο μουσικό βιβλίο, Σίμωνος Καρά, Μέθοδο της Ελληνικής Μουσικής τ. Α, Αθήναι 1981, Έκδοση Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, σ.90 (σε μετάφραση):

“Στην Έδεσσα διά ξηράς πήγε (ο Αλέξιος), τον διεφύλαξε ο πλάστης του.

Γλύτωσε το κεφάλι του απ τους μπελάδες, σ’αυτήν την υπομονή ο Αλέξιος.

Πετσί και κόκκαλο έμεινε, παρά Θεού πολλά χαρίσματα έλαβε.

Δέκα eπτά χρόνια έμεινε εκεί σε τέτοια υπομονή ο Αλέξιος.”

4.  Το πρωτότυπο κείμενο είναι στην Τουρκική και μας το διέθεσε ευγενώς σε μετάφραση ο ανεψιός της γερόντισσας π. Πολύκαρπος Καλαϊτζόγλου.
5. Απόσπασμα από την πιο πάνω αναφερθείσα εις χείρας του π. Πολυκάρπου Καλαϊτζόγλου ευρισκομένη εξομολόγηση της γερόντισσας.

6.  Άλλο απόσπασμα από την εξόμολόγησή της

7. Όλες οι πληροφορίες για την ζωή της γερόντισσας Ευλαμπίας, ως μοναχής στο I. Ησυχαστήριο “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” δόθηκαν, με την ευλογία της καθηγουμένης του I. Ησυχαστηρίου Φιλοθέης μοναχής, από τις αδελφές που την εξυπηρετούσαν, προς τις οποίες και ανήκουν οι εποφειλόμενες ευχαριστείες.

8.  “Εσείς νομίζετε κοιμάμαι. Εγώ βλέπω αγγέλους, γεμάτη η Εκκλησία” έλεγε κάποτε σε μία μοναχή.

9.  Ιωάννου Ρωμανίδη, Γρηγορίου Παλαμά έργα τ.1, Θεσσαλονίκη 1984, Εκδόσεις Πουρναρά, σ.23.