Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Στή μνήμη τής πολύτεκνης Μαρίας!!


Μαμάδες που μεγαλώνουν παιδιά με ειδικές ανάγκες. Οι γυναίκες στις οποίες αξίζει να υποκλινόμαστε



site analysis

Το μεγάλωμα ενός παιδιού δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν γίνεις η ίδια μαμά. Πόσες φορές δεν έχετε θυμηθεί τα λόγια των μαμάδων σας, όταν σας έλεγαν «κάποτε θα γίνεις κι εσύ μαμά και θα με καταλάβεις». Ναι, τώρα που έχετε δικά σας παιδιά τις καταλαβαίνετε και αναγνωρίζετε όλα όσα έκαναν, για να σας μεγαλώσουν.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιες μαμάδες, που έχουν να αντιμετωπίσουν περισσότερες δυσκολίες.
Μαμάδες, που τα παιδιά τους έχουν κινητικά, διανοητικά ή ψυχολογικά προβλήματα. Μαμάδες, που δεν έχουν ακούσει ούτε μια φορά τη λέξη «μαμά» από τα χείλη των παιδιών τους και ενδεχομένως να μην την ακούσουν ποτέ. Μαμάδες, που μεγαλώνουν τα παιδιά τους με απεριόριστη αγάπη και αξιοπρέπεια σε μια χώρα που, ας μη γελιόμαστε, δεν στέκεται καθόλου στο πλευρό τους.
Σε αυτές τις μαμάδες αξίζει όλοι μας να υποκλινόμαστε:
Επειδή άκουσαν τα χειρότερα από το στόμα των γιατρών, αλλά κατάφεραν να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να συνεχίσουν.
Επειδή αντιμετωπίζουν καθημερινά τα βλέμματα, τις κακίες και τα αρνητικά σχόλια με αξιοπρέπεια και στωικότητα.
Επειδή είναι δυνατές, τόσο δυνατές που και οι ίδιες απορούν με τη δύναμη τους.
Επειδή, εκτός από μαμάδες, είναι και γιατροί και φυσιοθεραπευτές και λογοθεραπευτές και οτιδήποτε άλλο χρειάζεται το παιδί τους.
Επειδή κάποιες μέρες είναι πιο δύσκολες από τις άλλες, όμως αυτές δεν το βάζουν κάτω
Επειδή πάντα ελπίζουν, ακόμα κι όταν φαινομενικά δεν υπάρχει ελπίδα
Επειδή έχουν ανεξάντλητη υπομονή
Επειδή γνωρίζουν πως το παιδί τους τις χρειάζεται όσο τίποτα άλλο στον κόσμο
Επειδή θα έδιναν και τη ζωή τους, για να κάνουν τα παιδιά τους όλα αυτά τα μικρά …δηθεν ενοχλητικά πράγματα, που κάνουν τα άλλα παιδιά
Επειδή, τελικά, όταν κοιτάζουν τα παιδιά τους, δεν βλέπουν παιδιά με ειδικές ανάγκες, αλλά μονάχα τα αγγελούδια τους…

Η “ψυχούλα” της Βίκυς Μοσχολιού



site analysis

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Πριν λίγο καιρό έφυγε από τον κόσμο αυτό η πολύ γνωστή στο κοινό λαϊκή τραγουδίστρια Βίκυ Μοσχολιού. Και όπως ήταν φυσικό πολλά Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως, έντυπα και ηλεκτρονικά, αφιέρωσαν σελίδες και εκπομπές για να παρουσιάσουν το έργο και την προσωπικότητα της πολυτάλαντης αυτής τραγουδίστριας.
Το βράδυ της ημέρας που εψάλη η εξόδιος ακολουθία της στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, η κρατική Τηλεόραση μετέδωσε μια παλαιότερη συνέντευξή της, στην οποία η ίδια απεκάλυπτε προσωπικά στοιχεία της ζωής της, από την μικρή της ηλικία μέχρι την εποχή εκείνη που έδωσε την συνέντευξη.

Το μεγαλύτερο μέρος της συνεντεύξεως το παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή, διότι είχαν γραφή και ειπωθή πολλά για το πρόσωπό της. Μου έκανε εντύπωση η ειλικρίνειά της και η απλότητα με την οποία διηγείτο πτυχές της ζωής της. Ιδιαιτέρως, όπως ήταν φυσικό, πρόσεξα αυτό που είπε, ότι πριν από κάθε σοβαρή εργασία της έκανε κομποσχοίνι και παρακαλούσε τον Χριστό και την Παναγία να την βοηθήση. Βέβαια κατά καιρούς άκουγα ότι είχε σχέση με την εκκλησιαστική ζωή.
Ενθυμούμαι ότι κατά τις επισκέψεις μου στο Άγιον Όρος, ιδιαιτέρως στην Ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου, είχα συναντήσει έναν μοναχό που ήταν θείος της, αδελφός της γιαγιάς της, ο οποίος μας μιλούσε για την ανηψιά του Βίκυ Μοσχολιού, ότι δηλαδή είχε επικοινωνία μαζί της και την συμβούλευε για την χριστιανική ζωή. Πρόκειται για τον γερο-Ησύχιο, που ήταν όνομα και πράγμα ησύχιος, άγιος Μοναχός, ο οποίος πάντοτε μας μιλούσε πολύ πνευματικά. Κυρίως μας διηγείτο ιστορίες από προηγούμενους γέροντες μοναχούς, που είχαν προβλέψει την έξοδό τους από τον κόσμο αυτό και είχαν προετοιμασθή κατάλληλα και έφυγαν εν μετανοία και προσευχή. Η μορφή του γέροντα Ησυχίου μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση.
Βλέποντας, λοιπόν, το βράδυ εκείνο την συνέντευξη της Βίκυς Μοσχολιού, είδα όλη την ζωή της, όπως την περιέγραφε, θυμήθηκα τον Αγιορείτη Γρηγοριάτη μοναχό και δεν μπορούσα να κοιμηθώ, αλλά συνέχεια αυθόρμητα μου ήλθε να προσεύχομαι για την ανάπαυση της ψυχής της. Σχεδόν όλη την νύχτα την πέρασα σε αυτήν την κατάσταση.
Επειδή, όμως, δεν θυμόμουν επακριβώς το όνομα του γερο-Ησυχίου και το συνέχεα με ένα άλλο όνομα, την επομένη ημέρα το πρωΐ τηλεφώνησα στην Μονή Γρηγορίου για να ρωτήσω πώς λεγόταν ο μοναχός αυτός για να το επιβεβαιώσω. Ο μοναχός που σήκωσε το τηλέφωνο μου είπε ότι επρόκειτο για τον γερο-Ησύχιο. Τον ευχαρίστησα και έκλεισα το τηλέφωνο.
Μετά από λίγο, όμως, μου τηλεφώνησε ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής, Αρχιμανδρίτης Γεώργιος, με την ευγένεια και την ευαισθησία που τον διακρίνει και την αγάπη του προς όλους τους ανθρώπους και στο πρόσωπό μου, για να με ρωτήση αν ήθελα κάτι περισσότερο. Μου είπε δε ότι στην Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, μετά την κοίμηση του γερο-Ησυχίου, που ήταν ένας ευλογημένος μοναχός με εκκλησιαστική συνείδηση και ορθόδοξο φρόνημα, βρέθηκε μια επιστολή της ανηψιάς του Βίκυς Μοσχολιού, στην οποία φαίνεται η προσωπικότητά της, και με ερώτησε εάν ήθελα να μου την αποστείλη για να την χρησιμοποιήσω κατά την κρίση μου.
Τον ευχαρίστησα και την επομένη ημέρα μου έστειλε την χειρόγραφη επιστολή της Βίκυς Μοσχολιού που είχε αποστείλει στον θείο της, αείμνηστο γερο-Ησύχιο, που κοιμήθηκε σε ηλικία 103 ετών, την οποία απέστειλε η Μοσχολιού πριν δέκα χρόνια, ήτοι το 1994 (ήταν τότε ηλικίας 52 ετών) και την διάβασα με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Με άδεια του Αρχιμ. Γεωργίου Ηγουμένου της Ιεράς Μονής, θα δημοσιεύσω την επιστολή αυτή με μερικές αναγκαίες περικοπές και θα κάνω μερικά σχόλια, για την ωφέλεια των Χριστιανών και την ανάπαυση της ψυχής της αειμνήστου Βασιλικής (Βίκυς).
1. Η επιστολή
“Αξιοσέβαστε θείε, ευλογείτε.
Έχω ακούσει από πολλούς Ιερείς για την αγιωσύνη που έχετε, και από την Μητέρα μου. Εγώ, η τόσο αμαρτωλή και ανάξια αισθάνομαι πολύ τυχερή που σάς έχω θείο, και συγχρόνως λυπάμαι που ποτέ δεν σάς γνώρισα.
Είστε ευλογημένος άνθρωπος που από νέος ακολουθήσατε τον σωστό δρόμο του Θεού. Δυστυχώς εμείς μπήκαμε στην βιοπάλη της ζωής, και όσο και να καταλαβαίνουμε τα λάθη μας, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω.
Θείε μου, από παιδάκι δουλεύω και σήμερα αισθάνομαι πολύ κουρασμένη. Ευχαριστώ πάντα τον Κύριό μας και την Παναγιά για το θείο δώρο που μου χάρισαν (τη φωνή) να μπορέσω να βοηθήσω τους γονείς μου, τα αδέλφια μου και τον κόσμο. Όμως τώρα είμαι 52 ετών και παρακαλώ την Παναγία να με βοηθήσει να τακτοποιηθώ, να σταματήσω, μήπως και βάλω την ζωή μου σε μια σειρά. Κάποτε έκανα καθήκοντα Μοναχής και δούλευα. Όμως αυτό με κούρασε πολύ...
Βέβαια ξεμολογήθηκα, έκλαψα και κλαίω πικρά και παρακαλώ την Παναγία και τον Χριστό μας να με συγχωρέσουν και να είναι μαζί μου. Βλέπετε, θείε μου, ότι ο άνθρωπος όσο και να ξεφύγη, άμα έχει μεγαλώσει με χριστιανικές αρχές, κάποτε συνέρχεται. Αυτό κάνω και εγώ. Προσπαθώ να βρω τον δρόμο του Θεού, που κάποτε ήμουν και που μου άρεσε πολύ. Ας ελπίσω ότι ο Χριστός και η Παναγία θ' ακούσουν τις προσευχές μου γιατί δεν θέλω να χαθή η ψυχούλα μου.
Θείε μου, θέλω να σου πω πώς έχω δύο κοριτσάκια, την Ουρανία και την Βαγγελία, είναι δύο καταπληκτικά παιδιά. Τα έχω παντρέψει και τα δυο με πολύ καλά παιδιά. Η Ουρανία μου έκανε και ένα κοριτσάκι που είναι τώρα 3 μηνών.
Θείε μου, θα ήταν μεγάλη η ευλογία, αν μπορούσα να σας δω, γιατί έχω πολλά να πω. Θέλω να ανοίξω την καρδιά μου, να με ακούσετε, να γονατίσω μπροστά σας, να κλάψω. Και τότε να έρθη η θεία φώτιση.
Θείε μου, εσείς που είστε ένας άνθρωπος του Θεού προσευχηθήτε για μένα και για την οικογένειά μου για τα παιδάκια μου και το εγγονάκι μου να τακτοποιηθώ και να φύγω από αυτή την δουλειά που μ' έχει κουράσει.
Θα ήταν μεγάλη ευλογία αν κάτι προσωπικό σας αντικείμενο μου στέλνατε, θα το είχα σαν ιερό κειμήλιο από εσάς, κάτι που αγαπάτε πολύ.
Δεν θέλω να σάς κουράσω πιο πολύ. Ο Θεός να σάς έχει καλά πάντα.
Τις ευχές σας η ταπεινή ανηψιά σας
Βασιλική (η Βίκυ) Μοσχολιού.
Υ.Γ. Σάς στέλνω αυτό το γράμμα με τον Πάτερ Νικόδημο, ο οποίος ήρθε στο Σπίτι μου με την Μητέρα του και έφερε την ευλογία. Ο Πάτερ Νικόδημος μου έδωσε δύο φωτογραφίες σας και χάρηκα πάρα πολύ που σάς είδα. Βλέπω ότι μοιάζετε πολύ με την Γιαγιά μου της Μαριάμ. Επίσης, μου έδωσε πολύ ωραίες χάρτινες εικονίτσες και ωραία βιβλία και μοσχοθυμίαμα. Ήταν Θεού δώρο να στείλετε τον Πάτερ Νικόδημο, γιατί είναι σαν να είσαστε εσείς εδώ”.
2. Παρατηρήσεις
Αν και είναι εύγλωττη η επιστολή, ωστόσο θα ήθελα να κάνω μερικά σχόλια, ως ένα μικρό μνημόσυνό της.
α) Και προ και μετά την κοίμηση της Βίκυς Μοσχολιού πολλοί μίλησαν για το ταλέντο της, τις φωνητικές της ικανότητες και την προσφορά της στο λαϊκό τραγούδι. Είπαν ότι “τραγούδησε 1.400 τραγούδια όλων των Ελλήνων Συνθετών και εκ των οποίων τα 450 έγιναν μεγάλες επιτυχίες”. Όλα αυτά είναι αναμφισβήτητα. Αλλά εμένα ως Επίσκοπο με απασχολεί ο εσωτερικός της κόσμος, που φαίνεται να είναι πλούσιος και ευαίσθητος. Στο γράμμα φαίνονται καθαρότατα τα αισθήματα που την διακρίνουν. Οπότε, στο τομέα αυτόν η προφορά της έχει μια διαχρονικότητα, ως προσώπου και κατ' εικόνα Θεού δημιουργημένης.
β) Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το γράμμα της, διακρίνει όλα τα χαρίσματα του επιστολιμαίου κειμένου, δηλαδή τα χαρίσματα της προσωπικής επιστολής. Όταν μιλά κανείς και μάλιστα σε ευρύ κοινό, ή όταν γράφη μια επιστημονική μελέτη, συνήθως αυτοπεριορίζεται, αυτοελέγχεται και αυτολογοκρίνεται. Οι προσωπικές όμως επιστολές που στέλνονται σε αγαπητά πρόσωπα είναι στην πραγματικότητα ξεσπάσματα καρδιακά.
Ακριβώς σε αυτήν την επιστολή που είδαμε προηγουμένως φαίνονται όλα τα χαρίσματα της προσωπικότητος της Βίκυς Μοσχολιού, όπως η απλότητα, η μεγαλοκαρδία, η ευαισθησία, η ειλικρίνεια κ.ά. Γράφει σε ένα σημείο: “θέλω να ανοίξω την καρδιά μου, να με ακούσετε, να γονατίσω μπροστά σας, να κλάψω”. Πρόκειται για ένα γράμμα “εξομολογητικό” και καρδιακό, που απέχει όμως από τον συναισθηματισμό. Άλλωστε υφίσταται τεράστια διαφορά μεταξύ αισθήματος και συναισθήματος.
γ) Η επιστολογράφος εκφράζει επανειλημμένως την πίστη της στον Θεό. Ευχαριστεί τον Θεό, “τον Κύριό μας”, όπως γράφει, και την Παναγία για το δώρο της φωνής που της χάρισαν. Επομένως έχει βαθύτατη αίσθηση της δωρεάς του Θεού. Παρακαλεί την Παναγία και τον Χριστό να την συγχωρούν και να είναι μαζί της: “να με συγχωρέσουν και να είναι μαζί μου”. Ζητά “την θεία φώτιση” και γενικά σε όλο το γράμμα φαίνεται η σχέση της με τον Θεό και εκφράζει την γνωστή φράση από τις ευχές της Πεντηκοστής: “σοι μόνω αμαρτάνομεν και σοι μόνω λατρεύομεν”.
Συγχρόνως εκφράζει και την εμπιστοσύνη της και τον σεβασμό της στους ανθρώπους του Θεού, όπως είναι ο θείος της. Έχει ακούσει για την “αγιωσύνη του”, θεωρεί ότι είναι ευλογημένος άνθρωπος που ακολούθησε τον δρόμο του Θεού, αισθάνεται “τυχερή” που τον έχει θείο, λυπάται που δεν τον γνώρισε προσωπικά, ζητά τις ευχές του για την ίδια και την οικογένειά της, επιθυμεί μια συνάντηση μαζί του για να ανοίξη πλήρως την καρδιά της και τον παρακαλεί να της αποστείλη κάποιο προσωπικό του αντικείμενο ως “ευλογία” και ως “ιερό κειμήλιο”.
δ) Στην επιστολή αυτή φαίνεται ότι μεγάλωσε “μέ χριστιανικές αρχές” και τα εκκλησιαστικά αυτά βιώματα τα οποία είχε από την μικρή της ηλικία την ακολουθούν σε όλη την ζωή της. Είναι πολύ σημαντικό που γράφει σε ένα σημείο: “κάποτε έκανα καθήκοντα Μοναχής και δούλευα. Όμως αυτό με κούρασε πολύ”. Αυτή η έκφραση “έκανε καθήκοντα μοναχής”, σημαίνει ότι ζούσε ως μοναχή με προσευχή, με εγκράτεια, ακόμη και όταν εργαζόταν στα Κέντρα τις νυκτερινές ώρες. Και όπως γράφει σε άλλο σημείο, ακολουθούσε τον δρόμο του Θεού που της “άρεσε πολύ” και θυμάται όλη αυτήν την εμπειρία. Γι' αυτό γράφει: “ο άνθρωπος όσο και να ξεφύγει, άμα έχει μεγαλώσει με χριστιανικές αρχές κάποτε συνέρχεται. Αυτό κάνω και εγώ. Προσπαθώ να βρω τον δρόμο του Θεού που κάποτε ήμουν και που μου άρεσε πολύ”.
Αυτό μου θυμίζει τον άσωτο υιό της παραβολής, ο οποίος εξεδήλωσε μετάνοια, όχι μέσα από ιδεολογίες, αλλά από την ανάμνηση της αγάπης του πατέρα του, όπως την έζησε στο πατρικό του σπίτι. Συνέκρινε, λοιπόν, αυτήν την πατρική αγάπη με την ζωή της στερήσεως την οποία περνούσε και αυτό αύξησε την μεγάλη αγάπη του για την επιστροφή.
ε) Ακριβώς το προηγούμενο σημείο δείχνει την μετάνοια της Βίκυς Μοσχολιού και την μεγάλη αρετή της αυτομεμψίας που την διακρίνει. Αισθάνεται τα λάθη τα οποία έκανε ως άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα ομολογεί: “εξομολογήθηκα, έκλαψα και κλαίω πικρά και παρακαλώ την Παναγία και τον Χριστό μας να με συγχωρέσουν και να είναι μαζί μου”. Αυτή η φράση είναι πάρα πολύ σημαντική και δείχνει το όλο περιεχόμενο της μετανοίας της που δεν ήταν απλώς μια τυπική εξομολόγηση, αλλά μια διαρκής κατάσταση κλάματος και δακρύων για να λάβη συγχώρεση από τον Θεό και ο Θεός να είναι μαζί της. Αυτό που παρατηρεί κανείς στην επιστολή της είναι το χάρισμα της αυτομεμψίας, το οποίο τόσο πολύ έχουν εξάρει οι Πατέρες της Εκκλησίας και δείχνει μια κατάσταση πνευματικής υγείας.
Μέσα στο πνεύμα της μετανοίας και επειδή έχει ανάμνηση της χριστιανικής ζωής την οποία ζούσε στα παιδικά της χρόνια, παρακαλεί την Παναγία να την βοηθήση να σταματήση την εργασία την οποία έκανε, όπως γράφει: “μήπως και βάλω την ζωή μου σε μια σειρά”. Και όπως ομολογεί: “από παιδάκι δουλεύω και σήμερα αισθάνομαι πολύ κουρασμένη”. Ποιός μπορεί να μη συγκινηθή από αυτήν την έκφραση μιας απλής ψυχής;
στ) Η βασικότερη και σημαντικότερη φράση στο γράμμα αυτό που με συγκίνησε είναι η ακόλουθη: “ας ελπίσω ότι ο Χριστός και η Παναγία θ' ακούσουν τις προσευχές μου γιατί δεν θέλω να χαθή η ψυχούλα μου”. Την ψυχή της την ονομάζει “ψυχούλα”, αφού η ίδια εγνώριζε την ευαισθησία που υπήρχε μέσα της. Επειδή δεν θέλει να χαθή η ψυχούλα της, γι' αυτό προσεύχεται στον Χριστό και την Παναγία και ελπίζει ότι θα ακούσουν τις προσευχές της. Πιστεύει στην μέλλουσα ζωή και στην αιώνια ύπαρξη του ανθρώπου.
Και μεις με την σειρά μας ελπίζουμε ότι ο Θεός, ο Οποίος είναι αγάπη, “έρως και εραστόν”, θα ακούση τις προσευχές της και δεν θα αφήση να χαθή η “ψυχούλα” αυτής της γυναίκας με μια τέτοια καρδιακή απλότητα.
ζ) Από όλο το περιεχόμενο της επιστολής, αλλά και από το υστερόγραφο φαίνεται και η προσφορά του Αγίου Όρους και των Αγιορειτών Πατέρων. Σε Αγιορείτη Πατέρα –τον θείο της– γράφει μια τέτοια καρδιακή επιστολή, αλλά και οι μοναχοί της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου με την ευλογία του Ηγουμένου π. Γεωργίου είχαν την επικοινωνία μαζί της και την έκαναν να εκφρασθή εξομολογητικά. Επομένως, βλέπουμε εδώ την μεγάλη προσφορά και την ιεραποστολή των Ιερών Μονών, αλλά θα μου επιτραπή να πω της Ιεράς Μονής Γρηγορίου με το ποιμαντικό “πνεύμα” το οποίο έχει εμπνεύσει ο Γέροντας της Ιεράς Μονής.
Την επιστολή αυτή, μέσα στην οποία εκφράζει όλο αυτό το πνεύμα της μετανοίας και προσευχόταν να την βοηθήση ο Θεός, όπως έλεγε, “νά φύγω από αυτήν την δουλειά που μ' έχει κουράσει”, την έγραψε όταν ήταν σε ηλικία 52 ετών, δηλαδή πριν δέκα χρόνια. Αν σκεφθή κανείς ότι εκοιμήθη σε ηλικία 62 ετών και μάλιστα τα δύο τελευταία χρόνια πέρασε μέσα από την εξαγνιστική ενέργεια της ασθένειας της εποχής μας, τότε αντιλαμβάνεται ότι αυτή η “ψυχούλα” έγινε ακόμη πιο “ψυχούλα” και επομένως θα έγινε δεκτή από τον Θεό.
Εύχομαι με όλη μου την καρδιά ο Θεός να την έχη κοντά Του και να ψάλη με τους αγγέλους και το χορό των αγίων, όχι τα τραγούδια της, αλλά τον τρισάγιον ύμνο στον Τρισάγιο Θεό, που αγαπά τον άνθρωπο και κυρίως αυτούς που μετανοούν.–

Μπροστά στην μικρούλα Θεοτόκο αγανακτώ για την έκτρωση



site analysis

Aφορμή για το άρθρο αυτό είναι η εικόνα της μικρής χαριτωμένης παιδούλας Θεοτόκου, πού σήμερα εισέρχεται στον Ναό, αλλά και του Παιδίου, πού έφερε στον κόσμο, το οποίο ο Ηρώδης ηβουλήθη απολέσαι.Επίσης το παρακάτω περιστατικό:Στις ειδήσεις είπαν για μια εργαζόμενη έγκυο , από την οποία το αφεντικό της ζήτησε να κάνει έκτρωση, για να ανταποκρίνεται καλύτερα στην δουλειά της ή επειδή για τον ίδιο ήταν οικονομικά ασύμφορο. Αυτή είναι η αξία της ανθρώπινης ζωής σήμερα και μια καλή ευκαιρία στους θιασώτες στο "δικαίωμα της έκτρωσης" να κατανοήσουν τί ακριβώς ισχύει με τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους! Aυτή είναι η κοινωνία των ανθρώπων. Δαρβινιστές οι αφέντες, τ.ε όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει, δαρβινιστές κατά μίμησιν και οι δούλοι. Χωρίς εισαγωγικά οι λέξεις.

Αναγνωρίζω πώς πολλές κυρίες πού μας διαβάζουν ίσως έχουν περάσει αυτή την τραυματική εμπειρία , αυτά τα φρικτα διλήμματα και τώρα υποφέρουν. Ίσως και να τους κακοφαίνεται. Δεν στιγματίζω ανθρώπους πού έχουν μετανοήσει και το μόνο που τους αξίζει έιναι μια αγκαλιά. Γι αυτό και δεν γράφω συχνά για τέτοια θέματα , για να μην πληγώσω όσες βασανίζονται τώρα και είναι μεταμελημένες. Από ίχνη καθαρά κοσμικού ανθρωπισμού πού επιβιώνουν εντός μου.Αλλά ωστόσο δεν μπορώ να μην τα γράφω γι αυτούς πού χωρίς να κοκκινίζουν, χωρίς να μελετούν την φύση του πράγματος, επιστρατεύουν χιλιάδες νόμιμες και ηθικές δικαιολογίες για να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην έκτρωση. Είναι σαν να λέμε: Πεινάει ο κόσμος, δεν χωράει η γη τον κόσμο, σκοτώστε 2 δις από την πλεμπα να ξελαφρώσουμε. Πολλοί θιασώτες της έκτρωσης θα επαναστατούσαν μπροστά σε αυτο. Ωστόσο δεν ειναι πρόθυμοι να δούν το δικαίωμα στην ζωή ενός αγέννητου παιδιού.

Τί τρομακτική υποκρισία και αδιακρισία!

Δεν υπάρχει πιό απάνθρωπο πράγμα από την έκτρωση.

Ενα ανυπεράσπιστο παιδί, μια ψυχή( αυτά για τα ανεξεικόνιστα οβραίικα και σοφιστικά τα ακούω βερεσε) μια ψυχούλα αθώα, καταδικάζεται σε θάνατο από την μάνα, το πατέρα, τον γιατρό, τις οργανώσεις δικαιωμάτων, την κοινωνία την ίδια, από πρακτικά φιλάνθρωπα πνεύματα με ...κατανόηση και μετα δολοφονείται με οξύ ή με μαχαίρι χωρίς να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του! 

Και αυτό είναι δικαίωμα, πολιτισμός και σοφή πράξη! 

Ποιός θα το υπερασπιστεί το άμοιρο, πού οι περισσότεροι δεν του αναγνωρίζουν ύπαρξη. Που φρονούν ότι είναι εξάρτημα του ανθρωπίνου σώματος, όπως το έντερο και το συκώτι. Τι βολική και απάνθρωπη λογική!

Δε λογαριάζω ηλικία, φτώχεια και άλλες δικαιολογίες. Να πεινάσεις να το θρέψεις! Είσαι μικρή;Να μεγαλώσεις μαζί του. Η ζωή μας ρυθμίζεται με τις επιλογές μας. Δεν μπορεί ο καθένας να παριστάνει τον Θεό και να αποφασίσει για μια ζωή. Οι άνθρωποι είμαστε μικρόψυχοι και δειλοί. Επειδή είμαστε εξαρτημένοι συναισθηματικά με την μητέρα (ή τον πατέρα), προσπαθούμε να την απαλλάξουμε από διάφορα βάρη και την λυπούμαστε, όταν βέβαια ΔΕΝ της το επιβάλλουμε από καθαρό ηθικισμό ή για την δική μας βολή.Ενώ για το αγέννητο με το οποίο δεν δεθήκαμε ούτε έχουμε συμφέρον από αυτό δεν δίνουμε μια δεκάρα. Και πέφτει το αίμα πάνω στο δυστυχισμένο πλάσμα που λεγεται μητέρα της έκτρωσης, το αίμα του αθώου φονευμένου παιδιού, και δεν μπορεί να ησυχάσει η καημένη μέχρι τα γεράματα της. Και μετά εκ των υστέρων ζητά μετάνοια και παρηγοριά από την εκκλησία. Όπως όλοι οι ψύχραιμοι αλλα και οι εν βρασμώ φονείς, πού κατατρύχονται από τις ερινύες τους.Ή τρέχει στους ψυχολόγους χωρίς να βρίσκει ανάπαυση.

Δεν με νοιάζει αν με πούν συντηρητικό, συναισθηματικό ή ξύλινο, ηθικολόγο ή στενόμυαλο. Χρειάζεται η πιό σκληρή ηθικολογία πολλές φορές, γιατί με τους πονηρούς και τους ηθικολόγους αντιπαλεύουμε.

Εγώ όποιον εξουθενώνει τον αδύναμο με οποιαδήποτε πρόφαση και παριστάνει τον Θεό τον βάζω απέναντι μου!Του αντιστέκομαι τον δείχνω και με το δάχτυλο.Είναι η εικόνα ενος πονεμένου ανθρώπου πού δείχνει τον αντίχριστο, για όποιον δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει.

Και μην νομίζετε πώς τα βάζω με τις μητέρες κυρίως, αν και κάποιες πωρωμένες από αυτές κάνουν έκτρωση, σαν να κάνουν τσιγάρο, αλλά με την θεσμοκρατούμενη κοινωνία πού όλα είναι ηθικά και αγγελικά πλασμένα. Ακόμα και το να σκοτώσεις με οξύ και μαχαίρι ένα μωρό.

Ζούμε στην εποχή του δαρβινισμού.

Όποιος δεν μπορεί να επιβιώσει δηλαδή ας πεθανει. Ο νόμος της ζούγκλας σε μας πού λεγόμαστε άνθρωποι και φύσηξε πάνω μας ο Δημιουργός.

Ε λοιπόν πολλοί από εμας θα γίνουμε κακοί για να μην περάσει τέτοια φρικτή ιδεολογία, πού εκφράζεται με την πιό άνανδρη και άσπλαχνη πράξη. Του δειλού πού τρωει την σάρκα του αθώου και του ανυπεράσπιστου.

ΠΗΓΗ: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.gr/2014/11/blog-post_59.html  

Η σύζυγος ενός μαχητή του Αιγαίου γράφει για τον άνδρα που παντρεύτηκε



site analysis


Το κείμενο επίκαιρο όσο ποτέ. Μια γuvαίκα γράφει για τον άνδρα που παντρεύτηκε. Είναι σύζυγος Ιπταμένου της ΠΑ…


Ήξερες από όταν τον παντρεύτηκες, ότι μαζί με αυτόν πήρες προίκα και την δουλειά του. Μια δουλειά ζόρικη, απαιτητική, που απαιτεί θυσίες και αφοσίωση αλλά αγαπάει τρελά… Μπορεί όμως και να τον αγάπησες και λίγο περισσότερο λόγω αυτής.Και ήξερες ότι ποτέ η ζωή σας δεν θα είναι σαν των άλλων. Ήξερες ότι θα πηγαίνατε για καφέ και θα είχε τα «πράγματά του» μαζί του, ήξερες ότι το τηλέφωνο μπορεί να χτυπούσε τα χαράματα και να έπρεπε να πάει στην «δουλειά», ήξερες ότι το μεσημέρι θα αργούσε σχεδόν πάντα και τις αργίες και τα Σαββατοκύριακα μπορεί να έλειπε. Στην πορεία έμαθες ότι δεν θα είναι πάντα στις γιορτές των παιδιών και το έμαθαν και αυτά. Αλλά ήταν περήφανα για αυτόν. Γιατί ο μπαμπάς φοράει έναν αετό στο αριστερό του στήθος με άσπρα φτερά και πετάει. Και την ελληνική σημαία βεβαίως περήφανα στο μπράτσο.

Όλα αυτά τα χρόνια, πριν φύγει για την δουλειά τον φιλάς και βαθιά μέσα σου εύχεσαι να μην είναι το τελευταίο φιλί που του δίνεις. Πριν φύγει θα σου θυμίσει, ότι «αν γίνει κάτι», τα κλειδιά για το αυτοκίνητο θα είναι στο ντουλαπάκι του στην Μοίρα. Και πάντα όταν προσγειωθεί, θα σου στείλει ένα μήνυμα ότι προσγειώθηκε και είναι καλά. Κάτι για το οποίο πάλεψες πολύ κ μάλωσες κ φώναξες, γιατί το θεωρούσε περιττό αλλά μόνο εσύ ξέρεις πόσο πολύ το έχεις ανάγκη.
Φίλοι, γνωστοί και συγγενείς σε έχουν ρωτήσει πώς το αντέχεις όλο αυτό και ότι αυτοί δεν θα μπορούσαν. Και νιώθεις ένα μικρό σφίξιμο στο στήθος όταν στο λένε, γιατί όντως είναι βαριά και δύσκολη αυτή η ζωή αλλά κόβονται τα φτερά από έναν αετό;;;
Ώσπου έρχονται κάτι μέρες σαν την προηγούμενη Τετάρτη. Μαύρες και άραχνες. Με ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ γραμμένο πάνω τους, που σε παγώνουν και σε παραλύουν, μέχρι να μάθεις τα ονόματα αυτών που «φύγαν» και πέταξαν ψηλά και να χαρείς ταυτόχρονα που δεν είναι ο δικός σου άνθρωπος αλλά και να θρηνήσεις σαν να ήταν δικοί σου άνθρωποι και αυτοί, γιατί σε αυτή την «δουλειά» είναι όλοι μια οικογένεια.

Και μετά να σκεφτείς και να κλάψεις για αυτές τις οικογένειες που η αγκαλιά τους άδειασε, γιατί ο αετός τους πέταξε ψηλά. Για αυτά τα παιδιά που θα μείνουν ορφανά αλλά θα πρέπει να είναι και υπερήφανα και για αυτές τις χήρες, που στο τέλος θα πρέπει να θάψουν ένα άδειο πολλές φορές φέρετρο και να γεμίσουν την αγκαλιά τους με μια σημαία διπλωμένη τριγωνικά, ένα πηλήκιο και ένα ξίφος ως παρηγοριά και ανάμνηση.
Όπως οι γuvαίκες του Σήφη, του Κώστα, του Παντελή…
Και οι αετοί που μείνανε πίσω; Δακρύζουν και πονάνε. Υποκλίνονται ευλαβικά και ανοίγουν τα ατσαλένια τους φτερά και ξαναπετάνε. Γίνονται ένα με αυτά και αφήνουν όλα τα άλλα πίσω. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί η ζωή συνεχίζεται. Γιατί το καθήκον τους περιμένει. Γιατί είναι αετοί. Και κουβαλάνε βουβά τον πόνο μέσα τους, γιατί ξέρουνε ότι αυτοί ήταν τυχεροί σήμερα και κάποιος άλλος όχι. Που βάζουν μπροστά το καθήκον και την γαλανόλευκη.
Και εσύ που μένεις πίσω; Φοβάσαι; Αγχώνεσαι; Μάλλον λίγο απ’ όλα, ε; Αλλά με τον καιρό, συνηθίζεις. Και σταματάς να το σκέφτεσαι. Είτε είσαι σύζυγος, παιδί, πατέρας, φίλος… Και είσαι περήφανος για τον δικό σου αετό και τα φτερά που φοράει. Και ας λείπει ώρες από το σπίτι. Και ας μυρίζει κηροζίνη, όταν γυρνάειΑλλά πάντα, όταν δεις πετούμενο στον ουρανό, θα σηκώσεις το βλέμμα ψηλά και θα ευχηθείς «καλή προσγείωση», ξορκίζοντας το κακό
Και ο αετός ξέρει, ότι μια αγκαλιά τον περιμένει μόλις γυρίσει. Και πάντα έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του τον Σήφη, τον Κώστα, τον Παντελή…

ΥΓ. Αφιερωμένο σε όλες τις οικογένειες των Αετών του Αιγαίου, που πέταξαν ψηλά… Δεν σας ξεχνάμε!

ΠΗΓΗ: https://ekdoseisxrysopigi.blogspot.gr/2018/04/blog-post_16.html

Σύριγγα θανάτου – μετάνοια ζωῆς



site analysis

 .        Στὸ Εὐαγγέλιο διαβάζουμε ὅτι στὸν Γολγοθὰ τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ ἕνας ἐκ τῶν ληστῶν, ποὺ σταυρώθηκε μαζί του, εἶπε στὸν Χριστό: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ´ 42). Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ εἰσερχόταν στὴν Βασιλεία Του.
.        Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντας αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀποκαλοῦν τὸν ληστὴ θεολόγο, ποὺ θεολόγησε ἀπὸ τὸν σταυρό, ἀναγνωρίζοντας ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ καταδικάστηκε νὰ πεθάνη διὰ τοῦ Σταυροῦ εἶναι Θεός. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔχει μιὰ τέτοια ὁμιλία.
.        Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται ποικιλοτρόπως σὲ κάθε ἐποχή. Πόσοι ἄνθρωποι δὲν ὁμολογοῦν τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν προσεύχονται σὲ Αὐτόν, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα ποὺ πεθαίνουν! Πόσοι δὲν τελειώνουν τὴν ζωή τους μὲ μετάνοια καὶ συντριβή!
.        Διάβασα σὲ περιοδικὸ ὅτι ὁ μακαριστὸς Ἐπίσκοπος Πατάρων Εἰρηναῖος, ποὺ ἀνήκει στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας, στὸν Πρόλογο τοῦ βιβλίου του μὲ τίτλο «Λουλούδια ἀπὸ τοὺς κήπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας» ἀναγράφει ἕνα συγκλονιστικὸ περιστατικό:
.        «Προχθές, γυρίζοντας ἀπὸ ἕναν Ἑσπερινὸ πέρασα ἀπὸ τὴν Ὁμόνοια. Πλῆθος νέων ἦταν μαζεμένοι γύρω ἀπὸ ἕνα παιδί. Στὸ χέρι του κρατοῦσε τὴν τελευταία σύριγγα τοῦ θανάτου. Τὸν πλησίασα καὶ μὲ δακρυσμένα μάτια φώναξε: “Βοήθεια, πεθαίνω…”. Ἔτρεξα κοντά του τὸν ἀγκάλιασα. Μὲ σπασμένη φωνὴ μοῦ εἶπε: “Παππούλη, πεθαίνω διάβασέ μου μιὰ εὐχή“. Γονάτισα, τοῦ διάβασα μία εὐχή. Ψέλλισε δύο λέξεις: “πὲς τοῦ Χριστούλη νὰ μὲ δεχτεῖ” καὶ ξεψύχησε μέσα στὴν ἀγκάλη μου, ἄγνωστος μεταξὺ ἀγνώστων. Φεύγοντας, ψιθύριζα μία προσευχή. “Χριστέ μου, μία λέξη εἶπε ὁ ληστὴς καὶ τὸν δέχτηκες στὴν βασιλεία Σου, δέξου καὶ τὴν ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ σου”» (Περιοδικὸ «Ἐρῶ», Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2011).
.         Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικό. Τὸ παιδὶ αὐτό, ποὺ ἦταν πληγωμένο ἀπὸ τὴν σύγχρονη μάστιγα τῶν ναρκωτικῶν πέθανε στὸν δρόμο, ζητώντας προσευχὴ καὶ ἐπιθυμώντας νὰ τὸν δεχθῆ ὁ Χριστὸς στὴν βασιλεία Του. Ποιός ξέρει πόσα βάσανα πέρασε στὴν ζωή του, γιὰ νὰ καταλήξη στὰ ναρκωτικὰ καὶ ποιός ξέρει πόσες πληγὲς δέχθηκε ἀπὸ τὸ στενὸ καὶ εὐρύτερο κοινωνικὸ περιβάλλον καὶ ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους τῶν ναρκωτικῶν, τοὺς ἐμπόρους τοῦ θανάτου! Κα μως πέθανε μ τ νομα το Χριστο κα τν ατηση γι τν Βασιλεία Του..        Ἀλλὰ καὶ ἡ προσφορὰ τῶν Κληρικῶν εἶναι μεγάλη, ὅταν ἀνοίγουν τὴν ἀγκαλιά τους σὲ τέτοιες πληγωμένες ὑπάρξεις, ὅταν δέχωνται τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων, ὅταν χύνουν κάποια δάκρυα γιὰ τοὺς νέους ποὺ βασανίζονται σκληρά.
.        Συγκινήθηκα διαβάζοντας αὐτὸ τὸ περιστατικό, γιατί θυμήθηκα μία παρόμοια σκηνή. Κοντὰ στὴν Ὁμόνοια τῆς Ἀθήνας κάποια κοπέλα 25-30 ἐτῶν, ποὺ ἔμοιαζε μὲ 60 ἐτῶν, σκελετωμένη ἀπὸ τὰ ναρκωτικά, πονεμένη στὸ πρόσωπο, ποὺ ἦταν σκαμμένο ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὰ βάσανα, μὲ ἐκλιπαροῦσε: «Παππούλη, κάνε μιὰ προσευχὴ γιὰ μένα, γιὰ νὰ σωθῶ» καὶ μοῦ εἶπε τὸ ὄνομά της. Ἀκόμη καὶ τώρα, ὕστερα ἀπὸ χρόνια, ἔχω μέσα μου ἔντονα τὴν ἐνθύμηση τοῦ προσώπου της. Εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀναζητοῦν τὸν Πατέρα τους, ποὺ μὲ τὸν τρόπο τους ζητοῦν ἀγάπη καὶ στοργή, τὴν ὁποία τοὺς τὴν στέρησε ἡ «ἀκοινώνητη κοινωνία».
.         στορία το Γολγοθ παναλαμβάνεται κα  Χριστς ξακολουθε ν χη φίλους π τ πι πληγωμένο μέρος τς κοινωνίας, π τος «νασφάλιστους»!

 Ν.Ι.
 ΠΗΓΗ: parembasis.gr 
(περιοδ. «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ», Ἱ. Μητρ. Ναυπάκτου, τ. Αὐγούστου 2011

Μιὰ λυτρωτικὴ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου



site analysis


Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

.                    Πρόσφατα διάβασα ἕνα συγκλονιστικὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Ὑπόσχεση». Εἶναι γραμμένο ἀπὸ μιὰ μάνα (Μαρίνα Λασηθιωτάκη) ποὺ ἔζησε τὴν πενταετῆ περιπέτεια, σωματική, ψυχοθεραπευτική, λυτρωτική του γιοῦ της ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ ἀπὸ καρκίνο περίπου σὲ ἡλικία δεκαoκτῶ ἐτῶν. Εἶχε ὡριμάσει μαζὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια στὸν πόνο καὶ ἀπὸ τὸν πόνο ἔζησαν τὴν πίστη, τὴν προσευχή, τὴν ἡσυχία, τὴν ἀγάπη, τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία.
.                    Διάβασα τὸ βιβλίο αὐτὸ ἀπνευστὶ καὶ ἔμεινα ἄφωνος. Μοῦ τὸ ἔδωσε ἡ ἴδια ἡ μάνα-συγγραφεὺς μὲ ἀγάπη, γιατί, ὅπως μοῦ εἶπε καὶ ὅπως φαίνεται στὸ βιβλίο, βοηθήθηκε ἀπὸ τὰ βιβλία μου –καὶ κυρίως ἐκεῖνα ποὺ κάνουν λόγο γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία– γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὶς δυσκολίες. Ἦταν μιὰ ἄγνωστη σὲ μένα μέχρι τώρα ἀναγνώστρια τῶν βιβλίων μου, ποὺ ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ ἀπαντήση στὰ ἐρωτήματα, ὅπως γράφει: «Γιατί ὑπάρχουμε; Γιατί ζοῦμε, ἀφοῦ θὰ πεθάνουμε; Ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ὕπαρξής μας; Ὑπάρχει Θεός; Εἶναι δεδομένη ἡ ὕπαρξή μας; Ἂν εἶναι δεδομένη, ἔχουμε ἐλευθερία βουλήσεως ἢ εἴμαστε περιορισμένοι; Πῶς συνδυάζεται ἡ ἐλευθερία μὲ τὴν ἀγάπη; Πῶς συνδέεται ἡ ἀτομικότητά μου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους;».
.                    Ἡ μάνα-συγγραφεύς, ὅπως γράφεται στὸ σύντομο βιογραφικό της, «σπούδασε Ἀγγλικὴ καὶ Ἑλληνικὴ φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, πῆρε μέρος στὸν ἀντιδικτατορικὸ ἀγώνα τῆς ἐποχῆς, ἐνῶ μετὰ τὴν μεταπολίτευση ἐντάχθηκε σὲ κόμμα τῆς ἀριστερᾶς». Κυρίως ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι πέρασε μὲ τὸν γιό της Βανῆ-Μίνω μέσα ἀπὸ ὅλους τοὺς σταθμοὺς ὡρίμανσης ψυχολογικῆς καὶ πνευματικῆς.
.                    Στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου παρουσιάζεται μιὰ συνοπτικὴ περιγραφὴ τῆς πνευματικῆς ὡρίμανσης τοῦ γιοῦ καὶ τῆς μάνας καὶ ἡ ἀνακάλυψη τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Στὰ δὲ κεφάλαια ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν κοίμηση τοῦ Βανῆ, γίνεται ἀνάλυση τῶν ἐπὶ μέρους καταστάσεων ποὺ βίωσαν μάνα καὶ γιός, ὅπως «ἡσυχία», «ἀγάπη, ἐλευθερία», «ὁ πόνος», «γιατί νὰ ὑπάρχουμε», «ἡ ταπείνωση». Μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο, κυρίως ἐμπειρικό, θίγονται θέματα κοινωνικά, ὑπαρξιακά, πνευματικά, θεολογικά. Ὅλα αὐτὰ γράφονται μὲ ἕναν φιλοσοφικὸ καὶ θεολογικὸ λόγο. Ἡ στενότητα τοῦ ἐρωτήματος ποὺ βασάνιζε τὴν μάνα μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ παιδιοῦ της «ἀνυπαρξία ἢ ὕπαρξη;», «νὰ ζῆ κανεὶς ἢ νὰ μὴ ζῆ;», τελικὰ ἀνοίχτηκε στὴν θεολογία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθερίας.

.                    Πάντως μάνα καὶ γιὸς πέρασαν μέσα ἀπὸ τὸν σωματικό, ψυχολογικὸ καὶ ὑπαρξιακὸ πόνο, μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τοῦ φθαρτοῦ σώματος στὸ νοσοκομεῖο, ἀπὸ τὴν ποτυχία τς ψυχολογίας κα τς ομανιστικς ψυχοθεραπείας ν ντιμετωπίσουν ναν τοιμοθάνατο, φο «δν μπορον ν καταλάβουν τί χει νάγκη  τοιμοθάνατος», μέσα ἀπὸ τὴν φιλοστοργία, ἀλλὰ πέρασαν καὶ μέσα ἀπὸ τὴν νοερὰ προσευχή, τὴν ἐνεργοποίηση τῆς νοερᾶς ἐνεργείας, τὴν νηπτικὴ ὀρθόδοξη ἡσυχία, τὴν ἀνάγνωση ἡσυχαστῶν Πατέρων, τὴν παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ τους στὸν Θεό, τὴν μετάνοια, τὴν μεταποίηση τοῦ πόνου σὲ ἀγάπη, ταπείνωση, ἐλευθερία καὶ πολλὰ ἄλλα.
.                    Τὸ ἐκπληκτικὸ αὐτὸ δίδυμο μάνας – παιδιοῦ μὲ τὴν εὐγενική, εὐαίσθητη καὶ νηφάλια παρουσία τοῦ πατέρα, ἔζησε σημαντικὲς ἐσωτερικὲς καταστάσεις, ὅπως περιγράφονται στὸ βιβλίο.
.                    Τὸ παιδὶ εἶχε ἔντονα ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα, ὅταν ἦταν ἀκόμη 10 χρονῶν –πρὶν ἀρρωστήσει. Καθὼς ἦταν ἀνάσκελα ξαπλωμένο στὸ γρασίδι, μεσάνυκτα μὲ ἀστροφεγγιὰ εἶπε: «Ἐγὼ ἐκεῖ ψηλὰ θὰ πάω νὰ ζήσω». Σὲ διάλογο μὲ τὴν μάνα του εἶπε: «Ὄχι, ρὲ μαμά, ἐκεῖ εἶναι τὸ σπίτι μου». Σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, μόλις ἔμαθε ὅτι ἔχει καρκίνο, ρώτησε: «Τί γίνεται μετὰ τὸν θάνατο; ἡ ζωὴ σταματᾶ ἐδῶ;». Ἄλλοτε: «Μαμά, παρακάλα τὴν Παναγία». Σὲ δύσκολη στιγμὴ τῆς ἀρρώστιας ἔγινε ὁ διάλογος: «–Τί κάνουμε τώρα; –Προσευχή, γιέ μου, προσευχή». Καὶ σημειώνει ἡ μάνα: «Ὁ Μίνως ἀκολούθησε τὶς ὁδηγίες τῆς μάνας του, ἀλλὰ πῆγε πιὸ μακριά. Ἀνακάλυψε τὸν ἐσωτερικὸ ὑπερβατικὸ ἄνθρωπο μέσα του».

 .                    Εἶναι καὶ μιὰ μαρτυρία γιὰ τὸ πῶς ἐφαρμόζεται στὴν πράξη ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπομονή, ἡ ἡσυχία καὶ ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ λεγομένη «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία» σὲ δύσκολες καταστάσεις, ὅπως εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, ἡ προθανάτια αὐτὴ ἐμπειρία..                    Σὲ ἕναν ἄλλο συγκλονιστικὸ διάλογο ὁ Βανῆς-Μίνως εἶπε, ὅπως τὸ κατάλαβε ἡ μητρικὴ καρδιά: «Ἐγὼ σὲ αὐτὸν τὸν πλανήτη… δὲν ἔχω θέση πιά. Πάω γιὰ ἄλλο». Καὶ ὅταν στὴν τελευταία τάξη τοῦ Λυκείου μιὰ καθηγήτρια ρωτοῦσε τὰ παιδιά: «Τί ἐπιθυμεῖτε τώρα μὲ τὴν ἀποφοίτησή σας; Ποιὰ τὰ σχέδιά σας;», καὶ τὰ παιδιὰ ἔδιναν τὶς ἀπαντήσεις τους, ὁ Μίνως ἀπάντησε λιτά: «Ἕναν ἀνώδυνο θάνατο», καὶ «ἡ τάξη ἔμεινε ἄναυδη». Τότε βρισκόταν στὸ τελευταῖο στάδιο τῆς ἀσθενείας του καὶ προετοιμαζόταν γιὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.
.                    Τὸ πέρασμα μέσα ἀπὸ τὴν δοκιμασία τοῦ καρκίνου δὲν ἦταν εὔκολο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶχε ἕνα ἠρωϊκὸ πνεῦμα. Ἀντιμετώπιζε τὶς δυσκολίες μὲ χιοῦμορ, συμμετεῖχε στὶς ἐξετάσεις τοῦ Σχολείου καὶ μετὰ ἀπὸ ἀκτινοθεραπεῖες, ἔγραφε στὸ laptop, ἄκουγε μουσική, ἔστησε μὲ φίλο του ἐρασιτεχνικὸ radio καὶ ἔκαναν ἐκπομπές, ἔγραψε σενάρια καὶ γύριζε ἐρασιτεχνικὰ φιλμάκια, συμμετεῖχε στὴν ἐκδρομὴ τῆς Γ´ Λυκείου στὴν Σαντορίνη ἕνα μήνα πρὶν φύγει ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτόν, ἔψαχνε περιβαλλοντικὰ θέματα, ἔπαιζε bowling στὴν Γλυφάδα. Γενικά, ἦταν δημιουργικὸς ἄνθρωπος, δὲν διακρινόταν ἀπὸ ἀδράνεια. Ὑπῆρχε περίπτωση ποὺ λύγιζε, «πάλευε μὲ τὸν πόνο του καὶ ἦταν οἱ ὧρες ποὺ δὲν ἤθελε οὔτε τὴν μάνα του νὰ βλέπει καὶ αὐτὴ τρελαινόταν. Ἀνησυχοῦσε, δὲν καταλάβαινε, δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Μόνο προσευχή». Περισσότερο ζοῦσε μὲ ἡσυχία καὶ προσευχή.

.                    Ἡ προτελευταία καὶ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του διακρινόταν ἀπὸ τὴν λιτότητα, τὴν ἁπλότητα, τὴν πίστη καὶ τὸν συγκλονισμό. Τὸ παιδὶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία: «Γίνεται νὰ μᾶς φέρουνε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος λίγο κρασὶ καὶ λίγο ψωμί;». Ὅταν τὸ διαβεβαίωσαν ὅτι θὰ πραγματοποιηθῆ ἡ ἐπιθυμία του, εἶπε: «Νὰ δεῖς ποὺ ὅλα θὰ τελειώσουν ὄμορφα, μαμά». Ἔπειτα, ὁ πατέρας του διάβαζε τὸν βίο τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, ὅπως ἐκεῖνος τὸ εἶχε ζητήσει.

.           Μέσα στοὺς πόνους τοῦ Μίνου ἔγινε ὁ ἑξῆς διάλογος:

«–Μαμά τί ἄλλο κάνουμε;
–Προσευχή, καμάρι μου, προσευχή.
–Ποιά ἀπ’ ὅλες;
–Ὅποια θές. Πὲς τὸ Πάτερ ἡμῶν ἢ ἁπλῶς τὸ Κύριε ἐλέησόν με.
Κείτονταν ἡμέρες χωρὶς μορφασμοὺς ἀπὸ τοὺς πόνους μὲ κλειστὰ μάτια. Ἡ μάνα τοῦ κράτησε τὸ χέρι του καὶ προσευχόταν κι αὐτή».
.                    Μέσα σὲ μιὰ τέτοια συγκινητική, ἤρεμη καὶ βαθειὰ χριστιανικὴ οἰκογενειακὴ ἀτμόσφαιρα, σὲ νοσοκομεῖο τῆς Γερμανίας ὁ Βανῆς-Μίνως ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ πορεύθηκε σὲ ἐκεῖνον ποὺ ποθοῦσε ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία.
.                    Ἔμεινα ἄφωνος διαβάζοντας αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ βιβλίο, συγκινήθηκα βαθειά. Μόλις τελείωσα τὴν ἀνάγνωση, τηλεφώνησα σὲ αὐτὴν τὴν μάνα καὶ τῆς εἶπα: «Εἶσαι ἠρωΐδα μάνα. Ἦταν τυχερὸς ὁ Βανῆς ποὺ εἶχε μιὰ τέτοια μάνα». Καὶ ἐκείνη μὲ ταπείνωση ἀπάντησε ἀφοπλιστικά: «Ἐγὼ εἶμαι τυχερὴ ποὺ εἶχα τέτοιο γιό».
.                    Ἡ ἴδια γράφει στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου: «Ἄθελά μου, ἐντελῶς μηχανιστικὰ ἀπὸ τὴν δική μου πλευρά, τοῦ ἔστρεψα τὴν προσοχὴ στὴν προσευχή. Ἔτσι, ὅπως θὰ ἔκανε ἡ μάνα μου. Προσευχὴ γιὰ νὰ τιθασσεύσει θεραπευτικὰ τὸν ἀβάσταχτο πόνο. Καὶ τότε ὁ πόνος ἄρχισε νὰ δουλεύει θεραπευτικὰ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Βανῆ, ἐνῶ ἐμένα ἀπειλοῦσε νὰ μὲ συνθλίψει. Ὁ πόνος, ἂν δὲν σὲ καταστρέψει, θὰ σὲ ἀναστήσει». Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν ἡρωΐδα μάνα, ὁ πόνος θεράπευσε τὸν γιό της, ἀνέστησε καὶ τὴν ἴδια. Ἐκείνη ἔχει τὸ θάρρος νὰ γράψη στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου: «Γιέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ». Καὶ ἐκεῖνος θὰ προσεύχεται γιὰ τὴν μάνα του ποὺ τὸν εὐεργέτησε.
.                    Ἐνῶ τὸ παρελθὸν τῆς μάνας αὐτῆς ἦταν ἀριστερό, τὴν διακατεῖχε ἡ ἀναζήτηση τῆς Ἀλήθειας. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ ὅσα γράφει συνοπτικὰ γιὰ τὸν Camus μὲ τὸν φιλελεύθερο οὐμανισμό του: «Ἐξεγείρομαι, ἄρα ὑπάρχω», γιὰ τὸν Sartre ποὺ εἶναι διχασμένος «πάντα ἀνάμεσα στὸν ὑπαρξισμὸ καὶ τὸν Μαρξισμό, καταλήγει σὲ μιὰ παραδοχὴ τῆς ἐλευθερίας, ὅπως τὴν ἐννοοῦσε ὁ ἴδιος» γιὰ τοὺς ὑπαρξιστές, Μαρξιστὲς φιλοσόφους, ἀγνωστικιστὲς ἢ ἀθέους ποὺ «ξέκοψαν τὸν νοῦ ἀπὸ τὴν καρδιὰ» γιὰ τὸν Hussel, Hegel, Marx κλπ.
.                    Μὲ τὴν ἀσθένεια τοῦ γιοῦ τῆς γνώρισε τοὺς ψυχολόγους καὶ ψυχαναλυτές, τὰ ψυχοφάρμακα καὶ τὴν ψυχανάλυση ποὺ προτείνουν: «Γίνε φυτό. Νὰ μὴν αἰσθάνεσαι. Νὰ μὴ αὐτοκτονήσεις. Ἢ σὲ καλοῦν σὲ ἀτέρμονες συζητήσεις ψυχοθεραπείας. πως δυνατον ν διαχειριστον τν θάνατο, δυνατον ν διαχειριστον κα τ παρξιακ κενὸ τῆς μάνας ποὺ πενθεῖ τὸ παιδί της. στιάζουν σ προβλήματα τομικ-ψυχολογικ κα χαπακώνουν τν σθεν. Κύριο μέλημά τους εναι ν ξαφανίσουν τ συμπτώματα τς λεγόμενης κατάθλιψης».
.                    Ἔμεινα ἄφωνος διαβάζοντας αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ βιβλίο, συγκινήθηκα βαθειά. Καὶ μέσα σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν περιπέτεια ἡ ἠρωΐδα μάνα βρῆκε τὴν «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία» καὶ τὴν νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιβεβαιώνει ὅτι «ἡ λογικὴ καὶ ὁ νοῦς εἶναι δύο παράλληλες ἐνέργειες τῆς ψυχῆς», ὅτι ἔχουμε μάθει νὰ χρησιμοποιοῦμε μόνο τὴν λογικὴ ἐνέργεια καὶ «ἔχουμε παραμελήσει τὴν ἄλλη ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, τὸ νοῦ, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου». Ἀλλὰ θὰ πρέπει ν συνδέσουμε «τν νο μ τν Θεό, μέσῳ τς νοερς προσευχς»..                    Μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας ὁ Βανῆς ὑπῆρξε γενναῖος. «Ἡ στάση του ἀπέναντι στὸν καρκίνο ἦταν ἡρωϊκή. Πάλη ἄνιση, ἀγώνας μέχρι τὸ τέλος, ἀγόγγυστος καὶ ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ. Ἡ ὑπομονή του δὲν εἶχε κανένα στοιχεῖο ἡττοπάθειας ἢ παραίτησης. Ἦταν σκληρὴ ἀποδοχὴ τῆς πραγματικότητας. Ἡ ὑπομονή του τοῦ ἔδωσε χρόνο καὶ γαλήνη νὰ στραφῆ στὸ πνεῦμα του. Ἀνακάλυψε τὴν προσευχὴ σιωπηλά. Αὐτὴ τὸν ἀπογείωσε, τὸν ἔκανε νὰ ξεπεράση τὸν ἑαυτό του, νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Μεταμόρφωσε τὸν χαρακτήρα του, τὴν ἐγωπάθειά του. Τὸν ὁδήγησε ν’ ἀγαπήσει δυνατά. Ἔφυγε σὰν ἀετός, ἐλεύθερος».

.                    Ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας βοήθησε καὶ τὴν μάνα νὰ ἐλευθερωθῆ μέσα ἀπὸ τὸν «ἅγιο πόνο», γι᾽ αὐτὸ γράφει: « πόνος βαθς εναι λυτρωτικός. Σν καυτ σίδερο στ σωθικά σου, λιώνει τν γωϊσμό σου. ποτεφρώνει πιθυμίες κα κοσμικ θέλω». «Ὁ ἀνείπωτος πόνος σὰν ὀξὺ μυτερὸ λεπίδι, ξύνει τὴν ψυχή της (τῆς μάνας) καὶ βγαίνουν ἀλήθειες. Γονατίζει ἀπὸ τὶς ἀποκαλύψεις… Τώρα καλαβαίνω ὅτι αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ μετάνοια».

.                    Τὸ βιβλίο αὐτὸ μὲ τίτλο «ὑπόσχεση» ποὺ κυκλοφορεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Γρηγόρη, εἶναι μιὰ «μαρτυρία καὶ ὀφείλεται στὴν ὑπόσχεση ποὺ δόθηκε ἀνάμεσα σ᾽ ἐμένα (τὴν μάνα) καὶ τὸν γιό μου Βανῆ», ὁ ὁποῖος εἶχε σκοπό, ἂν ζοῦσε «νὰ γράψη γιὰ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἔζησε μὲ τὸν καρκίνο». Ἀλλὰ εἶναι καὶ μιὰ μαρτυρία γιὰ τὸ πῶς ἐφαρμόζεται στὴν πράξη ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπομονή, ἡ ἡσυχία καὶ ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ λεγομένη «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία» σὲ δύσκολες καταστάσεις, ὅπως εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, ἡ προθανάτια αὐτὴ ἐμπειρία.

.                    Εὐλογημένο παιδί, ἡρωΐδα μάνα, εὐαίσθητος καὶ νηφάλιος πατέρας. Δόξα τῷ Θεῶ.–

ΠΗΓΗ: «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ

Ἕνας θάνατος γεμάτος φῶς!



site analysis

 .                Ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὸν φωτισμένο πολυέλαιο τῆς ἐκκλησίας τοῦ κοιμητηρίου αὐτὴ τὴν ὥρα ­βρίσκεται ἀνοικτὸ τὸ φέρετρο μὲ νεκρὴ τὴν ἀείμνη­στη πλέον Ἐλπινίκη. Μὲ τὰ χέρια της σταυρωμένα. Μὲ τὰ μάτια της κλειστὰ καὶ μὲ μειδίαμα ἐλπίδος ἀναστάσεως ζωγραφισμένο στὰ χείλη της. Στολισμένη μὲ ἄνθη ὁλόλευκα καὶ εὐωδιαστά. Μὲ λαμ­πάδα ὑψωμένη δίπλα της νὰ καίει, καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ τοποθετημένη μὲ εὐλάβεια στὸ σῶμα της.
.                 Ἡσυχία ἀπόλυτη! Κόσμος γιὰ τὴν ἡλικία της πολύς. Ὅλοι σιωπηλοί. Μᾶλλον προσ­ευχόμενοι, περίμεναν νὰ ἀνοίξει ἡ Ὡραία Πύλη νὰ ἀρχίσει ἡ ἐξόδια Ἀκολουθία. Καὶ ἐγὼ δὲν χόρταινα νὰ ἀπορροφῶ τὴ γαλήνη ἐκείνης τῆς ὥρας μέσα στὸ ἱλαρὸ φῶς τοῦ ἀπογευματινοῦ ἥλιου ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὰ πολύχρωμα παράθυρα, μεταμορφώνοντας τὸ Ναὸ σὲ χῶρο ὑπερκόσμιο.
.                   Ὄρθιος, ἀκλόνητος ἐπὶ ὥρα στεκόμουνα… Ἡ Ἀκολουθία εἶχε ἀρχίσει. Τὰ αὐτιά μου γαλήνευαν μὲ τοὺς ἤχους τῶν τροπαρίων. Τὰ μάτια μου κοιτοῦσαν συνεχῶς βουρκωμένα τὴ μακαρία νεκρή. Καὶ ὁ νοῦς μου ταξίδευε στὶς μεγάλες ὧρες τῆς διακονίας ποὺ ζήσαμε μαζὶ μὲ τὴν ἁπλὴ νοσηλεύτρια… Στὶς ὧρες τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας, ὅπου δὲν ἔπαυε αὐτὴ ἡ γυναίκα, ἡ νοσηλεύτρια τοῦ χειρουργείου, σὰν ἄγγελος ἁπαλὸς ἀλλὰ καὶ ἀεικίνητος νὰ μοῦ συμπαρίσταται σὲ κάθε λεπτὸ στὰ ἀτέλειωτα χειρουργεῖα. Μὲ πόση ἀκρίβεια μετροῦσε ἕνα – ἕνα τὰ ἐργαλεῖα καὶ τὶς γάζες ποὺ μᾶς ἔδινε, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε ξανὰ νὰ γυρίσουν στὰ χέρια της.
.                   Κάποτε εἴχαμε ξεχάσει στὸ χειρουργημένο θώρακα τοῦ ἀρρώστου μία γάζα. Πῶς μᾶς ἔσωσες τότε; Μὲ πόσο αὐστηρὸ τόνο τὴν ὥρα ἐκείνη ἐπανελάμβανες: «Μοῦ λείπει μία γάζα, μοῦ λείπει μία…» Ναί, ἀδελφὴ Ἐλπινίκη, προέβλεπες καὶ ἔσωζες μὲ τὸ ἄγρυπνο μάτι σου. Ξέραμε πὼς κάθε σου λεπτὴ καὶ διακριτικὴ κίνηση εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐπιτυχία. Δὲν θυμᾶμαι ποτὲ νὰ ἀστόχησες σὲ κάτι. Καὶ στὰ διαλείμματα τὰ μικρὰ τῶν μακρῶν χειρουργείων εἶχες πάντα μαζί σου ἀπὸ τὸ σπίτι ἕτοιμο νὰ μᾶς προσφέρεις ἕναν καφέ, ἕνα τόστ, ἕνα χυμὸ γιὰ μιὰ ἀνάσα… Καὶ πάλι μαζὶ νὰ συνεχίσουμε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἑνός! Νὰ τὴ σώσουμε.
.                 Σὰν ἀστραπὴ πέρασαν τοῦτες οἱ σκέψεις. Ἡ Ἀκολουθία συνεχιζόταν. Μετέφερα τὸ νοῦ μου τώρα στὰ ψάλματα. Πρώτη φορὰ ἔνιωθα ἔτσι τὰ τροπάρια. Προσπα­θοῦσα νὰ τὰ ἑρμηνεύσω. Μιλοῦσαν γιὰ τὴ ματαιότητα τῶν ἐπιγείων, γιὰ τὸ ἔ­­­λεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀκούσματα γιὰ μένα τόσο πρωτό­­γνωρα ἀλλὰ καὶ τόσο δυνατά. Καὶ στὸ τέλος, πρὶν ἀσπασθοῦμε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι τοῦ ἐπίγειου αὐτοῦ ἀγγέλου, δύο λόγια ἀ­­­­πὸ ἕναν ἄγνωστο ἱερέα ποὺ ἔλεγαν:
.                  «Ἐλπινίκη! Μιὰ ἀδελφὴ ­νοσηλεύτρια ποὺ ἔλιωσε σὰν λαμπάδα ­ἀναμμένη στὸ βωμὸ τοῦ χρέους, στὴ νοσηλεία τῶν ἀρ­­ρώστων. Μιὰ ἀδελφὴ ­νοσηλεύτρια ποὺ ἀντλοῦσε τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης της ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Κύριο, τὸν Ὁ­ποῖο λάτρευε μὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Μιὰ ἀδελφὴ ­νο­σηλεύτρια ποὺ ὁδήγησε στὸ Χριστὸ πλῆθος ἀσθενῶν. Ποὺ δὲν δίσταζε στὸ ­προσκεφάλι κάθε ­χειρουργημένου μαζὶ μὲ τὸ χάδι τῆς στορ­γῆς της νὰ ρίχνει καὶ τὸ βάλσαμο τῆς παρηγοριᾶς ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Πόσους δὲν ­ὁδήγησε ἡ ἀδελφὴ Ἐλπινίκη στὴν ­Ἐξομολόγηση! Στὴ λύτρωση! Στὴ ­σωτηρία!… Πόσους ἀπὸ αὐτοὺς ἄραγε δὲν θὰ συν­άντησε στὸν οὐρανὸ ἡ ὁσία της ψυχή, πόσους!…»
.                  Τ’ ἄκουγα αὐτὰ συγκλονισμένος. Ὄχι μόνο μὲ τὰ αὐτιὰ τοῦ σώματος ἀλλὰ πιὸ πολὺ μὲ τῆς ψυχῆς. Καὶ τὰ μάτια μου βουρκωμένα καὶ κλειστά, σφαλισμένα. Εἶχα σκύψει τὸ κεφάλι, γιατὶ δὲν ἄντεχα νὰ μὲ βλέπει κανένας, καθὼς δεχόμουνα τὸν ἱερὸ συγκλονισμὸ τῆς ­παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Πρώτη φορὰ ἔνιωθα νὰ σπάζει ἡ σκληρὴ ψυχή μου, καὶ ἕνα ρίγος πρωτόγνωρο γιὰ μένα νὰ διαπερνᾶ τὸ κορμί μου!… Αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἄγγιγμα Θεοῦ, σκεφτόμουνα. Τ’ ἄκουγα τὰ λόγια τοῦ ἀγνώστου σὲ μένα ἱερέα. Μοῦ φάνηκε κάποια στιγμὴ πὼς ἄκουγα τὴν ἴδια τὴ φωνὴ τῆς ἀδελφῆς Ἐλπινίκης, ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε:
–Κύριε καθηγητά, πότε θὰ ἐπισκεφθεῖ­τε τὸ πνευματικὸ χειρουργεῖο; Στὸ ἐξομολογητήριο ὁ χειρουργός, ὁ μεγάλος Ἰατρός, ὁ Χριστός, μὲ νοσηλευτὴ τὸν Πνευματικό, μᾶς περιμένει ὅλους. Πότε;…
.                  Ἔπρεπε νὰ πεθάνεις, ἀδελφὴ Ἐλπινί­κη, γιὰ νὰ προσέξω τὴ φωνή σου. Κα­θὼς κοιτῶ γιὰ τελευταία φορὰ τὴ φωτισμένη σορό σου, σοῦ ὑπόσχομαι, θὰ τὸ δοκιμά­σω τὸ δικό σου χειρουργεῖο ποὺ τό­σο ἀ­­γαποῦσες. Σήμερα διαπίστωσα ἀπὸ ποῦ ἔπαιρνες χάρη καὶ δύναμη νὰ νικᾶς. Καὶ καινούργια κάθε μέρα νὰ μᾶς προφθαίνεις καὶ νὰ μᾶς ὑπηρετεῖς. Καὶ νὰ ἔ­­­χεις τόσο φῶς, ποὺ νὰ σὲ λούζει ­ἀκόμα καὶ στὸ θάνατο. Αἰωνία νὰ εἶναι ἡ μνήμη σου, μεγάλη μας ἀδελφὴ καὶ ­πνευματική μας μητέρα Ἐλπινίκη! Τὸ ὄνομά σου τὸ ἔκανες πράξη. Μὲ τὴν ἐλπίδα σου στὸ Χρι­στὸ νίκησες. Καὶ ἐμᾶς μᾶς νίκησες καὶ μᾶς κέρδισες, μακαρία Ἐλπινίκη.
.                  Ὁ ἥλιος ἔδυε, κι οἱ καθαρὲς ἀνταύγειες τῶν ἀκτίνων του ἔκαναν σπάνιο τὸ τοπίο τοῦ ἀθηναϊκοῦ οὐρανοῦ. Ἡ ὥρα εἶχε περάσει. Ἔπρεπε νὰ βιαστῶ γιὰ τὸ ἀεροδρόμιο. Ἡ ἀναχώρηση γιὰ τὴ Βοστώνη ἦταν στὶς 9.20΄ τὸ βράδυ. Οἱ ἀσθενεῖς μὲ περίμεναν. Αὔριο θὰ μ’ ­ἔβλεπαν δια­φορετικό. Στὸ χειρουργεῖο τοῦ ­Νοσο­κο­μείου μου θὰ ἔχω τὴ φωτογραφία τῆς μεγάλης μορφῆς τῆς Ἐλπινίκης. Καὶ στὴν καρδιά μου χαραγμένα τὰ λόγια καὶ τὴ ζωή της.
.                  Πόσο σὲ ἀγαπῶ, Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα, Πατρίδα μου, ποὺ μᾶς φανέρωσες τόσο φῶς!

ΠΗΓΗ: osotir.org

«ΤΩΡΑ, ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΕΙΜΑΙ ΕΤΟΙΜΗ! ΕΛΑ, ΣΕ ΚΑΛΗ ΩΡΑ»



site analysis

Ἀπὸ τὸ περιοδ. «Ὅσιος Γρηγόριος»
(ἐτήσια ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)
ἀρ. τ. 7

Ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»

.               Τὸ κατωτέρω περιστατικὸ μὲ μιὰ ἡρωίδα μητέρα ἀποτελεῖ ἕνα χειροπιαστὸ τεκμήριο τῆς «ἐλπίδας τοῦ παραδείσου»! Ὁ γιὸς τῆς μακαρίας Δέσποινας, μετὰ τὴν ἁγία κοίμησή της ἔγινε μοναχὸς στὴν Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἴδιος περιγράφει τὴν συγκλονιστικὴ καὶ μακάρια κοίμηση τῆς μητέρας του, ποὺ εἶχε προσβληθεῖ ἀπὸ καρκίνο.

.               «Τὴν Τρίτη 26 Ὀκτωβρίου 1972 πρότεινε ἀπὸ μόνη της νὰ κοινωνήση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων …Τὸ Σάββατο 30 Ὀκτωβρίου 1972, ὁ πατέρας μου καὶ ὁ ἀδελφός μου ἔβγαλαν εἰσιτήριο, γιὰ νὰ πᾶνε στὴν Πάτρα γιὰ τὴν τακτοποίηση τοῦ ἀδελφοῦ μου στὴν καινούργια του κατοικία. Ἀλλὰ κατὰ τὸ ἀπόγευμα ἡ μητέρα μου τοὺς παρακάλεσε ν’ ἀναβάλουν τὸ ταξίδι τους, γιατί δὲν αἰσθανόταν καλά. Τοὺς τὸ εἶχε πεῖ καθαρά:
– Θὰ πεθάνω ἀπόψε! Γι’ αὐτὸ νὰ τακτοποιήσουμε τὸ σπίτι, νὰ εἶναι ἕτοιμο γιὰ τὴν κηδεία..              
 Ἡ  ἴδια πρότεινε νὰ στρώσουν τὰ χειμωνιάτικα στρωσίδια στὰ δωμάτια καὶ μάλιστα εἶχε σηκωθεῖ καὶ κατεύθυνε τὴν τακτοποίησή τους. Μετὰ ὁ πατέρας μου πῆγε νὰ εἰδοποιήση ὅλους τους συγγενεῖς, νὰ ἔρθουν γιὰ νὰ περάσουν μαζί της τὸ τελευταῖο της βράδυ στὴν γῆ. Ἔτσι στὸ δωμάτιο ἦταν ὁ πατέρας μου, ὁ ἀδελφός μου, ἡ μητέρα της, ἡ ἀδελφή της, ἡ γιαγιά της, δύο θεῖες της καὶ ἄλλες ἐξαδέλφες της, ποὺ εἶχε μαζί τους στενὸ σύνδεσμο..               
Οἱ στιγμὲς ποὺ κυλοῦσαν ἦταν συγκλονιστικές. Ὅλοι κλαίγαμε. Δὲν μπορούσαμε νὰ σηκώσουμε τὸν πόνο. Μόνο αὐτὴ ἦταν ἀτάραχη! Μάλιστα κάθε λίγο μας παρηγοροῦσε τὸν καθένα ξεχωριστά. Κι ἐνῶ περνοῦσε ἡ ὥρα κάποια στιγμὴ μέσα σὲ μιὰ εὔθραυστη σιγὴ ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ δωμάτιο, μᾶς εἶπε:– Γιὰ νὰ μπορέσω νὰ φύγω πιὸ γρήγορα καὶ πιὸ εὔκολα, νὰ διαβάσουμε τὸ Ψαλτήρι. (Συνήθιζε ἡ ἴδια νὰ διαβάζη σ’ ὅλους τοὺς γνωστοὺς κεκοιμημένους τὸ Ψαλτήρι)..               
Ἄρχισα νὰ διαβάζω, ἐναλλὰξ μὲ τὸν ἀδελφό μου, ἐνῶ αὐτὴ εἶχε σηκωθῆ καὶ στεκόταν ὄρθια. Ἐμεῖς τὴ μαλώσαμε, ἀλλ’ ὅμως ἦταν ἀνένδοτη! Μᾶς ἔλεγε ὅτι εἶναι ἁμαρτία νὰ εἶναι ξαπλωμένη καὶ νὰ διαβάζεται τὸ Ψαλτήρι. Μάλιστα σὲ πολλοὺς ψαλμούς, ποὺ κι αὐτὴ ἤξερε, συμμετεῖχε μαζί μας, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔπιασαν ἀπὸ μία γωνία καὶ περίμεναν τὴν ἐξέλιξη..               
Τὸ Ψαλτήρι τὸ συνέχισαν οἱ θεῖες μου, οἱ ὁποῖες καὶ τὸ τελείωσαν. Κατόπιν ἄρχισε νὰ δίνη ὁδηγίες στὴν μητέρα της καὶ στὶς ἐξαδέλφες της γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς κηδείας. Στὴν μητέρα της εἶπε νὰ καθίση στὸ σπίτι μας, ὅσο μπορεῖ περισσότερο καιρό, γιὰ νὰ μᾶς περιποιῆται..               
Μετὰ κάλεσε τὸν πατέρα μου. Τὸν παρακάλεσε νὰ παντρευτῆ γρήγορα καὶ νὰ μὴν ἀκούη τὸν κόσμο. Τοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: Εἶσαι νέος καὶ τὰ παιδιὰ εἶναι ἀγόρια. Ἔχετε ἀνάγκη μιᾶς γυναίκας. Μὲ τὰ μαγειρεῖα καὶ τὰ καθαριστήρια δὲν τελειώνει ἡ δουλειά. Γι’ αὐτὸ νὰ παντρευτῆς γρήγορα. Μὴν ἀκοῦς τὸν κόσμο. Ἂς ποῦν ὅ,τι θέλουν. Ἐσὺ νὰ κοιτάξης τὸ συμφέρον σου..           
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔβγαλε τὴν βέρα της, τὴν ἔδωσε στὸν πατέρα μου καὶ μὲ φοβερὴ ψυχραιμία τοῦ εἶπε:– Ἀπὸ μένα εἶσαι πλέον ἐλεύθερος….               Ἀμέσως ὁ πατέρας μου ἔβαλε πάλι στὸ δάχτυλό της τὴν βέρα καὶ προσπάθησε νὰ τὴν παρηγορήσει ὅτι τάχα δὲν θὰ πεθάνει. Ὅμως αὐτὴ ἦταν ἀτάραχη καὶ ἤξερε τὸ τί θὰ ἐπακολουθοῦσε. Μάλιστα μετὰ τὸν θάνατό της βρήκαμε τὴν βέρα κάτω ἀπὸ τὸ προσκέφαλό της δεμένη σ’ ἕνα μαντήλι. Ἀφοῦ τὰ τακτοποίησε λοιπὸν ὅλα, ζήτησε ἀπ’ ὅλους συγχώρηση, στράφηκε στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπε:
– Τώρα, Χριστέ μου, εἶμαι ἕτοιμη! Ἔλα, σὲ καλὴ ὥρα..           
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἔπιασε ἕνας βήχας καὶ προθυμοποιήθηκε μιὰ θεία μου νὰ τῆς φέρει νερό. Ὅμως ἡ μητέρα μου τὴν σταμάτησε λέγοντας:– Δὲν χρειάζεται! Αὐτὸ δὲν εἶναι βήχας. Εἶναι ρόγχος. Σὲ λίγο φεύγω..           
Τότε ὁ πατέρας μου τῆς ἔπιασε τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ μὴ δυσκολεύεται καὶ μετὰ ἀπὸ 5-6 βαθειὲς ἀνάσες ξεψύχησε στὰ χέρια του!.              
 Ἔτσι ὅπως ἀθόρυβα ἔζησε τὰ 41 της χρόνια, ἔτσι ἀθόρυβα ἔφυγε γιὰ τὸν οὐρανό. Ἔφυγε γι’ Αὐτὸν ποὺ πόθησε περισσότερο ἀπὸ κάθε τί ἐδῶ στὴν γῆ».

 ΠΗΓΗ.ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος Και η Αλεξάνδρα Με Την Νοητική Υστέρηση.



site analysis

~ ..

Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος και το κορίτσι με την νοητική υστέρηση
Προ ετών, γνώρισα ένα μικρό κοριτσάκι, την Αλεξάνδρα, με κάποιας μορφής αυτισμό και εμφανή δυσκολία στην επικοινωνία. 
Οι ψυχολόγοι ήταν αποκαρδιωτικοί για την εξέλιξη του παιδιού. 
Οι γονείς δεν το άντεχαν, ιδίως η μητέρα, τρελαινόταν στη σκέψη και μόνο. Περιήλθαν διάφορους ειδικούς. Όλοι το ίδιο. Το παιδί έδειχνε να δυσκολεύεται πολύ στην επικοινωνία και την αντίληψη. Ήταν κλεισμένο στον εαυτό του. Έγινε οκτώ χρονών. Δεν το δεχόταν κανένα σχολείο. Έχασε δύο τάξεις.
Οι γονείς δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία. Ήταν κάπως αδιάφοροι, ίσως ορθολογιζόμενοι άθεοι. Δεν είχαν σχέσεις με εικόνες και καντήλια. Δήλωναν αγνωστικιστές. Κάποιοι φίλοι τους τους έπεισαν να πάνε σε έναν πνευματικό, γλυκό άνθρωπο, αληθινό ψυχολόγο.
Μέσα στην απόγνωσή τους, πήγαν και τον συνάντησαν. Ο άνθρωπος με πολλή αγάπη και γλυκύτητα τους ειρήνευσε κάπως.
-Τη λύση, τους είπε, θα τη δώσει μόνη της η Αλεξάνδρα. Αυτά τα παιδιά προσελκύουν τη χάρι του Θεού με ιδιάζοντα και ασυνήθη τρόπο. 
Την «αδικία» που σας έκανε ο Θεός θα βρεί τρόπο να την αποκαταστήσει ο Ίδιος.
-Μά, πάτερ, πήγαμε στους πιο ειδικούς και όχι μόνο σε έναν και δύο. Κανείς δεν μας δίνει κάποια ελπίδα. Το εξέτασαν το παιδί, το είδαν και ξαναείδαν, όλοι μας τονίζουν ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε με την πραγματικότητα, μια ώρα γρηγορότερα για να ηρεμήσουμε κάπως. Αλλά εγώ δεν το αντέχω, λέει η μητέρα. Δηλαδή δεν θα πάει στο σχολείο με τα άλλα παιδιά; Θα γίνει τριάντα χρονών και θα περιφέρεται σαν μια ανέκφραστη μάζα μέσα στο σπίτι;
-Πολύ καλά κάνατε και πήγατε στους επιστήμονες. Ο Θεός όμως ξέρει να διαψεύδει και τους κορυφαίους της γνώσης. Αυτοί ξέρουν τα φαινόμενα. Εκείνος παρεμβαίνει στα μυστικά. Η Αλεξάνδρα, να ξέρετε, κρύβει μέσα της ένα πλούτο που μόλις βρει τον τρόπο και τον φανερώσει, θα θαυμάσετε όχι μόνο το παιδί αλλά και τον Θεό. Αυτά τα παιδιά τα αγαπάει διπλά ο Θεός, απάντησε ο ιερέας και σιώπησε. Εσείς να επιμένετε να βρείτε σχολείο για να πάει. Ρωτήστε, πιέστε, διαμαρτυρηθείτε με ευγένεια. Κάτι τελικά θα γίνει.
Πράγματι, ύστερα από πολλές απογοητεύσεις και απορρίψεις, συναντούν μια νεαρή ψυχολόγο, η οποία δείχνει ενδιαφέρον για την περίπτωση, όσο κανείς άλλος. Μέσα στο γραφείο υπάρχουν βιβλία, μολύβια, ένα σωρός αντικείμενα. Υπάρχει και μία εικόνα της Παναγίας. Το κορίτσι περιφρονεί τα πάντα και πλησιάζει την εικόνα προσπαθώντας να τη χαϊδέψει. Είναι κοντό και δεν φτάνει. Επιμένει.
Πλησιάζει η ψυχολόγος και το σηκώνει στα χέρια της. Αυτό απλώνει το χεράκι του και με χαρακτηριστική τρυφερότητα θωπεύει την εικόνα. Σε λίγο, κατά τη διάρκεια της συζητήσεως, η μικρή Αλεξάνδρα προσέχει τον σταυρό στο στήθος της κοπέλας, που την κρατάει στην αγκαλιά, και θέλει να παίξει με αυτόν. Σκύβει και τον φιλάει. Ποτέ δεν είχε δει στο σπίτι της εικόνα και φυσικά δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένη με ασπασμούς σταυρών και εκκλησιαστικών αντικειμένων. Όλο αυτό αιφνιδιάζει τους γονείς, οι οποίοι και εκφράζουν την απορία τους. Η ψυχολόγος υποδουλώθηκε στην αγάπη της Αλεξάνδρας. Την κατέκτησε.
Με τη βοήθειά της, ύστερα από δύο χρόνια βρίσκεται ειδικό σχολείο που την δέχεται δοκιμαστικά. Με την πολλή της αγάπη, η ψυχολόγος αναδεικνύει τα κρυμμένα χαρίσματά της. Η Αλεξάνδρα ξαφνιάζει με τις ικανότητές της. Κερδίζει τη συμπάθεια όλων ανεξαιρέτως. Οι γονείς ζητούν να περάσει από tests, μήπως και κερδίσει καμία τάξη. Δίνει εξετάσεις και πράγματι εντυπωσιάζει. Σε τρεις μήνες είναι σαφώς καλύτερη από όλους τους συμμαθητές της. Είναι από τους πρώτους.
Μεταπηδάει σε κανονικό σχολείο. Έχει τρομακτική μνήμη. Θυμάται τις πρωτεύουσες όλων των χωρών. Μαθαίνει Αγγλικά και Γαλλικά, που όλοι τρίβουν τα μάτια τους. Δυσκολεύεται στα Μαθηματικά. Είναι όμως καταπληκτική στην ανάγνωση και την ορθογραφία. Δεν κάνει λάθη. Ζωγραφίζει εξαιρετικά και επινοητικά. Δεν αντιγράφει. Και κυρίως είναι ένα εξαίρετο και ταπεινό παιδάκι. Όλοι τη λατρεύουν και παίζουν μαζί της. Μερικά παιδιά βλέπουν τη διαφορετικότητά της και την προκαλούν. Αυτή μπερδεύεται, αλλά δείχνει να συγχωρεί αμέσως. Το χόμπυ της, η Εκκλησία και τα τροπάρια. Κανείς δεν καταλαβαίνει τι νοιώθει μέσα της.
Ο ευλαβής ιερέας μου εξομολογείται:
-Αυτό το παιδάκι έχει κάτι το μοναδικό. Εγώ όποτε έχω πρόβλημα αξεπέραστο, όποτε οι πιστοί μου ζητούν για κάτι μεγάλο να προσευχηθώ, ζητώ από την Αλεξάνδρα να κάνει την προσευχούλα της. Και μην ξενίζεσαι, την ακούει ο Θεός, όπως ακούει τους αγίους. Υπάρχουν άρρωστοι για τους οποίους προσεύχεται, για ζευγάρια που δεν έχουν παιδιά, για ανθρώπους που ταλαιπωρούνται ψυχολογικά. Της δίνω τα ονόματα, της εξηγώ απλά το περιστατικό για να μην στενοχωρηθεί πολύ, είναι πολύ συμπονετική, -αυτή προσεύχεται και ο Θεός απαντά.
Αυτός ο θησαυρός, αν υπήρχε η διαγνωστική δυνατότητα και είχε προηγηθεί κάποιος έλεγχος προγεννητικά, δεν θα υπήρχε. 
Ο κόσμος μας σίγουρα θα ήταν πιο φτωχός σε αποδείξεις της πτώσεώς του. Θα ήταν όμως και πολύ πιο φτωχός σε φανερώσεις της χάριτος του Θεού. Η παρουσία της μικρής Αλεξάνδρας δίνει πόνο, αλλά προσφέρει τόση χάρι στον πονεμένο κόσμο μας. Και κυρίως παρουσιάζει την υποψία κάποιου Θεού, αρκετά διαφορετικού από τον ανθρώπινο που φανταζόμαστε και φυσικά δεν υπάρχει.
Κάθε τέτοιο άρρωστο παιδάκι δεν έρχεται στον κόσμο για να αγανακτούμε και για να ταλαιπωρούμαστε. 
Το καθένα έχει τον λόγο του και τη μυστική φωνή του. 
Σε μας μένει η προσφορά της αγάπης, το «αλλήλων τα βάρη βαστάζειν», η εμπειρία της κοινής ταπείνωσης –ότι δεν είμαστε και τόσο δυνατοί και σπουδαίοι, όσο νομίζουμε – και η προσπάθεια να απαλύνουμε το βάρος του και να κατανοήσουμε τη γλώσσα του. 
Τα παιδιά αυτά μιλούν καλύτερα τη γλώσσα του Θεού.
Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός» – Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος