Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ



site analysis




Είναι αρκετοί αυτοί  που γνωρίζουν το Ποίημα του Αγγέλου Σικιελιανού «Μαγδαληνή» , που κλείνει με τους παρακάτω στίχους:
«Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι · 
σέ μοναστήρι ανέβασες κ΄ εμένανε πιστό, 
γιά νά φιλήσω λείψανο τό ατίμητό Σου χέρι · 
κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»
(Πάσχα των Ελλήνων, «Μαγδαληνή»,διαβάστε παρακάτω ολόκληρο το ποίημα).

Λίγοι όμως είναι αυτοί που γνωρίζουν από πού τους εμπνεύστηκε ο μεγάλος ποιητής.
Η ιστορία είναι η εξής:
Τον Νοέμβριο Του 1914, νεαρός ο Άγγελος Σικιελιανός επισκέπτεται Το Άγιον Όρος . Ήταν τότε μόλις 30 ετών και βρισκόταν σε μία περίοδο έντονης αναζήτησης.
Είχε μαζί τον Νίκο Καζαντζάκη.
Σαράντα μέρες περιπλανήθηκαν ως προσκυνητές στα μονοπάτια του Άθωνα και επισκέφθηκαν τα μοναστήρια και τις σκήτες του, αφήνοντας και οι δύο και γραπτές τις έντονες εντυπώσεις από την πνευματική αυτήν περιπλάνηση.
Στα Μοναστήρια Ανάμεσα που επισκέφθηκαν τότε ήταν και η Σιμωνόπετρα.
Ανέβηκαν από το μονοπάτι του Αρσανά.
Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, ο Σικελιανός «θα συναντηθεί» με την Αγία Μαγδαληνή .
Η συνάντησή του χαράχθηκε πολύ βαθιά μέσα του.
Όταν ασπάστηκε το άφθαρτο χέρι της, που φυλάσσεται στην μονή, θα το αισθανθεί θερμό.
Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρούν συχνά άνθρωποι που προσκυνούν το λείψανο της αγίας.
Η Κατάπληξη του Σικελιανού ήταν τόσο Μεγάλη, που θα ασπαστεί το χέρι της αγίας τρεις φορές !
Στη συνέχεια θα αποτυπώσει την θαυμαστή αυτή εμπειρία, που τον συγκλόνισε, σε στίχους:
«Κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»
Και την 1η Σεπτεμβρίου του 1915 θα γράψει στο ημερολόγιό του, αναπολώντας αυτήν την στιγμή:
Στής Σιμωνόπετρας
«Το έβγα μας στον αρσανά. Θάλασσα · 
ο αφρός φαίνεται άξαφνα ζεστός, σα να καίει μια αγαλλίαση ζωής. 
Και θυμούμαι άξαφνα το ζεστό χέρι της Μαγδαληνής, στη Σιμωνόπετρα . 
Ο ανήφορος στη Σιμωνόπετρα. 
Η δάφνη δεξιά ζερβά βλαστομανάει απίστευτα · 
δαφνοπόταμος. 
Δίπλα τρέχει λαγκαδιά που τα ξερόδεντρα τυλίγουν άφθονα οι κισσοί . 
Το κύμα ακούεται κάτου, κι πάνου το νερό. 
Δάσος δαφνών βαΐα. 
Απάνου καλεί ένα σήμαντρο χαρούμενο, τρεμάμενο 
Σα Γεράκι που ζυγιάζεται στο γκρεμό και φέρνει κύκλους. 
Μη τον ξεχνάς αυτόν τον δρόμο · τη θεία θέρμη της Μαγδαληνής. 
Όλο το σώμα νικητήριο μέσ απ τα άγια ». 
Μέσα από την θέρμη του χεριού της αγίας ο ποιητής βίωσε την αγάπη της για τον Χριστό , που νίκησε και αυτό τον θάνατο. 



Αγγελος Σικελιανος, «Μαγδαληνη»
Απο τη συλλογη «Πασχα των Ελληνων»

Την ώρα σ’ όλα τα πουλιά γλυκός που πέφτει ο ύπνος
και στο χαμηλοθώρητο σβημένο δειλινό
των ασταχυών ο ανασασμός είναι μεστός σα δείπνος·
π᾽ ο αποσπερίτης αρχινά νά τρέμει στο βουνό·

που στην καρδιά μας, άφθαρτη ξεχύνεται η πραότη,
τού σπλάχνου μας σα να ‘φτανε — πανάχραντη θροφή —
λίγο ψωμί για να γευτεί κατάβαθα τη θεότη,
κι ακολουθάει τον Έσπερον ο νους μας στην κορφή·

που ᾽ναι αγαθή στά πόδια μας όλου του δρόμου ή σκόνη,
και μια συμπόνια αξήγητη, στα πάντα αναρροεί,
ένας καημός αμίλητος τα στήθια μας φουσκώνει
σαν αρχινά από πάνω μας των αστεριώ ή ροή·

που, κι αν με μόνο ενα σκυλί στη στράτα απαντηθούμε,
κρυφή η ευλάβεια μέσα μας ανθίζει περισσή·
την ίδια λάτρα ως να ‘χουμε, τον ίδιο ως νά ποθούμε
πόθο, ζωσμένοι απ’ τ’ άπειρο, σάν έρημο νησί,

λύχνο να ιδούμε από μακρά σε σπίτι να σαλεύει,
θαρρούμε κ’ ήλιος έλαμψε στην ήσυχη βραδιά,
κι ως πεταλούδα, γύρα του, σπουδαχτικά παλεύει
νά ζεσταθεί στ᾽ αντίκρισμα τ’ ανθρώπινο ή καρδιά —

κι ό Ιησούς κ’ οί μαθητές, ανάμεσα στά πλήθη,
μ’ όλο της μέρας τον καρπό χυμένο στην ψυχή,
σέ κάθε άνθρωπου διάνεμα, ν’ απλώνεται στα στήθη,
μες στα σκοτάδια, νιώθουνε ζεστή την προσευχή.

Περνά διαβάτης βιαστικός, κι άλλος κρατεί το ψώνι
για να δειπνήσει σπίτι του, να πιει και να χαρεί·
κι ο Ιησούς, γνωρίζοντας το σπίτι του τελώνη,
μπαίνει, ανοιχτόν ως το ‘βρηκε που Τόνε καρτερεί.. .

Κ’ έκεί που κόβει το ψωμί, κι απλώνει στο προσφάι,
ξάφνου, απ’ τή θύρα ορθάνοιχτη που ξέμεινεν, ορμά,
σαν ένα κύμα θεόρατης αναπνοής του Μάη,
τό πλούσιο μύρο σπάζοντας στά πόδια του σιμά,

σα με τον ήλιο τρικυμιά κυλώντας, δοξασμένη
απ’ όση μες στό σπλάχνο της έστέναξε ηδονή,
με των μαλλιών την άμετρη φεγγοβολή λυμένη,
τα δάκρυα της σφουγγίζοντας κρουνό, ή Μαγδαληνή !

Τα μάτια της να σήκωνε και να ‘βλεπε τα χίλια
της νύχτας άστρα σα φιλιά, κι ο μέγας τους σφυγμός
να χτύπαε στ’ αναμμένα της απ’ τις αγάπες χείλια,
βαθιός δε θα χυνότανε μες στη νυχτιά ο λυγμός,

σαν τούτος οπού γιόμισεν ολάκερο το δώμα,
κύμα, στο κύμα π’ άπλωνεν από την ευωδιά·
με κολλημένο άκράταγα στα πόδια του το στόμα,
με τον άπάντεχο έρωτα που φούσκωνε η καρδιά!

Λοξά ο τελώνης την κοιτά· κι ο Ιούδας, στη σπατάλη
του μύρου, ως φίδι μέσα του να σούριξε βαθύ,
μεσ’ απ’ τά δόντια του μιλεί, κουνώντας το κεφάλι:
«Γιά τους φτωχούς δε δύνονταν αυτό να πουληθεί;»

Το χέρι μέσα στα μαλλιά τ’ αθάνατα κρατώντας,
στους πλοκάμους όπου σκορπάν τριγύρα, τους χρυσούς,
βαθιά αναγάλλιαν άμετρη, στά πόδια του κοιτώντας
το μέγα κύμα, απόκριση τους δίνει ό Ιησούς:

«Ήρθ’ από δρόμο σπίτι σου, κ’ εσύ δε μου ‘χεις πλύνει
τα πόδια, μηδέ μ᾽ άλειψες μέ μύρο τα μαλλιά·
κι αύτη, στιγμή δεν έπαψε στά δάκρυα ν’ αναλύνει,
κι αυτή, στιγμή δέ μου ‘παψε στα πόδια τά φιλιά·

» κι όπου κι ο Λόγος ο άγιος μου ξαπλώσει, και για κείνη·
στον αιώνα, αυτό που μου ‘καμε, παντού θα μιληθεί.»
Κι ακόμα αυτή το κλάμα της βρύση λαμπρή να χύνει
δεν παύει, μηδ’ απ’ το λυγμό το στήθος το βαθύ.

                              *

Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι·
σε μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό,
για να φιλήσω λείψανο το ατίμητο Σου χέρι·
κ᾽ ήταν ακόμα, ως πίθωσα τα χείλια μου, ζεστό!



Η Μαγδαληνή στο έργο του Βάρναλη και του Καζαντζάκη -



site analysis

 Άρθρο της Γεωργίας Καρβουνάκη

Η “Μαγδαληνή”* είναι τμήμα του έργου του Κώστα Βάρναλη Το Φως που Καίει, έργο επαναστατικής δομής, γραμμένο σε πεζό, στο πρώτο από τα τρία μέρη του και σε έμμετρο στα δυο άλλα.**
Σε μια σκηνή σε πεζό, γεμάτη θεατρικότητα, συναντά ο αναγνώστης τη Μαγδαληνή, πρόσωπο παρμένο από τον χριστιανισμό, σε μια γωνιά του χώρου να κλαίει σιωπηλά και σπαρακτικά. Η γυναίκα μιλά σε πρώτο πρόσωπο, πράγμα που δίνει βάθος στην εξομολόγησή της. Έζησε βίο πολυτελή και αμαρτωλό ως πόρνη, που δινόταν αδιακρίτως, ακόμη και στους κατακτητές Ρωμαίους, πάνω στους οποίους, με τα θέλγητρά της ασκούσε εξουσία. Στον σπαρακτικό μονόλογό της περιγράφει τη δύναμη της ομορφιάς της και του ερωτικού πάθους που ενέπνεε. Ο ποιητής δίνει έμφαση στο αισθησιακό κομμάτι, που έρχεται να το ενισχύσει με αποσιωπητικά που αφήνουν να εννοηθούν ακόμη περισσότερα απ’ όσα εξομολογείται η Μαγδαληνή και που, ίσως, δεν λέγονται με λέξεις.
Η ζωή αυτή, όμως, φαίνεται να μην ικανοποιεί τη γυναίκα. Της προκαλεί πίκρα, φόβο και αβεβαιότητα, παρά τον φαινομενικό θρίαμβο που βιώνει.Κάτι αλλάζει μέσα της,  όπως και στην κοινωνία, όπου έρχεται η ανατροπή της παλαιάς τάξης πραγμάτων. Απευθύνεται, πλέον, στον ίδιο τον Ιησού, τον οποίο γνώρισε και, αφού πέρασε ένα μεταβατικό στάδιο, τη συνεπήρε η μη άξια λόγου, εκ πρώτης όψεως, παρουσία του. Όπως και με τις ιδέες, που έρχονται και ωριμάζουν μέσα στον ανθρώπινο νου κι ύστερα ακολουθεί η επανάσταση που αυτές εμπνέουν.
Επαναστατικά λειτουργεί και η Μαγδαληνή ύστερα από αυτό. Αισθάνεται ξαναγεννημένη και παρθένα, αυτή, η πόρνη. Επαναπροσδιορίζει τις αξίες της και ανακαλύπτει την ευτυχία μέσα από την προσφορά στον συνάνθρωπο και την ελευθερία μέσα από τη σκλαβιά σ’ ένα ιδανικό, πράξεις χριστιανικές αλλά και κομμουνιστικές. Μοιράζει τα υπάρχοντά της στους φτωχούς και ακολουθεί τον Ιησού, όπως ο άνθρωπος την ιδέα κι ας συναντά εμπόδια στο δρόμο της, αφού την έχει συνεπάρει τόσο στην ψυχή, όσο και στις αισθήσεις της. Όσο κοινότοπα κι αν φαίνονται όλα εκείνη είχε την ικανότητα να τα αισθανθεί εξαιτίας της δύναμης που ασκούσε πάνω της ο Ιησούς σαν άντρας, σε σημείο να ταυτίζεται μαζί του. Αναδεικνύει έτσι το σωματικό έναντι του πνευματικού, ασκώντας κοινωνική κριτική στον ιδεαλισμό της εποχής, απόδειξη της πολιτικής μεταστροφής του. Καταλήγει η Μαγδαληνή να ομολογεί ότι ένιωσε την ανθρώπινη διάσταση του Ιησού όσο κανείς άλλος, αν και υλικά (λάσπη) και ηθικά (κοινή) κατώτερή του.


Η Μαγδαληνή, όμως, εμφανίζεται ως προσφιλής χαρακτήρας και στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Στα Αναφορά στον ΓκρέκοΟ Τελευταίος ΠειρασμόςΟ Χριστός Ξανασταυρώνεται, υπάρχουν φιγούρες γυναικών με τα χαρακτηριστικά της Μαγδαληνής.
Στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ο Τελευταίος Πειρασμός, στο οποίο η Μαγδαληνή συνομιλεί με τον Ιησού***, συναντούμε τους δυο ήρωες να βαδίζουν προς την πνευματική τελείωση με διαφορετικούς ρυθμούς και από διαφορετικές κατευθύνσεις.  Ο μεν Ιησούς ενδιαφέρεται για το πνεύμα, η δε Μαγδαληνή για το σώμα. Εκείνος διαδίδει το μήνυμα της αγάπης με την πλατύτερη έννοια ενώ εκείνη έκανε την υπέρβαση στη ζωή της για την αγάπη προς τον άντρα.
Η γυναίκα αυτή είναι που η δράση της, σύμφωνα με τη γενικότερη δράση των χαρακτήρων στο έργο του Καζαντζάκη, όχι μόνον δεν διευκολύνει τη διαδικασία της πνευματικής μετουσίωσης του Ιησού, αλλά είναι εκείνη που εμποδίζει την πορεία του προς αυτήν. Η Μαγδαληνή  θέτει σε δοκιμασία τον Ιησού, θέλοντας να τον  αποτρέψει από τη θεϊκή του μοίρα, που θα τον οδηγήσει στο θάνατο.
Ο δικός της Παράδεισος, όπως και κάθε γυναίκας, όπως την αντιλαμβάνεται, τουλάχιστον, ο Καζαντζάκης, περνά μέσα από τα γήινα. Η ζωτική ορμή**** που ωθεί τον Ιησού να περάσει από την υλική στην πνευματική υπόστασηαποτελεί κίνδυνο, αφού γνωρίζει ότι έτσι θα τον χάσει. Εκείνη παραδέχεται ότι δεν έχει καμία μεταφυσική ανησυχία, οι “μέλλουσες ζωές”, οι “αιώνιες”, της είναι άχρηστες. Αυτά τα θεωρεί ανδρικές υποθέσεις. Ως γυναίκα εκείνη δεν ακούει το λόγο, αλλά τη φωνή, την αίσθηση  που της προκαλεί. Ως μυθιστορηματικός χαρακτήρας λαμβάνει μέρος στην πλοκή ταλαντευόμενη ανάμεσα στους αντιθετικούς όρους της πνευματικής μετουσίωσης και της δέσμευσης από τις υλικές αναγκαιότητες. Επιλέγει να πορευτεί το δρόμο που περνά μέσα από τα γήινα, δικαιώνοντας έτσι και την κριτική προσέγγιση των μελετητών του έργου του Καζαντζάκη, σύμφωνα με την οποία το μυθιστορηματικό του έργο συσχετίζεται με τη ρομαντική κοσμοθεωρία, τη σύμφωνη με την ευρωπαϊκή κουλτούρα της περιόδου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κοσμοθεωρία αυτή θέλει το άτομο να δρα όχι σύμφωνα με τις επιταγές του λόγου, αλλά ακολουθώντας τη διαίσθηση και την καρδιά του, ερχόμενο σε σύγκρουση με τα όρια κάθε είδους,  σύμφωνα με τις αρχές του ιρρασιοναλισμού. (Επίδραση Νίτσε και Μπερξόν, εκφράζεται με αντίδραση προς τις ιδέες του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού και απαιτεί περισσότερο τη συμμετοχή του συναισθήματος.)
Το έργο για το οποίο εκείνος είναι ταγμένος και η διαδικασία που ακολουθεί της προκαλούν τρόμο και ανασφάλεια.  Ο Ιησούς, παρά το ότι φαίνεται να αντιπαλεύει ανάμεσα στον πόθο του γι αυτήν και στην ιδέα της επιστροφής στον Θεό και πατέρα του, δεν φαίνεται να διστάζει να ακολουθήσει το πεπρωμένο του, που τον έχει τάξει για τα μεγάλα.
*Γονατισμένη παράμερα κλαίει με τα γαλανά της μάτια η Μαγδαληνή χωρίς να την ακούει ή να τήνε βλέπει κανείς.
Τα χρυσά της τα μαλλιά σέρνονται καταγής και το πορφυρό της ιμάτιο πέφτοντας απ’ το
δεξιό τον ώμο τής φανερώνει — λαχτάρα και καημός! — τη μισή πλάτη κι ολάκερο το
στήθος.
Και σπαράζει πιο πολύ παρ’ όσο, νια κι αμαρτωλή, σπάραζε μέσα στην αγκάλη του έπαρχου.

Μέσ᾿ σὲ παλάτια, ποὺ σὰ σπήλια ἀντήχαν ἀπ᾿ τὶς μουσικὲς
κι᾿ ἀστράβαν ἀπ᾿ τὰ μέταλλα καὶ τὰ δεμένα φῶτα,
στὰ μάγουλά μου, ποὺ κανεὶς δὲν τὰ εἶδεν ἥλιος, οἱ μοσκὲς
γλίστρααν μὲ λάγγεμα πολὺ καὶ τὰ δάγκωναν σὰν ὀχιὲς
στὴν κρουσταλλένια μου φωνὴ θαμπὴ ἐγλιστροῦσε νότα.

Στὴν τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία ἐγώ ῾μουν ἡ Πηγή:
τοῦ κόρφου μου τ᾿ ἀμάραντα καὶ μοσκοβόλᾳ κίτρα.
Ὡσὰν τὴ φλόγα τοῦ κορμιοῦ μου ἄλλη δὲ γνώρισεν ἡ Γῆ,
σὰν τῆς ἀγκάλης μου μεστὴ καμιὰ δὲν ὑπῆρχε σιγή.
Ὁ ἔρωτάς μου νίκαγε τὴ Ρώμη τὴ νικήτρα. . .

Σκοτάδια ἤτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι᾿ ἀμμουδιὰ
καὶ στὰ γλυκὰ τὰ χείλια μου πικρὰ πολὺ τὰ γέλια.
Καὶ μοῦ τινάζαν ἄξαφνα τ᾿ ἀγνώστου φόβοι τὴν καρδιὰ
καὶ μοῦ κοβόταν ἡ ἀναπνιὰ μέσ᾿ σὲ φορέματα φαρδιά-
ἀπ᾿ τοῦ θριάμβου τὴν κορφὴ μακριὰ ῾βλεπα συντέλεια.

Δὲν ἦταν ἄξαφνη ἀστραψιά. Τοῦτο συνέβη ἀργά, σιγά. . .
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.

Κι᾿ ἔνιωσα ὁρμὴ ἀσυγκράτητη στὰ πόδια σου νὰ κυλιστῶ.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.

Καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά μου (ἀσημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.

Πράματα νέα δὲν ἔλεγες κι᾿ οὔτε, μὲ λόγια νέα, παλιά.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα - καὶ γιὰ μένα!

Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!

**Κυκλοφόρησε το 1922 στην Αλεξάνδρεια και επανεκδόθηκε το 1933 αναθεωρημένο. Είναι γραμμένο στη δημοτική, όπως το σύνολο του έργου του, ως οπαδός του Ψυχάρη, ενώ στα σατιρικά μέρη του δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και τη λαϊκή γλώσσα του περιθωρίου.

***Μαγδαληνή, αδελφή μου, είπε ο Ιησούς, άκου, έφτασαν οι άνθρωποι να με πάρουν.
Μα η Μαγδαληνή χαμένη μέσα στα μάτια του ραβή, δεν άκουσε¨ κι ό,τι της έλεγε τόση ώρα, τίποτα δεν είχε ακούσει.. μονάχα τη φωνή του χαίρουνταν, η φωνή της τά ‘λεγε όλα.. δεν ήταν αυτή άντρας, δεν είχε ανάγκη από λόγια.
Μια φορά τού ‘χε πει: “Γιατί μου μιλάς για μέλλουσες ζωές, ραβή μου; Δεν είμαστε ‘μεις άντρες νά ‘χουμε ανάγκη από άλλες, αιώνιες ζωές.. είμαστε γυναίκες και μια στιγμή με τον άντρα που αγαπούμε είναι αιώνια Παράδεισο.. μια στιγμή μακριά από τον άντρα που αγαπούμε, αιώνια Κόλαση.. ζούμε, εμείς οι γυναίκες, εδώ στη γης ετούτη την αιωνιότητα!’’
Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα .. γεμάτος ο δρόμος μάτια που λαχτάριζαν, στόματα που φώναζαν κι άρρωστους που βογγούσαν κι άπλωναν τα χέρια …
Πρόβαλε η Μαγδαληνή, έβαλε την απαλάμη στο στόμα, να μη σύρει φωνή: “Θεριό ‘ναι ο λαός, θεριό αιμοβόρο, θα μου τον φάει …” μουρμούρισε και τον κοίταζε να μπαίνει ήσυχα μπροστά και πίσω του ο λαός να μουγκρίζει...

****θεωρία του Μπερξόν, δασκάλου του Ν. Καζαντζάκη, σύμφωνα με την οποία η ζωτική ορμή αντικαθιστά τον Θεό και μέσα από μια αέναη διαδικασία πότε αποκτά υλική υπόσταση και πότε πνευματική χροιά. Αυτή τη ζωτική ορμή θα πρέπει να ακολουθεί ο άνθρωπος στη διάρκεια του βίου του , μετατρέποντας σταδιακά την υλική υπόσταση σε πνευματική
της Γεωργίας Καρβουνάκη-http://www.ekriti.gr

Η Πριγκίπισσα της Ρωσίας Αγία Ελισάβετ Θεοδώροβνα



site analysis



ΓΕΝΙΚΑ: Πριν από 20 χρόνια η Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ανακήρυξε Αγία και νεομάρτυρα την πριγκίπισσα Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα Ρομανόβα. Οσο ζούσε, είχε κερδίσει την αγάπη των συμπολιτών της, ενώ τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, για πολλούς έγινε το σύμβολο της Ρωσίας που χάθηκε μετά την επανάσταση.
ΝΕΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ: Η Ελιζαβέτα γεννήθηκε στο Ντάρμσταντ το 1864. Ήταν η κόρη του Δούκα του Ντάρμσταντ Λουδοβίκου Δ΄ και εγγονή της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας. Βαφτίστηκε με το όνομα: Ελιζαβέτα Αλεξάνδρα Λουίζα Αλίκη.
Από το πρώτο όνομά της και το ρωσικό πατρώνυμο που της δόθηκε, όταν παντρεύθηκε με τον πρίγκιπα Σέργιο Ρομανόφ το 1884, σχηματίστηκε το όνομα, με το οποίο έμεινε γνωστή στην ιστορία. Ο σύζυγός της, αδελφός του τσάρου Αλέξανδρου Γ΄, διορίστηκε το 1891 κυβερνήτης της Μόσχας [κάτι σαν Δήμαρχος].
Τρία χρόνια αργότερα η μικρότερη αδελφή της, Αλεξάνδρα Φιόντοροβνα, έγινε σύζυγος του τελευταίου ρώσου αυτοκράτορα, Νικολάου Β΄. Το 1888 μαζί με το σύζυγό της επισκέφθηκαν τους Αγίους Τόπους για να παρακολουθήσουν τα εγκαίνια του μεγαλοπρεπούς ναού της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στον κήπο της Γεθσημανή, ο οποίος ανηγέρθη με δαπάνες του τσάρου αλεξάνδρου Γ’ και των αδελφών του, εκ των οποίων ένας ήταν κι ο σύζυγος της Ελισάβετ, Δούκας Σέργιος. Οι εμπειρίες που έζησε βαθιά στην καρδία της η Ελισάβετ κατά την παραμονή της στη θεοβάδιστη γη, έδωσαν την τελική ώθηση για να εισέλθη στην Ορθοδοξία.

ΔΙΑΚΟΝΙΑ: Το 1891 η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα εγκατέλειψε τη λουθηρανική θρησκεία προσχωρώντας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Γι’αυτό, έγραψε στον πατέρα της: “Συνεχώς σκεφτόμουν και διάβαζα και προσευχόμουν στο Θεό να μου υποδείξει το σωστό δρόμο, και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι μόνο σε αυτή τη θρησκεία μπορώ να βρω την αληθινή και ισχυρή πίστη στο Θεό, την οποία πρέπει να διαθέτει ένας άνθρωπος ώστε να είναι καλός χριστιανός”. Από τη στιγμή που ο σύζυγός της ανέλαβε το υψηλό αξίωμα στη Μόσχα, αυτή αφιερώθηκε στη φιλανθρωπία, βοηθώντας τους φτωχούς και τους πάσχοντες μέσω ενός ταμείου που είχε δημιουργήσει. Το 1892 οργάνωσε μια φιλανθρωπική κοινότητα με την ονομασία Ελιζαβέτα, σκοπός της οποίας ήταν η περίθαλψη βρεφών απόρων μητέρων, τα οποία έως τότε στέλνονταν σε αναμορφωτήριο της Μόσχας. Επίσης συμμετείχε ενεργά στις δραστηριότητες της Παλαιστινιακής κοινότητας, η οποία εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της Ρωσίας, αλλά και γενικότερα της Ορθοδοξίας, στους Αγίους Τόπους. Προέδρευε σε αυτή ο σύζυγός της. Ωστόσο, αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στη διακονία των πασχόντων ανθρώπων ύστερα από την τραγωδία της 4ης Φεβρουαρίου 1905, όταν ο αναρχικός Ιβάν Καλιάεφ πέταξε μια χειροβομβίδα στην άμαξα του συζύγου της, επιφέροντας στον κυβερνήτη ακαριαίο θάνατο. Η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα επισκέφτηκε τον Καλιάεφ στη φυλακή και τον συγχώρεσε, χαρίζοντάς του κατά τον αποχαιρετισμό ένα Ευαγγέλιο. Ζήτησε επίσης από τον αυτοκράτορα να δώσει χάρη στον Καλιάεφ, αλλά το αίτημά της δεν ικανοποιήθηκε. Η βασίλισσα Όλγα, εξαδέλφη του θανόντος Σεργκέι Αλεξάντροβιτς, έγραψε: “Πρόκειται για μια θαυμάσια, Αγία γυναίκα, που φαίνεται ότι είναι άξια να σηκώνει τον βαρύ σταυρό,ο οποίος την πηγαίνει όλο πιο ψηλά”.

ΜΟΝΑΧΗ: Λίγο καιρό μετά το θάνατο του συζύγου της, η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα πούλησε τα κοσμήματά της (δίνοντας στο δημόσιο ταμείο το τμήμα εκείνο που ανήκε στην οικογένεια των Ρομανόφ), και με τα χρήματα που έλαβε αγόρασε στην οδό Μπολσάγια Ορντίνκα ένα μεγάλο οικόπεδο με τέσσερα σπίτια και μεγάλο κήπο όπου εγκαταστάθηκε η Αδελφότητα της Αγίας Μάρθας και Μαρίας την οποία ίδρυσε το 1909 [μοναστήρι φιλανθρωπικής δραστηριότητας που παρείχε και ιατρική περίθαλψη]. Η ζωή της αγίας στο μοναστήρι ήταν άκρως ασκητική. Σε αντίθεση με τα πολυτελή κρεβάτια και τα πλούσια γεύματα που απολάμβανε στα βασιλικά ανάκτορα, τώρα ξεκουραζόταν σε ξύλινο κρεβάτι, χωρίς στρώμα, ενώ νήστευε με μεγάλη αυστηρότητα. Παρ’ όλα αυτά, δεν απαιτούσε από τις αδελφές να ακολουθούν το παράδειγμά της σ’ αυτό το σημείο, αλλά σαν μητέρα φρόντιζε να τους παρέχει όλα τα αναγκαία για τη διατροφή και την ανάπαυσή τους. Η ίδια δεν έδινε περισσότερο από 3 ώρες ύπνο στο κουρασμένο της σώμα. Ξυπνούσε τα μεσάνυχτα και προσευχόταν για ώρες ενώ εν συνεχεία επισκεπτόταν τους θαλάμους του νοσοκομείου. Αν συναντούσε κάποιο ασθενή που υπέφερε, αγρυπνούσε στο πλευρό του σαν φύλακας άγγελος, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει ανακουφίζοντας τους πόνους του. Σύμφωνα με τα σχέδια της Ελιζαβέτας, η αδελφότητα θα έπρεπε να παρέχει ολοκληρωμένη πνευματική, εκπαιδευτική και ιατρική βοήθεια στους απόρους, στους οποίους συχνά δεν έδιναν μόνο τροφή και ενδυμασία, αλλά τους βοηθούσαν και στην εξεύρεση εργασίας. Συχνά οι αδελφές προσπαθούσαν να πείσουν τις οικογένειες που δεν μπορούσαν να προσφέρουν στα παιδιά τους μια φυσιολογική ανατροφή (για παράδειγμα, επαγγελματίες ζητιάνοι, μέθυσοι κλπ), να δώσουν τα παιδιά στην αδελφότητα όπου αυτά έβρισκαν φροντίδα,μάθαιναν γράμματα και κάποια τέχνη. Η κοινότητα απέκτησε νοσοκομείο, εξωτερικά ιατρεία, φαρμακείο, όπου μέρος των φαρμάκων χορηγούνταν δωρεάν, ξενώνα, δωρεάν σίτιση και πολλούς άλλους χώρους. Είχε μάλιστα ορίσει σε κάποιες αδελφὲς να τελούν συνεχείς ακολουθίες σε ένα ήσυχο παρεκκλήσι της μονής για τη στήριξη των ψυχών των αποθανόντων ασθενών. Τις νύχτες φρόντιζε τους βαριά άρρωστους ή διάβαζε το ψαλτήρι δίπλα στους νεκρούς, ενώ τη μέρα μαζί με άλλες μοναχές, τριγυρνούσε στε φτωχότερες συνοικίες. Επισκέπτονταν μόνη ακόμη και την αγορά Χιτρόφ, το μέρος με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα στη Μόσχα, βγάζοντας από εκεί μικρά παιδιά.


Στο μέρος αυτό την σέβονταν πολύ για την αξιοπρέπεια που τη χαρακτήριζε και τη φιλική της στάση απέναντι στους ανθρώπους που έμεναν σε παράγκες. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου βοηθούσε ενεργά το ρωσικό στρατό, συμπεριλαμβανομένων και των τραυματιών στρατιωτών. Προσπάθησε να βοηθήσει και τους αιχμαλώτους στα νοσοκομεία, αλλά την κατηγόρησαν για συνεργεία με τους Γερμανούς. Ήταν πολύ αρνητική απέναντι στο Ρασπούτιν, παρότι δεν τον είχε συναντήσει ποτέ. Τη δολοφονία του Ρασπούτιν τη θεώρησε ως «πατριωτική πράξη». Στο μεταξύ το μοναστήρι είχε φτάσει να έχει από 6 μοναχές που ήταν αρχικά τις εκατό στα 1914.
Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ: Όταν ήρθαν στην εξουσία οι Μπολσεβίκοι, αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία, υπογράφοντας έτσι τη θανατική της καταδίκη.
Ο Λένιν, γνωρίζοντας τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε ο λαός στην αγία, και φοβούμενος λαϊκή αντίδραση, φρόντισε να γίνει η σύλληψή της αθόρυβα, με κάθε μυστικότητα. Πράγματι, την τρίτη τού Πάσχα, μέσα στον πανικό που δημιούργησε στις αδελφές η παρουσία στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού στη μονή, η ᾽Ελισάβετ συνελήφθη γρήγορα χωρίς να προλάβει να δώσει οδηγίες στις μοναχές που ξέσπασαν σε γοερά και τρομοκρατημένα κλάματαμπροστά στην απαγωγή της αγαπημένης τους πνευματικής μητέρας και προστάτιδος. Στα τριάντα λεπτά που της δόθηκαν για να ετοιμαστεί, μάζεψε τις αδελφές στο Ναό και προσπάθησε να τους δώσει την ελπίδα ότι θα επέστρεφε σύντομα, παρ’ όλο που γνώριζε το τέλος που την περίμενε. Έτσι, την άνοιξη του 1918 φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τη Μόσχα στο Περμ. Το Μάιο του 1918 μαζί με άλλους
Ρομανόφ, τη μετέφεραν στο Αικατερινμπούργκ και μετά από δυο μήνες την έστειλαν στην πόλη Αλαπάεβσκ. Παρά τις απανωτές δυστυχίες δεν έχανε το ηθικό της και στα γράμματά της προς τις άλλες αδελφές, τις προέτρεπε να φυλάξουν την πίστη στο Θεό και στον συνάνθρωπό τους. Τη νύχτα προς τις 18 Ιουλίου 1918 η μεγάλη πριγκίπισσα Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα βρήκε το θάνατο από τους Μπολσεβίκους, οι οποίοι την πέταξαν σε ένα ορυχείο κοντά το Αλαπάεβσκ.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ: Στο εγκαταλελειμμένο ορυχείο υπήρχε λάκκος βάθους 60 μέτρων. Σπρώχνοντας και χτυπώντας τους κρατουμένους οι στρατιώτες άρχισαν να ρίχνουν τα θύματα ένα ένα στο λάκκο πιστεύοντας οτι θα πνίγονταν στο νερό που υπήρχε μέσα. Πρώτη ρίχθηκε στο λάκκο η Ελισάβετ, η οποία σφραγιζόταν με το σημείο του Σταυρού, προσευχόμενη δυνατά λέγοντας “άφες αυτοις, Κύριε, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι”. Μετά ρίχθηκαν και οι υπόλοιποι. Ο Δούκας Σέργιος προσπάθησε να αντισταθεί κι έτσι, αφού τον πυροβόλησαν, τον έριξαν στο λάκκο νεκρό. Ένας χωρικός έτυχε να βρίσκεται κοντά στη σκηνή του μαρτυρίου παρακολουθώντας κρυφά όσα συνέβησαν τα ξημερώματα της 18ης Ιουλίου. Στη συνέχεια διηγήθηκε με λεπτομέρεια την εξέλιξη των γεγονότων στο μαρτυρικό ορυχείο. Κατά τη μαρτυρία του, όταν οι στρατιώτες αντιλήφθηκαν από βογγητά των θυμάτων ότι δεν πνίγηκαν, έριξαν στο λάκκο μία χειροβομβίδα. ῾Ως απάντηση από το βάθος άρχισε ν΄ακούγεται ο χερουβικός ύμνος! Κυρίως ξεχώριζε η φωνή της αγίας. Έριξαν τότε κι άλλες χειροβομβίδες, μα οι ψαλμωδίες συνεχίζονταν.
Αυτή τη φορά έψελναν το “Σώσον Κύριε τον λαόν σου”. Τέλος οι στρατιώτες άναψαν φωτιά στο στόμιο του ορυχείου ελπίζοντας να αποτελειώσουν έτσι το έργο τους με τον καπνό που θα εισέρρεε στο λάκκο. Τελικά μόνο ενα από τα θύματα βρήκε το θάνατο από τις χειροβομβίδες. Οι υπόλοιποι πέθαναν αργά και οδυνηρά από πείνα, δίψα, πόνους και τραύματα. ΗΕγία Ελισάβετ δεν έφθασε στον πυθμένα του λάκκου γιατί η πτώση της διακόπηκε από κορμούς ξύλων που προεξείχαν. Κοντά της έπεσε ο νεαρός δούκας Ιωάννης τραυματίζοντας το κεφάλι του.Η αγία παρ’ όλο που υπέφερε από τα τραύματά της, ακόμη και την ύστατη αυτή στιγμή, προσπάθησε να προσφέρει βοήθεια στον τραυματισμένο. Χρησιμοποίησε το ύφασμα του μοναχικού καλύμματος της κεφαλής της για να επιδέση το τραύμα του ᾽Ιωάννη, ώστε να ανακουφίσει κάπως τους πόνους του. Ήταν το τελευταίο έργο ελέους που επιτέλεσε η αγία στον επίγειο βίο της.
ΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΑΦΗ:Στις 31 Οκτωβρίου ο Λευκός Στρατός, αντίπαλος των Μπολσεβίκων, κατέλαβε το Αλαπάεβσκ και βρήκε τα οι οποίες παραδόξως δεν εξερράγησαν. Ο Θεός οικονόμησε ώστε το αγιασμένο σωμα της οσιομάρτυρος να μη διαμελισθεί, αλλά να μείνει ακέραιο για να δοθεί ως ιερός θησαυρός στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Τις σωρούς των νεκρών τις έβγαλαν από το ορυχείο και λόγω της επίθεσης του Κόκκινου Στρατού τις μετέφεραν συνεχώς όλο και πιο μακριά προς τα ανατολικά. Τον Απρίλιο του 1920 έφτασαν στο Πεκίνο, όπου τα δύο φέρετρα, της μεγάλης πριγκίπισσας και της μοναχής Βαρβάρας, μεταφέρθηκαν στη Σαγκάη και κατόπιν με πλοίο στο Πορτ Σάιντ. Τέλος, τα φέρετρα έφτασαν στην Ιερουσαλήμ. Την ταφή που έγινε τον Ιανουάριο του 1921 δίπλα από το ναό της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στη Γεσθημανή, που είχε χτιστεί με χρήματα της Παλαιστινιακής κοινότητας, της οποίας αυτή ηγήθηκε, τέλεσε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός. Κατ’ αυτό τον τρόπο εκπληρώθηκε η επιθυμία της πιο σπουδαίας πριγκίπισσας, της Ελιζαβέτας, να ταφεί στους Άγιους Τόπους, όπως είχε ζητήσει στη διάρκεια του πρώτου της προσκυνήματος εκεί το 1888.
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ – ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ: ῾Η ανακομιδή των λειψάνων έινε την Πρωτομαγιά του 1982. Όταν ανοίχθηκαν τα φέρετρα της αγίας και της μοναχής Βαρβάρας, εξήλθε μία άρρητη ευωδία σφραγίζοντας την αγιότητα των δύο νεομαρτύρων. Τα πόδια και τα πέλματα της αγίας ᾽Ελισάβετ ήταν άθικτα καθώς και ο εγκέφαλός της μέσα στο κοίλωμα της τιμίας κάρας της. Το 1992, αμέσως μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, έγινε η ανακήρυξη της Ελιζαβέτας ως νεομάρτυρος και το διάστημα 2004-2005 τα λείψανά της μεταφέρθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας, στις Βαλτικές και σε άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, όπου τα προσκύνησαν περισσότεροι από 7 εκατομμύρια πιστοί. Στη Μόσχα, η μνήμη της Αγίας τιμήθηκε στο μοναστήρι της Αγίας Μάρθας και Μαρίας που αυτή είχε ιδρύσει και το οποίο το 2006 επεστράφη εξ ολοκλήρου στη Ρωσική Εκκλησία. Στην αυλή του στήθηκε μνημείο στην Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα. Το σημαντικότερο μνημείο όμως για τη μεγάλη Αγία είναι το γεγονός ότι στη Μονή λειτουργεί ακόμη σχολείο για ορφανά κορίτσια, φιλανθρωπικό συσσίτιο και υπηρεσία υποστήριξης, ενώ οι αδελφές της μονής εργάζονται σε στρατιωτικά νοσοκομεία. Κάτι που σημαίνει, ότι το άγιο έργο που αυτή είχε ξεκινήσει, θα συνεχιστεί και στο μέλλον.

Πηγή: http://aktines.blogspot.com/2015/07/blog-post_13.html

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Νεομάρτυρας Άννα Βερντεντόνσκαγια (Καλογιάν)



site analysis


nCsUr_IJ4MQ

Νεομάρτυρας Άννα Βερντεντόνσκαγια (Καλογιάν)
Η Άννα Μ. Καλογιάν είναι εκπρόσωπος του πλήθους των νέων μαρτύρων, ανθρώπων που υπέφεραν για τον Χριστό στη νεώτερη, μετασοβιετική εποχή. Η Άννα Καλογιάν γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1987 στην οικογένεια των Κερδών Ezid. Ζούσε στο χωριό Bazkovskaya Sholokhov περιοχή της περιοχής Rostov.
Το φθινόπωρο του 2012, το κορίτσι πίστεψε  στον Χριστό και αποδέχτηκε την ορθόδοξη πίστη. Το μυστήριο του βαπτίσματος στο ναό Sretensky του χωριού Bazkovskaya πραγματοποιήθηκε από τον ιερέα  της εκκλησίας, Protopriest Valery Kharitonov . Η Άννα γίνεται ενεργός ενορίτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρά τις απειλές των συγγενών του Yezidi, θέλει να περάσει όλο τον ελεύθερο χρόνο της  στην εκκλησία προσπαθώντας να βοηθήσει, αναλαμβάνει οποιαδήποτε εργασία στο ναό. Οι γονείς της, και η  οικογένειά της και η  κοινότητα Yezidi  προσπαθούσαν  να πείσουν  την Άννα να αποκηρύξει τον Χριστό και την επιστροφή στον Ζωροαστρισμός, αλλά όλες οι προσπάθειες, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω ξυλοδαρμών  και απειλών  είναι ανεπιτυχείς.
Πλησιάζει  η Γέννηση Χριστού , κατά την οποία η Άννα προχωρεί συχνά στα Μυστήρια της Εξομολόγησης και της Θείας Κοινωνίας. Προετοιμάζοντας να συναντήσει την γιορτή της γέννησης στη σάρκα, φορεί ένα νέο όμορφο φόρεμα. Ωστόσο, δεν ήταν πλέον προορισμένο να συναντήσει τις λαμπρές χριστουγεννιάτικες διακοπές του μελλοντικού νέου μαρτύρα στη γη …
Τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου 2013 το κορίτσι βασανίστηκε μέχρι θανάτου από τους γονείς της. Κατ ‘αρχάς, της  Άννας   της έσπασαν  και τα δύο πόδια έτσι ώστε να μην μπορεί να ξεφύγει. Τότε ο πατέρας άρχισε να την  χτυπά  με ένα όπλο  σε όλο το σώμα της, και η μητέρα της –  με ένα κούτσουρο στο κεφάλι. Κάθε χτύπημα συνοδεύτηκε από μια απαίτηση να παραιτηθεί από τον Χριστό, στον οποίο ο μάρτυρας απάντησε με άρνηση, μέχρι θανάτου.
(Επιπλέον  οι αδελφοί   της Άννας  είχαν  επίσης προηγουμένως κάνει  μια προσπάθεια να σκοτώσουν  την αδελφή τους  – πνίγοντας στο ποταμό   Ντον, αλλά , κατάφερε να δραπετεύσει και να τρέξει,  Έτσι, στο οικογενειακό συμβούλιο αποφασίστηκε να σκοτώσουν  την Άννα, αρχικώς  σπάζοντας  και τα δύο πόδια – .. (αρχιερέας Vasiliy Hadykin )
Έτσι, την ημέρα που η Αγία Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη της  Μάρτυρας Αναστασίας, που μαρτύρησε για τον Χριστό στα χέρια των δικών τους γονιών  μαρτύρησε  η Άννα Καλογιάν. Ο πατέρας της  μάρτυρα ς πήρε όλη την ευθύνη για τη δολοφονία της κόρης του και καταδικάστηκε σε 7 χρόνια. Ο μάρτυρας θάφτηκε στο νεκροταφείο του Yezidi κοντά στο χωριό Verkhnetokinsky, χωριστά από τους τάφους Yezidi. Ο τάφος του μάρτυρα Άννα τιμάται από τους ορθόδοξους πιστούς.
Ο αρχιεπίσκοπος Vasily Khadykin, ένας κληρικός της Σακχικής Επισκοπής, αναφέρει ότι η Άννα Καλογιάν είναι σεβαστή στο Άνω Δον όπως ένας ιερός μάρτυρας. Ως πρόεδρος της Επιτροπής για την Κανοποίηση των Αγίων της Σακχικής Επισκοπής, ο Βασίλης συλλέγει υλικό που σχετίζεται με την Άννα Καλογιάν για τον κανόνα ενός νέου μάρτυρα στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Πηγές:
  1. «Πέντε χρόνια υπηρεσίας» – Σαχθία Επισκοπή, σελ. 92.
  2. Prot. Vasily Khadykin, η σελίδα «VKontakte» .
  3. Ο Κοσμήτορας των ενοριών της επαρχίας Σουλίνσκι υπηρέτησε μνημόσυνο στον τάφο της Άννας Καλογιάν , – Σαχτί Επισκοπή, 03.02.2016.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Βίος Αγίας Μαρίνας της Μεγαλομάρτυρος



site analysis

Η Αγία Μαρίνα η Μεγαλομάρτυς τιμάται στις 17 Ιουλίου
Γέννηση και ανατροφή
Η παρθενομάρτυς Μαρίνα γεννήθηκε στη μικρή πόλη Αντιόχεια της Πισιδίας, γύρω στο έτος 270, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός ή ο Κλαύδιος Καίσαρας. Οι γονείς της άνηκαν στην ανώτερη τάξη της περιοχής της Πισιδίας, ο πατέρας ήταν διακεκριμένος και σεβαστός από τους εθνικούς ιερέας των ειδώλων, λεγόταν δε Αιδέσιος.


Αμέσως μετά τη γέννηση της Μαρίνας, έφυγε από την παρούσα ζωή η μητέρα της. Έτσι ο πατέρας αναγκάστηκε να αναθέσει την ανατροφή της θυγατέρας του σε μία άλλη γυναίκα.

Ασπάζεται την χριστιανική πίστη
Φαίνεται ότι η γυναίκα στην οποία ο Αιδέσιος είχε εμπιστευτεί την ανατροφή της κόρης του ήταν χριστιανή. Έτσι και η μικρή Μαρίνα γαλουχήθηκε νωρίς στη νέα πίστη του Χριστού. Και σε ηλικία 12 ετών έλαβε το Βάπτισμα και συγκαταριθμήθηκε ως μέλος στην εκλεκτή ποίμνη του Κυρίου. Με αμείωτο ενδιαφέρον ποθούσε να μάθει καθετί πού είχε σχέση με τον Ιησού Χριστό. Κι όλα αυτά δημιούργησαν μέσα της την ιερή επιθυμία να μαρτυρήσει, για το Σωτήρα και Λυτρωτή της, αν Εκείνος τη θεωρούσε ποτέ άξια για κάτι τέτοιο.

O πατέρας της Αιδέσιος όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν χριστιανή, τυφλωμένος από το φανατισμό της ειδωλολατρικής θρησκείας του, μίσησε το ίδιο το σπλάχνο του και αποκλήρωσε τη μοναχοκόρη του.

Το άνομο σχέδιο του επάρχου
Μαρίνα είχε γίνει πλέον 15 ετών. Ο Θεός δεν την είχε προικίσει μόνο με πλούσια ψυχικά χαρίσματα, αλλά και με σωματικό κάλλος εντυπωσιακό. Ο έπαρχος όμως Ολύβριος θέλησε και προσπάθησε να την πάρει για γυναίκα του επειδή ένιωσε μέσα του έρωτα γι’ αυτήν. Εκείνος, αντικρύζοντάς την, έμεινε και πάλι θαμπωμένος από το σωματικό της κάλλος και την εσωτερική λάμψη του προσώπου της. Χωρίς καθυστέρηση λοιπόν της ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να αναλάβει την προστασία της και σύντομα να την κάνει γυναίκα του.

Η νεαρή χριστιανή παρέμεινε σιωπηλή, ενώ μέσα της προσευχόταν θερμά, ζητώντας από τον Θεό να τη στηρίξει και να τη φωτίσει ώστε να φερθεί καθώς αρμόζει στις αφιερωμένες σ’ Εκείνον ψυχές.

Στην επιμονή του Ολυβρίου να λάβει απάντηση στην πρότασή του, εκείνη απάντησε πώς είναι αδύνατο να την αποδεχτεί. Η έκπληξη του επάρχου ήταν μεγάλη. Στην ερώτησή του γιατί ήταν αδύνατο, έλαβε τη σεμνή αλλά γεμάτη αποφασιστικότητα και παρρησία απάντηση: Διότι είμαι χριστιανή! Και μόνο το άκουσμα της λέξης «χριστιανή» ήταν αρκετό να κάνει τον έπαρχο εκτός εαυτού.

Αρχίζουν τα μαρτύρια της Αγίας
Για ένα μικρό διάστημα ο έπαρχος προσπάθησε, να πείσει τη νέα τούτη χριστιανή να αλλάξει γνώμη και να δεχθεί τον γάμο, τάζοντάς της τιμές, καλοπέραση και δόξα πλάι του. Εκείνη όμως, ενισχυόμενη από τον Κύριο, στον όποιο δεν έπαυσε να προσεύχεται μυστικά, επέμενε στην ομολογία της πίστεως στον Ιησού Χριστό.

Τότε την έστησε μπροστά σε δικαστήριο, από το οποίο ζήτησε επίσημα κατά το ρωμαϊκό δίκαιο να μάθει αν όντως ήταν χριστιανή. Η Μαρίνα ομολόγησε και εδώ με γενναιότητα και παρρησία τη χριστιανική  της ιδιότητα, γεγονός πού κατέπληξε τους παρισταμένους, οι οποίοι έβλεπαν τόσο ηρωισμό και θάρρος σε μια νεαρή γυναίκα!

Εξαιτίας της ομολογίας της καταδικάστηκε στην ποινή της μαστίγωσης. Η καρτερικότητά της όμως και η αντοχή ήταν τέτοιες πού άφησε κατάπληκτους έπαρχο, αξιωματούχους και λαό. Έχοντας υψωμένο το βλέμμα της στον ουρανό, δεν έπαυσε να προσεύχεται, να επικαλείται τη βοήθεια του Κυρίου και τη στήριξή του για να υπομείνει με ανδρεία τις μαστιγώσεις.

Ο έπαρχος έδωσε εντολή να σταματήσουν οι στρατιώτες τη μαστίγωση και να την οδηγήσουν στη φυλακή, ελπίζοντας ενδόμυχα ότι ίσως μετά απ’ αυτό να συνετισθεί η Μαρίνα και ν’ αλλάξει στάση.

Ύστερα από λίγες ημέρες με εντολή του επάρχου οδηγήθηκε εκ νέου στο δικαστήριο, όπου και πάλι ομολόγησε πίστη στο Χριστό και αρνήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα. Αφού την κρέμασαν, καταξέσχισαν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια. Τα βασανιστήρια ήταν τόσο σκληρά, πού όλο το κάλλος του νεανικού της σώματος εξαφανίστηκε. Στη συνέχεια ρίχνεται και πάλι στη φυλακή και αφήνεται χωρίς τροφή και φροντίδα.

Πειράζεται από το μισόκαλο διάβολο
Ο φθονερός διάβολος θέλησε να δοκιμάσει να κάμψει ο ίδιος την Αγία. Έτσι λοιπόν πήρε ο ίδιος τη μορφή μεγάλου και φοβερού δράκοντος (φιδιού) και πρόβαλε ξαφνικά μπροστά στη Μαρίνα.

Από το στόμα του πετούσε φλόγες, ενώ τα αγριωπά μάτια του λαμπύριζαν απειλητικά και η γλώσσα του ήταν κατακόκκινη. Καθώς σερνόταν, σύρριξε εκνευριστικά και προκαλούσε τρόμο και σύγχυση,  επιδιώκοντας να φοβίσει τη μάρτυρα και να την αποσπάσει από την προσευχή της.

Διαπιστώνοντας όμως ότι εκείνη η μακάρια καλλιπάρθενος δεν διέκοπτε την προσευχή της, κατευθύνθηκε εναντίον της και άνοιξε το στόμα του απειλητικά, δείχνοντας ότι θέλει να την καταπιεί. Και ναι μεν  η μεγαλομάρτυς έγινε έντρομη από το φόβο της, χωρίς καθυστέρηση όμως επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Σωτήρος Χριστού. Και, ώ του θαύματος, ο δράκοντας διερράγη και έγινε άφαντος, η δε Μαρίνα χαίροντας έψαλε ύμνους και νικητήρια στον Θεό.

Ο διάβολος μετασχηματίσθηκε σε άνθρωπο κατάμαυρο, με τρομερή και κακάσχημη εμφάνιση, σαν μαύρου σκυλιού. Η Μαρίνα όμως, στερεωμένη όσο ποτέ στην πίστη, τον άρπαξε από τα μαλλιά και μ’ ένα σφυρί πού ήταν κάπου εκεί ξεχασμένο, τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι και στη ράχη και τον ταπείνωσε εντελώς. Και ενώ η μεγαλομάρτυς άρχισε και πάλι να προσεύχεται και να υμνεί τον Κύριο, ο διάβολος, σκοτεινός και άσχημος όρμησε εναντίον της και κραυγάζοντας την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει αν δεν σταματούσε να προσεύχεται.

Και η αγία Μαρίνα, παίρνοντας από την προσευχή της νέο θάρρος κατά του μετασχηματισμένου σε άνθρωπο διαβόλου, τον άρπαξε από τα μαλλιά της κεφαλής του και τον μαστίγωσε.

Βλέπει ουράνιες οπτασίες
Μετά από αυτό δυνατό φως καταύγασε το σκοτεινό χώρο της φυλακής της, πού έβγαινε από ένα Σταυρό, του οποίου η κορυφή υψωνόταν στον ουρανό. Πάνω από το Σταυρό πετούσε κυκλικά ένα περιστέρι καθαρό και άμωμο. Ο συναξαριστής της αγίας Μαρίνας δίνει και την εξήγηση των συμβολισμών του οράματος: Όλα αυτά σήμαιναν το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, το φώς, τη δόξα του Πατέρα. Ο Σταυρός, τον εσταυρωμένο Χριστό. Και το περιστέρι, το Άγιο Πνεύμα.

Το περιστέρι κατέβηκε κάποια στιγμή, πλησίασε την καλλιπάρθενο Μαρίνα και της είπε:

«Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, διότι νίκησες τον πονηρό δαίμονα και ντρόπιασες τον εχθρό. Χαίρε πιστή και αγαθή δούλη του Κυρίου σου, τον οποίο πόθησες με όλη την καρδιά σου και μίσησες κάθε πρόσκαιρη απόλαυση. Χαίρε και αγάλλου, γιατί έφτασε η μέρα να λάβεις το στεφάνι της νίκης και να μπεις, όπως το αξίζεις, στολισμένη, μαζί με τις φρόνιμες παρθένες στο νυμφώνα του Χριστού και βασιλιά σου».

Ενώ η αγία Μαρίνα άκουγε τα λόγια αυτά συντελέστηκε στο σώμα της άλλο θαύμα: Όλες οι πληγές του επουλώθηκαν και η νεαρή μάρτυς απέκτησε και πάλι το κάλλος το όποιο θαύμαζαν όλοι.

Σκληρότερα μαρτύρια και το μακάριο τέλος
Ο έπαρχος Ολύβριος βλέποντας την υγιής προσπάθησε με κολακείες να την μεταπείσει όμως μάταια. Το μένος του επάρχου έφτασε στο αποκορύφωμά του. Γεμάτος λοιπόν θυμό δίνει εντολή να γυμνώσουν τη μάρτυρα, να την κρεμάσουν στο ξύλο και να καίνε με λαμπάδες το σώμα της.

Στη συνέχεια, γέμισαν ένα μεγάλο λέβητα με νερό, κατέβασαν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα από το ξύλο, την έδεσαν γερά και τη βούτηξαν με το κεφάλι προς τα κάτω μέσα στο νερό για να πεθάνει  από πνιγμό. Η μάρτυς και πάλι προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο και Θεό της, οπότε «παρευθύς σεισμός μέγας ἐγένετο καί ἐφάνη πάλιν ἡ πρώτη περιστερά ἐπάνω του ὕδατος, βαστάζουσα εἰς τό στόμα  στέφανον. Αὐτήν τήν ὥρα ἐφάνη καί ὁ πύρινος στύλος, ἐπάνω δέ τούτου Σταυρός». Η μάρτυς βγήκε από το νερό σώα, τα δεσμά της είχαν λυθεί και στεκόταν και πάλι σε στάση προσευχής, δοξάζουσα τον Θεό. Το δε περιστέρι κάθισε πάνω στο κεφάλι της, κρατώντας στο στόμα του το στεφάνι και είπε προς τη Μαρίνα: «Εἰρήνη σέ σένα, δούλη τοῦ Θεοῦ. Ἔχε θάρρος καί λάβε ἀπό τή δεξιά τοῦ Ὑψίστου αὐτό τό οὐράνιο στεφάνι».

Λέγοντας αυτά η θεϊκή περιστερά, πέταξε και κάθισε πάνω σ’ εκείνο το Σταυρό και απευθυνόμενη προς τη μεγαλομάρτυρα είπε δυνατά, έτσι πού ν’ ακούνε όλοι: «Έλα, Μαρίνα, στις άνω μονές του Παραδείσου, για ν’ απολαύσεις το στεφάνι της αφθαρσίας στα αγαπητά σκηνώματα του Κυρίου, να χαίρεσαι μαζί με τους αγίους και να αναπαύεσαι αιώνια».

Η φωνή αυτή πού ακούστηκε από πολλούς, συγκλόνισε άντρες και γυναίκες, αρκετοί δε απ’ αυτούς ομολόγησαν πώς ήταν έτοιμοι να πιστέψουν και να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους για το Χριστό. Ο έπαρχος πρόσταξε να θανατώσουν όσους είχαν πριν λίγο ομολογήσει πίστη στο Χριστό.

Ο Ολύβριος, για να προλάβει μεγαλύτερο κακό για τους ειδωλολάτρες, διέλυσε το δικαστήριο και προσποιήθηκε ότι δίνει εντολή να μεταφέρουν την αγία Μαρίνα και πάλι στη φυλακή. Στην ουσία όμως, έδωσε μυστικά προσταγή στον επικεφαλής της φρουράς να πάρουν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα και να την αποκεφαλίσουν στον τόπο της καταδίκης. Εκεί η αγία, αφού προσευχήθηκε για τελευταία φορά πάνω στη γη, έσκυψε και το ξίφος του δημίου «ἐκκόψαν τήν κεφαλήν της, περιέβαλεν αὐτήν μέ τόν ἀδαμάντινον στέφανον τοῦ μαρτυρίου».

Τα ιερά λείψανά της
Μετά τον διά του ξίφους θάνατο της οι χριστιανοί παρέλαβαν κρυφά το τίμιο λείψανο και το ενταφίασαν με τιμές πού αρμόζουν στους μάρτυρες της πίστεως.
Άγνωστο πότε ακριβώς μετακομίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, εφόσον είναι αληθινή η πληροφορία ότι το έτος 1230 σταυροφόροι της Δύσεως μετέφεραν τα λείψανα αυτά από την πρωτεύουσα του Βυζαντίου στη Βενετία, γεγονός πού οι Ρωμαιοκαθολικοί γιορτάζουν στις 17 Ιουλίου (ημέρα μνήμης της μεγαλομάρτυρος και για μας τους Ορθοδόξους).

Η καλλιπάρθενος αγία Μαρίνα θεωρείται προστάτης των παιδιών και μάλιστα ειδική για τη θεραπεία όσων απ’ αυτά είναι άρρωστα και καχεκτικά.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον. Γερασίμου.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγω Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπίγειων τήν σχέσιν πάσαν κατέλιπες, καί ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος, τόν γάρ ἀόρατον ἐχθρόν, κατεπάτησας στερρῶς, ὀφθέντα σοί Ἀθληφόρε. Καί νῦν πηγάζεις τῷ κόσμω, τῶν ἰαμάτων χαρίσματα.

Για τον Παρακλητικό Κανών της Αγίας Μαρίνας της Μεγαλομάρτυρος πατήστε εδώ

xristianos.gr
Posted: 17 Jul 2018 03:21 AM PDT


 
«Η αγία Μαρίνα καταγόταν από κάποια κώμη της Πισιδίας, στα μέρη της Αντιόχειας. ΄Ηταν μονογενής θυγατέρα του Αιδεσίου, ενός ιερέα των ειδώλων, ο οποίος, όταν πέθανε η γυναίκα του, παρέδωσε την κόρη του, ηλικίας τότε δώδεκα ετών, σε μία γυναίκα να την μεγαλώσει. Η Μαρίνα είχε διδαχτεί στην κώμη που ζούσε τη χριστιανική πίστη, και γι’ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να αξιωθεί να γίνει χριστιανή, κάτι που πραγματοποιήθηκε, και μάλιστα σε σημείο που δεκαπέντε ετών ποθούσε να δώσει και τη ζωή της για τον Χριστό. Ο ηγεμόνας λοιπόν Ολύμβριος, που έμαθε για την πίστη της, έστειλε να τη συλλάβουν και την έβαλε στη φυλακή. Μετά από κάποιες ημέρες διέταξε να την βγάλουν και να την οδηγήσουν ενώπιον του βήματός του, ενώ όταν την είδε, έμεινε έκπληκτος από την ωραιότητά της. Ρώτησε λοιπόν το όνομά της και την καταγωγή της και η αγία «Μαρίνα, είπε, λέγομαι, γέννημα και θρέμμα της Πισιδίας και είμαι χριστιανή». Επειδή δεν δέχτηκε να αρνηθεί τον Χριστό, διέταξε ο ηγεμόνας να την ξαπλώσουν και να την δείρουν σκληρά με ραβδιά, τόσο που το αίμα της κοκκίνησε το χώμα. ΄Επειτα πρόσταξε να την ανασηκώσουν και να ξύσουν για πολύ το σώμα της, οπότε μετά οδηγήθηκε και πάλι στη φυλακή. Εκεί έγινε μεγάλος σεισμός, που τραντάχτηκε πολύ η φυλακή, και να, από κάπου φάνηκε ένας δράκοντας, με μεγάλο ήχο στο σύρσιμό του, που φαινόταν ότι θέλει να ρίξει φωτιά γύρω από τη μάρτυρα. Εκείνη φοβήθηκε πολύ κι έγινε έντρομη, γι’ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να την βοηθήσει, με αποτέλεσμα το φοβερότατο εκείνο ερπετό να φαίνεται με τη μορφή ενός μαύρου σκυλιού. Η αγία τότε το άρπαξε από τις τρίχες κι αφού πήρε μια πέτρα, το κτύπησε στο κεφάλι και στην πλάτη, μέχρις ότου ψόφησε. Μετά από αυτό, οδηγείται σε νέα εξέταση, όπου την έβαλαν να καεί σε λαμπάδες φωτιάς κι έπειτα να ριχτεί σε σκεύος γεμάτο από νερό, που κάλυπτε το κεφάλι της. Διαφυλάχτηκε όμως αβλαβής από όλα αυτά, γεγονός που οδήγησε πολλούς στην πίστη του Χριστού, οι οποίοι δέχτηκαν τον δι’ αποτομής της κεφαλής τους θάνατο. Τότε οργίστηκε πολύ ο ηγεμόνας, ο οποίος διέταξε με ξίφος να κόψουν την τιμία κεφαλή της».
 

Το ιδιάζον στο μαρτύριο της αγίας Μαρίνας είναι το γεγονός ότι, ενώ σε όλα τα βασανιστήρια που πέρασε, φάνηκε γενναία και ατρόμητη, δείλιασε και μάλιστα φοβήθηκε πολύ, μέχρι σημείο τρόμου, όταν απειλήθηκε από τον δράκοντα, το τεράστιο ερπετό. Η αγία επομένως βρέθηκε αντιμέτωπη με μία αδυναμία της, σαν να μειώθηκε εκείνη τη στιγμή του μεγάλου φόβου της η πίστη της στην πρόνοια και την παντοδυναμία του Θεού, που σημαίνει ότι το συναξάρι της μας αποκαλύπτει μία ώρα οδυνηρού πειρασμού της. Δεν πρέπει να δούμε το γεγονός ανεξάρτητα από το σχέδιο του Θεού γι’ αυτήν – υπάρχει άλλωστε κάτι στη ζωή μας, έξω από την πρόνοια Εκείνου, αφού κατά τον Κύριο «  και αι τρίχες της κεφαλής ημών ηριθμημέναί εισι»; - σχέδιο που επιτρέπει στον διάβολο να την πειράξει. Διότι προφανώς ο δράκων αυτός δεν σύρθηκε εκεί τυχαία. Πρέπει να εννοήσουμε ότι πίσω από την απειλητική παρουσία του βρισκόταν ο ίδιος ο πονηρός, κι αυτό κατά παραχώρηση ασφαλώς του Θεού, ο Οποίος μέσα από τους πειρασμούς οδηγεί τους αγίους σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο και φανερώνει την αγιότητά τους. Κι είναι τούτο – η παρουσία του πονηρού που προκαλεί φόβο – κάτι που επιβεβαιώνεται διαρκώς από τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι σημειώνουν ότι πίσω από κάθε φόβο και ταραχή, είναι ο διάβολος. «Ει τι βλέπεις, ει τι ακούεις, ει τι λογίζη, καν μικρόν ταραχθής, των δαιμόνων εστί τούτο» (Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου).

Αυτή είναι η τακτική του διαβόλου: να προκαλεί φόβο, γιατί στην κατάσταση αυτή είναι πιο εύκολο ο άνθρωπος, με μειωμένη ψυχική δύναμη, να υποταχθεί στα άνομα και σκοτεινά σχέδιά του. Αλλά με την αγία βλέπουμε και την ορθή και ενδεδειγμένη για την πειρασμική αυτή στιγμή αντίδραση: η έντονη προσευχή στον Θεό. Στο πρόσωπο της αγίας, μαθαίνουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τους πειρασμούς και τις δύσκολες ώρες της πνευματικής ζωής: να «βλέπουμε» την παρουσία του Θεού, να θεωρούμε τα «φόβητρά» μας κάτω από την παντοδύναμη και πανάγαθη σκέπη Του. Όπως σε ανάλογη περίπτωση έκανε και ο άγιος ψαλμωδός: «προορώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός, ότι εκ δεξιών μού εστιν, ίνα μη σαλευθώ». Όπως, ακόμη περισσότερο, έκανε ο ίδιος ο Κύριος, που τη στιγμή της «δειλίας» Του, ενόψει του Γολγοθά, «γενόμενος εν αγωνία, εκτενέστερον προσηύχετο». Και τι γίνεται τότε; Ό,τι συνέβη και στην αγία Μαρίνα: «ο φοβερώτατος δράκων διεδείκνυτο ως κυνός μέλανος μορφήν». Ο φοβερός δράκων, το τεράστιο ερπετό, φάνηκε με τη μορφή ενός (μικρού) μαύρου σκυλιού – δείγμα και τούτο της δαιμονικής παρουσίας - επομένως φάνηκε έτσι, που ήταν πολύ εύκολο ν’ αντιμετωπιστεί και μάλιστα δραστικά.
 
Πολλοί φόβοι και μάλιστα πολλές φοβίες, παράλογοι και επιτεταμένοι δηλαδή φόβοι, αναπτύσσονται στη ζωή μας, οι οποίοι μας ταλαιπωρούν και πάνε να διαλύσουν συχνά τον ιστό της ψυχοσωματικής μας υπόστασης. Πίσω από κάθε φόβο και φοβία, έχουν επισημάνει οι ασχολούμενοι με τον άνθρωπο και τον ψυχισμό του, υφίσταται κρυμμένος ο φόβος του θανάτου. Οι χριστιανοί όμως γνωρίζουμε ότι δεν παύει σ’ αυτές τις περιπτώσεις να δρα και το πονηρό στοιχείο, που χαρά του έχει ακριβώς την υποταγή και την καταστροφή του ανθρώπου. Μα τη λύση μάς τη δίνουν οι άγιοί μας, με την πείρα τους στην πνευματική ζωή: η αναφορά στον Θεό, η θεώρηση του εαυτού μας μέσα στην ιερή παρουσία Του. Κάθε τι που φαντάζει τεράστιο και αξεπέραστο ενώπιόν μας, και γι’ αυτό προκαλεί φόβο και τρόμο, γίνεται, εν Θεώ κοιταγμένο, μικρό και «κάτω» από εμάς, άρα αντιμετωπίσιμο. Το παράδειγμα της αγίας Μαρίνας με τον δράκοντα είναι εξαιρετικά ενδεικτικό, άρα θα πρέπει να μη φεύγει εύκολα από τη σκέψη μας.