Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Μικρό συναξάρι τῆς Σταυρούλας.



site analysis

.... oκτώ χρόνια ἀπό τήν κοίμησή της..






 Ἀντί Συναξαρίου

«Δέν νοιώθω θύμα, οὖτε το κακομοίρικο νοιώθω. Ἐγώ νοιώθω μια δύναμη, νοιώθω τόση δύναμη, τόσο γλύκα… Δεν σοῦ λέω ὅτι θα γίνω καλά, μα δεν λυποῦμαι. Πῶς νοιώθω τον θάνατο; Θἄναι ἕνα ἀπό τα πιο γλυκά πράματα τῆς ζωῆς μου. Πῶς ὅταν γέννησα το παιδί μου… και ἀκόμα πιό ἀνώτερο. Ἕνα ἄγγιγμα… Ἔτσι το νοιώθω. Θα με σηκώσει και θα με πάρει μαζί Του. Πού θα με πάει; Ἐκεῖνος ξέρει πιο καλά ἀπό μένα. Πάντωςσίγουρα ἐκεῖ που πάω θἄναι γλυκά. Δεν θἄχω πόνο, θα βλέπω, θα περπατάω, και θἄμαι εὐτυχισμένη. Και θα σᾶς βλέπω και ὅλους. Θα σᾶς βλέπω ὅλους τι κάνετε. Κι ἅμα με θυμώνετε μπορεί να σᾶς βαρῶ καμμιά στο κεφάλι. Ἔτσι εἶναι, εἶπε γελώντας.
Δέν ἔχω φόβο ρέ παιδιά, το καταλαβαίνετε αὐτό.. Ὅταν ἀρρώστησα εἶχα πολύ φόβο. Τώρα δεν ἔχω. Ὁ καρκίνος εἶναι ἕνας πολύ σκληρός δάσκαλος. Ἀλλά εἶναι δάσκαλος. Κι΄ ἐγώ εἶμαι ἕνας πολύ σκληρός ἄνθρωπος για να καταλάβω και να ἀκούσω. Κι ἐμένα δέν μοῦ φτάνανε ο δικός μου νοῦς κι οὖτε οἱ ἄνθρωποι για να μάθω. Ἤθελα σφαλιάρες… και δόξα Σοι ὁ Θεος μοῦ ἤρθανε. Ἀκόμα και να με πάρει, δόξα σοι ὁ Θεός πού ἦρθε. Γιατί ἦρθε για να μάθω και ὄχι για να με τιμωρήσει για κάτι. Δεν ἔχω τόσες ἁμαρτίες για να τιμωρηθῶ τόσο. Ἄσε που ἡ χριστιανική ἐκκλησία, ἐγώ γι αὐτό πῆγα στην χριστιανική ἐκκλησία και ὄχι ἐπειδή εἴμαστε σε μια χώρα χριστιανῶν ὀρθοδόξων - και μόνο γι αὐτό - δέν εἶναι τιμωρός. Εἶναι συγχωρός. Αὐτό πιστεύω και τὄχω συζητήσει κι ὅλας με πνευματικούς. Δεν εἴμαστε προτεστάντες πού αὐτομαστιγώνονται για να συγχωρεθοῦνε οἱ ἁμαρτίες τους ἤ οἱ καθολικοί που ἔχουνε το κομμάτι τῆς τιμωρίας. Μ’ ἀρέσει που ἐξομολογήθηκα στον πατέρα Στ. και ὅτι και να τοῦ εἶπα, μου ἔλεγε.. παιδί μου κι ἐγώ ἔκανα κι αὐτό κι ἐκεῖνο…. ἐσύ τι εἶσαι ; Ἕνας κοινός θνητός εἶσαι και μοῦ λές για ἁμαρτίες τέτοιες ; Αὐτά μοῦ εἶπε ο παπᾶ Στ. Ἐγώ δεν μπορῶ τούς δογματικούς, ἀντιδρᾶ το πνεῦμα μου. Μπορεῖ να εἶναι ἀναρχικό, τι να κάνω. Πάντα ἀμφισβητοῦσε. Δέν θα μποροῦσα να μάθω να μοῦ λέει, γιατί ἔκανες αὐτό, αὐτό, θα τιμωρηθεῖς. Ἔτσι δεν θα ξαναπήγαινα να ἐξομολογηθῶ. Ἀλλά ὁ πατήρ Στ. τοῦ λές κάτι και σε χαιδεύει τόσο ὁλόγλυκα… Δεν σου λέει ἔκανες αυτό, ἐκεῖνο, πρέπει να τιμωρηθεῖς πενήντα φορές, να προσκυνᾶς ἀπό το πρωί μέχρι το βράδυ, τέτοια πράματα. Ἐγώ κλωτσάω σ’ αύτά. Ἐγώ θέλω να με ὑποτάξεις με ἀγάπη. Ἔτσι εἶμαι. Τον κλῆρο τον ἀμφισβήτησα ἕνα μεγάλο διάστημα. Ἄλλο ἡ θρησκεία κι ἄλλο παπάδες ἤ δεσποτάδες. Δεν εἶναι αὐτοί ἡ ἐκκλησία, Δεν εἶναι αὐτός ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι ΑΓΑΠΗ και μόνο ΑΓΑΠΗ. Ὅποιος δεν το καταλάβει αὐτό, δεν ἔχει καταλάβει τίποτα ἀπό τον Θεό. Τίποτα. Εἶναι ἕνας τυφλός ἄνθρωπος κι ἀς εἶναι ἀπο το πρωί μέχρι το βράδυ μες στην ἐκκλησία. Μόνο ΑΓΑΠΗ εἶναι ὁ Θεός. Τίποτα ἄλλο. Και ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΑΠΗ. Ἔχει τόση ἀγάπη που δεν μπορῶ να την περιγράψω σε ἄνθρωπο
Κάνω ἐξομολογηση φαίνεται… λέω, λέω, λέω. Εὐχαριστῶ, τῆς λέω στο αὐτί. Εὐχαριστῶ πού μου το λές. Ἐγώ νομίζω πώς γίνομαι κουραστική. Γιατί… πὼς ὁ Θεός μιλάει μερικές φορές… Πῶ.. Πῶ… αὐτό δεν πρέπει να το λέω. Ντροπή μου, μεγάλη ντροπή. Μόνο να Τον ἀγαποῦμε μποροῦμε. Και ξέρει Αὐτος. Ἀλλά ὄχι να τον ἀκουμπᾶμε. Ἔχει μεγάλη χάρη ὁ Θεὀς. Ἅμα μᾶς ἀφήσει να Τον ἀκουμπήσωμε λίγο… Δόξα Σοι ὁ Θεός
Πῶς ἤταν το ἀγγιγμα Του ; ρωτῶ . Τό ἌΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ; Δέν ὑπάρχει κάτι πιο μεγαλειῶδες στην ζωή μου. Δεν ὑπάρχει πιο μεγάλο, τι να πῶ. Γι αὐτό δεν ὑπάρχουν λόγια Γιάννη μου να το περιγράψεις. Ἤταν το πιό γλυκό ἄγγιγμα στην ζωή μου. Και εὔχομαι να το ἀγγίξει κι ἄλλος κοσμος.Ἤτανε ὅτι πιό γλυκό. Δεν ἔχω νοιώσει κάτι πιο γλυκό, ὁπότε δεν μπορῶ να το περιγρἀψω. Ἦταν πρωτόγνωρο… πρωτόγονο. Πρωτόγονο και πρωτόγνωρο. Και νομίζω πῶς μια φορά το νοιώθεις στην ζωή σου, δεν ἔχει δεύτερη. Ὅτι και να σοῦ συμβεῖ, νομίζω πῶς δεν ἔχει δεύτερη. Αὐτό ἔγινε πέρυσι. Δέν ἔγινε τώρα. Σιγά σιγά το συνειδητοποιῶ. Ἤταν μεγαλειῶδες. Και λέω κάποιος εἶναι στο δωμάτιο. Και κυτάω γύρω γύρω και δεν εἶναι κανείς στο δωμάτιο. Θυμάσαι πῶς ἤμουνα; Δεν ἔτρωγα, δεν σηκωνόμουνα ἀπό το κρεββάτι, πονοῦσα πάαρα πολύ. Ὄχι ὅπως τώρα, τότες πονοῦσα δυνατά. Τώρα δε
Αἰωνία της ἡ μνήμη..ν πονάω τόσο. Και ἀπό κείνη την μέρα πολύ σιγά και σταδιακά καλυτεύρευα. Γι’ αὐτό δεν το συνειδητοποίησα. Κατάλαβα ὅτι κάτι ἔγινε, ἀλλά ξέρεις δεν ἤταν κάτι συνταρακτικό να πῶ, μ΄ ἀκούμπησε κάτι στην ζωή μου και γίναμε ξαφνικά ὅλα στην ζωή μου διαφορετικά. Πολύ ἀργά και σταθερά ἄρχισα να τρώγω. Ἄρχισα να σηκώνομαι ἀπό το κρεββάτι, ἄρχισα να γίνομαι καλά. Πολύ ἀργά. Ἕνα χρόνο, ἕξι μῆνες. Δεν ξέρω. Δεν συγκράτησα χρόνο γιατί δεν συνειδητοποίησα ἐκείνη την ὦρα τί εἶχει γίνει. Το συνειδητοποίησα ἀργά. Κι ἐκεῖ πού το συνειδητοποίησα τὄχασα. Ἀφέθηκα πάλι. Ἀφέθηκα πάλι στις ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου. Κατάλαβες… Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ξεχνάει. Κι ἐγώ. Πόσο ἐγωιστές εἴμαστε. Και συνέχιζα η ζωή μου να κυλάει σε κανονικούς ρυθμούς, τώρα το ξανασυνειδητοποιῶ. Πιο μεστά. Λέω, Σταυρούλα εἶχες ξεχάσει. Και αὐτό μοῦ τὄπε ὁ γιατρός. Ὄχι για τον Θεό, γιατί ὁ γιατρός αὐτός δεν εἶναι με τον Θεό, ἀλλά κάποια στιγμή που ἔλεγα πώς εἶμαι καλά, να μοῦ κόψει τις θεραπείες και γκρίνιαζα, μου λέει. Ἔχεις ξεχάσει. Και θυμάμαι ὅτι μου τὄπες και σύ, και σύ μοῦ ἔχεις πεῖ αὐτή την κουβέντα ὅτι ἔχω ξεχάσει. Κι ὅταν μου τὄπες κι ἐσύ, λέω ἔχω ξεχάσει. Ἔβαλα τα δύο ξεχάσει μαζί, λέω ἔχουνε δίκιο. Ξαναγίνομαι ἕνα μικρό ἀνθρωπάκι. Και ξεχνάω. Και ξεχνάω. Ὄχι την ἀρρώστια. Μα τον Θεό.»


Ἡ Σταυρούλα, κόρη τοῦ γέροντος Θεοδώρου-Νείλου, ἐκοιμήθη 21 Ἰουλίου 2011, την ἐπομένη τοῦ προφήτη Ἤλιοῦ πού τόσο ἀγαποῦσε. Ἀντί συναξαρίου παραθέτω αὐτούσια ἀπομαγνητοφωνημένα λόγια της, που εἰπώθησαν στο νοσοκομεῖο στις 9 Ἰουνίου, ἐκεῖ στην μεθόριο προς τον Ἀγαπημένο της…. Χριστός Ἀνέστη ἀδερφή και καλή ἀντάμωση.

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Ασκήτρια μέσα στον κόσμο χωρίς πόδια.


Το τάμα της Γεθσημανής


Εξοδιαστικός λόγος σε μια γυναίκα «όνομα και πράγμα»



site analysis

(Επικήδειος στην κα. Αρετή Δράμαλη)

Πριν κάμποσα χρόνια, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, επιστρέφοντας στη Μητρόπολη ο μακαρίτης ο δεσπότης μας Μελέτιος, μου περιέγραφε έκπληκτος μια συνάντηση που είχε στον δρόμο, κατά σύμπτωση, με την κυρία Αρετή.

Την πείραζε πάντα και της έλεγε κάποιο αστείο λογοπαίγνιο, όταν την συναντούσε και τον πλησίαζε εκείνη να πάρει την ευχή του. Συνήθως της έλεγε: «Να ένα πρόσωπο, όνομα και πράγμα». Αυτό η κυρία Αρετή το άκουγε δύσφορα, και εκείνη τη μέρα του είπε μια απάντηση, η οποία κατέπληξε και εκείνον και εμένα και ηχεί ακόμη μέσα στην ψυχή μου. Του είπε: «Σεβασμιότατε, όταν η αρετή δεν φτάνει να γίνει αγάπη, άχρηστη είναι».

Έκπληκτος ο δεσπότης, επαναλάμβανε αυτόν τον λόγο: «Όταν η αρετή δεν φτάνει να γίνει αγάπη, άχρηστη είναι», λέγοντας ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι αγράμματοι και απλοϊκοί, που μεγαλώσανε και γεράσανε μέσα στην Εκκλησία και "ήπιανε" από τον αέρα και την ατμόσφαιρα της Εκκλησίας είναι εκπληκτικό ότι μπορέσανε να καταλάβουν (...κάμποσοι!) αυτό που περιγράφει η διδασκαλία της Εκκλησίας για μεγάλους και σοφούς ανθρώπους και ασκητές. Ότι δηλαδή σε ένα κτίριο δεν έχουν αξία οι σκαλωσιές αλλά το έργο. Δεν έχει αξία η αρετή αλλά η αγάπη, γιατί η αγάπη είναι το κτίριο. Οι σκαλωσιές χρειάζονται όσο χτίζεται το κτίριο!

Η κυρία Αρετή ήταν ένα πρόσωπο απλό, απλοϊκό θα λέγαμε, γεμάτο όμως με διάθεση θυσίας. Όμως προσπαθούσε να παρατηρεί τα λάθη της, προσπαθούσε να βλέπει τις ατέλειές της, προσπαθούσε να αντιλαμβάνεται τις κακίες της, τις οποίες διηγούνταν στην εξομολόγηση υπερβάλλοντάς τες με ταπείνωση αυτοσυνειδησίας.

Όταν ο δεσπότης, περιγράφοντας αυτή τη συνάντηση, μου έλεγε αυτά τα πράγματα, μου είπε εξ εαυτού και μια επί πλέον παρατήρηση: «Πάτερ, όταν ο άνθρωπος δεν έχει καρδιά, τι να τα κάνει όλα τα υπόλοιπα χαρίσματα; Χρειάζεται μια καρδιά η οποία να καταλάβει ότι οι αρετές μάς βοηθάνε να μάθουμε να αγαπάμε. Άμα δεν υπάρχει αυτό δεν μπορεί να κάνει θυσίες, σκέφτεται μόνο τον εαυτό του»!

Η κυρία Αρετή ήταν κυριολεκτικώς μια ενσάρκωση της θυσίας. Είχε ξεχάσει τον εαυτό της. Και ο Ναός του αγίου Χρυσοστόμου την ξέρει σε κάθε του άκρη και λεπτομέρεια, και το Γηροκομείο την ξέρει σε κάθε του γωνιά και σε κάθε ράφι του μαγειρείου. Όλη της η ημέρα ήταν μια θυσία. Είτε στο Γηροκομείο, είτε στον Ναό.

Αδελφοί μου, γράφει μια μεγάλη σοφή γυναίκα: «Θέλει πολλή αγάπη για να φτάσεις στην απόφαση να ζεις απλά, με έργα ταπεινά και ανιαρά» (Franҫoise Dolto). Κανένας μας δεν θέλει ταπεινά και ανιαρά έργα. Φανταζόμαστε όλοι μας ότι είμαστε πλασμένοι για τα πολύ μεγάλα. Όμως δεν βάζουμε καν το πόδι μας στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας, και δεν φτάνουμε ποτέ στο τελευταίο σκαλί, το οποίο υποτίθεται ονειρευόμαστε! Αυτή η γυναίκα, που λέει τα παραπάνω, ήταν μια μεγάλη ψυχίατρος και ψυχολόγος και αυτά τα έμαθε στην πράξη, ότι δηλαδή: «Θέλει πολλή αγάπη για να φτάσεις στην απόφαση να ζεις απλά, με έργα ταπεινά και ανιαρά».

Σήμερα, με την καρδιά γεμάτη και χαρά και θλίψη, προπέμπουμε την κυρία Αρετή στην αγκαλιά του Χριστού. Αυτόν Τον οποίο αγάπησε όλη της τη ζωή, για Τον οποίον έκανε θυσίες όλη της τη ζωή, Τον οποίον κατάλαβε ότι για να Τον γνωρίσει, πρέπει να μάθει να αγαπάει όπως αγαπούσε Εκείνος.

Ήρθαμε να Τον παρακαλέσουμε να την δεχθεί κατά την πρόθεσή της, να την δεχθεί κατά τους κόπους της, να την δεχθεί με τη διάθεση που έχει Αυτός, να παραγράφει τα λάθη μας. Γιατί ο Χριστός γράφει τα λάθη τα ανθρώπινα πάνω στη στάχτη, όχι πάνω στα μάρμαρα. Το πρόβλημα είναι από την πλευρά του ανθρώπου. Εάν θα γυρέψει δηλαδή από το Πνεύμα του Θεού ο καθένας μας να "φυσήξει" στην καρδιά του. Όταν "φυσήξει", θα σκορπίσει την στάχτη και μαζί της θα εξαφανιστούν και οι αμαρτίες οι ανθρώπινες!

Έτσι ελπίζουμε, πιστεύουμε και προσδοκούμε και για την κυρία Αρετή. Το Πνεύμα του Θεού φύσηξε και σκόρπισε τη στάχτη των αμαρτιών της και τώρα τη δέχεται ο Χριστός κατά την πρόθεση της αγάπης που είχε διάθεση να φτάσει, σε όποιο μέτρο και εάν έφτασε. Τα υπόλοιπα θα τα αναπληρώσει Εκείνος.

Ευχόμαστε να τη δεχθεί κοντά Του, και να τη γεμίσει παρηγοριά. Και με την αίσθηση ότι τώρα θα μπορεί να προσεύχεται περισσότερο και για την κόρη της που έμεινε πίσω, ώστε να αποκτήσει και εκείνη τον δυναμισμό και το περιεχόμενο που είχε αυτή, και να μπορέσει να περάσει τη ζωή της με την αναζήτηση ακριβώς μιας καρδιάς, η οποία θα έχει διάθεση θυσίας και προσφοράς, όχι μονάχα για να αποκτήσει κάποιες αρετές, αλλά για να αποκτήσει αγάπη.

Ο Θεός να δώσει, και για την μία και για την άλλη τα καλύτερα!

Αιωνία της η μνήμη.

ΠΗΓΗ.Enoriako.info

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης Ειρήνης, της μετονομασθείσης Ξένης μοναχής († 13 Αυγούστου)



site analysis
Η Παναγία με τον Χριστό ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ και την σύζυγό του Ειρήνη. Ψηφιδωτό στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης (1118).
Η Παναγία με τον Χριστό ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ και την σύζυγό του Ειρήνη. Ψηφιδωτό στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης (1118).
Έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ. και ήταν κόρη ωραία και ενάρετη. Αυτό το παρατήρησε ο βασιλιάς Αλέξιος ο Κομνηνός και την πάντρεψε με το γιο του Ιωάννη, τον επονομαζόμενο Καλοϊωάννη λόγω των πολλών του αρετών. Η ενάρετη λοιπόν βασίλισσα Ειρήνη, ξόδευε με απλοχεριά σε φιλανθρωπικά έργα, μόνη μάλιστα πήγαινε σε φτωχικές καλύβες, για να δώσει όχι μόνο χρήματα, αλλά και ανώτερη ενίσχυση και παρηγοριά της ελπίδας στο Χριστό. Επίσης έκτισε γηροκομεία και ξενώνες, και άφησε σ’ αυτά μεγάλα χρηματικά ποσά για την ασφαλή και άνετη συντήρηση τους. Στη συνέχεια όμως, η Ειρήνη δοκίμασε μεγάλες θλίψεις. Ο άντρας της σε μια εκστρατεία του στη Συρία το 1143, πέθανε. Αργότερα το ίδιο συνέβη και με τα δύο από τα τέσσερα παιδιά της. Τότε η Ειρήνη, θέλησε να βρει ανακούφιση στις θλίψεις της μέσα στη μοναχική ζωή. Αφού λοιπόν πήρε και τη συγκατάθεση του βασιλιά γιου της Μανουήλ, αποσύρθηκε στη μονή Παντοκράτορος, όπου και έγινε μοναχή, μετονομασθείσα Ξένη. Εκεί τη βρήκε ο θάνατος και την κήδευσαν με μεγάλη απλότητα, όπως η ίδια το επιθυμούσε. Διότι λίγο πριν πεθάνει έλεγε, ότι η βασίλισσα Ειρήνη είχε πεθάνει προ πολλού, και δεν έμενε πλέον παρά μόνο η μοναχή Ξένη.

Η Αγία Ευδοκία η Βασίλισσα († 13 Αυγούστου)



site analysis
Η αγία αυτοκράτειρα Ευδοκία. Εικόνα του 10ου αιώνα. Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης.
Η αγία αυτοκράτειρα Ευδοκία. Λεπτομέρεια εικόνας του 10ου αιώνα. Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης.
Ήταν κόρη του αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου και γεννήθηκε το 401 μ.Χ. Σπούδασε κατά τον καλύτερο τρόπο τη γραμματική, τη ρητορική και τη φιλοσοφία. Όταν πέθανε ο Λεόντιος, άφησε όλη την περιουσία του στους γιους του, και σ’ αυτή άφησε μόνο 100 χρυσά νομίσματα. Όταν, λοιπόν, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει τα κληρονομικά της δικαιώματα, παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο τον Β’, μέσω της αδελφής του Πουλχερίας, που είχε κατενθουσιαστεί από τα σπάνια χαρίσματα της αθηναίας κόρης. Έτσι βαπτίστηκε χριστιανή και πήρε το όνομα Ευδοκία, από Αθηναΐδα που την έλεγαν πρώτα. Η Ευδοκία από τη φύση της γυναίκα σεμνή, δεν ανακατεύθηκε καθόλου με τις βασιλικές υποθέσεις. Την είλκυσε περισσότερο η αλήθεια του Χριστού, γι’ αυτό και επεδίωξε να επισκεφθεί τους Άγιους Τόπους. Όταν ο σκοπός της πραγματοποιήθηκε, αισθάνθηκε την ψυχή της να φτερουγίζει στο θρόνο του Θεού. Η επιστροφή της, όμως, στη Βασιλεύουσα, επεφύλασσε εκπλήξεις. Οι σχέσεις της με τον Θεοδόσιο ψυχράνθηκαν, λόγω συκοφαντιών. Γι’ αυτό, με την άδεια του επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Και με προσευχή, μελέτη και «εν πάση ευσέβεια και σεμνότητι», τελείωσε τη ζωή της.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΦΙΛΟΘΕΗ ΓΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ



site analysis

. ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΧΑΤΖΗ.






ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΦΙΛΟΘΕΗ ΓΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ

Υπάρχουν άνθρωποι διαρκούς αγάπης και αυτό το γεγονός τους τοποθετεί μόνιμα πρώτα στην καρδιά κι έπειτα στη μνήμη προσώπων που τους συνάντησαν κάποτε.  Θ’ αναφερθούμε σε μια γυναίκα ορθάνοιχτης καρδιάς, μοναχή, ιεραπόστολο που απέδειξε ότι είμαστε ικανοί για αγάπη, είμαστε όντα αγάπης. Όποιος αγαπάει κερδίζει τελικά ταλαιπωρίες αλλά αυτό είναι προτιμότερο, γιατί οι ταλαιπωρίες πλατύνουν την καρδιά και γίνεται ανοικτός ο άνθρωπος. Έτσι μπορεί ν’ αγαπάει απεριόριστα και ν΄ αναδεικνύεται ως πρόσωπο χωρίς να επιδιώκει την ανάδειξη, λέει ο επίσκοπος Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέφτιτς.  


Η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη ήταν ένας άνθρωπος αγάπης που ακριβώς δεν επεδίωκε την ανάδειξη, ωστόσο οι συνάνθρωποί της, που τη γνώρισαν μαρτυρούν τη γερόντισσα μέχρι σήμερα και την αναδεικνύουν. Η ηγουμένη Φιλοθέη από το ιερό ησυχαστήριο Παναγίας Βρυούλων παραχώρησε στην “Ορθόδοξη αλήθεια” συνέντευξη που αφορά στην έρευνα που έκανε με την ευχή του Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου και την προτροπή του να συλλέξει στοιχεία από ανθρώπους που έζησαν από κοντά τη γερόντισσα Γαβριηλία. Η ηγουμένη μάς παραδίδει  στοιχεία μιας δυναμικής πορείας: «Αποφασίσαμε να το κάνουμε και να ερευνήσουμε τη ζωή αυτής της οσιακής μορφής. Εμείς γνωρίσαμε στο παρελθόν τη γερόντισσα μέσω του πνευματικού μας, του πατρός Γαβριήλ Τσάφου και αυτός ήταν ο λόγος που ο σεβασμιότατος απευθύνθηκε σ’ εμάς για να γίνει η έρευνα.


Ο γέροντάς μας ο πατήρ Γαβριήλ Τσάφος με καταγωγή από τα Βρύουλα της μικράς Ασίας ήταν εφημέριος στον Ιερό ναό αγίου Ανδρέου στην πλατεία Αμερικής και η γερόντισσα έμενε στο σπιτάκι της στην οδό Μηδείας πολύ κοντά στο ναό. Ήταν αγαπημένοι και στενοί φίλοι. Την έφερνε λοιπόν στο ναό και τη συναντούσαμε εκεί. Έτσι τη γνωρίσαμε. Εκείνοι οι δυο, είχαν βαθιά πνευματική σχέση και αγάπη μεταξύ τους. Υπάρχει ένα γράμμα προς τον πατέρα Γαβριήλ όπου η γερόντισσα του ζητά όταν πεθάνει να τη θάψουν στην περιοχή που είναι χτισμένο τώρα το μοναστήρι της Παναγίας των Βρυούλων. Το συγκλονιστικό βέβαια ήταν ότι όταν γραφόταν η επιστολή αυτή δεν υπήρχε καν μοναστήρι εκεί.


Στη γιορτή τους των Ταξιαρχών, όπου γιόρταζε κι εκείνη και ο πατήρ Γαβριήλ πήγαινε στη θεία  Λειτουργία και του προσέφερε πάντα μια ανθοδέσμη κ του έλεγε ο ένας “Γαβριήλ πάει στον άλλο Γαβριήλ” και ήταν τόσο μικροκαμωμένη που δεν φαινόταν το πρόσωπό της πίσω από τα λουλούδια. Έρχονταν να τη συναντήσουν πολλοί άνθρωποι, καλλιτέχνες, φοιτητές, του περιθωρίου, μικροί και μεγάλοι, άνθρωποι που είχαν ή δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία. Ωστόσο είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: Δεν ήθελε ανθρώπους “ξεκουρδισμένους” όπως έλεγε και  έστελνε πολλούς στον γέροντα για να εξομολογηθούν και να ξεκουραστούν. Έτσι αργότερα, αφού εξομολογηθούν θα έχουν μια κοινή γλώσσα και θα μπορούν να επικοινωνούν. Πολλά παιδιά που δεν θα ήταν αποδεκτά σε εκκλησιαστικούς χώρους γίνονταν αποδεκτά στον γέροντα Γαβριήλ και την γερόντισσα».  

Η ηγουμένη Φιλοθέη θα μας μιλήσει εξομολογητικά για την προσωπική της συνάντηση με τη γερόντισσα Γαβριηλία όταν η δεύτερη είναι ενενήντα ενός ετών και η πρώτη δεκαεννιά.


«Η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη ήταν η πρώτη μοναχή που είδα στη ζωή μου. Ήμουν δεκαεννιά ετών, φοιτήτρια της Θεολογίας και με έλεγαν Αναστασία εκείνη ήταν 91... Είχε έρθει να μας συναντήσει στο ναό του αγίου Ανδρέα  την παραμονή της εορτής της Αγίας Φιλοθέης το 1988. Θαύμασα ότι είχε διαύγεια πνεύματος και καθαρότητα προσώπου σαν μικρού παιδιού. Απαντούσε σε όλες μας τις ερωτήσεις και μας έδινε μια ευχούλα ξεχωριστά στον καθένα. Πολύ σύντομα την επισκέφθηκα στο σπίτι της και κάθισα μαζί της μία ώρα. Είπα μέσα μου “Τι ωραία, αν είναι έτσι ο μοναχισμός, μου αρέσει! Αν είναι έτσι η εκκλησία ωραία είναι, εδώ θα μείνουμε”. Ό,τι έκανε το έκανε με λεβεντιά και χαρά, έδινε συνέχεια ευχές και έλαμπε από χαρά το πρόσωπό της. Πριν πάω να συναντήσω τη γερόντισσα είχα ατύχημα κατεβαίνοντας από ένα τρόλεϊ γιατί ήμουν πολύ βιαστική και χτύπησα σοβαρά το γόνατό μου. Σκέφτηκα πως ήταν λάθος μου να βιάζομαι και πως είχα μια αίσθηση ανωτερότητας και έπαρσης εκείνες τις ώρες, ένα λάθος αίσθημα πως είμαι “κάποια” και αφού αντιλήφθηκα αυτή την αστοχία μου  απάντησα στον εαυτό μου: “Καλά να πάθεις που χτύπησες έτσι για να μάθεις να περηφανεύεσαι, το έκανε ο Θεός για να συνέλθεις”. Όταν λοιπόν τη συνάντησα στο σπίτι της, στην οδό Λυδίας, της εξομολογήθηκα το γεγονός αλλά και τις σκέψεις μου. Όταν το άκουσε σηκώθηκε, άνοιξε τα χέρια της, με αγκάλιασε και είπε: «Μπράβο, έτσι να κάνεις, πολύ καλά, μπράβο, έτσι πρέπει να κάνεις, κι όχι να λες “αχ τι έπαθα, τι κακό με βρήκε, τι γρουσούζικη μέρα”». Για να με ενισχύσει αναφέρθηκε σ’ ένα περιστατικό από τη ζωή της, όταν κακομίλησε κάποτε σ’ έναν φαντάρο που έβγαζε φωτογραφίες στο μοναστήρι και αμέσως την έπιασε δυνατός πονοκέφαλος και αυτό το ερμήνευσε ότι ήταν μια πληροφορία από τους αγγέλους που σεβόταν και αγαπούσε ιδιαίτερα, ότι δεν φέρθηκε σωστά. Αμέσως του ζήτησε συγνώμη και αυτοστιγμή τής πέρασε ο πονοκέφαλος. Σε όλη της τη ζωή η γερόντισσα αν αρρώσταινε έλεγε ότι εκείνη σε κάτι έφταιξε. Ποτέ δεν πίστεψε ότι κάποιος την κόλλησε κάποια ασθένεια ή ότι άλλος εκτός από την ίδια φταίει.  Εκείνη την εποχή πρωτογνώριζα την Εκκλησία και είχα έναν φίλο που ήταν μάγος, μπλεγμένος άνθρωπος. Του γνωστοποίησα ότι θα συναντούσα τη μοναχή Γαβριηλία και του πρότεινα να έρθει μαζί μου. Εκείνος έδειξε σα να τον χτύπησε δυνατό ρεύμα  και αρνήθηκε να με ακολουθήσει. Το ανέφερα στη γερόντισσα χωρίς να της πω ότι ήταν μπλεγμένος με τη μαγεία και τότε  μου απάντησε με ένταση “μακριά, μακριά, μακριά” σα να κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Ο άνθρωπος αυτός απομακρύνθηκε από μόνος του από τη ζωή μου. Επίσης ήθελα να γίνω Ιεραπόστολος και να δώσω στην Εκκλησία και όχι μόνο να πάρω. Απάντησε ακαριαία με ευχές και χαρά χωρίς δεύτερες σκέψεις και απαισιοδοξίες, ήταν ανοιχτή και πίστευε στον Θεό. Της είπα πολλά και ένιωσα ότι τη ζάλισα:
- Σας κούρασα γερόντισσα!
-  Όχι, πόσο χρονών είσαι;
- Δεκαεννιά
- Κι εγώ.
Πετούσα όταν έφυγα.»




Η γερόντισσα Φιλοθέη μάς μεταφέρει και αναλύει στη συνέχεια, στοιχεία του δυναμικού αλλά και βαθιά χριστιανικού βίου της μοναχής Γαβριηλίας.       

 «Αργότερα τη συναντήσαμε με τον πατέρα Γαβριήλ στο μετόχι του αγίου Νεκταρίου, στο μοναστηράκι της αγίας Σκέπης στην Αίγινα, όπου έμεινε ένα χρόνο. Εκεί που κατοικούσε σ’ ένα κελάκι ήταν πολύ όμορφα απλά και ταπεινά. Ο γέροντάς μας, μικρασιάτης, του αρέσει πάντα το ωραίο και το περιποιημένο, άρχισε να της προτείνει να φτιάξει κάποια πράγματα εδώ κι εκεί και παραπέρα. Τότε η γερόντισσα ευγενικά τον διέκοψε: «Πάτερ δεν θα φτιάξω τίποτα, εδώ όσοι έρχονται θα επισκέπτονται το φτωχό μοναστηράκι». Μετά πήγε στη Λέρο και έπειτα από περίπου δυο χρόνια κοιμήθηκε.


Στην έρευνα που κάναμε για τη γερόντισσα από πρόσωπα που τη συνάντησαν καταγράφονται αναφορές από  ανθρώπους με διαφορετικό χαρακτήρα, ηλικία, αλλά και διαφορετικές χώρες, συχνά με άλλες παραδόσεις. Μίλησα με παραπάνω από εξήντα ανθρώπους και το κοινό στοιχείο, στο οποίο όλοι συμφωνούν ότι υπήρχε σε αυτή την όμορφη ψυχή ήταν η αγάπη και η αποδοχή. Δεν σκεφτόσουν τι θα έπρεπε να φορέσεις όταν πας να την επισκεφθείς, πώς θα φερθείς επειδή είναι μοναχή. Κοντά της όλοι νιώθαμε σαν το σπίτι μας, ότι εδώ περνάμε καλά και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πάμε κάπου αλλού. Δεν υπήρχε αυτό που λέμε “Α, αυτή είναι καλόγρια”. Η γυναίκα αυτή γινόταν ο άλλος, γινόταν ο εαυτός σου, σε σημείο σκανδαλώδες. Πήγαινε κάποιος που δεν είχε καμμιά σχέση με τον Χριστό και τον άκουγε να ξεστομίζει το πιο αποκρουστικό πράγμα και δεν έκανε μορφασμό, να τον κάνει να νιώσει άσχημα. Εκείνη δεν υπήρχε, ο εαυτός της ήταν ο άλλος. Το χαρακτηριστικό της ήταν ότι κένωνε τον εαυτό της.  Όταν έφευγε ο άνθρωπος αυτός, η γερόντισσα δεν καθόταν να σκεφτεί και να πει “Αχ το καημένο το παιδάκι τι θα γίνει τώρα!”.  Ήξερε ότι ο Ένας σώζει. Εκείνη τον είχε τον ταλαίπωρο στην προσευχή της και ησύχαζε γνωρίζοντας  ότι Άλλος θα τον σώσει κι όχι η ίδια. Μπορούσε να δει και να βοηθήσει πολλούς ανθρώπους κάθε μέρα, με αυτό τον τρόπο. Παντού εργαζόταν Ιεραποστολικά: στο κελάκι της στη Μηδείας, ή στα Ιμαλάια και το πρόσωπο του αδελφού ήταν η αφορμή. Βέβαια σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω ότι η γερόντισσα Γαβριηλία επαναλάμβανε ότι την αγάπη που είχε για τους ανθρώπους την όφειλε στον Θεό και στη ζωή που έζησε στα πρώτα παιδικά της χρόνια. Είχε πολλή αγάπη για τους ανθρώπους γιατί πήρε πολλή αγάπη από την οικογένειά της. Είχε ισχυρό δεσμό με τη μητέρα της και όταν έφυγε από τη ζωή, τότε δόθηκε ολοκληρωτικά στον Χριστό. Ανοίχτηκε στους ανθρώπους έχοντας σαν παράδειγμα την αγάπη της μητέρας της στους άλλους. Αναφερόταν συχνά στην εξωτερική ιεραποστολή, χωρίς να δείχνει ότι είχε κάνει κάτι σπουδαίο. Η γερόντισσα Γαβριηλία ήταν πάντα  απλή, μπορούσε να ζει στο παλάτι τής Ίντιρα Γκάντι, και λίγο μετά  σε καλύβα Ινδού. Τη μια φορά ήταν καλεσμένη στους μαχαραγιάδες και την άλλη σε μια τρώγλη και βοηθούσε τα παιδιά στον τόπο των λεπρών. Μια φορά μάλιστα όταν ήταν πλέον μοναχή και βρισκόταν στο παλάτι, η Ίντιρα Γκάντι τη σύστησε σε έναν επιφανή πολιτικό ως φυσιοθεραπεύτρια και ορθόδοξη μοναχή. Τότε ο πολιτικός νομίζοντας πως είναι καθολική όπως η μητέρα Τερέζα, ρώτησε εάν προέρχεται από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και τότε η Ινδή πρωθυπουργός απάντησε “Όχι, όχι είναι κάτι τελείως διαφορετικό”.





Από το βίωμά της φαινόταν ο χαρακτήρας της. Επικοινωνούσε με τους ανθρώπους με το χάδι, το χαμόγελο, την αγάπη, την προσευχή. Αυτή ήταν η διδασκαλία της, συχνά βέβαια δίδασκε και με άλλους τρόπους: Όταν ζούσε στην οδό Μηδείας μαζί με τη μοναχή Αυγουστίνα η δεύτερη μας διασώζει μια όμορφη ιστορία. Ήταν Τετάρτη και είχαν πάει κάποιες κυρίες να την επισκεφθούν, σε λίγο άρχισαν το κουτσομπολιό και κατηγορούσαν κάποιες γυναίκες. Τότε θύμωσε η γερόντισσα, σηκώθηκε, πήγε στο ψυγείο, πήρε ένα κομμάτι τυρί και τους το πέταξε. Εκείνες αναρωτήθηκαν γιατί τους έδωσε να φάνε τυρί με τέτοιο τρόπο και σε ημέρα νηστείας. Η απάντησή της “Τόση ώρα τρώτε τις σάρκες των άλλων, ε, φάτε και τυρί”. Θεωρούσε ότι η αρχή για να καταφέρεις κάτι στην πνευματική ζωή ήταν η αυτομεμψία και η αυτοκριτική και όχι η κατάκριση των  άλλων.  Με αυτό κρατούσε το νου της στραμμένο στον Θεό και δεν διασπούσε την προσευχή της.  


 Έδινε ιδιαίτερη σημασία στην προσευχή. Αφιέρωνε κάποιες ώρες την ημέρα και κάποιες μέρες στην εβδομάδα στην προσευχή και μόνο τότε δεν δεχόταν κόσμο. Γνωρίζουμε από τα χαρτιά που άφηνε πως  έγραφε μερικές φορές την προσευχή της, δηλαδή προσευχόταν γράφοντας, άλλοτε τον “εξάψαλμο”, άλλοτε το “Κύριε ελέησον”, ή το “Δόξα σοι ο Θεός”. Μάλιστα καθώς γερνούσε, τα γραμματάκια της ήταν τρεμουλιαστά. Αγαπούσε πολύ την προσευχή. Όταν ήμουν φοιτήτρια και την είχα πρωτοσυναντήσει τη ρώτησα για τον τρόπο που θα μπορούσα να προσεύχομαι με την προσευχή του Ιησού και τότε με διαφώτισε: «Θα πιάνεις το σφυγμό σου και με το ρυθμό του σφυγμού σου θα λες το “Kύριε ελέησον”, θα τρως και θα λες “Kύριε ελέησον”, θα πλένεις το πρόσωπό σου και πάλι “Kύριε ελέησον”. Να δοξολογείς τον Θεό. Tο ξέχασες; Δεν πειράζει συνέχισε πάλι από την αρχή». Ένας ψυχίατρος πολύ γνωστός σήμερα, πνευματικό της παιδί, έλεγε γι’ αυτήν πως ένα σημαντικό στοιχείο  του χαρακτήρα της ήταν πως κοντά της δεν ένιωθες ένοχος, σε απελευθέρωνε. Σου έδειχνε πως η σχέση σου με τον Θεό δεν ξεκινούσε με τις ενοχές, αλλά με το γεγονός ότι θέλεις τη σχέση με τον Θεό, τον Χριστό. Να λες τ’ όνομά Του με αγάπη κι έρωτα».





Η ηγουμένη Φιλοθέη μάς εμπιστεύεται  μέρος της έρευνάς της, από την αποκαλυπτική  συνομιλία της με τις αδελφές νοσοκόμες στην κλινική “Παμμακάριστος” που νοσηλευόταν η μοναχή Γαβριηλία όταν έπασχε από τη νόσο του καρκίνου: «Κάποτε αρρώστησε από καρκίνο και νοσηλεύτηκε σε μια κλινική κοντά στον άγιο Ανδρέα. Οι νοσοκόμες που τη φρόντιζαν διαφύλαξαν συγκλονιστικές μαρτυρίες για εκείνη. Έμαθα από αυτές για την ηρεμία με την οποία αντιμετώπισε την ασθένειά της, αλλά και τη δυνατή πίστη της. Νήστευε κατά τη διάρκεια που νοσηλευόταν κι όταν της έλεγαν οι αδελφές να φάει γιατί θα έπεφτε κάτω, εκείνη αρνιόταν απαντώντας: “Μα δεν έχω καρκίνο στην ψυχή, στο σώμα μου έχω”. Μάλιστα μιλούσε στον καρκίνο της και του έλεγε: “Άντε καρκινάκι μου, πολύ έκατσες”. Μέχρι που ήρθε το Πάσχα ανήμερα και θεραπεύτηκε».


Πώς όμως αντιμετώπιζε το θάνατο αυτή η ατρόμητη ψυχή; Από τα λεγόμενα της ηγουμένης Φιλοθέης αντιλαμβανόμαστε ότι η γερόντισσα Γαβριηλία  ως αληθινή χριστιανή δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο θάνατος ήταν το τέλος. Ας αφήσουμε τη διήγηση στην ίδια την ηγουμένη:
         

           «Δεν φοβόταν το θάνατο, τον παρομοίαζε μ’ ένα μαντρότοιχο και τον άνθρωπο μ’ ένα λουλούδι, του οποίου ο βλαστός, περνάει τον τοίχο μέσα από μια τρύπα και βγαίνει από την άλλη πλευρά που δεν τη βλέπουμε. Το τριανταφυλλάκι άνθισε στην άλλη μεριά του τοίχου κι εμείς δεν μπορούμε να το δούμε αυτό. Όμως το λουλούδι άνθισε. ΄Ετσι παρίστανε το θάνατο. Είχε σχέση αγάπης με τον Χριστό και δεν τον φοβόταν. Στο τέλος, στις 28 Μαρτίου του 1992,  έφυγε ειρηνικά και οι άνθρωποι γύρω της ένιωθαν μια γλυκόπικρη χαρά. Ο Γενικός αρχιερατικός  επίτροπος στη Λέρο, ο πατήρ Νικόδημος, ήταν στην εξόδιο ακολουθία της στο νησί της Λέρου. Εκεί, όσοι σήκωσαν το φέρετρό της  το ένιωσαν ελαφρύ. Οι κάτοικοι της Λέρου μάς μετέφεραν ότι ένιωσαν ένα  αίσθημα ανάπαυσης, αλλά είχαν και την αίσθηση της παρουσίας της.  Η γερόντισσα είχε  πάρει άδεια να χτιστεί στην περιοχή ένα μοναστηράκι, πριν φύγει για την άλλη ζωή. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να το δει να δημιουργείται κι όταν πια κοιμήθηκε την έθαψαν στο κάστρο απ’ όπου έβλεπε τη μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, την πόλη καταγωγής της. Βέβαια η ίδια είχε εκφράσει το θέλημά της να τη θάψουν στο ψυχιατρείο της Λέρου, πράγμα το οποίο δεν έγινε όπως καταλαβαίνετε. Μέχρι σήμερα έρχονται πολλοί να προσκυνήσουν στον τάφο της από πολλά μέρη».
         



           Ευχαριστούμε την ηγουμένη Φιλοθέη για την εμπιστοσύνη και τη μοιρασιά με εμάς και τους αναγνώστες μας. Στους κεκοιμημένους μιλάμε ελεύθερα, χωρίς να τους ντρεπόμαστε, στους αγίους το ίδιο. Έχουμε ανάγκη να ρίχνουμε φως στη ζωή τους στη γη και υποκλινόμαστε σιωπηλά στα νέα τους δεδομένα, της άλλης όχθης, της άλλης πλευράς του μαντρότοιχου, που έλεγε κι εμψύχωνε  η γερόντισσα Γαβριηλία και  την παρακαλούμε να μας δείξει με κάποιο τρόπο το τριαντάφυλλο, όπως άνθισε στον καινούργιο τόπο.

ΥΓ
Την1η Αυγούστου του 2018 ημέρα που η συνέντευξη έπαιρνε το δρόμο για το τυπγραφείο μάθαμε ότι ο γέροντας Γαβριήλ Τσάφος εκοιμήθη και έφυγε για να συναντήσει τον Δημιουργό του αλλά και την συνονόματη του γερόντισσα Γαβριηλία. Ήταν η ψυχή του αγίου Ανδρέα, στην πλατεία Αμερικής. Ένας αθόρυβος ιερουργός με τεράστιο έργο. Μιλούσε συχνά για την καταγωγή του που τον καθόρισε, αναφερόταν στην αξία της καρδιακότητας στην ανθρώπινη ζωή. Όπως δήλωσε ο π.Αλέξανδρος Καρυώτογλου: 25 χρόνια υπηρέτησα ως ψάλτης στο εκκλησάκι του αγ. Ανδρέα μετά από πρόσκληση του π. Γαβριήλ, τον οποίο γνώριζα από τα φοιτητικά μου και φοιτητικά του χρόνια. 'Ανθρωπος σπάνιας και γνήσιας αγάπης. Ανθρωπιά, χιούμορ, πίστη βαθιά και ουσιαστική. Μετά το Πάσχα λειτούργησα στο Μοναστήρι, κοιταχτήκαμε στα μάτια, με φίλησε και τον φίλησα. Στο νοσοκομείο ίσως να με αναγνώρισε, τον χαϊδεψα. Θεανθρώπινες καταστάσεις. Καλό σου ταξίδι, φίλε Γιώργο και  συλλειτουργέ π. Γαβριήλ. Οι Μικρασιάτες των Βρυούλων που τόσο αγάπησες σε περιμένουν και τόσοι άλλοι....



Σοφία Χατζή
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

Η Μοναχή Αγαθονίκη, η πρώην Τουρκάλα Αλή μουλά, είναι μιά συγκινητική ιστορία.



site analysis

Γεννήθηκε στή Μ. Ασία. Ο πατέρας της ήταν Χότζας - οθωμανός ιερέας. Ήταν σοφός άνθρωπος και πολλοί τον επεσκέπτοντο καθημερινά για να ζητήσουν τη συμβουλή του. Η κόρη του η Αλή μουλά, η κατόπιν ονομασθείσα Σοφία, αγαπούσε πολύ τούς χριστιανούς Έλληνες. Μια μέρα στη γειτονιά της μια χριστιανή είχε καλέσει τον ιερέα για ευχέλαιο. Όταν τελείωσε, έτρεξε η Αλή μουλά και τον παρεκάλεσε να της κάνει και εκείνης το ευχέλαιο. Ο ιερέας φοβούμενος, ότι μέ τυχόν άρνησή του ήταν δυνατόν να δυσαρεστούσε την κόρη του Χότζα και να είχε συνέπειες, της έκαμε το ευχέλαιο και της υπέδειξε να μη πετάξει το άγιο λάδι σε ακατάλληλο τόπο. Εκείνη τότε ήπιε όλο το ευχέλαιο από ευλάβεια. Το ίδιο βράδυ είδε στον ύπνο της τον Τίμιο Πρόδρομο να της λέγει: «Καλό είναι αυτό πού έκαμες, αλλ’ αν δεν γίνεις χριστιανή δεν ωφελείσαι». Συγκλονισμένη από το όραμα και γεμάτη ζήλο για την Ορθοδοξία εγκατέλειψε το σπίτι της κι έφθασε στη Μυτιλήνη. Από εκεί έφθασε στις Σέρρες όπου κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε χριστιανή με το όνομα Σοφία. Με υπόδειξη της Παναγίας έφθασε στην Τήνο όπου επί πολλές νύκτες αγρύπνησε στις σκάλες της Εκκλησίας παρακαλώντας την Θεοτόκο να της δείξει δρόμο σωτηρίας. Κατέληξε στο Μοναστήρι τού Κεχροβουνίου όπου έγινε Μοναχή και πέρασε τη ζωή της συνεχώς με το κατά Θεόν πένθος. Έκλαιε ακατάπαυστα και είχε μια ανείπωτη εσωτερική χαρά. Συνέβη ό,τι γράφει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Όστις εν πένθει διηνεκεί κατά Θεόν πορεύεται, ούτος καθ’ ημέραν εορτάζων ου παύεται» (Ι. Κλίμακος, Λόγος Ζ΄, Περί χαροποιού πένθους, § λη΄). Αυτή η χαρμολύπη ζωγραφιζόταν στό πρόσωπό της. Ήταν απλή, εγκρατής, νηστευτής. Αγία μορφή. Εκοιμήθη στις μέρες μας οσιακά με το όνομα τού αγαπημένου της Ιησού στα χείλη.
Από το Βιβλίο ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΚΕΧΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΝΟΥ του Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ ΑΒΕΕ www.eptalofos.gr

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΗΣ ΣΙΧΛΑ(+7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)



site analysis

Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΗΣ ΣΙΧΛΑ

Η είσοδος στο σπήλαιο όπου έζησε η αγία 40 χρόνια


Η Οσία Θεοδώρα γεννήθηκε το 1650 στην κοινότητα Βινατόρι νομού Νεαμτς της Ρουμανίας .Παντρεύτηκε αλλά δεν έκανε παιδιά.Η μοναχική της κουρά έγινε στη μονή Βαρζαρέστι του Μπουζάου.Μετά την εισβολή των Τούρκων στην περιοχή η Οσία Θεοδώρα μαζί με την ηγουμένη Παισία κρύφτηκαν στα βουνά της Βράντσεα.
Όταν πέθανε η ηγουμένη,η Οσία Θεοδώρα αποτραβήχτηκε στα βουνά του Νεάμτς.Με την ευλογία του ηγουμένου της Σιχαστρίας αποτραβήχθηκε σε ερημική περιοχή κοντά στην Σκήτη Σίχλα σε μία σπηλιά όπου ασκήτεψε 40 χρόνια.Εκεί εκοιμήθη.Το λείψανό της έμεινε στο σπήλαιο μέχρι το 1830 όταν η οικογένεια του ηγεμόνος Μιχαήλ Στούρζα τοποθέτησε το άφθαρτο λείψανο σε μια λάρνακα και ετέθησαν προς προσκύνηση στον ναό της Σκήτης Σίχλα την οποία πρόσφατα είχε ανακαινίσει ο ηγεμόνας
Το 1856 αυτή η οικογένεια εδώρησε τα λείψανά της στην Μονή Πέτσερσκα στο Κίεβο σε αντάλλαγμα κάποιων ιερατικών και αρχιερατικώναμφίων.Τώρα το άφθαρτο λειψανοτης Οσίας Θεοδώρας από τη Σίχλα βρίσκονται στη Μονή των Σπηλαίων(Λάυρα Πετσέρσκα).Η μνήμη της τιμάται στις 7 Αυγούστου
πηγη.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Δέσποινα, μια καρκινοπαθής χριστιανή σύζυγος & μητέρα



site analysis


 Μια αγία της διπλανής πόρτας, σε μια εποχή που ο καρκίνος θερίζει και που όλοι έχουμε γίνει δειλοί ως προς το αιώνιο & αναπόφευκτο ταξίδι μας
Το ευλογημένο (αν είμαστε αληθινοί χριστιανοί) ταξίδι μας




Πρότυπο χριστιανικής αγάπης υπήρξε η Δέσποινα, μητέρα δύο αγοριών, εκ των οποίων ο μικρότερος έγινε μετά την κοίμησή της μοναχός στην Ιερά Μονή Γρηγορίου στον Άθωνα. Όλοι οι φτωχοί, οι γέροι και οι ασθενείς της περιοχής που ζούσε, περίμεναν παρηγοριά και ανάπαυσι απ΄ αυτή. Πολλές φορές άφηνε δουλειές του σπιτιού, με την συγκατάθεσι βέβαια του συζύγου της, και έτρεχε στα φτωχικά σπίτια για να περιποιηθή τα γεροντάκια. Αν δεν τους καθάριζε το σπίτι, δεν τους έλουζε και δεν τους τάϊζε, δεν έφευγε, έστω κι αν η ώρα ήταν περασμένη.
Πολλά χρόνια μετά τον θάνατο της, αν καμμιά ευγενική γυναίκα περιποιόταν με ιδιαίτερη φροντίδα ωρισμένα τυφλά γεροντάκια, τη ρωτούσαν: «Μήπως είσαι η Δέσποινα;»
Την πορεία της θανατηφόρου ασθενείας και το τέλος της ενάρετης αυτής μητέρας μας τα περιέγραψε ο μοναχός γιός της:

«Τη Μεγάλη Δευτέρα του 1971 η μητέρα μου έκανε εξετάσεις και έβγαλε ακτίνες. Εκεί φάνηκε καθαρά ότι είχε καρκίνο και μάλιστα σε πολύ προχωρημένο στάδιο! Σ΄ αυτήν, όπως και σε μένα, είπαν ότι έχει εχινόκοκκο και με μια εγχείρησι θα γίνη καλά. Από τότε άρχισα να βλέπω τη μητέρα μου πιο συγκεντρωμένη στον εαυτό της και φαινόταν σαν να ήξερε ότι συνέβαινε κάτι πολύ σοβαρό.
Αμέσως μετά την Ανάσταση την πήγαν στη Θεσσαλονίκη και με τη συνεργασία του τότε υφηγητού της Ιατρικής κ. Αλετρά και του επιμελητού κ. Κατσώχη, μπήκε στο Α.Χ.Ε.Π.Α. Έγινε γρήγορα η εγχείρησις, η οποία κράτησε 7 ½ ώρες περίπου. Τα πάντα μέσα της είχαν καρκίνο! Προσπάθησαν να της αφαιρέσουν ότι μπορούσαν. Έβγαλαν ολόκληρο το στομάχι, γιατί ήταν σάπιο, και ένωσαν τον οισοφάγο με το τέλος του δωδεκαδάκτυλου. Επίσης καθάρισαν τον καρκίνο από τα νεφρά, ήπαρ κλπ. Η τομή, που είχε στο σώμα της, ήταν γύρω στα 70 εκατοστά. Είχε αλλάξει τόσο πολύ μετά την έγχείρησι, που δυσκολεύτηκα να τη γνωρίσω!
Εν τω μεταξύ κατά τη διάρκεια των εξετάσεων στο νοσοκομείο, ξέχασαν μια μέρα οι γιατροί τα χαρτιά που αφορούσαν την ασθένεια της μητέρας μου στο κομοδίνο της και επειδή η ίδια δούλευε παλαιότερα σε φαρμακείο και ήξερε την ορολογία των ασθενειών, κατάλαβε αμέσως την πάθησί της. Όμως ποτέ δεν εκδηλωνόταν ότι το ξέρει! Πάντα μπροστά μας έλεγε ότι θα γίνη καλά. Μόνον ο πατέρας μου μετά τον θάνατο της, μας είπε την αντίδρασί της: Μόλις το έμαθε, αμέσως έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό και είπε:
Σ΄ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μ΄ επισκέφθηκες τόσο νωρίς! Δος μου σε παρακαλώ δύναμι και υπομονή μέχρι το τέλος της ζωής μου. 

Στο νοσοκομείο κάθησε 20 μέρες μέχρι να κλείσουν οι πληγές. Τρεφόταν από ένα σωληνάκι που είχε στη στομαχική χώρα και επειδή της είχαν αφαιρέσει το στομάχι, αρκούσε ένα φλυτζάνι τσάϊ για να χόρταση. Γι΄ αυτό έπρεπε να τρώη κάθε δύο-τρεις ώρες.
Μόλις βγήκε από το νοσοκομείο, στην κρίσιμη εκείνη στιγμή της υγείας της, ο οργανισμός της αντέδρασε αρνητικά. Άρχισε να κάνη επανειλημμένα εμετούς περίπου 30-40 φορές την ημέρα. Τη βάλαμε αμέσως πάλι στο Α.Χ.Ε.Π.Α. Δυστυχώς οι γιατροί δεν κατάφεραν απολύτως τίποτε! Μόλις έβαζε κάτι στον οργανισμό της, αυτός το απωθούσε. Άρχισε να έχη τρομερούς πόνους και μια απερίγραπτη στενοχώρια. Καθημερινά είχε πραγματική μάχη με τον εαυτό της.
Όμως αυτό δεν την εμπόδιζε καθόλου στις σχέσεις της με τον Θεό! 
Η ψυχή της πετούσε, όπως και πρίν, που ήταν υγιής. Ήταν πάντοτε πρόσχαρη και μέχρι τα τελευταία της ενδιαφερόταν για κάθε τι που συνέβαινε στο σπίτι και έδινε λύσεις. Σ΄ ένα τόσο μεγάλο νοσοκομείο, όπως είναι το Α.Χ.Ε.Π.Α., είχε γίνει το κέντρο των συζητήσεων. Ιδιαίτερα στο θάλαμο της έγινε ιεραπόστολος! Θυμάμαι ότι είχε επηρεάσει και μια κοινή γυναίκα, που είχε κι αυτή καρκίνο, και είχε τόσο πολύ αλλοιωθή από τη συμπεριφορά της, ώστε ήρθε σε μετάνοια προ του τέλους της. Δεν ξεχνούσε επίσης τη μελέτη διαφόρων βίων αγίων καθώς και ποικίλων προσευχών. Μάλιστα, είχε εξομολογηθή κι ένιωθε έτοιμη για το «μεγάλο ταξίδι».
 
Όσο ήταν στο νοσοκομείο, η μόνη αγωνία της ήταν αν θα μπορούσε να συμφιλιωθή με μια οικογένεια, που από αρκετά χρόνια κρατούσε κακία απέναντι της. Όμως ο Θεός δεν της στέρησε κι αυτό το θέλημα. Θυμάμαι, ήταν Κυριακή, και κατά τη διάρκεια του επισκεπτηρίου ήρθε η γυναίκα από την παραπάνω οικογένεια και συντετριμμένη από το σφάλμα της έπεσε στην αγκαλιά της κλαίγοντας συνέχεια. Έπειτα από λίγο ήρθε και ο άνδρας της και συμφιλιώθηκε μαζί της. Εκείνη η μέρα ήταν σωστό πανηγύρι για τη μητέρα μου. Συνεχώς δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Θεό για την εμφανή επίσκεψί του.
Τη δεύτερη φορά κάθησε άλλες 20 μέρες στο Α.Χ.Ε.Π.Α. Αυτές ήταν που διέλυσαν κάθε ελπίδα βελτιώσεως της υγείας της. Μετά τη φέραμε στο σπίτι μας, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Την Τρίτη 26 Οκτωβρίου, την ημέρα που γιόρταζε ο πατέρας μου, είχαμε χαρές. Βγήκαν τ΄ αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων στις ανώτατες σχολές, και ο αδελφός μου είχε περάσει όγδοος στο Πολυτεχνείο της Πάτρας! Θυμάμαι τότε, η μητέρα μου έδειχνε πολύ ευχαριστημένη. Μόλις το έμαθε, ευχαρίστησε θερμά τον Κύριο, μ΄ όση δύναμι της απέμεινε, και είπε την εξής ευχή:
Μακάρι ν΄ αξιώση ο Θεός όλες τις μανούλες του κόσμου να γευθούν αυτή τη χαρά. 



Αλλά το ευχάριστο παραμερίστηκε. Ο πόνος ήταν μεγαλύτερος. Η κατάστασίς της διαρκώς χειροτέρευε. Την επομένη πρότεινε από μόνη της να κοινωνήση τα Άχραντα Μυστήρια. Τότε, για πρώτη φορά άκουγα τις ευχές της Θείας Μεταλήψεως, που τις έλεγε απ΄ έξω η μητέρα μου. Κοινώνησε με πολλή χαρά το Σώμα και το Αίμα του Δεσπότου Χριστού μας νιώθοντας βαθιά ότι κοινωνεί «εις έφόδιον ζωής αιωνίου».
Το Σάββατο 30 Οκτωβρίου, ο πατέρας μου και ο αδελφός μου έβγαλαν εισιτήριο για να πάνε στην Πάτρα για την τακτοποίησι του αδελφού μου στην καινούργια του κατοικία. Αλλά κατά το απόγευμα η μητέρα μου τους παρακάλεσε ν΄ αναβάλουν το ταξίδι τους, γιατί δεν αισθανόταν καλά. Τους το είχε πει καθαρά:
Θα πεθάνω απόψε! Γι΄ αυτό να τακτοποιήσουμε το σπίτι, να είναι έτοιμο για την κηδεία. 

Η ίδια πρότεινε να στρώσουν τα χειμωνιάτικα στρωσίδια στα δωμάτια και μάλιστα είχε σηκωθή και κατεύθυνε την τακτοποίησί τους. Μετά ο πατέρας μου πήγε να ειδοποίηση όλους τους συγγενείς, να έρθουν για να περάσουν μαζί της το τελευταίο της βράδυ στη γη. Έτσι στο δωμάτιο ήταν ο πατέρας μου, ο αδελφός μου, η μητέρα της, η αδελφή της, η γιαγιά της, δύο θείες της και άλλες εξαδέλφες της, που είχε μαζί τους στενό σύνδεσμο.
Οι στιγμές που κυλούσαν ήταν συγκλονιστικές. Όλοι κλαίγαμε. Δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε τον πόνο. Μόνον αυτή ήταν ατάραχη! Μάλιστα κάθε λίγο μας παρηγορούσε τον καθένα ξεχωριστά. Κι ενώ περνούσε η ώρα, κάποια στιγμή μέσα σε μια εύθραυστη σιγή που επικρατούσε στο δωμάτιο, μας είπε:
Για να μπορέσω να φύγω πιο γρήγορα και πιο εύκολα, να διαβάσουμε το Ψαλτήρι. (Συνήθιζε η ίδια να διαβάζη σ΄ όλους τους γνωστούς κεκοιμημένους το Ψαλτήρι). 

Άρχισα να το διαβάζω, εναλλάξ με τον αδελφό μου, ενώ αυτή είχε σηκωθή και στεκόταν όρθια. Εμείς τη μαλώσαμε, αλλ΄ όμως ήταν ανένδοτη! Μας έλεγε ότι είναι αμαρτία να είναι ξαπλωμένη και να διαβάζεται το Ψαλτήρι. Μάλιστα σε πολλούς ψαλμούς, που κι αυτή ήξερε, συμμετείχε μαζί μας, ενώ όλοι οι άλλοι έπιασαν από μία γωνία και περίμεναν την εξέλιξι.
Το Ψαλτήρι το συνέχισαν οι θείες μου, οι οποίες και το τελείωσαν. Κατόπιν άρχισε να δίνη οδηγίες στη μητέρα της και στις εξαδέλφες της για την προετοιμασία της κηδείας. Στη μητέρα της είπε να καθήση στο σπίτι μας όσο μπορεί περισσότερο καιρό, για να μας περιποιήται.
Μετά κάλεσε τον πατέρα μου. Τον παρακάλεσε να παντρευτή γρήγορα και να μην ακούη τον κόσμο. Του είπε χαρακτηριστικά:
Είσαι νέος και τα παιδιά είναι αγόρια. Έχετε ανάγκη μιας γυναίκας. Με τα μαγειρεία και τα καθαριστήρια δεν τελειώνει η δουλειά. Γι΄ αυτό να παντρευτής γρήγορα. Μην ακούς τον κόσμο. Ας πουν ο,τι θέλουν. Εσύ να κοιτάξης το συμφέρον σου.
Εκείνη τη στιγμή έβγαλε τη βέρα της, την έδωσε στον πατέρα μου και με φοβερή ψυχραιμία του είπε:
Από μένα είσαι πλέον ελεύθερος...
Αμέσως ο πατέρας μου έβαλε πάλι στο δάχτυλό της τη βέρα και προσπάθησε να την παρηγόρηση ότι τάχα δεν θα πεθάνη. Όμως αυτή ήταν ατάραχη και ήξερε το τί θα επακολούθηση. Μάλιστα μετά τον θάνατο της βρήκαμε τη βέρα κάτω από το προσκέφαλο της δεμένη σ΄ ένα μαντήλι.

Αφού τα τακτοποίησε λοιπόν όλα, ζήτησε απ΄ όλους συγχώρησι, στράφηκε στην εικόνα του Χριστού και είπε:
Τώρα, Χριστέ μου, είμαι έτοιμη! Έλα, σε καλή ώρα.
Αμέσως μετά την έπιασε ένας βήχας και προθυμοποιήθηκε μια θεία μου να της φέρη νερό. Όμως η μητέρα μου τη σταμάτησε λέγοντας:
Δεν χρειάζεται! Αυτό δεν είναι βήχας. Είναι ρόγχος. Σε λίγο φεύγω.
Τότε ο πατέρας μου της έπιασε το κεφάλι για να μή δυσκολεύεται, και μετά από 5-6 βαθειές ανάσες, ξεψύχησε στα χέρια του!
Έτσι όπως αθόρυβα έζησε τα 41 της χρόνια, έτσι αθόρυβα έφυγε για τον ουρανό. Έφυγε γι΄ Αυτόν που πόθησε περισσότερο από κάθε τί εδώ στη γη». 

"Η φιλάνθρωπη Δέσποινα", στην ετήσια έκδοση της Ιεράς Μονής Οσίου ΓρηγορίουΑγίου Όρους «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄.