Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

"Σαν την υπακοή της Κατερνώς..." - (Πως είναι να ανακαλύπτεις πως μια συγγενή σου ήταν...Αγία;;;)



site analysis

~

Μικρές ιστορίες του χθες και του σήμερα...

Μια ασυνήθιστη μοναχή...

26 Αυγούστου, ώρα 3 μετά τα μεσάνυχτα. 
Είναι - δεν είναι είκοσι λεπτά που σαλπάραμε με το πλοίο Νήσος Χίος για να επιστρέψουμε στον Πειραιά. Όμορφη η βραδιά απόψε. Το φεγγάρι από πάνω μας παίζει με τα σύννεφα. 
«Έχει Πανσέληνο απόψε κι είν’ ωραία ...» 
ακούγεται μια μελαγχολική μελωδία από κάποιο κινητό. 
Λογάριαζα να περάσω τούτη τη βραδιά όπως κάθε χρόνο, σε κάποιο Αρχαιολογικό χώρο συντροφιά με φίλους και όμορφη μουσική. 
Δεν με πειράζει όμως, κι ας είμαι μόνος και συλλογισμένος πάνω στο κατάστρωμα.

Δεν είναι πολύς καιρός που έμαθα ότι το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού προσπαθεί να συνθέσει την εικόνα της ελληνικής παρουσίας σε τόπους εκτός των συνόρων της σημερινής Ελλάδας. 
Ενθουσιάστηκα με την ιδέα ότι συμπληρώνοντας το Δελτίο, υπήρχε ενδεχόμενο να βρω συγγενείς του, αφού η προγιαγιά μου η Κατερίνα ήταν από τη χερσόνησο της Ερυθραίας, το Τσεσμέ.
Έκανα αίτηση, μου έστειλαν ένα τεράστιο χαρτί σαν σεντόνι για να το συμπληρώσω, αλλά ενώ όλα τα έγραψα σωστά, ένα όνομα δεν μου έβγαινε.
Ας τα πάρουμε από την αρχή. 

Εγώ, ο Γεώργιος Λιγνός είμαι γιος της Καίτης Κοντόζογλου και εγγονός του Γεωργίου Κοντόζογλου από τη Χίο. 
Ο Γεώργιος Κοντόζογλου είναι γιος του Λεοντίου Κοντόζογλου (από το Μελί της χερσονήσου της Ερυθραίας) και της ...;;;  
Εδώ τα χαλάμε».

Η μάνα μου η Καίτη, όπως και η ξαδέλφη της η Κατερίνα έχουν το όνομα της προγιαγιάς μου, της Κατερίνας από το Μελί. 
Τα χαρτιά όμως λένε άλλα. 
Το πιστοποιητικό του παππού του Γιώργη γράφουν ότι είναι γιος του Λεοντίου και της Καλλιόπης Κοντόζογλου. 

Πουθενά δεν υπάρχει προγιαγιά Κατερίνα.

Ο παππούς μου ο Γιώργης έχει πεθάνει χρόνια τώρα.  
Ρώτησα τη μάνα μου, αλλά δεν έβγαλα άκρη. 
Μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι μέχρι τη Χίο και να βρω την ξαδέλφη της μάνας μου την Κατερίνα. 
Ίσως και να έκανα και μια μικρή έρευνα στο Ληξιαρχείο.

«Γιούκα μου[1], η προγιαγιά σου είναι πράγματι η Καλλιόπη, μα ο πατέρας μου είχε μάνα την Κατερίνα, όπως και ο παππούς σου» μου ’πε χωρίς περιστροφές η θεία Κατερίνα. 

Και πριν προλάβω να σκεφτώ ότι οσονούπω θα μας καλέσουν στο Πάμε πακέτο, η θεία με πρόλαβε. 

«Μη βάζεις κακό με το νου σου. Κάτσε να σου πω μιαν ιστορία τόσο παράξενη, που θα σου φανεί ψεύτικη».
***
Το Κατερνώ από το Τσεσμέ ήταν η πιο υπάκουη κοπέλα στο Μοναστήρι της Παναγίας της Βοήθειας.  Πολλές φορές ο Γέροντας Άνθιμος[2] όταν ήθελε να μιλήσει για μεγάλη υπακοή έλεγε 
«σαν την υπακοή της Κατερνώς». 
Δεν ήταν ντυμένη μοναχή, αλλά στις αρετές δεν ξεχώριζε από τις άλλες.
Μια φορά το μήνα την έστελνε στους δικούς της...
«άντε κόρη μου, πήγαινε να τους δεις κι όταν περάσουν δυο τρεις μέρες, ξαναέλα». 
Δεν του ’φερε ποτέ αντίρρηση. 
Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στο Γέροντα. Μόνο κάθε φορά που γυρνούσε, του ’λεγε με παράπονο:
«Γέροντα, πάλι θένε να με παντρέψουν, αλλά εγώ δεν θέλω». 
Εκείνος δεν απαντούσε.
Τον επόμενο μήνα πάλι τα ίδια. 
«Κατερνώ, ετοιμάσου. Σε τρεις μέρες να είσαι πάλι πίσω». 
Έφευγε χωρίς την παραμικρή αντίρρηση εκείνη και γύριζε όπως πάντα, μ’ ένα γλυκό παράπονο 
«Γέροντα μου φέρνουν προξενιά, αλλά εγώ δεν σκέφτομαι τέτοια». 
Εκείνος πάλι δεν μιλούσε.
Η Αννιώ η φιλενάδα της έγινε δόκιμη στα 22 και μετά από 3 χρόνια μπήκε στη δύναμη του Μοναστηριού. 
Η Αγλαΐα η ξαδέλφη της εδώ και 15 χρόνια είναι η αδελφή Ματρώνα. 
Κι άλλες, μικρότερες από εκείνην, που ήρθαν πολλά χρόνια αργότερα, τώρα είναι μοναχές. 
Εκείνη ακολουθεί κανονικά όλο το τυπικό της Μονής, μα ούτε ρασοευχή δεν αποφάσισε ακόμα ο Γέροντας. 
Ποτέ της ωστόσο, δεν σκέφτηκε «γιατί;». Είχε αφήσει τη ζωή της στα χέρια του και στα χέρια του Θεού.

Οι μέρες κι οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν. 

Η Κατερνώ άγγιξε τα 40. 
Όταν πρωτοήρθε στο Μοναστήρι ήταν 19 χρονών. 
Τώρα πια κανείς δεν στέλνει προξενιά στους γονιούς της. 
Οι αδελφάδες της έχουν νοικοκυρευτεί όλες, έχει αποκτήσει ανίψια, μόνο εκείνη πηγαινοέρχεται εικοσιένα χρόνια ανάμεσα στην Παναγία τη Βοήθεια και το πατρικό της σπίτι. 
Κι ο Γέροντας ούτε απόφαση παίρνει για να την κρατήσει, αλλά ούτε και να τη διώξει δείχνει πως θέλει.
Απορούν πολύ με το παράξενο τούτο φέρσιμο του Γέροντα οι κοντινοί τού Μοναστηριού. 
Δεν είναι λίγες οι φορές που το κουβεντιάζουν σιγανά όταν την βλέπουν. 

«Μα τι θέλει και την αφήνει έτσι; Αν δεν κάνει για το Μοναστήρι, ας την αφήσει να φύγει». 

Ξέρουν βέβαια ότι ο Γέροντας είχε «διώξει» τη Μαργίτσα, την Ελένη κι άλλες κοπέλες που ζήτησαν να μείνουν στο Μοναστήρι και εκείνος έβλεπε πως είναι γι’ αλλού. 
Τούτη όμως εδώ η περίπτωση ήταν μοναδική. 21 χρόνια στο Μοναστήρι, 21 χρόνια με τα κοσμικά της ρούχα, 21 χρόνια χωρίς ράσο.
Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα το Κατερνώ γύρισε αναστατωμένη, ύστερα από τη συνηθισμένη επίσκεψη στο πατρικό της.

«Γέροντα, η Καλλιοπίτσα δεν είναι καλά. Έπαθε οξεία ωτίτιδα και όταν την πήγανε στο Νοσοκομείο, είπανε οι γιατροί πως κακοφόρμισε[3] και η αρρώστια έχει πειράξει τον εγκέφαλο».

Η Καλλιοπίτσα ήταν προσφυγοπούλα από το ίδιο χωριό, το Μελί. 
Μετά τον ξεριζωμό του ’22 ήρθε στη Χίο και εκεί επαντρεύτηκε το Λιοντή το συντοπίτη τους. 
Απόχτησαν δύο χαριτωμένα παιδάκια, το Γιώργη που τον φώναζαν Γκώγκη και το Φραγκούλη. 
Τώρα περνούσε δύσκολες ώρες. 
Σε μια βδομάδα το Κατερνώ ξαναπήγε στη γειτονιά της, αλλά αυτή τη φορά για να δώσει τον «τελευταῖον ἀσπασμόν» στην αγαπημένη της Καλλιοπίτσα. 
Ο Λιοντής ίσα που κρατιότανε στα πόδια του. 
Ένα μήνα μετά ήρθαν τα χειρότερα. 
Η μάνα της Καλλιοπίτσας από τον καημό της έπαθε γούσουρη[4] και μετά από δυο μέρες πέθανε. 
Ο Λιοντής ήταν απαρηγόρητος. 
Δεν μιλούσε. 
Μοναχά κρατούσε το κεφάλι μέσα στα δυο του χέρια. 
Πώς θα μεγάλωναν τώρα δύο ορφανά, χωρίς τη γιαγιά; 
Πάνω στην απελπισία του σκέφτηκε την υιοθεσία. 
Μάλιστα, έγραψε σε μια ξαδέρφη του στην Αμερική, μην τυχόν βρεθεί κανένα ζευγάρι άτεκνο και πάρει μαζί και τα δύο. 
Και όταν τελείωσε το γράμμα και ήταν έτοιμος να το ποστάρει, έμπηξε τα κλάματα και το έσκισε. 
Δεν μπορούσε όμως, να χωρέσει το μυαλό του τις παράξενες βουλές του Θεού.
Πέρασε το καλοκαίρι, μπήκε ο Σεπτέμβρης και το Κατερνώ έκανε όπως πάντα το συνηθισμένο δρομολόγιο: 
Παναγία η Βοήθεια – σπίτι – Παναγία η Βοήθεια.  
Επιστρέφοντας στη Μονή πήγε στο Γέροντα. 
«Μου κάνουν προξενιά το Λιοντή της Καλλιοπίτσας, μα εγώ θέλω να γίνω μοναχή» είπε κι ετοιμάστηκε να φύγει.
«Ναι κόρη μου» μίλησε ο Γέροντας για πρώτη φορά και την ξάφνιασε. 
«Ναι, θα γίνεις μοναχή» συνέχισε. 
«Μόνο που δεν θα γίνεις εδώ, θα γίνεις στο σπίτι του Λιοντή “μοναχή” και θα αναστήσεις  τα ορφανά».
Δεν έκανε ούτε μια σύσπαση το πρόσωπό της. 
Δεν πέρασε ούτε μια σκέψη αντίθετη στο μυαλό της. 
«Να ’ναι ευλογημένο!» είπε με όλη της καρδιά.
Η εικόνα ίσως περιέχει: ουρανός και υπαίθριες δραστηριότητες
Η Μονή "Παναγία η Βοήθεια" 
και ο Άγιος Άνθιμος...

Τον άλλο μήνα στην ενορία του Αγίου Νικολάου στο Φραγκομαχαλά έγινε το μυστήριο του γάμου. 
Όταν ο παπάς είπε «ἀξίωσον αὐτοὺς ἰδεῖν τέκνα τέκνων» εκείνη χαμογελώντας έσκυψε και χάιδεψε τα κεφαλάκια του Γκώγκη και του Φραγκούλη, που ’χανε γαντζωθεί από το φόρεμά  της  όλη την ώρα του μυστηρίου. 

Πράγματι, ενώ δεν έκαμε δικά της παιδιά, την αξίωσε ο Θεός να πάρει στην αγκαλιά της εφτά εγγονάκια. 

Και πρόλαβε λίγο πριν πετάξει η ψυχή της στον ουρανό να δει και δισέγγονο.

Γιούκα μου, δεν χρειάζεται να σου πω περισσότερα, μου είπε η θεία Κατερίνα. 
Θαρρώ πως κατάλαβες ότι το Κατερνώ ήταν η θετή γιαγιά μου και θετή γιαγιά της μητέρας σου. 
Ο Φραγκούλης και ο Γκώγκης σαν επαντρεύτηκαν και έκαμαν κόρες (τη μητέρα σου κι εμένα), δεν έβγαλαν το όνομα της μητέρας τους, αλλά της μητριάς τους, της Κατερνώς. 
Της Κατερνώς, που στα 40 της έκαμε υπακοή στο Γέροντα, άφησε το Μοναστήρι που ζούσε και στάθηκε περισσότερο κι από πραγματική μάνα στα δυο ορφανά.
***
26 Αυγούστου, ώρα 3 μετά τα μεσάνυχτα. Είναι - δεν είναι είκοσι λεπτά που σαλπάραμε με το πλοίο Νήσος Χίος για να επιστρέψουμε στον Πειραιά. 
Όμορφη η βραδιά απόψε. 
Το φεγγάρι από πάνω μας παίζει με τα σύννεφα. 
«Έχει Πανσέληνο απόψε κι είν’ ωραία ...» 
ακούγεται μια μελαγχολική μελωδία από κάποιο κινητό. 
Λογάριαζα να περάσω τούτη τη βραδιά όπως κάθε χρόνο, σε κάποιο Αρχαιολογικό χώρο συντροφιά με φίλους και όμορφη μουσική. 
Δεν με πειράζει όμως, κι ας είμαι μόνος και συλλογισμένος πάνω στο κατάστρωμα.
Πριν από λίγες μέρες ξεκίνησα να συμπληρώνω το Δελτίο Καταγραφής Γενεαλογικού Δένδρου, με την ελπίδα να βρω συγγενείς μου. 
Πριν το τελειώσω, είχα ήδη βρει μια αγία συγγενή μου. 
Κι ας μην τη γνώρισα ... 
Κι ας μην ήταν αίμα μου ...
Γιώργος
Και για την αντιγραφή, Κρ. Π.



[1] Γιούκα μου: γιε μου

[2] Ο Άγιος Άνθιμος (Βαγιάνος), ο εν Χίω υπήρξε ο εφημέριος του Λεπροκομείου Χίου και ο ιδρυτής της Μονής Παναγία η Βοήθεια.

[3] κακοφόρμισε: πήρε άσχημη τροπή


[4] γούσουρη: εγκεφαλικό
ΠΗΓΗ.ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ

Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Η «Ψυχομάνα» του Νικολάου Γύζη… και η δική μου γιαγιά



site analysis

Σαν σήμερα ήταν που έφυγε η αγαπημένη μου γιαγιά από τον κόσμο αυτό… Μου λείπει πολύ, παρ΄ όλο που πέρασαν πολλά χρόνια.

Και νιώθω πως στην επέτειο της μνήμης της οφείλω να γράψω για την επιλογή μου αυτή, που ως «διαδικτυακή φωτογραφία ταυτότητας» με σηματοδοτεί ως ιστολόγιο.

Πρόκειται για τον πίνακα «η Ψυχομάνα ή Καλομάνα », που είναι από τους αγαπημένους μου… Και μόνο το κεντρικό θέμα του, ο μητρικός θηλασμός, είναι κάτι που αγαπώ πολύ, με εκφράζει ως μητέρα και το ζω με χαρά και ευγνωμοσύνη τα τελευταία χρόνια, από τότε που πρωτοέγινα μάνα.

Όμως ο πίνακας αυτός, συνειρμικά, μου θυμίζει και την αγαπημένη μου γιαγιά. Στο πρόσωπο του μαυροφορεμένου βρέφους που θηλάζει, βλέπω την ίδια… θα εξηγήσω στην συνέχεια γιατί.

Ο πίνακας αυτός απεικονίζει μια νεαρή μητέρα να θηλάζει ένα μαυροντυμένο βρέφος (πόσο βαριά τα μαύρα για ένα τόσο τρυφερό πλάσμα!…). Της το έχει φέρει για να το ταΐσει η νεαρή αδελφή της θανούσας μητέρας, και περιμένει θλιμμένη να ολοκληρώσει το θηλασμό του το μικρό ορφανό… Το παιδάκι της Ψυχομάνας, ένα κοριτσάκι, προσπαθεί να προσεγγίσει την μητέρα του και να βρεθεί στην αγκαλιά της, που προσωρινά την έχει γεμίσει το άτυχο μωράκι…

Έτσι γινόταν τα παλιότερα χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν βρεφικά γάλατα και η επιβίωση των μωρών στηρίζονταν στο μητρικό γάλα. Πολλές ήταν οι γυναίκες που έχανα την ζωή τους κατά τον τοκετό ή στη λοχεία, και τα ορφανά που απέμενα αναλάμβαναν να τα θηλάσουν άλλες μητέρες, οι λεγόμενες Ψυχομάνες ή Καλομάνες, που έχαιραν ιδιαίτερης εκτιμήσεως από την τοπική κοινωνία, λόγω της μεγάλης προσφοράς της. Αναλάμβαναν ακόμα να θρέψουν και μωράκια, όταν μια μάνα αρρώσταινε και δυσκολευόταν να θρέψει το παιδί της μόνο με το δικό της γάλα. *

Έτσι έγινε και με τη δική μου τη γιαγιά: η μανούλα της αρρώστησε βαριά και πέθανε… και την άφησε έξι μηνών ορφανή…

Και μας έλεγε η γιαγιά, όταν ακούραστη μας διηγιούνταν ιστορίες από την πολυκύμαντη ζωή της- ακόμα ηχούν τα λόγια της στα αυτιά μου, που τα επαναλάμβανε πάντα με τις ίδιες ακριβώς λέξεις, καθώς ήταν τόσο καθοριστικά για εκείνη:
«Εγώ ορφανό μεγάλωσα… με πήγαιναν σε άλλη μάνα για να θηλάσω».

Με πολύ πόνο το έλεγε η γιαγιά, γιατί είναι τόσο βαριά η ορφάνια για την παιδική ψυχή… αλλά και με ευγνωμοσύνη για τη γυναίκα εκείνη που με το γάλα της την κράτησε στη ζωή.

Όποτε θυμάμαι και αναλογίζομαι τα λόγια αυτά της γιαγιάς μου, καθώς και τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε, συγκινούμαι… όπως και τώρα που τα γράφω.

Και νομίζω πως έχουν «μπολιαστεί» μέσα μου και έχουν συμβάλει στο να αναπτυχθεί η μεγάλη αγάπη και η εκτίμηση που έχω για το μητρικό θηλασμό.

Κι όταν χρειάστηκε να επιλέξω το «στίγμα» μου για την κοινωνία του διαδικτύου, την μορφή της Ψυχομάνας επέλεξα.

Η Ψυχομάνα συμβολίζει την μάνα και τον άνθρωπο γενικότερα που την αγάπη της δεν την κρατά μόνο για τον εαυτό της, τους δικούς της και την οικογένειά της αλλά το περίσσευμά της το σκορπίζει και γύρω της, μαζί με τα πιο ακριβά και πολύτιμα αισθήματα της καρδιάς της.

Κίνητρο και έμπνευση ο συμβολισμός της εικόνας και της μορφής αυτής… και πώς να «φτάσω» το μεγαλείο της;… αισθάνομαι πολύ «μικρή» μπροστά της.
***

Η γιαγιά μου, αν και μεγάλωσε ορφανή και δεν γεύτηκε την μητρική στοργή και φροντίδα, είχε μέσα της τεράστια αποθέματα αγάπης, δύναμης και θυσιαστικής προσφοράς που, όσο τα αναλογίζομαι, πιστεύω πως της τα έστελνε η μανούλα της από Ψηλά… Ήταν μοναδικός άνθρωπος «θυσίας» η γιαγιά…

Γιαγιά μου, δείξε μου να αγαπώ όπως εσύ αγαπούσες, να γίνομαι θυσία και προσφορά ολόκαρδη, όπως εσύ ήσουν για όλους. Να βάζω στην άκρη το «εγώ» μου και να χορταίνω την ψυχή μου με το ολοπρόθυμο και ανιδιοτελές «δόσιμο»…

Καλή αντάμωση, αγαπημένη μου γιαγιά! Μου λείπεις, αλλά θα ξαναβρεθούμε. Καλό παράδεισο να έχουμε…

Με την αγάπη μου  

*έλεγε ο όσιος Παΐσιος: «Παλιά μια μητέρα μπορεί να θήλαζε και το παιδί της γειτόνισσας, αν δεν είχε γάλα. Τώρα πολλές μητέρες βαριούνται να θηλάσουν ακόμη και τα δικά τους παιδιά» περισσότερα ΕΔΩ

Οσία Μαρία του Ντιβέεβο η δια Χριστόν σαλή(+26 Αυγούστου 1927)



site analysis



Γεννήθηκε στο χωριό Γκολέτκοβα της επαρχίας Ταμπόφ της Ρωσίας. Σέ ηλικία 13 χρόνων έμεινε ορφανή και από τους δυο γονείς της Ζαχαρία και Πελαγία και πήγε να μείνει με την οικογένεια του μεγαλύτερου της αδελφού. Εκεί δεν την ήθελαν, λόγω κυρίως του γεγονότος ότι παραμελούσε τον εαυτό της και ένοιωθαν προσβεβλημένοι από το όλο παρουσιαστικό της. Ποτέ δεν χτενιζόταν και τα ρούχα της αποτελούνταν κυρίως από κουρέλια. Είχε επίσης από πολύ μικρή μια τάση να συμπεριφέρεται παράξενα.
"Έτσι έφυγε και άρχισε να περιπλανιέται μεταξύ των περιοχών του Σάρωφ, του Ντιβέγεβο και του Άρντάτωφ. Πάντοτε μισόγυμνη και πεινασμένη φορώντας καταστρεμμένα παπούτσια χειμώνα-καλοκαίρι. Τα βράδια τα περνούσε στο δάσος προσευχόμενη και ήταν σχεδόν πάντοτε λασπωμένη.


Συχνά επισκεπτόταν το μοναστήρι του Ντιβέγεβο και εκεί όσες καλογριές τη λυπόντουσαν της έδιναν καθαρά ρούχα, τα όποϊα σε λίγες μέρες ή Μαρία απαλλασσόταν δίνοντας τα στους φτωχούς. Υπήρχαν όμως και οι μοναχές εκείνες πού την έδιωχναν κακήν κακώς. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για κανέναν και για τίποτα.
Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά τη δέχτηκαν στο μοναστήρι οπού έκάρη μοναχή. Έκεί συνέχισε να προσποιείται τη σαλή για να κρύβει τις αρετές της, ιδίως το προορατικό χάρισμα πού ό Κύριος μας της έδωσε. Άρχισαν σιγά-σιγά να την επισκέπτονται διάφοροι πού άκουσαν γιααυτήν και ζητούσαν συμβουλή για κάποιο πρόβλημα τους η για να πάρουν πνευματικές νουθεσίες.



Κάποτε την επισκέφτηκε ένα μικρό αγόρι και ή Μαρία είπε: «Κοίταξε, ήρθε ό ιερέας Αλέξιος». Το παιδί αργότερα έγινε ιερομόναχος με το όνομα αυτό. Όταν κάποτε την επισκέφτηκε ό πατήρ Αλέξιος ή όσία του είπε: «Δεν τρώω κρέας. Άρχισα να τρώω χορταρικά και τώρα είμαι καλύτερα». Τα λόγια αυτά ήταν για εκείνον, που είχε αρχίσει να τρώει κρέας μετά από κάποια αρρώστια του. Της έβαλε μετάνοια και έκοψε το κρέας.
"Αλλοτε την επισκέφτηκε μια κυρία από το Μούρομ και μόλις την είδε της είπε ότι κάπνιζε σαν φουγάρο. «Δεν μπορώ να το κόψω, καπνίζω και τη νύχτα, ακόμα και πριν τη Θεία Λειτουργία» της απάντησε. Τότε ή Μαρία είπε στη συγκελλιώτισσά της να πάρει την ακριβή ταμπακέρα της και να την πετάξει στη φωτιά. Μετά από καιρό πήραν ένα γράμμα από την κυρία αύτη πού εκφράζε την ευγνωμοσύνη της, αναφέροντας ότι από τότε πού τους επισκέφτηκε ούτε πού σκέφτεται το τσιγάρο.

Μια άλλη φορά την επισκέφτηκαν κάποιες μοναχές, εξαδέλφες του Μίσα Άρτσιμπούσεβα και τη ρώτησαν γι' αυτόν. Ή όσία τους είπε ότι ό Μίσα έμπλεξε τελευταία με μια γύφτισσα. Μετά αφού συναντήθηκαν και τον ρώτησαν σχετικά, τους εξήγησε ότι ενώ ποτέ δεν κάπνιζε, τελευταία αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα πού είχαν για μάρκα μια «γύφτισσα».
Μετά την μεταπολίτευση στη Ρωσία από την Κομμουνιστική Επανάσταση του 1917, ή Μαρία άρχισε να χρησιμοποιεί πολύ άσχημη γλώσσα, θέλοντας έτσι να υποδείξει τα νέα δεινά της Εκκλησίας από το νέο καθεστώς. Οι υπόλοιπες μοναχές σκανδαλιζόμενες τη ρώτησαν πώς ήταν δυνατόν μια καλογριά να μην μιλάει ευγενικά και ή Μαρία απάντησε: «Υπό τον Τσάρο Νικόλαο αυτό ήταν εύκολο, για δοκιμάστε το και με τους Σοβιετικους».
Τέλος ή Μαρία Ίβάνοβνα κοιμήθηκε ειρηνικά το 1927.



ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

"Δώσε μου μία γενιά καλών χριστιανικών μητέρων και θα αλλάξω τον κόσμο!" Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.-



site analysis




πηγη.ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ

"Οι μοναχοί ζούσαν με τον τρόπο της γιαγιάς μου..."(Συγκλονιστικό!!!)



site analysis


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, χαμογελάει, καπέλο, υπαίθριες δραστηριότητες και κοντινό πλάνο

Γράφει ο Πρωτ. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Ψυχίατρος, Αναπλ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Στις εφηβικές μου αναμνήσεις συνυπάρχουν τα πάρτι, η ροκ μουσική και η γιαγιά μου. 

Για εκείνην, η ροκ μουσική δεν ήταν παρά ένας κακότεχνος θόρυβος. 

Πάντως σεβόταν περισσότερο την νεανική μας σύγχυση, από όσο εμείς την νηφάλια σοφία της. 

Ήξερε που πηγαίναμε, αλλά ποτέ δεν έμπαινε στον πειρασμό να αντιπαρατεθεί προς ό,τι θεωρούσε φυσικό για την ηλικία μας. 

Σηκωνόταν, μας φιλούσε, ευχόταν να περάσουμε καλά, κι ύστερα προσέθετε να έχουμε τον Χριστό στην καρδιά μας εκεί που θα είμαστε, και ας κάνουμε ο, τι θέλουμε. 

Μετά μας σταύρωνε, ευχόταν να είναι η Παναγιά μαζί μας, και συμπλήρωνε διστακτικά, σαν να μην ήταν σίγουρη αν έπρεπε η όχι να το ξεστομίσει, να μην αργήσουμε, γιατί θα προσευχόταν για μας όσο λείπαμε και δεν άντεχε να ξενυχτάει…

Τελειόφοιτός της Ιατρικής, αφελώς πεπεισμένος για την παντοδυναμία της επιστήμης, βρέθηκα στην Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ

Έμεινα μόνο λίγες μέρες στο μοναστήρι αλλά η ανακάλυψη υπήρξε συγκλονιστική. 

Οι μοναχοί ζούσαν με τον τρόπο της γιαγιάς μου. 

Αναγνωριστικά σημάδια: 
το κομποσχοίνι, το ανεπιτήδευτο χαμόγελο και η άνευ όρων αποδοχή του άλλου.


Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πήγα να δω τη γιαγιά. 

Μισοαστεία-μισοσοβαρά της είπα κάποια στιγμή: 

«Τόσα κομποσχοίνια έχεις, δεν θα μου δώσεις κι εμένα ένα;» 

Σοβάρεψε απότομα. 
Σχεδόν βούρκωσε. 
Πήγε και μου έφερε ένα κομποσχοίνι μεταξωτό και είπε: 

«Πάρτο. Είναι το δικό σου. Στο φυλάω τρία χρόνια και περίμενα πότε θα μου το ζητήσεις». 

Η γιαγιά μου περίμενε να γυρίσω από τα πάρτι, από την Αγγλία, από…. τον λανθασμένο δρόμο. 

Εγώ, και όσοι άλλοι συμπεριλαμβάνονταν στην προσευχή της…


Λίγους μήνες, πριν την αναχώρηση από τα επίγεια, με είχε πάρει ιδιαιτέρως και με αιφνιδίασε πάλι. 

Σε ένα χαρτοκιβώτιο είχε μαζέψει μία σειρά με όλα τα λειτουργικά βιβλία. 

Με την ίδια απλότητα, που μου έδωσε το «δικό μου» κομποσχοίνι, μου άφησε ρητή εντολή: 

«Αν κάποιος από σας γίνει ιερέας, θα τα κρατήσει αυτός. Αν όχι, θα βρεις κάποιο φτωχό ναό και θα τα δώσεις εκεί»…

Στην κηδεία της πολλοί άγνωστοι εμφανίστηκαν και μιλούσαν γι’ αυτήν με ευγνωμοσύνη. 

Όπως εκείνη η ηλικιωμένη κυρία, που έλεγε ότι η γιαγιά συνέχισε να την δέχεται στο σπίτι της, όταν όλοι την απέφευγαν. 
Και αυτό, γιατί απόκτησε ένα εξώγαμο παιδί λίγο μετά τον πόλεμο και την θεωρούσαν πόρνη. Διηγιόταν, ανάμεσα στα κλάματα, πως της έχωνε τσάντες με τρόφιμα κάτω από το παλτό, παρακαλώντας την να μην το μάθει κανείς…».


Η γιαγιά μου και πολλοί άλλοι ευλογημένοι παππούδες και γιαγιάδες αναπαύονται πια εν ειρήνη. 

Η ευθύνη για το σήμερα και το αύριο έχει περάσει στα χέρια μας. 

Καλούμαστε να καθρεφτίσουμε τον εαυτό μας στην παρακαταθήκη που μας άφησαν και να προβληματιστούμε σοβαρά για τον τρόπο, που θα διαχειριστούμε την πνευματική μας κληρονομιά...

(by Σοφία Ορφανίδου)-ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Αυτό το θαύμα έγινε στην Χαρίκλεια Σουσάνη, από την Γαλάτιστα Χαλκιδικής, 17 ετών τότε κοπέλα.



site analysis

Αυτό το θαύμα έγινε στην Χαρίκλεια Σουσάνη, από την Γαλάτιστα Χαλκιδικής, 17 ετών τότε κοπέλα.
Τώρα είναι παντρεμένη, ονομάζεται Χαρίκλεια Σαλαχώρα και μένει στην Θεσσαλονίκη.
Η Χαρίκλεια δούλευε ως μοδίστρα, όταν κατάπιε μια καρφίτσα.
Αμέσως της έγεινε εγχείριση,
και οι γιατροί της αφαίρεσαν την καρφίτσα.
Αντί όμως να γίνει καλύτερα η κοπελίτσα, έγινε χειρότερα. Έμεινε συγκεκριμένα 5 μήνες σε νοσοκομείο και 15 μέρες σε κλινικές της Θεσσαλονίκης.
Στο τέλος κατάντησε τελείως παράλυτη.
Ήταν απελπιστική η κατάσταση της.
Οι γιατροί είχαν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια,
ο δε γιατρός της Γαλάτιστας, είχε πει
: «Να μου κόψετε τα χέρια αν γίνει καλά αυτή η κοπέλα».
Επί 4 ημέρες είχε διαρκώς σπασμούς.
Στο τέλος την κοινώνησαν και περίμεναν το μοιραίο.
Ενώ όλοι βρισκόταν στην θλιβερή αυτή κατάσταση, ο αδελφός της Χαρίκλειας τους παρότρυνε να την πάνε στην Μεγαλόχαρη της Μηχανιώνας.
Πήγαν στην Μηχανιώνα και έμειναν δίπλα στην Μεγαλόχαρη, σε ένα κελί,
προσευχόμενοι και παρακαλώντας την να κάνει το θαυμα της.
Την αλλη μερα ανήμερα της εορτής η Χαρίκλεια ξαφνικά επέταξε με τα χέρια της τα κλινοσκεπάσματα και εξέφρασε την επιθυμία να χαιρετήσει την Εικόνα της Θεομήτορος.
Ρίγη κατέλαβαν τους παρευρισκομένους, όταν την είδαν να ασπάζεται την Εικόνα, γεμάτη πληγές.
Την άλλη μέρα άναψε μόνη της το κανδήλι της Μεγαλόχαρης.
Είχε ξαναπερπατήσει.
Κατόπιν μετά απο καιρό παντρεύτηκε.
Δόξα την ΠΑΝΑΓΙΑ μας.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ