Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Από το Συναξάρι – Αγία Γοργονία: Ένας πρότυπος βίος για όλες τις γυναίκες



site analysis



 Η μακαρία Γοργονία [23 Φεβ.] ήταν αδελφή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (*) [25 Ιαν.] και θυγατέρα του Γρηγορίου Ναζιανζηνου του Πρεσβυτέρου [1η Ιαν.] και της αγίας Νόννας [5 Αυγ.]. 

Από το υποδειγμα­τικό αυτό ζευγάρι δεν έλαβε μόνο την ύπαρξη, άλλα και τον ζήλο για την πίστη. Μεγάλωσε στην Ναζιανζό, αλλά πάντα θεωρούσε ως αληθινή πατρίδα της την ουράνια Ιερουσαλήμ και ότι η πραγματική ευγένειά της ήταν εκείνη της εικόνος του Θεού που από νεαρή ηλικία προσπαθούσε να καλλύνει με τα στολίδια των αρετών, ιδιαιτέρως δε την αγνεία στην οποία διέπρεπε. Νυμφευμένη με έναν κάτοικο του Ικονίου, τον Αλύπιο, με τον οποίο έκανε τρεις κόρες, επεδείκνυε στον γάμο την διάθεση των παρθένων αποκλειστικά προς τον Θεό και συμπαρέσυρε πίσω της τον σύ­ζυγό της ως συναθλητή στους αγώνες της αρετής. Διαφυλάσσοντας το βλέμμα της από κάθε άσεμνο θέαμα, κλείνοντας τα αυτιά της στις μάταιες συζητήσεις ώστε να ακούν μονάχα τα θεία και σωτήρια λόγια, έλεγχε τα ανάρμοστα γέλια μεταμορφώνοντάς τα σε ένα χαμόγελο που φώτιζε ειρηνικά την όψη της και γνώριζε, όπως κανείς άλλος, να συγκρατεί την γλώσσα της και να νοστιμεύει με άλας τα λόγια της ώστε να αποτελούν αίνους στον Κύριο. 
Αντίθετα με τόσες άλλες γυναίκες, δεν έχανε τον καιρό της σε επιπολαιότητες, ούτε αντενεργούσε στην φυσική τάξη των πραγμάτων που θέλησε ο Θεός, φροντί­ζοντας για ενδύματα και στολίδια και παραμορφώνοντας το πρόσωπο της, εικόνα του Θεού, με πούδρες και ψιμύθια. Ένα καλλώπισμα μόνο γνώριζε, εκείνο της ψυχής από τις άγιες αρετές και το μόνο κοκκινάδι που έβαζε στο ωχρό από την νηστεία πρόσωπο της ήταν το ερυθρίασμα της αιδημοσύνης. 
 Πρότυπο χριστιανής συζύγου, με την σοφία και την ευλάβειά της, ήταν για τους συγγενείς της, τους συμπολίτες αλλά και πολλούς ξένους, σύμβουλος εμβριθής σε πολλά λεπτά ζητήματα που αφορούν την συμ­περιφορά των χριστιανών στον κόσμο. Κανείς άλλος τα χρόνια εκείνα δεν μεριμνούσε τόσο για τους ναούς του Θεού, κανείς δεν απέτινε τόση τιμή στους ιερείς και στους κληρικούς, έχοντας πάντα γι’ αυτούς ορθάνοιχτη την θύρα της κατοικίας της. Δεν είχε εξάλλου τον όμοιό της στις ελεη­μοσύνες και στην συμπόνια για τους τεθλιμμένους, σε σημείο μάλιστα που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν σαν τον δίκαιο Ιώβ: «οφθαλ­μός τυφλών, πους χωλών, η μητέρα των ορφανών...» (πρβλ. Ιώβ 29, 15). 
 Μοίραζε όλα τα αγαθά της σε ελεημοσύνες κι έτσι όταν εξεδήμησε από την ζωή αυτή δεν άφησε πίσω της παρά μόνο το σώμα της· φρόν­τιζε, ωστόσο, πάντοτε να κρατά μυστικές τις αγαθοεργίες της. 
 Μία ημέρα είχε ένα τρομερό ατύχημα: ανατράπηκε η άμαξά της που την έσυρε στο χώμα για πολύ μεγάλη απόσταση· παρά ταύτα η αγία αρνήθηκε από αιδώ να δείξει το καταμωλωπισμένο σώμα της στον για­τρό, εναποθέτοντας την ελπίδα της στον Θεό ο οποίος την θεράπευσε τότε θαυματουργικώς. 

 Μιαν άλλη φορά που υπέφερε από μια αρρώστια μπροστά στην οποία οι γιατροί έμεναν ανίσχυροι, σηκώθηκε την νύχτα και πήγε στην εκκλη­σία να προσπέσει στην αγία Τράπεζα, υπενθυμίζοντας στον Θεό τα προη­γούμενα θαύματά Του προς όφελος των δούλων Του. Σαν την γυναίκα του Ευαγγελίου που έλουσε με τα δάκρυα της τα πόδια του Κυρίου, η Γοργονία πότισε με τα δικά της δάκρυα το ιερό θυσιαστήριο και βρήκε την ιατρειά της. Όταν έλαβε όψιμα, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα, το άγιο Βά­πτισμα, τίποτε πια δεν την κρατούσε στην ζωή αυτή και παρακαλούσε για νύκτες τον Χριστό να πορευθεί προς συνάντησή Του χωρίς άλλη χρο­νοτριβή. Κατά την διάρκεια μιας τέτοιας αγρυπνίας της αποκαλύφθηκε η ημέρα του θανάτου της και το μόνο που της απέμενε πια ήταν να φροντίσει να βαπτισθεί ο σύζυγός της, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί το έργο της ως μαθήτριας του Χριστού και εφάμιλλης των αγίων Αποστόλων. Όταν έφθασε η ημέρα, έπεσε άρρωστη και αφού συγκέντρωσε γύρω της συγγενείς και φίλους για να τους μεταδώσει την τελευταία διδαχή της για την αιώνια ζωή, εξεδήμησε προς τον χορό των αγίων ψιθυρίζοντας ανεπαίσθητα σχεδόν τον στίχο του ψαλμού: Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω (Ψαλμ. 4, 9).
______________________________________
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου Εκδόσεις «Ίνδικτος», 2006


(*) Συνοψίζεται εδώ ο Εις Γοργονίαν επιτάφιος, που εξεφώνησε ο άγιος Γρηγόριος προς τιμήν της αδελφής του· Λόγος 8, ΕΠΕ 6, Θεσσαλονίκη 1980, 346-381. Σχόλιο «Αλ. Όψ.»: Αφορμή για την προβολή του βίου της Αγίας ήταν η ακρόαση μιας ομιλίας του π. Κων/νου Στρατηγόπουλου. Τον ευχαριστούμε από καρδίας.
πηγή/Το είδα εδώ

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Η Γιαννούλα η κουλουρού



site analysis

Γάμος-φάρσα σε κουλουρού με νοητική καθυστέρηση, για να καρναβαλιστούν!


Η τραγική ιστορία της Γιαννούλας από την Πάτρα που έγινε ταινία, θεατρική παράσταση και …έθιμο αποκριάτικο, αποδεικνύοντας ότι ο κανιβαλισμός και ο διασυρμός των συνανθρώπων μας με ειδικές ανάγκες δεν γνωρίζουν από μάσκες και προσωπεία.
Η Γιαννούλα η κουλουρού
Οι άνθρωποι σήμερα κρύβονται πίσω από τα προσωπεία για να διασκεδάσουν και σατιρίζουν θριαμβευτικά άλλους ανθρώπους, συχνά υπό μορφή κανιβαλισμού. Το καρναβάλι είναι ένας τρόπος να νομιμοποιήσουμε τον δημόσιο εξευτελισμό κάποιου, ουσιαστικά κρυμμένοι. Δεν θα αναφερθούμε στις απλές στολές που φορούν με αθωότητα τα μικρά παιδιά για την γιορτή και το έθιμο. Η ιστορία που θα σας μεταφέρουμε έγινε ταινία από τον Πατρινό σκηνοθέτη Τότη Φαφούτη και θεατρική παράσταση από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, κάνοντας ισχυρές νύξεις για τον τραγικό διασυρμό σε μια εποχή που έκανε χάζι με τους ταλαιπωρημένους με ειδικές ανάγκες συνανθρώπων μας.
Σε ένα χαμόσπιτο
Η Γιαννούλα γεννήθηκε το 1868 και ζούσε μόνη της σ’ ένα χαμόσπιτο στην Άνω Πόλη της Πάτρας, πίσω από την Καζάρμα[1], κοντά στο κέντρο. Η ιστορία διαδραματίζεται λίγο μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Σηκωνόταν πριν ξημερώσει και πήγαινε στο φούρνο του μπαρμπα-Γιάννη για να βγει με ένα ταψί γεμάτο κουλούρια. Πούλαγε κουλούρια, έγνεθε μαλλί και έπλεκε για λογαριασμό άλλων. Η Γιαννούλα είχε ήπια νοητική υστέρηση. Είχε αθωότητα μικρού παιδιού. Αυτό ήταν και η αιτία που την ξεγελούσαν πολύ εύκολα.
Την πλησίαζαν επιτήδειοι, της έλεγαν ψέματα πως πεινούσαν και δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν κάτι κι εκείνη τους έδινε δωρεάν από τα κουλούρια της…
Κάποτε ο Περικλής Γιογκαράκης, ένας νταής της εποχής, την προσέγγισε για να ξεφύγει ίσως από τη βαρεμάρα του. Δεν ήθελε τα κουλούρια της. Της μίλησε ανθρώπινα και ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τα βάσανά της. Η Γιαννούλα ήταν ήδη 46 χρονών και τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει. Εκμεταλλευόμενος την κατάστασή της και την επιθυμία της να βρει γαμπρό δεν άργησε να σκαρώσει τη φάρσα. Ήταν Φλεβάρης μήνας. Τριώδιο. Η Γιαννούλα θα ήταν στο φετινό καρναβάλι το πιο ωραίο θέαμα. Βρέθηκε νυφικό.
2 Φεβρουαρίου 1914. Η Πάτρα ζει στους ρυθμούς του καρναβαλιού. Η Γιαννούλα ζει τη χαρά της προετοιμασίας του γάμου της. Έχει ετοιμάσει το σπιτάκι της και έχει βγάλει για πρώτη φορά τα κεντίδια από το μπαούλο για να στολίσει την κάμαρή της, να τη δει ο γαμπρός. Ένας φίλος του Γιογκαράκη της έδωσε ένα πανέρι με κοκκινάδι, πούδρα και ... φούμο για να βαφτεί. Όταν παρουσιάστηκε, σφίχτηκαν για να μην σκάσουν από τα γέλια. Το κοκκινάδι είχε ξεφύγει από τα χείλη και είχε πασαλείψει το μισό πηγούνι. Η πούδρα είχε απλωθεί ανισόρροπα στο πρόσωπο.
Το πάθημα
«Έλα, έλα μας περιμένει ο γαμπρός» της είπαν. Ξεκίνησαν για το σημείο συνάντησης. Προχώρησαν τέσσερα – πέντε στενά. Πάνω στη χαρά της δεν κατάλαβε πως όσο προχωρούσαν, ο κόσμος τριγύρω πύκνωνε. Ούτε πρόσεξε τα χαχανητά και τα πειράγματα από τα χαμίνια του δρόμου. Το πάθημά της γράφτηκε στην τοπική εφημερίδα ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ, 9 Φεβρουαρίου 1914. "Την παρελθούσαν Κυριακή η κουλουροπώλις Γιαννούλα απεπειράθη τους γάμους της. Περιήλθε μετά του γαμβρού κα της γαμήλιας πομπής πάντων μεταμφιεσμένων, στα συνοικίας Άνω και Κάτω πόλεως ενώ σμήνη παρακολούθουν φωνασκούντα. Όταν η πομπή επρόκειτο να διέλθει δια της κοσμοβριθούς οδού Μαιζώνος, η ¨νύφη" εμυρίσθη την φουρτούνα που την ανέμενε και εις πρώτην ευκαιρία απεσπάσθη του βραχίονος του "γαμβρού" και ετρύπωσε εις κάποιον φούρνον".
Την επόμενη χρονιά το περιστατικό έγινε επιθεώρηση. Τη Γιαννούλα υποδυόταν ο Βαυαρός Εδμόνδος Φυρστ.
Την κορόϊδεψαν για δεύτερη φορά!
Ο άνθρωπος δύσκολα αλλάζει και τέσσερα χρόνια αργότερα ο Γιογκαράκης κατάφερε με ψέματα και δικαιολογίες να κοροϊδέψει ξανά την άρρωστη γυναίκα και να την κάνει να πιστέψει πως όντως υπήρχε γαμπρός. Τα πίστεψε όλα αυτά η Γιαννούλα και την Κυριακή των Απόκρεω, 25 του Φλεβάρη του 1918 ντύθηκε για άλλη μια φορά νύφη. Ακούμπησε στο μπράτσο του γαμπρού και κίνησαν για τη Μητρόπολη. Σαν έφτασαν εκεί, είδε πως οι πόρτες ήταν σφαλιστές. Ο Περικλής Γιογκαράκης με την παρέα του είχαν φροντίσει από μέρες να πετάξουν χαρτάκια στην πλατεία Γεωργίου και να προσκαλέσουν το λαό της Πάτρας στο γάμο της «χαριτοβρύτου δεσποινίδος Κουλουρούς μετά του διά πολλών χαρισμάτων πεπροικισμένου νέου Μιλτιάδου Μαντέλη».
Τους πίστεψε η Γιαννούλα. Μα αντί για τον νεωκόρο και τον παπά φάνηκαν δυο τύποι ντυμένοι χωροφύλακες και αρπάξανε τον γαμπρό, επειδή τάχα ήταν αδήλωτος στα Μητρώα Αρρένων. Η Γιαννούλα πέρασε τον ίδιο πόνο δεύτερη φορά.
Την ξαναέντυσαν νύφη (!), την έκαναν να πιστέψει ότι θα έπαιρνε τον γιό του πλανητάρχη και της ράγισαν την καρδιά
Τα χρόνια πέρασαν. 13 Φλεβάρη του 1922. Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και η παρέα του Γιογκαράκη οργανώθηκε καλύτερα. Η πονηριά ενισχύεται με την εμπειρία των ετών. Έβαλαν στο κόλπο έναν δικαστικό κλητήρα που της παρουσιάστηκε σαν συμβολαιογράφος και την έπεισε πως κληρονόμησε ένα τεράστιο ποσό. Της έδειξε μάλιστα και μια βαλίτσα γεμάτη άχρηστα ρούβλια, απομεινάρια της προεπαναστατικής Ρωσίας. Θαμπώθηκε η Γιαννούλα. Ο Γιογκαράκης πείθει την άρρωστη γυναίκα πως έρχεται στο λιμάνι ο ίδιος ο Πρόεδρος της Αμερικής, Woodrow Wilson, για να την παντρέψει με τον γιο του.
Τους πίστεψε
Η Γιαννούλα για μια ακόμη φορά τον πιστεύει.
Διηγούνται οι παλιοί πως ακόμα κι ο πιο λαοφιλής πολιτικός, αν έβλεπε το συγκεντρωμένο πλήθος που είχε μαζευτεί εκείνη την Κυριακή στην παραλία, θα ζήλευε. Η νύφη φορούσε ένα πολύχρωμο φουστάνι κι είχε πλεγμένα κουρελάκια στα λυτά της τα μαλλιά. Δίπλα της όπως πάντα, στεκόταν ο κουμπάρος, ο Γιογκαράκης.
Σαν έφτασαν στο λιμάνι, ένας άνθρωπος με βαμμένες φαβορίτες και πασπαλισμένα με αλεύρι μαλλιά τής συστήθηκε ως πεθερός της. Ο Ιούλσο (έτσι έλεγε η Γιαννούλα τον Ουίλσον) παρέδωσε στη νύφη τον γαμπρό και ξεκίνησαν για το σπίτι. Προχώρησαν ανάμεσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε και στρίβοντας στην Καλαβρύτων, ένα χαμίνι πήδηξε στην άμαξα και άρπαξε τη βαλίτσα με τα εκατομμύρια δολάρια που τάχα θα της χάριζε ο πεθερός. Τρέχουν ξοπίσω του γαμπρός και πεθερός να τον πιάσουν και γίνονται άφαντοι, αφήνοντας τη Γιαννούλα να κλαίει και να θρηνεί γοερά.
Χρόνια αργότερα, ένα κρύο πρωινό της Κατοχής τα παιδιά της γειτονιάς δεν την είδαν να βγαίνει από το κατώφλι ψάχνοντας οτιδήποτε να φάει. Η Γιαννούλα άνεργη, ανήμπορη και μόνη, βίωνε την απόλυτη ανέχεια. Τη βρήκαν ακουμπισμένη στον καναπέ. Κρατούσε στο χέρι τενεκεδένια «παράσημα» που της είχε στείλει ο «Ουίλσον» χρόνια πριν. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Μόνο ο παπάς, ο νεωκόρος και δυο γυναίκες τη συνόδευσαν στο Κοιμητήριο.
Πριν δύο χρόνια, σε περίοδο αποκριάς στην Πάτρα μια μητέρα έσπρωχνε ελαφρά στην πλάτη τον γιο της ΑΜΕΑ. Τα φερσίματά του και η ομιλία του έμοιαζαν με αυτά ενός πεντάχρονου. Το ύψος και τα γκρίζα μαλλιά του πρόδιδαν την πραγματική ηλικία του. Είχε πολλούς δισταγμούς η μάνα για να φέρει το «παιδί» στο Καρναβάλι. Μα κάμφθηκε από την επιμονή των άλλων μανάδων του Συλλόγου Γονέων ΑΜΕΑ για να βγει επιτέλους, να χαρεί κι εκείνη και το «παιδί».
Ξεκίνησε η παρέλαση. Το «παιδί» χτυπούσε ενθουσιασμένο τα χέρια του.
«Και δεν τους τιμώρησαν»
Τα άρματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, ο κόσμος χειροκροτούσε. Από την άκρη του δρόμου ξεπρόβαλε ένα μπουλούκι ηθοποιών. Προπορευόταν ένας άντρας ντυμένος γυναίκα με έντονο μακιγιάζ. Στα χέρια του, φορούσε για βραχιόλια, κουλούρια σουσαμένια. Πίσω του ερχόταν μια άμαξα με αναβάτη έναν μεσήλικα με φράκο και ημίψηλο, που κρατούσε μια αμερικάνικη σημαία. Στο άλλο χέρι είχε μια μισάνοιχτη βαλίτσα. Με μια του κίνηση η βαλίτσα άνοιξε εντελώς και εκατοντάδες ψεύτικα δολάρια έπεσαν πάνω στο πλήθος που χειροκροτούσε και φώναζε «καλούς απογόνους Γιαννούλα!».
Πληροφόρησαν την εμβρόντητη μητέρα του παιδιού ΑΜΕΑ: «Ήταν μια χαζή Πατρινιά, την έκαναν να πιστέψει πως θα παντρευτεί τον γιο του πλανητάρχη. Τρεις φορές έγινε ‘γάμος’».
Εκείνη τινάχτηκε, σαν να τη χτύπησε ρεύμα. «Και δεν τους τιμώρησαν αυτούς που την κοροϊδεύανε;»
«Τι να τιμωρήσουνε; Όλη η Πάτρα την κορόιδευε. Την κάνανε και επιθεώρηση. Σε πολλά θέατρα...»
Καταργήθηκε μόλις το 2019
Μόλις, το 2015 ο σύλλογος ψυχικής υγείας της Πάτρας ζήτησε την κατάργηση του εθίμου αναφέροντας πως η αναβίωση του γάμου της Γιαννούλας, δεν θεωρείται έθιμο, όπως και η διαπόμπευση και ο δημόσιος εξευτελισμός απέναντι στον ψυχικά πάσχοντα.
Το 2019 ο δήμαρχος Πάτρας ζήτησε από το Δ.Σ του καρναβαλικού οργανισμού να μην ξαναγίνει η αναβίωση, όπως και τελικά συνέβη.
Η μεγάλη Σαρακοστή, μετά την Αποκριά και την Τυρινή εβδομάδα είναι η κατ’ εξοχή περίοδος μετάνοιας. Όταν ο άνθρωπος παρηγορηθεί από τη μετάνοια δεν ζητά πλέον ψευδοστηρίγματα σε σαθρές διασκεδάσεις και θολές ιδέες. Όσοι ξέρουν από τα πνευματικά γνωρίζουν ότι αυτό επιτελείται με ακραίο πόνο. Πόνο για όσα άσχημα κάνουμε στον εαυτό μας και στον αδελφό μας, τον υγιή και τον ασθενή. Έτσι αλλάζουν όλα.
Καλή Σαρακοστή
 Σοφία Χατζή
Ευχαριστώ τη Νίκη Κατσιάπη και τον Σταύρο Γουναρίδη για την παραχώρηση των ιστορικών στοιχείων.
[1] Περιοχή της Πάτρας, όπου κατασκευάστηκε επί Καποδίστρια στρατόπεδο (στα ιταλικά cazerma) στην Άνω Πόλη, στη γωνία Μπουκαούρη και Παντοκράτορος, κάτω από το Χαμάμ. Το στρατόπεδο παρέμεινε εκεί μέχρι το 1875 και στη συνέχεια είχε διάφορες χρήσεις. Μέχρι το 1940 χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Κατεδαφίστηκε το 1961.
___________

δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 26.0202.202

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Η αγία Κυράννα: Η ηρωική Νεομάρτυς του Χριστού



site analysis



Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΑΝΝΑ: Η ΗΡΩΙΚΗ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
       Η χορεία των Νεομαρτύρων λαμπρύνει και αυτή με το δικό της τρόπο το αγιολόγιο τη Εκκλησίας μας. Χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, γέροντες, νέοι, ακόμα και μικρά έδωσαν την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό και την επισφράγισαν με το αίμα τους και τη ζωή τους.
      Η αγία Νεομάρτυς Κυράννα είναι μια από αυτούς. Έζησε σε χρόνους χαλεπούς για την Εκκλησία και το Γένος μας, στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου οι βάρβαροι ασιάτες ασκούσαν εξουσία ζωής και θανάτου στους υποδούλους Χριστιανούς και εφάρμοζαν το «νόμο της σπάθας»! Γεννήθηκε στην Αβυσσάκα της Θεσσαλονίκης, τη σημερινή Όσσα Λαγκαδά. Είχε προικιστεί από το Θεό με θαυμαστή εξωτερική ομορφιά και σπάνιο ψυχικό μεγαλείο. Διακρίνονταν από όλα τα άλλα κορίτσια του χωριού για τη σεμνότητά της και την σωφροσύνη της.


     Όλοι την αγαπούσαν και τη σέβονταν, εκτός από το μισόκαλο διάβολο, ο οποίος φθόνησε την αγνότητά της. Επειδή δε μπόρεσε να παρασύρει την ίδια σε αισχρούς λογισμούς και αμαρτωλές επιλογές, έγειρε σε κάποιο τοπικό τούρκο διοικητή αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορα των φόρων, γενίτσαρο, σφοδρό ερωτικό πάθος για τη σεμνή και όμορφη Χριστιανή νέα. Προσπαθούσε με διάφορες κολακείες να την κατακτήσει. Τις έταζε χρήματα, κοσμήματα, φορέματα και αξιώματα, χωρίς αποτέλεσμα. Μεταχειρίστηκε κατόπιν απειλές για σκληρά και απάνθρωπα βασανιστήρια, ακόμα και το θάνατο, μα εκείνη έμεινε αμετάπειστη και απωθούσε τον έκφυλο τούρκο.
     Όσο η Κυράννα αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις του γενίτσαρου, τόσο μεγάλωνε το αμαρτωλό του πάθος για εκείνη. Απογοητευμένος όμως από την άρνηση της κόρης, γεννήθηκε μέσα του φοβερό μίσος για εκείνη, το οποίο έφτανε ως την καταστροφή της. Έβαλε άλλους γενίτσαρους, την οποία συνέλαβαν και την οδήγησαν στη Θεσσαλονίκη να δικαστεί, ότι δήθεν αθέτησε την υπόσχεσή της να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει. Την ακολούθησαν και οι γονείς της με δάκρυα και προσευχές για το άδικο πάθος του παιδιού τους. Οι ανακριτές την μεταχειρίστηκαν κατ’ αρχήν με την προσφιλή τους τακτική, των κολακειών και κατόπιν τις φοβέρες και τις απειλές. Όμως η Κυράννα έμεινε ηρωικά τολμηρή και ατάραχη μπροστά τους. Ομολόγησε με θάρρος πως είναι Χριστιανή, ότι έχει ως νυμφίο της το Χριστό, στον οποίο ανήκει το σώμα και η ψυχή της. Για την αγάπη Του ήταν διατεθειμένη να χύσει το αίμα της και να δώσει τη ζωή της. Πως οι κολακείες τους, πολλώ δε μάλλον τα βασανιστήρια, δε θα στέκονταν εμπόδιο για την αγάπη της για το Χριστό, τον αληθινό Θεό. Μετά τη θαρραλέα ομολογία της σώπασε έσκυψε το κεφάλι της και με σεμνότητα  άρχισε να προσεύχεται νοερά στον Κύριο, να την ενδυναμώσει στη μεγάλη δοκιμασία που πρόσμενε.
      Οι τούρκοι ανακριτές βλέποντας τον ηρωισμό και την αμετακίνητη γνώμη της, ένοιωσαν ντροπιασμένοι και έγιναν θηρία από το θυμό τους. Την έριξαν στο πιο σκοτεινό και υγρό κελί της φυλακής. Ο ερωτύλος γενίτσαρος έλαβε την άδεια από τον διευθυντή της φυλακής να μπαίνει ότι ώρα ήθελε στο κελί της για να τη βασανίζει. Μαζί του έμπαιναν και άλλοι γενίτσαροι, οι οποίοι ξεσπούσαν επάνω της με ιδιαίτερη αγριότητα. Την έδερναν, την κλωτσούσαν, την κρεμούσαν από τα πλούσια μαλλιά της για ώρες στο ταβάνι του κελιού, μέχρι λιποθυμίας. Το βράδυ ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε από τις μασχάλες όλη τη νύχτα, στο χειμωνιάτικο κρύο ώστε να μη μπορεί να κοιμηθεί. Όμως εκείνη, όχι μόνο υπέμεινε, με πρωτοφανή καρτερία το μαρτύριο, αλλά φαινόταν να το αντιμετωπίζει με χαρά και ικανοποίηση για χάρη του Χριστού!
       Αλλά στην ίδια φυλακή υπήρχαν και άλλοι κρατούμενοι Χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, και μαζί τους και κάποιες τουρκάλες, οι οποίοι έβλεπαν το μαρτύριο της Κυράννας και ήλεγξαν τον απάνθρωπο δεσμοφύλακα, ότι δε φοβάται το Θεό και βασανίζει μια αθώα. Αλλά εκείνος έγινε αγριότερος και τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν για μια εβδομάδα.
      Την επομένη ημέρα ο δεσμοφύλακας έγινε πιο επιθετικός και άγριος. Άρπαξε την Κυράννα, την κρέμασε με αλυσίδες και άρχισε να τη χτυπά αλύπητα με μια σανίδα. Οι άλλοι φυλακισμένοι άρχισαν να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται, μαζί τους και οι τουρκάλες κρατούμενες. Ο δεσμοφύλακας άρχισε να τρέμει ολόκληρος και έπεσε στο έδαφος μπρούμυτα να κλαίει γοερά.
      Όμως την ίδια στιγμή η αγία ξεψύχησε, παραδίδοντας την ψυχή της στο Χριστό, τον Οποίο τόσο αγάπησε και Του χάρισε τη ζωή της, όπως ήταν κρεμασμένη, χωρίς να το καταλάβει κανείς.  Σιμά τα χαράματα ένα εκτυφλωτικό φως κατέβηκε από τη στέγη της φυλακής και έλουσε το σώμα της αγίας, φωτίζοντας όλη τη φυλακή. Οι φυλακισμένοι ξύπνησαν έντρομοι και άρχισαν να φωνάζουν και να προσεύχονται! Οι τουρκάλες και κάποιοι Εβραίοι κρατούμενοι φώναζαν πως «το κρίμα της φτωχής Ρωμιάς θα μας κάψει»! έφτασε και ο δεσμοφύλακας, ο οποίος τρέμοντας κατέβασε το σώμα της από την κρεμάλα και διαπίστωσε το θάνατό της. Το φως άρχισε να ελαττώνεται και μια υπερκόσμια ευωδία πλημμύρησε τη φυλακή. Ο φύλακας σκέπασε το τίμιο λείψανο με σεβασμό και δόξασε το Θεό, που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά γεγονότα. Προφανώς μετάνιωσε και έγινε Χριστιανός, πιθανότατα «κρυπτοχριστιανός».
       Όταν ξημέρωσε διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η τελείωση της αγίας και η έκλαμψη του θαυμαστού φωτός.  Οι τούρκοι ένιωσαν ντροπιασμένοι και έδωσαν την άδεια στους Ρωμιούς να παραλάβουν το σώμα της αγίας και να το ενταφιάσουν με τις δικές τους συνήθειες. Το έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη, αφού μοίρασαν για ευλογία και αγιασμό, σε τεμάχια, τα ματωμένα ενδύματά της. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751. Την ημέρα αυτή η Εκκλησία μας τιμά την ιερή της μνήμη. Ιδού λοιπόν και ο ηρωισμός των αγίων γυναικών της Εκκλησίας μας, εφάμιλλος των αγίων ανδρών!    
ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Αρκαλοχωρίου Ανδρέας: ''Γυναίκες στην κορυφή της ηγεσίας του έθνους μας'



site analysis
MhtrArxaloxoriou
Του Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέα

«Του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια», γράφει ο Καβάφης το 1925 στο ποίημα «Από υαλί χρωματιστό».
Αναφέρεται, με αφορμή τη στέψη αυτοκράτορα, σε μια δύσκολη εποχή, από την πορεία της υποστατικής ταυτότητας του ελληνισμού.
Κατακερματισμένος στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204-1461), στο δεσποτάτο του Μυστρά (1262-1460) και στο δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1479), με νόμιμο και κανονικό αυτοκράτορα, όπως πάντοτε, τον κυρίαρχο και κάτοχο της Κωνσταντινούπολης, Ιωάννη Καντακουζηνό (1341-1354), που ανήλθε στον θρόνο και στέφθηκε αυτοκράτορας έπειτα από εμφύλιο, ενώ εκουσίως αποσύρθηκε από τα εγκόσμια και εκοιμήθη ως μοναχός Ιωάσαφ.
Ο Καβάφης τού αφιερώνει και ένα άλλο ποίημα: «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει» (1924).
Είναι τυχαίο ότι ο Αλεξανδρινός ασχολείται, σε δύο ποιήματά του, με έναν αυτοκράτορα, φίλο του ησυχασμού; Σε άλλο ποίημά του «Στην Εκκλησία» (1912) ο νους του «πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας, στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό», τότε που ο Οικουμενικός Πατριάρχης έστεφε τους αυτοκράτορές μας και τις αυτοκρατόρισσές μας όχι «με λίθους τεχνητούς, ένα σωρό κομμάτια από υαλί, κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια».
Για τον «ένδοξό μας Βυζαντινισμό» ο Καβάφης γράφει το 1913, όταν έχουμε τους Βαλκανικούς πολέμους, με τις ένδοξες προελάσεις του ελληνικού στρατού στην Ηπειρο και τη Μακεδονία.
Τρία χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το 1925, θα γράψει περί «του ταλαιπώρου κράτους μας», ενώ ξεκαθαρίζει ότι «τίποτε το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά».
Στον αιώνα της εθνικής μας ολοκλήρωσης (1821-1923), που σφραγίστηκε με την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων (1948), συσσωρεύεται στην ελληνική επικράτεια το όλον πολιτιστικό και πνευματικό δυναμικό του γένους μας, της Ρωμιοσύνης, του Ελληνισμού.
Το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο» γραφόταν και ξαναγραφόταν για έναν αιώνα, από τη μια γενιά στην άλλη, για να διαμορφωθεί το σημερινό Ελληνικό Κράτος. Σε όλα τα εθνικά κράτη των Βαλκανίων και στα καθ’ ημάς, ακολουθήθηκε, εν μέσω μικρών ή μεγάλων εθνοκαθάρσεων και εθνοκτονιών, η εθνική ομογενοποίηση των ελληνοφώνων, ελληνιζουσών, ελληνοπρεπών και ελληνικών διάσπαρτων κοινοτικών πυραμίδων, από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, αλλά και από όλα τα Βαλκάνια, με όριο τον Δούναβη.
Μεταξύ αυτών και βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι, τουρκόφωνοι, απαξάπαντες Ορθόδοξοι, με κορυφαία στον εθνικό, θρησκευτικό κατ’ ακρίβεια, πυρρίχιο του 1821 την αρβανιτιά. Πολεμούσαν τους αλλοπίστους ως ορθόδοξοι χριστιανοί κι ας μη γνώριζαν οι πολλοί ελληνικά.
Η πολιτιστική μας ταυτότητα ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα, εξαπλώθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους με τον Μέγα Αλέξανδρο, στην τότε γνωστή Οικουμένη, για να εξελιχθεί, να διαμορφωθεί, να μεγαλουργήσει και να εξαπλωθεί με την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το Βυζάντιο.
Διαφυλάχθηκε, εν μέσω των περιπετειών της ιστορίας, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο η πολιτιστική μας ταυτότητα, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνεχίζει να πορεύεται στο Ελληνικό Κράτος που, με πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη, απέκτησε γυναίκα Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Δεν είναι, όμως, η πρώτη γυναίκα που ανέρχεται στην κορυφή της κρατικής μας οντότητας. Στο Γένος μας, της Αικατερίνης προηγήθηκαν η Ειρήνη η Αθηναία (797-802), η οποία συγκάλεσε και Οικουμενική Σύνοδο, η Ζωή (1028-1050), που κυβέρνησε με συμβασιλείς - συναυτοκράτορες και η Θεοδώρα (1055-1056).
Η Αικατερίνη είναι η τέταρτη γυναίκα που ανέρχεται στην κορυφή της πυραμίδας στη μακραίωνη πολιτιστική μας πορεία.
Η γείτων Τουρκία με βεβαιότητα προβάλλει, προσβλέπει, ταυτίζεται και διεκδικεί το αυτοκρατορικό και οθωμανικό της παρελθόν. Σε όσους από τους καθ’ ημάς αρνούνται τη δυναμική και οργανική μας σχέση με το Βυζάντιο, δηλαδή την αυτοκρατορία μας ή περιορίζονται μόνο στην αρχαιοελληνική παράδοση, αλλά και σε εκείνους που θεωρούν ότι το αύριο και το μέλλον του πολιτισμού μας ευρίσκεται στη διαμόρφωση «ουδετερόθρησκων» κρατικών δομών, ο Καβάφης απαντάει σαφέστατα, αλλά και καυστικά με τη δίστομη ρομφαία: «Οὐκ ἔγνως» (1928).
«Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες – / ὁ κούφος Ἰουλιανός εἶπεν “Ἀνέγνων, ἔγνων,/ κατέγνων”. Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε/ με το “κατέγνων” του, ὁ γελοιωδέστατος. / Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δεν ἔχουνε σ’ εμᾶς/ τους Χριστιανούς. “Ἀνέγνως, ἀλλ’ οὐκ ἔγνως· εἰ γαρ ἔγνως,/ οὐκ ἄν κατέγνως” ἀπαντήσαμεν ἀμέσως».
* Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 23-02-2020
ΠΗΓΗ.ROMFEA

Γυναίκα είμαι και γω. Και φοβάμαι όπως και συ. Άσ΄το όμως να γεννηθεί...


 site analysis  -
Αποτέλεσμα εικόνας για αγέννητο παιδί
-Γυναίκα είμαι και γω.
-Φοβάσαι.
-Φοβισμένη υπήρξα και γω!
Γυναίκα.
Μόνο εσυ να ορίζεις το σώμα σου,
όπως λαχταράς...
Την ίδια λαχτάρα εχω και γω.
Μα θα μου πεις...
Πεθυμιές και ευθύνες,
αξεχώριστα πορεύονται.
Από πάντα!
-Ετσι πλάστηκες.
Ον και λογικόν!
Πάει να πει!
Δώρισε το σώμα σου, αγαπώντας το.
Πολύ!
Τόλμησε, αγαπώντας σε.
Πολύ!
Η απαλλαγή πάντως, αγάπη δεν μετριέται.
Άπλωσε το χέρι σου,
στη νέα ζωή που έρχεται να σε συμπληρώσει.
Ή και να σε αναστατώσει προσωρινά.
Γίνε η φωνή αυτού που δεν έχει.
Γίνε μια αγκαλιά καλοσώρισμα.
Το μωρό σου, σε καταδέχεται με την τιμή της δημιουργού!
Άστο να σ' αγκαλιάσει.
Να σε φιλήσει.
Να ζεσταθεί από τη θέρμη του κορμιού σου.
Να σε κάνει να πονέσεις.
Να ξενυχτήσεις.
Να καταρρευσεις.
Να ξέρεις, πα΄ να πει, πως είσαι ακόμα ζωντανή.
Εσένα κανείς δε σου 'κλεψε το δικαίωμα αυτό.
Να γεννηθεί!
Γυναίκα είσαι και φοβάσαι.
Και γω φοβόμουν.
Παίξε έντιμα. Με όρους.
Το άνευ όρων, εφ όρου ζωής,
θα σε κατατρέχει!
Θα πυροβολεί τα όνειρα σου.
Θα ματαιώνει τις επιλογές σου.
Κράτησε αγκαλιά τη ζωή.
Το παιδί σου.
Όπως κι αν ήρθε.
Ξέρω φοβάσαι!
Και γω... ακομα φοβάμαι!
Πολύ!
Φωτεινη

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Οσία Μαρία τού Όλονετς, η Ερημήτρια(+19-2-1860)



site analysis

Αποτέλεσμα εικόνας για Οσία Μαρία τού Όλονετς, η Ερημήτρια

Α. Γέννηση - ανατροφή: 
Στην επαρχία του Νόβγκοροντ της Ρωσίας, κατά μήκος του ποταμού Λόβατ στο χωριό Περεντίνο γεννήθηκε η Μαρία, αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν η γενέτειρα του γέροντα Ιγνατίου, ιδρυτή της Ι. Μ. του Όλονετς, στη λίμνη Βέϊζ. Ο γέροντας αυτός, μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο πολύ νέοι ξεκίνησαν τους μοναχικούς τους αγώνες από το Άγιο Όρος. Ο τρίτος αδελφός τους, ο Βασίλειος Σοφρόνωφ παντρεύτηκε μια χωρική από διπλανό χωριό. Μετά από χρόνιες προσευχές γέννησαν τη Μαρία και κατόπιν δυο γιους και δυο θυγατέρες.
Οι γονείς τους έδωσαν με την ζωή τους το παράδειγμα στα παιδιά τους. Στην Μαρία αυτό έμπαινε βαθιά στην καρδιά της, γι’ αυτό φαινομενικά δεν διέφερε από τα άλλα παιδιά. Ίσως γιατί όλη η οικογένεια ξεχώριζε για την καλοσύνη της σ’ όλο το χωριό.
Η Μαρία από έξη χρονών φρόντιζε τα αδέλφια της και βοηθούσε στο νοικοκυριό. Φρόντιζε ακόμα και τα κατοικίδια ζώα. Άρχισε όμως να μην παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς και να μη συμμετέχει στους χορούς του χωριού. Όταν η μητέρα της την ωθούσε να παίξει, αυτή χωρίς φασαρία έβγαινε, αλλά  έμενε μόνη και παρατηρούσε τη φύση…
Όταν προσκυνητές ή ταξιδιώτες φιλοξενούνταν στο σπίτι, η Μαρία ρουφούσε κυριολεκτικά τις ιστορίες για τα μοναστήρια και τις ακολουθίες σ’ αυτά. Οι γονείς άρχιζαν να διαβλέπουν την κλήση της αυτή, γι’ αυτό ο πατέρας της το συζήτησε με διαφόρους γέροντες. Έτσι ο αναγνώστης του Περεντίνο την έμαθε να διαβάζει Ωρολόγιο και Ψαλτήρι. Σύντομα αποστήθισε όλες τις προσευχές και πολλούς ψαλμούς. Έτσι οι γονείς τους την οδήγησαν για ευλογία στον γέροντα Ησαΐα στην περιοχή του Όλονετς…  


Β. Αναχωρεί από τον κόσμο  με την φίλη της: Όσο ζούσαν οι γονείς της, έμενε μαζί τους. Μόνο για προσκύνηση απομακρυνόταν. Κοιμήθηκε πρώτα ο πατέρας της. Ο πρωτότοκος – με οικογένεια - γιος  κληρονόμησε το σπίτι με τα γύρω κτήματα. Αυτή με την μητέρα της έμειναν σ’ ένα κήπο με μηλιές, όπου αδελφός της τους έφτιαξε ένα ζεστό ξύλινο σπιτάκι.
  Κάποτε πηγαίνοντας   για προσκύνημα στο Κίεβο γνώρισε την Άννα, μια κοπέλα  δουλοπάροικη. Ήθελε να μονάσει, γι’ αυτό το είχε σκάσει απ’ το «αφεντικό» της. Γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν τόσο, ώστε έμειναν στον κήπο με τις μηλιές… Σ’ ένα χρόνο πέθανε και η μητέρα της Μαρίας. Μετά την κηδεία, παρ’ ότι ήταν χειμώνας, ξεκίνησαν για το Όλονετς. Πέρασαν από πυκνό χιονισμένο δάσος περπατώντας… Όταν βγήκαν απ’ αυτό συνάντησαν βρήκαν τον θείο της  π. Ησαΐα ιδρυτή του ερημητηρίου του Αγίου Νικηφόρου! Τις οδήγησε με την διορατικότητά του στη γερόντισσα Ακυλίνα, πρώην ερημήτρια λίγα χιλιόμετρα από τη Μονή. Ο Γέροντας άκουσε και την εξομολόγηση της Άννας. Ζήτησε απ’ τους μαθητές του, π. Δανιήλ και π. Γεράσιμο να τις φροντίσουν και να τις εξασφαλίσουν και μετά τον θάνατό του… Με την ανιψιά του έκανε ιδιαίτερη συζήτηση, κυρίως για θέματα της γνήσιας πνευματικής άσκησης και της εργασίας της νοεράς προσευχής. Της έδωσε «μοναχικό κανόνα». Ήταν ο μοναχικός κανόνας του Αγίου Παχωμίου για την ζωή στην έρημο:
α) διάβασμα Ψαλτηρίου,
β) πολλές μετάνοιες,
γ) μελέτη ιερών βιβλίων,
δ) συνεχής εργασία με την νοερά προσευχή… και εργόχειρο!   Τους έδωσε μάλιστα εντολή να μην συζητούν μεταξύ τους, παρά μόνο για τα αναγκαία.

Γ.  Η  αφετηρία της ερημική της ζωής: 
Έμεναν σε μια καλύβα οκτώ τετραγωνικών μέτρων, όπου ο γέροντας τους έδωσε τα απαραίτητα γι’ αυτή την ερημική συμβίωση! Μέσα σε τρία χρόνια έφτασαν σε ζηλευτά ύψη ερημικής ασκητικής ζωής. Τότε πηγαίνοντας στο ερημητήριο του π. Ησαΐα για να κοινωνήσουν (που εν τω μεταξύ είχε γίνει μεγαλόσχημος με το όνομα Ιγνάτιος) και του ανακοίνωσαν την απόφασή  τους να ζήσουν χωριστά. Ο γέροντας μετά από ιδιαίτερες συζητήσεις έδωσε την ευλογία του. Χάρηκε πολύ και φρόντισε να φτιαχτεί στο δάσος και ένα δεύτερο κελί. Σύντομα όμως αναπαύτηκε (20-4-1852).
Τότε άρχισαν για την Μαρία πολλοί πνευματικοί πειρασμοί. Υπόμεινε αρκετές νύκτες άγρυπνη  με απερίγραπτο φόβο. Ο νέος πνευματικός της (π. Γεράσιμος) με προσευχή και συμβουλές για απάθεια στους «παιδαριώδεις» αυτούς πειρασμούς την βοήθησε να τους ξεπεράσει…
Τότε άρχισαν νέοι και πιο δυνατοί πειρασμοί: Ο ιερομόναχος Μητροφάνης, υπεύθυνος για την διοίκηση του Μοναστηριού, επικουρούμενος από τον π. Δανιήλ, ζήτησε να απομακρυνθούν και να μονάσουν σε γυναικεία μοναστήρια … λόγω ευθυνοφοβίας. Απομακρύνθηκε πρώτα η Άννα δέκα μίλια και πήγε πίσω απ’ την λίμνη. Με την βοήθεια ευλαβών πιστών εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή που ήταν πραγματικό κρησφύγετο. Έτσι ο Θεός διαφύλαξε την εκλεκτή του. Μετά από λίγο καιρό ο ηγούμενος απομάκρυνε και την Μαρία. Αυτή άρχισε να περιπλανιέται στο δάσος, για να μην στερηθεί το αγαπημένο της … καταφύγιο!
Εκεί ανακάλυψε μια καλύβα με το δάπεδό της κάτω από το έδαφος. Έφτασε στο κοντινότερο χωριό και γνώρισε μέσω του γερο-Αντρέα, ενός συμπαθούς ξυλοκόπου, τον «ιδιοκτήτη της». Αυτός της την χάρισε… Ο δόκιμος μοναχός Τρύφων έμαθε το γεγονός από τον γερο-Ανδρέα και το ανέφερε στον π. Γεράσιμο. Αυτός τότε άρχισε πάλι να την έχει υπό την προστασία του. Και η Μαρία επισκεπτόταν το Μοναστήρι για να κοινωνήσει…
     
 Δ΄. «Νέα  τάξη» στο …δάσος:  
 Το φθινόπωρο η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από το χωριό της για να παρουσιαστεί στις τοπικές αρχές, για έλεγχο των  πιστοποιητικών της. Πήγε. Στο διάστημα που έλειπε ένα άγριο παγερό βράδυ δυο ξυλοκόποι ανακάλυψαν την καλύβα της. Έμειναν εκεί, άναψαν την υγρή θερμάστρα τους και μετά από λίγες μέρες από ένστικτο  πήγε εκεί ο γερο - Ανδρέας και τους βρήκε νεκρούς. Έγινε αυτοψία από τις αρχές και βρέθηκε ότι πέθαναν από ασφυξία. Οπότε κατέστρεψαν την καλύβα, χωρίς δικαίωμα ξανακτισίματος… 
Όταν η Μαρία γύρισε έκλαψε πάνω από τα συντρίμμια… Είχε όμως σταθερή την απόφαση να ζήσει εκεί. Έδειξε στη διοίκηση του μοναστηριού την άδεια που είχε στα πιστοποιητικά της για ελεύθερη εγκαταβίωση. Ζήτησε τότε από τον γερο-Ανδρέα να της κτίσει κρυφά, με εργάτη, μια νέα καλύβα σε άλλο σημείο με τα λίγα χρήματα που έφερε από το χωριό της. Εγκαταστάθηκε λοιπόν πέρα από ένα φαράγγι…
Στο μοναστήρι αποσύρθηκε ο ηγούμενος και εγκαταστάθηκε ο π. Σίλβεστρος, που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον π. Γεράσιμο… Αυτός έκανε ριζικές αλλαγές και έσπασε η ενότητα και η ομοψυχία! Έτσι ο π. Γεράσιμος έμεινε έγκλειστος για να μην προκαλέσει και άλλες αντιδράσεις! Η Μαρία όμως κατάφερε να έχει επικοινωνία μαζί του. Όμως αργότερα την ανακάλυψαν… Τότε ο ηγούμενος την έδιωξε από την κρυψώνα της, ονομάζοντάς την «απατεώνα», γιατί ζούσε εκεί κρυφά! Της έκαψαν την καλύβα της! Το δάσος ολόκληρο άκουγε τότε τους λυγμούς της Μαρίας…
Ο ηγούμενος μάλιστα αποφάσισε να την διώξει τελείως και ενημερώσει τις αρχές, γι’ αυτήν και τον γερο-Ανδρέα. Ο π. Γεράσιμος τα πληροφορήθηκε και με τον π. Τρύφωνα έστειλε μήνυμα στην Μαρία να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού και να περιμένει την Πρόνοιά του. Της ζήτησε να πάει κοντά στην πατρίδα της όπου σε ανθρώπους που τιμούσαν τον π. Ησαΐα - Ιγνάτιο  να βρει καταφύγιο. Ενημέρωσε μάλιστα τον επίσκοπο Ιγνάτιο Μπριατσινίνωφ και άλλους πατέρες να την δεχτούν. Η Μαρία τα δέχτηκε και έκανε υπακοή… χωρίς γογγυσμούς!
Ε΄. Ταξίδι στον Καύκασο:  
Η  Μαρία έφυγε και έφτασε στην Σταράγια όπου έγινε δεκτή από τον Αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο στην μονή του αγίου Σεργίου, κοντά στην Πετρούπολη. Την βοήθησε επίσης η πασίγνωστη ευεργέτρια  Τ. Β. Ποτέμκινα, η οποία είχε περιουσία κοντά στο μοναστήρι Σβιατογκόρσκ (Άγια Όρη), στο Καρκώφ.  Με συστατική της επιστολή έφτασε, μέσω Κιέβου, μαζί με την καινούργια της συναθλήτρια και συγγενή της Ματρώνα Μιχαήλοβνα στη διάρκεια της νηστείας των Αγίων Αποστόλων.  Ο ηγούμενος όμως εκεί δεν θεώρησε καλό να τους δώσει ευλογία να μείνουν στο δάσος, όπου ζούσαν αρκετοί γέροντες ερημίτες.
Εν τω μεταξύ η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από τον π. Θεοφάνη, μέσω του γέροντα Γεράσιμου, να πάει κοντά του στον Καύκασο, στην Σταυρούπολη! Εκεί υπήρχαν πολλά γυναικεία ερημητήρια. Οι προσκυνήτριες πραγματοποίησαν το μακρύ και δύσκολο ταξίδι τους, αφού στηρίζονταν στην Πρόνοια του Θεού. Μερικές φορές βάδιζαν μέχρι τριάντα μίλια!  Ξεκίνησαν στις  29 Ιουνίου και έφτασαν στις 29 Αυγούστου! Το έλεος του Θεού πράγματι τις προστάτεψε και από ανθρώπους και από άγρια ζώα και από τον καύσωνα της ημέρας και από την έλλειψη χρημάτων … Στην Σταυρούπολη συνάντησαν ένα ευλαβή κτηματία που γνώριζε τον π. Θεοφάνη. 
Εκεί έλειπε ο επίσκοπος και διαπραγματεύτηκε ο π. Θεοφάνης με την ηγουμένη Σεραφιμίνα της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί ζούσαν 200 μοναχές, που δύσκολα χωρούσαν. Η Μαρία άφησε την Ματρώνα στη μονή και εξομολογήθηκε στον π. Θεοφάνη την αγάπη της για ερημική ζωή, στην οποία ήταν… συνηθισμένη.

 ΣΤ΄. Σε ερημικό καταφύγιο στον Καύκασο:  
Η Μαρία ανακάλυψε σ’ ένα γειτονικό φαράγγι μία σπηλιά. Οι προσπάθειες του γέροντα και της ηγουμένης στάθηκαν μάταιες να την μεταπείσουν! Τα δάκρυα και η επιμονή της λύγισαν τον π. Θεοφάνη. Η σπηλιά  ήταν χαμηλή και στενή. Τα τοιχώματά της ήταν από χώμα και η οροφή της ήταν πλεγμένη από λινάρι. Για θέρμανση έφτιαξαν πέτρινη θερμάστρα. Τα τραπέζια και τα καθίσματα έγιναν από κορμούς δένδρων και στρώμα  μια υφαντή ψάθα…Για τροφή κράτησε λίγο αλεύρι και ένα είδος σίκαλης…
Η φιλέρημη ερημήτρια χάρηκε πολύ με την νέα κατοικία της! Το χειμώνα όμως φάνηκε η ακαταλληλότητα της σπηλιάς. Οι βροχές εισχωρούσαν από την οροφή και η υγρασία έφτανε μέχρι τα ρούχα… Το κρύο ήταν παγερό. Η Μαρία εξαντλήθηκε. Αναγκάστηκε να ζητήσει να πάει κοντά της η … Ματρώνα. Ζήτησε εξομολόγηση από τον εφημέριο της περιοχής και κοινώνησε. Μετά δυνάμωσε κάπως, αλλά ήταν ανήμπορη.
Παρ’ όλα αυτά δεν άφησε το κανόνα της… Για να μην την βλέπει στην προσευχή της η  Ματρώνα ζήτησε και της έφτιαξαν μια γωνία με παραβάν. Έτσι χωρίστηκε η σπηλιά σε … δύο δωμάτια. Η σπηλιά βέβαια ήταν σκοτεινή και είχε σύνολο 5 μέτρα μήκος και 2.5  μέτρα πλάτος. Αγωνίστηκαν με αναστεναγμούς και δάκρυα, με αδιάλειπτη προσευχή μέρα και νύκτα μέχρις εκεί που επέτρεπε η σωματική τους αδυναμία. Η Ματρώνα μάζευε τα ξύλα για την φωτιά, νερό απ’ την χαράδρα και έφτιαχνε χυλό με το αλεύρι. Αυτή ήταν η τροφή τους!
Κάποτε οι πατέρες του Όλονετς έμαθαν για την Μαρία και την εξάντλησή της! Ο π. Γεράσιμος μέσω του π. Δανιήλ, που είχε γίνει ηγούμενος στην μονή Πολυούστρωφ, με επιστολή  ζήτησε να επιστρέψουν κοντά στη λίμνη Βέϊζ, αφού δεν υπήρχαν πια τα παλιά εμπόδια. Ενημερώθηκε επίσης και ο επίσκοπος Ιγνάτιος. Την  άνοιξη τους έδωσε ευλογία να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Αποτέλεσμα εικόνας για Οσία Μαρία τού Όλονετς, η Ερημήτρια
Ζ΄. Το τελευταίο ερημητήριο του Βορρά: 
 Οδοιπορώντας πέρασαν από το μοναστήρι Σβιατογκόρσκ.
Ξεκουράστηκαν και με πλοίο  έφτασαν στη Νέα Λάντογκα από το Νόβγκοροντ. Πέρασαν και από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, που έμεινε η Ματρώνα ένα χρόνο γιατί είχε εξαντληθεί απ’ το ταξίδι και δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει! Στο ερημητήριο του Αγίου Νικηφόρου η Μαρία συνάντησε την Άννα, που με μεσολάβηση των πατέρων του Όλονετς εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι, το Παντάν.  Βρισκόταν στη μέση ενός δάσους. Εκεί η Άννα κάρηκε μοναχή και έζησε 31 χρόνια. Κοιμήθηκε στις 11 Ιουλίου το 1901, Σε ηλικία 83 ετών.
Οι γέροντες δεν θέλησαν να λυπήσουν την Μαρία και της έδωσαν την ευλογία να μείνει στα γύρω δάση. Της διάλεξαν όμως την καταλληλότερη δυνατή τοποθεσία, 5 μίλια μακριά από το μοναστήρι. Εδώ η Μαρία εγκαταστάθηκε μαζί με την …ανιψιά της Πελαγία που παλιότερα είχε μείνει μαζί της. Αυτή όμως δεν άντεξε. Την επόμενη άνοιξη κάλεσε κοντά της την  Ματρώνα, που είχε συνέλθει. Ο ηγούμενος ήταν συγκαταβατικός και είχε ευλάβεια γι’ αυτές! H Μαρία δεν έζησε για πολύ στο τελευταίο της καταφύγιο. Οι κακουχίες της και ένα άγριο κρυολόγημα της κλόνισαν οριστικά την υγεία της. Όλο τον χειμώνα υπέφερε από υψηλό πυρετό και πόνους στα δόντια και το πρόσωπό της. Υπήρχαν φάσεις που ξεπερνούσαν τα όρια της αντοχής αυτής της σκληρής αθλήτριας!
Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1860 οι πόνοι έφτασαν στο απροχώρητο. Η κατάστασή της χειροτέρευε γιατί δεν έπαιρνε κανένα φάρμακο!  Η Ματρώνα πήγε  να μείνει με την Πελαγία. Δεν μπόρεσε να γυρίσει σύντομα κοντά της λόγω χιονοθύελλας. Ο γερο - Ανδρέας πρώτος άνοιξε δρόμο στο χιόνι και με πέδιλα του σκι έφτασε στην καλύβα. Όταν την είδε πώς ήταν έφυγε για το χωριό και επέστρεψε σε δύο ώρες με ένα μπουκάλι βότκα! Χωρίς συναίσθηση η ερημήτρια έβρεξε ένα πανί με βότκα και το έβαλε στα χείλη της, ενώ ο Ανδρέας είχε φύγει. Η βότκα την άναψε και έβγαλε μια κραυγή προς το Θεό έβαλε χιόνι στο πρόσωπό της και άρχισε να φτύνει κάτι που δοκίμαζε για πρώτη φορά! Τα δάκρυά της ήταν ασυγκράτητα. Ξεκίνησε να πάει στο μοναστήρι! Ακολούθησε τα’ αχνάρια του Ανδρέα και η Πρόνοια του Θεού δεν την άφησε…
Έπεσε αναίσθητη στο χιόνι, αλλά  αδελφοί την είδαν από μακριά και αναίσθητη την πήγαν σε κοντινό … στάβλο. Όταν έφτασε ο π. Γεράσιμος η Μαρία φέρθηκε σαν να ξύπνησε απ’ τον ύπνο. Δεν κατάφερε να μιλήσει, αλλά με νοήματα ζήτησε να της κάνουν ευχέλαιο.
Για τρεις βδομάδες η μαρτυρική ερημήτρια έμεινε στο κρεβάτι. Την δέκατη Πέμπτη ημέρα το πρόσωπό της έλαμψε μ’ ένα υπερκόσμιο φως και πήρε την έκφραση μιας ευλογημένης ηρεμίας. Όλα τα σημάδια εξαφανίστηκαν. Ζήτησε να εξομολογηθεί και τις  επόμενες ημέρες κοινωνούσε!
Αποτέλεσμα εικόνας για Οσία Μαρία τού Όλονετς, η Ερημήτρια
Το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου του 1860 η Μαρία αναπαύτηκε…Στην κηδεία της μαζεύτηκε τόσος κόσμος, που ούτε στην πανήγυρη δεν ερχόταν. Στην διάρκεια της εξόδιας ακολουθίας το πρόσωπό της το κάλυψε ένα ουράνιο φως, σημάδι για την οσιότητα του βίου και μήνυμα για το περιεχόμενο της ησυχαστικής ζωής των Ορθοδόξων ασκητών!!!

 Πέτρου Μπότση, Οσία Μαρία του Όλονετς, σειρά οι Φιλόθεες, Αθήνα 1992.