Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Πηνελόπη Νοταρά: Η κόρη του Καραϊσκάκη που έζησε και πέθανε στο Ξυλόκαστρο



site analysis




Τετάρτη 5 Ιουνίου 1874. Βράδυ, ώρα 10 μ.μ., στο αρχοντικό της στο Ξυλόκαστρο η Πηνελόπη Καραϊσκάκη-Νοταρά αφήνει την τελευταία της πνοή «άγουσα το 57ο έτος της ηλικίας της», όπως γράφει η εφημερίδα «Κορινθιακός Αστήρ». Η Πηνελόπη ήταν η μία από τις κόρες του αρχιστράτηγου Γεώργιου Καραϊσκάκη, σύζυγος του Ανδρέα Νοταρά και «πεπροικισμένη με πολλάς αρετάς», όπως σημειώνει στο ίδιο άρθρο ο «Κορινθιακός Αστήρ».

Ορφάνια και φτώχεια

Η Πηνελόπη γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, το 1817 (ή το 1822) και ήταν η μία από τις δύο κόρες του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Η αδελφή της ονομαζόταν Ελένη (Νίτσα) και είχαν δύο αδελφούς: τον Δημήτριο που ήταν ο πρωτότοκος και τον Σπύρο που ήταν το στερνοπούλι του Αρχιστράτηγου της Ρούμελης.
Στις 22 Απριλίου 1827 ο Καραϊσκάκης λαβώθηκε θανάσιμα στη μάχη του Φαλήρου και την επόμενη μέρα εξέπνευσε αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στον Αγώνα για την ελευθερία των Ελλήνων αλλά και τα τέσσερα παιδιά του πεντάρφανα.

Ο θάνατος του Καραϊσκάκη.
«Σαράντα τέσσαρες χιλ. γρόσια εις το κεμέρι του Μητρ Αγραφιώτη» γράφει ο ετοιμοθάνατος Καραϊσκάκης στη διαθήκη του, «από αυτά αι τριάντα χιλιάδες να δοθούν εις ταις τζούπρες (σ.σ. κόρες) μου  να ταις περιλάβουν οι δυο Μήτρηδες του Σκυλοδήμου και του Αγραφιώτη». Την ώρα που παρέδιδε την ψυχή του ο μεγάλος Έλληνας στρατηγός όρισε την τύχη των κοριτσιών του, ποιος θα τις αναθρέψει ποιος θα τις φροντίσει και τι μερτικό θα πάρουν από την περιουσία του.

Η διαθήκη του Καραϊσκάκη. Στην τέταρτη σειρά της αριστερής σελίδας γράφει «να δοθούν εις ταις τζούπρες μου».

Δυστυχώς όμως, από ό,τι δεν φαίνεται, δεν πρέπει να έφτασε στα χέρια των κοριτσιών του Καραϊσκάκη το ορισθέν από τον πατέρα τους ποσό. Στο νησί του Κάλαμου, απέναντι από την Αιτωλοακαρνανία όπου είχαν καταφύγει, η φτώχεια τυραννούσε τα παιδικά τους χρόνια. Ισχυρό τεκμήριο για την κακή οικονομική
κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει αποτελεί μία σειρά επιστολών με αποδέκτη την ελληνική κυβέρνηση, τον Ιωάννη Καποδίστρια αλλά και άλλους αξιωματούχους ώστε να τους παράσχουν οικονομική βοήθεια.
Τα τρία από τα τέσσερα παιδιά (ο μεγάλος, ο Δημήτρης είχε τραβήξει ήδη το δρόμο του ως στρατιωτικός) βρίσκονταν στις αρχές του 1828 στον Κάλαμο, υπό την κηδεμονία του Μήτρου Σκυλοδήμου. Η μητέρα τους, η Γκόλφω είχε ήδη πεθάνει ένα χρόνο πριν τον Καραϊσκάκη.
Από εκεί στέλνουν επιστολή αναζητώντας βοήθεια προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον νέο κυβερνήτη της Ελλάδος. «Ο ερχομός σας στην Ελλάδα μας έδωσε μεγάλη εμψύχωση, του γράφουν. Και συνεχίζουν αναφέροντας ότι τρεις μήνες νωρίτερα από τον ερχομό του, είχαν γράψει στην Ελληνική Κυβέρνηση ζητώντας οικονομική στήριξη. Εστείλαμε επί τούτου τον εξάδελφόν μας Μήτρο Σκυλοδήμου, αναφέρουν, αλλά έως τώρα καμία εξοικονόμησιν δεν ίδαμε. Στη συνέχεια τα παιδιά αναφέρουν ότι βρίσκονται σε άθλια κατάσταση και ζητούν από τον Καποδίστρια να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα τους από όλους τους πατριώτες.
Το γράμμα αυτό η Πηνελόπη, η Νίτσα και ο Σπύρος Καραϊσκάκης το στέλνουν στον Μήτρο Σκυλοδήμο και του ζητούν να το παραδώσει στον Καποδίστρια, αφού με το προηγούμενο γράμμα τους προ την Κυβέρνηση δεν κατάφεραν τίποτα!

Ο αρραβώνας με τον Νοταρά και η προίκα της Πηνελόπης

Οι αρραβώνες της Πηνελόπης και του Ανδρέα Νοταρά έγιναν στο στρατόπεδο του Πειραιά, το 1826. Παρόντες δεν ήταν ούτε βέβαια η εννιάχρονη τότε Πηνελόπη, ούτε ο 16χρονος Ανδρέας Νοταράς. Η συμφωνία των αρραβώνων έγινε μεταξύ του Καραϊσκάκη και του αδελφού του Ανδρέα, του Ιωάννη Νοταρά, του Αρχοντόπουλου της Κορινθίας.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει η εφημερίδα Αιών«Επί του πεδίου της δόξης και του υπέρ Πατρίδος αγώνος έδιδον την υπόσχεσιν, όπως συνδεθώσι δια συγγενείας, αφ’ ενός μεν ο περίβλεπτος στρατηγός των νεωτέρων Ελλήνων, αφ’ετέρου δε ο την ύψιστην αυτόχθονα αριστοκρατίαν και την στρατιωτικήν και πολιτικήν επιρροήν αντιπροσωπεύων, Ιωάννης Νοταράς, το περιώνυμον Αρχοντόπουλον».
Λίγους μήνες αργότερα βέβαια, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Ιωάννης Νοταράς έπεσαν νεκροί στην ίδια μάχη, στο ίδιο πολεμικό πεδίο. Ωστόσο, η συμφωνία του αρραβώνος δεν διαλύθηκε.

Ο Ανδρέας Νοταράς.
(αρχ. Αριστείδης Γ. Έσσλιν)
Το 1836, όταν ο Ανδρέας ενηλικιώθηκε, οι γηραιοί άρχοντες της οικογένειάς του, Πανούτσος και Σωτήριος Νοταράς ζήτησαν το χέρι της Πηνελόπης, τιμώντας τη συμφωνία που είχε γίνει στο πεδίο της μάχης.
Είχε προηγηθεί το 1835 η προικοδότηση της Πηνελόπης και η «υιοθεσία» της μαζί με την αδελφή της από τον Όθωνα κατά τη μεταφορά των οστών του πατέρα της από τη Σαλαμίνα στο Κερατσίνι.
Συγκεκριμένα, όπως περιγράφει η εφημερίδα «Αθήνα» στις 22 Απριλίου 1835 παρουσία του βασιλιά Όθωνα, των μελών της Αντιβασιλείας, υπουργών, πρέσβεων και πλήθος κόσμου έγινε το ετήσιο μνημόσυνο του Καραϊσκάκη και η ανακομιδή των λειψάνων του από τη Σαλαμίνα στον τόπο που έπεσε μαχόμενος. Μαζί με τα οστά του Αρχιστράτηγου μεταφέρθηκαν και τα οστά των υπολοίπων νεκρών της μάχης του 1827, μεταξύ αυτών και του Ιωάννη Νοταρά.
Την τελετή παρακολούθησαν και οι δύο κόρες του Καραϊσκάκη, οι οποίες συνόδευσαν τα λείψανα του πατέρα τους στο μνημείο που ανεγέρθη προς τιμήν του. Με το πέρας της επιμνημόσυνης δέησης, ο Όθωνας απένειμε στον Καραϊσκάκη το μέγα Σταυρό του Σωτήρος, προς «μνημόσυνον αιώνιον των προς τον Ελληνικό Αγώνα λαμπρών κατορθωμάτων του».
Κατόπιν, ο Όθωνας στράφηκε, όπως περιγράφει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Αθήνα», προς τις δύο κόρες του Καραϊσκάκη και τους ανακοίνωσε ότι «την φροντίδα την οποίαν δε αυτάς ήθελεν έχει ο πατήρ των αν εζούσε, αναδέχεται ο ίδιος», επισημοποιώντας το γεγονός ότι έθετε τις δύο νεαρές υπό την κηδεμονία του.
Ο Όθωνας ανακοίνωσε με διάταγμα που διαβάστηκε εκείνη τη στιγμή, την προίκα της Πηνελόπης: 500 στρέμματα γης στην Κόρινθο, εκατό εκ των οποίων με καλλιέργεια σταφίδας. Επίσης 6000 δραχμές ως προίκα, με σκοπό να την νυμφευθεί «ο δεύτερος υιός του Νοταρά, καθώς ζώντος του Πατρός της ήτο συμφωνημένον».

Το διάταγμα του Όθωνα για την προίκα της Πηνελόπης.

Ο γάμος του Ανδρέα Νοταρά και της Πηνελόπης Καραϊσκάκη έγινε στην Κόρινθο το 1836 και έκτοτε η κόρη του αρχιστράτηγου έζησε μεταξύ Κορίνθου, Τρικάλων και Ξυλοκάστρου. Όπως, γράφεται στις εφημερίδες της εποχής, αφοσιώθηκε πλήρως στην ανατροφή των παιδιών της, αλλά και σε κοινωνικό έργο. «Χριστιανή τελεία, μεστή αρετών πολίτιδος, όντως ευγενούς, κατέστη το υποκείμενον της λατρείας της κοινωνίας όλης, εν μέσω της οποίας εβίου», γράφει η εφημερίδα «Αιών».

Η Πηνελόπη Καραϊσκάκη-Νοταρά.
(αρχ. Αριστείδης Γ. Έσσλιν)
Και συνεχίζει: «Η θυγάτηρ του ενδοξοτάτου των στρατηγών, ούτε αγέρωχος ην, ούτε απότομος, ούτε επιδεικτική· προσηνεστάτη τους τρόπους, γλυκείας πάντοτε λέξεις έχουσα επί των χειλέων πετώσας, απλήν φορούσα ενδυμασίαν, διευθύνουσα αυτή μόνη σχεδόν μέγαν οίκον». Η εφημερίδα τονίζει το αγαθό πνεύμα και την ευλογία της Πηνελόπης, η οποία μεγάλωσε τα παιδιά της αλλά έγινε και η προστάτιδα άγγελος της φτώχειας και των στερήσεων που ζούσε η Ελλάδα εκείνες τις εποχές.
Ταπεινή και μετριόφρων, η Πηνελόπη, έζησε στην κορινθιακή επαρχία και απέφυγε τους κύκλους των Αθηνών, παρότι ο άνδρας της ήταν υπασπιστής του Όθωνα, βουλευτής Κορινθίας και υπουργός. Αυτή η «θυγάτηρ του ενδόξου στρατηγού» προτιμούσε να ζει στο Ξυλόκαστρο και τα Τρίκαλα την ίδια στιγμή που όπως εύστοχα σημειώνει η εφημερίδα «Αιών»:  «άσημα όντα, ασύνδετα προς τη δόξα του τόπου ή ανάξια να προσιδώσιν εις το ύψος της εθνικής ιδέας, απολαύουσι των τιμών της αυθεντικής Ελλάδος».

Ο θάνατός της και οι απόγονοί της


Η Μαρία Νοταρά-Έσσλιν.
(αρχ. Αριστείδης Γ. Έσσλιν)
Η Πηνελόπη με τον Ανδρέα Νοταρά απέκτησαν 8 παιδιά μεταξύ των οποίων τη Μαρία και τον Σπυρίδωνα. Η μεν Μαρία παντρεύτηκε τον Αριστείδη Έσσλιν, πολιτικό μηχανικό Βαυαρικής καταγωγής, το 1871 και οι απόγονοί της ζουν σήμερα στην Αθήνα. Ο δε Σπυρίδων ήταν αξιωματικός του στρατού και εκλέχθηκε πολλάκις βουλευτής Κορινθίας.
Η Πηνελόπη Καραϊσκάκη-Νοταρά πέθανε όπως είπαμε, σαν σήμερα, 5 Ιουνίου 1874, στο Ξυλόκαστρο βυθίζοντας στο πένθος όλη την Κορινθία. Ήταν μόλις 57 ετών και δεν πρόλαβε για δύο μήνες να δει την εγγονή της, η οποία γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1874 και πήρε το όνομά της, προς τιμήν της!
Επιμέλεια-έρευνα-κείμενα: Γιώτα Χρ. Αθανασούλη
Πηγές:
  • Αρχείο Εφημερίδων Ελληνικής Βουλής
  • Γεώργιου Χαρίτου, Αρχείον Γεώργιου Καραϊσκάκη
  • Αλέξης Γαλανούλης, Δύο επιστολές των ορφανών παιδιών του Καραϊσκάκη προς τον Ι. Καποδίστρια και τον Μήτρο Σκυλοδήμο
  • gnomipoliton.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Ἡ Ἁγία Φεβρωνία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ πολύαθλος



site analysis



   Η Αγία Φεβρωνία, ήταν περιζήτητη νύμφη για την σωματική της ομορφιά. Το ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της. Για το λόγο αυτό σε ηλικία 17 ετών, επέλεξε το δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας στο μοναστήρι όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στην Μεσοποταμία (στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και Περσικού κράτους).

Γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες της μοναχικής ζωής βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να εμβαθύνει στις Θείες Γραφές. Έγινε δε υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες μοναχές για τη σύνεσή της το ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό της φρόνημα.

Κάποια ημέρα όμως, ένα στρατιωτικό σώμα το οποίο κατεδίωκε χριστιανούς, με επικεφαλής το Σεληνο (288 μ.Χ.) έφθασε και στο μοναστήρι της Φεβρωνίας. Οι άλλες μοναχές κατόρθωσαν να διαφύγουν, η Αγία όμως η οποία ήταν άρρωστη δεν κατόρθωσε να μετακινηθεί. Κοντά της παρέμειναν η ηγουμένη Βρυένη και η αδελφή Θωμαΐς.

Οι στρατιώτες, μόλις αντίκρυσαν τη Φεβρωνία, έμειναν έκπληκτοι από την ομορφιά της. Άφησαν, λοιπόν, τρεις άνδρες να τη φρουρούν και οι υπόλοιποι γύρισαν και το ανέφεραν στον αρχηγό τους Σελήνο. Αυτός αμέσως διέταξε και την έφεραν μπροστά του, και με κάθε τρόπο την πίεσε να άλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στη Φεβρωνία να τη δώσει σύζυγο στον ανεψιό του Λυσίμαχο, που κοντά του θα γνώριζε μεγάλη δόξα. Η Φεβρωνία, όμως, προτίμησε να γίνει «της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός» (Α' Έπιστολή Πέτρου, ε' 1). Προτίμησε, δηλαδή, να είναι συμμέτοχος της δόξας που θα αποκαλυφθεί κατά τη δευτέρα παρουσία, και με περίσσιο θάρρος περιφρόνησε τις προτάσεις του Σελήνου, ο όποιος, αφού τη βασάνισε, τελικά τη σκότωσε με ξίφος.
 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.
 
"Εθνέγερσις

Γέροντας Πετρώνιος, Για τη βαθιά χριστιανική ζωή της μητέρας του!



site analysis



Ο Ρουμάνος Αγιορείτης, Γέροντας, Ιερομόναχος, π. Πετρώνιος.

Κάποτε, όταν βρέθηκα στο καταφύγιο της πόλεως Μπροστένι, επήγα να μείνω το Άγιο Πάσχα στο σπίτι μας, και θυμήθηκα τις χριστιανικές μας συνήθειες από την παιδική μου ηλικία.
Μπόρεσα να συνομιλήσω μαζί της και κατάλαβα τότε πόσο βαθιά ήταν η χριστιανική της ζωή.
Τη Μεγάλη Πέμπτη ανεχώρησε το πρωί από το σπίτι, και όταν επέστρεψε και την ρώτησα, έμαθα με μεγάλη μου έκπληξη ότι είχε πάει σε μια ασθενή γειτόνισσα να της κάνει ένα δώρο, να της πλύνει τα πόδια εις ανάμνησιν της ταπεινώσεως του Ιησού μας προ του Μυστικού Δείπνου. «Ο Κύριος να πλύνει τα πόδια των Μαθητών Του κι εγώ να μη κάνω τίποτε γι’ Αυτόν;», μου απήντησε. «Έκαμα κι εγώ κάτι παρόμοιο.
Έπλυνα τα πόδια της Μαρίας του Γαβριήλ, η οποία είναι άρρωστη στο κρεββάτι, και της φόρεσα ένα ζευγάρι κάλτσες από τις δικές μας, καινούργιες».
Τη Μεγάλη Παρασκευή ήταν όλη την ημέρα με τα μάτια της δακρυσμένα. «Όταν σκέπτομαι, μου έλεγε, πόσα υπέφερε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός για μας, μου έρχεται να κλαίω και να στενάζω από πόνο».
Το Μέγα Σάββατο, όταν εμείς θαυμάζαμε τα τσουρέκια και τα κουλούρια που μας παρεσκεύαζε για το Πάσχα, αυτή μας έλεγε: «Τα έκαμα τόσο ωραία, όχι για να τα ευχαριστηθείτε τρώγοντάς τα, διότι δεν μου έρχεται ούτε να τα αγγίξω, αλλά τα έκανα έτσι πρώτα για τη δόξα του Κυρίου μας, που αύριο ανασταίνεται».
Σαν γερόντισσα στην ηλικία, παρότι έπασχε από ασθένειες, ουδέποτε απουσίασε από την εκκλησία. Διατηρούσαν μία συνήθεια οι νοικοκυρές, να ασπάζονται το χέρι των γερόντων και των χηρών και να τους βάζουν στο χέρι χρήματα. Κάποτε με ερώτησε, αν είναι καλό αυτό που κάνει, δηλαδή να παίρνει χρήματα.
Μου έλεγε: «Ποτέ δεν ξοδεύω αυτά τα χρήματα για μένα, αλλά αγοράζω με αυτά κεριά και τα ανάβω μπροστά στην Κυρία Θεοτόκο· και στο σπίτι μου για κάθε φράγκο κάνω και από δέκα μετάνοιες, για την υγεία που μου το έδωσε».
Άλλη φορά ήθελα να μάθω τι ξέρει η μητέρα μου από τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Μου έλεγε τότε το Σύμβολο της Πίστεως, το Όνειρο της Παναγίας, την Επιστολή, τα οποία απήγγελλε από στήθους.
Επίσης ολόκληρα κείμενα από το Ιερό Ευαγγέλιο και τους Ψαλμούς. Μου έλεγε τον 49ο ψαλμό. Εγνώριζε από στήθους πολλές προσευχές, τροπάρια, στιχηρά των εορτών, τα οποία μάθαινε στην εκκλησία. Θαύμασα για όλα αυτά, διότι δεν μου είχε δώσει κάποια αίσθηση ότι τα γνώριζε. Τα κρατούσε μέσα της με πολλή αφοσίωση.
Απόσπασμα Από Το Βιβλίο, «Γεροντικό Ρουμάνων Πατέρων», Των Εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Η ΜΗΤΈΡΑ ΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ.



site analysis




Ὅταν τῆς εἶπα κάποτε, «Μάνα, ἡ Στέλλα ἀγάπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ παντρεύτηκαν, ὁ Χάρης ἀγάπησε τὴν Εὐδοκία καὶ παντρεύτηκαν», τότε ἐκείνη μοῦ λέει· «Ἀγάπησες κι ἐσὺ καμμιάν, γυιέ μου; Πές μου το, καὶ εἶναι καλὸ πράμα!» Τῆς λέω· «Ἀγάπησα τὴν πιὸ ὄμορφη, τὴν Ἐκκλησία!» «Μά, θὰ γίνεις μοναχός;» Τῆς λέω, «Ναί». Δὲν μοῦ ἔφερε καμμιὰ ἀντίδραση κοσμική. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν πνευματικοῦ χαρακτήρα. Μοῦ εἶπε μόνο· «Ξέρεις, ἐσὺ ὁ ἐνθουσιώδης, τί σημαίνει μοναχός; Καὶ μάλιστα καλὸς μονάχος;»
http://www.immorfou.org.cy/metropolitan/speeches/976-epik-milia-neof.html
Τὴν ἐρωτῶ· «Ἐσὺ ξέρεις;» Μοῦ λέει· «Ξέρω, ὅτι ὁ καλὸς μοναχός, γυιέ μου, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του. Εἶσαι διατεθειμένος γι᾽ αὐτὸ τὸν καβγὰ ἢ τελικὰ θὰ μᾶς προσβάλεις;» Θυμήθηκα τότε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, περὶ τοῦ τί ἐστὶ μοναχός· «Μοναχὸς ἐστι, βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπὴς» (Κλῖμάξ, Λόγος Α´, ι´). Ἡ Μηλιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθε αὐτό; Ποιὰ ἄνωθεν σοφία τὴ φώτιζε; Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναφώναξα μάνα. Τὴ φώναζα, εἴτε γερόντισσα, εἴτε σκέτα, Μηλιά. Αἰσθανόμουν, ὅτι δὲν μοῦ ἀνήκει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ κουβαλοῦσε τὴ σοφία ἀρχαίων χρόνων. Θὰ μοῦ πεῖτε, μέχρι ποὺ φτάνουν αὐτοὶ οἱ χρόνοι; Μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων! Διότι, ἂν δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη λαϊκὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι τὴ διαδέχονται, τὴν παραλαμβάνουν καὶ τὴν παραδίδουν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Ἂν ἑνωθεῖ καὶ μὲ τὴν ἱερωσύνη αὐτό, γίνεται καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάριτι Θεοῦ, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους συνέβη! Ἀλλά, τί κουβαλοῦμε στὰ κηρύγματά μας, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν λαό; Ὅλοι μας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, κουβαλοῦμε τὴ σχέση τοῦ πατέρα μας καὶ τῆς μάνας μας μὲ τὸν Θεό. Ἂν βρήκαμε καὶ κανένα καλὸ ἅγιο Γέροντα στὴ νεανική μας ζωή, τότε κουβαλοῦμε καὶ τὴ σχέση αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ τὸν Τριαδικό· αὐτὸ μεταδίδουμε! Ἄρα, πόσα πολλὰ ὀφείλω, σκεφτεῖτε, σὲ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο; Ἀργότερα, εἶπα στὴ μάνα μου· «Νὰ μοῦ δώσεις τὴν εὐχή σου, νὰ πάω νὰ γίνω μοναχός!» «Ἅ!», μοῦ λέει, «δὲν θὰ σοῦ δώσω τὴν εὐχή μου νὰ γίνεις μοναχός, ἐὰν δὲν δῶ πρῶτα τὸν δάσκαλό σου.» Τὸν Γέροντά μας, ἐννοοῦσε! Ὅταν τὴν πῆγα στὸν π. Συμεὼν καὶ τὸν πρωτοεῖδε, μοῦ εἶπε, πρὶν ἀκόμα τῆς μιλήσει· «Ὁ δάσκαλός σου εἶναι τοῦτος ὁ παστὸς (=αδύνατος);» «Ναί», τῆς λέω. Μοῦ λέει τότε· «Νὰ ἔχεις τὴν εὐχή μου, γυιέ μου. Τουλάχιστον ξέρεις νὰ διαλέγεις δασκάλους!» Τί ἔκαμε νομίζετε κατόπιν, ὡς πρώτη της κίνηση; Ἐγκατέλειψε τὸν καλὸ τῆς ἐδῶ Πνευματικό, τὸν π. Σωτήριο ἀπὸ τὴν Ἄσσια, καὶ ἔκαμε Πνευματικό της τὸν π. Συμεών. Τῆς εἶπα τότε· «Γιατί ἔκαμες Πνευματικὸ τὸν π. Συμεών;» «Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ», μοῦ λέει, «καὶ νὰ βοηθήσω ἔτσι αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ καταλάβει μιὰν ὥρα γρηγορότερα, γιὰ νὰ συνεργαζόμαστε μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία σου.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Μηλιά! Σπάνια μᾶς ἐπαινοῦσε! Πολὺ πιὸ σπάνια μᾶς χάιδευε!

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Αγία Αγριππίνα



site analysis

23 Ιουνίου 2020




Εορτάζει στις 23 Ιουνίου εκάστου έτους.

Πλησθεῖσα δεινῶν τραυμάτων ἐκ τυμμάτων,
Πολλῶν μετέσχε στεμμάτων Ἀγριππῖνα.
Εἰκάδι θεινομένη τριτάτῃ θάνεν Ἀγριππῖνα.
Βιογραφία
Η Αγία Αγριππίνα, γεννήθηκε και μαρτύρησε στη Ρώμη. Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε βαθύτατο χριστιανικό φρόνημα και αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του Κυρίου και Λυτρωτού της. Για το λόγο αυτό διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των πτωχών και τη θεραπεία των ασθενών. Για την αγάπη του ουράνιου Νυμφίου της, απέφυγε το γάμο και προτίμησε να γίνει νύμφη του Χριστού. Όσες δε φορές είχε ανάγκη, η εκκλησία της Ρώμης, η Αγριππίνα έτρεχε πρώτη να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της. Όμως η Αγία δεν προσέφερε μόνο υλικά αγαθά αλλά και πνευματικά, διδάσκοντας την χριστιανική πίστη και οδηγώντας στο δρόμο της αλήθειας, πλήθη πλανημένων. Η θεάρεστη αυτή δράση της Αγρυππίνας δεν ήταν δυνατό να παραμείνει για πολύ καιρό κρυφή. Το 262 μ.Χ., την κατήγγειλαν στις αρχές, ως ανατροπέα της πατροπαράδοτης λατρείας των ειδώλων. Η Αγία αποδέχθηκε τις καταγγελίες και με περισσό θάρρος, ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό. Οι διώκτες της δεν δίστασαν να τη μαστιγώσουν για να κάμψουν το αγωνιστικό της φρόνημα. Όταν κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να μεταπείσουν την Αγριππίνα, την υπέβαλαν σε νέα φρικτά βασανιστήρια. Το σώμα της Αγίας δεν άντεξε τα μαρτύρια και με μαρτυρικό και ένδοξο τρόπο παρέδωσε την Αγία ψυχή της. Τρεις χριστιανές γυναίκες, η Βάσσα, η Παύλα και η Αγαθονίκη παρέλαβαν το σεπτό σκήνωμά της και μετά από αρκετή περιπλάνηση κατέληξαν, στη Σικελία, όπου και το ενταφίασαν.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον Πνεύματι, κραταιωθεῖσα, ἠνδραγάθησας, γενναιοφρόνως, Ἀγριππίνα παρθενίας ὀσφράδιον ὅθεν Χριστοῦ δοξασθεῖσα τὴ χάριτι, πηγᾶς θαυμάτων βλυστάνεις τοὶς πέρασι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Posted: 23 Jun 2020 05:33 AM PDT

«Η αγία Αγριππίνα, γέννημα και θρέμμα της ένδοξης Ρώμης, προσφέρει έντονα σαν μοσχομύριστο τριαντάφυλλο σε κήπο την ευωδία στις καρδιές των πιστών και διώχνει μακριά τη δυσωδία των παθών, ήδη από τη μικρή της ηλικία. Κι αυτό γιατί ομόρφυνε την ψυχή της με την παρθενία και τη γενναιότητά της κι έγινε νύμφη του Θεού και μάλιστα προχώρησε με θαρραλέο και ανδρείο τρόπο προς το μαρτύριο. Λοιπόν λόγω του έρωτα και της αγάπης της προς τον νυμφίο της Χριστό παραδόθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Και καταρχάς ενώ ραβδίστηκε κατά το σώμα, συνέτριψε τα οστά της ασέβειας. Και στη συνέχεια, ενώ γυμνώθηκε από τα ενδύματά της, στηλίτευσε και έλεγξε τη γύμνωση του εχθρού. Κι ακόμη, ενώ την έδεσαν και της στρέβλωσαν τα πόδια, λύθηκε από άγγελο του Θεού και διέλυσε κάθε κακία. Οπότε, μέσα σ’ αυτά τα βάσανα ευρισκόμενη παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό.
Τότε, η Βάσσα και η Παύλα και η Αγαθονίκη πήραν κρυφά το σώμα της μάρτυρος από την πόλη της Ρώμης κι αφού πέρασαν πολλά μέρη και θάλασσες έφτασαν στη Σικελία κι εκεί την έθαψαν. Όταν λοιπόν η Σικελία δέχτηκε το σώμα της, αμέσως λυτρώθηκε από το φοβερό σκότος των πονηρών πνευμάτων. Μάλιστα οι Αγαρηνοί που τόλμησαν να συλήσουν το τείχος του ναού της υπέστησαν παντελή καταστροφή. Από τότε και μέχρι σήμερα όσοι προσέρχονται στον ναό και το σκήνωμά της με πίστη βλέπουν να καθαρίζονται από τα πάθη και τις αρρώστιες τους, όπως και κάθε νόσος θεραπεύεται με τη δική της πρεσβεία στον Θεό».  

Όλη η ακολουθία της αγίας μάρτυρος Αγριππίνας, ποίημα κατά πάσα πιθανότητα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας το σύντομο παραπάνω συναξάρι, με πολύ μικρές παρεκβάσεις και επεξηγήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο υμνογράφος αναλώνεται πρωτίστως στην περιγραφή των διαφόρων βασάνων της μάρτυρος, όπως βεβαίως και στη συγκλονιστική θαυμαστή διάσωση του λειψάνου της από τις τρεις άγιες κι αυτές γυναίκες, τη Βάσσα, την Παύλα και την Αγαθονίκη, καθώς και την καταστροφή που υπέστησαν οι Αγαρηνοί από την απόπειρα σύλησης του ναού της. Κι εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να επιμανθεί ως προσθήκη στο συναξάρι είναι ότι κατά τη μεταφορά του λειψάνου της αγίας μέχρι να φτάσει στην επαρχία των Σικελών ο υμνογράφος μάς αποκαλύπτει τη διπλή θαυμαστή ενέργεια της χάρης του Θεού, η οποία αφενός φώτιζε την πορεία των γυναικών – η νύχτα γινόταν ημέρα κι ο κάθε τόπος ευωδίαζε από όπου περνούσε το ιερό λείψανο – αφετέρου διάνοιγε τον νου της Βάσσας ώστε να προλέγει τα μέλλοντα. «Η νύχτα γινόταν ημέρα για χάρη των γυναικών που μετέφεραν το λείψανό σου, μάρτυς∙ κι ο κάθε τόπος που σε δεχόταν ευωδίαζε, όπως και με σφοδρότητα χανόταν κάθε δαιμονική παράταξη» («Ἡ νύξ ὡς ἡμέρα καθωρᾶτο τοῖς φέρουσι, Μάρτυς, σου τό λείψανον∙ τόπος εὐωδίαστος ἅπας σε δεχόμενος∙ δαιμονική παράταξις σφοδρῶς ἠλαύνετο») (ὠδή η΄). «Έχοντας φωτισμένο νου γεμάτο από προφητεία η αοίδιμη Βάσσα, αξιώθηκε να προλέγει τα μέλλοντα ως παρόντα» («Νοῦν ἔχουσα φωτός προφητείας ἀνάπλεων, τά μέλλοντα ὡς παρόντα ἡ ἀοίδιμος Βάσσα προλέγειν κατηξίωται») (ὠδή ε΄).
Όμως δεν παύει διαρκώς από την άλλη να τονίζει ο άγιος Θεοφάνης, ευκαίρως ακαίρως, εκείνο το οποίο αποτελούσε κίνητρο της αγίας προκειμένου να παραμένει εν Χριστώ μέχρι της τελευταίας εκπνοής της: τον πόθο και την αγάπη της για τον νυμφίο της Χριστό. Κι εδώ συναντάται πράγματι η αγία με όλους τους αγίους και όλες τις αγίες της Εκκλησίας. Διότι όντως δεν μπορεί να κατανοηθεί η όποια αγιότητα ενός πιστού, αν δεν υπάρχει και δεν ληφθεί υπόψη η αγάπη και ο βαθύς έρωτας για τον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό. Εντελώς δειγματοληπτικά: «Πόθησες τον αθάνατο ζωοδότη νυμφίο, μάρτυς αοίδιμε, και γι’ αυτό του πρόσφερες ως αρραβώνα την άθλησή σου» («Νυμφίον ἀθάνατον τόν ζωοδότην ποθήσασα, ὡς μνῆστρα τήν ἄθλησιν τούτῳ προσήνεγκας, μάρτυς ἀοίδιμε») (ὠδή α΄)∙ «Τη χτυπούσαν με ράβδους κι αυτή χαιρόταν, καθώς σύντριβε τα οστά της ασέβειας και φώναζε δυνατά: Τίποτε δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Σου, Χριστέ» («Ράβδοις τυπτομένη ἔχαιρε, τούτοις τά ὀστᾶ τῆς ἀσεβείας συντρίβουσα καί βοῶσα∙ Τῆς σῆς οὐδέν με ἀγαπήσεως χωρίσει, Χριστέ») (ὠδή γ΄)∙ «Ξεπέρασες όλο τον πόλεμο της σάρκας, λόγω της αγάπης του νυμφίου σου, γι’ αυτό και υπέφερες με δύναμη τα βασανιστήρια τότε που σε χτυπούσαν, φωνάζοντας δυνατά: Η αύξηση των παθών δεν θα με χωρίσει από τη στοργή σου, Χριστέ» («Ὑπερβᾶσα τῇ ἀγάπῃ τοῦ νυμφίου σου ἅπαντα τῆς σαρκός τόν πόθον, ἔφερες στερρῶς ἐν τῷ τύπτεσθαι τάς ἀλγηδόνας βοῶσα∙ Οὐ χωρίσει με τῆς στοργῆς σου Χριστέ, τῶν παθῶν ἡ ἐπίτασις») (ὠδή δ΄).
Η αγάπη και ο πόθος για τον Χριστό της αγίας Αγριππίνας εξηγείται περισσότερο με έναν συγκεκριμένο ύμνο από την ωδή γ΄. Αξίζει να τον παρουσιάσουμε. «Ο υπηρέτης της ασέβειας ακυρώθηκε και είδε μάταιο τον αγώνα του, όταν άπλωσε στη γη το σώμα σου. Κι αυτό γιατί  είχες τη διάνοιά σου σε πλήρη ανάταση προς τον Κύριο» («Τείνας ἐπί γῆς τό σῶμά σου ὁ τῆς ἀσεβείας ὑπουργός μεματαίωται, τεταμένην πρός τόν Δεσπότην τήν διάνοιαν ἐχούσης σου»). Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Ότι η αγάπη προς τον Χριστό δεν αποτελεί μία στοχαστικού χαρακτήρα κίνηση του πιστού, αλλά μία ολοκληρωτική στροφή του νου και της διάνοιάς του προς Εκείνον – κυριολεκτικά μία απόλυτης έντασης ορμή και διάθεση της ψυχής και της καρδιάς που αυτονόητα συμπαρασύρει και το σώμα. Πρόκειται γι’ αυτό που εντέλλεται ο λόγος του Θεού, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη πολύ περισσότερο όμως από τον Κύριο στην Καινή, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος».
Με άλλα λόγια ο πιστός χριστιανός που θέλει να ζει με συνέπεια τις εντολές του Θεού βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση, «σαν τεταμένη χορδή» για να θυμηθούμε τον όσιο Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, δηλαδή ποτέ δεν μπορεί να παραμένει χαλαρός έστω κι αν εξωτερικά δεν δείχνει κάτι το ιδιαίτερο. Κι αυτήν την ένταση τη ζει κυρίως όταν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής του τον πιέζουν για να τον εκτρέψουν από την «ὁδόν» του Κυρίου, όπως συνέβη και την εποχή του μαρτυρίου της αγίας Αγριππίνας. Θα λέγαμε ότι το «τεταμένον τῆς διανοίας» ισοδυναμεί με το «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» του προφητάνακτα Δαυίδ ή με το «ὅπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται» του ίδιου του Κυρίου. Στην περίπτωση αυτή, μας λένε οι άγιοι, ενεργεί τόσο πολύ η χάρη του Θεού, ώστε ο άγιος και στο μαρτύριο ευρισκόμενος δεν αισθάνεται καθόλου τους πόνους. «Ὁ πόθος νικᾶ τήν φύσιν», όπως σημειώνει αλλού η υμνογραφία της Εκκλησίας μας.    

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

H θυσία της Άννας και το δίλημμα ελευθερίας, που της έβαλε ο Χριστός την ώρα του πνιγμού...



site analysis

Αυτό το συγκλονιστικό γεγονός εκτυλίχτηκε στα νερά του Σαρωνικού στα τέλη του 20ου αιώνα. Το αφηγήθηκε μια απ' τις πιο εκλεκτές μαθήτριες του Οσίου Πορφυρίου, η οποία επρόκειτο να γίνει Μοναχή.

Σ' ένα από τα παραθαλάσσια προάστεια της Αττικής, θα γίνονταν κολυμβητικοί αγώνες γυναικών. 
Θα έπαιρνε μέρος και μια εξαιρετική κοπέλα, η Άννα, η οποία ήταν πρωταθλήτρια στην κολύμβηση, συγγενής και φίλη της μαθήτριας του Οσίου. 

Στους αγώνες θα συμμετείχε επίσης και μία άλλη φίλη της Άννας, η οποία είχε και εκείνη μεγάλη επίδοση σ' αυτό το άθλημα. 

Πρέπει να τονιστεί, ότι η Άννα, εκτός από την εξαιρετική της επίδοση στην κολύμβηση, είχε μιά πολύ καλλιεργημένη ψυχή. 

Ήταν θεοσεβής, ευγενής, γενναιόψυχη. 

Όλοι την αγαπούσαν!

Την ημέρα των αγώνων πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο καθορισμένο μέρος. 

Μεταξύ αυτών και οι γονείς των δύο κοριτσιών. 

Όταν οι αγώνες ξεκίνησαν και οι αθλήτριες ξανοίχτηκαν βαθιά στη θάλασσα, προπορευόταν αισθητά η Άννα. 
Από πίσω της κολυμπούσε η φίλη της.
Ξαφνικά, η Άννα με την άκρη του ματιού της βλέπει την κοπέλα να χάνεται μέσα στα νερά, είχε πάθει κράμπα! 
Αμέσως, με την φιλαλληλία που την διέκρινε, εγκαταλείπει τον αγώνα και κατευθύνεται προς το μέρος της. 
Δυστυχώς όμως οι παρατηρητές του αγώνα δεν αντιλήφθηκαν αμέσως το συμβάν. 
Όταν πλησίασε η Άννα, η φίλη της είχε χάσει πλέον τις δυνάμεις της. 
Στην προσπάθειά της μάλιστα να σωθεί, την έπιασε απ' το λαιμό και βυθίστηκαν και οι δύο. Όταν τελικά πήραν είδηση απ' την ακτή και έσπευσαν κοντά τους, τις βρήκαν και τις δύο νεκρές! 
Εύκολο είναι να φανταστεί κανείς, το θρήνο που έγινε απ' τους γονείς, αλλά και απ' όλον τον κόσμο, ειδικά για την Άννα, την ηρωίδα αυτή της αγάπης. 
Πρώτευε στην κολύμβηση, πρώτευσε και στο μεγαλειώδες άθλημα της αυτοθυσίας, για την σωτηρία του πλησίον! 
Εφάρμοσε τα Θεϊκά λόγια του Κυρίου...
Η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε την ηρωική πράξη της Άννας, δίνοντας το βραβείο στη μητέρα της.
Εκείνη όμως κλονίστηκε! 
Ήταν απαρηγόρητη και κινδύνευε η ψυχή της. 
Τότε επενέβη αποφασιστικά η πνευματική θυγατέρα του Οσίου Πορφυρίου. 
Την παρηγόρησε, την στερέωσε στην Πίστη και με την θερμή προσευχή της στο Θεό η πονεμένη γυναίκα ειρήνευσε, φωτίστηκε και έφθασε στο σημείο να δοξάζει τον Θεό, για την ηρωίδα και μάρτυρα κόρη που της χάρισε.
Η Άννα, η αγία αυτή ψυχή, βλέποντας, με τον τρόπο που μόνο ο Θεός γνωρίζει, τη βοήθεια που πρόσφερε στη μητέρα της η φίλη της και μαθήτρια αυτή του Γέροντα, θέλησε να την ευχαριστήσει. 
Και, το θαυμαστό έγινε!
«Ήταν μεσημέρι», αφηγήθηκε η μαθήτρια του Οσίου Πορφυρίου, 
«δεν κοιμόμουν, ήμουν σε τελείως φυσική κατάσταση, οπότε ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του δωματίου μου και μπαίνει ολόφωτη, Θεϊκά όμορφη, μ' ένα γλυκύτατο χαμόγελο η Άννα! 
Στην αρχή ταράχτηκα, αμέσως όμως, Θεία χαρά και αγαλλίαση με πλημμύρισε. 
Έμεινα άφωνη να την κοιτάζω. 
Τότε ακούστηκε η φωνή της ειρηνική και γλυκιά. 
Μου είπε:
– Πήρα άδεια απ' τον Κύριο να έρθω, να σ' ευχαριστήσω που βοήθησες την μητέρα μου.
Σε παρακαλώ να της πεις, πως εγώ θα μπορούσα να σωθώ. 
Γνώριζα τον τρόπο ν' απελευθερωθώ από τα χέρια της φίλης μου, αλλά δεν θα είχα τη δύναμη να βγω μόνο εγώ στην ακτή και ν' αντικρίσω τη μητέρα της (!!) 
Επίσης, πες της, πως δεν υποφέραμε. 
Σ' εκείνες τις δύσκολες στιγμές μας παρουσιάστηκε ο Κύριός μας, ο Χριστός μας. Χαμογελώντας Θεϊκά, μας είπε: 
"Εάν θέλετε, εγώ θα σας στείλω πίσω, στην επίγεια ζωή. Τι θέλετε, να γυρίσετε πίσω ή να έρθετε μαζί μου;» 
Και εμείς διαλέξαμε να πάμε μαζί Του! 
Κανείς δεν μπορεί να δει την Θεϊκή Του ομορφιά και αγάπη και να προτιμήσει κάτι άλλο, αδελφή μου. 
Μετά πρόσθεσε με περισσότερη ακόμη αγάπη: - Για το καλό που μου έκανες, θα σου πω και εγώ ένα μυστικό τ' Ουρανού.
Έρχονται πολλοί άνθρωποι πάνω καλοί και ενάρετοι. Αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί, οικογενειάρχες και πιστεύουν, ότι θα πάρουν την πρώτη θέση στον Ουρανό.
Η πρώτη θέση όμως ανήκει σ' αυτούς, που θυσιάζουν τη ζωή τους για τους άλλους! 
Σ' αυτούς που μιμούνται το Χριστό στην θυσία!Αυτά είπε και έγινε άφαντη, αφήνοντάς μου μια απερίγραπτη χαρά και συγκίνηση...»
«Η πρώτη θέση στον Ουρανό είναι γι' αυτούς που θυσιάζουν τη ζωή τους για τον πλησίον!...»

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Ο πόνος, ο χρόνος και η μνήμη - Μια ανάγνωση του μυθιστορήματος της Ελένης Θωμά, «Α, ρε μαμά»



site analysis


Ηπειρώτισσα μάνα

Δημήτρης Παπανικολάου, 
μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου
Σαν ταινία σε παλιό σινεμά, προβάλλεται απρόμαυρη όλο νερά, σαν δάκρυα που κυλάνε, η δραματοποιημένη ιστορία που εκτυλίσσεται σ΄ ένα μικρό χωριό της Ηπείρου, την πιο σκληρή περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας. Του Εμφυλίου σπαραγμού, των πέτρινων χρόνων, της μετανάστευσης και της μετέπειτα εποχής.
Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην πληγή του κοινωνικού και προσωπικού χρόνου, για ό,τι συνετελέσθη σε μια ρωγμή της μικρής πατρίδας, που  σαν χαράδρα άνοιξε στον τόπο η Ιστορία. Η αφηγήτρια, γράφει και καταγράφει εν είδει αστυνομικού «δελτίου συμβάντων», το χρονικό ενός «φονικού», το οποίο διεπράχθη στη σιωπή μιας βαριά τραυματισμένης κοινωνίας, από τη βία της εποχής και το πνεύμα της ενοχής. Εκεί όπου οι προκαταλήψεις και οι κώδικες τιμής, εμποτισμένοι από τον φόβο, είχαν τότε τον πρώτο λόγο. Εκεί, θύτες και θύματα, αίτιοι και υπαίτιοι, παρανομούντες και τιμωροί, μπερδεύονταν σ’ ένα σύννεφο πυκνό, που κάλυπτε όλους τους άμεσα και έμμεσα εμπλεκομένους. Μα σαν ξέσπασε η μπόρα, με τη βροχή των αποκαλύψεων, όλα στροβιλίζονταν στου ποταμού τις δίνες και τέλος παρασύρθηκαν απ’ τη μεγάλη κατεβασιά.
Τα πήρι όλα του πουτάμ’ πιδάκιμ’, λέγανε στην ντοπιολαλιά, όλοι όσοι θέλαν να ξορκίσουν το κακό και να ξεχάσουν. Ο Άραχθος, ο «Μέγας» ποταμός, ως καθαρμός, όλα τα παρασέρνει στου χρόνου τη ροή και λειτουργεί, τότε και τώρα, σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, πλωτό νησί των Λωτοφάγων.
Η συγγραφέας, σαν ψηφιδογράφος, ανασκάπτοντας το πίσω μέρος του χρόνου, ανακαλύπτει τις ψηφίδες και με κόπο καλύπτει τα κενά στο διάτρητο μωσαϊκό, δείχνοντας μ’ εκφραστικό τρόπο κι αποκαλυπτική γραφή, τη μεγάλη εικόνα της ιστορίας. Τον συναισθηματικό κόσμο, την υπαρξιακή οδύνη, τα προσωπικά αδιέξοδα, τις τεκτονικές αλλαγές και τις επιπτώσεις σε εκείνους που, εκόντες άκοντες, μετείχαν ως παίγνια «στου κύκλου τα γυρίσματα».1  
Με οδηγό μια γλώσσα σκληρή, σαν τις πέτρες της Ηπείρου και με μεταβλητές από την καθομιλουμένη στην ντοπιολαλιά, ξετυλίγει το κουβάρι μιας ανείπωτης τραγωδίας, που εξακτινώνεται πέραν του «μικρού χωριού», σε κάθε κλειστή κοινωνία, ως συνθήκη και νομοτέλεια, παραπέμποντας με κοινωνιολογικούς και ψυχολογικούς όρους στο αναπόφευκτο και αναπόδραστο της Ιστορίας. Το προσωπικό αδιέξοδο των πρωταγωνιστών, - πέραν των πολιτισμικών επιλογών, της  ηθικής και των συναισθημάτων που τους κατακλύζουν, - παρουσιάζεται σαν μια κινηματογραφική ταινία «νέου  ρεαλισμού», όπου εκτυλλίσσονται με ρυθμό και ένταση, τα πεπραγμένα μιας ζωής κατατρεγμένης.

Ηπειρωτοπούλα
Η αφήγηση των διαδραματισθέντων, αρχικά κινούμενη στο σκοτάδι, φιλτράρεται στην πορεία και φανερώνεται με καθαρότητα, δίχως φωτοσκιάσεις και παραμορφωτικούς φακούς, ώστε να αποδοθούν με σαφήνεια τα συντελεσθέντα. Η έκφραση των συναισθηματικών κραδασμών, των εσωτερικευμένων θέσεων και αντιθέσεων,  των ιδεών και των απόψεων, - ως απόπειρα ανάλυσης, απελευθέρωσης και λύτρωσης του υποκειμένου, - επιτυγχάνεται μέσω της μετουσίωσης των τεκταινομένων σε γραφή συνεκτική, πάλλουσα και αποκαλυπτική. Η δομή και η πλοκή του περιεχομένου, η αφηγηματική ροή και οι εννοιολογικές αναγωγές, μέσω της μνημοτεχνικής, κατατάσσουν το πόνημα στο είδος εκείνο, όπου παράδοση και νεωτερικότητα, αποδίδουν τον τρόπο και το ύφος μιας ενιαία σύνθετης γραφής, η οποία ακτινογραφεί την ατομική και καταγράφει τη συλλογική μνήμη.
Στο εν λόγω έργο, η συνείδηση δεν αφήνει περιθώρια αναβολής, παρότι σπαράσσει το υποκείμενο. Γρηγορεί, εύχεται, ανυπομονεί και προσέρχεται στην τράπεζα του πόνου και της μνήμης, για να συνομιλήσει και ν’ αντικρύσει την αλήθεια. Το μυθιστόρημα, είναι μια σπουδή πάνω στη μνήμη και την αναγκαιότητά της, καθώς ως αλάθητος οδηγός, σε πάει εκεί όπου ο πόνος επιδρά λυτρωτικά και απελευθερωτικά, αρκεί να κοιτάξει κανείς με τα μάτια της ψυχής, ό,τι τον συνέχει και τον περιέχει. Τα λάθη και τα πάθη μιας ζωής, όπου η αναγνώριση και η αποδοχή τους, επιφέρει την καταλλαγή και τη συμφιλίωση.
Έτσι ο χρόνος παύει να τυραννά ενοχικά τον εαυτό, καθώς η μνήμη ενεργεί ιαματικά και πειστικά, θέτοντας τόν δάκτυλον «εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων».2 Το αποτέλεσμα της επενέργειας αυτής, είναι η ενσυνείδητη  καταφυγή στη δημιουργική πράξη, όπου «εν Φαντασία και Λόγω»3 καταλύονται τα δεσμά του χρόνου και του πόνου.

Σημειώσεις:
1. Βιτζέτζος Κορνάρος. «Ερωτόκριτος». Εκδόσεις Ερμής. Αθήνα 1978 
2. «Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον» ( κ΄, 20-25) 
3. Κ.Π.Καβάφης. «Μελαγχολία στου Ιάσονος Κλεάρχου. Ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μ.χ». Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1982 


Βιογραφικό σημείωμα 
Η Ελένη Θωμά γεννήθηκε το 1959 στο Κωστήτσι Ιωαννίνων, μεγάλωσε και ζει στην Πάτρα. Εργάστηκε ως δασκάλα μουσικής, μουσικοκινητικής και θεατρικού παιγνιδιού, σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και στα κέντρα Εργαζόμενης νεότητας (Κ.Ε.Ν.Ε.) του Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Ήταν ενεργό μέλος στο Καλλιτεχνικό Εργαστήρι του Δήμου Πατρέων, στο μουσικό και θεατρικό τμήμα. Κέρδισε το βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου Κορίνθου το 1981 και το 1982. Σκηνοθέτησε παιδικά θεατρικά και έγραψε την παιδική επιθεώρηση «Τα παιχνίδια της αυλής». Διευθύνει το γυναικείο φωνητικό σύνολο «Έκφραση» και τραγουδά στο «Ηπειρώτικο Πολυφωνικό Πάτρας». Το πόνημα «Α, ρε μαμά», εκδόσεις «άπαρσις», Αθήνα 2019, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. email: thomaeleni@gmail.com
ΠΗΓΗ.ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Η ἁγία Μόνικα πρότυπο (ως σύζυγος, νύφη, μητέρα)



site analysis

Αγια ΜονικαΤου Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Η ἁγία Μόνικα πρότυπο
(ως σύζυγος, νύφη, μητέρα)

Ἑορτάζοντας τὴ μνήμη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἀγαπητοί μου, μεγάλου πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὸ πρόσωπο ποὺ ὕστερα ἀπὸ τὸ Θεὸ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν διαμόρφωσι τοῦ χαρακτῆρος του. Τὸ δὲ πρόσωπο αὐτὸ δὲν ἦτο ἄγ­γελος τοῦ οὐρανοῦ, Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ· ὑπάρχουν καὶ στὴ γῆ ἄγγελοι, ἔνσαρκοι ἄγγελοι. Καὶ ἔνσαρκος ἄγγελος, ποὺ ἐπάνω στὶς φτεροῦγες τῆς ἀγάπης ἐπῆρε τὸν ἱερὸ τοῦ­τον ἄνδρα καὶ τὸν ὕψωσε μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, εἶνε ἡ μητέρα του, ἡ ἁγία του μητέρα, ἡ Μόνικα.
Περὶ αὐτῆς θὰ ποῦμε λίγες λέξεις.

* * *

Ἡ ἁγία Μόνικα ὑπῆρξε ἡρωίδα. Καὶ ὅπως ἕνας ἥρωας παλεύει, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἐπάλεψε. Σπανία γυναίκα. Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· πίσω ἀπὸ κάθε μεγάλον ἄνδρα ὑπάρχει κρυμμένη μία γυναίκα, ἡ ὁποία κρατᾷ τὰ μυστικὰ νήματα τῆς ἐξελίξεώς του.

Πίσω ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο εἶνε κρυμμένη ἡ ἁγία Ἐμμέλεια, ἡ ὁποία γέννησε ἐννέα τέκνα καὶ τὰ ἀνέθρεψε ἐν Κυρίῳ, πρωτότοκος δὲ υἱός της ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος. Πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο εἶνε κρυμμένη ἡ ἁγία Νόννα. Πίσω ἀπὸ τὸ Χρυσόστομο εἶνε ἡ ἁγία Ἀνθοῦσα, ἡ ὁποία σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν ἔμεινε χήρα καὶ ἀφωσιώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ἀνατροφὴ τοῦ τέκνου της, καὶ οἱ ἐθνικοὶ ἔλεγαν «Πώ πω τί γυναῖκες ἔχουν οἱ Χριστιανοί!». Ἔτσι καὶ πίσω ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἅγιο κρύβεται ἡ ἁγία Μόνικα, ἡ ὁποία μπορῶ νὰ πῶ, ὅτι περισσότερο ἀπὸ τὴν Ἐμ­μέλεια καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴ Νόννα καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν Ἀνθοῦσα ἐκοπίασε γιὰ ν᾿ ἀναδείξῃ τὸν μέγα τοῦτον ἄνδρα.
Τί νὰ ποῦμε πρὸς τιμὴν τῆς γυναίκας αὐ­τῆς; Ὧρες ὁλόκληρες θὰ χρειάζονταν γιὰ νὰ διηγηθοῦμε τὸν βίο τῆς ἁγίας Μόνικας.
⃝ Ἡ ἡρωίδα αὐτὴ ἐπάλεψε πρῶτα – πρῶτα γιὰ τὸν ἄντρα της. Ὁ ἄντρας της, ὁ λεγόμενος Πατρίκιος, ἦταν ἀγροῖκος καὶ βάρβαρος Ῥωμαῖος. Εἰδωλολάτρης στὸ θρήσκευμα, θυμώδης, ἐκρηκτικὸς τύπος, μὲ τὸ ἐλάχιστο ξεσποῦσε καὶ φώναζε.
Καὶ ἡ Μόνικα τί ἔκανε; πῶς τὸν ἀντιμετώπιζε; Μὲ ἀπειλὲς καὶ μὲ ὕβρεις δὲν διορθώνεται ὁ ἄντρας. Μὲ φωνὲς καὶ ἐπιπλήξεις ἐξ­αγριώνεται περισσότερο. Ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει μὲ πετρέλαιο, ἀλλὰ μὲ νερό.
Αὐτὸ τὸν ἀτίθασο χαρακτῆρα τὸν ἄλλαξε ἡ ἁγία συμπεριφορὰ τῆς Μόνικας, ποὺ στάθηκε βράχος ὑπομονῆς. Ἔτσι κατώρθωσε ὥσ­τε, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια, αὐτὸς ὁ εἰδωλολάτρης νὰ ὁμολογήσῃ εἰλικρινῶς, ὅτι πιστεύει στὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ θανάτου του βαπτίσθηκε καὶ ἔγινε Χριστιανός. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε, γιατὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ ἔχῃ μιὰ τέτοια γυναῖκα.
⃝ Ἡ Μόνικα κέρδισε μεγάλη νίκη, κέρδισε τὸν ἄντρα της. Καὶ μόνο αὐτό; Πέτυχε νὰ σώ­σῃ καὶ κάποιον ἄλλο. Ποιόν ἄλλον ἔσωσε; Μὴ γελάσετε· διότι συνήθως τὸ ὄνομα τοῦ προσώπου αὐτοῦ προκαλεῖ εἰρωνεῖες καὶ γέλωτες, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα ἐξηγεῖται ψυχολογι­κά· δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τὸ ἀναλύσουμε. Μέσα στὸ σπίτι τῆς ἁγίας Μόνικας ὑ­πῆρ­χε ἕ­να πρόσωπο δύστροπο, πολὺ δύστροπο, ποὺ δημιουργοῦσε συχνὰ σκηνές· καὶ τὸ πρόσωπο αὐτὸ ἦταν ἡ πεθερὰ τῆς Μόνικας.
Ὤ οἱ πεθερές, τί δράματα! Πάρα πολλὰ δι­αζύγια ὀφείλονται στὸ γεγονός, ὅτι δύσκολα ἡ νύφη συμβιβάζεται μὲ τὴν πεθερά. Πρέπει ἢ ἡ νύφη νὰ εἶνε ἁγία ἢ ἡ πεθερὰ νὰ εἶνε ἁ­γία. Διαφορετικά, τὸ σπίτι διαλύεται καὶ ὁ ἄν­τρας κλαίει πάνω στὰ ἐρείπια, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ δι­χάσῃ τὴν καρδιά του· δὲν μπορεῖ νὰ ἔ­χῃ τὴν καρδιά του οὔτε στὴ μητέρα του ἀπολύτως οὔτε στὴ γυναῖκα του ἀπολύτως.
Οἱ πεθερὲς ἔχουν μία φοβερὴ ἰδιοτροπία. Θέλουν μονοπώλιο τὴν ἀγάπη. Θέλουν τὸ παι­δί τους νὰ τὸ ἔχουν μονοπώλιο· καὶ λησμο­­νοῦν, ὅτι ὁ ἄντρας ἀνήκει πλέον στὴ γυναῖ­κα του καὶ σ᾿ αὐτὴν πρέπει ν᾿ ἀφήσῃ τὴν καρδιά του. Ζηλοφθονεῖ ἡ πεθερὰ καὶ δημιουργεῖ σκηνὲς ἡφαιστειώδεις μέσα στὸ σπίτι.
Ἀλλὰ ἡ Μόνικα, πιστὴ καὶ ἀφωσιωμένη στὸ Θεό, κατώρθωσε καὶ τὸ ἄγριο αὐτὸ θηρίο ποὺ λέγεται κακιὰ πεθερὰ νὰ τὸ τιθασεύσῃ. Καὶ κατόπιν ἡ πεθερά της τὴν ἐγκωμίαζε! Συνήθως οἱ πεθερὲς κατηγοροῦν τὶς νύφες, καὶ κά­νουν τὴ ζωή τους μαρτύριο. Ἡ πεθερὰ ὅ­μως τῆς Μόνικας ἔψαλε τὸ μεγαλεῖο τῆς νύφης της.
⃝ Ἡ ἁγία Μόνικα νίκησε τὸν ἄντρα της, νίκησε τὴν πεθερά της. Ἀλλὰ ἡ πιὸ σκληρὴ μάχη ποὺ ἔδωσε στὴ ζωή της ἦταν γιὰ τὸ παιδί της. Ζωηρό, ὅπως εἶνε συνήθως τὰ ἔξυπνα παιδιά, ζωηρότατο καὶ ἀτίθασο, ὤ πόσο πόνο προξένησε στὴν καρδιά της ὁ μικρὸς Αὐγουστῖνος! Εἶνε ὁλόκληρη ἱστορία.
Ὁ Αὐγουστῖνος, παρ᾿ ὅλη τὴν εὐφυΐα του, ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες. Καὶ «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί» (Α΄ Κορ. 15,33). Ἐντὸς ὀλίγου, ἐκεῖνο τὸ μικρὸ ἄγγελο, ποὺ ἐπρώτευε στὰ μαθήματα καὶ ἔχαιρε νὰ τὸν βλέπῃ ἡ μητέρα του, τὸν εἶδε νὰ παρεκκλίνῃ καὶ νὰ πέφτῃ σὲ φοβερὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, τὰ ὁ­ποῖα περιγράφει ὁ ἴδιος εἰλικρινῶς στὸ βιβλίο ποὺ ὀνομάζεται Ἐξομολογήσεις· συνιστῶ στοὺς ἐγγραμμάτους νὰ τὸ διαβάσουν, εἶνε μεταφρασμένο σὲ πολλὲς γλῶσσες.
Πολὺ κοπίασε ἡ Μόνικα. Συμβούλευε διαρκῶς τὸ παιδί της. Καὶ κάθε βράδυ γονάτιζε, καὶ τὰ μεσάνυχτα κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα ἔχυνε ποταμοὺς δακρύων, γιὰ νὰ μετανοήσῃ ὁ Αὐ­γουστῖνος της.
Καὶ ὁ Θεὸς εἶδε τὰ δάκρυά της καὶ ἄκουσε τὴν κραυγή της. Ὅπως εἶπε ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, ὁ διδάσκαλος τοῦ Αὐγουστίνου στὸν ὁποῖον ἐξωμολογεῖτο ἡ ἁγία Μόνικα κλαίουσα, «ἕνα παιδί, ποὺ ἡ μητέρα του κλαίει τόσο πολὺ γι᾿ αὐτό, εἶνε ἀδύνατον νὰ μὴ σωθῇ».
Καὶ ὁ πολυεύσπλαχνος καὶ μακρόθυμος Θεὸς ἄκουσε τὶς προσευχές. Ὁ Αὐγουστῖνος ὄχι μόνο μετανόησε, ἀλλὰ καὶ ἔγινε ἕνας ἐκ τῶν μεγάλων πατέρων καὶ διδασκάλων· δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ δόξα τῆς μητέρας του Μόνικας.
Καὶ προτοῦ νὰ πεθάνῃ ἡ Μόνικα, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν, ὅταν πιὰ ὁ Αὐγουστῖνος ἦταν μιὰ ὡ­λοκληρωμένη προσωπικότητα ποὺ στρεφόταν πρὸς τὸ Θεό, λίγες μέρες πρὸ τῆς κοιμή­σεώς της ἔγινε, καὶ ὑπάρχει, ἕνας πολὺ συγ­κινητικὸς διάλογος μεταξὺ μητέρας καὶ υἱοῦ. Εἶπε ἡ Μόνικα στὸν Αὐγουστῖνο·
–Παιδί μου, δὲν θέλω πλέον νὰ ζήσω. Σὲ εἶδα Χριστιανὸ καὶ διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, μπορῶ τώρα νὰ πῶ «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, δέσποτα». Ἐπανέλαβε, δηλαδή, τὰ ῥήματα τοῦ πρεσβύτου Συμεών (Λουκ. 2,29).
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, γιατί εἶνε ἡρωίδα ἡ ἁ­γία Μό­νικα. Δὲν εἶνε ἡρωίδες μόνο ἐκεῖνες ποὺ διαπρέπουν σὲ μάχες. Εἶνε βέβαια καὶ αὐτές. Μεγάλες ὅμως ἡρωίδες εἶνε κ᾿ ἐκεῖ­νες ποὺ ἀ­ναδείχθηκαν ἄξιες στὸν οἰκογενειακὸ βίο καὶ ἀνέδειξαν Χριστιανοὺς τοὺς συζύγους καὶ τὰ παιδιά τους. Ἔτσι προσέφεραν, ἀφανῶς, τεράστια εὐ­εργεσία στὴν κοινωνία.

* * *

Τὸ συμπέρασμα. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἡρωίδες γυναῖκες περισσότερο ἀπὸ κάθε τι ἄλλο.
Δῶστε μου γυναῖκες σὰν τὴν Ἐμμέλεια, τὴ Νόννα, τὴν Ἀνθοῦσα, τὴ Μόνικα· καὶ τότε ἐν­τὸς ὀ­λίγου, μέσα σὲ μία εἰκοσαετία, θὰ δοῦμε ν᾿ ἀλλάζῃ τὸ πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος. Ὅσο ἀ­ξίζει μία γυναί­κα ποὺ κλείνει στὰ στήθη της ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα, ἀγάπη πρὸς τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, δὲν ἀξίζουν ἑκατὸ δάσκαλοι καὶ χίλιοι ἱεροκήρυκες. Μεγάλη ἡ δύναμι τῆς γυναίκας, ποὺ ἔχει προορισμὸ νὰ ἀναπλάθῃ τὸν ἄνδρα.
Ἔχουμε σήμερα τέτοιες γυναῖκες; Θὰ γινό­μουν πικρός, ἂν εἰσερχόμουν στὸ θέμα αὐ­τό. Χαρὰ τῆς Μόνικας ἦταν νὰ δῇ τὸ γυιό της τὸν Αὐγουστῖνο νὰ διδάσκῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ λειτουργῇ στὸ ναὸ τοῦ Ὑψίστου. Σήμερα ἡ χαρὰ τῶν Ἑλληνίδων μητέρων εἶνε νὰ δοῦν τὸ παιδί τους ἱεραποστολικὸ πρόσωπο; Ὤ ἀ­ναστενάζω! Θεέ μου, βοήθησε νὰ παρουσιασθοῦν νέοι ποὺ θὰ καταταγοῦν στὸν ἔνδοξο κλῆρο. Καὶ αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς μανάδες.
Διότι ὅσο ἀξίζει ἕνας ἄγαμος ἱεραπόστολος, ξίφος Θεοῦ, σάλπιγξ τοῦ εὐαγγελίου, κάμινος ἀγάπης, ὅσο ἀξίζει ἕνας κληρικὸς τέτοιος δὲν ἀξίζουν ὅλα τὰ κτήρια καὶ ὅλες οἱ ἐκ­κλησίες καὶ ὅλος ὁ ὑλικὸς ἐξοπλισμός.
Ἂς προσευχηθοῦμε στὸ Θεό, ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Μόνικας καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ν᾿ ἀναδείξῃ στὸ ἔθνος μας γυναῖκες, οἱ ὁποῖες νὰ συνεχίσουν τὴν ἱερὰ παράδοσι πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 15-6-1976. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 15-6-2001, ἐπανέκδοσις 16-5-2020.