Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Η ΜΑΝΑ ( Μια πολύ συγκινητική και αληθινή ιστορία )



Σηκωνόταν κάθε πρωί και πριν κάνει οτιδήποτε άλλο κατευθυνόταν προς το προσκυνητάρι.
 
Έκανε τον σταυρό της, αργά, ευλαβικά.
Έπιανε με το δεξί της χέρι το μικρό ποτηράκι που χρησιμοποιούσε για καντήλι το έφερνε στο αριστερό της χέρι και ξανάκανε το σταυρό της.

Το άφηνε απαλά πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν εκεί δίπλα, άνοιγε μια μικρή μπιζουτιέρα που μέσα αντί για χρυσαφικά είχε θυμίαμα, καρβουνάκια, φυτιλάκια. 
Πρόσθετε λίγο λάδι, άλλαζε το φυτιλάκι, το άναβε ψέλνοντας το «Άξιον εστίν», το τοπετούσε και πάλι στο κέντρο του προσκυνηταριού.

Το παλιό φυτιλάκι με την χαρτοπετσέτα δεν τα πετούσε στα σκουπίδια, είχε μια ειδική σακούλα, όταν γέμιζε την έπαιρνε και την έκαιγε σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού της.

Κάθε μέρα ο γιος της την πετύχαινε σε κάποιο σημείο αλλαγής του φυτιλιού.
Αυτός πήγαινε πάντα βιαστικά στο μπάνιο, να πλυθεί, να ντυθεί να πάει στην δουλειά.

Ο πατέρας του τους είχε αφήσει εδώ και χρόνια, μάλλον καλύτερα που έφυγε μιας και η καημένη του η μάνα τράβηξε πολλά από τα μεθύσια και τις ασωτίες του.

Την παρατηρούσε κάθε μέρα, κάθε πρωί να ψέλνει, να θυμιάζει το σπίτι, να τον αποχαιρετά με το θυμιατό στο χέρι, να τον σταυρώνει καθώς αυτός απομακρυνόταν.
Και πάλι την έβλεπε να ανοίγει απαλά τις κουρτίνες του παραθύρου και να τον παρατηρεί καθώς έμπαινε στο αμάξι.

Μετά και αυτή ντυνόταν και πήγαινε στο ναό να ακούσει την ισχνή φωνή του ιερέα να ψέλνει τον όρθο της ημέρας.
Μέσα στο ναό καθόταν όρθια κάτω από την αγιογραφία της Αγίας Αικατερίνης.

Εκεί στο στασίδι ακουμπούσε λίγο, έκλεινε τα μάτια της και έλεγε την ευχή.
Μόλις τελείωνε ο όρθος περίμενε τον πάτερ να πάρει την ευχή του.
Έβαζε μετάνοια, φιλούσε το χέρι του και έφευγε.

Το απόγευμα καθώς γυρνούσε κουρασμένος από την δουλειά την έβρισκε είτε να κρατά το συναξάρι είτε το προσευχητάρι.
Του έβαζε να φάει, δεν τον ρωτούσε πολλά, μόνο αν ήταν καλά, μόνο αν ήθελε κάτι και μπορούσε να το κάνει.

Καθόταν μαζί του και τον έβλεπε να τρώει.
Τον έβλεπε και χόρταινε και η ίδια, χαιρόταν όταν έτρωγε όλο το φαγητό στο πιάτο, μα χαιρόταν περισσότερο εάν ζητούσε κι άλλο.
Αν σήκωνε τα μάτια του έβλεπε πάντα το χαμόγελό της.
Σιωπηλή, ήρεμη, παρόν.
Τελείωνε το φαγητό του.
Έκανε τον σταυρό της.

Σηκωνόντουσαν από το τραπέζι.
Πήγαινε στο σαλόνι, άνοιγε την τηλεόραση, έβλεπε είδήσεις ή αθλητικά, μπορεί να τον έπερνε ο ύπνος εκεί.
Κατα το βραδάκι, σηκωνόταν ντυνόνταν και καθώς άνοιγε την πόρτα έλεγε «μάνα, θα βγώ…».

Η φωνή της ακουγόνταν πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, έκαμε να τον προλάβει μα τις περισσότερες φορές τον λόγο της τον προλάβαινε ο ήχος της εξώπορτας «…να προσέχεις παιδί μου…».

Έμενε στην κλειστή εξώπορτα, όρθια, μόνη, σιωπηλή. 
Μετά από λίγο γυρνούσε στο δωμάτιό της.
Δίπλα στο μονό κρεβάτι της είχε ένα μικρό χαλάκι. 
Σήκωνε απαλά την φούστα της, τα γονατά της ακουμπούσαν χάμο.
Το βλέμμα της έμενε καρφωμένο σε μια εικόνα της 
Παναγίας που είχε στο κομοδίνο της.

Δεν άκουγες τίποτα να βγαίνει από το στόμα της, δεν άκουγες φωνή, μα αν ήσουν παρόν θα έβλεπες τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, να χαρακώνουν τα μάγουλά της, να κυλάνε στο λαιμό της και να χάνονται στην αλυσίδα του σταυρού της.

Οι ώρες περνούσαν, δύο, τρεις και τέσσερις ώρες.
Στα γόνατα.
Στο μικρό αυτό χαλάκι, στην μικρή αυτή κάμαρα.

Ποτέ της δεν έκανε κύρηγμα στο γιο της.
Ποτέ της δεν τον ρωτούσε που πήγαινε, με ποιους ήταν, τί έκανε.
Την ανησυχία της την έκανε προσευχή.

Το κλειδί στην πόρτα ακουγόταν.
Ήταν ο γιος της.
Γύρισε.
Έκανε τον σταυρό της.
Ακουμπούσε το μέτωπό της χάμο και έμενε εκεί μέχρι ο γιος της να μπει στο δωμάτιό του.
Αφού έπεφτε για ύπνο, έκανε αυτή να σηκωθεί.

Μα κάποιες φορές ήταν τόσο δύσκολο.
Τόση ώρα στα γόνατα δεν αισθανόταν πλέον τα πόδια της.
Προσπαθούσε στηριζόμενη στο κρεβάτι της.
Κάποιες φορές ίσα ίσα που κατάφερνε να ακουμπήσει το σώμα της στο στρώμα, κάποιες άλλες φορές έμενε χάμο απλώνοντας τα πόδια της περιμένοντας να κυκλοφορήσει και πάλι το αίμα.

Την επόμενη μέρα, η πόρτα του δωματίου του άνοιγε. 
Καθώς πήγαινε στο μπάνιο την έβλεπε και πάλι να αλλάζει το φυτιλάκι.
Και αυτό γινόταν χρόνια.
Πάντα διακριτική. 
Είχανε μεταξύ τους μια συνδέουσα απόσταση, μία σχέση σεβασμού, κατανόησης, αλληλοπεριχώρησης.

Ο καιρός περνούσε.
Γνώρισε μια κοπέλα όμορφη, καλοσυνάτη, απλή.
Την αγαπούσε πολύ ο γιος της, και αυτή την αγάπησε πολύ.
Την έφερε και στο σπίτι.
Της είπανε ότι έχουν σκοπό να παντρευτούν.

Η μάνα του σηκώθηκε έκανε στο σταυρό της, «να ναι ευλογημένο παιδιά μου», είπε, έπεσα στα γόνατα, έπιασε τα χέρια της κοπέλας και τα φίλησε.
Τα φίλησε και τα γέμισε δάκρυα, δάκρυα χαράς.

Πέρασαν μερικές ημέρες.
Το πρόγραμμα στο σπίτι δεν άλλαξε.
Μέχρι εκείνο το πρωινό.

Ξύπνησε, βγήκε από το δωμάτιό του μα δεν είδε την μάνα του.
Κοντοστάθηκε.
Έμεινε ακίνητος μερικά δευτερόλεπτα.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Τα χείλη του ψέλλιζαν μια λέξη μα την επαναλάμβαναν αδύναμα, ψιθυριστά.

Μα όσο πήγαινε η λέξη δυνάμωνε, μέχρι που η φωνή του έγινε κραυγή… «μάνα μου», έλεγε και ξανάλεγε, έτρεξε στη μικρή της κάμαρα.
Άνοιξε την πόρτα.
Την είδε γονατιστή πάνω στο μικρό χαλάκι.

Ακίνητη, σιωπηλή, ήρεμη, χωρίς πνοή, με μάτια κλειστά, με το κομποσχοίνι στα χέρια της.
Είχε γύρει και ακουμπούσε στο πλάι του κρεβατιού.
Το μικρό πορτατίφ ήταν ακόμα αναμένο.
Μπροστά της η εικονά της Παναγίας.

Γονάτισε δίπλα της.
Σταμάτησε να φωνάζει.
Σταμάτησε να κινείται κι αυτός.
Και οι δυο πλέον ήταν γονατιστοί.
Μάνα και γιος.
Δίπλα δίπλα.

Μετά από μερικά λεπτά γύρισε, την είδε, της χάιδεψε τα μαλλιά, την πλησίασε και την ασπάστηκε στα μάτια της, σ’αυτά τα μάτια που ήταν ακόμα υγρά από τα δάκρυα της προσευχής της, της νήψης που βίωνε.

Τα δικά του μάτια είχαν γίνει κόκκινα από την αλμύρα των δακρύων του.
Η όψη του όμως ήταν ειρηνική, όπως της μάνας του.

Σηκώθηκε.
Πήγε προς το προσκυνητάρι.
Πήρε με το δεξί του χέρι το καντηλάκι.
Άλλαξε το φυτιλάκι.
Έκανε το σταυρό του.

Μετά ειδοποίησε τους συγγενείς…

Το μεγαλύτερο κήρυγμα είναι η ζωή μας.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Η κυρά Χαρίκλεια ήπιε τη γουλιά το κρασί της. Κι έφυγε να συναντήσει τον άνδρα της..

.



Η κυρά Χαρίκλεια εκείνο το πρωί ξύπνησε νωρίτερα από την συνηθισμένη της ώρα...
Είχε ένα περίεργο χτυποκάρδι.

Από την προηγούμενη μέρα, την είχε ειδοποιήσει η κόρη της ότι θα έρθουν αύριο μαζί με τον αδελφό της να τη δουν...

Τα παιδιά της ζούσαν στην πόλη αρκετά μακριά από το χωριουδάκι τους.

Όσο ήταν πιο νέα η κυρά Χαρίκλεια πήγαινε συχνά και τους έβλεπε αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν αυτό άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο αραιά...

Η κόρη της αφοσιώθηκε στην καριέρα της... δημοσιογράφος...

Άφησε τα χρόνια να περάσουν και δεν παντρεύτηκε ποτέ...

Το είχε μεγάλο βάσανο η κυρά Χαρίκλεια αυτό....
Όσο για τον γιο της... δικηγόρος... αυτός παντρεύτηκε απόκτησε μία κόρη τη Χαρά... που τώρα σπουδάζει στο Λονδίνο σκηνοθέτης και χώρισε...

Και τα δύο της τα παιδιά είναι χωρίς συντρόφους, ας είναι..είναι τόσο αγαπημένα μεταξύ τους... έτσι σκεφτόταν και παρηγοριόνταν η κυρά Χαρίκλεια.

Πλύθηκε χτενίστηκε και όπως κάθε πρωί άναψε το καντηλάκι κάτω από τα εικονίσματα.
Μετά πήρε το θυμιατό έβαλε μέσα ένα καρβουνάκι και λίγο λιβάνι κι άρχισε να θυμιατίζει το σπίτι, να φύγουν τα κακά πνεύματα μονολογούσε...

Μπροστά στη φωτογραφία του συγχωρεμένου του άντρα της σταμάτησε για λίγο.
Χρόνια την είχε αφήσει μόνη της...
Βιάστηκες πολύ να φύγεις καημένε του είπε.

Κοίταξε τη φωτογραφία κατάματα και μία λάμψη πέρασε από τα μάτια της.
Το χτυποκάρδι έγινε εντονότερο, λες;...μουρμούρισε και χαμογέλασε αχνά...

Η σιδερένια πόρτα της αυλής έτριξε με θόρυβο.
Μηχανή αυτοκινήτου ακούστηκε.

Δύο φωνές... μάνα ήρθαμε...
Χέρια απλώθηκαν...καλώς τα μου καλώς τα μου...

Μέλωσε η γλύκα στην καρδιά της κυρά Χαρίκλειας...
Αγκαλιές γέμισαν μάτια βούρκωσαν πλημμύρισε ο τόπος χαρές και γέλια...

- Γιε μου μιας κι ήρθες θέλω να μου κάνεις μία χάρη...

- Τη χάρη βρε μάνα... πες μου... ο' τι θέλεις...

- Θέλω να με πας στα κοιμητήρια, δεν με βαστάνε τα πόδια μου και θέλω να του ανάψω το καντήλι, έχω πολύ καιρό να πάω...

- Ο' τι θέλεις μάνα... Έλα σήκω...

Όρθια μπροστά στο μνήμα του άντρα της η κυρά Χαρίκλεια ψιθυρίζει.
Όπου να ναι θα ανταμώσουμε... κάνε λίγη υπομονή...

- Τι μουρμουρίζεις μάνα; τι του λες;

- Τίποτα παιδί μου...τίποτα... τα δικά μου λέω...

Μεσημέρι...το σπίτι γέμισε μυρωδιές από το νόστιμο ψητό που περίμενε στο τραπέζι.
Το αγαπημένο τους φαγητό.
Το ήξερε και τους το ετοίμασε με μεράκι.
Κάθισαν χαρούμενοι κουβεντιάζοντας διαρκώς για τα πάντα...

- Βάλε μου και μένα μία σταξιά κρασί παιδί μου...έτσι για τα καλωσορίσματα...

- Δεν κάνει βρε μάνα...η πίεσή σου...

- Μια γουλιά...δεν θα πάθω τίποτα...

Τα αδέλφια κοιτάχτηκαν παραξενεμένα,
είχαν προσέξει ότι τα χέρια της μάνας τους δεν έτρεμαν πια, λες και το Πάρκινσον την είχε εγκαταλείψει...

Η κυρά Χαρίκλεια ήπιε τη γουλιά το κρασί της, ευχήθηκε στα παιδιά της και έφαγε χαρούμενη μαζί τους.
Είχε να νιώσει τόση ευτυχία από τότε που 18 χρονών στέκονταν σε αυτή την κάμαρα ντυμένη νύφη και έτρεμε σαν το κλαράκι μπροστά στον άντρα της...

5:00 το απόγευμα η καμπάνα χτυπάει πένθιμα... κάποιοι αναρωτιούνται..ποιος Πέθανε;
Η κυρά Χαρίκλεια είπε κάποιος...
Πέθανε στον ύπνο της.

Πήγε ο γιος της να την ξυπνήσει για να πιούνε μαζί τον καφέ τους, και τη βρήκε να χαμογελάει σαν παιδί...
Κείνη την ώρα η κυρά Χαρίκλεια
Σαν κοπελούδα 18 χρονών
Στέκονταν μπροστά στον αγαπημένο της άνδρα.
Δεν σου είπα εγώ πως θα ανταμώσουμε;
Τον μάλωσε τρυφερά...
Κράτησα την υπόσχεσή μου...
Έλα πάμε...

Ελένη Ταϊφυριανού

http://trelogiannis.blogspot.com/

(η φωτογραφία από εδώ)

Πηγή:http://amfoterodexios.blogspot.com/

«Ἑλέναμπα» ἡ προορατική


Στό χωριό Κεφαλοχώρι πού βρίσκεται στήν περιοχή τῆς Νίκαιας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πρίν ἀπό τήν Ἀνταλλαγή, ζοῦσε μία εὐλαβής καί χαριτωμένη νέα, ἡ Ἑλένη. Τήν ἀποκαλοῦσαν Ἑλέναμπα, δηλαδή Ἑλένη πού εἶχε γεροντική σύνεση, διάκριση καί μιλοῦσε σάν Ἀββᾶς (Γέροντας).

Ἦταν ὀρφανή ἀπό γονεῖς καί ἐργαζόταν ὡς ὑπηρέτρια σ᾽ ἕναν πονόψυχο Τοῦρκο. Τή νύχτα ἡ «Ἑλέναμπα» προσευχόταν πολλές ὧρες. Ὁ Τοῦρκος τήν ἄκουγε πού ἔλεγε στήν προσευχή της: «Νά πάρω καί αὐτουνοῦ τίς ἁμαρτίες». 

Προσευχόταν δηλαδή γιά ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Τοῦρκος ἔβλεπε νά ἔρχωνται πολλοί ἄνθρωποι νά τήν συμβουλευθοῦν καί κατάλαβε ὅτι ἔχει ἰδιαίτερη χάρη. Τήν εἶχε σέ μεγάλη ἐκτίμηση καί αἰσθανόταν ὅτι τόν βοηθᾶ ὁ Θεός γιά χάρη τῆς «Ἑλέναμπα». Σημείωνε ὁ ἴδιος τά γεγονότα καί τίς προφητεῖες της, γιατί ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἡ «Ἑλέναμπα» εἶχε χάρισμα προορατικό.

Τότε πολλούς Ἕλληνες τούς ἐπιστράτευαν στόν τούρκικο στρατό στά Τάγματα Ἐργασίας (Ἀμελέ Ταμπουροῦ) γιά πέντε μέ δέκα χρόνια μέ σκοπό τήν ἐξόντωσή τους. Δέν ἔδιναν σημεῖα ζωῆς καί οἱ οἰκογένειές τους ἀνησυχοῦσαν. 

Οἱ γυναῖκες πήγαιναν καί ρωτοῦσαν τήν «Ἑλέναμπα» ἂν ζοῦν ἤ ἄν ἔχουν σκοτωθῆ. Ἐκείνη γιά νά μήν ἀμφισβητήσουν ὅ,τι θά τούς ἔλεγε, πρῶτα περιέγραφε τόν ἄνδρα. Ἔλεγε π.χ.: «Ὁ ἄνδρας σου εἶναι ψηλός, ξανθός μέ μουστάκι». Πρόσθετε καί ἄλλα χαρακτηριστικά καί ὕστερα ἔλεγε ἄν πέθανε ἤ ἄν ζῆ ἤ πότε θά γυρίσει.

Ἐπίσης ἔλεγε: «Θά ᾿ρθεῖ καιρός πού οἱ ἄνθρωποι θά μπερδευτοῦν». (Ἐννοοῦσε πνευματικό ἤ φυλετικό μπέρδεμα. Σήμερα καί τά δυό ὑφίστανται).

Κάποια ἡμέρα εἶπε στούς συγγενεῖς της: «Ἐσεῖς θά φύγετε καί μένα θά μ᾿ ἀφήσετε ἐδῶ. Πάλι θά ξαναρθῆτε, ἀλλά αὐτά τά μέρη θά ἀλλάξουν».

Πρίν πεθάνη ζήτησε νά τή ντύσουν μέ μαῦρα ροῦχα σάν μοναχή.

Ὅλοι στό χωριό τήν «Ἑλέναμπα» τήν εἶχαν σέ εὐλάβεια γιά τίς ἀρετές καί τά χαρίσματά της. Πίστευαν ὅτι εἶναι ἁγία. Περισσότερες λεπτομέρειες ἀπό τήν ζωή της δέν διασώθηκαν. Μόνον ὅτι ἐκοιμήθη σέ ἡλικία μικρότερη τῶν δεκατεσσάρων ἐτῶν, γύρω στό 1920, πρίν ἀπό τήν Ἀνταλλαγή, ὅπως δηλαδή εἶχε προφητεύσει. Ἐκεῖ πού ἐτάφη ἀνέβλυσε ἁγίασμα καί ὅσοι ἄρρωστοι ἔπιναν θεραπεύονταν.

Μέ τήν Ἀνταλλαγή οἱ συγγενεῖς της καί οἱ συγχωριανοί της ἦρθαν στήν Ἑλλάδα καί ἐγκαταστάθηκαν στό νομό Σερρῶν, δημιουργώντας ἔτσι τό Νέο Κεφαλοχώρι. Οἱ συγγενεῖς τῆς «Ἑλέναμπα» ἔχουν φέρει ὡς εὐλογία καί φυλαχτό στό νέο χωριό τά ροῦχα της καί κάποια προσωπικά της ἀντικείμενα. 

Μέχρι σήμερα ἀνάβουν καντήλι ἀκοίμητο καί κεριά στό σπίτι πού φυλάσσονται τά προσωπικά της ἀντικείμενα. Τήν ἐπικαλοῦνται στίς ἀνάγκες καί στίς δυσκολίες τους καί αὐτή ἔχοντας στόν Θεό παρρησία τούς βοηθᾶ.

Κατά τήν ἐποχή τοῦ συμμοριτοπολέμου οἱ ἀντάρτες (Κομμουνιστές) ἦρθαν κατ᾿ ἐπανάληψη νά κάψουν τό χωριό, ἀλλά μόλις ἔμπαιναν στό χωριό ἄλλαζαν διάθεση, ἔπαιρναν τρόφιμα καί φεύγοντας ἔλεγαν: «Κάποιος ἅγιος σᾶς φυλάει, διότι ἤρθαμε νά κάψουμε τό χωριό καί μόλις μπήκαμε, ἄλλαξε ἡ διάθεσή μας».

Αναδημοσίευση από:
https://enromiosini.gr/

Το θαύμα μίας αμαρτωλής γυναίκας…





Μιά πονεμένη χήρα μάνα βρίσκεται σ’ ἕνα νοσοκομεῖο μέ τό δίχρονο παιδάκι της νά χαροπαλεύει ἀπό λευχαιμία. Ὁ πόνος τῆς εἶναι μεγάλος, διότι ἤδη ἔχει χάσει ἄλλα δυό παιδιά, καί τώρα ἔβλεπε νά τῆς φεύγει καί τό τελευταῖο, τρίτο βλαστάρι της.

Ὅσο περνοῦσαν οἱ ὧρες, τόσο καί πιό πολύ μεγάλωνε ἡ ἀπελπισία της.

Ἦταν ἤδη 2:00 μετά τά μεσάνυκτα, ὅταν ὅλως ἐκτάκτως πέρασε ἀπό τό θάλαμο ὁ διευθυντής τοῦ τμήματος, νά δεῖ ἕνα διπλανό κοριτσάκι ‘’ἐπί πληρωμή’’ καί ἀπό παρόρμησι πρόσεξε καί τό δίχρονο παιδάκι τῆς χαροκαμένης ἐκείνης μάνας.

Τό ἐξέτασε καί τῆς εἶπε: Λυπᾶμαι πολύ κυρία μου. Πάρε τό παιδάκι σου καί φύγε τώρα, γιά νά πεθάνη τουλάχιστον στήν ἀγκαλιά σου καί στό σπίτι σου.

Σάν τό ἄκουσε αὐτό ἡ δύστυχη μάνα ἀπό τό στόμα τοῦ γιατροῦ, μέ λυγμούς, τύλιξε τό παιδάκι της μέ μία κουβερτούλα, τό ἕσφιξε στήν ἀγκαλιά της καί ἔφυγε τρέχοντας. Βγῆκε στό δρόμο… Παντοῦ ἐπικρατοῦσε ἐρημιά καί ἡσυχία.

Τίποτα δέν κυκλοφοροῦσε.

Σέ μία στροφή τοῦ δρόμου, βλέπει ξαφνικά μπροστά τῆς μία νεαρή σχετικά γυναίκα, περίπου 30 ἐτῶν. Μόλις εἶχε τελειώσει τή <δουλειά της>, ἦταν πόρνη.

Μόλις ἔφθασε ἡ μάνα μπροστά της, τήν σταμάτησε καί τῆς ἔβαλε μέ βία τό παιδάκι τῆς μέσα στήν ἀγκαλιά της. Ταυτόχρονα, ἔπεσε στά πόδια της καί φώναξε: Σῶσε τό παιδί μου! Σῶσε τό παιδί μουουουου!!!

Τά ἔχασε αὐτή! Πόρνη ἦταν, ἁμαρτωλή ἦταν, βυθισμένη στό βοῦρκο τῆς ἀκολασίας! Τί νά κάνει; Στά πόδια τῆς μία μάνα, στά χέρια τῆς ἕνα παιδί πού ἔσβηνε. Τό εἶδε ὅτι ἔσβηνε.

Σήκωσε τά μάτια της στόν οὐρανό καί εἶπε μέ δυνατή φωνή: Τί προσευχή νά κάνω τώρα Θεέ μου; Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλή, ἐγώ εἶμαι πόρνη! Τώρα μόλις ;τελείωσα τήν δουλειά μου.

Ἄν δέν μ’ ἀκοῦς ἐμένα –καί δέν θά μέ ἀκούσεις, βέβαια, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλή- ἄκουσε τουλάχιστον αὐτή τή πονεμένη μάνα.

Ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε τό θαῦμα!!! Κατέβηκε ἕνα φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί τό παιδί ἄνοιξε τά ματάκια του, φώναξε μανούλα μου; κι ἅπλωσε τά χεράκια του ἀγκαλιάζοντας τή πόρνη, γιατί νόμισε ὅτι αὐτή ἦταν ἡ μανούλα του.

Πάρ’ τό τῆς εἶπε.

Ὁ Θεός ἔκανε τό θαῦμα Του!

Ὁ Θεός ἄκουσε τή προσευχή μίας ἁμαρτωλῆς, μίας πόρνης καί ὄχι τῆς μάνας!

Αὐτό συντάραξε τά λιμνάζοντα ‘’νερά’’ στή ψυχή τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ὥστε μέ συντριβή καί μετάνοια, καί μέ ἐξομολόγηση, ὁριστικά πλέον ἄλλαξε τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας μέ τή νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Δόξα στό Ὄνομά σου, Κύριε!

π. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου, Πνευματικές διαδρομές στούς μακαρισμούς

Πηγή:https://www.askitikon.eu/

Η Αγία μητέρα του Κιέβου Αλυπία και η μοιχαλίδα γυναίκα




Ή διά Χριστόν μωρία

Εξωτερικά χαρακτηριστικά της διά Χριστόν σαλότητας στη μακαρία Γερόντισσα Άλυπία αποτελούσαν το απαράμιλλο κόκκινο καπελάκι στο κεφάλι, πού φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι και το οδυνηρά κυρτωμένο σώμα από τα βαριά «εξογκώματα».

Μπροστά της απαγορεύονταν κάθε ελευθεριότητα ή οικειότητα, επιπόλαιη συμπεριφορά ή άσεμνη ενδυμασία. Οποιαδήποτε σκιά, έστω, αδιαντροπιάς ήταν απαράδεκτη ενώπιον της.

Κάποιες φορές ήταν δυνατόν να λέει αρχικά ακατανόητα πράγματα, το νόημα των οποίων εξηγούνταν, οπωσδήποτε, αργότερα. Το προορατικό χάρισμα της εκδηλωνόταν, κυρίως, σε ένα συγκεκριμένο άτομο, και με τέτοιο τρόπο ώστε να μην φέρει κανένα άνθρωπο σε δύσκολη θέση.

Προβαίνοντας σε αποκαλύψεις προς κάποιον, ή Γερόντισσα κατέγραφε τις αμαρτίες του συνομιλητή της μέσα της. Δεν τις ανάφερε πότε και σε κανένα ούτε καν ως υπαινιγμό. Για παράδειγμα, την επισκέφθηκε μία γυναίκα, που υπέφερε από το πάθος της πορνείας.

Εκείνη την υποδέχτηκε με τα λόγια: «Ω, τί καθαρή που είναι ή φούστα σου, ή δική μου είναι βρώμικη». Ή γυναίκα φορούσε καθαρά ρούχα, αλλά τα λόγια της αφορούσαν την καθαρότητα της ψυχής.

Άλλη φορά ή Αγία Μητέρα μπορούσε να πει ότι και ή ίδια υποφέρει από παρόμοιο πάθος, αν και στην πραγματικότητα αυτό δε συνέβαινε.

Ή, να, πώς θα αποκάλυπτε ή Αγία Μητέρα κάποιον που την επισκέφθηκε και ό όποιος δεν έκανε πρωινή προσευχή:
«Είμαι τόσο κουτή έλεγε, σαν να μιλούσε για τον εαυτό της, που έπαψα να διαβάζω τις πρωινές προσευχές». Και μετά θα προσέθετε: «Έλα εδώ, να, αυτό διάβασε, και αυτό διάβασε, και αυτό, αλλά και αυτό μη το αφήσεις».

Ορίστε ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που διηγήθηκε μία γυναίκα:

– Κάποτε ήμουν μάρτυρας ενός πολύ ενδιαφέροντος και διδακτικού γεγονότος. Μία γνωστή μου, που συχνά έκανε απιστίες στον άντρα της, μου ζήτησε να την οδηγήσω στην Άγια Μητέρα Αλυπία.

Πολλές φορές προσπάθησα να πείσω τη γνωστή μου ότι είναι αναγκαίο να αφήσει την αμαρτία και να μετανοήσει εξομολογούμενη στην εκκλησία. Εκείνη, όμως, δεν μπορούσε να επιβληθεί στον εαυτό της.

Εκείνη, όμως, ήταν μικρότερη από τον σύζυγο της και πολύ όμορφη. Όποτε στις συμβουλές μου απαντούσε: «Πώς μπορώ να πω κάτι τέτοιο στον ιερέα;».

Και έτσι, λοιπόν, την οδήγησα στη Γερόντισσα Αλυπία. Εκείνη κάθισε κοντά της και είπε: «Ω,τί όμορφη! Και τί ωραίο φόρεμα! Άρχισε να μας φιλεύει και να μας καλομιλά.

Βρήκε ότι ή γνωστή μου έχει πολύ λεπτούς τρόπους, μαλάκωσε την καρδιά της και μετά συνέχισε, σαν να μοιραζόταν ένα μυστικό της. Ω κι εγώ στα νιάτα μου πώς ήμουν! Τέτοια ήμουν κι εγώ στα νιάτα μου! Τριγυρνούσα! Είχα πολλούς εραστές, και εσύ είσαι το ίδιο όμορφη…».

Έτσι, πολύ γρήγορα, ή Αγία Μητέρα έκανε τη γνωστή μου να ανοιχτεί σε αποκαλύψεις, χωρίς να υποπτεύεται τη διά Χριστόν σαλότητα της μακάριας. Και εγώ ξαφνιάστηκα. Πώς μπορεί να λέει κάτι τέτοιο;

Αφού ποτέ δεν τα έκανε αυτά! Μήπως αλήθεια έγιναν αυτά;Ή γυναίκα που βοηθούσε στο κελί την Αγία Μητέρα, βλέποντας τη σύγχυση μου, κούνησε το κεφάλι και, καλώντας με κοντά της, μου είπε:

«Μην το πιστεύετε. Ή Γερόντισσα επίτηδες αναφέρεται στον εαυτό της για να πετύχει τη μετάνοια της άλλης». Ώρα πολύ ή γνωστή μου σκεφτόταν, σκεφτόταν, και μετά με δάκρυα είπε: «Ναι, Αγία Μητέρα, και εγώ στα νιάτα μου έκανα τέτοια, γυρνούσα, είχα εραστή…», και άρχισε να της διηγείται τα πάντα: πόσους εραστές είχε, πώς ήταν άπιστη στον άνδρα της, για τη μοιχεία της, πώς ακόμα, βασανίζεται από τα πάθη της…

Ακούγοντας όλα αυτά τη συμβουλεύεσαι να πάει να εξομολογηθεί και να μετανοήσει, και τελικά πρόσθεσε: «Εσύ θα γίνεις μοναχή».

Τελικά ή γυναίκα αυτή εγκατέλειψε διά παντός τις ακολασίες, άρχισε να πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία και, τελικά, κατέφυγε σε μοναστήρι. Έτσι, λοιπόν, ή Αγία Μητέρα είχε την ευλογία να έχει το χάρισμα και τη δύναμη να εκτιμά απόλυτα τον άνθρωπο και να τον οδηγεί στην απόλυτη μετάνοια.

Από το βιβλίο:Αλυπία,η Αγία μητέρα του Κιέβου η δια Χριστόν σαλή”

Πηγή:https://www.askitikon.eu/

Αργυρώ Στεφανάκη, η πολύαθλη


- π. Ευάγγελος Παπανικολάου



Η μακαρία Αργυρώ Στεφανάκη (*) γεννήθηκε στις Βάσιλιες Ηρακλείου Κρήτης στις 7 Δεκεμβρίου 1924. Οι γονείς της ήταν ευλαβείς. Ζούσαν πτωχικά αλλά όχι στερημένα. Απέκτησαν πέντε παιδιά: Την Αργυρώ, τον Αριστείδη, την Ιωάννα, την Γεωργία και ένα μικρό Βενιζελάκι, που εκοιμήθη νήπιο. Η ζωή ήταν ατάραχη. Είχαν λευτερωθή από τον Τούρκο, είχαν ενωθή με την Ελλάδα.

 

Η Αργυρώ ήταν έξυπνη, εύστροφη, όμορφη – έφερε πάντα την μακρομαλλούσα κώμη της σε πλεξίδες –, μεγαλομάτα, ευσεβής, χαρούμενη, σεμνή, και το κυριώτερο αγαπούσε την Εκκλησία και τις Ακολουθίες. Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου, αρραβωνιάστηκε έναν παλλήκαρο από το χωριό της.

 

Αμέσως μετά τον γάμο της κηρύχτηκε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος και ο άνδρας της έφυγε νιόπαντρος για το μέτωπο. Εκείνη σαν την Αρετούσα τον περίμενε, συμμετέχουσα σε οποιαδήποτε προσπάθεια συμπαραστάσεως στο δοκιμαζόμενο γένος, με ρούχα, δέματα κλπ.

Μετά την κατάρρευση του μετώπου, τον Μάιο του ’41 επέστρεψε και ο άνδρας της στην Κρήτη. Οι Γερμανοί κατακτητές, επειδή στην Κρήτη ξεκληρίστηκαν οι αλεξιπτωτιστές τους, φέρθηκαν στο νησί και στους κατοίκους απάνθρωπα. Έκαψαν χωριά και έκαναν εκτελέσεις. Για έναν Γερμανό σκοτωμένο εκτελούσαν δέκα αθώους Έλληνες.

 

Σε ένα μπλόκο στην Χανιόπορτα του Ηρακλείου συνέλαβαν και τον άνδρα της Αργυρώς. Όταν δε έμαθαν ότι είχε πολεμήσει στο μέτωπο, τον αποφάσισαν για θάνατο. Τότε η Αργυρώ φόρεσε τα καλά της, πήρε καλούδια για τους άλλους κρατουμένους και σαν την Ιουδήθ πήγε στο στρατόπεδο των Γερμανών και στις φυλακές και πέτυχε με την θωριά της και τον Χριστό της να εξασφαλίση άδεια, να παρηγορήση τον άνδρα της και να μεταφέρη άπειρα μηνύματα προς τους άλλους φυλακισμένους με κίνδυνο της ζωής της.

✶✶✶

Έφθασε η ώρα της εκτελέσεως· ήρθε το απόσπασμα. Οι στρατιώτες άλλοι είχαν σφαίρες και άλλοι όχι, ώστε το έγκλημα να είναι συλλογικό αλλά κανείς να μην ξέρη, εάν αυτός σκότωσε. Τους έστησαν στον τοίχο, ετοιμάστηκαν.

 

Και ξαφνικά, προβάλλει η Αργυρώ μαυρομαλλούσα, ευθυτενής, λάμπουσα με τα φορέματα του Πάσχα. Πέρασε μπροστά από τα προτεταμένα όπλα, έπιανε με το δεξί χέρι τις κάννες και τις έστρεφε προς την γη.

Έκπληκτος ο Γερμανός αξιωματικός έβλεπε το φαινόμενο. Αμέσως την κάλεσε μπροστά του. Διέκοψε την εκτέλεση.

– Ποια είσαι;

 – Είμαι η γυναίκα του τάδε.

 – Πάρε τον άντρα σου και φύγε.

 – Όχι, λέει αυτή, όλους.

 – Τον άντρα σου μόνο.

 – Όχι, όλους ή να μείνη ο άντρας μου κι εγώ μαζί με όλους.

 Ελύγισε το σίδηρο, ελύγισε και είπε:

 – Όλοι!!!


Ούτε ευχαριστώ δεν είπε· και σχολίαζε αργότερα: «Μα τι άνθρωποι ήταν οι Γερμανοί! Την ώρα που τους σκότωναν, είχαν μεγάφωνα μέσα στο στρατόπεδο που μετέδιδε μουσική από γραμμόφωνα· αυτά τα μουσικάντικά τους, αργότερα έμαθα πως τα λέγαν βάγκνερ. Θηρία οι άνθρωποι χωρίς Θεό».

Επέστρεψαν στο σπίτι τους κι έζησαν απλά και ήσυχα. Και γέννησε η δούλη του Θεού ένα τέκνο, καρπό προσευχών. Το βάπτισαν και του έδωσαν το όνομα Γεωργία.

 ✶✶✶

Για τρεις χρόνους έζησαν χωρίς πειρασμούς. Και ξαφνικά εμφανίστηκαν τα ερυθήματα και οι εκδηλώσεις της φοβερής και στ’ άκουσμα ασθένειας, της λέπρας. Φανερώθηκε η νόσος σ’ όλα τ’ αδέλφια, στην Αργυρώ, στον Αριστείδη, στην Ιωάννα και στην Γεωργία.


Στην Σπιναλόγκα: 

Το νησί του πόνου. Εξορία, απόρριψη, φόβος. Τους πέρασαν από την Πλάκα απέναντι στην Σπιναλόγκα. Όλοι οι ασθενείς-λεπροί δεν χαιρέτιζαν κανέναν. Αυτή ούτε τον άνδρα της χαιρέτησε, ούτε το παιδί· αλλά ένδακρυς και αρχοντικιά έλεγε “Δόξα σοι ο Θεός”.

Εσχίζοντο τα στήθη της, αλλά πήγε πέρα μαζί με όλα της τ’ αδέλφια κι άφησε πίσω άνδρα και παιδί. Δεν άρθρωσε «γιατί». Μόνο έλεγε: «Κύριε, δεν σου λέω τι να κάνης για μένα· κάνε ό,τι θέλεις. Εσύ μ’ έφερες στην ζωή, μέχρι τώρα με σκέπασες, με ευλόγησες· αξίωσέ με να δω φως παρακλήσεως».

 Όταν κατέβηκαν στην προκυμαία της Σπιναλόγκας, τους υποδέχτηκαν οι άλλοι λεπροί χωρίς μύτες, με πληγές στομάτων, χεριών, με βακτηρίες, με πληγές αιμοστάζουσες και πυορροούσες.


Εκεί στο καμίνι θα δοκιμάζονταν όλα. Επιστήμες και γνώσεις, οικογενειακές σχέσεις και φιλίες, αισθήματα ανθρωπιάς και τιμής, ακόμη θα δοκιμαζόταν και η πίστη τους. Τους έδωσαν ένα δίπατο σπίτι, γιατί ήταν τέσσαρες. Η αδελφή τους η Γεωργία ήταν χειρότερα. Την έβαλαν στο επάνω δώμα, να θωρή τον ήλιο.

 

Η ζωή είχε οργανωθή από τους παλαιοτέρους. Είχαν κάνει έναν σύλλογο, που πρωτοστατούσε ένας άνθρωπος του Θεού, ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης. Και προπαντός υπήρχε Εκκλησία, ο άγιος Παντελεήμων. Ποιον άλλον Άγιο θα μπορούσαν να έχουν ως προστάτη τους;

 

Η Αργυρώ από στήθους θυμόταν το άσμα που τραγουδούσαν στην Σπιναλόγκα για τα εγκαίνια της Εκκλησίας, π’ αυτή δεν τα είχε προφτάσει.

 

Στα 1901 στις 3 του Ιουνίου στην Σπιναλόγκα έγινε εγκαινισμός Αγίου τ’ αγίου Παντελεήμονα εγκαινισμός εγίνη μ’ ευλάβειαν, και με χαράν, με τάξιν και ειρήνη.  Λαμπρά επανηγύρισαν και έχαιρον από καρδίας στην Σπιναλόγκα να ιδούν να ψάλλουν Λειτουργίαν. Έχαιρον και ευφραίνοντο και εδοξολογούσαν  οι άρρωστοι οι χριστιανοί και τον Θεό υμνούσαν,  οπού μας το αξίωσεν τέτοιαν χαράν να δώμεν  στην Σπιναλόγκα Εκκλησιά και να λειτουργηθώμεν.

 

Η Εκκλησία είχε πολυελέους που έλαμπαν, εικόνες πανέμορφες, τέσσερις σειρές στασίδια. Αλλά η Εκκλησία είχε και παπά χρυσό στο όνομα και στο ήθος, τον παπα-Χρύσανθο. Αυτός έγινε Πνευματικός τους· ακόμα κι όταν αργότερα ήρθαν στον αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω, ο παπα-Χρύσανθος ερχόταν από την Σπιναλόγκα να τους δη. Αυτός έμεινε στο νησί άλλους 8 χρόνους χωρίς ποίμνιο ορατό, αλλά για να διαβάζη τους κεκοιμημένους εν Χριστώ.

Διηγείτο η Αργυρώ (*): «Πηγαίναμε στους Εσπερινούς, στους Όρθρους, στις Λειτουργίες, εξομολογούμασταν, κοινωνούσαμε. Μεγαλώναμε μέσα στην Εκκλησία. Πηγαίναμε συνέχεια. Την Μ. Εβδομάδα ασπρίζαμε τα γκρεμισμένα κατώφλια και τις φλοιές των παραθύρων. Στολίζαμε τον Επιτάφιο. Βάφαμε τ’ αυγά, κάναμε κουλούρια, καλιτσούνια, καίγαμε τον Ιούδα.

» Πονάγαμε με σουβλιές απίστευτες. Τρέχαμε στην πόρτα της Εκκλησίας – είχαμε κι άλλες Εκκλησίες. Πιάναμε κουβεντούλες με τους αγίους: “Άγιε Γιώργη μου, ξέρομε είσαι καλός άγιος, στρατιώτης άγιος. Βοήθα με να γλυτώσω, δεν μπορώ μπλιο από τους πόνους, θα πεθάνω, θα τρελλαθώ”.

» Και μέσα σ’ όλα αυτά κρατούσαμε νηστεία. Μ. Τεσσαρακοστή αλάδωτο όλη την εβδομάδα και μόνον Σαββατοκύριακο λάδι. Είχαμε κομποσχοίνια και ανά μία ώρα ο καθένας έκανε κομποσχοίνι υπέρ του κόσμου όλου και για να βρεθή το φάρμακο για την λέπρα.

» Η αδελφή μου η Γεωργία χαριτωμένη, καθαρή ψυχή, βάρυνε. Έκανε πυρετό 40° C. Των Βαΐων ξάπλωσε στο κρεβάτι.

» Την Μ. Παρασκευή πέρασε ο Επιτάφιος κάτω από το σπίτι μας. Πέρασε με κεριά ο παπα-Χρύσανθος και οι λωβιασμένοι, που κρατώντας τον πόνο τους, συντρόφευαν τον Χριστό. Λέμε στην αδελφή μου την Γεωργία:

 

– Να σε κατεβάσωμε στην πόρτα να προσκυνήσης τον Επιτάφιο; Λέγει αυτή:

 

– Όχι, αδέλφια μου, σήμερα δεν μπορώ· θα προσκυνήσω τον αφέντη Χριστό αύριο εγώ.

 

» Το βράδυ του Μ. Σαββάτου κατά τις 10:00′ η Γεωργία προσκύνησε την Ανάσταση του Χριστού. Εκοιμήθη. Την συγυρίσαμε, την στολίσαμε, κλείσαμε την πόρτα, πήγαμε στην Εκκλησία, είπαμε το “Χριστός Ανέστη”, λειτουργηθήκαμε, κοινωνήσαμε και δεν είπαμε τίποτα σε κανέναν, για να μην τους στενοχωρήσωμε στην χαρά της Αναστάσεως. Το πρωί το είπαμε. Στην “Αγάπη” την κηδεύσαμε. “Χριστός Ανέστη” λέγαμε και κλαίγαμε το 17χρονο κορίτσι μας και περιμέναμε την σειρά μας.

 

» Την Δευτέρα του Πάσχα κάναμε περιφορά (λιτανεία) σ’ όλο το νησί με δυσκολία, με εξαπτέρυγα, εικόνες, την Ανάσταση και τον παπά μας. Φτάναμε στο Εκκλησάκι του Άη-Γιώργη. Ψάλλαμε τον Εσπερινό, γυρίζαμε στον Άγιο Παντελεήμονα, φιλούσαμε τις εικόνες, το χέρι του παπα-Χρύσανθου και ύστερα κερνιόμασταν στο καφενείο.

» Τότε σκέφτηκα το παιδί μου. Ήξερα ότι ο άνδρας μου είχε μια θεία στο Ηράκλειο, καλή γυναίκα, που έμενε κοντά στην Χανιόπορτα. Επεθύμησα να δω το παιδί μου, να το σφίξω λίγο στην αγκαλιά μου. Κι επειδή δεν έκανε, μην το κολλήσω, έστω να το δω. Φούντωνε κάθε μέρα η επιθυμία. Έβλεπα την θάλασσα, την επιγραφή που έλεγε “όποιος μπήκε μην περιμένη να γυρίση πίσω”. Και είπα: “Θα το σκάσω, θα πάω να δω το παιδί μου”.

» Στ’ αδέλφια μου δεν είπα τίποτα. Παρατηρούσα την θάλασσα, πώς πάνε τα ρεύματα, αλλά μπάνιο δεν γνώριζα και φοβόμουν, ότι θα πνιγώ. Τότε είπα: “Θα πάω· ο Θεός και η Παναγία – μάννα είναι –, θα βοηθήσουν”. Κάνω τα ρούχα μου έναν μπόγο, τα βάζω στο κεφάλι μου. Είχα μελετήσει και την παλίρροια, ακόμα ήξερα τα αβαθή μέρη. Αγκαλιάζω ένα ντεποζιτάκι άδειο, γεμάτο αέρα. Λέω “αυτό θα με βοηθήση”· κάνω τον σταυρό μου και περνώ απέναντι. Ούτε το κατάλαβα.

» Βγαίνω, κρύβομαι, στεγνώνω και φορώ τα ρούχα μου κι αρχίζω σιγά-σιγά περπατώντας, όχι από την δημοσιά αλλά από μονοπάτια, νύχτα κυρίως, να προχωρώ προς το Ηράκλειο. Έφτασα. Κρύφτηκα από τους χωροφυλάκους, πέρασα την Χανιόπορτα. Σουρούπωνε. Πηγαίνω στο σπίτι της θείας του άνδρα μου. Κτυπώ, κανείς. Κάθομαι στα σκαλιά και αναμένω. Πρόβαλε η θεία μ’ άλλες δύο. Φορούσαν μαύρα.

 – Αργυρώ, μου λένε, εσύ είσαι; 

– Ναι, τους λέγω. Το παιδί;

– Αχ! καϋμένη, πέθανε και ερχόμαστε από το κοιμητήριο· αρρώστησε από πνευμονία και έφυγε. Και κλαίγαμε όλες μαζί.

» Πήγαμε στο μνήμα. Προσκύνησα και είπα: “Θεέ μου, δόξα σοι. Κάνε με ό,τι θέλεις” και κλαίγοντας πάγω στην χωροφυλακή. Τους λέγω: “Τόσκασα από την Σπιναλόγκα, ήρθα με τα πόδια αλλά δεν έχω δύναμη να ξαναγυρίσω πάλι με τα πόδια”.

» Οι άνθρωποι με έβαλαν σε αυτοκίνητο, με συνόδεψαν – ήταν ευγενείς – και με έφεραν πίσω, με έβαλαν στο καΐκι, πάω στο σπίτι μου. Κλαίμε όλοι. Δύο πεθαμένοι σ’ έναν χρόνο. Κλάψαμε, χορτάσαμε το κλάμα. Πήγαμε στην Εκκλησία μας. Ο παπα-Χρύσανθος επί σαράντα ημέρες κάθε μέρα λειτουργούσε. Για να με παρηγορήση, μας διάβαζε τα πάθη του Ιώβ και την “Θυσία του Αβραάμ” του Κορνάρου. Παρηγορηθήκαμε.

» Και τότε ήρθε καινούργιο. Ήρθε χαρτί από τον άνδρα μου για διαζύγιο. Μου έγραφε: “Αργυρώ, χωρίσαμε ζωντανοί, το παιδί μας πέθανε. Εσύ εκεί μπήκες και εγώ εδώ, γάμος δεν είναι, δος μου το διαζύγιο να προχωρήσω την ζωή μου”.

» Δόξα σοι ο Θεός, τρίτος θάνατος. “Ναι, άνδρα μου, να σε λευτερώσω· με την ευχή του Χριστού και της Παναγίας να βρης άλλη, να αναπαυθής από τους κόπους σου. Ναι, άνδρα μου, στείλε το χαρτί που θέλεις να υπογράψω”. Και το πήρε το διαζύγιο.

» Έμαθα την ημέρα του γάμου. Δεν άντεχα. Ξανά κάνω τον δρόμο που ήξερα. Ξανά μπόγο τα ρούχα, ξανά το ντεπόζιτο, ξανά η θάλασσα, ξανά το νυχτοπερπάτημα. Φθάνω στο χωριό. Κρύβομαι, ακούω τον γάμο. Το πρωί την Δευτέρα ώρα 12:00′ πηγαίνω στο σπίτι μου – που πλέον δεν είναι σπίτι μου – και κτυπώ την πόρτα. Ανοίγει μια όμορφη καλή γυναίκα. Με ρωτά:

– Τι θέλετε;

– Είμαι η Αργυρώ, λέγω. Κόκκαλο αυτή.

– Μην φοβάσαι, της λέω, ήρθα να σου πω κάτι. Αυτός, που τον παντρεύτηκες είναι καλός άνθρωπος και να τον αγαπάς και πάρε και αυτό. Και μην πης σε κανέναν τίποτα. 

» Και έδωσα έναν φάκελο με τις οικονομίες μου, δώρο για τον γάμο. Φιληθήκαμε. Πέρασα και από τους τάφους των γονιών μου και γύρισα στην Σπιναλόγκα».

Η Ιωάννα, η αδελφή της Αργυρώς, αγάπησε ένα παλληκάρι ασθενή στην Σπιναλόγκα και παντρεύτηκαν. Γέννησαν 4 παιδιά, τον Βενιζέλο, τον Δημήτρη, την Γεωργία και την μοναχή Γαβριηλία. Ο Βενιζέλος βαπτίσθηκε στην Σπιναλόγκα, στον Άγιο Παντελεήμονα από τον π. Χρύσανθο το 1951.

Το 1957 (*) ήδη είχε βρεθή το φάρμακο από τον Χάνσεν. Η Δαψώνη. Ήρθε στην Σπιναλόγκα. Αρχικά την δοκίμασαν οι πιο βαρειά ασθενείς και καλυτέρευσαν. Μετά όλοι βέβαια οι ασθενείς έπαιρναν το φάρμακο.

Δεν γίνονταν τελείως καλά, αλλά όπου σε εύρισκε η θεραπεία εκεί σε άφηνε. Οι πληγές έκλειναν, αλλά οι ουλές και οι παραμορφώσεις και οι αναισθησίες των νεύρων έμεναν. Έτσι οι μύτες έλειπαν, τα χέρια ήταν παράλυτα, η παραμόρφωση του προσώπου παρέμεινε και η δυσκινησία ήταν φοβερή.

Η Σπιναλόγκα έκλεισε, καθώς και το λεπροκομείο της Χίου, που ήταν προστάτης ο άγιος Άνθιμος. Όλοι ήρθαν στον αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω. Η ζωή τους τώρα άλλαξε. Έγκλειστοι ήταν βέβαια, αλλά γνώριζαν οι ίδιοι ότι ήταν υγιείς από την νόσο και κυρίως ότι δεν μετέδιδαν την νόσο

Οι πιο δυσκολεμένοι σωματικά έμεναν σε ένα μεγάλο κτίριο, που το έλεγαν αναρρωτήριο. Οι άλλοι οι πιο υγιείς, όπως ήταν η Αργυρώ, ο Αριστείδης, ο κ. Χαράλαμπος, έμεναν σε μικρά σπιτάκια. Κανονικά ασκητήρια, που θύμιζαν Σκήτη. Δωμάτια 4Χ3 μέτρων, κεραμιδοσκέπαστα, παράθυρα ταπεινά, τουαλέτα εξωτερική, τσιμέντο για δάπεδο, δύο κρεβάτια, ένα τραπέζι και σχεδόν πάντα μία βιβλιοθήκη.

Ναι, βιβλιοθήκη. Ήμουν 12 χρόνων, όταν πρωτοεπισκέφτηκα την Αργυρώ. Κοίταζα τα βιβλία. Διάβαζα τους τίτλους των βιβλίων. Ευεργετινός, Αμαρτωλών σωτηρία, Συναξαριστής των 12 μηνών, το Πεντηκοστάριον, Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, Αόρατος πόλεμος, Ερωτόκριτος, Ιλιάδα, Οδύσσεια!!!

Εκεί συνέχιζαν πια τον πνευματικό αγώνα τους, ελεημένοι από τον Θεό για την νόσο τους. Γύρω δένδρα, κήποι, λουλούδια και γύρω απ’ αυτά ένας μεγάλος μανδρότοιχος, που προστάτευε τους έξω, από τους αγίους μέσα.

Τότε το 1958 ήρθε και ο άγιος Νικηφόρος, σταλμένος από τον άγιον Άνθιμο της Χίου. Εκείνος, επειδή η ασθένεια τον είχε πια ταλαιπωρήσει, είχε τυφλωθή, ήταν ανάπηρος. Του έδωσαν έναν χώρο κοντά στην Εκκλησία. Δίπλα του ήταν ένας συνεταιρισμός, που είχε μπακάλικο, απ’ όπου ψώνιζαν οι ασθενείς. Εκεί ήταν ένα τολλ στρατιωτικό σε σχήμα σταυρού. Εκεί έμενε ο άγιος Νικηφόρος, για να μπορή εύκολα να πηγαίνη στον Ναό των Αγίων Αναργύρων.

Το 1958 είχε έρθει στο Νοσοκομείο της Αγίας Βαρβάρας ο μοναχός Σωφρόνιος. Ο π. Σωφρόνιος, ήταν μοναχός από την Νότιο Κρήτη. Ενώ ήταν μοναχός, τον πήραν στρατιώτη με διάταγμα της τότε κυβερνήσεως, γιατί λόγω του αδελφοκτόνου πολέμου είχαν χαθή πολλοί άνθρωποι και το άνομο κράτος στράφηκε στα Μοναστήρια και άρπαξε νέους μοναχούς και δοκίμους, τους ξύρισε και τους έστειλε να υπηρετήσουν.

Ο π. Σωφρόνιος, ενώ υπηρετούσε στην Θεσσαλονίκη ασθένησε, διαγνώστηκε το νόσημα της λέπρας και ήλθε στον αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας. Τώρα πια ήταν μία αδελφότητα, ο π. Νικηφόρος, ο π. Σωφρόνιος, η μοναχή Φιλοθέη από τα Χανιά, η Μαριάμ, η Χαριτίνη η Μυτιληναία.

Η Εκκλησία, οι Άγιοι Ανάργυροι, ήταν το Κυριακό της Σκήτεως. Ακολουθίες μοναστηριακές τελούνταν ανελλιπώς. Η Αργυρώ, η Ντίνα και η Φωφώ διακονούσαν, καθάριζαν την Εκκλησία, άσπριζαν, υποδέχονταν τον κόσμο με τρόπο αρχοντικό και σιωπηλές.

Ρουφούσαν την διδασκαλία του αγίου Νικηφόρου από μακρυά ιστάμενες σαν μυροφόρες και συγχρόνως έκαναν τον κανόνα τους. Και όλες εκεί νήστευαν χωρίς να παραθεωρήσουν τίποτα.

Ιερεύς πλέον ήταν ο π. Διονύσιος, νομίζω έγγαμος εκ Ζακύνθου, όχι ασθενής αλλά συγγενής ασθενούς. Είχαν μία μεγάλη μουριά έξω από την Εκκλησία κι εκεί από κάτω έβαζαν το καλοκαίρι τον άγιο Νικηφόρο και τους μιλούσε.

Έρχονταν κόσμος πολύς, χριστιανοί, που δεν φοβούνταν, ο π. Νικόδημος ο Μπιλάλης και άλλοι από την “ΖΩΗ”, που έψαχναν κάτι άλλο βαθύτερο και που τους συγκινούσε ο αγώνας των ασθενών. Εδώ έρχονταν να παρηγορηθούν από τους ασθενείς, από τα συντρίμματα, από τα σπασμένα καλάμια, που γινόντουσαν φόρμιγκες του Θεού.

Το κύριο έργο της Αργυρώς ήταν η συμπαράσταση σε όλους τους αναγκεμένους. Ψυχορραγούσε κάποιος, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο π. Σωφρόνιος χώριζαν το εικοσιτετράωρο σε οκτάωρα. Παραστέκονταν στον ετοιμοθάνατο, του διάβαζαν Ακολουθίες ή ησύχως παρέμεναν για να μην πεθάνη μόνος. Και μετά τον έπλεναν, τον έντυναν και διάβαζαν το Ψαλτήρι με τον π. Σωφρόνιο να πρωτοστατή.

Άλλο έργο είχαν την ευποιΐα (βοήθεια) εκατοντάδων. Πτωχοί κατέφευγαν σ’ αυτούς και αυτοί προσέφερον ο,τι είχαν: τρόφιμα, χρήματα κλπ. Ό,τι τους πήγαιναν, τα μοίραζαν.

Είχαν μία σύνταξη από το Ελληνικό Δημόσιο σαν βοήθημα, μερικοί εργάζοντο κιόλας. Οι τρεις, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο Αριστείδης είχαν κάνει μία συμφωνία. Θα ζούσαν με την μία σύνταξη και τις δύο άλλες θα τις μοίραζαν, όπου υπήρχε ανάγκη.

Το γνωρίζω καλά, γιατί εγώ από ηλικία 13 ετών τους έγραφα τις επιταγές κάθε μήνα, ως και τα γράμματα που τους έστελναν για να τους παρηγορήσουν και τα ταχυδρομούσα.

Και το κυριώτερο έρχονταν φτωχοί απ’ έξω από την μάνδρα του νοσοκομείου. Αυτοί έφτειαχναν τσάντες με τρόφιμα. Και βάζαμε μία σκάλα στον τοίχο κι από εκεί ανεβαίναμε κι οι φτωχοί του Χριστού από κάτω έπαιρναν τις τσάντες. Ό,τι περίσσευε κάθε μέρα το δίνανε μ’ αυτόν τον τρόπο για να μην πεταχτή τίποτα.

Όλες τις μεγάλες γιορτές ετοίμαζαν δέματα και μέσα στα δέματα έβαζαν φακελλάκια με χρήματα και με το αυτοκίνητό μου πηγαίναμε στα σπίτια των θλιμμένων και πτωχών.

Κι όλα αυτά απλά, φυσικά, χωρίς να θεωρούν ότι κάνουν κάτι σπουδαίο. Όλοι είχαν μία χαρά. Η Αργυρώ με τα παραμορφωμένα χεράκια της, με το μαντήλι πάντα στο κεφάλι, προχωρούσε πρώτη!


Από το 1958 η ζωή της Αργυρώς (*) και των υπολοίπων είχε συνδεθή με τον π. Σωφρόνιο, τον μετέπειτα Ευμένιο ιερομόναχο, και τον άγιο Νικηφόρο, τον οποίον ο π. Σωφρόνιος τον διακόνησε σαν πατέρα του. Συναντιλήπτορες ήταν η Αργυρώ, η Ντίνα και άλλες πολλές ψυχές.

Η Φωφώ είδε κάποτε τον άγιο Νικηφόρο πάνω από το κρεβάτι του όρθιο να λάμπη υγιής τελείως. Το ίδιο θαυμαστό γεγονός είδε και ο μοναχός Σωφρόνιος: Όταν κάποτε άνοιξε την πόρτα χωρίς ευλογία, είδε τον άγιο Νικηφόρο σε στάση προσευχής ένα μέτρο πάνω απ’ το κρεβάτι και το κυριώτερο έλαμπε και ήταν υγιής χωρίς πληγές, χωρίς παραμορφώσεις.

Όταν ο π. Σωφρόνιος πέρασε μία μεγάλη δοκιμασία, η Αργυρώ και η Ντίνα τον συνόδευαν, τον φρόντιζαν και τον διάβαζε ο π. Χρύσανθος, ο παπάς της Σπιναλόγκα, ήδη πολιός, κάτασπρος, πνευματοφόρος· και έτσι βοήθησε ο Θεός και η Κυρία Θεοτόκος η Κουδουμανή και ελευθερώθηκε ο π. Σωφρόνιος.

Και τότε ζήτησαν όλοι για παπά τους τον π. Σωφρόνιο από τον τότε Μητροπολίτη Νικαίας κ. Γεώργιο. Έδωσε την άδεια ο Μητροπολίτης και τότε πάλι όλοι μαζί, ο Αριστείδης, ο κ. Χαράλαμπος, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο π. Σωφρόνιος πήγαν στην Κρήτη στην Καλυβιανή – Σαρακοστή ήταν – και εχειροτονήθη ιερεύς από τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Τιμόθεο στην Ιερά Μονή Καλυβιανής.

Από τότε άλλαξε όνομα και ετέθη ο λύχνος στον λυχνοστάτη. Ο Ναός του νοσοκομείου απέκτησε νυχθήμερη Ακολουθία, θεία Λειτουργία καθημερινή, Εσπερινό, παννυχίδες.

Σε όλα οι πτωχές ψυχές, οι άτλαντες της υπομονής με προεξάρχουσα την Αργυρώ συμμετείχαν ολοκαρδίως.

 ✶✶✶


Σιγά-σιγά πλήθη άρχισαν να επισκέπτωνται τους αδελφούς του Χριστού, πολλοί χριστιανοί, που τους συμπονούσαν. Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος και ο Νικαίας κ. Γεώργιος, ο Ραούλ Φολερώ κ.α., πολλοί μελλοντικοί ιερείς και μοναχοί ήρχοντο και ξαναήρχοντο.

Όλα ήταν απλά, ταπεινά, ανεπιτήδευτα, αληθινά. Δεν άκουγες επαίνους, αλλά ευθύτητα λόγων και συναντούσες φιλοξενία άπειρη και αισθανόσουν ευλογία.

Όσοι περνούσαν από την Εκκλησία, κατέληγαν στα σπιτάκια και σίγουρα στην Αργυρώ. Εκεί εδέχοντο νέα περιποίηση, φρούτα του κήπου, παξιμάδι, νερό, καλιτσούνια, ό,τι είχαν, έδιναν. Κυρίως άκουγαν και όταν ήταν ανάγκη, συμβούλευαν εμπόνως.

Μετά από 28 χρόνια μαθαίνει η Αργυρώ ότι το μοναδικό παιδί του άνδρα της με την νέα γυναίκα παντρεύεται. Παίρνει την αχώριστη πια φίλη της, την άλλη αγιασμένη ψυχή, την Ντίνα. Βάζουν σ’ έναν φάκελο 100.000 δραχμές. Πηγαίνουν στον γάμο, κάθονται τελευταίες, χαιρετούν, ασπάζονται την νύφη, τον γαμπρό και τότε ο άνδρας της την βλέπει μπροστά του μετά τόσους χρόνους. Ασπάζονται, δίνουν την καλή χείρα και επιστρέφουν στον αντιλεπρικό Σταθμό χαρούμενες, γαλήνιες, μελωμένες με χάρη Θεού. Η Αργυρώ και η Ντίνα, οι πολύαθλες.

 ✶✶✶

Γύρω στο 1979 εμφανίστηκε μία νέα αρρώστια, μία νέα μάστιγα, άγνωστη, τρομερή, που γέμιζε με φόβο τον κόσμο. Ο κόσμος την έλεγε AIDS και η Ιατρική σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας. Το νοσοκομείο υποδέχτηκε αρρώστους (σε δωμάτια με σιδερένια κάγκελλα).

Στην αρχή ήσαν στην απομόνωση, διότι κανείς δεν γνώριζε τον τρόπο της μετάδοσης επακριβώς. Και τότε οι πρώην «κατηραμένοι» της Σπιναλόγκας συμπόνεσαν τα «καϋμένα τα παιδιά», μαγείρευαν κάτι ωραίο και πήγαιναν έξω από τα κάγκελλα. Η Αργυρώ έκανε τις συνεννοήσεις και η Ντίνα τα ωραία νοστιμότατα φαγητά.

Ύστερα, όταν οι πόρτες άνοιξαν και τα παιδιά αυτά σεργιάνιζαν μέσα στα κηπάκια των Χανσενικών, η Αργυρώ τους υποδεχόταν, κουβέντιαζε μαζί τους, έδινε χρήματα, τα συμπονούσε, τα έκανε παιδιά της.

Και όταν μερικά απ’ αυτά τα καλόπαιδα επρόκειτο να φύγουν για την αγήρω μακαριότητα, τα βοηθούσε να εξομολογηθούν, να μεταλάβουν. Κι έπαιρνε το καράβι και συνόδευε τα ξόδια τους, στην Κρήτη κυρίως ή κι αλλού, κι ύστερα μνημόνευε τα ονόματά τους στα κομποσχοίνια της και έκανε σαρανταλείτουργα για τις ψυχές τους. Παρηγορούσε τους γονείς και μάλιστα για χρόνια πολλά.

 ✶✶✶

 

 

Τα χρόνια περνούσαν, ο κόσμος αύξανε, τόσο για τον π. Ευμένιο, και ιδίως μετά την κοίμηση του π. Πορφυρίου ο οποίος τον χαρακτήρισε σαν τον «κρυφό άγιο», όσο και για την Αργυρώ.

Όταν κάποιοι γνωστοί της αδικούνταν από συναδέλφους τους χρησιμοποιώντας πολιτικά μέσα, κατέφευγαν στην Αργυρώ και έλεγαν τον πόνο τους, τότε αυτή θυμόταν τον παλιό εαυτό της μπροστά στους Γερμανούς. Έβαζε τα καλά της, χτένιζε τις κοτσίδες της, φόραγε ένα ωραίο μαντήλι και ανέβαινε στα σκαλιά της Διοίκησης. Άστραφτε και βρόνταγε υπέρ του αδικημένου και πετύχαινε πάντα να αρθή η αδικία. Δεν ξαναθυμόταν το καλό που είχε κάνει και δεν δεχόταν εκφράσεις ευγνωμοσύνης, ούτε δώρα.

Η χαρά της ήταν τα Χριστούγεννα. Παρέλαυναν πολύτεκνοι να πουν τα κάλαντα, ιδιαίτερα η οικογένεια Παλαιάκη με τα 13 παιδιά τους. Η Αργυρώ ήταν νονά σε ένα απ’ αυτά. Άκουγε τα κάλαντα ή ψαλμωδίες και μοίραζε χρήματα.

Η Αργυρώ είναι και δική μου ευεργέτις, διότι με στήριξε στην απόφαση της ιερωσύνης, μου έδωσε την ευχή της και ήρθε στην χειροτονία μου.

Και εγώ της συμπαραστάθηκα στο τέλος της το οσιακό με την θεία Κοινωνία. Για λίγα χρόνια λόγω απώλειας μνήμης ήταν έγκλειστη, αλλά με παιδική και αγγελική συμπεριφορά.

 ✶✶

Εκοιμήθη στις 12 Ιουλίου 2014 η δούλη του Θεού Αργυρώ, η άπατρις, η χωρίς σύζυγο, η έχουσα θάψει το ένα και μοναδικό παιδί της, η ασθενής, η πολύαθλος· ανεπαύθη από τα βάσανα και τις ασθένειές της και εκατοντάδες άνθρωποι πρόστρεξαν στο λείψανό της και την οδήγησαν μέχρι τον ταπεινό τάφο της στο Γ’ Κοιμητήριο.

Μετά χρόνους τρεις κάναμε ανακομιδή των λειψάνων της. Πήγαμε πρωί με τον π. Παλλάδιο της Σκήτης του Κουτλουμουσίου – αγαπημένος της μοναχός και λίγο συγγενής – κάναμε τρισάγιο, σταυρώσαμε το μνήμα και με το φτυάρι αρχίσαμε την εκταφή μαζί με τα παιδιά του κοιμητηρίου

Και ξαφνικά!, ευωδία άρχισε να εξέρχεται από το χώμα. Αναρωτηθήκαμε μήπως εκεί πλησίον κάποιος θυμίαζε, αλλά δεν ήταν κανένας· το χωματάκι ευωδίαζε! Ήταν η ευωδία από «τα τεταπεινωμένα οστέα» της πολύπονης, της πολύπαθης, της πολύαθλης Αργυρώς.

\Μετά βρήκαμε τα λειψανάκια της με το ωραίο κεχριμπαρένιο χρώμα. Τα πλύναμε και τα πήραμε μαζί μας για παρηγορία μας και τα τοποθετήσαμε κάτω από την Αγία Τράπεζα σ’ ένα μοναστηράκι της Αττικής. Και λειτουργούμε εμείς εδώ κάτω και αυτή χαίρεται και αγάλλεται τώρα στην άνω Ιερουσαλήμ.

Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.

ΠΗΓΗ.ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ



H τυφλή κοπέλα που μισούσε τον εαυτό της επειδή ήταν τυφλή



"Η  ΑΓΑΠΗ  ΟΥΔΕΠΟΤΕ  ΕΚΠΙΠΤΕΙ" (Η Αγάπη  
ποτέ δεν χάνει την αξία της) _ Α'Κορινθ ΙΓ'.8 

Κάποτε ήταν μια τυφλή κοπέλα μισούσε τον εαυτό της που γεννήθηκε έτσι…αν και είχε μια όσο γινόταν φυσιολογική Ζώη ήταν απόμακρη και ακόμα και οι γονείς της με το ζόρι πολλές φορές έπαιρναν και μια της λέξη.

Η κοπέλα αυτή είχε ένα φίλο … την στήριζε της συμπαραστεκόταν πάντα. Ήταν δίπλα της την άκουγε … και για εκείνη ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να ανοιχτεί να πει όσα νιώθει.

“Μ αρέσει να βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου” του είπε σε ένα περίπατο τους που εκείνος της περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια το τι γινόταν και τι έβλεπε… Αυτό είναι το όνειρο μου να δω κάποτε τον κόσμο όπως και συ” “Σου υπόσχομαι να πραγματοποιήσω αυτή σου την επιθυμία …

Ένα χρόνο αργότερα κατάφερε να βρεθεί δότης στο εξωτερικό και η κοπέλα επί ένα μήνα μεταφέρθηκε στο εξωτερικό για την εγχείριση … με το φίλο της επικοινωνούσαν σπάνια ειδικά τις τελευταίες μέρες. Τελικά η επιστροφή της στο σπίτι άργησε ένα εξάμηνο μιας και οι γονείς της αποφάσισαν να κάνουν ένα ταξίδι στην Ευρώπη.

Όταν γύρισε ο πρώτος που αντίκρισε ήταν εκείνος … πάγωσε! “Είσαι και συ…;”

“Ναι είμαι τυφλός, είχα ένα ατύχημα δεν στο είπα από το τηλέφωνο … δεν λέγονται έτσι αυτά … τέλος πάντων” είπε και έβγαλε ένα κουτάκι από την τσέπη του …

“Είχαμε δώσει μια υπόσχεση … θα με παντρευτείς τώρα που βλέπεις”. Το κορίτσι αρνήθηκε τρομοκρατήθηκε δεν ήθελε να περάσει μια ζωή έτσι … οπότε εκείνος αποφάσισε να φύγει αφήνοντας ένα γράμμα

“Σου υποσχέθηκα να σε κάνω μια μέρα να δεις μέσα από τα μάτια μου … τελικά τα κατάφερα τήρησα την υπόσχεση μου … άσχετα αν αθέτησες την δικιά σου … Σ αγαπώ να προσέχεις τα μάτια μου”.

Το κορίτσι όσο και αν έκλαιγε όσο και αν τον έψαχνε ήταν πλέον αργά…

Ή πρεσβυτέρα είχε όγκο στο στήθος καί εγχειρί­στηκε


 

Ή πρεσβυτέρα είχε όγκο στο στήθος καί εγχειρί­στηκε. Μόλις έβγαλαν τον όγκο, δίνουν ένα κομμάτι στον πατέρα Ευάγγελο να το πάει για βιοψία καί να φέρει αμέσως τ’ αποτελέσματα.

Μετά την απάντηση της εξετάσεως, οι γιατροί δεν δίνουν ούτε έξι μήνες ζωής στην άρρωστη. Ή κόρη του παπα-Βαγγέλη λι­ποθυμά μόλις το ακούει, ό ίδιος τα χάνει.

«Ακου, λέει, γιατροί να το πουν έτσι ξαφνικά στο παιδί! Στά χέρια του όμως σφίγγει το χέρι του Αγίου Παντελεήμονα, πού έχει φέρει μαζί του, καί προσεύχεται.

Βγάζουν την πρεσβυτέρα από το χειρουργείο. Με λαχτάρα ό πατήρ Ευάγγελος ακουμπά πάνω στις γά­ζες πού σκεπάζουν το εγχειρισμένο στήθος της πρε­σβυτέρας, το χέρι του ‘Αγίου καί γονατιστός προσεύ­χεται.

Εκείνη την ώρα μπαίνει ό χειρουργός με τη μάσκα ακόμη. Βλέπει τη σκηνή καί βάζει τίς φωνές.

-Τί είναι αυτό το κόκκαλο παπά μου; Πάρτο από δω και τράβα σπίτι σου.

Ζαλισμένος ό καημένος, μα­ζεύει γρήγορα τ’ άγια λείψανα καί προσπαθεί να βρει την πόρτα. Μέσ’ τη ζάλη του, όμως, ακούει τη νοσο­κόμα να φωνάζει το γιατρό στο τηλέφωνο, πού τον ζητά επειγόντως ή γυναίκα του.

Το απόγευμα σταματά μια κούρσα έξω από το σπί­τι του ιερέα και με έκπληξη ό παπα-Βαγγέλης βλέπει να βγαίνει ό γιατρός. Πω! πω! σκέφτεται, ό γιατρός και στο σπίτι μου ακόμα με κυνηγάει! Με φρίκη, όμως, βλέπει να κατεβαίνει από τ’ αυτοκίνητο και ένας νέος παραμορφωμένος. Το στόμα του είχε πάει στ’ αυ­τί του. Αποσβολώθηκε ό παπάς.

-Πάτερ μου, του λέει ό γιατρός, εκείνο το κόκκαλο το έχεις; Με συγχωρείς, παραφέρθηκα, την ώρα πού σ’ έδιωχνα μου τηλεφώνησε ή γυναίκα μου, ότι το παιδί μας, πού έδινε εκείνη την ώρα εξετάσεις, έπα­θε ξαφνικά αυτήν την πάρεση πού βλέπεις.

Κατάλαβα ότι εγώ έφταιξα καί γι’ αυτό σε παρακαλώ πολύ διά­βασε μας μια ευχή. Τη διεύθυνση σου στο χωριό την πήρα από την πρεσβυτέρα.

-Ευχαρίστως παιδιά μου, ελάτε στο εκκλησάκι. Κράτα αγόρι μου το χέρι του Αγίου καί γονάτισε.

‘Απλώνω στο κεφάλι του νέου το πετραχήλι καί αρχίζω να διαβάζω την ευχή. Καθώς διαβάζω, ακούω θόρυβο κρακ, κρακ. Σκέφτομαι, τί συμβαίνει άραγε; Τελείωσα καί, όταν σηκώθηκε το παιδί, τί να δούμε, το στόμα του παιδιού είχε επανέλθει στην θέση του! Πατέρας καί γιος ρίχνονται πάνω μου.

-Παπούλη πώς να σ’ ευχαριστήσουμε;

-Όχι εμένα, παιδιά μου, το Θεό καί τον «Άγιο.

Από τότε για πάρα πολύ καιρό ερχόταν τακτικά να προσκυνήσουν καί να φέρουν καί το λάδι για το καντήλι του ‘Αγίου.

Όσο για την πρεσβυτέρα, είναι τώρα περισσότερα από είκοσι χρόνια πού είναι τελείως καλά χωρίς να κάνει απολύτως καμμία θεραπεία.

Μεγάλωσε τα παι­διά της καί ζει στο χωριό προσέχοντας το εκκλησάκι με τα τόσα άγια λείψανα, μια πού δεν υπάρχει πια ό πατήρ Ευάγγελος. Ό γιατρός πολλές φορές έλεγε στον παπα-Βαγγέλη: «Εμείς παπά μου πρέπει να τα κά­ψουμε τα βιβλία μας».

Από το βιβλίο «Σταχυολογήματα από την θαυμαστή ζωή του π. Ευαγγέλου Χαλκίδη εφημέριου Αγίου Βασιλείου Λαγκαδά», Eκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».

Πηγή:http://apantaortodoxias.blogspot.com/