Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Η εὐλαβεστάτη και χαρισματική Μαρία Δενδρινέλλη

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΈΝΟΥΝ ΔΊΠΛΑ ΜΑΣ. ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΓΝΩΡΊΖΟΥΜΕ.

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο, κάθεται και εσωτερικός χώρος
 
Στίς 7 Μαρτίου 2021,μία μεγάλη απώλεια μας σημάδευσε. Έφυγε γιά τά οὐράνια σκηνώματα μιά Αγία Γερόντισσα. Γερόντισσα πού ζούσε μέσα στόν κόσμο. Η εὐλαβεστάτη και χαρισματική Μαρία Δενδρινέλλη σέ ἡλικία 86 ἐτῶν, βασανισμένη από μικρό παιδί, χήρα, καταγομένη ἀπό τήν νῆσο Κῶ, μία γυναίκα βαθειᾶς πίστεως καί πολλῆς εὐλάβειας. 
 
Μιά Γερόντισσα, πού ἀγαποῦσε τήν Παναγία καί εἶχε τό εἰκόνισμά της, πού εἶχε φέρει ἀπό τά Δωδεκάνησα, στό πιό κεντρικό σημεῖο τοῦ μικροῦ οἰκίσκου της, στήν Ἁγία Παρασκευή Ἀττικῆς.
Ἔζησε πολύ πτωχικά (καθάριζε σπίτια καί σκάλες) χωρίς μισθό, χωρίς σύνταξη, χωρίς πλούτη, χωρίς κοσμικές δόξες,
αλλά με ασάλευτη πίστη και με τιτάνιο αγώνα :αὐστηρή τήρηση τῆς νηστείας (δέν γεύθηκε κρέας τά τελευταῖα 40 χρόνια) ὑποδειγματική εὐλάβεια, γενναία ὑπομονή της, ἀδιάλειπτη προσευχή της, χαριτωμένη ἁπλότητά της (ἡ ἀγαπημένη της μάλιστα προσφώνηση ἦταν: «παιδάκι μου, λουλουδάκι μου»), βαθειά ἀγάπη της γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.Το πρόσωπό της ήταν ολοφώτεινο και γαλήνιο. 
 
 
 
Ζούσε σε ένα μικρό σπιτάκι της ἀνάμεσα σέ πολυκατοικίες ἐπί τῆς ὁδοῦ Κομνηνῶν, ἀρ. 5, στήν Ἁγία Παρασκευή. Σέ ἕνα μικρό κελί. Ζοῦσε ὡς μοναχή. Οἱ τοίχοι γεμᾶτοι εἰκόνες. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι, παλαιοί καί νέοι. Τό καντῆλι της ποτέ σβηστό. Θυμιάτιζε πρωΐ καί ἑσπέρας καί μέσα στόν οἰκίσκο της καί ἀπέξω ἀπ’ αὐτόν, ὅλους τούς γείτονες. 
 
 
Τό βιβλιαράκι τῆς Παράκλησης πρός τήν Παναγία, δίπλα στό μαξιλάρι της. Καί ἡ κουζινίτσα της ἦταν τό ἐργαστήριο γιά τά πρόσφορα, τά καταπληκτικά πού ἔφτιαχνε τηρῶντας ὅλη τήν «ἱεροτελεστία», γιά νά σταλοῦν κατόπιν σέ Ναούς, σέ Μοναστήρια, σέ ἀκριτικά νησιά, ἀκόμη καί σέ χώρες ὅπου γινόταν ἱεραποστολή.
Πολλές φορές στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν μέ τά ὑπέροχα πρόσφορα τῆς κυρᾶς-Μαρίας ἐτελεῖτο ἡ Προσκομιδή. Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χριστόδουλος, μέ τά δικά της πρόσφορα ἤθελε νά τελεῖ τήν Θεία Λειτουργία.
Μία ἡμέρα μάλιστα τήν ἐπεσκέφθη μέ δῶρα καί ἄλλες εὐλογίες στό φτωχικό της καί ἡ χαρά ἔλαμπε κυριολεκτικά στό πρόσωπό της.
Οἱ γείτονες, τότε, ἔβλεπαν καί ἔλεγαν: «Ὁ Χριστόδουλος στό καλυβάκι τῆς κυρά-Μαρίας, πῶς αὐτό;».
Ναί, «μεγάλος» Ἀρχιεπίσκοπος στή πτωχοτάτη κυρά-Μαρία ἐξωτερικά, ἀλλά πλούσια ἐσωτερικά.
Ἀγαποῦσε ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐπειδή εἶχε παρακολουθήσει πολλά σεμινάρια στόν Ἑρυθρό Σταυρό ἤξερε καί ἔκανε ἐνέσεις σέ ὅσους ἀσθενεῖς τήν καλοῦσαν. Ἀλλά ἀκόμη πήγαινε στά νοσοκομεῖα καί τάϊζε ἀσθενεῖς κληρικούς, μοναχούς καί μοναχές.
Σεβόταν ἀπόλυτα ὅλους τούς κληρικούς. Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχούς.
Γιά ὅλους προσευχόταν, ἰδιαίτερα γιά τά νέα παιδιά, γιά τίς πτωχές οἰκογένειες, γιά ἐκείνους πού εἶχαν πάρει διαζύγιο, γιά τούς μοναχικούς ἀνθρώπους, γιά τούς ναρκoμανεῖς, γιά τούς ἀρρώστους, γιά τίς χῆρες, γιά τά ὀρφανά, γιά τούς πολυτέκνους, γιά τούς βασανισμένους ἀνθρώπους, γιά τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, γιά ὅλους καί γιά ὅλα.
 
 
Τό ἔργον της ἦταν: Νά ζυμώνει πρόσφορα καί νά προσεύχεται.
...Ὅταν ἀρρώστησε σοβαρά καί βρισκόταν μονάχη της στό «Ἀττικόν» νοσοκομεῖο, στό διάδρομο, καθισμένη σ’ ἕνα πάγκο καί βέβαια πονοῦσε, ἀργά τό μεσημέρι τήν ἀντιλήφθηκε ἕνας νέος ἰατρός καί τίς εἶπε «τί ἔχεις», τότε τοῦ μίλησε καί αὐτός τήν ἀνέλαβε, ὁ ἰατρός, ὡς μάνα του. Τίς εἶπε: «Δέν ἔχεις κανένα νά σέ φροντίσει;». Ἐκείνη ἀπάντησε: «Ναί, ἔχω τό Θεό» καί ἔδειξε τόν οὐρανό!
Ἡ ἐπικοινωνία μαζί της στό ἀπέριττο σπιτάκι της ἦταν πάντοτε εὐκαιρία πνευματικῆς χαρᾶς καί οἰκοδομῆς. Μοιραζόνταν τίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις ὅσων τήν ἐπισκέπτονταν. Παρηγοροῦσε μέ τά σοφά λόγια της. Ἔδινε συμβουλές γιά ἀντοχή, ὑπομονή, κουράγιο καί καταφυγή στήν γλυκιά μάνα Παναγία. Ὅσοι ἀναχωροῦσαν ἀπό τό πτωχικό της ἦσαν γεμάτοι ἀπό παραμυθία καί ἠρεμία στή ψυχή τους. Ἦταν ὁ οἰκίσκος τῆς καλωσύνης!
 
 
 
Ἀγαποῦσε νά ἀκούει ἱερές ἀγρυπνίες, καί μόνο ἤθελε λόγια στά αὐτιά της χριστιανικά, ὠφέλιμα, διδακτικά γιά τήν ψυχή της.
Ἔλεγε ἡ ἴδια συνεχῶς: «Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει».
Χαιρόταν τήν ἐξομολόγηση στόν πνευματικό της, τόν ἀείμνηστο π. Σπυρίδωνα Καλύβα, χαιρόταν τίς ὠφέλιμες συζητήσεις μέ τούς ἁγιορεῖτες πατέρες πού συχνά τήν ἐπισκεπτόντουσαν, χαιρόταν τά παιδιά ἀπό τά σχολεῖα πού πήγαιναν νά τίς ποῦν τά κάλαντα.
Μά ἡ μεγάλη της ἐπισκεψη, ὅπως ἔλεγε, ἦταν, ὅταν δέν μποροῦσε νά ἐκκλησιαστεῖ, ὁ ἱερέας μέ τό Ἅγιο Ποτήριο γιά νά τήν κοινωνήσει. Ὑποδεχόταν πνευματικά προετοιμασμένη τόν Μεγάλο Ἐπισκέπτη τῆς ψυχῆς της, τόν Χριστό. Ἦταν ἡ προσωποποίηση τοῦ πρώτου Μακαρισμοῦ τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε’, 3).
 
 
Καί πράγματι, τώρα, ἡ κυρά-Μαρία μας ἀναπαύεται στόν Κῆπο τῆς Ἐδέμ. Εἶναι μαζί μέ τήν Παναγία, μέ τούς Ἀγγέλους, πού ἔβλεπε πρίν τήν ὁσιακή κοίμησή της, συντροφιά μέ τήν ἀγαπημένη της Ὁσιοπαρθενομάρτυρα Ἁγία Παρασκευή.
Αἰωνία της ἡ μνήμη.
 
~ αντί ΥΓ:
Μερικά μόνο από τα σχόλια ανθρώπων που την αγάπησαν και ευεργετήθηκαν από την αγάπη της, όπως κι εμείς. Στη μνήμη της...

..........................................................................................
~ Την γνώρισα πριν από 14 χρόνια σε εκείνο το ταπεινό, μικρό και φτωχικό σπιτάκι της στην Αγία Παρασκευή των Αθηνών, που χώραγε όμως τόσο πολύ κόσμο, όσο και η καρδιά της!
Παρόλο που η ασθένεια την ταλαιπωρούσε, εκείνη πάντα συμπαραστέκοταν και προσεύχοταν στην Παναγία μας για κάθε άνθρωπο και ασθενή που είχε ανάγκη! Οι συμβουλές της ήταν αμέτρητες και βάλσαμο για τον κάθε κατατρεγμένο και πονεμένο άνθρωπο, που ερχόταν στην πόρτα της ή σε επικοινωνία μαζί της!
Ακόμα ακούν τα αυτιά μου την γλυκιά φωνή της να με συμβουλεύει και να με νουθετεί πνευματικά, σε κάθε μου ανάγκη, σε κάθε μου πρόβλημα, με την βαθιά της Πίστη και Αγάπη που την διακατείχε!
Πολλές φορές μου έδινε την εντύπωση πως ξέχναγε το δικό της πρόβλημα και επικεντρωνόταν στο δικό σου! Γυρνούσε προς την εικόνα της Παναγίας μας και έλεγε : "Ναι Παναγία μου! Θα γίνει καλά το παιδάκι μου, έτσι δεν είναι; Το ξέρω ότι θα το βοηθήσεις! Κάνε το καλά!..Το ξέρω είναι καλό παιδί!..." Και το Θαύμα. ..έτσι απλά γινόταν!
Έτσι με τέτοιο μοναδικό τρόπο ήταν οι προσευχές της για όλους εμάς προς τον μονάκριβο της θησαυρό, την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οικονόμισσας! Ένα οικογενειακό κειμήλιο περίπου 800 ετών, που κατείχε στα χέρια της από Πάππου προς Πάππου, προερχόμενο από τα βάθη της Ανατολής, τα Μύλασα της Μικρής Ασίας!
Μια Αγία Εικόνα που προμήνυε για κάθε κακό, όπως αναγράφεται στο απολυτίκιο της! Αρκετές φορές η Γιαγιά Μαρία έπαιρνε το μήνυμα μέσω της εικόνας για τα επερχόμενα, με τέτοιο τρόπο όπως εκείνη βίωνε!
Χρόνια δύσκολα, με τις ταλαιπωρίες εκείνης της εποχής πορεύθηκε η Γιαγιά Μαρία και από την Νήσο Κω μεταφέρθηκε στην Αθήνα με μοναδική της προστασία την Παναγιά της την Οικονόμισσα! Έτσι φτωχική και λιτή ήταν η βιοτή της, όπου για κάθε τι φρόντιζε και της το οικονομούσε η Παναγία μας που η Γιαγιά Μαρία διακονούσε ασταμάτητα!
Τα πονεμένα της χέρια ήταν ροζιασμένα και κομπιασμένα από την πολύωρη καθημερινή εργασία της που καθάριζε σπίτια, χωρίς αυτό να την εμποδίσει να ζυμώνει τα τόσα αμέτρητα πρόσφορα, όπου απέστελνε σε κάθε Μοναστήρι και Εκκλησία σε κάθε Ιεραποστολή, σχεδόν παντού στην Ελλάδα και Εξωτερικό!
Η προσφορά της και η ελεημοσύνη της αμέτρητη και απερίγραπτη προς όλο τον κόσμο και παντού! Σε ασθενείς, σε νοσοκομεία, σε Ιερείς, σε Μοναχούς, σε Χήρες, σε Ορφανά, σε Ναρκομανείς και σε κάθε πονεμένη και βασανισμένη ψυχή! Ακόμα και όταν αρρώστησε βαριά και δεν μπορούσε να φάει, εκείνη μαγείρευε και τάιζε όλο τον κόσμο.
Γιαγιά Μαρία , ευχαριστώ τον Θεό και την Παναγία μας που σε γνώρισα! Ήσουν για μένα η Πνευματική μου Μάνα! Πάντα θα σε θυμάμαι και θα τηρώ τα λόγια σου! Εύχομαι εκεί δίπλα στην Παναγία μας που θα είσαι, να πρεσβεύεις για όλους εμάς τους Αμαρτωλούς! Αιωνία σου η Μνήμη και καλό παράδεισο! Αμήν!
Spiros Paps
 
 
~ Σήμερα κηδεύτηκε η κυρά Μαρία η Προσφορού από την Αγία Παρασκευή. Είχα την ευλογία να την γνωρίσω. Μία Αγία των Αθηνών. Μέρα νύχτα προσευχή στο μικρό καλυβακι της που ήταν πνιγμένο από πολυκατοικίες. Είχε στο δωμάτιό της την παμπάλαια εικόνα της Παναγίας της Οικονόμισσας.
Σήμερα την πήραν για πάντα στην Αγία Άννα στο Άγιον Όρος οι πατέρες. Ήρθαν Αγιορείτες, Ιερομοναχοι, Ιερείς έως και από την Κρήτη.
Στο προαύλιο του ναού 500 άτομα.
Αν δεν ήταν ο κόβιντ θα ήταν χιλιάδες. Αυτή η γυναίκα όλη τη νύχτα κομποσχοίνι και όλη την ημέρα ζυμωνε πρόσφορα. 2 και 3 σακιά πρόσφορα τη βδομάδα. Έστελνε παντού. Αμέτρητες Λειτουργίες από τα χεράκια της. Σκέφτομαι.
Αυτό το χρόνο πέθαναν περίπου 7 δεσποτάδες. Πήγαν στην κηδεία 5 παπάδες δικοί τους και άλλοι 5 φίλοι τους.
Σε κανέναν ο λαός δεν πήγε αυθόρμητα να γεμίσει τον περίβολο του ναού.
Σημάδια του ουρανού!
Μία γυναικούλα, που παντρεύτηκε ανήλικη ένα κτήνος, που την κακοποιούσε και έμεινε νεότατη χήρα, έλαμψε πάνω από Αρχιερείς γιατί αγάπησε πολύ τον Ιησού Χριστό και έγινε Διακόνισσα Του να φτιάχνει μια ζωή πρόσφορα για τις Θείες Λειτουργίες Του. 
 π. Χρήστος Ιωαννίδης 
 
~H αγαπημένη μας γιαγιά αναχώρησε για την άνω Ιερουσαλήμ... Έμενε στην Αγία Παρασκευή. Γεννήθηκε και παντρεύτηκε στην Κω. Στην Κω ζουν και οι δύο της αδερφές... Στην Αθήνα ανέβηκε μετά που παντρεύτηκε. Μαζί της έφερε και την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οικονόμισσας. Ιερό Κειμήλιο από τους προγόνους της. Από την Μιλασό της Μικράς Ασίας. Πάντα θα μου λείπει... Μου λείπουν οι νουθεσίες της, η παρηγοριά της. Ήταν το προσκεφάλι μου...Εύχομαι από εκεί ψηλά να πρεσβεύει για τα παιδιά που τόσο αγάπησε και πάντα λάτρευε , για όλο τον κόσμο καί τελευταία για μένα !!!!Αιωνία της η μνήμη!!!Μαρία Χατζηγιακουμή
~ Είχα κι εγώ την ευλογία να την γνωρίσω και την επισκεπτόμουν στο μικρό της κελάκι. Να έχουμε την ευχή της και τις πρεσβείες της αγίας αυτής ψυχής που πονούσε και αγαπούσε όλο τον κόσμο. Χαρακτηριστικό της αγάπης της ήταν οι μεγάλες ποσότητες από το καθαρό θυμίαμα που έκαιγε - έξω από το κελί της, στην μικρή της αυλή με τα λουλούδια - και μου έλεγε:
"Θυμιάζω κοριτσάκι μου και λέω Παναγία μου ας φτάσει σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Γιατί ο κόσμος σήμερα δεν θυμιάζει παιδάκι μου, γι' αυτό καίω τόσο θυμίαμα. Να φτάσει παντού"
Πραγματικά μαρτύρησε τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της ασθένειας που την ταλαιπωρούσε και των φρικτών πόνων που την συνόδευαν.
Καλή Ανάσταση και καλή αντάμωση σεβαστή κι αγαπημένη μας γιαγιά Μαρία !
Spyridoula Vergini

Η αλήθεια είναι ότι πληροφορήθηκαμε την εκδημία προς Κύριον της Αγιασμένης Γερόντισσας Μαρίας της Φύλακος της Παναγίας της Οικονόμισσας από ένα μήνυμα απώλειας που μας έστειλε ένας χαρισματικός Γέροντας την ίδια ημέρα ο οποίος την γνώριζε και την ευλαβούνταν πολύ. Βλέπετε οι πνευματικοί άνθρωποι επικοινωνούν εδώ και στην αιωνιότητα.

 πηγή

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Τη ΙΑ΄ (11ην) Μαρτίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΘΕΟΔΩΡΑΣ της Βασιλίσσης.


Θεοδώρα η μακαριωτάτη και αοίδιμος Μήτηρ ημών η σήμερον εορταζομένη, της Ηπείρου το καύχημα, της οποίας και εχρημάτισε βασίλισσα κατά τον ΙΓ΄ αιώνα, ήτο από την Ανατολήν. Εβλάστησε δε η μακαρία αύτη εις το γένος της και εις την πατρίδα της ως ρόδον πολύτιμον και ηδύπνοον, λίαν αρωματισμένον, από την ενάρετον και θαυμαστήν πολιτείαν της. Διότι αφ’ ου αυξηθείσα έφθασεν η τρισολβία εις την ηλικίαν του κορασίου, δεν ησχολείτο, ως του τωρινού καιρού τα κοράσια, εις μάταια και άσεμνα παίγνια, ούτε εις καλλωπισμούς ή εις άλλα άτακτα έργα, αλλ’ ως αγγείον εκλεκτόν του Θεού εφαίνετο εξ αρχής οποία ήθελε γίνει κατόπιν, ως παράδειγμα έχουσα και μιμουμένη τους ιδίους αυτής γονείς, πολλά εναρέτους και ευλαβείς εις τα θεία, ελεήμονας και θεοσεβείς, φερομένους προς πάντας με μεγάλην ταπείνωσιν και αγάπην.

Προς τούτους έχουσα η Αγία την πρέπουσαν ευλάβειαν και υπακούουσα πάντοτε, υπετάσσετο μετά χαράς εις όσα ήθελον την προστάξει και πάντα έπραττε χωρίς οκνηρίαν. Όθεν και κατέστη πλέον ενάρετος και με παν είδος αρετής εστολίσθη, ως καρπός ωραιότατος από δένδρον καλόν αναδειχθείσα και επιβεβαιούσα την αρετήν των γονέων της, καθώς και ο Κύριος ημών εις το ιερόν Ευαγγέλιον λέγει· «Εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. ιβ: 33). Βλέποντες λοιπόν οι γονείς της, ότι η θυγάτηρ αυτών επρόκοπτεν εις τα θεάρεστα έργα, έχαιρον και υπερευφραίνοντο, δοξάζοντες τον Θεόν και εσκέπτοντο να εύρουν άνδρα ομοίως ενάρετον και πρέποντα δι’ αυτήν. Πριν ή όμως είπωμεν περί τούτου, καλόν κρίνομεν να μη στερήσωμεν τους ευσεβείς ακροατάς, οι οποίοι αγαπώσι να ακούσωσιν εξ αρχής την διήγησιν. Όθεν άρχομαι ταύτης και σας παρακαλώ να ακούσητε μετά προσοχής. Ότε εβασίλευσεν ο Αλέξιος ο Κομνηνός εις την Κωνσταντινούπολιν (1081 – 1118), ήτο ειρήνη και ομόνοια εις τους Χριστιανούς. Αλλ’ ακούσατε τι ενήργησεν ο εχθρός της αληθείας διάβολος, όστις πάντοτε φθονεί την σωτηρίαν των ανθρώπων. Ο Αλέξιος ούτος ο Κομνηνός εχειροτόνησε τον Μιχαήλ Κομνηνόν αυθέντην εις όλον τον Μωρέαν, δηλαδή την Πελοπόνησον, ως όντα από το γένος του. Ήτο δε εις την Νικόπολιν και Αιτωλίαν άλλος αυθέντης ονομαζόμενος Σενναχηρείμ. Αυτός και ο Μιχαήλ είχον γυναίκας νομίμους, δύο πρώτας εξαδέλφας, από καθολικόν αίμα του βασιλέως Αλεξίου. Και εις τούτων τον καιρόν ο κόσμος επολιτεύετο και έζη με ειρήνην και αγάπην, δια την καλήν των ηγεμόνων διοίκησιν. Ο δε Ιωάννης ο Πετραλίφας, ο πατήρ της μακαριωτάτης Αγίας Θεοδώρας, ήτο τότε νέος κατά την ηλικίαν και ανύπανδρος και εις τον οποίον ο βασιλεύς Αλέξιος έδωκεν ως νόμιμον σύζυγον μίαν ευγενεστάτην αρχοντοπούλαν , θυγατέρα άρχοντος τινός του παλατίου του, διότι και ο πατήρ της Αγίας ήτο από γένος ευγενές και λαμπρόν. Έπειτα τον έκαμε και μέγαν αυθέντην, ίνα εξουσιάζη όλην την Θεσσαλονίκην και Μακεδονίαν. Aφ’ ου λοιπόν αυτός ανέλαβε την αυθεντίαν, ακόμη περισσότερον εβελτιώθησαν οι Χριστιανοί και έμεινε σταθερά η ειρηνική κατάστασις επ’ αρκετόν. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν, έξαφνα, εγένετο φοβερός πόλεμος των Φράγκων κατά της Κωνσταντινουπόλεως και κατά παραχώρησιν Θεού, δια τας αμαρτίας των ανθρώπων, φεύ και αλλοίμονον! Παρεδόθη η Κωνσταντινούπολις εις χείρας των Λατίνων, οι οποίοι, όταν εισήλθον εντός της πόλεως, τις λόγος δύναται να διηγηθή λεπτομερώς τας αρπαγάς όπου έκαμαν; Επήραν τότε πολλούς Χριστιανούς αιχμαλώτους και πολλά άλλα κακά έκαμαν. Αλλ’ ενώ ταύτα συνέβαινον, αποστατήσαντες τινές από τους τόπους της επικρατείας του Σενναχηρείμ, ήγειραν πόλεμον εναντίον του αυθέντου των τούτου. Εβιάσθη λοιπόν αυτός να στείλη ταχυδρόμους εις τον Μιχαήλ Κομνημόν, παρακαλών αυτόν να του στείλη βοήθειαν, δηλαδή στρατόν, ίνα καταπολεμήση τους εχθρούς του. Έως ότου όμως έλθη ο Μιχαήλ με τον στρατόν του εις την Νικόπολιν, εφονεύθη ο Σενναχηρείμ από τους ανθρώπους του με δόλον. Όταν δε έφθασεν ο Μιχαήλ Κομνηνός, εξετάσας με επιμονήν και επιτηδειότητα, εύρε τους φονείς του Σενναχηρείμ, τους οποίους και εφόνευσεν ως εχθρούς και επιβούλους του αυθέντου των, την δε γυναίκα του Σενναχηρείμ μετά των υπαρχόντων του και όλης του της εξουσίας ήρπασεν αυτός ο Μιχαήλ. Αποθνήσκων δε ο Μιχαήλ Κομνηνός αφήκε τέσσαρας υιούς από την γυναίκα του φονευθέντος Σενναχηρείμ, από τους οποίους τον μεν ένα ωνόμασε Μιχαήλ Δούκα, τον δεύτερον Θεόδωρον, τον τρίτον Μανουήλ και τον τέταρτον Κωνσταντίνον. Μετά δε τον θάνατόν του εβασίλευσεν ο μεγαλύτερος υιός του, ο Μιχαήλ Δούκας, εις την Παλαιάν Πρέβεζαν και εις όλον τον Μωρέαν και ως γνωστικός, ως μεγαλύτερος, ως επιτήδειος άνθρωπος και οξύς και ταχύς εις το να αντιλαμβάνεται τας αιτίας των πραγμάτων και τα αποτελέσματα. Δια να είπω δε με συντομίαν, ήτο οικονόμος άριστος εις όλα και πείραν μεγάλην είχεν εις το πως να κτίζωνται τα φρούρια και ουδείς άλλος τον έφθανεν εις τας ευστόχους και θαυμασίας αυτού νοήσεις. Ούτος λοιπόν ωχύρωσε πρώτον τα Ιωάννινα, δεύτερον τα Βελλέγραδα, τρίτον την Βόνιτσαν και τέταρτον την Κέρκυραν. Έπειτα ωχύρωσε την Όχριδα, το Δυρράχιον και όλην την Θεσσαλίαν· τελευταίον δε ωχύρωσε την Ελλάδα. Επίσης εκαλλώπισε την Θεσσαλονίκην με τα πέριξ αυτής φρούρια και χωρία, και κατά πολύ την ηύξησε και την επλάτυνε, δια να κατοική εις αυτήν. Φονευθείς όμως από κακούς και φθονερούς ανθρώπους, άφησε μικρόν παιδίον, το οποίον είχεν ονομάσει με το ίδιόν του όνομα Μιχαήλ Δούκαν. Επειδή όμως τούτο ήτο ανήλικον, εβασίλευσεν ο αδελφός του Θεόδωρος, όστις εσυλλογίζετο να φονεύση το παιδίον δια να του πάρη την βασιλείαν. Αλλά, κατ’ οικονομίαν Θεού, αντελήφθη τούτο η μήτηρ τού παιδός και αμέσως το επήρε κρυφίως και έφυγεν εις την Πελοπόννησον. Ο δε Θεόδωρος Δούκας, ως ανδρείος και επιτήδειος εις τους πολέμους, μετέβη με τον στρατόν του εις την Θεσσαλονίκην και αναλαβών μέγαν και δυνατόν πόλεμον κατά των Φράγκων, την ηλευθέρωσεν από τας χείρας των και αποκατέστη αυτός βασιλεύς. Έπειτα υπέταξεν όλα τα δυτικά μέρη εις την εξουσίαν του, έως εις την Χριστόπολιν. Ο δε σεβαστοκράτωρ Ιωάννης ο Πετραλίφας, ο πατήρ της Αγίας Θεοδώρας, όστις πρότερον ήτο αυθέντης της Θεσσαλονίκης και όλης της Μακεδονίας, μεταξύ των άλλων παιδίων όπου εγέννησεν εις την Θεσαλονίκην, προτού την καταλάβουν οι Φράγκοι, εγέννησε και την Αγίαν Θεοδώραν. Όλα δε τα παιδία του ως και η Αγία Θεοδώρα, μετά τον θάνατον του πατρός των, έμειναν εις την εξουσίαν του Θεοδώρου Δουκός, ο οποίος εφύλαττε την Αγίαν Θεοδώραν ως κόρην οφθαλμού. Κατ’ εκείνον όμως τον καιρόν, ο βασιλεύς των Βουλγάρων Ασάν, ευρισκόμενος εις τον τόπον καλούμενον Ζαγορά, δεν ήθελε να υποταχθή εις τον βασιλέα Θεόδωρον. Όθεν ο Θεόδωρος ωδήγησε στρατόν και επετέθη εναντίον του Ασάν. Αλλ’ ούτος, επειδή είχε πολύν στρατόν, ενίκησε τον βασιλέα Θεόδωρον και καταδιώξας αυτόν τον συνέλαβε ζώντα και τον ετύφλωσε. Μετά την επιτυχίαν του αυτήν ο Ασάν έστειλε και έφεραν τον Μιχαήλ Δούκα, υιόν του Μιχαήλ Δούκα αδελφού του Θεοδώρου, ομού με την μητέρα του την Πελοπόννησον, εις την οποίαν είχε καταφύγει, ως προείπομεν, δια να μη τον φονεύση ο πατράδελφός του Θεόδωρος. Ήτο δε ο Μιχαήλ ούτος νέος εις την ηλικίαν, όμως παρά ταύτα ο Ασάν του έδωκεν ευθύς όλην την εξουσίαν, την οποίαν είχε ο πατήρ του, ο δε νέος μετέβη εις τα Σέρβια της Κοζάνης, όπου υπήρχε φρούριον οχυρόν. Εκεί ήτο και η Αγία Θεοδώρα, παρθένος ελευθέρα, νεωτάτη, κατά πολύ ωραία, εστολισμένη δια πολλών αρετών και ως χρυσίον καθαρόν διαλάμπουσα, την οποίαν ο Μιχαήλ Δούκας την ηράσθη και επεθύμησε να λάβη αυτήν νόμιμον σύζυγον, όπερ και εγένετο. Τελειωθέντων δε των γάμων και καθήσας έτι ικανόν καιρόν εκεί, έπειτα μετά της συζύγου του, της Αγίας ταύτης Θεοδώρας, ήλθον με μεγάλην και λαμπράν δορυφορίαν εις την Άρταν, της οποίας κτίσας το εξώτειχον φρούριον, κατώκησε του λοιπού εις αυτήν. Έκτοτε ο μεν Μιχαήλ Δούκας εφρόντιζε πως να κυβερνά βασιλικώς και να διοική επαινετώς και ενδόξως την βασιλείαν του, η δε Αγία Θεοδώρα, ελθούσα εις το ύψος της βασιλείας, δεν υπερηφανεύετο δια την εξουσίαν και μεγαλειότητα, καθώς κάμνουσι γυναίκες τινές ανόητοι σήμερον, όπου όχι να βασιλεύωσι, αλλά μόνον ολίγην ανάπαυσιν να έχωσι, κενοδοξούν και καταφρονούν τας ομοπίστους των Χριστιανάς, νομίζουσαι τον εαυτόν των ως αθάνατον. Ούτε υπελόγιζεν αυτή η μακαρία ουδόλως την βασιλικήν τιμήν όπου είχεν, αλλά μάλλον ελθούσα τότε εις περισσοτέραν ταπείνωσιν, δια τον δι’ ημάς ταπεινωθέντα Χριστόν, δι’ εν και μόνον εφρόντιζε· πως να κατακοσμήση τον εαυτόν της με κάθε είδος αρετής, δια να αρέσκη εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και Θεόν. Δεν επλανήθη δε, ώστε να νικηθή από το κάλλος της νεότητός της, ή να στολίζεται με μάταια στολίδια, ή να ενδύεται μεταξωτά και μαλακά φορέματα, ή να καλλωπίζη τον εαυτόν της με αναίσχυντα καλλυντικά, καθώς πλανώνται και κάμνουσι σήμερον αι νέαι γυναίκες. Αλλά καταφρονήσασα τα πάντα, εφρόντιζε πως να χορτάση τους πεινασμένους πτωχούς αδελφούς του Χριστού και πως να ενδύση τους γυμνούς, στολίζουσα την ψυχήν της με την ελεημοσύνην. Δεν παρεδόθη εις απολαύσεις του σώματος, αλλ’ εις νηστείας και προσευχάς. Προσέτι δεν έκρινεν εύλογον η μακαρία Θεοδώρα να περιπατή εις κήπους και άλλους περιπάτους με δούλας και άλλας νέας ή αρχόντισσας, καθώς σήμερον κάμνουσιν αι γυναίκες, χαίρουσαι μεν αύται και εντρυφώσαι, ενώ οι αδελφοί του Χριστού πεινώσι και ταλαιπωρούνται· αλλ’ εσυλλογίζετο πάντοτε και επεμελείτο πως να ευεργετήση και αγαθοποιήση τους αξίους ελέους, δια την αγάπην του ελεήμονος Θεού· να γίνη μήτηρ των ορφανών, προστάτις των χηρών και ως μήτηρ φιλόστοργος προς πάντας φερομένη, πολλούς ομού και κατά μέρος, ένα προς ένα, μετά πολλής προθυμίας, ως βασίλισσα να ευεργετή, ως μήτηρ να περιποιείται τα τέκνα της, ως αδελφούς τους άλλους να δεξιούται και ως συνδούλους τούς λοιπούς να θεραπεύη, μηδενός καταφρονούσα, αλλ’ ακολουθούσα και ποιούσα τον λόγον του Ιερού Ευαγγελίου, τον λέγοντα· «Οράτε μη καταφρονήσητεενός των μικρών τούτων» (Ματθ. ιη: 10) και «εφ’ όσον εποιήσατεενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε: 40). Ούτω, με σωφροσύνην μεγάλην, με άκραν ταπείνωσιν, με υπερβολικήν πραότητα διάγουσα, είχεν ανεωγμένας τας χείρας της πάντοτε εις τους πτωχούς, ακούουσα το Ιερόν Ευαγγέλιον, το οποίον μακαρίζει τους ελεήμονας. Διότι αυτοί οι ελεήμονες μέλλουν να κληρονομήσωσι την Βασιλείαν των ουρανών (Ματθ. ε: 3-10) και εν συντομία, ολοψύχως εδούλευε τον Θεόν, κοπιάζουσα πάντοτε και επιφορτίζουσα την ζωήν της με παν θεοφιλές έργον, δια να έχη την ανάπαυσίν της εις την αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών κατά την Ευαγγελικήν φωνήν, ήτις λέγει· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια: 28). Αλλ’ ο ανθρωποκτόνος διάβολος, όστις προσπαθεί καθ’ εκάστην, με κάθε τρόπον, να κλέψη την σωτηρίαν των ανθρώπων, βλέπων την Αγίαν να καταγίνεται με τόσην χαράν και αγαλλίασιν της ψυχής της εις τον αγώνα της αρετής και εις την αδιάκοπον ελεημοσύνην, όπου καθ’ εκάστην ημέραν έκαμνε και φθονών τον ένθεον αυτής ζήλον και τας αρετάς, ακόμη δε και την πολλήν αγάπην όπου είχε προς αυτήν ο σύζυγός της Μιχαήλ, ουδέ υποφέρων να βλέπη την τόσην προς τον Θεόν ευσέβειαν και υπακοήν της Αγίας και του ανδρός της, μετεχειρίσθη διαφόρους τρόπους και μηχανάς, ίνα κλέψη τον σωτήριον της Αγίας θησαυρόν. Μη δυνάμενος δε ουδέ και εις τα θελήματα της σαρκός να την ρίψη, επειδή πολλάκις εγείρας πόλεμον σαρκός κατ’ αυτής, δεν ηδυνήθη ο αλιτήριος να κρημνίση την αδαμάντινον Θεοδώραν εις το θανατηφόρον του θέλημα, ωπλίσθη ο κακός πολέμιος δια να την πολεμήση κατ’ άλλον τρόπον, νομίζων ότι ούτω θα εξασθενίση την προθυμίαν της και θα την απομακρύνη από την αρετήν. Ακούσατε δε τι μετεχειρίσθη. Αφού κατ’ άλλον τρόπον δεν ηδύνατο να λυπήση την Αγίαν, έτρωσε την καρδίαν του συζύγου της Μιχαήλ δι’ έρωτος προς αρχόντισσαν τινά χήραν, ήτις κατώκει εκεί πλησίον, Γαγγρινήν ονομαζομένην και η οποία με τας μαγικάς της τέχνας κατήντησε τον βασιλέα έξω φρενών. Εις τόσην δε μανίαν τον έφερεν, ώστε πλέον την πόρνην ως ιδίαν γυναίκα συνανεστρέφετο, την δε Θεοδώραν κατεφρόνει, έδερε και διαφοροτρόπως εκακοποίει, χωρίς να σκέπτεται ούτε φόβον Θεού ούτε εντροπήν ανθρώπων. Επρόσταξε δε και τους δούλους του και όλους του παλατίου να μη υπακούωσιν εις την Αγίαν ούτε να αναφέρουν το όνομά της, αλλά καταφρονούντες αυτήν, να υπακούωσι και να γνωρίζωσιν ως κυρίαν των την μοιχαλίδα και εκείνης τας προσταγάς να εκτελώσιν. Ω της μακροθυμίας σου, Χριστέ Βασιλεύ! Θεέ μου! Πως δεν επρόσταξες την γην να καταπίη την πόρνην εκείνην δια τα κακά και τας μαγείας όπου έκαμνεν εις την δούλην σου την Αγίαν! Μακροθυμείς, Δέσποτα των απάντων, αναμένων την επιστροφήν των αμαρτωλών και την μετάνοιαν. Ταύτα λοιπόν πάντα υπέμενε γενναίως η μακαριωτάτη Θεοδώρα, χωρίς να σαέύση ουδόλως ο στερρός και αδαμάντινος πύργος της υπομονής της. Δια μέσου δε των πειρασμών, τους οποίους υπέφερεν, ηυχαρίστει τον Θεόν με αγρυπνίας, νηστείας και προσευχάς, λογιζομένη όλας εκείνας τας θλίψεις ως πολυτελείς ουρανίους μαργαρίτας, ουδόλως αδημονούσα, ούτε γογγύζουσα, ούτε λόγον ποτέ δυσάρεστον προς τον Θεόν λέγουσα. Αποξενωθείσα δε του βασιλέως και αποδιωχθείσα, περιεπάτει πέντε χρόνους ένθεν κακείθεν, πεινασμένη, ξενητευμένη, κακονυχτισμένη, ταλαιπωρουμένη, πικρίας και μυρία κακά δοκιμάζουσα. Παρά ταύτα όμως ύψωνε πάντοτε τας χείρας της προς τον Θεόν και τον ηυχαρίστει παρακαλούσα να επιβλέψη εις την ταπείνωσίν της και να συγχωρήση τον σύζυγόν της, οικονομών φιλανθρώπως τα κατ’ αυτόν δια την σωτηρίαν της ψυχής του. Και δεν είναι μόνον τούτο, διότι δεν υπέφερε μόνη, αλλ’ εκράτει και μικρόν βρέφος εις τας αγκάλας της, το οποίον είχε με τον βασιλέα πριν εκείνος την αποδιώξη. Τοιουτοτρόπως λοιπόν περιπλανωμένη η μακαρία Θεοδώρα προς τα όρια της Πρενήστας, εις τόπους ερήμους και αβάτους, εξήλθεν ημέραν τινά τυχαίως εκ του δάσους ή μάλλον δια θελήματος Θεού, και τότε είδεν αυτήν Ιερεύς τις από την Πρένησταν, ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, όστις την ηρώτησε ποία είναι και πόθεν και πως ευρέθη εκεί. Η μακαρία όμως Θεοδώρα δεν ήθελε να αποκαλύψη την αλήθειαν, και τότε ο Ιερεύς ώρκισεν αυτήν εις τον Θεόν να μη κρύψη τίποτε από αυτόν. Όθεν ήρχισεν εκείνη κλαίουσα να του ομολογή πάσαν την αλήθειαν. Μαθών δε ο Ιερεύς το όνομα αυτής και ποία ήτο, την ωδήγησεν ευθύς εις τον οίκον του μετά του τέκνουτης και ανέλαβεν ο Ιερεύς αυτός την φροντίδα και αυτής και του παιδός της εις ό,τι εχρειάζοντο, έως ότου, Θεού οικονομία, έφθασε το τέλος της εξορίας της και των δεινών τα οποία υπέφερεν. Ακούσατε δε πως. Ημέραν τινά, όταν απουσίαζεν ο βασιλεύς μακράν της πόλεως, ως εκ θελήματος Θεού, συναχθέντες οι πρώτοι άρχοντες εισήλθον έξαφνα εις τον κοιτώνα του βασιλέως και συλλαβόντες την μοιχαλίδα εκείνην την Γαγγρινήν, την εστενοχώρησαν τόσον πολύ, με επιτηδείουςτρόπους, ώστε ηναγκάσθη να μαρτυρήση ότι αυτή ήτο η αφορμή όπου εξεδίωξεν ο βασιλεύς την νόμιμον σύζυγόν του και ότι με τας μαγείας της έσυρε τον βασιλέα πλησίον της, εν συντομία δε, ωμολόγησεν ότι όλα όσα συνέβησαν εις τον οίκον του βασιλέως εγένοντο εξ αιτίας της. Καθ’ ον δε χρόνον οι άρχοντες ετιμώρουν την πόρνην εκείνην, έφθασεν ο βασιλεύς και μαθών τα γενόμενα, ότι ωμολόγησε, δηλαδή, η Γαγγρινή, ότι με μαγείας τον έσυρε πλησίον της, συνήλθεν εις εαυτόν και μετανοήσας δια την αμαρτίαν την οποίαν έκαμεν, έστειλεν ευθύς ανθρώπους πανταχού, ίνα εύρουν την Αγίαν Θεοδώραν. Ερευνώντες δε οι απεσταλμένοι από τόπου εις τόπον, έφθασαν και εις την Πρένησταν, όπου η Αγία εφυλάσσετο υπό του Ιερέως. Μαθούσα τότε η Θεοδώρα την μετάνοιαν του βασιλέως και όσα συνέβησαν εις την Γαγγρινήν, εφανερώθη, κατά την συμβουλήν και παρακίνησιν του Ιερέως, εις εκείνους, οίτινες την εζήτουν και με αυτούς επέστρεψεν εις τα βασίλεια. Η είδησις της επιστροφής της Αγίας, ακουσθείσα εις τον λαόν, επροξένησε πολλήν ευφροσύνην εις όλους και μεγάλη χαρά και αγαλλίασις εγένετο εις όλην την Άρταν κατ’ εκείνας τας ημέρας δια την εύρεσιν και αποκατάστασιν αυτής, του λοιπού δε η μακαριωτάτηΑγία Θεοδώρα εγένετο οδηγός της ψυχικής σωτηρίας του συζύγου της βασιλέως Μιχαήλ, μετά του οποίου έζη ζωήν ειρηνικήν και εφρόντιζον δια την σωτηρίαν των με ελεημοσύνας και προσευχάς, με αγρυπνίας και άλλα θεάρεστα έργα. Παρ’ όλον δε ότι είχον την επίγειον βασιλείαν, εφρόντιζον μάλλον πως να αποκτήσωσι την ουράνιον, δια μέσου των καλών και εναρέτων πράξεων, των οποίων αρχηγός και διδάσκαλος ήτο η Αγία. Τοιούτους κάμνει ο φόβος του Θεού εκείνους, οίτινες είναι ευλαβείς εις τα θεία, επειδή έχοντες αυτόν τον φόβον του Θεού ερριζωμένον εις την καρδίαν των, υποχρεώνουσιν αυτόν τον Θεόν να τους ανταμείψη πλουσίως, όχι μόνον αποδίδων εις αυτούς την ουράνιον Βασιλείαν, αλλά και εδώ εις την πρόσκαιρον ζωήν να εκπληροί τας επιθυμίας των. Πράγματι, τόσον κατέπεισεν η Αγία Θεοδώρα τον βασιλέα Μιχαήλ εις το καλόν, ώστε τον έκαμε και κατεφρόνησεν όλα τα πρόσκαιρα και φθαρτά τούτου του κόσμου και έγιναν και οι δύο των πηγή της ελεημοσύνης. Προς τούτοις συνεβούλευσε τον βασιλέα και έκτισε δύο ωραιοτάτους και πανσέπτους Ναούς, της Παναγίας Παντανάσσης και της Παναγίας εν τη Οδώ της Βρύσεως, κτίσασα εκ θεμελίων και η ιδία Αγία Θεοδώρα Ναόν εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου έγινε και γυναικείον Μοναστήριον. Μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν ο βασιλεύς Μιχαήλ. Όθεν μείνασα η Αγία ελευθέρα να κάμη όσα αυτή επεθύμει, έγινεν ευθύς Μοναχή. Έκτοτε ηύξησε τας νηστείας και αγρυπνίας και λοιπάς αγαθοεργίας όπου έκαμνε, προσθέτουσα εις τους κόπους της, κόπους, εις τας αγρυπνίας της, αγρυπνίας, εις τας ολονυκτίας και στάσεις και προσευχάς, περισσοτέρας, εις τας ψαλμωδίας και ύμνους, ύμνον και ψαλμωδίαν, μανθάνουσα και εκπαιδεύουσα τον εαυτόν της εις τους κόπους της αρετής. Εταλαιπώρει το σώμα με τας μεγάλας νηστείας· υπετάσσετο εις όλας τας Μοναχάς εκείνας, αι οποίαι ήσαν τότε μετ’ αυτής και υπηρέτει όλας, χωρίς οκνηρίαν. Αν έβλεπε τινά όστις ηδικείτο, έμενε πλησίον του και τον εβοήθει· εις τα ορφανά και χήρας έδιδεν όσον έπρεπε, τας πικραμένας και λυπημένας επαρηγόρει και «τοις πάσιν εγένετο τα πάντα», καθώς λέγει ο θεσπέσιος Παύλος (Α΄ Κοριν. θ:22), δια να τους κερδίση όλους και να τους φέρη εις το δίκτυον της αρετής και της καλής πράξεως, ως ορίζει ο θείος Ματθαίος, σήμερον. Ούτως έζησε χρόνους ικανούς, στολίζουσα όχι μόνον τον εαυτόν της με αρετάς, αλλά και τον Ναόν με κάθε είδους ιερά και άλλα πολύτιμα αφιερώματα. Ενώ λοιπόν εις τοιαύτα έργα καθημερινώς ειργάζετο η μακαρία, επλησίασε και ο θάνατός της· ο δε πανάγαθος Θεός, όστις αποκαλύπτει τα πάντα εις εκείνους οίτινες τον φοβούνται και κάμνουσι το θέλημά Του το Άγιον, έδειξε και εις την Οσίαν Μητέρα ημών Θεοδώραν την ώραν του θανάτου της. Αλλ’ επειδή εκείνη ηγάπα να ζήση ακόμη, έως ότου τελειώση τον θείον αυτής Ναόν καλώς, όσον αυτή ήθελε, παρεκάλεσε τον Άγιον Γεώργιον και την Υπεραγίαν Θεοτόκον να παρακαλέσουν τον Μονογενή της Υιόν, να την αφήση να ζήση ακόμη εξ μήνας, ότε και απετελείωσε τον Ναόν, καθώς αυτή επεθύμει. Όταν δε ετελείωσαν οι έξ μήνες, εκάλεσεν όλας τας Μοναχάς και παρήγγειλεν εις αυτάς να κάμνωσι πάντοτε προθύμως όσα είναι ωφέλιμα προς ψυχικήν σωτηρίαν, καθώς ευαρεστείται ο Θεός. Ούτω λοιπόν καλώς διδάξασα τους πάντας, με πολλήν χαράν και αγαλλίασιν παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού, τον οποίον εδούλευεν εις όλην την ζωήν της με κόπους και μόχθους, με νηστείας και αγρυπνίας, με εγκρατείας και ελεημοσύνας, με σωφροσύνην και κάθε είδους αρετήν και εις τα οποία δεν την ημπόδισε να καταγίνεται η επίγειος εξουσία, ούτε εις το να κατορθώση τας τοιαύτας αρετάς, δια τας οποίας μάλλον συνεργός εγένετο. Δι’ ο και ο Θεός την ανέπαυσεν εις την ουράνιον Αυτού Βασιλείαν, εις τας αιωνίους Μονάς, με όλους τους απ’ αιώνος Αγίους, των οποίων εμιμήθη τα έργα και τα κατορθώματα. Πρέπον λοιπόν είναι να καυχάται και η μακαρία αύτη Θεοδώρα, λέγουσα μετά του Αποστόλου Παύλου· «Τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ Τιμ. δ: 7-8), τον οποίον απέδωκεν ως χρέος εις αυτήν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, με το να την δοξάση όχι μόνον εν ουρανοίς, αλλά και επί γης, με άπειρα θαύματα. Διότι όσοι προσήλθον εις τον Ναόν της Αγίας και προσέπεσον εις αυτήν μετά πίστεως ελυτρώθησαν από δεινάς ασθενείας και μεγάλα νοσήματα δια πρεσβειών της Αγίας. Εις τυφλούς απέδωσε το φως των, δαιμονισμένους ιάτρευσε και άλλων πολλών ειδών ασθενείας εθεράπευσε. Όχι δε μόνον τότε,αλλά και σήμερον, εκείνος όστις θέλει επικαλεσθή την Αγίαν μετά πίστεως, την ευρίσκει βοηθόν και ιατρόν, εις πάσαν αυτού θλίψιν και ασθένειαν. Και όχι μόνον όσοι έρχονται εις τον Ναόν της, αλλά και όσοι από μακρόθεν ήθελον την επικαλεσθή μετά πίστεως, είτε εάν εις την θάλασσαν κινδυνεύωσιν, είτε εάν εις ληστάς περιπέσωσιν, είτε εις ό,τι άλλο θλιβερόν συμβάν ήθελε συμβή, φθάνει ευθύς, θεραπεύουσα την ανάγκην ενός εκάστου και πάντων τα αιτήματα αποπληρούσα. Ούτως ο Θεός αντιδοξάζει εκείνους οίτινες τον δοξάζουσιν εδώ εις τον κόσμον, με αρετάς και καλά έργα, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος. «Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού» (Α΄ Κορ. στ: 20). Δηλαδή τιμήσατε τον Θεόν με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι του Θεού. Ακούσατε δε πως τιμώμεν τον Θεόν με το σώμα μας και με το πνεύμα μας. Όταν ο διάβολος μάς φέρη εις λογισμούς της πορνείας και άλλων κακών και ημείς δεν τους δεχόμεθα, τότε τιμώμεν τον Θεόν· όταν μας εμβάλλη φθόνον κατά των αδελφών και ομοπίστων μας Χριστιανών και γειτόνων μας και ημείς δεν τους φθονούμεν, τότε τιμώμεν τον Θεόν· όταν μας συγχύζη και μας κινή εις έχθραν κατά τινων και ημείς δεν τους εχθρευόμεθα, τότε καταισχύνεται ο διάβολος, τότε δοξάζεται ο Θεός· όταν δεν απλώνωμεν τας χείρας μας εις αδικίας και κλοπάς, τότε δοξάζεται ο Θεός και καταισχύνεται ο διάβολος· όταν με τας χείρας μας δίδωμεν ελεημοσύνην και με το στόμα μας προσευχόμεθα, τότε δοξάζεται ο Θεός· όταν μετά προσευχής ακούωμεν τας Θείας Γραφάς και το Άγιον Ευαγγέλιον, τότε δοξάζομεν τον Θεόν με το πνεύμα μας και με το σώμα μας, με όλα δηλαδή τα μέλη μας, τα οποία δεν είναι ιδικά μας, αλλά του Θεού, ως ο ίδιος ο θείος Παύλος αλλού λέγει· «Υμείς δε εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α΄ Κορ. ιβ: 27). Διότι ο Θεός τα έπλασε, τα ανεγέννησε με το Άγιον Βάπτισμα, τα υπερέλαμψε και με τας θείας Αυτού Χάριτας, τα απεθέωσε με την ένσαρκον Αυτού οικονομίαν, με τα Πάθη του τα Άγια και με την Θείαν του Ανάστασιν. Αυτάς τας θείας και ιεράς παραγγελίας του Ευαγγελίου ακούσασα εξετέλεσεν η μακαρία Θεοδώρα και καταφρονήσασα όλα τα επίγεια, ηξιώθη και απέλαβε των ουρανίων αγαθών. Ταύτα λοιπόν ας επιδιώξωμεν και ημείς ως καλά και ωφέλιμα δια την ψυχήν μας. Μάλιστα τώρα, ότε είναι η αγία Τεσσαρακοστή, ας φροντίσωμεν περισσότερον να δοξάσωμεν τον Θεόν με τα μέλη μας και με το σώμα μας και καθώς αφίσαμεν τα οψάρια και τα άλλα αρτύματα, ούτως ας διώξωμεν από τον εαυτόν μας και τα άλλα κακά, την κατάκρισιν, την συκοφαντίαν, την αρπαγήν, την αδικίαν, τον φθόνον, την κενοδοξίαν, τον φόνον, την έχθραν, την υπερηφάνειαν, την πορνείαν και τα άλλα, δια να δοξασθή από ημάς ο Θεός, τουλάχιστον εις αυτάς τας αγίας ημέρας της αποδεκατώσεως του όλου χρόνου, δια να καυχηθώμεν και ημείς δικαίως και να έχωμεν ελπίδας καλάς δια την μέλλουσαν ζωήν. Ούτω λοιπόν ποιούντες, νηστεύοντες, δηλαδή, πνευματικώς με την αποχήν των κακών και σωματικώς με την πρέπουσαν ολιγοφαγίαν και ολιγοποσίαν, με αποστροφήν και των λοιπών, καθώς οι Πατέρες της Εκκλησίας μας εις τας τοιαύτας ημέρας διώρισαν, ας συντροφεύωμεν την νηστείαν μας με την ελεημοσύνην, η οποία ελευθερώνει την ψυχήν μας από την αιώνιον κόλασιν και το σώμα, εις την παρούσαν ζωήν, από μεγάλους κινδύνους, όπως από πολλά παραδείγματα και σεις το γνωρίζετε. Αυτήν την ελεημοσύνην να κάμνωμεν μας παραγγέλλει και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, καθώς μας λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Συ δε νηστεύων, άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι» (Ματθ. στ: 17), δηλαδή να δίδωμεν ελεημοσύνην. Διότι κεφαλή του ανθρώπου ερμηνεύεται η ψυχή, το δε έλαιον είναι η ελεημοσύνη, την οποίαν κάμνοντες, λεγόμεθα ότι αλείφομεν την κεφαλήν μας, δηλαδή την ψυχήν μας και την κάμνομεν αξίαν της Βασιλείας των ουρανών. Πρέπει ακόμη να νίψωμεν το πρόσωπόν μας, δηλαδή, να πλύνωμεν και να καθαρίσωμεν το σώμα μας, όχι με νερόν και με άλλας καθαριότητας δια λουτρών, ως κάμνουν τα έθνη, αλλά με εξομολόγησιν και μετάνοιαν, με δάκρυα κατανύξεως και μετανοίας. Και εάν έως τώρα, πλανώμενοι υπό του διαβόλου, εμολύναμεν την ψυχήν και το σώμα μας με τας αμαρτίας, ας δράμωμεν καν τώρα να εξομολογηθώμεν και με συντετριμμένην καρδίαν να ομολογήσωμεν ενώπιον του Θεού και του Πνευματικού μας Πατρός τας αμαρτίας μας, κάμνοντες με προθυμίαν τον κανόνα, τον οποίον ο Πνευματικός μας ήθελε μας προστάξει. Ας μετανοήσωμεν, αδελφοί, ας κλαύσωμεν τας αμαρτίας μας εξ όλης καρδίας και θέλομεν ασφαλώς καθαρίσει την ψυχήν μας και το εσπιλωμένον τούτο σώμα μας από τον ρύπον της αμαρτίας, ίνα τα καταστήσωμεν άξια της μεταδόσεως του ζωοποιού Σώματος και Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Επειδή, εκείνος όστις μεταλαμβάνει ανεξομολόγητος, εκείνος γίνεται φονεύς της ψυχής του και δεύτερος Ιούδας. Διότι, καθώς ο Ιούδας παρέδωκε τον Κύριον από την φιλαργυρίαν του εις τους ασεβείς Ιουδαίους, ούτως ο μεταλαμβάνων αναξίως Τον παραδίδει εις την μεμολυσμένην του καρδίαν, δια την αναξιότητά του. Δια τούτο ας εξομολογηθώμεν όλας τας αμαρτίας, τας οποίας εκάμαμεν έως τώρα και κάμνοντες αποχήν από του κακού, ας κλαύσωμεν δι’ αυτάς και μετά συντετριμμένης καρδίας ας προσπέσωμεν εις τον εύσπλαγχνον και πανοικτίρμονα Κύριον Ιησούν Χριστόν, δια να μας αξιώση, κατά την λαμπροφόρον ημέραν της Αυτού Αναστάσεως, να τον δεχθώμεν και να τον λάβωμεν εις τον εαυτόν μας με καθαράν καρδίαν, ως λέγει ο θείος Γρηγόριος· «Πρώτον δει καθαρτέον, έπειτα και τω καθαρώ προσομιλητέον». Δηλαδή, πρώτον πρέπει να καθαρισθήτε από τας αμαρτίας και έπειτα να ενωθήτε με τον καθαρόν και αμόλυντον Χριστόν και Θεόν, ως λέγει ο Ησαϊας· «Ότι ανομίαν ουκ εποίησεν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». (Ησαϊας νγ:9). Ας μη τολμήση λοιπόν κανείς ανεξομολόγητος να κοινωνήση, διότι προς κατάκρισίν του και τιμωρίαν του γίνεται η μετάδοσις και φλογίζει την ψυχήν του ο ασυνείδητος, καθώς λέγει ο Υμνωδός· «Πυρ γαρ υπάρχει τους αναξίους φλέγον». Και καθώς τους μεν αξίους φωτίζει και ως χρυσίον και αργύριον λαμπρύνει, ούτω τους αναξίους φλογίζει και κατακαίει, ως άχυρα άχρηστα. Ω αλλοίμονον! Πως αποτολμώσι τινές αναίσχυντοι και δαιμονοκάρδιοι και κοινωνούσιν αμετανόητοι; Ω μακρόθυμε Κύριε, Ιησού Χριστέ, πως δεν ραγίζεις μερικών αναισχύντων τα σώματα, ίνα οι λοιποί βλέποντες σωφρονίζωνται; Αλλ’ αναμένεις ίσως, φιλάνθρωπε, να ανταποδώσης εις ένα έκαστον κατά τα έργα του εις την Δευτέραν Σου Παρουσίαν! Βεβαίως, αδελφοί, όστις ως άνθρωπος ήμαρτε και δεν ήθελε μετανοήσει, δεν κάμη αποχήν του κακού, δεν εξομολογηθή, αλλ’ αναξίως ήθελε πλησιάσει εις τα Θεία Μυστήρια, εκείνος βεβαίως θέλει καταδικασθή από τον Θεόν εν τη ημέρα της Κρίσεως, εις το άσβεστον πυρ της αιωνίου κολάσεως. Δια τούτο ας παύσωμεν από την τοιαύτην αντίθεον πράξιν, ίνα μη κατακαιώμεθα εν πυρί αιωνίω. «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος». (Εβρ. ι: 31). Διότι Αυτός είναι εξεταστής ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας. Δια τούτο, αδελφοί, αξίως ας πλησιάζωμεν εις την Αγίαν Κοινωνίαν, μετανοούντες και εξομολογούμενοι με συντετριμμένην καρδίαν, διότι άλλως, μη μετανοούντες εξ όλης ψυχής και καρδίας και μη εξομολογούμενοι με μίαν βεβαίαν απόφασιν της ψυχής μας, να λείψωμεν εις το εξής από την εργασίαν των κακών έργων και από το να κυλιώμεθα εις τον βόρβορον της αμαρτίας, αναξίως βέβαια μεταλαμβάνομεν και γενόμεθα φονείς της ψυχής μας, ως ο αδελφοκτόνος Κάϊν, όστις εφόνευσε τον αδελφόν του Άβελ. Δια τούτο δικαίως ο Θεός θέλει μάς πέμψει «εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε: 41). Δια να αποφύγωμεν λοιπόν την δικαίαν ταύτην καταδίκην, ας φροντίσωμεν του λοιπού να δοξάσωμεν τον Θεόν με τα μέλη μας και με το σώμα μας δια μέσου της εργασίας των καλών και θεαρέστων έργων, τώρα εν όσω εθρισκόμεθα εις την παρούσαν ζωήν, εν όσω ευρίσκεται εις την ιδικήν μας χείρα η σωτηρία μας. Τι δύσκολον είναι να απέχωμεν από τα κακά; Και πάλιν, τι άλλο ευκολώτερον από τα καλά και θεάρεστα έργα; Ας αποφασίσωμεν λοιπόν, αδελφοί, δια τον εαυτόν μας μίαν βεβαίαν απάρνησιν των αμαρτιών. Ας εναγκαλισθώμεν την εγκράτειαν, την αποχήν των βρωμάτων, επειδή και αυτά κάμνουσι το σώμα να πηδά και να τρέχη εις τα κακά πάθη της αμαρτίας. Ας εγίναμεν αποστάται της θείας Χάριτος έως τώρα, ας επιστρέψωμεν προς τον Θεόν, τουλάχιστον εις το εξής, και ολοψύχως ας μετανοήσωμεν, προθύμως εξομολογούμενοι δι’ όσα έως τώρα εις τον Θεόν επταίσαμεν. Ας κλαύσωμεν ενώπιον Κυρίου ζητούντες την άφεσιν των αμαρτιών μας· ας προσφέρωμεν δάκρυα μετανοίας· ας νηστεύσωμεν εν ελέει, απλώνοντες τας χείρας εις τους πτωχούς· ας βοήσωμεν εκ βαθέων καρδίας, ημάρτομεν· ναι, Κύριε, ημάρτομεν, και βέβαια θέλει μάς συγχωρήσει και θέλει μας αξιώσει ο Κύριος ημών, Ιησούς Χριστός, εδώ μεν να μεταλαμβάνωμεν αξίως, αεί πανηγυρίζοντες εν χαρά την λαμπροφόρον ημέραν της Αυτού Αναστάσεως, εκεί δε δια πρεσβειών της σήμερον εορταζομένης Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας να εντρυφώμεν εις την αιώνιον συνεχή και ανεκλάλητον χαράν και άρρητον αγαλλίασιν της Βασιλείας των ουρανών, ης γένοιτο πάνταςημάς επιτυχείν, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.  

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

ΕΝΑ ΟΛΟΦΩΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΙΝ!!


 

Απάντηση σε πολλούς συγχρόνους εκπαιδευτικούς που διαμαρτύρονται, λόγω των εκτάκτων μέτρων που ελήφθησαν, γιά την διδασκαλία των μαθητών όλων των βαθμίδων της Εκπαιδεύσεως (εξ αιτίας του Κορονοϊού), αποτελεί το εξαιρετικό παράδειγμα της αείμνηστης διδασκάλισσας  Αλεξάνδρας Μάνου,   όπως περιγράφεται από την συνονόματη εγγονή της και τα ντοκουμέντα τα οποία αυτή παραθέτει.

Σε καμμία περίπτωση  δεν διαφωνούμε με τις απολύτως δικαιολογημένες ενστάσεις αρκετών ευσυνειδήτων εκπαιδευτικών, ως προς τα αδιαφανή και εν πολλοίς ύποπτα, από πλευράς τεχνολογίας, συστήματα που ακολουθούνται, στην σύγχρονη τηλεκπαίδευση…

Όμως, όταν υπάρχει η καλή διάθεση, ΠΑΝΤΟΤΕ, ο άξιος άνθρωπος και δάσκαλος που ενεργεί όχι ως επαγγελματίας,  αλλ’ ως ανιδιοτελής εργάτης, προς χάριν των μαθητών του, γνωρίζει ότι τις ευγενείς προσπάθειες του, ακόμη και κάτω από τις δυσκολώτερες συνθήκες, τις ευλογεί ο Θεός και αποδίδουν πολλούς και πλουσίους καρπούς!

Ευχόμεθα, το υπόδειγμα της μακαριστής Αλεξάνδρας Μάνου, να γίνει πνευματικό εφαλτήριο για όλους τους εμπνευσμένους και αφιερωμένους, στο ιερό έργο τους, εκλεκτούς δασκάλους και εκπαιδευτικούς:  

Όταν μία δασκάλα του Πειραματικού Σχολείου παρέδιδε μαθήματα από ραδιοφώνου στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. 


Η τηλεκπαίδευση φαντάζει στους περισσότερους από εμάς κάτι εξαιρετικά μοντέρνο και καινοτόμο. Κι όμως, τα πρώτα τηλεμαθήματα έγιναν το μακρινό... 1940! Τότε που, όπως προκύπτει από την ανέκδοτη βιογραφία της Αλεξάνδρας Μάνου, την οποία η εγγονή της έχει εμπιστευτεί στο Ιστορικό Αρχείο του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Αθηνών στη Σκουφά, η πρωτοποριακή δασκάλα, μαζί με άλλους εκπαιδευτικούς, μόνο έναν μήνα μετά τη διακοπή των μαθημάτων λόγω του πολέμου, ξεκίνησε μαθήματα μέσω του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών - που είχε ιδρυθεί μόλις δυο χρόνια νωρίτερα.

«Η Αλεξάνδρα», γράφει η συνονόματη εγγονή της, «λαμβάνει εντολή να δουλέψει με απόσπαση στο Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού στη διεύθυνση Ραδιοφωνίας, για την "Σχολική Ωρα". Κάνει μαθήματα στα παιδιά σαν να βρίσκονται στην τάξη της, Ορθογραφία, Αριθμητική, αλλά κυρίως Γεωγραφία, Πατριδογνωσία και Χαρτογραφία, που φαίνεται ότι είναι το ιδιαίτερο αντικείμενο που της έχει ανατεθεί.

Το πρώτο μάθημα γίνεται στις 2 Δεκεμβρίου 1940 και περιλαμβάνει οδηγίες και επεξηγήσεις αλλά και εμψύχωση των παιδιών:

 «Αγαπητά μου παιδιά,

Πολλά από σας με λαχτάρα με ρωτήσατε όταν ήλθα στο σπίτι σας "πότε θ' ανοίξει το σχολείο; Πότε θ' αρχίσουν τα μαθήματα;". Τις ίδιες ερωτήσεις μου κάματε κι εσείς οι άλλοι που έτυχε να με συναντήσετε έξω. Είδα στα παιδικά σας προσωπάκια ζωγραφισμένη τη λύπη. Αυτή τη λύπη την αισθανθήκατε γιατί χωριστήκατε από τους συμμαθητές σας, γιατί απομακρυνθήκατε από το αγαπημένο σας σχολείο.

Κι εμείς σας νοσταλγήσαμε. Και στο σχολειό μας, που τώρα είναι κλειστό, επειδή οι διδάσκαλοί σας, άνδρες και γυναίκες, βρίσκονται στην υπηρεσία της Πατρίδος, γίνεται αισθητή η απουσία σας. Οι χαρούμενες φωνούλες σας, τα γέλια και τα ξεφωνητά δεν ακούγονται στην ευρύχωρη αυλή του. Δεν θ' αργήσει, όμως, νά 'ρθη η ευτυχισμένη μέρα, υπερήφανά μου Ελληνόπουλα, που θα συναντηθούμε όλοι να πανηγυρίσουμε τη Νίκη της Μεγάλης μας Ελλάδος, την λευτεριά των σκλάβων αδελφών μας. Λευτεριά που την διεκδικεί ο γενναίος μας στρατός...

Σας νοιώθουμε καλά. Ξέρουμε πόσο πρόθυμοι είστε όλοι, πόσο διψάτε για μάθηση, πόσο αγαπάτε την πρόοδο. Για να κάνετε τώρα σχολική εργασία στο σπίτι σας, θα σας βοηθήσουμε από το ραδιόφωνο... Το θέλετε αυτό; Όποιος το θέλει ας σηκωθεί όρθιος. Εδώ, τα παιδάκια που έχω κοντά μου, όλα σηκωθήκανε. Και σεις που με ακούτε, ασφαλώς όρθιοι είσθε αυτή τη στιγμή. Αισθάνομαι και τη χαρά σας.

Για να αρχίσουμε τις ασκήσεις από το Ραδιόφωνο, θα περιορισθούμε εξ ανάγκης στα απολύτως απαραίτητα εφόδια. Προσέξτε παιδιά τι πρέπει να έχετε πάντοτε μαζί σας στις εκπομπές μας... (δίνει οδηγίες και κατάλογο υλικών). Εμπρός, παιδιά, ανοιχτά τα πρόχειρά σας και το μολύβι στο χέρι

Εργασίες με... mail.

Τα παιδιά αναλαμβάνουν να ετοιμάζουν εργασίες που στέλνουν ταχυδρομικώς στο Υπουργείο Τύπου και Τουρισμού, που από την κήρυξη του Πολέμου έχει μεταστεγαστεί στο Μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής, Κοραή 4. Η Αλεξάνδρα τα εμψυχώνει επαινώντας τις εργασίες τους. Έτσι, η σχέση γίνεται αμφίδρομη και τα παιδιά νιώθουν ζωντανή την επαφή με τη δασκάλα τους. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι ο φόρτος της δουλειάς της είναι πολλαπλάσιος (...). Η δουλειά αναγκαστικά μεταφέρεται και στο σπίτι όπου δουλεύει εντατικά και συστηματικά για να τα προφτάσει όλα!!

Αναγνώριση.

Η δουλειά της, όμως, αναγνωρίζεται. Η έκθεση του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου αναφέρει μεταξύ άλλων:

«Κατά το ως άνω διάστημα, η κα Μάνου συνέταξε 16 εν όλω ραδιοφωνικάς εκπομπάς (...), διαρκείας 15' της ώρας, και εβαθμολόγησεν οκτακοσίας (800) εν όλω χαρτογραφικάς εργασίας των μαθητών ακροατών. Παραλλήλως, εβαθμολόγησεν περί τας επτακοσίας (700) εκθέσεις ιδεών βαθμίδος δημοτικού σχολείου και κατήρτισε τας στατιστικάς συμμετοχάς των ακροατών μαθητών, τόσον εις τας δοθείσας εργασίας χαρτογραφίας όσον και εις τας δύο ιστορικάς εργασίας.  Τέλος, εξετέλεσε τεσσαράκοντα εξ (46) εκφωνήσεις διαρκείας 15' της ώρας, ασκούσα το έργον της εις τον ακάλυπτον ραδιοφωνικόν σταθμόν υπό την απειλήν συναγερμών. Η κα Μάνου, καίπερ τεθείσα εις την διάθεσιν της Σχολικής Ραδιοφωνίας, εξηκολούθησε να εκτελή χρέη γραμματέως Σχολικής Εφορείας του Πειραματικού Σχολείου, συντάξασα τα Πρακτικά δέκα (10) συνεδριών, τα οποία εξεπόνησε ιδία χειρί εις τριπλούν και πενταπλούν αντίγραφα! Κατά την ενάσκησιν των εκτάκτων τούτων διδακτικών καθηκόντων, η κα Μάνου επέδειξε μεγάλην αντίληψιν των ιδιαζουσών συνθηκών εργασίας και ικανότητα προσαρμογής, εγκυκλοπαιδικήν μόρφωσιν και μεθοδικήν ικανότητα, πρός δε προθυμίαν, ακρίβειαν, ευσυνειδησίαν και γενναιότητα. Εκ της υπ' αρ. 69 (23/6/41) πράξεως του Α.Σ.Ε.».

Τα μαθήματα είχαν διαρκέσει λίγους μόνο μήνες, μέχρι την επίταξη του κτιρίου της Κοραή 4 και του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών στο Ζάππειο από τους Γερμανούς, λίγο μετά την είσοδό τους στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941. Ήταν αρκετά όμως για να ζεστάνει η γλυκιά φωνή της δασκάλας τις καρδιές τόσο πολλών παιδιών, που προετοιμάζονταν, χωρίς να το ξέρουν, για τη φρικιαστικότερη περίοδο της νεότερης Ιστορίας της χώρας τους!!

Πηγή: tanea.gr

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Οι νεότεροι βιογράφοι της Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας της πολιούχου της Άρτας


Έρευνα πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου, εκπαιδευτικού (χημικού)

Εισαγωγικά
Σύμφωνα με την καθιερωμένη εκκλησιαστική τάξη το εν χρήσει Συναξάριο της Οσίας είναι αυτό του μοναχού Ιώβ Μέλη.Όπως αποδείξαμε σε παλιότερο άρθρο ο συγγραφέας Ιώβ Μέλης ή Μελίας έζησε τον 13ο αιώνα και δεν έχει καμία σχέση με τον μοναχό Ιώβ τον Ιασίτη. Σε ανέκδοτη εργασία μας επίσης αποδεικνύουμε ότι ο υμνογράφος της Οσίας Ιώβ μοναχός δεν έχει καμία επίσης σχέση με τον Ιώβ Μέλη.Επειδή όμως τα αγιολογικά θέματα που έχουν σχέση με την πολιούχο μας Οσία Θεοδώρα είναι πολλά και χρειάζονται περαιτέρω έρευνα θα σημειώσουμε μόνο τα εξής:

1.Απαιτείται η άμεση επίσημη αγιοκατάταξη της Οσίας στο εορτολόγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την προβλεπόμενη εκκλησιαστική διαδικασία. (http://www.ec-patr.eu/gr/typikon/2020/2020-03-11.htm

2.Η επίσημη αγιοκατάταξη θα έχει ως συνέπεια, η Αγία Θεοδώρα να τιμάται από την παγκόσμια Ορθοδοξία και να μην είναι η εορτή της απλά μια τοπική εορτή.

3.Επειδή και η ιστορία και η προφορική τοπική δημώδης παράδοση διατήρησαν πολλά στοιχεία από την ζωή της Οσίας, που δεν αναφέρονται στο συναξάριο του Ιώβ Μέλη, απαιτείται περαιτέρω έρευνα,ώστε να ξαναγραφεί ολοκληρωμένη η ζωή της Οσίας και η προσφορά της στο Ορθόδοξο γένος. Επίσης πρέπει να συμπληρωθεί και η ασματική ακολουθία της Οσίας με στοιχεία που αναφέρονται στην εκκλησιαστική της προσφορά.

4.Σχολιασμός του περιεχομένου του Συναξαρίου του Ιώβ Μέλη καθώς και του υλικού της δημώδους προφορικής παράδοσης θα γίνει σε άρθρα που θα δημοσιεύσουμε αργότερα.

5.Στο παρακάτω άρθρο (απόσπασμα ανέκδοτης εργασίας μου) θα αναφερθούμε σε άγνωστα στοιχεία από την ζωή της Οσίας, όπως τα διατήρησε η τοπική δημώδης παράδοση και περιλαμβάνονται σε βιβλία έγκριτων συγγραφέων και ιστορικών ερευνητών.

Οι νεότεροι βιογράφοι της Σεπτής Βασιλίσσης του Δεσποτάτου της Ηπείρου Αγίας Θεοδώρας και οι παραλλαγές του Βίου της.
Οι βιογράφοι της Αγίας Θεοδώρας χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
Α. Σε αυτούς, που βασίζονται στην διήγηση του μοναχού Ιώβ.
Β. Σε αυτούς, που βασίζονται στην προφορική παράδοση, χωρίς αναφορά σε ιστορικές πηγές..
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι βιογράφοι:
1.Αρχιμ.Χαράλαμπος Βασιλόπουλος με το βιβλίο του: Η Αγία Θεοδώρα Βασίλισσα της Άρτας.(έκδοση Ορθοδόξου Τύπου-Αθήνα 1974).
2. D.M.Nicol: The Despotate of Epirus. Oxford 1957 καιΑθήνα 1991
3. Iωάννης Ρωμανός: Περί του Δεσποτάτου της Ηπείρου. (Κέρκυρα 1895)
4.Μιχαήλ Περάνθης με το ψευδώνυμο Όλμος Περάνθης στο άρθρο του: Η Οσία Θεοδώρα ως ιστορικό πρόσωπο.(Αθήνα 1938)
5. Δημήτριος Τσάμης με σχετικό θέμα στο Μητερικό 3, σελ.354 -Θεσ/νικη 2001.
6.Δημήτριος Γιαννούλης- Ιερά Μητρόπολις Άρτας με το βιβλίο: Η Αγία Θεοδώρα, η Βασίλισσα της Άρτας. (τρεις εκδόσεις- τελευταία Άρτα 2019).
7. Κ.Τσιλιγιάννης, ο οποίος εξέδωσε τρία σχετικά βιβλία.
8.Η φιλόλογος και θεολόγος Αρετή Κασελούρη με το βιβλίο της: Η πριγκίπισσα με την μεγάλη καρδιά. (μυθοπλαστική βιογραφία) Εκδόσεις Κυριακίδη.
9.Ο Μιχαήλ Αβέρωφ στο εκτενέστατο άρθρο του «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Mich. Averoff.Περιοδικό Σκουφάς τόμος Η σελ. 128
10.Η καθηγήτρια Φιλολογίας Θέμις Χατζηγεωργίου στο βιβλίο της «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου –Πρόμαχος του Ελληνισμού στην πάλη κατά της Λατινοκρατίας και του Σλαβισμού. θήνα 1962
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι παρακάτω.
1. Κων/νος Στρατής με το μικρό βιβλίο: Θεοδώρα. Η Βασίλισσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και Ακαρνανίας.(Άρτα 1960)
2. Αναστασία Ν. Κυνηγοπούλου, με σχετική ενότητα στο βιβλίο της: Βασίλισσες και πριγκίπισσες Άγιες της Εκκλησίας
3.Αθανάσιος και Χρήστος Μακρυγιάννης με εκτενή αναφορά στον βίο της Οσίας στο βιβλίο: «Ιστοριογραφία της Πίνδου» Έκδοση Δήμου Αγνάντων 2010 σελ.252)
4.Ν.Ζιάγκας στο βιβλίο του Φεουδαρχική Ήπειρος.
5. Δημήτριος Φερούσης με το βιβλίο του Θεοδώρα Κομνηνή Βασίλισσα και μοναχή. (Μυθιστορηματική βιογραφία)
Στην συνέχεια δημοσιεύουμε σχετικά αποσπάσματα από τις παραπάνω εργασίες.
Α. Από το βιβλίο «Ιστοριογραφία της Πίνδου» των Αθανασίου και Χρίστου Μακρυγιάννη Έκδοση Δήμου Αγνάντων 2010 σελ.252).
«Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Καταρράκτη (Σχωρέτσαινα) (1215-1220), ιδρύθηκε την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου (επί Μιχαήλ του Α 1205-1230 περίπου) και αποπερατώθηκε με την ιερή χορηγία της Αγίας Θεοδώρας συζύγου του Μιχαήλ Β Αγγέλου.
Μετά από δύο ή τρία χρόνια περίπου έγγαμου βίου η Αγία εκδιώκεται από το παλάτι καθόσον ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Β ερωτοτροπούσε με μια Αρτινή αρχόντισσα τη Γαγγρινή, η οποία ανέβηκε στο θρόνο του Δεσποτάτου.
Η Αγία Θεοδώρα εξουθενωμένη καταφεύγει στα βουνά των Τζουμέρκων. Με το γιο της Νικηφόρο και μια πιστή της Μοναχή εγκαθίσταται για μικρό χρονικό διάστημα στο χωριό Βλαχέρνα, όπου τη φρόντιζαν οι κάτοικοι και ονομαστές οικογένειες της Άρτας. Διαμένει σε ένα μικρό οίκημα, εκεί που τώρα, είναι ο ναός της Παναγίας των Βλαχερνών.
Όμως η νέα ένοικος του Παλατιού την καταδιώκει να απομακρυνθεί από τα περίχωρα της Πόλης. Τότε η Αγία Θεοδώρα διαμένει για μικρό χρονικό διάστημα περίπου, ένα χρόνο, στο χωριό Μαρκινιάδα. Εκεί κατά την παράδοση ζει σε μια πιστή οικογένεια ποιμένων. Οι ποιμένες εκείνοι είχαν τα θερινά βοσκοτόπια πάνω στα Τζουμέρκα και συγκεκριμένα στο Παλαιοκάτουνο Βουργαρελίου. Δεν αποκλείεται με την πρόταση της Αγίας στο Σεβαστοκράτορα να ιδρύθηκε η λεγόμενη «Κόκκινη Εκκλησία». Για άγνωστο λόγο μεταβαίνει στα Σχωρέτσαινα(Καταρράκτης), όπου φιλοξενείται στο νέο Μοναστήρι, που χτίστηκε λίγα χρόνια πριν επί Μιχαήλ του Α. Στη Μονή διαμένει ένα χρόνο γύρω στο 1332-1333 περίπου, με την αμέριστη συμπαράσταση του αγίου Ηγουμένου και των Μοναχών. Αυτά δεν τα γράφουν οι χρονογράφοι για τη μεγάλη αυτή συγκινητική περιπέτεια της Αγίας….. Η πληροφορία προέρχεται από άγιο γέροντα της Μονής Καρακάλου του Αγίου Όρους καταγόμενο από το Αθαμάνιο Τζουμέρκων.
———————————————————————————–
Β.Από το βιβλίο της κ. Αναστασίας Ν. Κυνηγοπούλου Βασίλισσες και πριγκίπισσες Άγιες της Εκκλησίας (απόσπασμα)
«….Ο Μιχαήλ Β’ Κομνηνός και η Θεοδώρα γίνανε δεκτοί από τους Άρχοντες και το λαό με πολύ ενθουσιασμό και πανηγύρια στην Άρτα. Κύριο μέλημα του Μιχαήλ Β’ του Κομνηνού ήταν να δώσει την παλιά του αίγλη στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Μέρες, εβδομάδες ακόμη και μήνες απουσίαζε ο Δούκας από την Άρτα και έτσι βυθισμένος στις βασιλικές υποχρεώσεις απομακρυνόταν από την οικογενειακή θαλπωρή και αγάπη. Όμως και η Θεοδώρα δεν άφηνε τον εαυτό της να παρασυρθεί στην αδράνεια της εγκατάλειψης. Κατακτούσε το λαό και την αγάπη των ανθρώπων με τον δικό της τρόπο΄ με την κάλυψη των καθημερινών αναγκών και τη θεραπεία της φτώχιας και του ψυχικού τους πόνου. Οργάνωνε συσσίτια για τους περιπλανώμενους και τους μετανάστες εξαιτίας των πολέμων. Συστηματοποιούσε τη φιλανθρωπία σε μόνιμη βάση. Ίδρυε προνοιακούς σταθμούς και ενθάρρυνε τις εκκλησίες και τα μοναστήρια να κτίζουν πλάι τους κελιά και ξενώνες για τους άπορους και τους ταξιδιώτες. Οι κάτοικοι ολόκληρης της Ηπείρου επισκέπτονταν συχνά τη Βασίλισσα και εκείνη τους συνέτρεχε σε ό,τι είχαν ανάγκη. Τα πράγματα όμως με το Δούκα Μιχαήλ δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Το πάθος του για την εξουσία, για τη δόξα, και την επικράτησή του σε όλον τον κόσμο, πραγματικά τον αποξένωναν από τους δικούς του ανθρώπους και κυρίως από τη Βασίλισσα και σύζυγο του Θεοδώρα και έτσι τον καθιστούσαν ευάλωτο σε παντοδαπούς ψυχικούς πειρασμούς και αισθησιακές προκλήσεις. Πολύ γρήγορα ο Δούκας Μιχαήλ Β’ ‘Αγγελος Κομνηνός έμπλεξε με την Γαγγρηνή.

Η απομάκρυνση της Θεοδώρας από το παλάτι
“Τα πράγματα μεταξύ του Μιχαήλ Β’ Κομνηνού και της Θεοδώρας άρχισαν να μην πηγαίνουν τόσο καλά. Πολύ γρήγορα ο Δούκας Μιχαήλ Β’ Άγγελος Κομνηνός έμπλεξε με την Γαγγρηνή. Η Γαγγρηνή ήταν μια νέα και πολύ όμορφη γυναίκα πολυδιδαγμένη και έμπειρη στα ερωτικά.
Ο άνδρας της ήτανε οφικιάλιος του στρατού της Ανατολής και είχε αυτομολήσει στην Άρτα, όπου ο Μιχαήλ τον ένταξε στο επιτελείο του. Αλλά σε κάποια πολεμική σύγκρουση σκοτώθηκε, αφήνοντας την Γαγγρηνή χήρα στον κύκλο των μεγαλοκυράδων του παλατιού της Ηπείρου. Μένοντας όμως στο κοντινό περιβάλλον του Δούκα, πονηρή και ακατανίκητη καθώς ήταν, προσέγγισε το νεαρό Βασιλιά. Χρησιμοποιώντας τη μαγεία, στην αρχή κατάφερε να του κλέψει την προσοχή και στη συνέχεια τον κατέστησε παιχνίδι της, ωθώντας τον επίμονα και προκλητικά, να διώξει από κοντά του τη νόμιμη γυναίκα του και Βασίλισσα Θεοδώρα και στη θέση της μεγαλόπρεπα και ηγεμονικά να θρονιαστεί εκείνη. Ταπεινωμένη σε έσχατο βαθμό και πονεμένη η Θεοδώρα αποφάσισε να φύγει από το παλάτι και να βρει καταφύγιο πέρα στις άγνωστες λαγκαδιές και στα άγρια καταράχια των Τζουμέρκων και εκεί να περιμένει καρτερικά τη βέβαιη παρέμβαση του Θεού. Έτσι και έγινε και αφού περιπλανήθηκε αρκετά στις ερημικές περιοχές των Τζουμέρκων, βρέθηκε μπροστά σε ένα μισοερειπωμένο μοναστήρι. Σε αυτό το μοναστήρι που ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, ζούσαν δύο γερόντισσες μοναχές οι οποίες με χαρά και χωρίς να ρωτήσουν τίποτα, δέχτηκαν να φιλοξενήσουν τη Θεοδώρα.

Η γέννηση του διαδόχου
Η Θεοδώρα έμεινε κάμποσες μέρες μέσα στη ζεστή ατμόσφαιρα του μοναστηριού του Αη-Νικόλα ,όμως φοβόταν να μείνει περισσότερο σκεπτόμενη ότι η πιθανή ανακάλυψή της θα είχε συνέπειες και σε εκείνη και στο παιδί που θα έφερνε σε λίγο στον κόσμο. Για να αποφύγει τους πιθανούς διώκτες της αποφάσισε να εγκαταλείψει για λίγο το φιλόξενο καταφύγιό της για να επιστρέψει πάλι σε αυτό, όταν θα ερχόταν η ώρα της να γεννήσει το διάδοχο. Ο διάδοχος γεννήθηκε, αλλά ο φόβος δεν έφυγε από τη νεαρή μητέρα, η οποία αποφάσισε να φύγει για δεύτερη φορά από το φιλόξενο μοναστήρι και να ξαναγυρίσει στο κρησφύγετο της Πίνδου που της πρόσφεραν μεγαλύτερη προστασία. Ο βαρύς όμως χειμώνας θα αναγκάσει τη Θεοδώρα να πάρει το μωρό της και να επιστρέψει στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Στο μοναστήρι θα συναντήσει τη Βασίλισσα Θεοδώρα ο πατήρ Νικηφόρος, ένας ταπεινός και καλοκάγαθος κληρικός από το χωριό Πρένιτσα.
Ο παπά-Νικηφόρος ήτανε ο λειτουργός και ο πνευματικός της μονής. Σε αυτόν τον ταπεινό λευίτη η Θεοδώρα θα εμπιστευτεί το δράμα της και θα του εναποθέσει τον πόνο και τις ελπίδες της και αυτός με τη σειρά του θα πάρει τη μητέρα και το παιδί και θα τους οδηγήσει για μεγαλύτερη ασφάλεια στο σπίτι του, στο χωριό Πρένιτσα. …
Στο μεταξύ στο παλάτι της Άρτας ο Μιχαήλ με την πολύτιμη βοήθεια των ανθρώπων του ανακάλυψε τον πραγματικό ρόλο που έπαιζε όλα αυτά τα χρόνια η Γαγγρηνή η οποία και ομολόγησε πως με τη βοήθεια της μαγείας και άλλων αθέμιτων μέσων κρατούσε τον Μιχαήλ δέσμιο των σχεδίων της. Ο Μιχαήλ, αν και είχε αποκτήσει δύο νόθους γιούς με τη Γαγγρηνή, κουρασμένος και αηδιασμένος την έδιωξε από κοντά του και στη συνέχεια μετανοιωμένος αποζητούσε τη γυναίκα του.

Η επάνοδος της Θεοδώρας στην Άρτα
Η επάνοδος της Θεοδώρας στην Άρτα ύστερα από πέντε χρόνια εξορίας έγινε βασιλικά και με κάθε επισημότητα.
Πριν μπει όμως η Αυγούστα στην πόλη της Άρτας ζήτησε να επισκεφθεί πρώτα τη θαυματουργή Οδηγήτρια στη μονή της Παναγίας Βλαχέρνας και να την ευχαριστήσει που άκουσε τις προσευχές της. Πολύ γρήγορα η Θεοδώρα άρχισε να παίρνει πρωτοβουλίες σε έργα είρηνικά.…άρχισε να κτίζει ιδρύματα, ναούς μεγαλοπρεπείς και μοναστήρια που κοσμούσαν όλη την Ήπειρο, τη Μακεδονία, την Αίτωλοακαρνανία και τον Αμβρακικό. Ενώ ξεχωριστά κτίσματα, αληθινά κοσμήματα, αναστηλώνονταν ή ανακαινίζονταν εξαρχής. Η μονή της Παντάνασσας κοντά στην Φιλιππιάδα, η Παναγία η Βλαχέρνα που ξεχώριζε για την εικόνα της Οδηγήτριας, η Κάτω Παναγιά, ο Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη ανάμεσα στους μπαξέδες της Άρτας, ήτανε έργα που δείχνανε την πίστη και το σεβασμό της Αυγούστας.
Ακόμη της ίδιας εποχής ήτανε η μονή του Αγίου Γεωργίου, η Μεταμόρφωση στο Γαλαξίδι που βεβαίωναν τη ψυχική μεταστροφή του Μιχαήλ Β’, αλλά και την πνευματική αναλαμπή των Κομνηνοδουκάδων. Μέσα σε αυτό το κλίμα, στην καθημερινή δραστηριότητα και στην ανεμπόδιστη ροή της ιστορίας, η Θεοδώρα έβρισκε και όλο τον καιρό, όχι μόνο Βασίλισσα και Αυγούστα να είναι, αλλά και γυναίκα και σύνευνη και μητέρα. …..”

ΠΗΓΗ.ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΗΧΩ (https://ixotisartas.gr.

Οσία Αναστασία η πατρικία (10 Μαρτίου)


  Πηγή:westernhumanities101.pbworks.com/

Γεώργιος Δ. Παπαδημητρόπουλος

Φιλόλογος-Θεολόγος, τ. Λυκειάρχης

    Κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ του Μεγάλου, ο οποίος βασίλευσε από το 527 μέχρι το 565 μ.Χ., ζούσε στην Κωνσταντινούπολη μια γυναίκα, ονόματι Αναστασία, η οποία καταγόταν από ευγενείς και πλούσιους γονείς και διακρινόταν για τη βαθιά ευσέβειά της προς το Θεό. Η γυναίκα αυτή, που ήταν πρώτη πατρι­κία του Βασιλιά, είχε το φόβο του Θεού στην ψυχή της και πορευόταν σύμφωνα με τις εντολές Του. Είχε, επίσης, φυσική ανδρεία και πολλή πραότητα, ώστε όλοι χαίρονταν με τις αρετές της, και βέβαια ο ίδιος ο Βασιλιάς.

Πηγή:westernhumanities101.pbworks.com/

Επειδή δε ο σπορέας των ζιζανίων, ο διάβολος, έχει τη συνήθεια να φθονεί πάντοτε και να διαβάλλει το καλό και, ακόμη, δεν αφήνει να έχουν ανάπαυση και ησυχία οι ενάρετοι άνθρωποι, φθονήθηκε η γυναίκα αυτή, η Αναστασία, από τη Βασί­λισσα. Μόλις όμως η όντως φρόνιμη κατά Θεόν Οσία πληροφορήθηκε από κάποιον ότι τη φθονούσε η βασίλισσα Θεοδώρα, είπε στον εαυτό της: «Αναστασία, τώρα ακριβώς σου παρουσιάστηκε η κατάλ­ληλη ευκαιρία· σπεύσε και σώσε την ψυχή σου. Έτσι, και τη Βασίλισσα θα απαλλάξεις από τον υπερβολικό και παρά­λογο φθόνο της και τον εαυτό σου θα προετοιμάσεις για την ουράνια βασιλεία».

Ύστερα από τις σκέψεις της αυτές η Οσία μίσθωσε πλοίο και, αφού σύναξε και πήρε μαζί της ένα μέρος από τα πλούτη της, ενώ όλα τα άλλα τα εγκατέλειψε, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί, σε έναν τόπο ονομαζόμενο Πέμπτο, έχτισε Μοναστήρι, στο οποίο και ησύχαζε, υφαίνοντας ιερά υφάσματα και προσπαθώντας να είναι αρεστή στο Θεό. Στον τόπο δε εκείνον σώζεται μέχρι σήμερα το Μοναστήρι αυτό και επονομάζεται «Μοναστήρι της Πατρικίας».

Μετά από μερικά χρόνια όταν πέθανε, (το έτος 548), η βασίλισσα Θεοδώρα, ο Βασιλιάς θυμήθηκε την Αναστασία την πατρικία και έστειλε παντού ανθρώπους του, αναζητώντας την επιμόνως. Τούτο όμως το πληροφορήθηκε η αμνάς του Θεού και αμέσως έφυγε νύχτα από το Μοναστήρι της και πήγε στη Σκήτη του αββά Δανιήλ, στον οποίο και εξομολογήθηκε όλα όσα την αφορούσαν. Μετά την εξομολόγησή της ο μακαριστός Γέροντας την έντυσε με ανδρική ενδυμασία και την ονόμασε Αναστάσιο ευνούχο. Ακολούθως, αφού την έκλεισε σε ένα σπήλαιο, το οποίο βρισκόταν μα­κριά από τη Σκήτη του, της έθεσε κανόνα και της έδωσε εντολή να μην εξέλθει ποτέ από αυτό, ούτε να επιτρέψει σε άλλον την είσοδο σε καμιά περίπτωση. Διόρισε δε έναν αδελφό της Σκήτης να της πηγαίνει μια φορά την εβδομά­δα ένα σταμνί με νερό, να το αποθέτει έξω από το σπή­λαιο και, λαμβάνοντας την ευχή, να αποχωρεί.

Εκεί λοιπόν έμεινε κλεισμένη, χωρίς να βγει ποτέ, επί είκοσι οχτώ ολόκληρα χρόνια η αδαμάντινη και ανδρεία εκείνη ψυχή, τηρούσα σχολαστικά τον κανόνα του Γέροντα. Ποιός άραγε νους ή γλώσσα έχει τη δύναμη να εννοήσει ή να διηγηθεί ή να παραδώσει γραπτώς τις κατά Θεόν αρετές που απέκτησε η Αναστασία στο διάστημα των είκοσι οχτώ ετών. Αρετές που καθημερινά τις εκδή­λωνε προς το Θεό. Ποιός μπορεί να εννοήσει πράγματι, και να περιγράψει τα δάκρυά της, τους στεναγμούς, τους οδυρμούς, τις αγρυπνίες, τις προσευχές, τις αναγνώσεις, τις ορθοστασίες, τις γονυκλισίες, τις νηστείες της. Προπάντων δε ποιός μπορεί να διηγηθεί τους πολέμους της και τις επαναστάσεις της κατά των δαιμόνων, ή τις ηδονικές απαι­τήσεις της σάρκας και τις πονηρές ενθυμήσεις, καθώς και όλα όσα θα ικανοποιούσαν αυτές; Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν εξήλθε καθόλου από το σπήλαιο επί είκοσι οχτώ ολόκληρα χρόνια, γυναίκα συγκλητική, που είχε συνηθίσει στα βασιλικά ανάκτορα να συναναστρέφεται με πλήθος ανδρών και γυναικών, προκαλεί έκπληξη σε κάθε νου και διάνοια. Με τέτοιους, λοιπόν, αγώνες αγωνίστηκε η Ανα­στασία η πατρικία και, έτσι, έγινε δοχείο του Αγίου Πνεύ­ματος.

Η Οσία είχε την ευλογία να προαισθανθεί την προς τον Κύριο εκδημία της. Τότε έγραψε σε ένα όστρακο προς τον Γέροντα τα εξής: «Πάτερ τίμιε, πάρε μαζί σου σύντομα το μαθητή σου, που μου έφερνε το νερό, και τα κατάλληλα για την ταφή εργαλεία και έλα να κηδεύσεις Αναστάσιο τον ευνούχο». Μόλις έγραψε στο όστρακο τα λόγια αυτά, το απόθεσε έξω από τη θύρα του σπηλαίου. Ο δε Γέροντας, ο Δανιήλ, αφού πληροφορήθηκε το γεγο­νός αυτό διά νυκτερινής οπτασίας, είπε στο μαθητή του: «Τρέξε γρήγορα, αδελφέ, στο σπήλαιο που βρίσκεται ο αδελφός Αναστάσιος ο ευνούχος και ερεύνησε έξω από τη θύρα. Εκεί θα βρεις ένα όστρακο γραμμένο· πάρ’ το και φέρ’ το σ’ εμάς όσο μπορείς πιο γρήγορα». Ο μαθη­τής πήγε πολύ γρήγορα, πράγματι, και το έφερε. Μόλις δε ο Γέροντας το διάβασε, δάκρυσε και, αφού πήρε βιαστικά τον αδελφό και τα κατάλληλα για την ταφή εργαλεία, πήγε στο σπήλαιο. Αμέσως άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα και βρήκε τον Αναστάσιο τον ευνούχο να έχει υψηλό πυρετό. Τον πλησίασε και, προσπεσών επί το στήθος του, του είπε: «Είσαι ευτυχής, αδελφέ Αναστάσιε, γιατί, φροντίζοντας πάντοτε για την ώρα αυτή, καταφρόνησες την επίγεια βασιλεία. Προσευχήσου λοιπόν στον Κύριο για εμάς». Είπε δε τότε η Οσία: «Εγώ μάλλον, πάτερ, έχω την ανάγκη πολλών προσευχών κατά την ώρα αυτή». Ο Γέροντας όμως της απάντησε: «Αν πέθαινα εγώ πριν από σένα, βε­βαιότατα θα έπρεπε να προσευχηθώ εγώ για εσένα». Τότε εκείνη ανασηκώθηκε λίγο στο ψάθινο στρώμα της, προσευ­χήθηκε και καταφίλησε την κεφαλή του Γέροντα. Ο Γέ­ροντας, στη συνέχεια, πήρε το μαθητή του από το χέρι και τον έριξε στα πόδια της λέγοντας: «Ευλόγησε τον μαθητή μου, το τέκνο σου». Η Οσία αμέσως ευλόγησε τον μαθητή με τα εξής λόγια: «Θεέ των Πατέρων μου, που παρίστασαι σε εμένα την ώρα αυτή, για να με χωρίσεις από το σώμα τούτο, Συ που γνωρίζεις τις οδοιπορίες του αδελφού αυτού προς και από το σπήλαιο, για το όνομά Σου και για τη δική μου ασθένεια και ταλαιπωρία, ανάπαυσε το πνεύμα των αγίων Πατέρων σ’ αυτόν, όπως ακριβώς ανέπαυσες και το πνεύμα του προφήτη Ηλία στον Ελισσαίο».

Έπειτα η Οσία έστρεψε το βλέμμα της προς τον Γέ­ροντα και του είπε: «Στο όνομα του Κυρίου, πάτερ, μη μου βγάλετε τα ενδύματα που φορώ και να μη μάθει κανείς τα σχετικά με εμένα». Έπειτα, αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, είπε: «Σταυρώστε με και προσευχηθείτε για εμένα». Εν συνεχεία, αφού κοίταξε προς την Ανατολή, έγινε το πρόσωπό της ολοφώτεινο, σαν να άναψε μπροστά του πυρσός και να το φώτισε. Ακολούθως έκαμε το ση­μείο του Σταυρού και είπε: «Κύριε, στα χέρια Σου παραδί­νω το πνεύμα μου». Και αφού είπε τα λόγια αυτά, παρέ­δωσε το πνεύμα της.

Μόλις έσκαψαν και άνοιξαν τάφο, μπροστά στο σπή­λαιο, ο Γέροντας έβγαλε το ένδυμά του και το έδωσε στο μαθητή του λέγοντας: «Φόρεσε, τέκνο μου, στον αδελφό, το ένδυμα αυτό πάνω από τα δικά του ενδύματα». Ενώ, λοιπόν, ο αδελφός φορούσε το ένδυμα του Γέροντα στη μακαριστή Οσία, φάνηκαν σ’ αυτόν οι μαστοί της σαν φύλλα καταξεραμένα. Αλλά περί αυτού δεν είπε τίποτε στο Γέροντα. Όταν όμως τελείωσε η κηδεία και ενώ επέστρεφαν στη Σκήτη, είπε ο μαθητής: «Γνώριζες, Πάτερ, ότι ο Αναστάσιος ο ευνούχος ήταν γυναίκα;». Ο δε Γέροντας του απάντησε: «Και βέβαια το γνώριζα, τέκνο μου. Για να μη γίνει όμως γνωστό το γεγονός αυτό παντού, την έντυσα με ανδρική ενδυμασία και της έδωσα το όνομα Αναστά­σιος ο ευνούχος, ώστε να μη δημιουργείται καμιά υποψία. Έτσι, αν και αυτή αναζητήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό με πολλή επιμονή σε κάθε χώρα, και μάλιστα στα μέρη αυτά που εμείς ασκητεύουμε, διαφυλάχτηκε διά του τρόπου αυτού, με τη χάρη του Θεού, και αυτός δεν τη βρήκε». Ακολούθως ο Γέροντας διηγήθηκε στο μαθητή του, με κάθε λεπτομέρεια, το βίο της οσίας Αναστασίας της πατρικίας.

(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου-Φιλολόγου-Λυκειάρχου, Με τους Αγίους μας –Μάρτιος, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 66-71)

Πηγὴ ἐδῶ.

Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

1934: Οι Ελληνίδες στις κάλπες


Χρειάστηκαν δεκαετίες έντονων αγώνων για να μπορέσουν οι Ελληνίδες να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου. Ωστόσο, σαν χθες, πριν από 87 ακριβώς χρόνια, κατέκτησαν τη δυνατότητα του εκλέγειν και συνεπώς της συμμετοχής στη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης της χώρας. 

Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες, αλλά μόνο σε όσες είχαν κλείσει τα 30 χρόνια και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν μόλις 2.655 κυρίες, από τις οποίες ψήφισαν τελικά μόνο 439. Χαρακτηριστική για το κλίμα της εποχής ήταν η άρνηση της ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη να ψηφίσει, λέγοντας μάλιστα πως ψήφο θέλουν μόνο όσες είναι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά!

Δήμαρχος Αθηναίων σε αυτές τις εκλογές αναδείχθηκε ο Κώστας Κοτζιάς, γιος του αθηναίου εμπόρου Γεώργιου Κοτζιά, ενός εκ των ιδρυτών του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών. Επί των ημερών του διαμορφώθηκε το Πεδίον του Άρεως.

Σε βουλευτικές εκλογές, οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στις 19 Φεβρουαρίου του 1956. Ήταν η απαρχή της εφαρμογής στην πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, που είχε κατοχυρωθεί ήδη στο Σύνταγμα του 1864, με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στις γυναίκες.

Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας μέχρις ότου καταφέρουν οι Ελληνίδες να φτάσουν στην κάλπη, έχοντας κατακτήσει πλήρως το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις βουλευτικές εκλογές του 1956, με τη Λίνα Τσαλδάρη της ΕΡΕ και τη Βάσω Θανασέκου της «Δημοκρατικής Ένωσης» να εισέρχονται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η Λίνα Τσαλδάρη έγινε και η πρώτη γυναίκα - υπουργός, καθώς ανέλαβε το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση Καραμανλή. Την ίδια χρονιά εκλέχθηκε και η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος, η Μαρία Δεσύλλα, στην Κέρκυρα.

Πρωτεργάτης στον αγώνα για τη συμμετοχή των γυναικών στα πολιτικά πράγματα της χώρας στάθηκε το φεμινιστικό κίνημα. Η Καλλιρρόη Παρρέν, εκδότρια του περιοδικού «Εφημερίς των Κυριών», ήταν η πιο σημαντική φωνή έκφρασης αυτών των διεκδικήσεων. Η ισότητα των δυο φύλων και η απαίτηση για τη χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες, οδήγησε στη σύσταση πολλών γυναικείων οργανώσεων, με αποτέλεσμα κατόπιν πιέσεων τους να φτάσουμε στο προεδρικό διάταγμα της 5ης Φεβρουαρίου του 1930 που αναγνώριζε το δικαίωμα του εκλέγειν για τις Ελληνίδες, αλλά μόνο για τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές και μόνο για τις εγγράμματες άνω των 30 ετών.

Η πλήρης κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών ψηφίστηκε στις 28 Μαΐου του 1952, χωρίς όμως τελικά να συμμετάσχουν στις εκλογές του Νοεμβρίου, γιατί δεν είχαν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Το 1953, σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη, εξελέγη η πρώτη γυναίκα βουλευτής. Ήταν η Ελένη Σκούρα («Ελληνικός Συναγερμός»), που μαζί με τη Βιργινία Ζάννα («Κόμμα Φιλελευθέρων»), υπήρξαν οι δυο πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα.

Το γυναικείο κίνημα πέτυχε τη μεγαλύτερη νίκη του, όταν στο Σύνταγμα του 1975 καθιερώθηκε η αρχή της ισότητας των δυο φύλων. Ο αριθμός των γυναικών βουλευτών αυξήθηκε σημαντικά με την πάροδο των χρόνων κι έτσι στη Βουλή του 2004 συμμετέχουν συνολικά 40 γυναίκες. Είναι ο μεγαλύτερος αριθμός μέχρι σήμερα, αλλά αντιστοιχεί μόλις στο 13% του συνόλου των μελών της Βουλής.

Στην Κύπρο, οι γυναίκες ψήφισαν από τις πρώτες εκλογές στη Μεγαλόνησο το 1960. Πρώτη βουλευτής εξελέγη η τουρκοκύπρια Αϊλά Κιαζίμ, ενώ πρώτη Ελληνοκύπρια η Ρήνα Κατσελή, μέλος του «Δημοκρατικού Κόμματος», που εξελέγη το 1981. Η κυρία Κατσελή εμφανίστηκε στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής για να δώσει το νενομισμένο όρκο με τσεμπέρι και κυπριακή ενδυμασία. Σήμερα, στη Βουλή των Αντιπροσώπων υπάρχουν 8 γυναίκες σε σύνολο 56 ελληνοκυπρίων βουλευτών, ποσοστό 14,3%.

https://tvxs.gr

Η συγκλονιστική ιστορία του Μενούση που έσφαξε τη γυναίκα του και έγινε τραγούδι


Μία τραγική ιστορία, είναι η ιστορία του «Μενούση», ένα υπαρκτό πρόσωπο που ζούσε στην Ήπειρο την εποχή της απελευθέρωσης από τους Τούρκους.

Ο «Μενούσης» έγινε γνωστός επειδή διέπραξε ένα έγκλημα πάθους. Σκότωσε τη γυναίκα του, γιατί πληροφορήθηκε ότι μίλησε σε άγνωστους άντρες δημοσίως, πράξη αυστηρά απαγορευμένη για την τότε συντηρητική εποχή.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τρεις φίλοι, δύο Έλληνες, ο Μενούσης και ο Μπερμπίλης, και ένας Τούρκος, ο Ρεσούλ-Αγάς, βρίσκονται σε ένα ταβερνάκι και γλεντούν. Πάνω στη κουβέντα αρχίζουν και μιλούν για τις όμορφες γυναίκες.

Μενούσης

Την εποχή εκείνη η γυναίκα για να θεωρείται τίμια σύμφωνα με τον κώδικα ηθικής εκείνης της εποχής δεν έπρεπε να κυκλοφορεί στον δρόμο άσκοπα μόνη της και ασυνόδευτη. Επίσης, ένας άνδρας επιτρεπόταν να μιλήσει σε μια γυναίκα, το αντίστροφο όμως απαγορευόταν.

«Όμορφη γυναίκα έχεις» λέει ο Μεχμέτ αγάς στον ομοτράπεζο Μενούση. Ο Μενούσης λοιπόν θιγμένος ρωτά να μάθει που την είδε ο Ρεσούλ- Αγάς. Αυτός του απαντά πως την βρήκε στο πηγάδι να παίρνει νερό και όχι μόνο αυτό αλλά της μίλησε κι εκείνη του απάντησε, δηλαδή του έδωσε σημασία. Ο Μενούσης, μη θέλοντας να πιστέψει όσα του λέει ο φίλος του, του ζητά να περιγράψει τι φορούσε η γυναίκα του. «Ασημένιο μεσοφόρι με χρυσό φλουρί» του απαντά.

Πάνω στο μεθύσι και στη ζήλια του, ο Μενούσης πηγαίνει στο σπίτι και σκοτώνει την όμορφη γυναίκα του. Ξεμέθυστος την άλλη μέρα την κλαίει και την καλεί: «Σήκω χήνα, σήκω λυγαριά, να σε ιδούν τα παλικάρια να μαραίνονται, να σε ιδώ κι εγώ ο καημένος να σε χαίρομαι».

Αυτή την συγκλονιστική ιστορία αφηγείται το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι του «Μενούση» που τραγουδιέται και χορεύεται σε όλη την Ελλάδα, από την Ήπειρο ως τη Θράκη, από το Βόρειο Αιγαίο ως το Ιόνιο και από την Πελοπόννησο ως τη Θεσσαλία.

enimerotiko.gr

https://xiromeropress.gr

Συγγνώμη μάνα που σε έβρισκα πάντα λιγότερη.Mια συγκλονιστική εξομολόγηση που θα δακρύσετε!!!



Δεν βρήκα ποτέ το θάρρος να σου πω ότι σε σύγκρινα συχνά μέσα μου με τις άλλες μάνες και σ’ έβρισκα πάντα λιγότερη. Όμως κάτι μου λέει ότι το ήξερες. Σε περίμενα εκεί, στη γωνία, να σε δω να πηγαίνεις για φάουλ για να σου σφυρίξω πριν καν το κάνεις.

 Σε θεωρούσα λίγη.

 Για το πρωινό που ποτέ δεν μου έφτιαξες και με ξεπροβόδιζες αμίλητη βάζοντάς μου λεφτά στην τσέπη. Για τα πιάτα που δεν έπλενες αμέσως μετά τα γεύματά μας, αλλά τα άφηνες εκεί για ώρες κι εμένα μου την έδινε αυτό. Πολύ. Για το φαγητό που περίσσευε κι εσύ το πετούσες στα σκουπίδια γιατί δεν είχες όρεξη να το βάλεις προσεκτικά σε τάπερ και να το αποθηκεύσεις στο ψυγείο. Για το χαρτί της γυμναστικής που πάντα το πήγαινα τελευταίος και μου έκαναν παρατήρηση κι εγώ ντρεπόμουν αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτε – γιατί ήμουν αμελής, χωρίς να το θέλω. Για το ρούχο που ήθελα και δεν είχες ποτέ πλυμένο στην ώρα του και το ‘βλεπα για μέρες στο καλάθι με τα άπλυτα, αλλά παρ’ όλα αυτά σε ρωτούσα «το έπλυνες;» για να σε ακούω να μου απαντάς «τώρα θα το πλύνω» κι ας το ήξερα ότι το «τώρα» σου ποτέ δεν ίσχυε. Ήλπιζα στην υπόσχεσή σου απέναντί μου. Κάθε φορά σε συγχωρούσα. Και κάθε φορά με απογοήτευες.

 Δεν ένιωσα ποτέ ξεκούραστα στο σπίτι μας, μάνα.

 Με κούραζε η ακαταστασία τουΤα πεταμένα πράγματα τριγύρω, οι μπερδεμένες κάλτσες στα συρτάρια, το χυμένο αλεύρι στα ντουλάπια. Ένιωθα τόσο σπιτόγατος και συνάμα τόση αποστροφή για το σπίτι μας. Ονειρευόμουν ένα σπίτι με γυαλισμένους πάγκους, ζυμαρικά και αλεύρι τακτοποιημένα σε γυάλινα βάζα, ντουλάπες με μονόχρωμες κρεμάστρες, άρωμα γαρδένιας ανάμεσα και κάλτσες τη μία μέσα στην άλλη. Και αδυνατούσα να καταλάβω γιατί δεν μπορούσαμε να το έχουμε. Σε έβλεπα να κάθεσαι άπραγη και να καπνίζεις ασταμάτητα και ήθελα να εξαφανιστείς. Να εξαφανιστείς για να σταματήσω να διχάζομαι για το αν θα πρέπει να νιώθω περισσότερο οίκτο για μένα, ή για σένα. Θυμήθηκα σήμερα που σου φώναζα «τί κάνεις όλη μέρα, μαμά;» και εσύ μου έλεγες «και μόνο το μαγείρεμα με κουράζει…». Και όντως, δεν έκανες τίποτε, αλλά πάντα μαγείρευες. Κι εγώ ούρλιαζα μέσα μου ότι θα θελα η ζωή μας να ναι πολλά περισσότερα από ένα φαγητό.
 Και σήμερα, που μετράω τα λεφτά και δεν βγαίνουν, που είμαι μόνος στο σπίτι χωρίς έναν άνθρωπο, όπως ήσουν κι εσύ, με ένα σκύλο που περιμένει την φροντίδα μου, που έκανα γεμιστά για να τρώω τρεις μέρες και ο πάγκος της κουζίνας γέμισε άπλυτα, τα παράτησα όλα κι ένιωσα κούραση. Και δεν αντέχω ούτε να διανοηθώ την δική σου.

 Συγγνώμη που δεν κατάλαβα ότι ήσουν άρρωστη, μάνα. 
Συγγνώμη που δεν σε βοήθησα.

 Γράφει ο Νίκος