Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Πως να μην αγαπάς τις ευλογημένες αυτές γιαγιάδες;...


 Μπορεί να είναι εικόνα φαγητό και εσωτερικός χώρος

~ Μιά φορά ήταν μιά γριά καί κάθε πρωΐ έβγαινε στός δάσος καί μάζευε ξύλα γιά τή φωτιά της καί χορταράκια, γιά νά φάει.
Καθώς εγύριζε μιά μέρα φορτωμένη στόν ώμο τά ξύλα καί στήν ποδιά της τά χόρτα, στό δρόμο συναντάει τόν χάροντα.
-Γειά καί χαρά σου, χάροντα, τοϋ λέει, γιά ποιόν μέ τό καλό;
-Γιά του λόγου σου θειά, τής λέει ό χάροντας. Αντε, ετοιμάσου νά σέ πάρω.
-Τώρα, τοϋ λέει, νά πάω σπίτι νά ξεφορτωθώ καί νά ετοιμασθώ. Καί γιά νάχω καλό ρώτημα, σάν πώς θέλεις νά ετοιμασθώ;
– Οπως θέλεις εσύ, άπαντάει ό χάροντας.
Τότε ή γριά πηγαίνει στό σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Υστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση. Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά. Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει:
-Ε, ετοιμάστηκες θειά;
-Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου;
-Μά δέν μ’ έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή;
-Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία. Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί. -Καί τό κορμάκι σου, που θά τάφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας.
-Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ’ τά μνήματα;
Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φουρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί.
Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει.
–Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά.
-Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά.
-Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι; «Οταν κλαίνε καί θρηνουνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Οταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο.
-Γι’ αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο. Τότε o χάροντας έσκασε απ’ τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας.
-‘Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ’ έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου.
Ετσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά ‘ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Ἡ «ἄγνωστη» δεξιά ἡρωίδα τῆς Ἀντιστάσεως πού ἐπέστρεψε τό παράσημο Στούς Ἄγγλους

 ἐπειδή κρέμασαν τούς Καραολῆ-Δημητρίου – Τήν τελευταία στιγμή γλύτωσε τό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα τῶν Γερμανῶν.

Η ΣΥΛΒΙΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ – ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ, ἡ «Πάτ» τῆς Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως, ἔφυγε χθές ἀπό τήν ζωή σέ ἡλικία 98 ἐτῶν. Τό ἄγγελμα τοῦ θανάτου τῆς σημαντικῆς αὐτῆς προσωπικότητος τῆς νεωτέρας ἱστορίας μας ὁδηγεῖ συνειρμικῶς στήν πικρή διαπίστωση, ὅτι ἡ ἐποχή τῶν ἡρωικῶν κατορθωμάτων παρέρχεται ἀνεπιστρεπτί. Ἡ Ἑλλάς ἦταν πράγματι παροῦσα σέ ὅλα σχεδόν τά μέτωπα τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονος. Ἀλλά οἱ πατριῶτες πού ἐπετέλεσαν τίς σημαντικώτερες πράξεις ἡρωισμοῦ καί αὐτοθυσίας, πού πράγματι ἔπληξαν καίρια τούς Γερμανούς –εἰδικῶς οἱ προερχόμενοι ἀπό τήν μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη, εἶναι στίς ἡμέρες μας οἱ πλέον ἄγνωστοι. Πολλές φορές καί ἀπό δική τους ἐπιλογή. Καθώς οἱ δεξιοί πατριῶτες ὅπως ἡ Σύλβια Ἰωαννίδου, ἡ Λέλα Καραγιάννη, ὁ Κώστας Περρίκος, ὁ Χριστόδουλος Τσιγάντες, ὁ Γκέρζυ Ἰβάνωφ, ἡ Μαρία Παπαδάκη, δέν διενοήθησαν ποτέ νά καπηλευθοῦν τούς ἐθνικούς ἀγῶνες ὅπως πράττει συνήθως ἡ Ἀριστερά. Γι’ αὐτό ἄλλως τε ἡ Σύλβια Ἰωαννίδου ἐπέστρεψε τό παράσημο πού ἠθέλησαν νά τῆς ἀπονείμουν οἱ Ἄγγλοι, ἐπειδή ἔσωσε τήν ζωή Ἄγγλων στρατιωτῶν στήν Κατοχή. Γι’ αὐτό ἐδέχθη μόνο τόν Μεγαλόσταυρο τοῦ Τάγματος τῆς Τιμῆς πού τῆς ἀπένειμε ἡ πατρίς της, ἡ Ἑλληνική Δημοκρατία. Ἡ κρυφή δρᾶσις τῆς Σύλβιας Ἰωαννίδου ἀνεδείχθη πρό τεσσάρων ἐτῶν σέ ἐκδήλωση τῆς Παναθηναϊκῆς Ὀργανώσεως Γυναικῶν καί τοῦ Συνδέσμου 74 στήν αἴθουσα τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου «Παρνασσός», τήν ὁποία εἶχε συντονίσει ὁ Διευθυντής τῆς «Ἑστίας» Μανώλης Κοττάκης.

Μαθήτρια ἀκόμη, ἡ ἐκλιποῦσα ἐνετάχθη στήν «Δύναμη 133», τό δίκτυο τῶν Ἄγγλων πού φυγάδευε ἀνθρώπους ἀπό τά ἐδάφη πού κατεῖχαν οἱ Γερμανοί. Μέ ἕνα αὐτοκίνητο «Μόρρις» παραχωρημένο ἀπό τόν Πρωθυπουργό Ἰωάννη Ράλλη καί πλαστά χαρτιά ἰδιοκτησίας ἀπό μία ἀνύπαρκτη γερμανική ἑταιρεία, ἡ Πάτ ἔκρυβε καί διεκινοῦσε κυνηγημένους, μέχρις ὅτου ἡ ἴδια συνελήφθη γιά νά γλυτώσει ὁριακῶς τό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα.

Γιά τήν δράση της ἐτιμήθη μέ τό δεύτερο τῇ τάξει βρεταννικό παράσημο, τόν Σταυρό τοῦ Γεωργίου. Τό ἐπέστρεψε λίγα χρόνια ἀργότερα διαμαρτυρομένη γιά τούς ἀπαγχονισμούς Κυπρίων ἀγωνιστῶν ἀπό τούς Ἄγγλους. Ἡ ἴδια διηγήθη σχετικῶς πρός τό ἐπεισόδιο αὐτό: «Ὁ πρέσβυς ὁ Ἄγγλος ἔμεινε ἄναυδος καί μέ παίρνει τηλέφωνο. Ξέρεις, λέει, αὐτό ἦταν τῆς στιγμῆς. Ἐγώ τό κρατάω. Θά τό μετανιώσεις κάποτε. Ἔλα νά τό πάρεις. Τοῦ λέω ἐγώ εἶμαι Ἑλληνίδα. Ὅταν κάνω κάτι, τό κάνω. Ὅτι κρεμάσατε δύο παιδιά, Καραολῆ καί Δημητρίου, στό ἄνθος τῆς νιότης τους, αὐτό γιά μένα ἤτανε ἔγκλημα. Κι ἐγώ μέ ἐγκληματίες δέν κάνω δουλειά. Δέν εἶπε τίποτα βέβαια».

Ἀργότερα, στήν ἐκδήλωση πού ἔγινε πρός τιμήν της στήν Ἀθήνα μέ πρωτοβουλία τῆς Προέδρου τῆς Παναθηναϊκῆς Μαρίας Γιαννίρη, παρόντος τοῦ πρώην Πρωθυπουργοῦ Κώστα Καραμανλῆ καί τοῦ πρέσβεως Παύλου Ἀποστολίδη, ἡ πρώην Πρόεδρος τῆς Βουλῆς Ἄννα Ψαρούδα-Μπενάκη τήν περιέγραψε ἁπλά καί περιεκτικά μέ τά ἀκόλουθα λόγια: «Εἶναι μία γυναίκα, μεταξύ πολλῶν πού παραμένουν ἀνώνυμες, πού δέν διαλάλησε ἤ διεκδίκησε δάφνες γιά τήν ἀντιστασιακή της δράση».

Γιά τήν δράση αὐτή θά ἀφήσουμε τήν ἴδια νά μιλήσει, δανειζόμενοι περικοπές ἀπό τήν ἐκπομπή «Μηχανή τοῦ Χρόνου» ὅπου πρό ἐτῶν εἶχε μιλήσει:

«Ἀγαποῦσα πολύ τόν τόπο μου καί ἤθελα πάντοτε νά προσφέρω. Ὅταν μπῆκαν οἱ Γερμανοί ἐπιτάξανε τό Ἀρσάκειο καί τό ἔκαναν νοσοκομεῖο. Ἀνέβαινα καί κατέβαινα ἀπό τό σπίτι μέ τά πόδια. Ἤμουν στήν τελευταία τάξη, ἕκτη γυμνασίου. Εἶχα ἀποφασίσει νά πάω στό βουνό. Οἱ γονεῖς μου δέν τό εὐχαριστήθηκαν καί πολύ. Μιά μέρα ἦρθε ἀπό τήν Αἴγυπτο κάποιος νά μᾶς φέρει νέα τῆς ἀδελφῆς μου –πού στό μεταξύ εἶχε φύγει– καί τοῦ εἶπα: Θέλω νά βγῶ στό βουνό. Μοῦ λέει: Δέν εἶναι γιά σένα τό βουνό, ἔλα μαζί μας. Ἔτσι μπῆκα στήν Force 133, πού ἦταν μιά ὑπηρεσία τῶν Ἄγγλων γιά νά φυγαδεύει κόσμο ἀπό τά ἐδάφη πού εἶχαν καταλάβει οἱ Γερμανοί. Ἔτσι ἄρχισε ἡ δράση μου».

Καί συνεχίζει: «Δουλειά μου ἦταν νά κρύβω Ἐγγλέζους ἀξιωματικούς ἤ στρατιῶτες, ἀλλά καί Ἕλληνες μέχρι νά μπορέσει ἡ ὀργάνωση νά τούς φυγαδεύσει στήν Αἴγυπτο. Εἴχαμε νοικιάσει διάφορα διαμερίσματα στό κέντρο τῆς Ἀθήνας μέ ψεύτικα ὀνόματα. Μοῦ ἔδωσαν τό κωδικό ὄνομα Πάτ. Ἤμουν ἡ Πάτ, ἄν καί ποτέ δέν τό παραδέχτηκα ὅταν μέ συνέλαβαν τελικά. Ὁδηγοῦσα ἕνα “μορισάκι” πού μᾶς εἶχε παραχωρήσει ὁ τότε Πρωθυπουργός Ράλλης. Μᾶς εἶχε δώσει γερμανικά ἔγγραφα, ὅτι τάχα ἀνήκει σέ κάποια γερμανική ἑταιρεία κι ἔτσι κυκλοφορούσαμε καί περνάγαμε τούς ἐλέγχους. Ἐκτός ἀπό τά διαμερίσματα πού κρύβαμε ὅσους ἦταν κυνηγημένοι, εἴχαμε καί μία, δύο σπηλιές κάπου στά Κιούρκα πού ἔφταναν καί κρύβονταν κάποιοι πρίν ἔρθουν στήν Ἀθήνα καί ἕνα διαμέρισμα στά Πετράλωνα πού ἦταν κάτι σάν πυριτιδαποθήκη. Μάλιστα εἴχαμε γιά φύλακα τόν Καρπόζηλο πού κάπνιζε πολύ καί ὅλο τοῦ ἔλεγα: Πρόσεχε γιατί θά γίνει κανά μπάμ καί θά γίνουν ἄνω-κάτω τά Πετράλωνα. Μάλιστα μέ τό αὐτοκίνητο πολλές φορές χρειάστηκε νά μεταφέρω ἐκρηκτικά πού προορίζονταν γιά κάποια ἐπιχείρηση. Ὁ φόβος καί οἱ προδότες τῆς “διπλανῆς πόρτας” –νά πῶ ὅτι δέ φοβόμουν, θά ἤμουν ἀνόητη. Βεβαίως καί φοβόμουν. Πιό πολύ φοβόμουν τούς δικούς μας ἀνθρώπους. Οἱ προδότες κυκλοφοροῦσαν παντοῦ. Εἶχα μιά συμμαθήτρια, ἡ μάνα της ἦταν Ρωσσίδα καί μένανε στό Ψυχικό. Τό σχολεῖο μας ἦταν πίσω ἀπό τό σπίτι τους καί κάθε πρωί πήγαινα, ἔπαιρνα τή φίλη μου καί πηγαίναμε στό μάθημα. Μιά μέρα μοῦ λέει: Μπές μέσα νά φᾶμε κάτι. Ἐκείνη τήν ἐποχή τό νά φᾶς κάτι δέν ἦταν αὐτονόητο. Μπῆκα, εἶχε κάνει μπισκότα. Φάγαμε τά μπισκότα, ἤπιαμε ζεστό τσάι καί φύγαμε γιά τό σχολεῖο. Πολλοί μοῦ λέγανε: Πρόσεχέ την, εἶναι ἄνθρωπος τῶν Γερμανῶν. Δέν μποροῦσα ὅμως νά τό πιστέψω. Ὅταν μέ πιάσανε οἱ Γερμανοί καί μέ πήγανε στή Γκεχέραλντ Φέλτ Πολιτσάι καί ἀνεβήκαμε τίς σκάλες γιά νά πάω στό τρίτο πάτωμα, ἦταν ἀνοιχτή ἡ πόρτα ἑνός γραφείου καί τήν βλέπω, τήν μάνα τῆς φίλης μου, καθισμένη ἐκεῖ μέ ἕνα τσιγάρο νά καπνίζει. Καί λέω νά ’τα. Αὐτή ἤτανε καί εἴχανε δίκιο οἱ ἄνθρωποι πού μοῦ τό λέγανε».

Στήν φυλακή παρέμεινε ἔχουσα παρά λίγο γλυτώσει τήν ἐκτέλεση πρός τήν ὁποία ἐβάδισε μαζί μέ τήν Λέλα Καραγιάννη. Αὐτή ἦταν ἡ Σύλβια Ἰωαννίδου, ἡ ὁποία μετά τήν ἀπελευθέρωση ἔφυγε κυνηγημένη ἀπό τόν ΕΛΑΣ καί παρέμεινε δέκα μῆνες στό Κάιρο.

Ἐνεργός στήν πολιτική ζωή τῆς χώρας παρέμεινε μέχρι τό τέλος. Ὑπῆρξε μάλιστα ἐκ τῶν ἱδρυτικῶν μελῶν τοῦ κόμματος τῆς Νέας Δημοκρατίας.

Κεντρικό ἄρθρο ἐφημερίδος “ΕΣΤΙΑ”, Τρ. 21 Σεπτεμβρίου 2021, φ. 42.066, σελ. 1, 3

 (ἀναδημ. στήν ἡλεκτρονική ἔκδοση 22/9/2021).


Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021

Η αγία Σοφία και οι αγίες κόρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη




Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ, ΠΙΣΤΙΣ, ΕΛΠΙΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ
        Η οικογένεια αποτελεί πρώτιστη αξία για την χριστιανική μας πίστη, η οποία χαρακτηριζόταν στην αρχαία εποχή ως «κατ οίκον εκκλησία». Μια από αυτές τις άγιες οικογένειες υπήρξε και αυτή της αγίας Σοφίας και των θυγατέρων της, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.

      Έζησαν τον 2ο μ. Χ. αιώνα, όταν βασίλευε στη Ρώμη ο ειδωλολάτρης και έκφυλος αυτοκράτορας Αδριανός (117-138). Κατάγονταν από την Ιταλία. Η Σοφία είχε ευγενή καταγωγή. Χήρεψε πολύ νέα, μένοντας με τις τρεις θυγατέρες της. Ζούσε ενάρετη και αγνή ζωή, μεγαλώνοντας τα τρία βλαστάρια της ως αληθινές Χριστιανές κόρες, διαφέροντας από τις κόρες των ειδωλολατρών, τις οποίες μεγάλωναν μέσα στην ακολασία, που υπαγόρευε η λατρεία των ανήθικων «θεών» τους. Τους έδωσε, όχι τυχαία, τα ονόματα των τριών κορυφαίων χριστιανικών αρετών, που αναφέρει ο απόστολος Παύλος, «νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη» (Α΄ Κορ.13,13).    
      Για κάποιο λόγο αναγκάστηκε να μεταβεί μαζί με τις κόρες της να ζήσει στη Ρώμη, στη μεγάλη πόλη, όπου κυριαρχούσε η πιο χυδαία μορφή της ειδωλολατρίας και άκμαζε η ακολασία, όπου συνέχιζαν να βιώνουν με ακρίβεια τη χριστιανική ζωή, χωρίς να τις αγγίζει η ηθική κατάπτωση των ειδωλολατρών. Προσπαθούσαν δε να δείχνουν με το παράδειγμά τους τη νέα εν Χριστώ ζωή. Οι ειδωλολάτρες όμως ρωμαίοι, οι οποίοι μισούσαν θανάσιμα τους Χριστιανούς τις κατάγγειλαν στις αρχές ότι δεν τιμούν τους «θεούς» της αυτοκρατορίας και δεν συμμετέχουν στην καθιερωμένη θυσία προς τιμήν του «θεού» αυτοκράτορα. Αυτό άλλωστε σήμαινε για τους ρωμαϊκούς νόμους με έσχατη προδοσία και τιμωρούνταν με θάνατο, αν δεν άλλαζαν γνώμη.
     Ο Αντίοχος, διοικητής της Ρώμης, ενημέρωσε τον Αδριανό, ότι η πατρικία Σοφία, μαζί με τις τρεις κόρες της είναι Χριστιανές. Ο αυτοκράτορας διέταξε να τις συλλάβουν και να τις οδηγήσουν δέσμιες μπροστά του. Προσπάθησε με κολακείες να τις μεταπείσει να αρνηθούν την πίστη τους και να θυσιάσουν στα είδωλα. Κατόπιν τις ξεχώρισε, φυλάκισε χωριστά τη μητέρα από τις κόρες της, ώστε να μη μπορούν να ενθαρρύνονται μεταξύ τους. Όμως η Σοφία βρήκε τον τρόπο και επικοινώνησε με τις κόρες της, στις οποίες σύστησε εμμονή στην πίστη τους με κάθε τίμημα. Εκείνες απάντησαν στη μητέρα τους ότι δεν πρόκειται να προδώσουν την πίστη τους στο Χριστό, αψηφώντας ακόμα και τις απειλές των φρικτών μαρτυρίων και του θανάτου. Ας σημειωθεί πως η Πίστις ήταν δώδεκα χρονών, η Ελπίδα δέκα και η Αγάπη εννέα! 
      Ο δικαστής, με κολακείες και απειλές προσπαθούσε να μεταπείσει τις αγνές Χριστιανές κόρες να θυσιάσουν στα είδωλα. Αλλά εκείνες με ένα στόμα του απαντούσαν ότι ο Χριστός είναι ο Νυμφίος της ψυχής τους και πως δεν είχαν σκοπό να προδώσουν την αγάπη τους και την πίστη τους για Εκείνον. Εκείνος, ενώ θαύμασε το ηρωικό φρόνημα των τριών ανήλικων κοριτσιών, γέμισε με οργή την ψυχή του. Αποφάσισε να τις χωρίσει, φυλακίζοντάς τες σε ξεχωριστά κελιά, ελπίζοντας πως θα μπορούσε ευκολότερα θα τους άλλαζε γνώμη.
       Τότε ξεκίνησαν τα μαρτύρια. Άρχισαν από την Πίστη. Την οδήγησαν μπροστά του, παροτρύνοντάς την να θυσιάσει στη «θεά» Αρτέμιδα, όπως έκαναν οι παρθένες των ειδωλολατρών. Εκείνη αρνήθηκε και γι’ αυτό την παρέδωσε στους βασανιστές της. Την έγδυσαν και την μαστίγωσαν μέχρι λιποθυμίας. Τις έκοψαν τα στήθη, αλλά αντί να τρέξει αίμα έτρεξε γάλα! Την ξάπλωσαν σε πυρακτωμένη σχάρα και ενώ το άγουρο σώμα της βασανιζόταν, εκείνη υμνούσε το Θεό. Μετά την έριξαν σε πυρακτωμένο καζάνι με πίσσα, όμως διασώθηκε θαυματουργικά, προκαλώντας το θαυμασμό των δημίων της. Στο τέλος την αποκεφάλισαν.
       Ύστερα έφεραν μπροστά του την Ελπίδα, την οποία προέτρεψε να θυσιάσει στην Αρτέμιδα. Εκείνη αρνήθηκε με θάρρος και στηλίτευσε την τακτική τους να της ζητούν να πράξει αντίθετα με την πίστη της. Την υπέβαλλαν στα μαρτύρια. Αφού την έγδυσαν την μαστίγωσαν άγρια με βούνευρα. Μετά την έριξαν σε πυρακτωμένο καμίνι, όμως ο Θεός τη διέσωσε για να δείξει στους ειδωλολάτρες τη δύναμή Του. Τη συνέχεια την κρέμασαν σε ξύλο και τις ξέσχιζαν τις παιδικές σάρκες της με σιδερένια νύχια και στη συνέχεια την έριξαν σε κοχλάζουσα πίσσα. Ο Θεός και πάλι τη διέσωσε προς καταισχύνη των βασανιστών της. Εκείνοι εξοργισμένοι της απέκοψαν το κεφάλι.
       Κατόπιν ήρθε η σειρά της εννιάχρονης Αγάπης. Πίστευαν πως το μαρτύριο και ο θάνατος των αδελφών της θα ήταν αρκετό να κάμψει την παιδική της ψυχή και να θυσιάσει στην απαίσια «θεά». Όμως και εκείνη ομολόγησε με περισσό θάρρος την πίστη της στο Χριστό και αποζήτησε το μαρτύριο να πάει να συναντήσει τις άγιες και ηρωικές αδελφές της στον ουρανό. Τότε οι δήμιοι την κρέμασαν και της τέντωσαν τα παιδικά της μέλη, ώστε έσπασαν οι αρθρώσεις των οστών της. Μετά την οδήγησαν και αυτή στο πυρακτωμένο καμίνι. Όταν έφτασαν εκεί η ηρωική κόρη πήδησε μόνη της στις θεριεμένες φλόγες. Αλλά έγινε και πάλι το θαύμα, οι φλόγες δεν την άγγιξαν! Οι φλόγες μάλιστα έφυγαν από το καμίνι, πέφτοντας επάνω στους ειδωλολάτρες, κατακαίοντας πολλούς! Στο τέλος την αποκεφάλισαν και αυτή, ολοκληρώνοντας την τριπλή θυσία.
      Η μητέρα τους Σοφία αφέθηκε να πλησιάσει τα ιερά λείψανα των ηρωικών θυγατέρων της. Τα αγκάλισε, τα καταφίλησε με δάκρυα, ευχαριστώντας το Θεό που τα άγια βλαστάρια της δεν πρόδωσαν το Χριστό και αξιώθηκε η ίδια να γίνει μητέρα Μαρτύρων. Ύστερα τα μύρωσε και στη συνέχεια τα έθαψε με τιμές σε κοντινό μυστικό ναΐσκο. Ύστερα από τρεις ημέρες, και ενώ προσευχόταν πάνω από τους τάφους των Μαρτύρων θυγατέρων της, παρακαλούσε το Θεό να την πάρει από αυτό τον κόσμο και να την οδηγήσει κοντά στις κόρες της. Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή της και ξεψύχησε την ίδια στιγμή. Η ιερή τους μνήμη εορτάζεται στις 17 Σεπτεμβρίου.     
πηγη.ΑΚΤΙΝΕΣ

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

Τους Αγίους στο σπίτι τους έχουμε για την ώρα αυτή, τη δύσκολη.... Δημήτριος Παναγόπουλος



Η αρετή της διακρίσεως | Πεμπτουσία



Κάποτε ήτανε ένας άπιστος που είχε μία γυναίκα πιστή. Η γυναίκα του μιλούσε για την πίστη, αλλά αυτός δεν την άκουγε. 

Μια μέρα κάνανε μερικές ελιές και δεν προλάβανε να τις μεταφέρουνε από το λιοστάσι στο σπίτι και τις άφησαν εκεί έξω.

 Είπε ο σύζυγος:
- Μην τις αφήνουμε εδώ, θα μας τις κλέψουν.

- Θα τις φυλάξει ο Θεός, του είπε η γυναίκα του

- Ποιός Θεός, εάν δεν τις φυλάξουμε εμείς; Ακούς εκεί... πιστεύεις σε Θεό.

- Θα μας τις φυλάξει ο Θεός, εφόσον δεν έχουμε να τις μεταφέρουμε...

Εν πάση περιπτώσει έμειναν οι ελιές εκεί και πάνε κάποιοι τη νύχτα και τις κλέβουνε τις ελιές.

Που να σταθεί η κακομοίρα, η γυναικούλα αυτή, μπροστά στο θηρίο αυτό! Αυτός ήταν ένας αγροίκος και καταλαβαίνετε τι έγινε...

Στο σπίτι είχανε την εικόνα της Παναγίας μας, είχανε τον Άγιο Δημήτριο και τον Άγιο Νικόλαο.

Σηκώνεται αυτός και πάει εκεί μπροστά στις εικόνες και λέει στον Άγιο Δημήτριο που ήταν καβάλα στο άλογο:

- Δεν μου λες, τί σε έχουμε εδώ πέρα στο σπίτι; Και τί λέει αυτή η γυναίκα, ότι φυλάττεις; Καλά αυτή είναι με παιδί στην αγκαλιά (εννοούσε την Παναγία), που να πάει και που να τους βρει;
Αυτός είναι γεροντάκι (εννοούσε τον Άγιο Νικόλαο), που να πάει και που να τρέξει;
Εσύ παλικάρι με άλογο, να τους αφήσεις να μας πάρουν τις ελιές;
Θα πας να τις φέρεις, διαφορετικά θα στα κάψω αυτά...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτά τα λόγια τα απειλητικά προς τα εικονίσματα και ακούει έξω από το σπίτι να έρχονται ζώα.

Τρία ζώα φορτωμένα με τις ελιές!
Και να σου οι δύο που τις είχανε κλέψει.

Και έρχονται και του λένε:
- Εκάναμε το λάθος, εκάναμε την αμαρτία και στις πήραμε. Ήταν όμως ανάγκη να στείλεις αυτό το νεαρό παλικάρι και να φάμε τόσο ξύλο; Τί τον έστειλες αυτόν τον στρατιωτικό;

Κόκκαλο αυτός!

Εμείς τους Αγίους τους έχουμε απλώς να τους λιβανίζουμε ή να τους ανάβουμε κεριά ή τους έχουμε καντήλα, αλλά δεν τους πιστεύουμε, ότι είναι έτοιμοι και πρόθυμοι να μας βοηθήσουν.

Άλλοι έχουν 200 Αγίους μέσα στο σπίτι και άμα συμβεί κάτι, τα χάνουν, ταράσσονται, αμέσως να καλέσουν το πρώτο βοηθειών και δεν γυρίζουν στις εικόνες να πούνε στους Αγίους:

- Ε, εδώ που είστε εσείς, βοηθάτε με..

Τους Αγίους στο σπίτι τους έχουμε για την ώρα αυτή, τη δύσκολη....
ΠΗΓΗ.ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

Ο πόθος της Ηπειρώτισσας δασκάλας, η παρουσία της Παναγίας στη ζωή της και ο Γέροντας Γρηγόριος ο Δοχειαρίτης



Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΑΝΔΡΙΚΟΥ γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό του νομού Πρεβέζης, [την] Παναγιά, και έμεινε ορφανή από πολύ μικρή. Μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο Ιωαννίνων, αγαπούσε τά γράμματα και την αξίωσε ό Θεός να σπουδάσει δασκάλα.

Στο διπλανό χωριό, για πολλά χρόνια, ερχόταν κάθε καλοκαίρι ένας Ολλανδός φιλέλληνας και τον φιλοξενούσε ένας συγγενής τους.

Ό Ματθαίος ήταν μορφωμένος, μιλούσε πολλές γλώσσες και είχε την θέση τού διευθυντού σε μία μεγάλη εταιρεία στην πατρίδα του, βοηθούσε σε όλες τις αγροτικές εργασίες τού χωριού μέ πολλή προθυμία και ήταν αγαπητός σε όλους.

Κάποια στιγμή εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφτεί την Ακρόπολη.

Τον έβαλαν στο λεωφορείο για Αθήνα και ειδοποίησαν την Αλεξάνδρα να τον πάει στην Ακρόπολη.

Εκεί είδαν πώς μπορούν να ζήσουν μαζί και έτσι, μόλις τελείωσε τις σπουδές της, πήγε στην Ολλανδία μέ τά αδέλφια της και έκαναν τον γάμο κατά το Ορθόδοξο δόγμα.

Έδώ το μεγάλο σφάλμα της εκεί Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όταν πήγαν στον Ορθόδοξο ιερέα για να τούς κάνει το μυστήριο τού βαπτίσματος τού Ματθαίου μέ Ορθόδοξο δόγμα, τούς είπε ότι δεν χρειάζεται!

Μέσα της όμως την βασάνιζε αυτό έως την ημέρα πού την αξίωσε ό Θεός να δει όλη την οικογένεια της μέσα στην Ορθοδοξία.

Ας δούμε πώς ή ίδια διηγείται μέ τον δικό της τρόπο την όλη αλλαγή.

«Πέρασαν 15 χρόνια από τότε πού για πρώτη φορά φτάσαμε έδώ στον ιερό τόπο τού Μοναστηριού της Παναγίας της Θεοσκεπάστου.

Ήλθαμε μέ τον αδελφό μου και την γυναίκα του να ευχαριστήσουμε την Παναγία πού έκανε καλά τον άνδρα μου.
Ένα χρόνο πριν, είχε πάθει μεγάλη ζημιά στην καρδιά του μέ έμφραγμα, ανεύρυσμα και ανακοπή.

Τρεις εβδομάδες ήταν στην εντατική και οι ιατροί δεν μιλούσαν για καλυτέρευση ή δεν μιλούσαν καθόλου.
Ζούμε στην Ολλανδία σε μία μικρή πόλη στα δυτικά της χώρας και δεν έχομε άμεσο πνευματικό στήριγμα.

Ή νύφη μου ή Ευδοξία μου μίλησε για την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου πού είναι στην ‘Ιερά Μονή Δοχειαρίου στο Άγιο Όρος και μου έδωσε το τηλέφωνο να μιλήσω μέ τον Καθηγούμενο Γέροντα Γρηγόριο.

Κάλεσα το τηλέφωνο και δεν βρήκα τον Γέροντα αλλά ένα άλλο αδελφό πού μού έφερε το κατάλληλο μήνυμα.

-Να βάφτισης τον άνδρα σου και τά παιδιά σου, μου είπε μέ δυνατή φωνή, να γίνουν «Ορθόδοξοι και εσύ να προσεύχεσαι για τον άνδρα σου.

Μαζεύτηκα, στενοχωρήθηκα, αλλά δεν απελπίστηκα.

Ή Παναγία δεν θα μέ αφήσει, είπα, θα μέ βοηθήσει.

Οι άγιοι πατέρες είναι αυστηροί αλλά θα προσευχηθούν για μάς.

Πράγματι την άλλη μέρα άρχισε να καλυτερεύει και σε λίγες μέρες βγήκαμε από το Νοσοκομείο- ή Παναγία έκανε το θαύμα της.

Οι πατέρες προσευχήθηκαν και έκείνη άκουσε και γιάτρεψε γρήγορα τον Ματθαίο.

Ενάμισι χρόνο μετά, μπόρεσε να ταξιδέψει και πήγε στο Άγιο Όρος για να προσκυνήσει και ευχαριστήσει την Παναγία πού τον έκανε καλά.

Γνωρίστηκε μέ τον Γέροντα Γρηγόριο, μίλησε μαζί του, και εκείνος τον κάλεσε να έλθει τον επόμενο χρόνο να βαπτιστεί στο Μετόχι της Μονής Δοχειαρίου στο Σοχό – Θεσσαλονίκης.

Είχε γνώσεις τού Χριστιανισμού ό Ματθαίος, γνώριζε καλά την Βίβλο από μικρός και τούς ψαλμούς απ’ έξω.

Εκείνο πού τον τράβηξε στην Ορθοδοξία ήταν τά μυστήρια, ή μυσταγωγία, οι εικόνες μέ τά κανδήλια τους, τά αναμμένα κεριά πού ζεσταίνουν την ψυχή τού ανθρώπου και όχι τά άγρια λόγια τού προτεστάντη Πάστορα πού σε κάνουν να κατσουφιάζεις και να κρυώνεις.

Ερχόταν μαζί μου στην Εκκλησία, δεν τού ήταν άγνωστη. Και έτσι κανονίσαμε, στις 30 Ιουνίου το 2002 έγινε το μυστήριο της βαπτίσεως στην ‘Ιερά Μονή Παναγίας Θεοσκεπάστου, μετόχι της ιεράς Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, από τά άγια χέρια τού Γέροντα Γρηγορίου, ό όποιος τού είπε πώς θα άκολουθήσουν και άλλοι.

Πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 22 Ιουλίου 2006, βαπτίστηκαν τά παιδιά μας Άννα και Πατρικία και στις 23 Ιουλίου 2006 ή εγγονή μας ή Ευαγγελία.

Ακολούθησαν διάφορα γεγονότα δυσάρεστα και ευχάριστα.

Ό Θεός όμως έδωσε και μετά από τέσσερα χρόνια, στις 16 Αύγουστου το 2010, βαπτίστηκαν και έγιναν «παιδιά τού Θεού», ενώπιων τού Γέροντα Γρηγορίου, πάλι στην ‘Ιερά Μονή Παναγίας Θεοσκεπάστου, τά υπόλοιπα εγγόνια μας, «Εμμανουήλ 20 μηνών, Σοφία 3 χρονών, Νικόλαος 5 χρονών, Μαριάννα 9 χρονών.

Πώς να μη χαίρεται ή ψυχή μου έπειτα από 40 χρόνια να πηγαίνω μέ όλη την οικογένεια μου στην Εκκλησία για να κοινωνήσω;

Δοξασμένος ό Κύριος πού μας αξίωσε και ζήσαμε αυτές τις μεγάλες στιγμές στη ζωή μας.

Μεγάλη ή χάρη σου, Γοργοϋπήκοε, πού μάς βοήθησες και μάς προστατεύεις σε κάθε δύσκολη στιγμή και μάς ανακουφίζεις.

Ό Θεός να σάς χαρίζει χρόνια πολλά, άγιε Γέροντα Γρηγόριε, πού βοήθησες και έγιναν οκτώ μυστήρια στο σπίτι μας.

Ευχαριστούμε, Γερόντισσα Ευσεβία, πού, μαζί μέ τις αδελφές της Μονής Παναγίας Θεοσκεπάστου, μάς φιλοξενείτε μέ τόση Αγάπη, και μάς δίνετε την ευκαιρία να βρισκόμαστε κοντά στην αγαπημένη μας Εικόνα της Παναγίας Γοργοϋπηκόου πού για μία εβδομάδα, κάθε χρόνο, φιλοξενείτε στην Μονή.

Μέ τις ευχές τού Γέροντα, τών πατέρων και τών αδελφών της Παναγίας Θεοσκεπάστου, φεύγομε για την ξενιτειά- και ελπίζομαι, όσο ζούμε, να ανταμώναμε μέ υγεία.


πηγή:Ματθαίος και Αλεξάνδρα LAVEN», ΑΡΙΘ ΦΥΛΛΟΥ 37 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2016 ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΕΥΠΡΑΞΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ



Η ταπεινή Γερόντισσα Ευπραξία,
διακονήτρια του Οσίου Ιερωνύμου της νήσου της Αιγίνης


Κατά καιρούς και επί αρκετόν χρονικόν διάστημα, συνέβαινε να είναι κλειστόν το Ησυχαστήριον του Γέροντος, πολλοί δε προσκυνηταί,
εξέφραζον την λύπην των και δικαίως, διότι προήρχοντο και από μακρυνούς, ενίοτε και από εκτός της Ελλάδος τόπους.
Τούτο συνέβαινε κάθε φορά που η υπέργηρος Γερόντισσα Ευπραξία, η οποία τόσον πιστώς και αξίως επετέλεσε την ιεράν διακονίαν της, εκάμπτετο από την ασθένειαν τόσον, ώστε είχεν απόλυτον ανάγκην ιατρικής περιθάλψεως και παρακολουθήσεως και διέμενεν εις τας Αθήνας.
Εις τας Αθήνας εφιλοξενείτο εις την οικίαν της Στυλιανής Νικολαράκου εις τους Αμπελοκήπους. Η Στυλιανή είχε γνωρίσει τον Γέροντα περίπου τρία έτη προ της κοιμήσεώς του.
Ως ήτο φυσικόν, απήλαυσε την πνευματική του ευεργεσία, τας σοφάς και αγίας συμβουλάς του αλλά και την πατρικήν αγάπην και στοργήν και ως άλλη <<Μαρία>> του Ευαγγελίου, έτρεχεν και έμενεν, οσάκις ηδύνατο, παρά τους πόδας του Γέροντος, επέτρεψε δε ο Θεός, την αξίωσε μάλλον, να προσφέρη τας ταπεινάς υπηρεσίας της, κατά τας τελευταίας ημέρας ασθενείας του Γέροντος.
Ο Γέροντας Ιερώνυμος με το προορατικόν χάρισμα που είχε, διείδεν εις το πρόσωπόν της, ότι θα ηδύνατο ως εις άλλον <<Ιωάννην>>, να αναθέση και να εμπιστευθή εις την Στυλιανήν, μετά Θεόν, την προστασίαν της Γεροντίσσης Ευπραξίας, την οποίαν ως είχε κάποτε εκφρασθεί, <<ο Θεός την εφόρτωσεν εις τους ώμους μου>>, λόγω των γνωστών τότε προσφυγικών περιστάσεων κ.λ.π., διά την πνευματικήν της προστασίαν και λόγω της δυνατής, αδελφικής του σχέσεως με τον μακαριστό άγιο Γέροντα Αρσένιον (αδελφόν της Γερόντισσας Ευπραξίας) του και συνασκητού του Μεγάλου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.
Της είχεν πει δε, μετά από κάποιας στιγμάς ησυχίας, σιωπής και προσευχής εις τας οποίας εβυθίζετο τας τελευταίας ημέρας της επιγείου ζωής του: <<Κόρη, μετά τον Θεόν, αφήνω την καλογραίαν εις εσένα. Ως μητέρα σου να φροντίζης, ως μητέρα σου να αγαπάς και υπακούης. Εμένα δε να μη ξεχάσετε να κάμετε τα <<δικαιώματά μου>> (ιερά Μνημόσυνα κ.λ.π.). Μετά που θα ζήσετε μαζί, εν συνεννοήσει θα πράττετε και αποφασίζετε. Η μία θα υπακούη, σέβεται και αγαπά την άλλην>>.
Έτσι και, δι' ευχών του, έγινε. Με την ευχήν και ευλογία του Αγίου μας Γέροντος, η Γερόντισσα Ευπραξία, υπέργηρος πλέον, προικισμένη και εκείνη με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος με την πολλήν εμπειρίαν αλλά και χάριν της Μοναχικής της πνευματικής βιωτεύσεως και υπακοής, μετά πολυχρόνιον σχεδόν, παρακολούθησιν και δοκιμασίαν της Στυλιανής, αλλά και μεταδόσεως εις αυτήν των τρόπων της Μοναχικής Πολιτείας, επρότεινεν να την χειροθετήση Μοναχήν.
Η Κουρά και η εις Μεγαλόσχημον χειροθεσία της Στυλιανής, εγένετο την 24ην Ιουνίου 1989, εις βαθυτάτην κατανυκτικήν ατμόσφαιραν, εις τον Ιερόν Ναόν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου του Ησυχαστηρίου του Γέροντος, έδωκε δε εις αυτήν, η πνευματική ανάδοχος και Γερόντισσα Ευπραξία, το όνομά της, ΕΥΠΡΑΞΙΑ Μοναχή.
Έκτοτε και μετά την οσίαν κοίμησιν της μακαριστής Γεροντίσσης Ευπραξίας την 29ην Ιουλίου 1990, παραμένει <<τω Ησυχαστηρίω>> και μετά τινος δοκίμου, η Γερόντισσα Ευπραξία πλέον, η νεωτέρα, η οποία ασκείται, υπηρετεί και αγωνίζεται, διά της Χάριτος του Θεού αλλά και τις πρεσβείες του Μεγάλου μας και Αγίου Γέροντος Ιερωνύμου. 
Παράλληλα δε με τα Μοναχικά καθήκοντα και υποχρεώσεις, μετά πολλού ζήλου αλλά και κόπου και δυσκολιών, ανακαινίζει το ετοιμόρροπον σχεδόν, με την πάροδον τόσων ετών, Ησυχαστήριον.
Είναι αξιοσημείωτον και, πρέπει να γίνη γνωστόν, ότι εις τον ίδιον χώρον, τον οποίον πολλοί είχαμε και διά πολλά έτη γνωρίσει και επισκεφθεί, έμενεν εν αφανεία και κατ' εντολήν του Γέροντος απαρατήρητος και αθέατος κάποιος ιδιαίτερος μυστικός χώρος, είδος Καππαδοκικής κατακόμβης που είναι διαποτισμένος από τας πηγάς των δακρύων, των αδιαλείπτων προσευχών και αγρυπνιών του Καππαδόκου Γέροντος π. Ιερωνύμου.
Τον είχε κτίσει και διαμορφώσει τον χώρον αυτόν μόνος του, κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να του θυμίζει κάτι από τα λαξευμένα κελλιά των βράχων της Καππαδοκίας, του χωριού του, εντός των οποίων ηγωνίσθησαν και αγίασαν πλήθος Ασκητών και Αγίων. Αισθάνεται κανείς, να τον διαπερνά ρίγος και δέος, όταν μέσα στο πολύβουο κέντρο της νήσου της Αιγίνης και μέσα στο ταπεινό απλοϊκό Ησυχαστήριο, ανακαλύπτει τέτοιους Τόπους, όπου βοούν και αναβρύουν πνιχτές κραυγές ενθέρμου προσευχής και πολλά δάκρυα ενός συγχρόνου Ησυχαστού - Αγίου μας.
Συχνά, έμενε ημέρες και νύχτες εκεί προσευχόμενος και αθέατος διά πολλούς προσκυνητάς - επισκέπτας. Τα μόνα τα οποία υπήρχαν εκεί, ήσαν ένα σκαμνάκι και μία Εικόνα κρεμασμένη εις τον τοίχο. Όταν δε εξήρχετο απ' εκεί ή εδέχετο εις τον συνήθη χώρον του <<κελλίου>> του, ουδείς είχεν αντιληφθεί, πόσον φορτωμένος και ανανεωμένος από την Θείαν Χάριν και Ευλογίαν ήτο ο Γέροντας από τα μυστικά εκείνα βιώματα και δάκρυα εντός της <<κατακόμβης>>.

Είχε δώσει εντολήν, μόνον μετά την κοίμησίν του να εισέλθη άλλος εκεί,
ή να χρησιμεύση δι' άλλας προσευχάς και πνευματικά αγωνίσματα ο χώρος αυτός.
Και η ίδια η Γερόντισσα, μόνον μετά την κοίμησιν του Οσίου Γέροντος, εισήρχετο και επανελάμβανε το ίδιο πρόγραμμα και τας ιδίας Μυστικάς Προσευχάς και δάκρυα εκεί.
Είναι δε ευλογία δι' ημάς, τους <<περιλειπομένους>> να επισκεπτώμεθα και εγγίζωμεν τους Χώρους αυτούς.



Απόσπασμα εκ του βιβλίου της Σωτηρίας Δ. Νούσση<<Ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης (1883 - 1966)>>,Ζ' έκδοσις, εκδόσεις <<Επτάλοφος>>, Φεβρουάριος 2010, σελ. 18 - 20.Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου<<ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ>>.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

Κύπρος_Μια ηρωίδα του πόνου είναι και η “αδελφή Μαριάμ” η γνωστή “Θεία Μαρούλα” από τη Λεμεσό


Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο 
Αυτά που θα αναφέρω προέρχονται από προσωπικές εμπειρίες και συνομιλίες μαζί της.
Είναι αυτά που στριφογυρίζουν στο μυαλό μου από την μέρα της κηδείας της. Θεώρησα καλό να τα αποτυπώσω στο χαρτί γιατί με ωφελούν πάρα πολύ και δεν θέλω να τα ξεχάσω.
Στα δέκα χρόνια γνωριμίας μου με το “σύμβολο» της υπομονής, τη Θεία Μαρούλα, απεκόμισα πάρα πολλά, που θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο, εδώ θα περιγράφω ελάχιστα από αυτά που εντυπώθηκαν έντονα στη μνήμη μου.
Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του πόνου για 30 ολόκληρα χρόνια. Το σώμα της μαρτυρικό. Δεν είχε μέρος στο σώμα και στη ψυχή της που να μη μαρτύρησε.
 
Μας έλεγε:
-Μπορώ να καταλάβω τον κάθε πόνο, γιατί πόνεσα με τον κάθε πόνο.
Η καρδιά της έγινε ευαίσθητη σαν μικρού παιδιού.
-“Είσαστε όλοι παιδιά μου”, έλεγε.
“Εγώ δεν ευλογήθηκα από το Θεό με παιδιά για να μπορώ να σας νοιώθω όλους παιδιά μου. Μια φορά προσπαθήσαμε να υιοθετήσουμε ένα παιδί και το παιδί αυτό δεν άντεξε να με βλέπει στο κρεβάτι και μας εγκατέλειψε.
Δεν πειράζει όμως, το καταλαβαίνω.
Είναι δύσκολη η κατάστασή μου.
Πολλές φορές μάλιστα είπα στον άνδρα μου, τον Χριστάκη να με χωρίσει και να ξανανυμφευθεί, να ξαναφτιάξει την ζωή του. Αυτός, όμως, μου έλεγε:
- “Εγώ μια Μαρούλα αγάπησα και δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη”. (Κλαίει)
Τί θυσία πράγματι και για τους δύο. Η αγάπη τελικά υπερβαίνει όλο τον κόσμο και αυτοί οι δύο είχαν “αγάπη”.
Ήταν πρότυπο ανδρογύνου.
Όποτε πήγαινα στο σπίτι της συνειδητοποιούσα πόσο φτωχός από αγάπη ήμουν.
Τις μεγάλες ψυχές ο Θεός τις δοκιμάζει ως χρυσό στο χωνευτήρι.
Η θεία Μαρούλα ήταν μεγάλη ψυχή.
Η ίδια η Παναγία είπε σε κάποια κοπέλα για το πατρικό σπίτι της Μαρούλας.
-“Στο σπίτι αυτό κατοικούν άνθρωποι δικοί μου”. Ιδού πώς έχει το περιστατικό:
Μια κοπέλα, που ο πατέρας της πέθανε και η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση.
Ο πατριός της ήθελε να την παρασύρει στην πορνεία.
Αυτή για να γλιτώσει κατέφυγε απελπισμένη στην εκκλησία της Παναγίας της Καθολικής (Λεμεσός).
Η εκκλησία ήταν κλειστή και αυτή απ’ έξω να κλαίει. Ξαφνικά μια γυναίκα την αγγίζει γλυκά στην Πλάτη.
-“Μην φοβάσαι, εδώ κοντά έχω ανθρώπους δικούς μου που θα σε βοηθήσουν”.
Την παίρνει από το χέρι και την οδηγεί στο φιλόξενο πατρικό σπίτι της θείας Μαρούλας. Όταν έφτασε εκεί, η παράξενη μαυροφορεμένη, γλυκιά γυναίκα εξαφανίζεται. Μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν η Παναγία.
Η κοπέλα αυτή φιλοξενήθηκε αρκετό καιρό μέχρι που η δυσκολία ξεπεράστηκε.
Με τέτοια οικογένεια η θ. Μαρούλα έμαθε να αγαπά τους ανθρώπους και να τους συμπονεί. Όπου άκουγε ότι μια ηλικιωμένη ή άρρωστη γυναίκα ήθελε βοήθεια, με πολλή χαρά έτρεχε.
Ήρθε η ηλικία του γάμου.
Παντρεύτηκε τον “Χριστάκη” της.
Δεν έφτασε να χαρεί τον γάμο της όταν ο Χριστάκης καταντά στο νοσοκομείο με κίνδυνο να πεθάνει.
Η Μαρούλα προσεύχεται.
Ζητά το θαύμα.
Πάνω στην αγάπη της παροξύνεται.
Γονατίζει.
-Θεέ μου, δεν θέλω να πεθάνει ο Χριστάκης μου. Καλύτερα δώσε μου εμένα όσες αρρώστιες θέλεις αλλά αυτός να ζήσει.
Ο πάνσοφος Θεός που ακούει την προσευχή της, οικονομεί τη θεραπεία του Χριστάκη.
Άγνωστο για ποιο λόγο, ο Κύριος γνωρίζει, σε λίγο αρχίζει ο δικός της 30χρονος Γολγοθάς. Ασθενεί και κάνει την πρώτη εγχείρηση. Αποτυγχάνει.
Πέφτει στο κρεβάτι.
Ακολούθησαν άλλες 13 εγχειρήσεις. Καρκίνος στο στήθος, πρόβλημα στομάχου, συκώτι, έρπης, πρόβλημα στα μάτια …κ.α.
Δεν πτοείται, δεν τα βάζει με το Θεό.
Ο Χριστάκης στέκει δίπλα της ως αληθινός ήρωας της αγάπης,
που δίνει χωρίς να ζητά αντάλλαγμα.
Οπότε πηγαίναμε στο σπίτι τους, ήταν γεμάτο κόσμο. Ο Χριστάκης με το χαμόγελο κερνούσε και καλοδεχόταν τους πάντες.
Ο ίδιος μαγείρευε, ψώνιζε, έπλενε, σιδέρωνε, σκούπιζε και γενικά διακονούσε τη μεγάλη του αγάπη Μαρούλα.
Η Θεία Μαρούλα στενοχωριόταν σε σημείο που λέει μια μέρα στο Χριστάκη της.
-Δεν με βάζεις σ’ ένα ίδρυμα και να ξαναφτιάξεις την ζωή σου; Δεν θέλω να σε κάνω δυστυχισμένο.
-Τι λες Μάρω μου! Εγώ χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζήσω. Και παρακαλώ το Θεό να πάω πρώτος εγώ, γιατί αν σε χάσω δεν θα το αντέξω αλλά θα πεθάνω πάνω από τον τάφο σου.
Τέτοια αγάπη είχε ο ένας προς τον άλλο.
Οι δοκιμασίες, όμως, συνεχίζονται και η Θ. Μαρούλα πρόκειται τώρα να γευθεί το ποτήρι του θανάτου του συντρόφου, προστάτη και μοναδικού συγγενή της.
Στα 19 χρόνια γάμου ο Θεός καλεί κοντά του τον “Χριστάκη της“ για να του ανταποδώσει τους κόπους του και να υποβάλει και την πολύπαθη Μαρούλα στην έσχατη και δυσκολότερη δοκιμασία.
Ήθελε να την κάνει δική Του νύμφη.
Το στεφάνι της έπρεπε να ολοκληρωθεί πέρνοντας και το έπαθλο της οσιότητας.
Ως κατάκοιτη έπαιρνε το στεφάνι του μαρτυρίου.
Ως μοναχή τώρα αναδεικνύεται Οσιο-μάρτυρας.
-Απούσιαζε ο Χριστάκης μου από το σπίτι και άργησε να επιστρέψει. Περιμένω, περιμένω… Ανησύχησα…
Μου τον έφεραν μέσα στο φέρετρο. Ανακοπή καρδίας.
Ο ξαφνικός θάνατος είναι αβάσταχτη δοκιμασία.
Και δεν έχω τώρα κανένα στον κόσμο.
Ούτε πατέρα, μητέρα, σύζυγο, οικογένεια. Είμαι κατάμονη. Έχω μόνο το Θεό.
Είναι δύσκολο παιδιά μου.
Προσέχετε τους συντρόφους σας. Σαν το σύντροφο σου δεν υπάρχει άλλος (κλαίει).
-Όταν συνειδητοποίησα ότι έχασα το σύντροφό μου τα έχασα προς στιγμή.
Το κομοδίνο μου είχε ένα μπουκαλάκι με χάπια.
Ο πονηρός μου λέει στο αυτί:
– Πιές τα να τελειώσεις. Για σένα πλέον δεν έχει νόημα η ζωή.
Παρά λίγο να παρασυρθώ και να αυτοκτονήσω. Μάζεψα τις δυνάμεις μου.
Από τον Άδη που ήμουν φώναξα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
"Θεέ μου σώσε με!"
Άρχισα να παίρνω θάρρος.
Με κόπο άφησα μέσα μου αυτόν το λόγο.
– Όχι δεν πρέπει να αρνηθώ το Θεό μου.
Δεν θα απελπιστώ.
Έχει ο Θεός. Εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα του δωματίου.
Ένας μεγάλος σταυρός πιο ψηλός από την πόρτα σκύβει και εισέρχεται μέσα στο δωμάτιο.
Επάνω Αυτός.!
Ο ίδιος ο Κύριος.!
Στάθηκε μπροστά μου πάνω από το κρεβάτι μου.
Το πρόσωπο Του φωτεινό ως ο ήλιος».
Το ύφος του γαλήνιο.
Μου ρίχνει το ευσπλαχνικό Του βλέμμα και μου λέει τρεις λέξεις:
Πίστη, Υπομονή, Ελπίδα.
Εξαφανίζεται.
Μου αφήνει μια άρρητη ευωδία στο δωμάτιο και γαλήνη στη ψυχή.
Παρηγορήθηκα.
Πήρα θάρρος. Ο Θεός με ακούει.
Ο Γολγοθάς συνεχίζεται για ακόμη 11 χρόνια.
Μου φέρνουν βοηθούς για να με φροντίζουν από το εξωτερικό. Καλοί άνθρωποι ήταν.
Δεν ήταν όμως οι κατάλληλοι.
Μια βοηθός από τη Σερβία με είχε σπάσει στο ξύλο, τα ξημερώματα.
-Δεν σε αντέχω, μου λέει και τα μάτια της βγάζουν φλόγες. Θα σε πνίξω!
Φώναζα και οι γείτονες με γλίτωσαν.
Έφυγε αυτή ήρθε άλλη.
Σκεφτόμουνα.
"Πού είσαι Χριστάκη μου;
Θεέ μου βοήθησε με να αντέξω. Αρρώστειες πολλές. Κατανόηση λίγη.
Μια φορά είχα γλιστρήσει και έπεσα κάτω στο πάτωμα.
Η βοηθός δεν μπορούσε να με σηκώσει. Άρχισα στο έδαφος να παγώνω.
Έκλαψα. Θεέ μου, έχεις τόσους αγγέλους.
Με βλέπεις πως είμαι εδώ και δεν μπορεί κανείς να με βοηθήσει.
Στείλε μου Κύριε έναν άγγελο…
Δεν έφτασα να τελειώσω την κουβέντα μου και αισθάνομαι δύο χέρια να με πιάνουν, να με σηκώνουν,
να με βάζουν στο κρεβάτι και να με σκεπάζουν.
Κοιτάζω, δεν βλέπω κανένα.
Με κλάματα ευχαρίστησα τον Κύριο που από την μια μου έδωσε τις δοκιμασίες και από την άλλη τις Θεϊκές παρηγοριές.
-Είχα καρκίνο στο στήθος, ετοιμαζόμουν για εγχείρηση την επομένη. Πονούσα πολύ.
Μου είχαν φέρει πέτρα από τον τάφο του Γέροντα Παϊσίου.
Την πήρα στα χέρια μου. Προσευχήθηκα:
– Γέροντα μου κοίταξε τους πόνους μου.
Έχω πόνους στην πλάτη, στην κοιλιακή χώρα, στα πόδια και τώρα στο στήθος. Σε παρακαλώ βοήθησε με.
Σταύρωσα με την πέτρα τον καρκίνο στο στήθος.
Ηρέμησα λίγο και με παίρνει ο ύπνος.
Βλέπω τον Γέροντα Παΐσιο να μου λέει:
-Ήρθα να σου πάρω αυτό που έχεις.
Ξύπνησα. Ψηλαφώ το μέρος και δεν είχε τίποτα. Ο καρκίνος είχε φύγει.
Ο γιατρός την επομένη διαπίστωσε το θαύμα.
Παρομοιάστηκε η ζωή της από πολλούς με αυτή των εγκλείστων ασκητών.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να φορέσει η θ. Μαρούλα το αγγελικό σχήμα.
Το όνομα της τώρα “Αδελφή Μαριάμ”.
Το πρόσωπο της γίνεται ακόμη πιο ιερό, πιο πονεμένο, πιο ειρηνικό, πιο γαλήνιο.
Τη βλέπουν οι πονεμένοι άνθρωποι και ξεχνούν τον πόνο.
Έχει από το Θεό το χάρισμα του Απ. Βαρνάβα, δηλ. της Παρακλήσεως (παρηγοριάς).
Την βλέπω ένα μήνα πριν κοιμηθεί.
Για πρώτη φορά είναι τόσο κουρασμένη και αδυνατισμένη.
-Πως πας; Την ρωτώ.
-Πλησίασε το τέλος μου.
Να φέρεις τα παιδάκια σου να τα δω να τα αποχαιρετήσω, όπως και τη γυναίκα σου.
Δεν πρόκειται να ζήσω για πολύ.
Ζήτησα από το Θεό δύο πράγματα.
Να μου χαρίσει το φως και τα λογικά μου μέχρι το τέλος.
Ο Θεός την άκουσε και μέχρι την τελευταία στιγμή είχε διαύγεια πνεύματος σ’ ένα κορμί διαλυμένο από τις ασθένειες.
Το δρόμο της τερματίζει στις 18.8.2004. Ημέρα Τετάρτη.
Η γη είναι πιο φτωχή από τότε.
Πλούτησε, όμως, ο ουρανός και αποκτήσαμε και εμείς ένα πρεσβευτή προς τον ουρανό Δεσπότη.
Ας έχουμε την ευχή της.
Δ.Χ.
 
 
Πηγή: Μάρτυρες στον Μεγάλο αγώνα, Ιερός Ναός Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Αυγόρου, Εκδόσεις Κατηχητικών Αυγόρου 2004.
τρελογιάννης

Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Η αγάπη της μάνας...


 


Βρισκόμαστε στη Μόσχα, στη δεκαετία του 1980.

Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.

Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας…

Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.

Καί να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο.

Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.

– Φύγε από εδώ! Ποιος σε εκάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.

Ο παπάς τα έχασε…

– Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με εκάλεσε η γριά..!

– Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμμιά γριά..!

Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον εκάλεσε.

Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.

– Να αυτή!

– Ποια αυτή, Ξέρεις, τί λες, παπά;

– Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει…

Καί αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί, και μετά, εκοινώνησε…

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας…

Από το βιβλίο “Στο σταυροδρόμι”, Δημητρίου Ντούντκο, Μόσχα 1994

ΠΗΓΗ ieramonopatia

Μια αληθινή ιστορία


 Μπορεί να είναι ασπρόμαυρη εικόνα 3 άτομα και εσωτερικός χώρος


Ήμουν 21 χρονών όταν την γνώρισα. Μόλις την είδα να μπαίνει στην αίθουσα το κατάλαβα. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω ποια είναι. Σκέφτηκα «αυτή είναι η γυναίκα μου» ! Τα υπόλοιπα όλα είναι ιστορία.
Αυτή η γυναίκα ήταν το κάτι άλλο. Κάθε μέρα, έλειπα για 12 ώρες στη δουλειά και όταν γυρνούσα στο σπίτι υπήρχε πάντα φαγητό στο τραπέζι να με περιμένει. Όταν τα παιδιά έπεφταν για ύπνο, ήμασταν τόσο κουρασμένοι που πηγαίναμε κατευθείαν στο κρεβάτι και κρατιόμασταν αγκαλιασμένοι σφιχτά για λίγη ώρα, πριν κοιμηθούμε.
Ήταν από τις λίγες στιγμές της ημέρας που την ένιωθα τόσο κοντά μου, έστω και για τόσο λίγο. Αυτά τα λίγα λεπτά μου έδιναν τη δύναμη να συνεχίσω να δουλεύω για να εξασφαλίσω ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά μου. Της έλεγα ότι όσο ήταν αυτή εκεί να τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, θα ήμουν για πάντα μια χαρά. Ήταν η βασίλισσα της ζωής μου. Ήταν αυτή που με βοήθησε να γίνω ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. Ευγενικός με τους ανθρώπους και καλός πατέρας. Μπορείς να ρωτήσεις τα παιδιά μου για αυτό.
Μερικοί άνθρωποι ξέρουν πως να το κάνουν αυτό. Κάποιοι άνθρωποι ξέρουν πως να σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Ήρθε κάποια μέρα όμως που αρρώστησε. Στην αρχή δεν ανησύχησα, άλλωστε όλοι κάποτε αρρωσταίνουμε. Αλλά οι γιατροί φαίνονταν να πιστεύουν ότι δεν ήταν κάτι απλό. Έμοιαζαν να ανησυχούν και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια είχαν δίκιο.
Όταν μας είπαν τα άσχημα νέα, η γυναίκα μου με ρώτησε αν θα ήθελα να παντρευτώ κάποια άλλη όταν πεθάνει. Ανησυχούσε. Δεν ήθελε να μείνω μόνος μου και να στεναχωριέμαι. Αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να με φανταστώ με άλλη. Μου φαίνονταν απίστευτο. Όταν της το είπα, γύρισε, με κοίταξε και μου είπε:
«Αφού σε ξέρω καλά. Είσαι το είδος του ανθρώπου που χρειάζεται μια γυναίκα στο πλευρό του. Δεν θα μπορούσες ποτέ να είσαι χαρούμενος μόνος σου».
Το αρνήθηκα, ξανά και ξανά και ξανά…
Μετά από ένα χρόνο που πάλευε με τη αρρώστια της, όλα είχαν αλλάξει στο σπίτι. Δεν υπήρχε πια φαγητό στο τραπέζι όταν γυρνούσα σπίτι από τη δουλειά. Η γυναίκα μου περνούσε τη μέρα της στο κρεβάτι και με περίμενε να επιστρέψω το βράδυ για να την σηκώσω και να την μεταφέρω στο τραπέζι.
Κάθονταν στην καρέκλα και με κοίταζε με εκείνα τα μεγάλα πράσινα μάτια της την ώρα που μαγείρευα κάτι για να φάμε. Μου έδινε οδηγίες χαμογελαστή και με μάλωνε αν έκανα κάτι λάθος, αν έριχνα περισσότερο αλάτι από όσο έπρεπε.
Ήταν οι πιο όμορφες στιγμές της ημέρας μου! Απλά ήμασταν ευτυχισμένοι που μπορούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλο.
Στις πολύ άσχημες ημέρες της, δεν μπορούσε να φάει μόνη της και έπρεπε να την ταΐσω. Δεν το ήθελε, έκλαιγε και ζητούσε συγνώμη. Την μάλωνα. Αφού το ήξερε, ότι και να γίνει θα είμαι πάντα εκεί δίπλα της. Ήταν ο άνθρωπος μου και ήμουν ο άνθρωπος της. Μέχρι το τέλος.
Τα πράγματα σιγά σιγά όμως χειροτέρεψαν. Έφτασε η μέρα που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μόνη της ενώ έπρεπε να παίρνει τα φάρμακα της κάθε 4 ώρες.
Σταμάτησα από την δουλειά για να μπορώ να είμαι συνέχεια δίπλα της και να την φροντίζω. Όταν την τάιζα, την έβαζα να ξαπλώσει στο κρεβάτι, έπεφτα και εγώ δίπλα της και την έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Όπως παλιά. Τότε, αυτή ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ημέρας μου.
Υπήρξε μια μακρά σιωπή που κανείς από όλους όσους άκουγαν κρυφά τη διήγηση του άντρα, δεν τόλμησε να διακόψει. Ο ηλικιωμένος με κάποιο τρόπο βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει…
Αλλά πόσα μπορεί να αντέξει το ανθρώπινο σώμα. Χρειάστηκαν δυο ολόκληρα χρόνια για να μπορέσει η αρρώστια να λυγίσει την γυναίκα μου. Αλλά τελικά τα κατάφερε.
Το είχα δει να έρχεται. Το ίδιο και εκείνη. Ξέραμε και οι δυο μας ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να επανέλθει αλλά και πάλι. Ήταν σαν τη μια μέρα να την σφίγγω δυνατά στην αγκαλιά μου και την επόμενη να έχει φύγει.
Στην αρχή με σκότωσε αλλά σε λίγο καιρό κατάλαβα ότι είναι καλύτερα εκεί που βρίσκεται τώρα. Δεν χρειάζεται πια να παίρνει αυτά τα τρομακτικά φάρμακα και δεν χρειάζεται πια να τρώει τα άθλια φαγητά μου.
Εκείνη είναι καλύτερα. Εγώ όμως δεν ξέρω τι να κάνω χωρίς αυτή. Για παράδειγμα δεν ξέρω τι να κάνω τα πράγματα της, τα ρούχα της. Δεν μπορώ να τα πετάξω. Δεν θέλω να το κάνω. Όλα τα ρούχα της είναι ακόμα στην ντουλάπα και παντού υπάρχουν οι φωτογραφίες της. Η πλευρά της στο κρεβάτι είναι ακριβώς όπως την άφησε. Θέλω να πιστεύω ότι είναι ακόμα εδώ. Οι κόρες μου μου λένε να πουλήσω το σπίτι και να πάω σε ένα άλλο, αλλά πέρασα τη ζωή μου σε αυτό το σπίτι μαζί της. Είναι ακόμα το σπίτι μας, τουλάχιστον όσο ζω ακόμη σε αυτό.
Επικράτησε για μερικά λεπτά και πάλι σιωπή. Ο φοιτητής δεν είχε ακούσει ποτέ κάποιον άνθρωπο να μιλάει για κάποιον άλλον με τόσο απόλυτο σεβασμό και θαυμασμό. Ήταν φανερό ότι πραγματικά αγαπούσε και λάτρευε τη γυναίκα του και αυτό δεν επρόκειτο να αλλάξει τόσο εύκολα.
Ο άλλος ηλικιωμένος έσπασε τη σιωπή: «Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολο πρέπει να σου ήταν να την φροντίζεις όλη μέρα. Να δίνεις τα πάντα για αυτή».
Ο φοιτητής ορκίστηκε ότι ήταν η πρώτη φορά που είδε τον ηλικιωμένο με την τραγική ιστορία να χαμογελάει πλατιά:
«Καθόλου δύσκολο. Ήταν προνόμιο μου να μπορώ να μπορώ να την φροντίσω για όσο το έκανα. Ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου και θα το έκανα ξανά και ξανά αν χρειαζόταν. Ήταν και θα είναι για πάντα η βασίλισσα μου. Απλά μου λείπει τόσο η αγκαλιά της…»