Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

Η Καθήμενη Αναστασία: Μια άσκηση που κράτησε 65 χρόνια Ειρήνη Κριχέλι


 



Χειμώνας 2020/2021. Η κάποτε θορυβώδης και χαρούμενη Τιφλίδα δε μοιάζει με αυτό που ήταν. Η πόλη έχει παραλύσει: τα μέσα μεταφοράς έχουν σταματήσει, πολλά καταστήματα είναι κλειστά. Έξω οι περαστικοί με μάσκες τηρούν με επιμέλεια τις αποστάσεις.

 

Και στην άκρη της πόλης, στο παλαιό νεκροταφείο, το ποτάμι των ανθρώπων προς έναν σεμνό τάφο δε σταματάει. Καταφτάνουν με τα πόδια, με ταξί, με προσωπικά οχήματα.

 

 

Βλέπω μια κουρασμένη γυναίκα να έρχεται με δύο μικρά παιδιά και να προσεύχεται με ζέση, όση ώρα τα παιδιά της παίζουν εκεί κοντά. Πιο πέρα, ένα ζευγάρι ερωτευμένων, φαίνεται ότι είχαν έρθει για πρώτη φορά. Κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, ντρέπονται, και γονατίζοντας, ζητάνε κάτι. Μετά από λίγο, τρείς νεαρές κοπέλες, που φαίνεται να τις απασχολούν οι συναισθηματικές υποθέσεις, και ελπίζουν ότι θα πάρουν βοήθεια. Σχεδόν όλοι αφήνουν στο μαύρο μάρμαρο της επιτάφιας πλάκας κόκκινα μήλα. Στην πλάκα υπάρχει η επιγραφή:

 

«Αναστασία Νικίσεβα. 1886-1970».

 

Όλο και πιο πολλοί άνθρωποι στη Γεωργία πληροφορούνται για την «Καθήμενη Αναστασία», όπως την αποκαλούν, και επισκέπτονται τον τάφο της.

 

Η αρχή της ιστορίας αυτής θυμίζει το παιδικό παραμύθι με την κακή μητριά. Στις αρχές του περασμένου αιώνα στην Τιφλίδα ζούσε μια Ρωσίδα κοπέλα. Ο πατέρας της, μηχανικός, είχε έρθει, τον 19ο αιώνα, στη Γεωργία από την Αγία Πετρούπολη για εργασία. Στην Τιφλίδα κατασκεύαζαν τότε το σιδηρόδρομικό δίκτυο. Σε όσους εργάζονταν στις συγκεκριμένες κατασκευές, εκείνη την εποχή, έδιναν οικόπεδα στην περιοχή Ναχάλοβκα της Τιφλίδας .Ο πατέρας της είχε κτίσει σπίτι, κοντά στην εκκλησία Γενεθλίου της Θεοτόκου και έμεινε στη Γεωργία. Έχοντας χηρέψει νωρίς, αυτός, παρά τις εκκλήσεις της ετοιμοθάνατης γυναίκας του να μην παντρευτεί για να μην έχει μητριά η κόρη τους, παντρεύτηκε ξανά. Η κόρη του, η Αναστασία, ήταν πιστή, έψελνε στην εκκλησιαστική χορωδία και ήταν πολύ όμορφη. Μια φορά, σε βραδιά, στο Παλάτι του Βοροντσόβ, η κοπέλα γνώρισε έναν νεαρό αξιωματικό. Ο αξιωματικός ερωτεύτηκε την Αναστασία και της έκανε πρόταση γάμου. Η μητριά ζήλεψε την Αναστασία και αποφάσισε να την διαβάλει. Όταν ο νεαρός αξιωματικός επισκέφτηκε το σπίτι τους, του είπε ότι η κοπέλα είχε τρελαθεί, ότι την είχαν μεταφέρει σε νοσοκομείο και ότι δεν υπάρχει ελπίδα να αναρρώσει.

 

Ο αξιωματικός δεν άντεξε το λυπηρό νέο και αυτοπυροβολήθηκε επί τόπου. Η Αναστασία, όταν είδε τι είχε συμβεί, κάθισε σε ένα χαμηλό σκαμπουδάκι στη μέση της αυλής και από τότε δε σηκώθηκε ποτέ ξανά όρθια στα πόδια. Καθόταν, κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, καθόταν και προσευχόταν να συγχωρέσει ο Κύριος στον μνηστήρα της αυτή την τρομερή αμαρτία, να τον συγχωρέσει και να τον ελεήσει.

 

Καθόταν, με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, και προσευχόταν να συγχωρέσει ο Κύριος στον μνηστήρα της αυτή την τρομερή αμαρτία

 

Η μητριά και εδώ δεν εννοούσε να ησυχάσει: το χειμώνα, έχυνε στην κοπέλα παγωμένο νερό, προσπαθώντας να κάνει ώστε να σηκωθεί η Αναστασία, αλλά η κοπέλα επίμονα συνέχιζε να κάθεται στη μέση της αυλής, προσευχόμενη μέρα και νύχτα. Καθόταν έτσι, και στον καλοκαιρινό καύσωνα και στην παγωνιά του χειμώνα, σκεπασμένη μόνο με ένα σάλι που το είχε πλέξει η ίδια. 

 


Η Αναστασία καθόταν έτσι για 65 χρόνια. Είχε, εν τω μεταξύ, πεθάνει η κακιά μητριά της, για την ψυχή της οποίας, χωρίς αμφιβολία, προσευχόταν η Αναστασία. Είχε τελειώσει η επανάσταση, ο εμφύλιος πόλεμος, σαν το μαύρο σύννεφο είχαν περάσει τα χρόνια των σταλινικών διωγμών, και είχε έρθει ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, αλλά η Αναστασία συνέχιζε να κάθεται στη θέση της και να προσεύχεται. Σαν να μην την επηρέαζε ο χρόνος. Με τον καιρό, τα πόδια της κάτω από τα γόνατα κόλλησαν, αλλά το εκπληκτικό ήταν ότι παρόλο που καθόταν τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είχε πληγές κατάκλισης, ούτε κάλλους είχε. Πολλοί άνθρωποι που αντιμετώπιζαν διάφορα προβλήματα πήγαιναν στην Αναστασία με την παράκληση να προσευχηθεί. Πολλοί της έφερναν φαγητό, κόκκινα μήλα, όμως δε δεχόταν δώρα από όλους. Η αστυνομία έδιωχνε τους επισκέπτες της, αλλά αυτοί ούτως ή άλλως μαζεύονταν στην αυλή, παρά τις απειλές των Αρχών. Στη διάρκεια του πολέμου, την επισκέπτονταν γυναίκες που ήθελαν να μάθουν νέα για τους αγαπημένους τους στο μέτωπο, αν ζουν. Η Αναστασία προσευχόταν και σε όποιον έδινε χώμα, αυτό σήμαινε ότι ο άνθρωπος είχε σκοτωθεί. Προφήτευε, και οι προφητείες της πάντα εκπληρώνονταν.

 

Η ασκήτρια είχε υπέροχα μάτια, για τα οποία ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ (Καρέλιν) έγραφε:

 

«Το βλέμμα της, λες και διαπερνούσε τον άνθρωπο διαμπερώς, και ο άνθρωπος ένιωθε ταυτόχρονα, άθελά του, κάποια έκπληξη, που έμοιαζε με τρόμο, κατανοώντας ότι αυτό το βλέμμα έβλεπε τα πάντα στην ψυχή του: τη ζωή του, το παρελθόν του και το μέλλον του»

 

Το βλέμμα της διαπερνούσε τον άνθρωπο διαμπερώς, έβλεπε τα πάντα στην ψυχή του: τη ζωή του, το παρελθόν του και το μέλλον του

 

Προς το τέλος της ζωής της, η ασκήτρια έντεινε ακόμα πιο πολύ την άσκησή της. Κάθισε πάνω σε σπασμένα θραύσματα από κενά μπουκάλια. Τα σπασμένα γυαλιά έμπαιναν στο σώμα της, αλλά παρόλα αυτά και παρά τον κίνδυνο να παρουσιάσει, όπως αναμενόταν, λοίμωξη, κάτι τέτοιο σε συνέβη.

 

Η Αναστασία εκδήμησε εις Κύριον, το 1970. Την κήδεψαν σε ειδικό φέρετρο, στο νεκροταφείο της πόλης Κουκίϊσκοε.

 

Για την Καθήμενη Αναστασία μου είχε μίλησει μια φίλη μου. Στο διαδίκτυο είχε γνωριστεί με μια γυναίκα, η οποία, όταν έμαθε ότι η φίλη μου ζει στην Τιφλίδα, της έστειλε χρήματα και της ζήτησε να αγοράσει και να πάει στον τάφο της Αναστασίας λουλούδια. Εκείνο το διάστημα, η φίλη μου είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στη δουλειά, και με τον άντρα της πήγαν στο νεκροταφείο να ψάξουν τον τάφο της Καθήμενης Αναστασίας και να της ζητήσουν βοήθεια. Την βρήκαν γρήγορα, επειδή στο νεκροταφείου υπάρχει πινακίδα. Ζήτησαν από την ασκήτρια να τους βοηθήσει και άφησαν λουλούδια. Η Αναστασία βοήθησε τη φίλη μου, την προστάτεψε από το κακό και από τις διαβολές: τα προβλήματα στη δουλειά γρήγορα αντιμετωπίστηκαν και λύθηκαν. Η φίλη μου μού έδωσε βιβλίο για την Αναστασία.

 

Εκείνο το διάστημα δεν ήταν εύκολο για μας. Με περίμενε ένα ακριβό χειρουργείο, το οποίο δεν καλύπτονταν από την ασφάλιση. Έμεινε η ελπίδα ότι θα με βοηθήσει ο Δήμος και το Υπουργείο. Πήγα στον τάφο και ζήτησα την Αναστασία να βοηθήσει. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, με καθαρό ουρανό. Προσευχόμουν για πολλή ώρα στον τάφο, την παρακαλούσα να έχει αίσια έκβαση η επέμβαση, προσευχόμουν για οικονομική βοήθεια. Ένιωθα μια εκπληκτική αίσθηση της ζωντανής παρουσίας της Αγίας, λες και ήταν εκεί, δίπλα, και ότι προσεύχεται στον Κύριο για μένα. Ήταν θαύμα. Τη δεύτερη μέρα μετά την επίσκεψή μου στον τάφο, μου ήρθε μήνυμα από το Δήμο ότι μου είχε καταθέσει ένα μεγάλο ποσό, και στη συνέχεια και το Υπουργείο είχε βάλει το ίδιο ποσό. Η επέμβαση πήγε καλά, και πήγα ξανά στον τάφο, αλλά τώρα για να την ευχαριστήσω.

 

 

Η ασκήτρια μας βοήθησε και άλλη μια φορά. Έπρεπε να μας επιστρέψουν κάποια χρήματα. Είχαμε αγοράσει ένα στρώμα για να προλάβουμε τις πληγές κατάκλισης της μαμάς μου, που είναι κατάκοιτη. Το στρώμα αποδείχτηκε ότι είχε βλάβη. Ζητούσαμε από τον κύριο που μας πούλησε το στρώμα να μας επιστρέψει τα χρήματα, αλλά αυτός αρνούταν. Ο γιος μου και εγώ καθίσαμε να προσευχηθούμε και δεν προλάβαμε να πούμε το «Αμήν», όταν χτύπησε το τηλέφωνο: συμφώνησαν να επιστρέψουν τα χρήματά μας.

 

Η Αναστασία με βοήθησε και σε μια άλλη υπόθεση. Εξαιτίας της αρρώστιας της μαμάς, για δύο χρόνια δεν μπορούσα να πάω στους τάφους των δικών μας ανθρώπων. Πέρασε το καλοκαίρι, πέρασε το φθινόπωρο, αλλά εγώ δεν μπορούσα να βρω χρόνο για την επίσκεψη. Πήγα με τους φίλους μου στον τάφο της Αναστασίας και αποδείχτηκε ότι οι τάφοι μας είναι πέντε λεπτά με τα πόδια από τον τάφο της ασκήτριας! Και εμείς, που πηγαίναμε τόσα χρόνια εκεί, δεν ξέραμε τι υπέροχος άνθρωπος ήταν ενταφιασμένος δίπλα!

 

Η μορφή άσκησης που είχε υιοθετήσει η Καθήμενη Αναστασία ήταν ο στυλιτισμός, για να μη πω κάτι πιο απαιτητικό. Έμοιαζε με την άσκηση των γνωστών Ρώσων Αγίων, της Αγίας Ματρώνας της Μόσχας και της Αγίας Ξένιας της Αγίας Πετρούπολης. Η Αναστασία, όπως εκείνες, είχε σηκώσει μια βαριά σωματική άσκηση. Όπως εκείνες, απέκτησε υψηλά χαρίσματα του Πνεύματος. Όπως εκείνες, βοηθούσε τους δεινοπαθούντες, που την επισκέπτονταν νύχτα-μέρα. Όπως και εκείνες, καθόλου δεν ασχολούνταν με τον εαυτό της, αρνήθηκε εκούσια όλα τα επίγεια αγαθά.  

 

Πιστεύω ότι θα έρθει σύντομα η μέρα που θα δοξαστεί, θα αγιοκαταχθεί η Καθήμενη Αναστασία. Ότι θα έρθει η μέρα της παλλαϊκής προσκύνησης αυτής της εκπληκτικής ασκήτριας του Θεού!

 

Ειρήνη Κριχέλι

Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

 

Pravoslavie.ru

 

10/18/2021

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Στη μάνα αγρότισσα μιας άλλης γενιάς

Στη μάνα αγρότισσα μιας άλλης γενιάς
















της Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου

Πλησιάζει η 15η Οκτωβρίου, και εγώ σκέφτομαι  πώς να σου πω και φέτος το ευχαριστώ, αγρότισσα μάνα της γενιάς μου. Όσα ευχαριστώ βέβαια  και να σου πούμε, το χρέος μας σε σένα μένει ανεξόφλητο∙ όχι επειδή εσύ το κρατάς γραμμένο στο δεφτέρι της καρδιάς σου∙ εκεί μόνο αγάπη είχες και έγνοια πώς να δώσεις στα παιδιά σου, όπως και κάθε μάνα. Αλλά εμείς δεν ξέρομε πώς να σου δείξομε ότι αναγνωρίζομε τον πολύ σου κόπο και ότι τιμάμε τις θυσίες σου. Ώριμοι πια, έχομε συνειδητοποιήσει τι προσέφερες όχι μόνο σε μας, τα παιδιά σου, αλλά στην πατρίδα  και στο κοινωνικό σύνολο γενικότερα.

Ο ΟΗΕ με απόφαση Γενικής Συνέλευσής του στις 18 Δεκεμβρίου 2007 καθιέρωσε την 15η Οκτωβρίου ως Παγκόσμια ημέρα της αγρότισσας - καθυστερημένα βέβαια, αφού τα χωριά ερήμωσαν και η αγροτιά που γνωρίσαμε αργοσβήνει -, «για να υπενθυμίζει τη συμβολή της γυναίκας στην αγροτική παραγωγή και την αγροτική  κοινωνία εν γένει  και τις προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει». Για μας όμως τα παιδιά σου πάντα ήσουν η προσωποποίηση της προσφοράς, της υπομονής, της θυσίας.

Μάνα αγρότισσα της γενιάς μου, συχνά ιδρωμένη από τη δουλειά, κάποτε λασπωμένη από το χωράφι, αλλά και τους χωματόδρομους σαν έβρεχε, στην καρδιά μας πάντοτε ήσουν αρχόντισσα. Σε σένα την αγράμματη ή ολιγογράμματη, γιατί δεν είχες ευκαιρία να μάθεις γράμματα, θέλω να δείξω σήμερα τις πολλές σου χρήσιμες γνώσεις, που εμείς οι γραμματιζούμενοι αγνοούμε. Εσύ με αυτές τις γνώσεις, και όλα να τα έχανες - όπως τα έχασες στον πόλεμο - μπόρεσες να επιζήσεις και να βοηθήσεις. Για να δούμε τι θα κάνομε εμείς στα δύσκολα.

Το διαφορετικό σε σένα από τις άλλες μανάδες - το ίδιο σεβαστές - ήταν πως πέρα από τις δουλειές του σπιτιού δούλευες στα χωράφια όπως και ο άνδρας. Πολύ πιο σκληρή η αγροτική δουλειά στα χρόνια σου. Όλα με το χέρι. Έσκαβες, φύτευες, θέριζες, λίχνιζες, κοσκινούσες και βάζατε σπυρί-σπυρί το σιτάρι, το κριθάρι, τη σίκαλη, το ρόβι, τις φακές, τα ρεβύθια, τα φασόλια… στο σπίτι. Συγχρόνως φρόντιζες και τα ζωντανά. Για όλα νοιαζόσουν: τον γαϊδουράκο, τα μουλάρια, τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα γίδια, τα κοτόπουλα, τα σκυλιά και τις γάτες. Αλλά και για να υπάρχει το τυρί, βασικό είδος διατροφής στο σπίτι, το γιαούρτι, το γαλοτύρι, η μυζήθρα και το βούτυρο απαιτούνταν κόπος: άρμεγμα, στράγγισμα, πήξιμο, ξανά στράγγισμα, αλάτισμα, τακτοποίηση μέχρι να ωριμάσει το τυρί και να το βάλεις στο βαρέλι. Το ψωμί σπιτίσιο, το ζύμωνες με τα χέρια σου και το έψηνες στον φούρνο ή τη γάστρα. Σαν έβαζες την πίτα στη φωτιά μοσχοβολούσε η γειτονιά. Ποικίλες πίτες ήξερες να κάνεις, η μια πιο νόστιμη από την άλλη. Δεν ήσουν πλούσια, μα είχες απ’ όλα. Υπήρχε μια αυτάρκεια, γιατί ζούσες με την αξιοπρέπεια της λιτότητας κι όχι τη μιζέρια της φτώχειας. Από λίγα ή τα πολλά ήξερες και να δίνεις.

 Κι όταν λιγόστευαν οι δουλειές και συναντιόσουν με τις άλλες κυρές να πείτε μια κουβέντα, και τότε έπλεκες ή έγνεθες. Έπρεπε να μας ποδήσεις όλους με κάλτσες, να μας ζεστάνεις με πουλόβερ, φανέλες… Τον χειμώνα, που ο καιρός σε έκλεινε στο σπίτι, έστηνες τον αργαλειό να υφάνεις.  Τότε είχες την ευκαιρία να μας χαρείς, όσο βέβαια είμαστε κοντά σου, γιατί μετά το Δημοτικό μας κατευόδωνες να μάθομε γράμματα ή και κάποια τέχνη, «για να φύγουμε από τη λάσπη», όπως έλεγες. Μας καρτερούσες Χριστούγεννα και Πάσχα, για να μας περιποιηθείς όπως τους μουσαφιραίους, αλλά το καλοκαίρι και εμείς βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε.

Πόσα λοιπόν γνώριζες να κάνεις!  Πόσα γνώριζες για τα ζώα! Και όταν αρρώσταιναν, φρόντιζες να τα ανακουφίζεις με την αγάπη που έδειχνες και στα παιδιά σου. Πόσα ήξερες για τα φυτά, που εμείς αγνοούμε τα ονόματα αλλά και τη χρησιμότητα. Σαστίζω σαν τα φέρνω στον νου μου. Σε θυμάμαι να μας ξεναγείς  στο στερέωμα του έναστρου ουρανού με τη δική σου ορολογία, και να μας μυείς στην ομορφιά και την απεραντοσύνη του σύμπαντος με τον δικό σου τρόπο. Την Πούλια και τον Αυγερινό τα ξεχώριζες, τα έβαζες και στα τραγούδια σου: «Παντρεύεται ο Αυγερινός,/ την Πούλια κάνει ταίρι/ και τ’ άστρα συμπεθέροι…». Τόσο οικεία ήταν για σένα η φύση! Με εντυπωσίασες ένα βραδάκι που είπες πόσων ημερών ήταν το νέο φεγγάρι. Πώς το κατάλαβες; σε ρώτησα. Το ίδιο με ξάφνιασες όταν εμφανίσθηκαν τα χελιδόνια, και μετά για κάμποσες μέρες δεν τα ξαναείδαμε. Έτσι κάνουν μου είπες, θα ξανάρθουν. Τα πάντα παρατηρούσες. Το μάθημα δεν το ξέχασα, αλλά στο αναμέτρημα μαζί σου πάλι βγήκες μπροστά. Η ωριμότητα ξέρει να αναγνωρίζει. Πράγματι, δεν έμαθες γράμματα, ήσουν αδικημένη γιατί σίγουρα  μπορούσες να μάθεις, αλλά ήξερες τόσα πολλά, που δυστυχώς δεν τα εκτιμήσαμε δεόντως όταν έπρεπε. Χάθηκαν γνώσεις χρήσιμες.

Ήξερες να τραγουδάς. Γνώριζες πολλά τραγούδια. Τραγουδούσες στη δουλειά, στις μεγάλες γιορτές, μα και στον θάνατο. Τον πόνο τον έκανες τραγούδι. Ήξερες να χαίρεσαι τις γιορτινές μέρες, που ξεχώριζαν από τις καθημερινές με τον εκκλησιασμό, τον χορό, το τραγούδι, το γιορτινό φαγητό, το όμορφο ντύσιμο, το καλοστρωμένο σπίτι. Γι’ αυτό τα βιώματά μας είναι δυνατά και όμορφα, παρ’ ότι  δεν υπήρχαν οι ανέσεις και τα σημερινά καλούδια. Η τοπική γιορτινή φορεσιά σου ήταν καλαίσθητη. Τα κεντίδια της ποδιάς όμορφα∙ έρχονταν από πολύ παλιά. Και όλα από τα χέρια σου!  

Πόσα ήξερες! Πόσα μπορούσες να κάνεις! Πώς τα πρόφταινες όλα; Ήσουν, μάνα αγρότισσα της γενιάς μου, ομολογουμένως αγράμματη ή ολιγογράμματη. Κανένας όμως δεν θα μπορούσε, χωρίς να σε αδικήσει, να σε χαρακτηρίσει αμόρφωτη. Το κεφάλαιο των γνώσεών σου ομολογούμε πως δεν το εκτιμήσαμε δεόντως όταν έπρεπε, δεν το οικειοποιηθήκαμε ούτε το καταγράψαμε. Κρίμα, γιατί  ήταν πείρα αιώνων! Πάντως, τώρα αναγνωρίζομε την αξία σου και σε αυτόν τον τομέα. Νοιώθομε περήφανοι που υπήρξες μάνα μας!

ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

Υπήρχε μια περίπτωση στη μνήμη μου.



Υπήρχε μια περίπτωση στη μνήμη μου.

Μια γυναίκα πήγε στην εκκλησία μας να προσευχηθεί. Εκείνη την εποχή ήταν πάνω από σαράντα ετών. Σεμνή, ήσυχη, καλή. Συχνά προσευχόταν μπροστά από την εικόνα των Αγίων Πέτρου και Φεβρωνίας με τα λόγια: "Ας είναι το θέλημα του Θεού για μένα ..." Κάθε φορά, επικοινωνώντας με τον ιερέα, παραπονέθηκε, ότι οι σύγχρονοι άνδρες είναι πολύ αναποφάσιστοι, και ντρέπεται να γνωρίσει, κάποιον ειδικά αφού είναι σε τέτοια ηλικία, αν και θέλει τόσο οικογένεια, και παιδιά. Μοιράστηκε με τον εξομολογητή της ότι προσευχόταν ο Κύριος να την βοηθήσει . Και τότε μια μέρα έφερε τον γαμπρό με τα λόγια: "Ο Κύριος εκπλήρωσε την προσευχή μου".

 

Η σύγχρονη κυρία, ταξιδεύει στην πόλη με αυτοκίνητο, και κάπου στο δρόμο για το σπίτι είχε ένα ατύχημα ακριβώς στο φανάρι. Ένας μεσήλικας και ευχάριστος άντρας βγήκε από το αυτοκίνητο με το οποίο συγκρούστηκε. Δεν οργίσθηκε, όπως συμβαίνει συνήθως όταν οι άντρες βλέπουν μια γυναίκα να οδηγεί, αντίθετα, προσέφερε βοήθεια, παραδέχτηκε ότι έφταιγε, ξεπέρασε το όριο ταχύτητας. Είμαι έτοιμος να βοηθήσω στην επισκευή του αυτοκινήτου. Συναντηθήκαμε, καλέσαμε την τροχαία. Πήγαν στο καφέ να περιμένουν.

 

Η αστυνομία που έφτασε δεν μπορούσε να βρει τα θύματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή αυτό το ζευγάρι, αφού είχε εγκαταλείψει τα αυτοκίνητά του, κάθισε χέρι, χέρι και μιλούσε χωρίς να σταματήσει.

 

Μόνο όταν άκουσαν τον επίμονο ήχο της σειρήνας επέστρεψαν στα αυτοκίνητά τους. Τώρα ο ενορίτης μου είναι άνω των 50 ετών και με τον σύζυγό της κατάφεραν να γεννήσουν τρία όμορφα παιδιά. Και οι δύο λένε ότι ένας χρόνος περνάει τρεις. Μου φαίνεται ότι αν ένα άτομο προορίζεται να παντρευτεί, ας είναι υπομονετικό και προσθέτει: «Το θέλημά σου να γίνει», ο γάμος θα πραγματοποιηθεί.

 

Αρχιερέας Alexy Kruglik

πηγή.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Αγία Μεθοδία της Κιμώλου η Θαυματουργός.

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Οι όσιες γυναίκες συναγωνίστηκαν επάξια τους οσίους άνδρες σε πνευματικούς αγώνες και αγιότητα. Η Εκκλησίας μας έχει να επιδείξει μια πλειάδα οσίων γυναικών, οι οποίες λαμπρύνουν το εκκλησιαστικό στερέωμα. Μια από αυτές υπήρξε και η αγία Μεθοδία η εν Κιμώλω. Μια σύγχρονη οσιακή σημαντική μορφή.

Καταγόταν από τη νήσο Κίμωλο και γεννήθηκε την 10η Νοεμβρίου 1865 από γονείς θεοσεβούμενους και ενάρετους. Ο πατέρας της ονομαζόταν Ιάκωβος και η μητέρα της Μαρία, το δε επίθετό της ήταν Σάρδη. Στην οικογένεια υπήρχαν τρεις γιοι και πέντε θυγατέρες. Η δεύτερη από αυτές ήταν η Ειρήνη, η οποία μετονομάστηκε αργότερα σε Μεθοδία.

Από μικρό κορίτσι διακρίνονταν για τη σεμνότητά της, την πίστη της στο Θεό και την υπακοή της. Ήταν στολισμένη με αρετές και καλοσύνη και για γι’ αυτό ξεχώριζε από τα άλλα κορίτσια της οικογένειας και της περιοχής. Οι φτωχοί και αγράμματοι γονείς της φρόντισαν να τη μεγαλώσουν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Της εμφύτευσαν βαθειά στην ψυχή της την αγάπη στο Χριστό και την αφοσίωση στην Εκκλησία.

Σε νεαρή ηλικία, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής, αποφάσισαν οι γονείς της να την παντρέψουν με έναν νέο ναυτικό από τη Χίο. Η Ειρήνη, αν και είχε άλλα σχέδια για της ζωή της, να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο, να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό, υπάκουσε στους γονείς της να μην τους λυπήσει. Χωρίς λοιπόν τη θέλησή της, παντρεύτηκε τον νέο Χιώτη. Όμως η ευσέβεια της Ειρήνης δεν έπαψε και μετά το γάμο της. Τηρούσε με ακρίβεια τις νηστείες, εξομολογούνταν τακτικά και κοινωνούσε αδιάκοπα. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για την ματαίωση των σχεδίων της να ακολουθήσει τον μονήρη βίο. Τιμούσε το σύζυγό της και ουδέποτε του φανέρωσε τον κρυφό πόθο της να ακολουθήσει τον Νυμφίο της ψυχής της Χριστό. Μέσα στην ψυχή της έτρεφε την ελπίδα πως κάποτε ίσως πραγματοποιούνταν ο ευσεβής πόθος της.

Ύστερα από λίγο καιρό συνέβη το απροσδόκητο. Το πλοίο που εργάζονταν ο σύζυγός της ναυάγησε στα παράλια της Μ. Ασίας και εκείνος κατέστη αγνοούμενος, αφού δεν επέστρεψε ποτέ στο σπίτι του. Προφανώς είχε πνιγεί. Μάταια τον περίμενε για πολύ καιρό η Ειρήνη. Όμως αφού είδε ότι δεν εμφανίζονταν, αποφάσισε να ικανοποιήσει την παιδική επιθυμία της να ζήσει πλέον ως μοναχή. Πήγε στον επίσκοπο Σύρου Μεθόδιο και του ζήτησε να ντυθεί το μοναχικό σχήμα. Εκείνος δέχτηκε και την έκειρε μοναχή στην Ιερά Μονή Οδηγήτριας Κιμώλου, δίνοντάς της το μοναχικό όνομα Μεθοδία.

Για τη Μεθοδία ανοίχτηκε μπροστά της ένας νέος δρόμος πνευματικού αγώνα. Η ψυχή της αισθάνονταν απέραντη αγαλλίαση και ευχαριστούσε μέρα και νύχτα το Θεό, που την αξίωσε να νοιώσει τις μυστικές εμπειρίες της ασκητικής ζωής. Άρχισε να μελετά με πάθος ασκητικά βιβλία, θέλοντας να εφαρμόσει η ίδια τα παραγγέλματα των αγίων ασκητών της Εκκλησίας μας. Άρχισε με ακρίβεια την εφαρμογή τους· αδιάλειπτη προσευχή, νηστεία, αγρυπνία και θεωρία. Ακολουθούσε τον αγώνα αποκοπής των παθών και της νεκρώσεως του παλιού εαυτού της. Ενωρίς φάνηκαν τα σημάδια της αγιότητά της.

Θεώρησε καλό και ωφέλιμο να ζει σε απομόνωση, ώστε να μην αποκόβεται από την προσευχή και τη θεωρία του Θεού. Κλείστηκε σε ένα μικρό κελί στη θέση «Στιάδι», μέσα στο Κάστρο της Κιμώλου, κοντά στον Ιερό Ναό της Γεννήσεως του Σωτήρος. Εκεί ζούσε με αδιάλειπτη προσευχή και ουράνιες αναβάσεις. Έβγαινε σπάνια από το κελί της και μόνο σε επείγουσα ανάγκη, ιδιαίτερα να προσφέρει τη βοήθειά της σε ανθρώπους που την είχαν ανάγκη. Άλλωστε έτρεφε απέραντη αγάπη για όλους τους ανθρώπους, ιδιαίτερα για τους ενδεείς, τους οποίους ωφελούσε όσο μπορούσε.

Έγκλειστη η Μεθοδία στο στενό κελί της ζούσε ως επίγειος άγγελος. Ο ύπνος της ήταν ελάχιστος, η τροφή της στοιχειώδης. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή δεν έβγαινε καθόλου από το κελί της. Ζούσε με ελάχιστη ξηρή τροφή και νερό, τα οποία της τα έδιναν από ένα μικρό παράθυρο του κελιού της και εκείνη τους ανταπόδιδε λίγο λάδι από το ακοίμητο καντήλι του κελιού της. Οι ευσεβείς κάτοικοι της Κιμώλου, το έπαιρναν με ευλάβεια και άλειφαν με αυτό τους ασθενείς, οι οποίοι, σε πολλές περιπτώσεις γινόταν καλά με τις ευχές της αγίας μοναχής.

Μια από τις αρετές της ήταν τα αστείρευτα δάκρυα για τον εαυτό της, τον οποίο θεωρούσε αμαρτωλό και για τη σωτηρία του κόσμου. Η προσευχή της συνοδεύονταν πάντα από ποταμούς δακρύων και γι’ αυτό είχε αποτελεσματικότητα η προσευχή της. Μια άλλη ευσεβής ενασχόλησή της στο κελί της ήταν η ανάγνωση θεοφιλών συγγραμμάτων. Τα θεία λόγια της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας μας την έθελγαν και την ευχαριστούσαν αφάνταστα. Ζούσε για το Χριστό και είχε πάψει να ζει για τον εαυτό της. Το λιπόσαρκο ασκητικό της σαρκίο είχε μεταβληθεί σε σκεύος και κατοικία του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό αξιώθηκε πολλών θαυμάτων.

Η φήμη της αγίας ασκήτριας είχε διαδοθεί σε όλο το νησί, αλλά και στα άλλα νησιά του Αιγαίου. Πολλοί έτρεχαν στο μικρό κελί της, κυρίως γυναίκες, για να ακούσουν λόγια πνευματικά και παρηγορητικά. Ποτέ δεν αρνούνταν να τους δεχτεί. Ως στοργική μητέρα τους άκουγε, τους συμπονούσε και τους ωφελούσε με τις νουθεσίες της. Πάμπολλες κουρασμένες και βασανισμένες ψυχές βρήκαν στην Μεθοδία παρηγοριά και οδηγήθηκαν στη μετάνοια και τη σωτηρία. Δίδασκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της την αγάπη, την υπομονή και την καρτερία στις αντιξοότητας της ζωής.

Έτσι πολιτεύτηκε η αγία μοναχή, ωφελώντας τον εαυτό της και τους άλλους. Ο Κύριος την κάλεσε κοντά Του την Κυριακή 5 Οκτωβρίου του έτους 1908 σε ηλικία μόλις 43 ετών. Την επομένη της κοιμήσεώς της παρατηρήθηκε η ευκαμψία των μελών του λειψάνου της, ως τεκμήριο της αγιότητάς της. Ο πιστός λαός της Κιμώλου κήδεψε πάνδημα την αγία μοναχή. Αργότερα έγινε ανακομιδή των ιερών λειψάνων της, τα οποία τοποθετήθηκαν στον Ιερό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Κιμώλου και αποτελούν πηγή θαυμάτων. Η μνήμη της αγίας Μεθοδίας τιμάται στις 5 Οκτωβρίου.

Αγία Γουίνιφρεντ του Treffynon (Ουαλία)




  Στα Ουαλικά το όνομα της είναι Gwenfrewi. Ήταν ανηψιά του μεγάλου αγίου Beuno του Θαυματουργού και ζούσε με τους γονείς της πιο ψηλά από την κοιλάδα που βρισκόταν το κελί του και το ψάθινο εκκλησάκι του, στο λόφο όπου τώρα στέκεται η εκκλησία.

  Σύμφωνα με την παράδοση, ο Caradoc, γιος ενός τοπικού οπλαρχηγού ζήτησε να την απολαύσει καθώς κυνηγούσε και επιχείρησε να την αποπλανήσει. Εκείνη αντιστάθηκε στις ορέξεις του και έτρεξε προς το εκκλησάκι του θείου της για προστασία. Ο Caradoc την κυνήγησε και μέσα στο θυμό του της έκοψε το κεφάλι με το σπαθί του. Μία πηγή από νερό άρχισε να ρέει στο σημείο όπου έπεσε το κεφάλι της. Ο Άγιος Beuno επανατοποθέτησε το κεφάλι της και μέσα από θερμή προσευχή προς τον Σωτήρα επανήλθε στη ζωή.


  Η Αγία Winefride άρχισε να ακολουθεί τη μοναστική ζωή κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του Αγίου Eleri. Έμεινε με τον θείο της ώσπου αυτός μετακόμισε στην περιοχή Clynnog Fawr στη χερσόνησο Lleyn. Έπειτα αφού έμεινε για σύντομο διάστημα στο Bodfari και στο Henllan δίπλα στο Denbigh, η Αγία Winefride ταξίδεψε δυτικά προς τους λόφους ψηλά πάνω από την κοιλάδα Conwy και εκεί εγκατέστησε ένα μοναστήρι από μοναχές στο χωριό Gwytherin. Κοιμήθηκε σε σχετικά νεαρή ηλικία κατά το έτος 650 και οδηγήθηκε στο τόπο της ανάπαυσης της από τον Άγιο Eleri ο οποίος ήταν ο πρώτος που την εκπαίδευσε.

Τα λείψανα της αγίας μεταφέρθηκαν στο αβαείο των Βενεδικτίνων στο Shrewsbury το 1138, παρέμειναν εκεί ώσπου λεηλατήθηκαν και διασκορπίστηκαν κατά την Μεταρρύθμιση.

Μόνο ένα δάκτυλο διασώθηκε και αυτό το πολύτιμο λείψανο παρουσιάζεται για προσκύνηση σήμερα στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία του Holywell (άγιο πηγάδι). Στο Gwytherin δεν έχει απομείνει κάτι να τη θυμίζει πέρα από την εκκλησία που είναι αφιερωμένη σε αυτή· το πέτρινο εκκλησάκι της κατεδαφίστηκε 300 χρόνια πριν. Η μεγάλη καμπάνα του, η οποία χρειαζόταν τέσσερις άντρες για να μπορέσουν να τη χτυπήσουν, διαλύθηκε σαν άχρηστο μέταλλο το 1730.

Στο Holywell θεωρούν ύψιστη αξία την ανάμνηση της Αγίας Winefride. Μέσα από τις μεσιτείες της, πολλά θαύματα έχουν συμβεί στο Holywell, το οποίο μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του παλαιότερου προσκυνήματος στη Βρετανία. To 1416 o Henry o πέμπτος πήγε εκεί περπατώντας για να αποδώσει ευχαριστία για τη μεγάλη του νίκη στο Agincourt.

Οι επισκέψεις τον προσκυνητών δεν έχουν μειωθεί και θα ήταν καλό και εμείς να είμαστε μεταξύ τους. Για εμάς η Αγία Winefride συνδέεται με την Ορθόδοξη πίστη μαζί με τον Άγιο Alban τον πρωτομάρτυρα, με τον Δαβίδ και τον Beuno, με τον Cuthbert και τον Aidan, με τον Columba και τον Patrick- μαζί με όλους τους Ορθόδοξους Αγίους της αδιαίρετης Εκκλησίας της οποίας το φως φανερώθηκε στη γη μας.

Στην βάπτιση Του στον Ιορδάνη, ο Χριστός απολύτρωσε μία διαστρεβλωμένη και ανισόρροπη φυσική τάξη, μετατρέποντας το νερό σε ένα κανάλι από χάρη και θεραπεία. Ας είναι έτσι και για όλους εμάς που δεχόμαστε τον αγιασμό της Αγίας Του. Το εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο σε αυτήν χτίστηκε με γενναιοδωρία της Margaret, κόμισσας του Richmond. Το εκκλησάκι είναι πλήρως επιπλωμένο και διακοσμημένο με εξαίρετα γλυπτά. Στο πηγάδι όπου βρίσκεται το αγιασμένο νερό της Αγίας, τα νερά ευλογούνται από τους Ορθοδόξους και όποιος επιθυμεί μπορεί να μπει μέσα στο νερό.

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Σωτηρία Αλιμπέρτη: Η πρώτη γυναίκα ιστορικός της Επανάστασης



Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

            Μεταξύ των πολλών ανδρών που έζησαν κατά και κοντά στην Επανάσταση του 1821 και έγραψαν ιστορικά μελετήματα και απομνημονεύματα υπήρξε και μία γυναίκα, η Σωτηρία Αλιμπέρτη (1847 – 1929), η οποία έγραψε ένα εξαιρετικό ιστορικό πόνημα για τις ηρωίδες του Ξεσηκωμού υπέρ της ελευθερίας του Έθνους. Το 484 σελίδων βιβλίο της, με τίτλο «Αι ηρωίδες της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Τύποις Στεφ. Ν. Ταρουσόπουλου)  κυκλοφορήθηκε το 1933, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό της.

Στην εισαγωγή του βιβλίου γράφεται ότι το έργο της Σωτηρίας Ι. Αλιμπέρτη περί των Ηρωίδων της Ελληνικής Επαναστάσεως «αποτελεί το λαμπρότερον Μνημείον των Γυναικών, αι οποίαι μετά των Ανδρών εθεμελίωσαν ελληνικήν πατρίδα, οικογένειαν, κοινωνίαν». Στη συνέχεια τονίζεται: «Πρώτη η ενθουσιώδης συγγραφεύς ορμωμένη όχι μόνον εξ απλού ιστορικού ενδιαφέροντος, αλλ΄ εξ υψηλού αισθήματος εθνικού απεφάσισε να ασχοληθή ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΩΣ με τας ηρωίδας, να ερευνήση μετ΄ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ τα περί αυτών και να τας αναστήση, με την πνοήν και την φλόγα του ενθουσιασμού της...».

Το πόσο επιμελημένη είναι η ερευνητική εργασία της Αλιμπέρτη για τις Ηρωίδες της Επαναστάσεως εξάγεται από το ότι ανέτρεξε στις ιστορικές πηγές προς εξακρίβωση των γεγονότων και από την πλούσια βιβλιογραφία της, ελληνική και ξένη. Το έργο της αποτελεί αληθή ιστορία του υπέρ ελευθερίας εθνικού αγώνος, με κέντρο τις ηρωίδες και τη δράση τους.

Η Σωτηρία Αλιμπέρτη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1847 από εύπορη οικογένεια. Πατέρας της ήταν ο αγωνιστής και βουλευτής Κλεομένης (Οικονόμου), εκ των σπουδαίων ρητόρων της Βουλής. Ο Κλεομένης απέθανε στην ακμή της ηλικίας του, το 1852, δηλητηριασθείς από πολιτικούς του αντιπάλους. Εκτός από την Σωτηρία άφησε σε νεαρή ηλικία δύο αγόρια, τον Άγη, που διετέλεσε νομάρχης και τον στρατηγό Κλεομένη Κλεομένους, που ήταν εκ των ελευθερωτών της Θεσσαλονίκης, στις 26 Οκτωβρίου 1912.

Η Σωτηρία Κλεομένους αφού περάτωσε τις σπουδές της στην Ελλάδα, τις συνέχισε στην Ιταλία, όπου στην Φλωρεντία και στη Ρώμη σπούδασε φιλολογία και καλές τέχνες. Το 1875 επέστρεψε στην Αθήνα και μετά  πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε υποδιευθύντρια στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Στην Βασιλεύουσα γνώρισε τον γενικό γραμματέα του «Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως» και αθόρυβο εργάτη των εθνικών συμφερόντων Ιωάννη Αλιμπέρτη και παντρεύτηκαν το 1882. Έως τον θάνατό του, το 1902, ήσαν ένα αρμονικό ζευγάρι, με σπουδαία εθνική δράση, στην Ελλάδα και στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού. Η Σωτηρία Αλιμπέρτη ως γενικός γραμματέας του Συλλόγου της «Εργάνης Αθηνάς» έδωσε μεγάλη ώθηση στην γυναικεία βιοτεχνία, ιδίως την υφαντική, την ταπητουργία και την πλεκτική.

Μετά την απώλεια του συζύγου η Σωτηρία επί δέκα περίπου χρόνια απομακρύνθηκε από την κοινωνική της δράση. Την ξανάρχισε το 1911 με την μετονομασθείσα «Εργάνη» σε «Πανελλήνιο Σύλλογο Γυναικών». Εκτός από διεθνείς εράνους που διενήργησε στο εξωτερικό, οργάνωσε στην Αθήνα γραφείο  για τον εφοδιασμό με χρήματα και ρουχισμό όσων επανήρχοντο από τους Βαλκανικούς πολέμους στρατιώτες. Τον Απρίλιο του 1914 διοργάνωσε εορτή στο Θέατρο του Διονύσου, τα έσοδα της οποίας προσφέρθηκαν σε γυναικόπαιδα της Ηπείρου. Το εθνικό και κοινωνικό έργο του Συλλόγου, ψυχή του οποίου ήταν η  Σωτηρία, συνεχίστηκαν, λόγω των γεγονότων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Παράλληλα με το εθνικό και κοινωνικό της έργο ασχολείτο με την έρευνά της για τις ηρωίδες της Επανάστασης και με άλλες μελέτες, όπως με την βιογραφία της Βασίλισσας Αμαλίας, την οποία έγραψε με πληροφορίες γυναικών φίλων της, που ήσαν στην αυλή της Βασίλισσας. Το έργο της «Αι ηρωίδες της Ελληνικής Επαναστάσεως» αρχίζει με την διαπίστωση ότι οι ελληνίδες γαλούχησαν τις γενιές των ηρώων και  διατήρησαν άσβεστο δια μέσου των αιώνων το θρησκευτικό συναίσθημα, το εθνικό φρόνημα και το μίσος κατά της τυραννίας. Γράφει σχετικά εμπνεόμενη από το δημοτικό τραγούδι: «Κατάρα νάχετε παιδιά, μη λιώσουν τα κορμιά σας. Όσο να ζήτε, την Τουρκιά να μην την προσκυνάτε. Αυτή είναι η εντολή που δίνει στα παιδιά της η μάνα των Λαζαίων (Σελ. 29). Και προσθέτει το γραφέν από τον ρωσογάλλο κοινωνιολόγο Ζακ Νοβίκοφ (Κωνσταντινούπολη 1849-Παρίσι 1912), ότι η γυναίκα ήταν η πρώτη δημιουργός του μεγαλείου της Ελληνικής πατρίδας. (Σελ. 31).

Στο ιστορικό βιβλίο της η Αλιμπέρτη αναφέρεται στις ηρωίδες του Σουλίου Μόσχω Τζαβέλλα, Χάιδω Σέχου, Δέσπω Μπότση, Ελένη Μπότσαρη. Επίσης στο Ζάλλογγο, στις ηρωίδες του Μεσολογγίου, στις ηρωίδες της θαλάσσης και των νησιών ( Μπουμπουλίνα, Βισβίζη, Μαυρογένους κ.α. ), σε αυτές της Πελοποννήσου, της Μακεδονίας, της Ρούμελης... Το βιβλίο κοσμείται από πλούσια εικονογραφία, με δυσεύρετες ιστορικές εικόνες, μεταξύ των οποίων και η προσωπογραφία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη ως αρματωλού.

Η αξία του βιβλίου της Σωτηρίας Αλιμπέρτη έγκειται ότι εκτός από τις γνωστές ηρωίδες ανακάλυψε και άγνωστες, όπως η Βενετή της Χαλκίδας, η Ροζάκαινα της Μάνης, η Χρυσή, σύζυγος του ήρωα Μάρκου Μπότσαρη, η Κοντύλη και η Καραντάνη από τις Μεσολογγίτισσες. Από τις λιγότερο γνωστές ιστορίες αναφέρονται δύο. Κατά τη σφαγή της Χίου οι δύο νεαρές, καλλιεργημένες  και όμορφες κόρες οικογενείας εκ των πρώτων της νήσου συνελήφθησαν αιχμάλωτες και σύρθηκαν στο κατάλυμα Τούρκου αξιωματικού, που  θέλησε να καταστήσει δική του τη μεγαλύτερη από τις αδελφές. Αυτή αντιστάθηκε και ο Τούρκος της έδωσε διορία να επιλέξει, ή θα υποκύψει στις ορέξεις του ή θα την σκοτώσει, και έπεσε στον ύπνο. Η Ελληνίδα κοπέλα, ως νέα Ιουδίθ, επωφελήθηκε της ευκαιρίας, έσυρε από τη θήκη το σπαθί του και το κάρφωσε στο στήθος του. Ύστερα αντιλαμβανόμενη τί την περιμένει κρεμάστηκε και την ακολούθησε η νεότερη αδελφή της.

Η άλλη περίπτωση είναι της παπαδιάς της Κουρκουμέλη. Όταν ο Ιμπραήμ πολιόρκησε το Αιτωλικό, πριν από την Έξοδο του Μεσολογγίου, και η κατάσταση σε αυτό έγινε αφόρητη οι πρόκριτοι αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν. Ο Ιμπραήμ επέτρεψε στους κατοίκους του υπό όρους να αποχωρήσουν. Υπολόγιζε ότι αν έβλεπαν οι Μεσολογγίτες το πώς φέρθηκε στους κατοίκους του Αιτωλικού θα έκαμαν το ίδιο... Οι κάτοικοι περνούσαν ανάμεσα σε Τούρκους. Όταν πέρασε η πανέμορφη  Παπαδιά Κουρκουμέλη την κράτησαν και την πήγαν πεσκέσι στον Ιμπραήμ. Αυτός προχώρησε να την αγκαλιάσει και την ακούμπησε με την χρυσοποίκιλτη λαβή του χατζαριού του. Η κοπέλα άρπαξε το σπαθί και του είπε ότι αν πάει να την αγκαλιάσει θα το καρφώσει στο στήθος του, γιατί ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΙΔΟΝΤΑΙ. Ο Ιμπραήμ της απάντησε ότι μπορεί να φωνάξει τη φρουρά του και αυτή θα την κανονίσει. Η νεαρή Ελληνίδα τότε του απάντησε ότι δεν θα προφτάσουν και βύθισε το σπαθί στο στήθος της.-    

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

Ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή σου είναι η γιαγιά σου. Την θυμάσαι; Η αγαπημένη όλων…


Είναι ο φύλακας άγγελός σου. Η πιο όμορφη και γαλήνια ύπαρξη της καρδιάς σου. Σε περιμένει ως το πιο μοναδικό δώρο για να σου δώσει απλόχερα ακόμα και την ίδια της την ψυχή.
Μπαίνει στη ζωή σου με φόρα απ’ την πρώτη μέρα που γεννιέσαι και σε φροντίζει αδιάκοπα με απεριόριστη λατρεία για πάντα. Απ’ τη στιγμή που σε αντίκρισε η πραγματικότητά της πλημμύρισε με χαρά και πήρε άλλο νόημα. Σημαίνεις για εκείνη τον πιο πολύτιμο άνθρωπο που υπάρχει στον κόσμο της. Ένα πλάσμα που για χατίρι του θα θυσίαζε τα πάντα προκειμένου να είναι ευτυχισμένο.
Για πολλούς δεν είναι απλώς η μαμά της μαμάς ή του μπαμπά τους. Είναι η δεύτερη μάνα τους. Ένας άνθρωπος που αποτελεί πολλά περισσότερα απ’ τη γραφική γιαγιούλα που μοιράζει καραμέλες και σοκολατάκια. Από εκείνη που μας επισκέπτεται τα σαββατοκύριακα ή τις γιορτές και τρώμε μαζί της. Είναι κάτι πιο βαθύ και δυνατό απ’ το άτομο εκείνο που μπορεί να φέρουμε απλώς το όνομά του. Είναι η γυναίκα που χωρίς εκείνη δε θα ήμασταν ο άνθρωπος που έχουμε εξελιχθεί σήμερα.
Και μιλάω ακριβώς για τη γιαγιά που μεγάλωσες στο πλάι της από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου. Που περνάς ώρες της καθημερινότητας μαζί της. Που βρίσκεται κοντά σου κάθε στιγμή της ζωής σου κι αποτελεί κομμάτι της οικογένειάς σου αναπόσπαστο κι αγαπημένο.
Τις περισσότερες φορές θα σε κοιμίσει στο κρεβάτι της, το οποίο για έναν ανεξήγητο λόγο έχει το πιο ξεκούραστο στρώμα και το πιο ζεστό πάπλωμα από οποιοδήποτε έχεις κοιμηθεί ποτέ σου. Τις φορές που μένει μαζί σου τα βράδια, θα κάνει λίγο χώρο και θα σε πάρει αγκαλιά για να μη φοβάσαι. Θα ξενυχτήσει στο πλευρό σου όταν έχεις πυρετό και θα φροντίσει να σε κρατήσει ζεστό και καθαρό μέχρι να γίνεις καλά. Η αγκαλιά της αποτελεί για σένα το πιο ασφαλές καταφύγιο.
Έτσι, μ’ ένα μαγικό τρόπο τα πάντα ηρεμούν κι ησυχάζουν. Η αγκαλιά αυτή δε συγκρίνεται με καμία στο σύμπαν. Μέσα της αισθάνεσαι τόση ασφάλεια και τρυφερότητα που την αποζητάς κάθε φορά που είναι κοντά σου. Τα ζαρωμένα μα ζεστά της χέρια σου προσφέρουν τα πιο απαλά χάδια. Και πώς να το κάνουμε; Όσο και να μεγαλώσεις, σ’ όποια φάση της ζωής σου και να βρίσκεσαι, αυτά τα χάδια τα έχεις ανάγκη.
Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό η σκέψη της τρέχει κοντά σου. Στο πού βρίσκεσαι κι αν είσαι ασφαλής. Οι μόνες στιγμές ηρεμίας της είναι όταν βρίσκεσαι μαζί της. Τότε που αδημονεί και λαχταρά να σε δει στην πόρτα και να χαμογελάσει διάπλατα. Και μετά να σε κατακλύσει με την επίμονη φροντίδα της. Πάντα θα πρέπει να φας αυτό που θα σου προσφέρει. Όσο χορτασμένος κι αν είσαι. Τα φαγητά της μυρίζουν ζεστασιά κι έχουν μια οικεία γεύση που δεν μπορείς να γευθείς πουθενά αλλού.
Καθετί που είναι αποτυπωμένο στη μνήμη των παιδικών κι εφηβικών σου χρόνων έχει την εικόνα τη δική της. Το σπίτι της είναι για σένα ο χώρος που έπλασες τις πιο ωραίες σου αναμνήσεις. Το πρώτο σου ποδήλατο και τα παιχνίδια που έπαιζες μικρός, η στράτα που περπάτησες στην αυλή της, ακόμη κι οι πρώτοι σου εφηβικοί προβληματισμοί!
Θα είναι πάντα στο μυαλό σου η μορφή της σε κάθε σου βήμα! Το πρωινό της ξύπνημα, οι βόλτες στην παιδική χαρά, η παρουσία της στο χώρο του σχολείου. Τα κλάματα συγκίνησης που σου έλεγαν πού πας, κάθε φορά που έπρεπε να την αποχωριστείς για πολύ καιρό. Ακόμη κι οι φωνές της όταν σε μαλώνει είναι για σένα η ζωντάνια που νοστάλγησες από τότε που μεγάλωσες και δεν την έχεις πια στην καθημερινότητα σου τόσο πολύ.
Όλα τα έζησες εκεί. Η γειτονιά και τα αμέτρητα παιχνίδια, το μικρό δασάκι δίπλα στην αλάνα κι όλες σου οι παιδικές μινιατούρες ξεπετάγονται σ’ αυτά τα μέρη. Είναι βαθιά φυλαγμένα στην ψυχή σου και σου δίνουν δύναμη να σκέφτεσαι πόσο μοναδικό σε έκαναν.
Είσαι περήφανος όταν λες, «με καλομάθατε σίγουρα μα δε με κακομάθατε»! Όταν σκέφτεσαι την αγάπη που έχεις στον εαυτό σου, δεν μπορείς να βρεις άλλο λόγο για να νιώθεις έτσι παρά για τα τόσα υπέροχα πράγματα που σου προσέφερε.
Πονάς όμως στη σκέψη των χρόνων που περνάνε και τρέμεις κάθε ασθένεια που μπορεί να την πάρει από κοντά σου. Καρδιοχτυπάς σε κάθε ξαφνικό τηλεφώνημα κι ανακουφίζεσαι όταν μαθαίνεις πως τελικά όλα είναι εντάξει. Τη βλέπεις να μεγαλώνει κι ανησυχείς όλο και περισσότερο, μήπως έρθει μία μέρα που δε θα τη βλέπεις πια καθόλου! Όταν δε θα την έχεις πια, κάθε στιγμή, θα σου θυμίζει πόσο πολύτιμο ήταν κάθε λεπτό που ήταν συνεχώς κοντά σου, ακόμη κι αν κάποτε δεν το αντιλαμβανόσουν.
Και νιώθεις τόση αμοιβαία εξάρτηση από εκείνη που θες ν’ αδράξεις μαζί της την κάθε στιγμή που περνάει για όσα χρόνια μπορείς να την έχεις πλάι σου. Θέλεις να ξοδεύεις, όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο μαζί της. Δεν μπορείς να φανταστείς άλλη καλύτερη οικογένεια απ’ το δικό της πρόσωπο. Τώρα καταλαβαίνεις πόσο τυχερός στάθηκες που έγινες αυτός που είσαι τώρα χάρη στη δική της συμβολή.
Ευχαριστείς το Θεό κάθε μέρα και είσαι ευγνώμων που την έχεις ακόμη στη ζωή σου. Που εξακολουθεί να σε μεγαλώνει μ’ αυτόν τον αγνό κι αυθεντικό τρόπο, που μόνο εκείνη ξέρει. Χαίρεσαι που βίωσε την κάθε ηλικία σου κι εξακολουθεί να σε καμαρώνει, όσο ακόμα εξελίσσεσαι. Ποτέ σου δε θα μπορούσες να φανταστείς καλύτερη οικογένεια από εκείνη.
Θα είσαι δίπλα της πάντα και για πάντα!
 
Συντάκτης: Μαίρη Νταουξή
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Η Οσία Δοσιθέα του Κιτάεβ(Κίεβο

)



Η οσία Δοσιθέα –κατά κόσμον Δαρεία Τυάπκιν– γεννήθηκε το 1721 σε οικογένεια πλουσίων γαιοκτημόνων του Ριαζάν. Όταν ήταν δύο ετών, την ανατροφή της ανέλαβε η γιαγιά της μοναχή Πορφυρία της μονής Βοζνεσένσκ της Μόσχας.
Η γερόντισσα Πορφυρία, αυστηρή ασκήτρια η ίδια, εκπαίδευε και την εγγονή της στην άσκηση, στη νηστεία και στην αγάπη προς τον πλησίον. Ύστερα από επτά χρόνια εκείνη εκάρη μεγαλόσχημη και οι γονείς πήραν τη θυγατέρα τους στο σπίτι.


Βρίσκοντας άχαρη και κουραστική την κοσμική ζωή, η Δαρεία συνέχισε να ζει ως μοναχή με αυστηρή άσκηση. Ανήσυχοι οι γονείς της για τη συμπεριφορά της, εσκέπτοντο να την υπανδρεύσουν το συντομότερο. Αλλά η Δαρεία, ήδη δοσμένη στο Θεό, σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε κρυφά την οικογένειά της και μεταμφιεσμένη σε άνδρα χωρικό με το όνομα Δοσίθεος μετέβη στη Λαύρα του αγίου Σεργίου. Καθώς ήταν υψηλού αναστήματος και με ανδροπρεπές πρόσωπο, έγινε πιστευτή. Τη δέχθηκαν ως δόκιμο και της έδωσαν το διακόνημα του εκκλησιαστικού.


Ύστερα από τρία χρόνια άκαρπων αναζητήσεων η μητέρα και η μεγαλύτερη αδελφή της πήγαν για προσκύνημα στη Λαύρα. Η Δαρεία, η οποία διακονούσε στην εκκλησία, τις αναγνώρισε και, όταν αντιλήφθηκε ότι την παρατηρούσαν επίμονα, αναμείχθηκε με το πλήθος, βγήκε από την εκκλησία και ανεχώρησε κρυφά για τη Λαύρα του Κιέβου.

Επειδή δεν είχε διαβατήριο, δεν τη δέχθηκαν εκεί. Μη έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να ζήσει ως ερημίτης σε σπήλαιο, το οποίο έσκαψε η ίδια κοντά στη σκήτη Κιτάεφ. Η τροφή της ήταν μόνο ψωμί και νερό, που της άφηνε έξω από το σπήλαιο κάποιος μοναχός. Την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής κλεινόταν τελείως και τρεφόταν με βρύα και ωμές αγριόριζες.

Η σκληρή της άσκηση τράχυνε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και τη φωνή της, είλκυσε όμως τη χάρη τού Θεού και γρήγορα έγινε γνωστή σε όλο το Κίεβο.

Το 1744 την επισκέφτηκε η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Πετρόβνα (1741-1761). Με την παρουσία και τη θέληση εκείνης η οσία, ηλικίας τότε είκοσι τριών ετών, έλαβε το μοναχικό σχήμα κρατώντας το όνομα Δοσίθεος.

Σιγά-σιγά η φήμη του προφητικού και διορατικού της χαρίσματος εξαπλώθηκε παντού και πολλοί πήγαιναν «στον έγκλειστο στάρετς», για να πάρουν τη σοφή συμβουλή του και να παρηγορηθούν από τους λόγους του. Μαζί τους «ο στάρετς» μιλούσε πίσω από παραθυρίδιο, χωρίς να φαίνεται.

Μεταξύ των επισκεπτών ήταν και η κατά σάρκα αδελφή τής οσίας Δοσιθέας, που έφθασε ως το Κίεβο με σκοπό να ρωτήσει «τον στάρετς» για την εξαφάνιση της αδελφής της. Η οσία, χωρίς να της αποκαλυφθεί, της είπε να παύσει να την αναζητά, διότι αποκρύπτεται χάριν του Θεού.


«Τον έγκλειστο Δοσίθεο» επισκέφθηκε το 1776 και ο δεκαεπταετής τότε Πρόχορος Μοσνίν, ο μετέπειτα όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ (2 Ιαν.) Προβλέποντας τη μελλοντική του εξέλιξη, η οσία τον ευλόγησε και τον συμβούλευσε να κοινοβιάσει στη μονή του Σαρώφ, με την προτροπή να φυλάττει πάντοτε στο στόμα και στην καρδιά την ευχή του Ιησού, για να ενοικήσει μέσα του το Άγιον Πνεύμα.

Την εποχή που απαγορεύθηκε στη Ρωσία ο ερημητικός βίος, η Δοσιθέα μετοίκησε στα μακρύτερα σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Επειδή όμως δεν έβρισκε ησυχία από τα πλήθη του λαού, που και εκεί την επισκέπτοντο, ύστερα από τέσσερα χρόνια επέστρεψε στη σκήτη Κιτάεφ και εγκαταστάθηκε σε κάποιο απομονωμένο κελλί.


Εκεί, τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε ως διακονητή του κελλιού και στενό μαθητή τον μοναχό Θεοφάνη. Αυτός ήθελε να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα, αλλά η οσία τον έστειλε στη Μολδαβία, στον μεγάλο γέροντα Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (15 Νοεμ.), τον ανανεωτή της ησυχαστικής παραδόσεως και της νοεράς προσευχής. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, ο Θεοφάνης έμεινε κοντά στην οσία ως την κοίμησή της.

Όταν η Δοσιθέα προαισθάνθηκε το τέλος της, πήγε στη σκήτη να αποχαιρετήσει τους αδελφούς. Έπειτα επέστρεψε σιωπηλά στο κελλί της και ανέμενε την έξοδο της ψυχής της διαβάζοντας ψαλμούς όλη τη νύχτα. Το πρωί την βρήκαν γονατιστή μπροστά σε μια εικόνα.

Το κερί ήταν ακόμη αναμμένο και στο χέρι ο «μακαριστός γέροντας» κρατούσε σημείωμα που έγραφε: «To σώμα είναι έτοιμο προς ενταφιασμό. Σας παρακαλώ, αδελφοί, μην το αγγίζετε. Ενταφιάστε το κατά τη συνήθεια».

Εκοιμήθη στις 25 Σεπτεμβρίου 1776, σε ηλικία πενήντα πέντε ετών.
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ


H Αγία Νεομάρτυς ΑΚΥΛΙΝΑ

Τη ΚΖ΄ (27η) Σεπτεμβρίου, η Αγία Νεομάρτυς ΑΚΥΛΙΝΑ ράβδοις συνθλασθείσα τελειούται εν έτει 1764.

Ακυλίνα η Αγία Νέα Παρθενομάρτυς του Χριστού ήτο εκ Θεσσαλονίκης, από χωρίον καλούμενον Ζαγκλιβέρι, κείμενον εν τη Επισκοπή Αρδαμερίου, γεννηθείσα από γονείς ευσεβείς· το μαρτύριον αυτής συνέβη υπό τοιαύτας περιστάσεις. Ημέραν τινά ο πατήρ της Αγίας διεπληκτίσθη μεθ’ ενός Τούρκου γείτονός του (επειδή εκεί κατώκουν τότε και Χριστιανοί και Τούρκοι), κτυπήσας δε αυτόν εκ συνεργείας του μισοκάλου τον εφόνευσεν· όθεν τον συνέλαβον οι εξουσιασταί του τόπου και τον ωδήγησαν εις τον πασάν της Θεσσαλονίκης, δια να τον θανατώση· ούτος δε φοβηθείς τον θάνατον, και θέλων να απαλλαγή, φευ του πτώματος! ετούρκευσεν· όθεν δεν τον εφόνευσαν. Ήτο δε τότε η Αγία Ακυλίνα βρέφος θηλάζον το μητρικόν γάλα· αφ’ ου δε παρήλθε καιρός ικανός, οι Τούρκοι έλεγον εις τον πατέρα της να τουρκεύση και την θυγατέρα του· ο δε απεκρίθη εις αυτούς:

«Μη σας μέλη δια την θυγατέρα μου· αυτή είναι υπό την εξουσίαν μου και όταν θελήσω την τουρκεύω». Η δε μήτηρ της Αγίας, μείνασα εις την πίστιν του Χριστού, δεν έπαυε καθ’ εκάστην ώραν διδάσκουσα την θυγατέρα της να ίσταται στερεά εις την πίστιν του Χριστού και να μη αρνηθή τον Ιησούν Χριστόν. Όταν έφθασεν η κόρη εις ηλικίαν δεκαοκτώ ετών, έλεγον πάλιν οι Τούρκοι τα αυτά εις τον πατέρα της, ούτος δε καλέσας την Ακυλίναν της λέγει· «Τέκνον μου, οι άλλοι Τούρκοι μού λέγουν καθ’ εκάστην ημέραν να τουρκεύσης· όθεν ή τώρα ή ολίγον υστερώτερα, συ θα τουρκεύσης, μόνον κάμε την απόφασιν μίαν ημέραν πρότερον, δια να μη με ενοχλούν οι Τούρκοι». Η δε Αγία, φλεγομένη από τον του Χριστού διάπυρον έρωτα, με μεγάλην γενναιότητα απεκρίθη: «Μήπως νομίζεις ότι είμαι εγώ ολιγόπιστος ως και συ, δια να αρνηθώ τον ποιητήν και πλάστην μου, τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος υπέμεινε δι’ ημάς Σταυρόν και θάνατον; Μη μοι γένοιτο τούτο ποτέ. Εγώ είμαι έτοιμος να υπομείνω οίαν δήποτε βάσανον, ακόμη και θάνατον, δια την αγάπην του Χριστού μου». Ω λόγοι αξιοθαύμαστοι, όχι θυγατρός ενός τοιούτου τρισαθλίου πατρός, αλλά θυγατρός αληθώς του επουρανίου Βασιλέως Χριστού! Βλέπων τότε ο πατήρ της Αγίας το αμετάθετον της γνώμης αυτής επήγεν εις τους Τούρκους και τους λέγει: «Εγώ μεν δεν ηδυνήθην να καταπείσω την θυγατέρα μου εις το να τουρκεύση, σεις δε ό,τι θέλετε κάμετε εις αυτήν». Τούτο ακούσαντες εκείνοι εταράχθησαν, και παρευθύς στέλλουν ανθρώπους του κριτηρίου, δια να φέρουν την Μάρτυρα· η δε ευλογημένη μήτηρ της Αγίας, ιδούσα τους απεσταλμένους Τούρκους, παραλαβούσα την κόρην της, λέγει προς αυτήν την τελευταίαν ταύτην παραγγελίαν· «Ιδού, τέκνον μου παμφίλτατον, και γλυκυτάτη μου θύγατερ Ακυλίνα· ιδού, σπλάγχνον μου, έφθασεν η ώρα εκείνη, δια την οποίαν πάντοτε σε ενουθέτουν· ποίησον λοιπόν ως τέκνον υπακοής, και υπάκουσον εις τας νουθεσίας μου, δείξον ανδρείαν εις τας βασάνους, τας οποίας έχεις να πάθης, κι μη αρνηθής τον Χριστόν». Η δε παρομοίως μετά δακρύων απεκρίθη· «Μη φοβού, μήτερ μου, και εγώ τον αυτόν σκοπόν έχω, και ο πανάγαθος Θεός έστω βοηθός μου και εύχου υπέρ εμού»· και ούτως απεχαιρετίσθησαν μεταξύ των θρηνούσαι και δακρύουσαι. Οι δε υπηρέται του κριτού, δέσαντες την Μάρτυρα την ωδήγησαν εις το κριτήριον, παρηκολούθει δε και η φιλόστοργος μήτηρ την φιλτάτην θυγατέρα της απαγομένην εις τον τόπον της σφαγής· επειδή μητρικά σπλάγχνα δεν την άφινον να χωρισθή· αλλ’ οι υπηρέται της εξουσίας την μεν μητέρα της απέκλεισαν έξω του προαυλίου, την δε Ακυλίναν εισήγαγον εντός του κριτηρίου και παρουσίασαν αυτήν ενώπιον του κριτού, όστις με βάναυσον τρόπον της λέγει· «Αι, συ, γίνεσαι Τούρκα»; Η Αγία απεκρίθη: «Όχι, δεν γίνομαι· μη γένοιτο ποτέ να αρνηθώ την πίστιν μου και τον Δεσπότην μου Χριστόν». Ταύτα ακούσας ο κριτής εθυμώθη· όθεν διέταξε και εξέδυσαν την Αγίαν και την αφήκαν μόνον με το υποκάμισον· είτα δέσαντες αυτήν εις ένα στύλον την ερράβδισαν δύο υπηρέται επί ώραν πολλήν· αλλ’ η Μάρτυς υπέμεινεν ανδρειότατα ταύτην την βάσανον. Μετά ταύτα ο κριτής και άλλοι Τούρκοι φέροντες την Μάρτυρα έμπροσθέν των, ήρχισαν να την κολακεύουν και να της υπόσχωνται μεγάλας δωρεάς, εάν αρνηθή την πίστιν της· αλλ’ η του Χριστού νύμφη, εγκάρδιον έχουσα τον έρωτα προς τον νοητόν Νυμφίον της Χριστόν, εις ουδέν ταύτα ελογίζετο· και επειδή εις μεγιστάν πλούσιος, θρασύτατος πάντων, της είπε: «Τούρκεψε, Ακυλίνα, και εγώ να σε κάμω νύμφην εις τον υιόν μου», η του Χριστού Μάρτυς μετά τόλμης ανεικάστου απεκρίθη: «Ο υιός σου συν σοι εις την απώλειαν»· όπερ ακούσαντες εκείνοι ήναψαν από τον θυμόν, και δέσαντες πάλιν την Αγίαν ως πρότερον, την ερράβδισαν επί ώραν πολλήν· έπειτα λύσαντες αυτήν, πάλιν την εξετάζουσιν εκ τρίτου· και λέγει προς αυτήν ο κριτής: «Δεν εντρέπεσαι, δυστυχισμένη, να δέρεσαι γυμνή ενώπιον τόσων ανδρών»; Τούτο είπε, διότι εκ των πολλών ραβδισμών εξεσχίσθη το υποκάμισόν της και έμεινε γυμνή· της λέγει δε πάλιν: «Ή τούρκεψε ή θα συντρίψω τα κόκκαλά σου εν προς εν»· η δε αποκριθείσα του λέγει: «Και τι ωρέχθην από την πίστιν σας, δια να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου, ή από ποία θαύματα της πίστεώς σας να πιστεύσω; Αφού σεις βρωμείτε ακόμη ζώντες»· ω τόλμη μρτυρική! Ω μεγαλοψυχί ουρανίων επαίνων αξία! Ω απόκρισις, ουχί ενός απαλού κορασίου, αλλ’ ενός γίγαντος ανδρειοτάτου!  Ταύτα ακούσαντες εκείνοι κατησχύνθησαν άπαντες, αναγκαζόμενοι υπό της φαεινοτάτης των λόγων αληθείας και μη έχοντες τι άλλο να κάμωσιν, οργισθέντες ερράβδισαν εκ τρίτου την Αγίαν τόσον ασπλάγχνως, ώστε την αφήκαν ως νεκράν· η δε γη εκοκκίνισεν από τα αίματα και αι σάρκες της έπιπτον χαμαί. Κατόπιν λύσαντες την Μάρτυρα, την εφόρτωσαν εις ένα Χριστιανόν παρόντα εκεί, δια να την οδηγήση εις τον οίκον της μητρός της. Αυτή δε εναγκαλισθείσα την θυγατέρα της, ευρισκομένην εις τας εσχάτας αναπνοάς, την ηρώτα: «Τι έκαμες, τέκνον μου»; Η δε Μάρτυς μόλις και μετά βίας ελθούσα εις εαυτήν, ανοίξασα τους οφθαλμούς, και την μητέρα της ιδούσα, είπε: «Και τι άλλο ήθελον να κάμω, ω μήτερ μου, εκτός εκείνου το οποίον μοι παρήγγειλας; Ιδού κατά την εντολήν σου εφύλαξα την ομολογίαν της πίστεώς μου»· η δε μήτηρ της υψώσασα τας χείρας και τους οφθαλμούς της εις τον ουρανόν εδόξασε τον Θεόν· συνομιλούσα δε η Μάρτυς μετά της μητρός της παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού την κζ΄ (27ην) Σεπτεμβρίου του έτους αψξδ΄ (1764) και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε πάντιμον και άγιον λείψανόν της, ω του θαύματος! ευωδίασε παρευθύς ευωδίαν θαυμασιωτάτην και τόσην πολλήν, ώστε όλαι αι οδοί, όθεν διέβαινον μετά του μαρτυρικού λειψάνου προς κηδείαν και ενταφιασμόν, ευωδίαζον· την δε νύκτα κατήλθε φως ουρανόθεν και έλαμπεν επάνω εις τον τάφον τής Μάρτυρος, ως άστρον λαμπρότατον· όσοι δε Χριστιανοί το είδον, εδόξασαν τον Θεόν, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.