Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Περίεργα θαύματα της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου


 
Εδώ να σημειώσουμε ότι οι δύο υπάρχουσες θαυματουργές εικόνες της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου αγιογραφήθηκαν γύρω στα 1917 με εντολή του τότε γέροντα Παϊσίου (όχι του σημερινού νέου Αγίου).

Ο γέροντας Παϊσιος ανακάλυψε και τον παλαιό βίο της Αγίας πάνω σε δερμάτινη περγαμηνή στο Άγιο Όρος! Σήμερα, η μία εικόνα βρίσκεται στην Λυκόβρυση Αττικής στο γνωστό ομώνυμο Μοναστήρι του Παλαιού Ημερολογίου, και η άλλη βρίσκεται στο άλλο Μοναστήρι της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στην Αστόρια της Νέας Υόρκης.
Μιά μικρή συλλογή από θαύματα τής Αγίας, σήμερα καί “τώ καιρώ ετούτω” καί όχι μόνο “τώ καιρώ εκείνω”, θα παραθέσουμε πιό κάτω…

1) Ήλθε η ίδια η Αγία μαυροφορεμένη, και μάς βρήκε στο Νοσοκομείο !
«…Ήταν το 1984, όταν στο Κεντρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης (νυν νοσοκομείο Γ. Γεννηματά), οι ιατροί είχαν σηκώσει τα χέρια τους ψηλά, σχετικά με την υγεία του αδελφού μου, πού για να τον κρατήσουν στη ζωή θα έπρεπε να τού κόψουν στο χειρουργείο το ένα του πόδι…

Εκείνο το χρονικό διάστημα στην μονάδα ήταν και μία κυρία μαζί με την κόρη της, που γνώριζαν την χάρη της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου, και έδωσαν στην μητέρα μου το βιβλιαράκι της με τα θαύματα της, το λαδάκι, και το μήλο, που έπρεπε να νηστέψεις για 3 ημέρες και το πρωί της 4ης ημέρας έπρεπε να το πάρεις νηστικός σύμφωνα με την αρχαία παράδοση…

Ήταν τόση μεγάλη η απελπισία μας για την υγεία του αδελφού μου που πλέον είχαμε αρχίσει να χάνουμε και την πίστη μας στο Θεό μη βλέποντας κάποιο φώς στην αγωνία μας !

Απ΄ όλους μας, μόνο η μητέρα μου, που από μικρή ήταν στο χώρο της Εκκλησίας έλεγε και ξανάλεγε ότι «στο τέλος θα τα καταφέρουμε» και ότι ο Θεός δεν θα άφηνε τον αδελφό μου με ακρωτηριασμένο πόδι, για το υπόλοιπο της ζωής του, μιά καί ήταν τότε μόνο 11 χρονών παιδάκι…»

Η μητέρα μου διάβασε το βιβλιαράκι, άλειψε με λαδάκι της Αγίας τον αδελφό μου, και αποφασίσανε να νηστέψουν μέχρι την ημέρα του χειρουργείου αν και η κατάσταση της υγείας του αδελφού μου δεν το επέτρεπε σύμφωνα με τα λεγόμενα των Ιατρών….

Και εκεί που κυλούσαν όλα μα όλα μέσα στην απελπισία, παρά μόνο η μάνα μου και το τονίζω αυτό ήταν η μόνη αισιόδοξη, το βράδυ εκείνο της 3ης ημέρας της νηστείας ξημερώματα, όπως διηγούνται ακόμη και σήμερα ο αδελφός μου και η μητέρα μου, εμφανίστηκε στο δωμάτιο τους στο Νοσοκομείο μια μαυροφορεμένη γυναίκα…

Ξύπνησαν μόνο η μάνα μου που κοιμόταν σε μια καρέκλα σχεδόν 100 ημέρες δίπλα στον αδελφό μου, αλλά και ο ίδιος ο αδελφός μου. Η κοπέλα με την μητέρα της που ήταν στο ίδιο δωμάτιο δεν ξύπνησαν…. (μάλιστα η κοπέλα αυτή ήταν η αδελφή της Δέσποινας Βανδή, η δεσποινίς Μαλέα, έτσι η πορεία μας στην χάρη της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου ξεκίνησε από την οικογένεια Μαλέα).

Πλησίασε η μαυροφορούσα τον αδελφό μου και την μητέρα μου και τους είπε: «Είμαι η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου δεν θέλω να στεναχωριέστε γιατί όλα θα πάνε καλά».

Με το πού είπε αυτά τά λόγια, άπλωσε το χέρι της, από την πατούσα του αδελφού μου μέχρι το κεφάλι του και του είπε: «Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα τώρα, είσαι και εσύ ένα από τα παιδιά μου…»

Και αμέσως λέγοντας αυτά έφυγε με την ίδια ηρεμία που είχε έλθει από την πόρτα στο δωμάτιο, όπως ένας κανονικός άνθρωπος. Έντρομος ο αδελφός μου παιδί τότε 11 ετών και με κλάματα η μάνα μου, που είχε αισθανθεί το θαύμα, δεν κλείσανε μάτι όλο το υπόλοιπο της νύχτας.

Το πρωί ολοκλήρωσαν την νηστεία με την λήψη του αγίου μήλου της Οσίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου ώσπου ήρθε η ώρα που κάνανε την πρωινή εμφάνιση τους οι γιατροί στο δωμάτιο και δώσανε εντολή στους νοσοκόμους να ετοιμάσουν τον αδελφό μου για τις τελευταίες εξετάσεις πριν από το χειρουργείο…
Η μάνα μου τους ακολούθησε μέχρι το ακτινολογικό, εκεί που θα γινόντουσαν και οι τελευταίες εξετάσεις λίγο πρίν το χειρουργείο, για τον ακρωτηριασμό…

Πέρασαν σχεδόν 20 λεπτά και έβλεπε η μάνα μου τους ακτινολόγους και άλλων τμημάτων να εισέρχονται στο χώρο που φτιάχνανε τις εξετάσεις του αδελφού μου όταν πλέον είδε να φτάνει και όλο το team των Ιατρών πανικόβλητο εμπρός σε όλα αυτά που τους έλεγαν οι ακτινολόγοι από τα εσωτερικά τηλέφωνα…
Μετά από μία ολόκληρη ώρα παρακαλώ, βγήκε ο Καθηγητής της Ορθοπεδικής (Ιατρικής Σχολής-ΑΠΘ) κος. Βασίλειος Παπαβασιλείου και λέει στην μητέρα μου:

«Εγώ σηκώνω τα χέρια ψηλά. Αυτά που βλέπω τώρα είναι θέλημα Θεού. Το παιδί δεν έχει τίποτα και μπορείτε να το πάρετε από το νοσοκομείο και να φύγετε ακόμη και τώρα, αλλά όπου και αν πάτε σταματήστε σε μια Εκκλησία να ευχαριστήσετε τον Θεό που έκανε ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα για μένα στην Ιατρική επιστήμη…»

Η μάνα μου άρχισε τα κλάματα, κατάλαβε ότι η χάρη της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου δεν άφησε να τυραννηθεί στην ζωή τους ούτε η ίδια, αλλά ούτε και ο αδελφός μου.

Από τότε, η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου μάς έγινε η Αγία της οικογένειάς μας, γιατί βοήθησε άπειρες φορές ακόμη και με περίπτωση καρκίνου στο στήθος της μητέρας μου που τελικά πάνω κάτω έκανε και πάλι την εμφάνιση της η Αγία μας, και όπως ήρθε το κακό έτσι και έφυγε…

Ο Αδελφός μου τίμησε για τα θαύματα, την Αγία Ειρήνη την Χρυσοβαλάντου με το να δώσει στο πρώτο του παιδί το όνομα της Αγίας και εγώ στο τρίτο μου παιδί. Τέλος ο Αναπηρικός Σύλλογος που ίδρυσα πριν από ένα χρόνο σε Θεσσαλονίκη αλλά και Αθήνα έχει το όνομα της Αγίας μας, Προστάτιδας τόσο της οικογένειας μου, όσο και όλων των συνανθρώπων μας.

Είναι καλό όλοι να επισκεπτόμαστε την χάρη της Αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου στην Λυκόβρυση-Αττικής. Κάθε φορά που το κάνω νοιώθω πολύ χαρούμενος τόσο εγώ, όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας μου.

Αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου σε αγαπάμε και θα σε αγαπάμε μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας!!!

Θα διαδίδουμε τα θαύματα που έκανες στην οικογένεια μας, όπως κάνουμε μέχρι σήμερα σε όλους τους συνανθρώπους μας με αγάπη και συγκίνηση, όπως έκανες κι΄ εσύ απλόχερα στα δικά μας προβλήματα….και τώρα είμαστε δίπλα σου και θα είμαστε μέχρι τέλος.

***

2) Ένα γράμμα στην Αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου* από την μαμά Χριστιάνα

(*Η ιστορία των διδύμων της Χριστιάνας, όπως η ίδια την έστειλε για δημοσίευση στο περιοδικό της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου)

«…Αγία μου, αυτό ίσως να είναι και το μεγαλύτερο γράμμα που έχει δημοσιευθεί, αλλά πραγματικά η ιστορία μας είναι πολύ σημαντική για να την περιγράψω περιληπτικά.

Όταν παντρεύτηκα και ο άντρας μου και εγώ ξεκινήσαμε αμέσως τις προσπάθειες να κάνουμε ένα παιδί. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός όταν αποφασίσαμε να κάνουμε κάποιες εξετάσεις να διαπιστώσουμε ότι όλα είναι καλά. Δυστυχώς οι εξετάσεις έδειξαν ότι εγώ είχα κάποιο πρόβλημα οπότε προχωρήσαμε αμέσως στη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Ήμασταν από τους τυχερούς και έμεινα αμέσως έγκυος σε δίδυμα και μάλιστα ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι.

Όταν ήμουν στον 6ο μήνα, σε μία από τις καθιερωμένες εξετάσεις, μου είπαν ότι το αγοράκι μου είχε σοβαρό πρόβλημα με την καρδούλα του και ότι δεν θα ζούσε. Εμείς τρελλαθήκαμε. Ψαχτήκαμε σε δεύτερο γιατρό, ο οποίος μας είπε ότι βεβαίως υπήρχε πρόβλημα, αλλά ήταν χειρουργήσιμο και για να υπάρχει καλή πρόγνωση θα έπρεπε να υπάρχει μία ολοκληρωμένη εγκυμοσύνη και σε καμία περίπτωση να μη γεννήσω πρόωρα.

Επίσης μου επισήμαναν ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω αμνιοπαρακέντηση προκειμένου να αποκλεισθεί η πιθανότητα κάποιου συνδρόμου και εδώ είναι το δικό μας λάθος, ότι την κάναμε, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να έχεις σωστή καθοδήγηση από το γιατρό σου, γιατί μετά από το σοκ που περάσαμε δεν είχαμε μυαλό να σκεφτούμε σωστά.

Δύο μέρες μετά την αμνιοπαρακέντηση και ενώ εγώ ήμουνα έτσι κι αλλιώς σε κατάκλιση, έπαθα αποκόλληση και ρήξη αμνιακού υγρού.

Μπήκα στο νοσοκομείο. Τα μωράκια μου ζούσανε αλλά ήδη είχανε ξεκινήσει οι συσπάσεις. Να είναι καλά όλοι οι γιατροί που με βοήθησαν εκείνο το διάστημα.

Με πολύ ακριβά φάρμακα και μετά από πολλούς πόνους και προεόρτια τοκετού, ήρθε ο υποχρεωτικός τοκετός γιατί θα πάθαινα μόλυνση και κινδυνεύαμε και οι τρεις μας.

Ο τοκετός μου έγινε μόλις μπήκα στην 27η εβδομάδα, στις 22 Σεπτεμβρίου 2011. Θυμάμαι ότι φορούσα στο χέρι μου διάφορα κομποσκοίνια, ρώτησα το γιατρό αν θα έπρεπε να τα βγάλω στον τοκετό και μου έγνεψε «όχι», εγώ είπα στην Παναγία «Παναγία μου, είμαστε και οι 3 στα χέρια σου».

Όταν ξύπνησα ήμουνα μόνη μου στο χειρουργείο χωρίς να ξέρω τι είχε συμβεί. Όταν είδα τους δικούς μου, ο άντρας μου διαλυμένος και προσπαθώντας να μην το δείχνει, μου είπε ότι τα μωράκια μας ήταν πολύ μικρά, δηλ. το αγοράκι μας 868γρ. και το κοριτσάκι μας 680!!! Τα μωράκια μας ήταν στην Μονάδα Εντατικής θεραπείας του μαιευτηρίου.

Κάτι όμως μέσα μου, μου έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά. Και το πρώτο θαύμα έκανε την παρουσία του.

Η καρδιολόγος εξέτασε το αγοράκι μου και ναι μεν υπήρχε πρόβλημα, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό που φαινότανε από τις εξετάσεις πριν τη γέννηση!!! Δυστυχώς όμως το κοριτσάκι μας είχε όλα τα προβλήματα που θα μπορούσε να έχει ένα πρόωρο μωρό, διότι ήταν «ελλιπής εγκυμοσύνη».

Τη δεύτερη μέρα της γέννας μου, η πεθερά μου και η αδερφή μου αποφάσισαν, Αγία μου, να έρθουν στο Μοναστήρι σου. Ήρθαν λοιπόν και πήραν μία εικόνα, κομποσκοίνια και άγιο μήλο και μου τα έφεραν στο Μαιευτήριο. Μου έφεραν επίσης και το περιοδικό σου και μου είπανε να το διαβάσω.

Αμέσως το διάβασα και έτυχε να υπάρχει μέσα μία ιστορία πρόωρου μωρού που επέζησε και φυσικά δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω και να φιλάω την εικόνα σου στο εξώφυλλο. Εκεί είπαμε με τον άντρα μου ότι τα μωρά μας θα τα βαφτίσουμε στη χάρη σου (είχανε ήδη τα ταμένα ονόματά τους).

Την 3η μέρα μετά τον τοκετό οι γιατροί μας ενημέρωσαν ότι το αγοράκι μας είχε πιθανότητες επιβίωσης 45% και το κοριτσάκι μας 4-5%! Συντετριμμένη όπως ήμουν, αποφάσισα να μην ξαναμιλήσω και να μην ενημερώνομαι από αυτούς, γιατί έπρεπε να είμαι δυνατή για τα παιδιά μου και να μην επηρεάζομαι από ανθρώπινους παράγοντες. Αποφάσισα λοιπόν ότι πάντα θα πήγαινα να επισκέπτομαι τα παιδιά μου με την πιο θετική ενέργεια που θα μπορούσα να έχω.

Και έτσι έγινε. Καθημερινά πρωί απόγευμα επισκεπτόμουν τα μωράκια μου προσπαθώντας να κρατήσω τα δάκρυά μου και να διώξω τη στενοχώρια μου.

Πάντα στα ρούχα μου είχα μία μικρή εικόνα σου, Αγία μου, μαζί με μία εικόνα της Παναγίας και των Αγίων Αδριανού και Ναταλίας. Ενημέρωνα πάντα τα παιδιά μου ότι δεν πήγαινα μόνη μου να τα δώ, ότι είχα τους προστάτες τους μαζί μου. Προσπαθούσα να μη βλέπω τα μηχανήματα που τα υποστήριζαν, να τα φαντάζομαι γερά και δυνατά και μεγάλα, να τα χαιδεύω μεταδίδοντάς τους όλη μου την αγάπη, όσο είναι αυτό εφικτό όταν δεν μπορείς να αγκαλιάσεις το παιδί σου.

Οι μέρες περνούσαν και το αγοράκι μας πήγαινε αρκετά καλά, το κοριτσάκι μας όμως ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ήταν πολλές οι φορές που κατά την ώρα του επισκεπτηρίου υπήρξαμε μάρτυρες μεγάλων προσπαθειών από τους γιατρούς να την κρατήσουν κοντά μας. Εγώ πάντα προσπαθούσα να κρατήσω την ψυχραιμία μου, ειδικότερα γιατί έβλεπα τον άντρα μου να καταρρέει και έπρεπε κάποιος να στέκεται στα πόδια του για χάρη των παιδιών μας.

Περίπου 10-15 μέρες μετά τη γέννηση των παιδιών μας, οι γιατροί μας ενημέρωσαν για ένα προβληματάκι που εμφανίστηκε με το αγοράκι μας. Δεν ήταν σημαντικό, ήταν όμως αρκετό για να με διαλύσει, αφού το μεγάλο μου άγχος δεν ήταν μόνο για το κοριτσάκι μας, αλλά τώρα επεκτάθηκε και για το αγοράκι μας.

Φύγαμε από το μαιευτήριο και εγώ κλαίγοντας ζήτησα από τον άντρα μου να έρθουμε στο Μοναστήρι σου.
Εκείνη την ώρα βέβαια (9 το βράδυ) ήταν κλειστό, έτσι ήρθαμε έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου και γονατισμένοι και οι δύο προσευχόμασταν κλαίγοντας και σε παρακαλούσαμε να σώσεις τα παιδάκια μας, να τα προστατεύεις και να τα αγαπάς και όχι μόνο τα δικά μας μωράκια, αλλά και όλα τα μωράκια ως τα πέρατα του κόσμου.

Αμέσως μετά κατευθυνθήκαμε στο Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσα) στο Νέο Ηράκλειο, όπου εγώ καθόμουν στα σκαλιά μπροστά από το παρεκκλήσι και παρακαλούσα την Παναγία μας και της ζητούσα να σε καθορίσει αρμόδια για την προστασία των παιδιών μας και έκλαιγα, έκλαιγα….

Κάθε βράδυ από τότε ερχόμασταν με τον άντρα μου αμέσως μετά το βραδινό επισκεπτήριο. Εγώ – αφού σαράντισα – επιπλέον ερχόμουνα σχεδόν κάθε μεσημέρι, προσκυνούσα την εικόνα σου και όταν τύχαινε και έβλεπα κάποιον να είναι στην εικόνα σου κοντά και να κλαίει, του έλεγα ότι βλέπεις και ακούς τα κλάματά τους και τα βήματά τους, όπως μου είχε πει μία πολύ καλή κυρία που βοηθούσε στο Μοναστήρι σου.

Περάσαμε όλοι και κυρίως τα μωράκια μας, πάρα πολύ δύσκολες καταστάσεις. Η κορούλα μας όταν ήταν 1 κιλό, υπεβλήθη σε πολύ δύσκολη εγχείρηση στο Ωνάσειο, προκειμένου να κλείσει ο «βοτάλειος πόρος», η αρτηρία που συνδέει την καρδιά με τους πνεύμονες. Όταν ήταν 1,3 κιλά υπεβλήθη σε επέμβαση laser για τα ματάκια της, κατάφερε να πιει γάλα και να αποσυνδεθεί από τον ορό μετά από 53 ημέρες, βγήκε από τον αναπνευστήρα μετά από επίσης 53 ημέρες, υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία όταν γεννήθηκε και πολλά άλλα.

Το αγοράκι μας όταν ήταν 2,5 κιλά υπεβλήθη σε καθετηριασμό καρδιάς προκειμένου να διασταυρωθεί ακριβώς το πρόβλημα στην καρδούλα του και πολλά άλλα τα οποία θα χρειάζονταν σελίδες ολόκληρες για να περιγράψω. Από όλα αυτά όμως προσπαθούσαμε με τον άντρα μου να κρατάμε μόνο τα θετικά, ότι δηλαδή ένα ένα ξεπερνούσαμε προβλήματα και ότι όλη αυτή η κατάσταση σίγουρα θα μας έκανε πολύ καλύτερους ανθρώπους. Υποσχεθήκαμε επίσης ότι όλη αυτή τη δοκιμασία θα την αντιστρέφαμε από αρνητική σε θετική, και έτσι δίναμε δύναμη ο ένας στον άλλον.

Όλο αυτό το διάστημα ερχόμασταν και ξαναερχόμασταν στο Μοναστήρι σου και εγώ πολλές φορές νήστεψα και έφαγα το μήλο σου κάνοντας τις προσευχές μου.

Έπειτα από μεγάλο διάστημα, συγκεκριμένα 3 μήνες και 5 ημέρες, πήραμε στο σπίτι μας το αγοράκι μας. Έπειτα από λίγο καιρό, δηλ. 3 μήνες και 22 μέρες από τον τοκετό, πήραμε στο σπίτι και την κορούλα μας.

Κι εκεί που νομίζαμε ότι τα πράγματα είχαν μπει σε μια σειρά, ήρθε η 25η Μαρτίου 2012, περίπου 2 μήνες αφού πήραμε τα μωράκια μας σπίτι και εγώ ήρθα το πρωί στο Μοναστήρι σου και στην εκκλησία της Παναγίας και παρακάλεσα και τις δυο σας να συνεχίσετε να τα προστατεύετε και να με φωτίζετε να είμαι καλή μανούλα και να καταλαβαίνω τις ανάγκες των παιδιών μου, ειδικά τώρα που είναι πολύ μικρά και δεν μπορούν να μιλήσουν. Σημειώνω ότι ήταν και η μέρα που γιόρταζε και το πρώτο όνομα του αγοριού μου (Ευάγγελος), αν και δεν έχει βαπτιστεί ακόμα.

Εκείνη τη μέρα το αγοράκι μου φαινόταν να έχει ατονία, κοιμόταν πολύ στη διάρκεια της μέρας και δεν έτρωγε καλά. Αυτό είχε ξανασυμβεί, εγώ όμως δεν ήμουνα καθόλου καλά γιατί είχα δει ένα όνειρο το προηγούμενο βράδυ το οποίο και αποδείχθηκε πολύ συμβολικό. Αφού πέρασε η μέρα και ήρθε η ώρα του μπάνιου για τα μωράκια μας, μου φάνηκε όπως άγγιζα το αγοράκι μου ότι χτυπούσε πολύ γρήγορα η καρδούλα του. Εντελώς προληπτικά, είπαμε με τον άντρα μου να πεταχτούμε μέχρι γνωστό Νοσοκομείο να τον δει κάποιος παιδίατρος.

Αυτό ήταν! Μέσα σε μία ώρα από την ώρα που πήγαμε στο Νοσοκομείο το μωράκι μου μπήκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, γιατί η οξυγόνωσή του ήταν απίστευτα χαμηλή. Οι γιατροί μας επαινούσαν για την απόφασή μας να τον πάμε στο Νοσοκομείο. Έπειτα από πολλές μέρες πολύ εξειδικευμένων εξετάσεων, διαπιστώθηκε ότι το παιδάκι μας είχε ένα πρόβλημα εξαιρετικά σπάνιο στην καρδούλα του (1 στις 300.000!!!) με δεκάδες μόνο τέτοιες περιπτώσεις στον κόσμο με – από ότι μας ενημέρωσαν – πολύ λίγες πιθανότητες θετικής εξέλιξης και μας συνέστησαν να σκεφτούμε αν θέλουμε να μπούμε σε διαδικασία χειρουργείου για κάτι που δεν είναι σίγουρο ότι θα έχει καλή εξέλιξη.

Χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας. Μας έπιασε για πρώτη φορά απελπισία. Ζητήσαμε άμεσα τις εξετάσεις του παιδιού μας και τρέξαμε τις επόμενες ώρες και σε άλλο Νοσοκομείο όπου μιλήσαμε με τον Διευθυντή εκεί, ο οποίος μας συνέστησε να μην κάνουμε τίποτα!!!!! Εγώ ήμουν σε κατάσταση αμόκ.

Εκείνη τη στιγμή, βλέπω πάνω στο γραφείο του γιατρού σχεδόν μπροστά μου και προς τη δική μου τη μεριά (πολύ παράξενο αφού τα χαρτιά θα έπρεπε να είναι στραμμένα προς το γιατρό), ένα δελτίο ασθενή με όνομα «Μόσιου Χρυσοβαλάντω». Ανατρίχιασα. Σκούντηξα τον άντρα μου και το είδε κι εκείνος.

Θεώρησα ότι μου έστειλες οιωνό, Αγία μου και μετά θυμήθηκα κι ένα όνειρο που είχα δει πολύ καιρό πριν όπου το συνδύασα ότι πάλι μου έστελνες οιωνό, το συζητήσαμε με τον άντρα μου και το αποφασίσαμε. Το παιδί μας θα προχωρούσε στο χειρουργείο στο άλλο Νοσοκομείο, και θα έπαιρνε και το όνομά σου.

Την ίδια μέρα ενημερώσαμε τους γιατρούς ότι σε καμία περίπτωση δεν θα εγκαταλείπαμε τις προσπάθειες, ακόμα κι αν αυτοί θεωρούν ότι οι πιθανότητες καλής εξέλιξης είναι λίγες, σταυρώσαμε το παιδάκι μας με το λαδάκι σου και του είπαμε για το λατρεμένο του ονοματάκι και είμαστε σίγουροι ότι μας κατάλαβε.

Το χειρουργείο έγινε πάντα με την εικόνα σου παρούσα, ακολούθησαν 25 μέρες εντατικής και άλλες 8 σε θάλαμο και όλοι οι γιατροί μιλούσαν για ένα μικρό θαύμα γιατί στο χειρουργείο είδαν ότι η πάθηση ήταν πάρα πολύ προχωρημένη.

Το αγοράκι μας αυτή τη στιγμή είναι πολύ καλά και οι γιατροί αισιοδοξούν. Εμείς, αν και υπάρχουν στιγμές που λυγίζουμε από του φόβους μας, πιστεύουμε ότι όλα μα όλα θα πάνε τέλεια και ότι ο Θεός έχει βρει τον τρόπο να δείχνει τα θαύματά του μέσα από τα παιδάκια μας.

Κατά τη διάρκεια που το αγοράκι μας ήταν στην εντατική, το κοριτσάκι μας άρχισε να μην τρώει, να έχει δυσκολίες στην αναπνοή της και να μη φαίνεται καλά. Μέσα σε όλο μας το άγχος για το αγοράκι μας, τρέχαμε σε όλες τις ειδικότητες των γιατρών για να βρούμε τι μπορεί να έχει, και όλα ήταν καλά. Τελικά αποφασίσαμε να πάμε και σε ειδικό πνευμονολόγο, αν και όλοι οι γιατροί μας έλεγαν ότι δεν είχαμε πρόβλημα με τα πνευμόνια μας. Πηγαίνοντας λοιπόν στον πνευμονολόγο, αυτός μας είπε τρομοκρατημένος ότι το πρόβλημά μας πρέπει να ήταν στο φάρυγγα από παρατεταμένη παραμονή του αναπνευστήρα, και μας έκλεισε ραντεβού αμέσως στο Αγλαϊα Κυριακού!

Πραγματικά, έγινε άμεσα χειρουργείο, όπου βρέθηκε ότι είχαν δημιουργηθεί 3 μεγάλες κύστες οι οποίες είχαν φράξει κατά 90% τη δίοδο! Οι γιατροί πάλι μίλησαν για θαύμα και εμείς πάλι δοξάζαμε το Θεό που μας φώτισε να πάμε να το ψάξουμε.

Τώρα το κοριτσάκι μας είναι πολύ καλά, παίρνει πολύ καλά βάρος ενώ ως τώρα δεν έπαιρνε, είναι χαρούμενο και τίποτα δεν θυμίζει το 4% που μας έλεγαν όταν γεννήθηκε.

Η ζωή λοιπόν δεν έχει ποσοστά. Η ζωή έχει πίστη, υπομονή και αισιοδοξία. Κανένας γιατρός δεν μπορεί να υπολογίσει τη δύναμη που μπορεί να αποκτήσει ένας άνθρωπος από το Θεό και από τους Αγίους της εκκλησίας μας.

Γι’ αυτό λοιπόν σε ευχαριστούμε, Αγία μου, γιατί πάντα είσαι δίπλα στα παιδάκια μας, που έχουν στην κούνια τους πάντα κάτι από εσένα, και γιατί όμως μας έχεις δώσει και μας δίνεις ακόμα τόση δύναμη που δεν μπορούμε να περιγράψουμε.

Όσον αφορά στο τάμα μας για τη βάπτιση των παιδιών μας, θα γίνει στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης στην οποία γίνονται βαπτίσεις για λογαριασμό της χάρης σου, αλλά ακόμα κι αν αυτό δεν ισχύει πια, το σίγουρο είναι ότι συχνά θα ερχόμαστε – με τη βοήθεια του Θεού πάντα – μαζί με τα παιδάκια μας στο Μοναστήρι σου και θα τους λέμε με πολύ συγκίνηση την ιστορία της περιπέτειας που περάσανε.

Πηγή

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Τη ΚΕ΄ (25η) Ιουλίου, η Κοίμησις της Αγίας ΆΝΝΗΣ, μητρός της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.


Άννα, η κατά σάρκα γενομένη προμήτωρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κατήγετο εκ της φυλής του Δαβίδ, θυγάτηρ Ματθάν του ιερέως και Μαρίας της γυναικός αυτού. Ο Ματθάν ιεράτευε κατά τους χρόνους Κλεοπάτρας και Σαπώρου βασιλέως Περσών, προ του Ηρώδου του υιού Αντιπάτρου, έχων τρεις θυγατέρας, Μαρίαν, Σοβήν και Άνναν, εκ των οποίων η μεν Μαρία υπανδρεύθη εις την Βηθλεέμ και εγέννησε Σαλώμην την μαίαν, η δε Σοβή υπανδρεύθη και αυτή εις την Βηθλεέμ και εγέννησε την Ελισάβετ, η δε Άννα υπανδρεύθη εις την Γαλιλαίαν και εγέννησε Μαρίαν την Θεοτόκον· ώστε η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η Θεοτόκος Μαρία είναι θυγατέρες μεν τριών αδελφών, πρώται δε εξαδέλφαι μεταξύ των. Η Αγία Άννα λοιπόν, αφού εγέννησε την Θεοτόκον Μαρίαν, ήτις υπήρξεν η σωτηρία όλου του κόσμου, και αφού απεγαλάκτισεν αυτήν, την αφιέρωσεν εις τον Ναόν του Θεού, ως καθαρόν και άμωμον δώρον, διανύσασα δε την ζωήν της με νηστείας, προσευχάς και ελεημοσύνας προς τους πτωχούς, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε. Τελείται δε η αυτής σύναξις και εορτή εις τόπον καλούμενον Δεύτερον.

 

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΝΑΝ

«Και απηγγέλη αυτώ λεγόντων· η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες» (Λουκά η: 20).

Έχεις αληθώς, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, και κατ’ εξαίρετον τρόπον και με προνόμιον δικαιότατον, της αθανασίας το πολυέραστον και τιμαλφέστατον θησαύρισμα· έχεις, λέγω, τοιαύτης αθανασίας προνόμιον, και ως κλήρον αναφαίρετον και δικαιότατον απέλαβες εκείνο όπου επεθύμησαν πολλοί, και βασιλείς και σοφοί· αλλά καθώς και ο τρόπος με τον οποίον εζήτησαν τοιαύτης αθανασίας όνομα ήτο καταγέλαστος, τοιουτοτρόπως και αυτοί έμειναν εις όλον το ύστερον παίγνιον εις τους μεταγενεστέρους και γέλως. Και τι άλλο άξιον γέλωτος ωσάν να επιθυμήση τις τοιούτον υπερφυσικόν πράγμα και θείον, το της αθανασίας, με την γλώσσαν ενός πτηνού πολλά αδυνάτου; Καθώς ακούομεν πως έκαμε κάποιος βασιλεύς της Αιγύπτου, όστις δια να κηρυχθή αθάνατος θεός, δεν εύρεν άλλο μέσον, παρά να συνειθίση το όρνεον πρότερον εις το παλάτι τοιαύτην φωνήν, και ύστερον να το πέμψη κήρυκα της ιδικής του αθανασίας· ασθενέστατον το θεμέλιον, και ανεμώλιος η οικοδομή. Έπεσεν εις αυτόν τον έρωτα και ο Καίσαρ, και δια τούτο εσυνείθισε τον ψιττακόν να λέγη· «χαίρε, κλεινέ Καίσαρ», και μαζί με αυτόν και άλλοι πολλοί βασιλείς των Ρωμαίων, αλλά όλους έδειξε το τέλος μικρούς και ανοήτους. Εχώρησεν εις την καρδίαν αυτό το αχώρητον τη κτιστή φύσει της θεότητος όνομα ακόμη και εις τους δοκούντας σοφούς του αιώνος τούτου. Τοιούτος εφάνη ο Εμπεδοκλής, όστις πίπτει μέσα εις τας φλόγας του πυρός, ενταφιάζει εκεί μέσα την ζωήν του, δια να αποκτήση αυτό το πολυέραστον όνομα της θεότητος και αθανασίας. Ταύτης εραστής έγινε και ο μέγας αυτοκράτωρ της γης, εκείνος ο Αλέξανδρος, αλλ’ εφάνη καταγέλαστος· επειδή εις τον ίδιον καιρόν καθ’ ον εδημοσίευεν ότι είναι υιός του Άμμωνος, εκήρυξε τον εαυτόν του νόθον και την μητέρα του μοιχαλίδα. Τοιαύτα τα αποτελέσματα της γηϊνης επιθυμίας, τοιούτος ο κλήρος της σαρκικής ορέξεως· γέλως και εμπαιγμός, όνειδος και αισχύνη. Αλλά σεις, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, το ζεύγος το άγιον, δικαιοσύνη λάμποντες και αρετή διαπρέποντες, ελπίδι τη θεία στοιχούντες κατά τα έργα, και την καλήν κληρονομίαν απελαύσατε· θεμέλιον αρραγέστατον τον θείον έρωτα εβάλετε, και την φύλαξιν των νομικών παραγγελμάτων ως ουδείς άλλος είχετε· δια τούτο, κατά τας αρχάς, και το τέλος ελάβετε· άγιον το θεμέλιον, αγία και η οικοδομή· αληθιναί αι αρχαί, και το συμπέρασμα αναμφίβολον· ο σκοπός θείος, και το αποβησόμενον θειότερον· η πραγματεία αγία, και το κέρδος πανάγιον. Όθεν έχεις δίκαιον κλήρον, ω συζυγία τρισόλβιε, το να λέγεσαι Θεοπάτωρ, κλήρον αθανασίας και της κατά χάριν υιοθεσίας, όπερ εφαντάσθησαν βασιλείς και σοφοί, αλλ’ ουδέ της σκιάς αυτού ηξιώθησαν. Αλλά συ, ω μακαρία δυάς, μολονότι και κατά τον νόμον της φύσεως ως άνθρωπος και απέθανες, και δίδει το αίτιον η σοφία του Σειράχ (Κεφ. λ΄)· «ετελεύτησεν αυτού ο πατήρ, και ως ουκ απέθανεν· όμοιον γαρ αυτώ κατέλιπε μετ’ αυτόν». Ετάφης και συ μακαρία δυάς, αλλά μας άφησες στήλην έμψυχον της σης αρετής και ασυγκρίτου αγιότητος την μακαρίαν Παρθένον, τον έμψυχον των χαρισμάτων ωκεανόν, τον λογικόν πολύφωτον ουρανόν και πάσης αθανασίας πηγήν, της ευσπλαγχνίας το άπειρον πέλαγος, την πάγχρυσον στάμνον του ουρανίου μάννα, την ακοίμητον και πολύφωτον λυχνίαν των μετανοούντων, την ακαταίσχυντον ελπίδα των απηλπισμένων, το πανάγιον όρος, εν ω ηυδόκησε κατοικείν ο Θεός· τοιούτον υπόδειγμα της σης αρετής και τελειότητος μας άφησες, ω μακαρία, και της σης αγιότητος. Και τις να μη ομολογήση, ότι συ μόνη έχεις της αθανασίας το προνόμιον; Συ μόνη λάμπεις ως άλλος ήλιος εν μέσω του νοητού στερεώματος, εν μέσω, λέγω, του χορού των άλλων Αγίων, όσοι ηξιώθησαν να ακούσωσιν, «εγώ είπα θεοί εστέ, και υιοί υψίστου πάντες»; Και ας προσέχη καλώς, όστις θέλει να το καταλάβη. Είναι πράγμα ομολογούμενον και γνωστόν τοις πάσιν, ότι πολλοί ακούσαντες τα τρόπαια και τας νίκας του μεγάλου βασιλέως Αλεξάνδρου, επεθύμησαν να ίδωσι τους θησαυρούς του, εκείνα τα ιδικά του θησαυροφυλάκια, και αυτός ο καλός βασιλεύς χωρίς αργοπορίαν δεικνύει τους φίλους του. Και ταύτην την υπόθεσιν, ανθρωποπρεπως ομιλούντες, ανίσως και ήθελε μας αξιώσει το θείον έλεος, να έχωμεν τόσην παρρησίαν και θάρρος προς τον Θεόν, ώστε να είπωμεν, ω Θεέ παντοδύναμε, το ακούομεν και το ομολογούμεν, ότι συ είσαι ο βασιλεύς των βασιλευόντων, συ η αυτοδέσποτος παντοκρατορία, συ ο μονάρχης ουρανού και της γης, σε, του οποίου της βασιλείας ουκ έσται τέλος, παρακαλούμεν, ας έχωμεν τόσην χάριν από σε οι παραμικροί σου και ευτελείς δούλοι, ας μάθωμεν καν με τον λόγον τους θησαυρούς σου, δια να ευφραινώμεθα και να καυχώμεθα προς τους εχθρούς δια τα μεγάλα και ασύγκριτά σου θησαυροφυλάκια. Ηξεύρω πως θέλει αποστραφή το ζήτημά μας, ότι είναι ασυγκρίτως πλέον γαληνότατος και ευπρόσιτος βασιλεύς, υπέρ πάντα βασιλέα χειροτονητόν και φθαρτόν· ακόμη ηξεύρω πως χρυσός και άργυρος, λίθοι διαυγείς και πολύτιμοι έμπροσθεν εις εκείνον είναι ουδέν. Λοιπόν ως μεγαλοπρεπέστατος υπέρ πάντα βασιλέα, θησαυρός θέλει μας δείξει τους φίλους του· και τούτο επειδή και είναι αληθινόν και αναντίρρητον, ανά μέσον εις όλους, Αγγέλους, λέγω, και Αρχαγγέλους, Προφήτας και Πατριάρχας, Αποστόλους και Μάρτυρας, Οσίους και παρθένους, από όλους, λέγω, αυτούς τους πιστούς φίλους και εκλεκτούς του Θεού, ποίους νομίζετε πως θέλει μας δείξει, και έχει δια θησαυρόν; Βέβαια άλλους δεν θέλει μας δείξει, παρά τούτους τους εορταζομένους Ιωακείμ και την Άνναν· και εις τούτο μάρτυρες αξιόπιστοι είναι ο εκ Δαμασκού φωστήρ, και άλλοι πολλοί των Αγίων. Αλλά και από αξίωμα φιλοσοφικόν είναι βέβαιον, όπερ λέγει· «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον». Φέρε μου εδώ όλον τον ουρανόν, όλην την Εκκλησίαν των πρωτοτόκων και τους προ νόμου δικαίους, και μετά τον νόμον, όσοι της σκιάς και όσοι της χάριτος, όσοι της Παλαιάς Πατριάρχαι και όσοι της Νέας, όσοι έλαμψαν με προφητικόν χάρισμα και όσοι με αποστολικόν αξίωμα, όσους στολίζει στέφανος μαρτυρίου, και όσους παρθενίας διάδημα, όσους περικλείει η άνω Ιερουσαλήμ, ας έλθουσιν όλοι εδώ να τους ερωτήσω· ειπέτε μοι, ω μακάριοι, πόθεν υμείς εις τον ουρανόν; Τις ήνοιξεν υμίν την θύραν του ουρανού, ην έκλεισεν ο προπάτωρ Αδάμ; Ποίος συνέτριψε τας πύλας του Άδου; Τις έλυσε την παλαιάν καταδίκην την καθ’ ημών; Ποίος γίγας, ποίος μεγαλόψυχος κατέβη εις τα καταχθόνια της γης, και έκαμε τόσην ανδραγαθίαν μεγάλην, ώστε συνέτριψεν εκείνα τα πολυχρόνια δεσμά, και εν ριπή οφθαλμού ηρήμωσεν εκείνα τα βασίλεια, ήρπασε τόσας μυριάδας και ανεβίβασεν εις τον ουρανόν; Ηξεύρω ότι με ένα στόμα θέλουσι μας αποκριθή, ότι από κτίσεως κόσμου παρήλθον τόσαι χιλιάδες χρόνοι, και φως ελεημοσύνης ποτέ δεν ανέτειλε μέσα εις εκείνο το σκότος της θεοπατρικής κληρονομίας, και μετά ταύτα εις τους υστερινούς χρόνους γεννάται ένα χαριτωμένον ανδρόγυνον από το βασιλικόν και άγιον αίμα του Δαυϊδ, και από αυτούς γεννάται καρπός άγιος, από γην αγίαν, μία χαριτωμένη Παρθένος· εκείνης ο Υιός εστάθη εις ημάς της ελευθερίας το αίτιον, απ’ εκεί γνωρίζομεν το παν και της δόξης και της τιμής ταύτης, την οποίαν απολαμβάνομεν. Βλέπεις πως είναι αληθινόν, ότι «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον»; Βλέπεις, ότι από το γένος Ιωακείμ και της Άννης προήλθε τούτο το χάρισμα, το να είναι εις τον ουρανόν τόσοι Άγιοι, τόσοι φίλοι Θεού, τόσοι θεοί κατά χάριν; Ακολουθεί λοιπόν ο Ιωακείμ και η Άννα να έχωσι τα πρωτεία ανά μέσον εις τους τόσους αυτούς, να έχωσι το προνόμιον της αθανασίας κατ’ εξαίρετον τρόπον εν μέσω των άλλων. Αλλά τι θέλω εγώ από των φιλοσόφων τα αξιώματα; «Έλαιον αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου». Ας έλθη το φως της αληθείας, ας έλθη η θεόπνευστος φιλοσοφία, ας έλθη το Ευαγγέλιον, και ας το ειπή, ανίσως ο Ιωακείμ και η Άννα δεν πρέπει να λέγωνται θησαυροφυλάκιον του Θεού, των πρωτοτόκων οι ακρέμονες, από τον καρπόν αυτού επιγνώσεσθε αυτούς. Επιθυμείς να ηξεύρης πόσον μεγάλοι Άγιοι είναι ο Ιωακείμ και η Άννα; Μάθε το από τον καρπόν των· αν το κάλλος των τέκνων, τα σπουδαία ήθη των παιδίων, η θεάρεστος και ανεπίληπτος ζωή των θυγατέρων είναι μάρτυρες αξιόπιστοι των γονέων, από την αγιότητα, από την τελειότητα της θυγατρός του Ιωακείμ και της Άννης, γνώρισε ποίος ήτο ο Ιωακείμ και η Άννα. Διηγείται Βαλέριος ο Μάξιμος δια μίαν Ρωμαίαν πλουσίαν, η οποία, όταν επήγε να χαιρετήση μίαν άλλην ευγενή, Κορνηλίαν λεγομένην, ήρχισε να μεγαλορρημονή εις τους πολλούς και διαφόρους θησαυρούς όπου είχε και εκείνη μετά σιωπής ήκουεν, έως ότου ήλθεν η θυγάτηρ της από το σχολείον, η οποία με σεμνοπρέπειαν ευγενικήν και με εν παρθενικόν χαιρέτισμα, ευθύς ως εισήλθε μέσα, επαράστησε τίνος θυγατέρα είναι, και με ποία ευγενικά μαθήματα είναι ποτισμένη· τότε λέγει και η Κορνηλία· ιδού και τα ιδικά μου πλούτη, ούτοι είναι οι ιδικοί μου θησαυροί. Απ’ εδώ γίνεται φανερόν, ότι ανίσως οι ταπεινοί άνθρωποι έχωσι την καλήν παίδευσιν και σωφροσύνην των θυγατέρων των εις τόπον θησαυρού και πλούτου, ποίον καύχημα, ποία δόξα θέλει είσθαι εις τον Ιωακείμ και την Άνναν η ασύγκριτος αγιότης της θυγατρός αυτών; Αντί ποίων θησαυρών του Κροίσου, αντί ποίων ποταμών χρυσορρόων της Λυδίας θέλει είσθαι εις αυτούς το έμψυχον θησαυροφυλάκιον των αρετών, η θυγάτηρ; Ή τίνος άλλου γέννημα είναι εκείνη, την οποίαν είπε κεχαριτωμένην ο Άγγελος; Τίνος άλλου βλαστός εκείνη, ην ωνόμασε μαργαρίτην πολύτιμον του ουρανίοτ βασιλέως ο Μεθόδιος; Τίνος άλλου σπέρμα εκείνη, την οποίαν ωνόμασε καλλονήν πάσης ωραιότητος ο Νεοκαισαρείας Γρηγόριος; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ, εκείνη την οποίαν είπεν ο Γερμανός διαυγέστατον στέφανον του ουρανού; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ, το θησαυροφυλάκιον των αρετών, ως ωνόμασεν αυτήν ο Δαμασκηνός; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ το μέγα θαύμα και ανήκουστον τέρας της παρθενίας, όπερ ωνόμασεν ο Χρυσόστομος; Με αυτών το γάλα δεν ετράφη το παναγιώτατον θέαμα, που είπεν ο Ιγνάτιος ο Μάρτυς; Των σπλάγχνων αυτών μέρος δεν είναι εκείνη η Παρθένος, την οποίαν Μυστήριον του ουρανού και της γης είπεν ο Επιφάνιος; Από τα αίματα αυτών δεν είναι ζυμωμένον εκείνο το θυγάτριον, το οποίον διδασκαλείον των ηθών και εξαίσιον άκουσμα ουρανού και της γης είπεν ο Εφραίμ; Λοιπόν επειδή ο Ιωακείμ και Άννα τοιαύτης θυγατρός εχρημάτισαν γεννήτορες, πως είναι τρόπος να μη τους κηρύττωμεν ενδοξοτέρους και αγιωτέρους πάντων των εν ουρανώ; Λέγουσι πολλοί των Θεολόγων, ότι ο Ιωσήφ ο μνήστωρ της Παρθένου, μολον΄τι ήτο και πρότερον δίκαιος και Άγιος, πλην το ύψος της αγιότητος όπου έφθασε μετά ταύτα, δεν το εγνώρισεν από άλλο αίτιον, παρά από την συναναστροφήν της Αειπαρθένου Μαρίας· γνώμη αύτη αληθινή των Θεολόγων, αλλά και η καθημερινή πείρα το βεβαιώνει. Διότι αν ημείς, σοφοίς ομιλούντες, απολαμβάνωμεν μέρος της σοφίας εκείνων, αν και δεν είναι και το όλον, σπουδαίοις και εναρέτοις ανδράσι συνδιατρίβοντες, αποκτώμεν μέρος της αρετής εκείνων, πόσω μάλλον εκείνος ο Δίκαιος, έχων έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του τόσους πολλούς χρόνους το έμψυχον δοχείον πάσης αγιωσύνης και τελειότητος, δεν θα έλαβε και βοήθειαν και διδασκαλίαν ζωντανήν, δια να φθάση εις βαθμόν της αγιωσύνης και τελειότητος; Και τούτο επειδή και είναι αναμφίβολον, τις δύναται να παραστήση με λόγον, καθώς πρέπει, πόσην τελειότητα, πόσον αγιασμόν, πόσην χάριν, πόσην δόξαν, πόσην μεγαλειότητα, πόσην παρρησίαν, πόσην οικειότητα προς Θεόν επροξένησεν εις τον Ιωακείμ και εις την Άνναν το Θεοδόχον σκήνος ευρισκόμενον τόσους μήνας μέσα εις την κοιλίαν της Αγίας Άννης. Συνάγεται από το Ευαγγέλιον, ότι η Παναγία θυγάτηρ  το Ιωακείμ και της Άννης, όταν ήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου και ησπάσατο την Ελισάβετ, παρευθύς επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ, και όχι μόνον αυτή, αλλά και το βρέφος ο Ιωάννης, το εν τη κοιλία της Ελισάβετ. Όθεν και εσκίρτησε, δείξαν σημείον, ότι και αυτό από τον ασπασμόν της Μαρίας ηγιάσθη, καθώς είναι αληθές· όθεν πόσου αγιασμού, πόσης χάριτος αιτίαν πρέπει να υπολαμβάνωμεν την Θεόνυμφον Νύμφην, ότι θα επροξένησεν εις την Μητέρα αυτής και τον Πατέρα. Τα πλούτη του υιού κοινά θέλουσιν οι νόμοι να είναι και τη μητρί· επειδή λοιπόν του παντοδυνάμου μήτηρ εχρημάτισεν η Παρθένος, παντοδύναμος είναι και αυτή· και τούτο το χάρισμα ανίσως και το έδειξεν εις άλλους πολλούς, καθώς την κηρύττουσι τα πολλά και αναρίθμητα θαύματα της παντοδυναμίας της, πόσω μάλλον είναι βέβαιον να το μετεχειρίσθη εις τον Ιωακείμ και εις την Άνναν, τους γεννήτορας αυτής; Και λοιπόν απ’ εδώ επιχειρώ, αν καθ’ υπόθεσιν η Αγία Άννα και ο σύζυγος αυτής θείος Ιωακείμ δεν είχον αφ’ εαυτού των τόσην δύναμιν, δια να φθάσωσιν εις το αξίωμα όπου υπεθέσαμεν, από την παντοδυναμίαν της θυγατρός εξάπαντος ήθελον έχει αυτό το προνόμιον· ή πως είναι δυνατόν η θυγάτηρ αυτών να είναι υπερτέρα πάσης κτίσεως, και οι γονείς κατώτεροι από άλλους Αγίους; Ποίος ήθελεν αποτολμήσει να ειπή ότι η Παρθένος, αν και υπερτελειοτάτη εις τα άλλα της προτερήματα, πλην εις την αγάπην όπου χρεωστούσι τα τέκνα προς τους γονείς δεν ήτο τόσον τελεία; Και πως είναι δυνατόν να φαντασθή τις τούτο; Ότι ο Ιωσήφ βασιλεύς εις την Αίγυπτον, πλην ηξεύρων, ότι ο πατήρ αυτού Ιακώβ και οι αδελφοί αυτού, δυστυχείς και υστερημένοι των αναγκαίων, κάθηνται εις την γην Χαναάν, δεν υπέφερεν εκείνος να είναι ένδοξος και ο πατήρ καταφρονημένος, αλλ’ έστειλε με πολλήν επιμέλειαν και έφερε τον πατέρα και τους οικογενείς εις την Αίγυπτον, δια να απολαύση ο Ιακώβ της δόξης και του πλούτου του υιού του Ιωσήφ· είναι, λέγω, τούτο δυνατόν να φανή η αγάπη της Παρθένου προς τους προγόνους κατωτέρα από εκείνην όπου έδειξεν ο Ιωσήφ προς τον Ιακώβ; Αδύνατον τούτο, όχι να το πιστεύση τις, αλλ’ ουδέ να το φαντασθή. Ο Δαυϊδ επαινετός και εις τα άλλα του προτερήματα, και μάλιστα δια την αγάπην και επίσκεψιν όπου έδειξεν εις τους γονείς του· όθεν φεύγων την κακίαν του Σαούλ, δεν εφρόντισε τόσον δια την ιδικήν του σωτηρίαν και πώς να αποφύγη τόσα όπλα, όσα εσήκωσεν εναντίον του ο αχάριστος Σαούλ, όσον επεμελήθη την σωτηρίαν του πατρός· και δια τούτο πρώτον αυτόν ως μίαν μεγάλην παρακαταθήκην άφησεν εις τον βασιλέα των Μωαβιτών, και μετά ταύτα επεριπάτει αυτός εις ερήμους και ξένους τόπους, έως ου να ίδη που θέλει σταθή η λύσσα του Σαούλ· τούτο το επαινετόν έργον έκαμεν ο Δαυϊδ, και η απόγονος του Δαυϊδ, η Θεόπαις Μαρία, είναι δυνατόν να μη έδειξε τόσην επίσκεψιν και αγάπην εις τους γονείς, όσην ο προπάτωρ αυτής προφητάναξ Δαυϊδ; Καταβαίνει εις τους οφθαλμούς του γέροντος Τωβίτ ένα σύννεφον μέσα από την κεφαλήν, και του σκεπάζει τους οφθαλμούς και παντάπασι κλέπτει το γλυκύτατον φως αυτών· περιέρχεται ο υιός του, ο νέος Τωβίας, ζητών ιατρικόν των οφθαλμών του πατρός, και δεικνύει τόσην επιμέλειαν, τόσην φροντίδα δια την θεραπείαν του πατρός, ώστε και εις τον καιρόν όπου επεριπάτει δια να εύρη νύμφην από το γένος του, τους πόνους του πατρός δεν ελησμόνησε. Πράγμα δυσκολοπίστευτον εις τους τωρινούς νέους, και ας μοι το είπη όποιος θέλει, ποίος γαμβρός πηγαίνει εις τον οίκον της νύμφης δια να υπανδρευθή, και λησμονεί και την χαράν του γάμου, και την αγάπην της νύμφης, και ενθυμείται μόνον πώς να εύρη ιατρικόν δια την ασθένειαν του πατρός; Τοιαύτην αγάπην εις τον πατέρα άλλος δεν την έδειξε, καθώς υπολαμβάνω, παρά μόνος ο νέος Τωβίας. Αυτός είναι όπου επροτίμησε την αγάπην του πατρός από της νύμφης· δια τούτο και ο μισθαποδότης Θεός πέμπει Άγγελον, τον Ραφαήλ, σύντροφον εις την οδόν και βοηθόν του καλού υιού, και άλλα πολλά τέρατα και σημεία ηυδόκησε να γίνωσι δια μέσου εκείνου του καλού υιού. Τοιαύτην αγάπην έδειξεν ο υιός Τωβίας προς τον πατέρα, και δια τούτο μακαρίζεται από την θείαν Γραφήν. Και λοιπόν η Παρθένος, το δοχείον πάσης μακαριότητος, ήτο τρόπος να βλέπη τους γονείς αυτής εις έλλειψιν τελειότητος, και να μη προφθάση εις την ιδικήν της παντοδυναμίαν; Ήτο τρόπος να φανή η αγάπη της ολιγωτέρα από εκείνην όπου έδειξεν ο υιός Τωβίας προς τον πατέρα; Μη γένοιτο να το είπη τις. Εις όλον το ύστερον κατακυριεύεται η πολύδακρυς Τρωάς από τους Έλληνας, και εις ολίγην ώραν ανάπτει τόσον πυρ, διεγείρεται τόσος θρήνος και κλαυθμός, όπου επαρακίνησεν εις οίκτον και ευσπλαγχνίαν και αυτούς τους ιδίους νικητάς Έλληνας. Όθεν δια κήρυκος προστάζουσι να αρπάξη καθ’ ένας από τους αιχμαλωτισμένους εις τας χείρας ό,τι φανή πλέον τιμιώτερον και αρεστόν εις αυτόν· και ιδού, εξέρχεται από την πόλιν ο Αινείας, μολονότι είχε πολλά άξια τιμής εις τον οίκον του, πλην αφήνων εκείνα όλα, παίρνει των πατρώων θεών τα είδωλα και εξέρχεται. Βλέπουσιν οι Έλληνες τον Αινείαν, και επαινέσαντες την θεοσέβειαν αυτού, τω δίδουσιν άδειαν και δεύτερον να εισέλθη μέσα εις την πόλιν, και να πάρη εκείνο όπερ νομίζει τίμιον. Επιστρέφει εις τον οίκον, και δεν εκτιμά ούτε χρυσόν, ούτε άργυρον, κανένα άλλο αφ’ όσα είναι αγαπητά εις τους πολλούς, αλλά παίρνει εις τους ώμους τον πατέρα Αγχίσην, γηραλέον όντα και αδύνατον δια να ελευθερωθή από την πυρκαϊάν με την ιδικήν του δύναμιν· αυτόν βαστάζων ο Αινείας και εξερχόμενος έξω, έδωσε τόσον θαύμα και έκπληξιν εις τους Έλληνας, ώστε παρεκινήθησαν να τον αφήσωσιν ελεύθερον και εξουσιαστήν και δεσπότην εις όλα του τα υπάρχοντα. Τόσον θεοφιλές πράγμα και επαινετόν, ακόμη και έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς των ειδωλολατρών, η επίσκεψις και βοήθεια των γονέων. Και πως ήτο λοιπόν τρόπος να λείψη τοιούτον θεάρεστον έργον από την Πανάχραντον Δέσποιναν, η οποία όχι μόνον από την άλλην της τελειότητα εγνώριζε πόσην αγάπην και επίσκεψιν πρέπει να έχη εις τους μακαριωτάτους αυτής γονείς Ιωακείμ και Άνναν, αλλά και από το παράδειγμα το ιδικόν της, και από αυτήν την επίσκεψιν και φροντίδα όπου έδειξεν εις αυτήν ο μονογενής της Υιός, ο οποίος και κρεμάμενος επάνω εις τον Σταυρόν, ευρισκόμενος κατά το ανθρώπινον εις τον έσχατον και τελευταίον βαθμόν των πόνων του, δεν ελησμόνησε την Παναγίαν του Μητέρα, αλλ’ αφήνων όλα κατά μέρος, και τους πόνους της κεφαλής που του επροξένει ο ακάνθινος στέφανος, και την δριμυτάτην δίψαν, η οποία τον είχε κυριεύσει, και την πίκραν της χολής και του όξους, με τα οποία ήτο ποτισμένος, και τους εμπτυσμούς, και την εσχάτην αισχύνην, και το όνειδος να στέκεται καρφωμένος εις το ξύλον εν μέσω δύο ληστών ως ληστής, και γυμνόν το παρθενικόν και πανάγιόν του σώμα έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς τόσου πλήθους, όλα αυτά κατεφρόνησε, και μόνην την επίσκεψιν και φροντίδα της Μητρός είχεν, εις ποίον να την εμπιστευθή, ποίον φύλακα και επιστάτην εις την θέσιν αυτού να της δώση. Όθεν εν μέσω του τόσου πελάγους των πόνων και θλίψεων ευρισκόμενος, και εις την τελευταίαν ώραν της ζωής, όταν δεν ήλπιζέ τις να ακούση πλέον φωνήν από το πανάγιον εκείνο στόμα, ανοίγει τα φαρμακευμένα και κατάξηρα από την δίψαν χείλη, και λέγει· «Γύναι, ιδού ο υιός σου»· μη έχεις τόσην λύπην πως απομένεις μόνη και εστερημένη της ιδικής μου προστασίας· ιδού εις τον τόπον εμού άλλος επιστάτης ιδικός σου. Λοιπόν έμαθεν η Παρθένος, καθώς προείπα, και από ταύτην την επίσκεψιν την τελευταίαν του Υιού, πόσην αγάπην εχρεώστει αυτή εις τους γονείς. Και ταύτα λέγω, όχι ότι δεν είμαι βέβαιος, ότι ο θείος Ιωακείμ και Άννα δεν είχον αφ’ εαυτού των την τελειότητα του αγιασμού και της χάριτος, αλλά να δείξω καθ’ υπόθεσιν ότι, και αν ήσαν ελλειπείς, ανεπλήρωσεν η υπερτελειοτάτη Κόρη των προγόνων την έλλειψιν· μολονότι και τούτο παντάπασιν δεν είχα δίκαιον να το είπω, επειδή από τον καρπόν γνωρίζομεν το φυτόν, εκ της λαμπρότητος των τέκνων τους γονείς, από την καθαρότητα της βρύσεως το ύδωρ. Είδε ποτέ από κτίσεως κόσμου ο ήλιος άλλην αγιωτέραν και υπερτελειοτέραν νύμφην έξω από την θυγατέρα του Ιωακείμ και της Άννης; Λοιπόν τοιούτοι τέλειοι και αγιώτατοι ήσαν και οι γονείς, και άξιοι δια να είναι όχι μόνον κληρονόμοι της πολυεράστου μακαριότητος, αλλά και συγγενείς το κατά σάρκα και Προπάτορες του Υιού και Λόγου του Θεού, του ομοουσίου και συνανάρχου Πτρί και Αγίω Πνεύματι. Δεν ηξεύρω ποίος με κατηράσθη σήμερον, να χύνω τόσους ματαίους ιδρώτας, δια να παραστήσω με τόσα λόγια, ότι ο Ιωακείμ και η Άννα έχουσι τα πρωτεία ανάμεσα εις τους εκλεκτούς φίλους του Θεού, και ότι είναι μυστικόν θησαυροφυλάκιον της μακαρίας Τριάδος, η αιτία της ελευθερίας των Προπατόρων, η αφορμή δια να ερημωθή ο Άδης, δια να στολισθή ο ουρανός με τόσα τάγματα Αγίων και Δικαίων· προς τι τόσα λόγια; Τι συμφέρει τόσα επιχειρήματα; Το δι’ ολίγου γινόμενον, μάτην δια πολλού γίνεται· έφθανε να είπω ότι ο Ιωακείμ και η Άννα είναι οι Πρόγονοι του βασιλέως των βασιλευόντων Θεού, του δημιουργού και πλάστου ουρανού και γης· τόσον έφθανε να είπω, και όποιος έχει γνώσιν ας γνωρίση και την αγιότητα και το αξίωμα και την παρρησίαν όπου έχει εις τους ουρανούς αύτη η μακαρία δυάς. Και λοιπόν καιρός είναι τώρα να ερωτήσω εσέ τον ιδικόν μου καλόν ακροατήν, όταν ακούης την ασύγκριτον τιμήν και δόξαν ταύτην των εορταζομένων Αγίων, τάχα τι φαντάζεσαι, πως αυτό το προνόμιον το έχουν από την συγγένειαν του Θεού και όχι εξ έργων δικαιοσύνης; Μη γένοιτο να πέσης εις τοιαύτην βλάσφημον γνώμην· δεν είναι άδικος ο Θεός· «ουκ έστι προσωποληψία παρά τω Θεώ». Αλλ’ ευθύς και δίκαιος, και αποδίδει εκάστω κατά τα έργα αυτού. Δεν εδόξασε τους Προπάτορας ο Θεός δια την συγγένειαν, όχι, αλλά δια τα θεάρεστα αυτών έργα επροτιμήθησαν, από όλην την Οικουμένην, να είναι συγγενείς του Θεού· η αγιότης των έργων τους έδωσε την εκλογήν και την προτίμησιν, και όχι η εκλογή την αγιότητα: «ουδείς στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση»· το ουδείς, καθ’ όλου προσδιορισμός, και περιέχει πάντας, και ξένους και οικείους. Και θέλεις να γνωρίσης καθαρώτερον ταύτην την αλήθειαν; Άφησε την άλλην αγιότητα ταύτης της μακαρίας συζυγίας· έλα εις το όνειδος της στειρώσεως, στάσου εκεί έμπροσθεν εις την θύραν του Ναού όταν απεστράφησαν τα δώρα του Ιωακείμ και της Άννης, βλέπε εκεί την πραότητά των και την υπομονήν και την φύλαξιν του νόμου και την ευλάβειαν και τον φόβον προς τον Θεόν· από βασιλικόν αίμα ούτοι, και όχι από κανένα παραμικρόν, αλλ’ από του Δαυϊδ το προφητικόν και άγιον, και πλούσιοι και γνωστοί εις όλους. Και με όλον τούτο, ούτε ηγανάκτησαν, ούτε εθυμώθησαν εις τόσον όνειδος και καταφρόνησιν όπου τους έκαμαν εις την αποστροφήν των δώρων των, αλλά με ακροτάτην ταπείνωσιν, με ευλάβειαν, χωρίς απειλάς, όπως συνειθίζουσιν οι τωρινοί, ευθύς ως τους εγγίση ο νόμος της Εκκλησίας, χωρίς πάθη εκδικήσεως, εξερχόμενοι από τον Ναόν με δάκρυα πολλά, προστρέχουσιν εις το έλεος του Θεού, να τους δώση την λύσιν της στειρώσεως και του ονειδισμού, ζητούσι την βοήθειαν του Θεού, όχι καθήμενοι και οι δύο εις τον οίκον με τρυφάς και αναπαύσεις, αλλ’ ο Ιωακείμ τρέχει εις το όρος, και η μακαρία Άννα εις τον κήπον της, λαμβάνουσα σύντροφον και πρέσβυν δια να δυσωπήσωσι τον Θεόν, την ερημίαν, την μητέρα της κατανύξεως, τα δάκρυα, το βάλσαμον της ψυχής, την προσευχήν, την νηστείαν· με τοιούτους μεσίτας εζήτησαν την λύσιν της στειρώσεως, με τοιαύτα έγιναν προπάτορες του Υιού του Θεού. Που είσθε όσοι κατεξοδεύετε τα πλούτη εις ιατρούς δια να σας δώσωσι τέκνα; Που είσθε όσοι με φαγοπότια και τροφάς ζητείτε το έλεος του Θεού; Μάθετε από την σήμερον με ποία ιατρικά λύεται η στείρωσις· λάβετε παράδειγμα από τα δάκρυα και τας προσευχάς της Άννης, εις ποίους μεσίτας εισακούει ο Θεός. Και τάχα μόνον ταύτα τα καλά μαθήματα μας δίδει η σημερινή εορτή; όχι· αλλά και άλλα πολλά, τα οποία με στενοχωρεί ο καιρός να τα αφήσω. Και λοιπόν ζητήσατε να μάθετε από άλλους με ποία σπλάγχνα, με ποίαν αγίαν Πίστιν η μακαρία Άννα εχωρίσθη από την θυγατέρα της, ακόμη ούσαν τριών ετών, εχωρίσθη από εκείνην την οποίαν εζήτησε με πολλά δάκρυα και προσευχάς από τον Θεόν, επροτίμησε να φανή αληθινή προς τον Θεόν, να δώση εκείνο όπου του έταξε, παρά την διαδοχήν του γένους της· ας είμαι χωρίς κληρονόμον εγώ, ας απομείνωσι τα πλούτη και τα υπάρχοντά μου εις χείρας άλλων, μόνον ας γίνη εκείνο όπου έταξα εις τον Θεόν. Μάθετε από άλλους, με πόσα καλά ήθη επότισαν την θυγατέρα των, με πόσα άγια παραδείγματα της ιδικής των ζωής, η οποία ηξιώθη να γίνη Μήτηρ Θεού· μάθετε από την σήμερον πόσα ετάξαμεν ημείς εις τον Θεόν, και ουδέν δίδομεν, επειδή αποβλέπομεν περισσότερον εις το κέρδος το ιδικόν μας, παρά εις την τιμήν του Θεού· μάθετε τα αίτια της στειρώσεως των πολλών, πως είναι από την ιδικήν μας αχαριστίαν προς τον Θεόν· και ειπέτε μοι, όσαι στείραι και άτεκνοι, ανίσως και σας δώση ο Θεός τέκνα, με ποίον γάλα ευαγγελικής ζωής έχετε να τα θηλάσσετε; Με ποία μαθήματα χριστιανικά έχετε να τα αναθρέψετε; Έχετε πολλά και καλά· έχετε το γάλα της ανελεημοσύνης και ασπλαγχνίας. Έχετε το γάλα της υπερηφανείας και αλαζονείας· έχετε μαθήματα επαινετά και άξια δια να τα μάθετε· αν είναι θηλυκά, έχετε να τα συνειθίσετε εκ νεότητος με ποία ψιμμύθια να ασχημίζωσι το πρόσωπον, με ποία στολίδια να καταφρονώσι τον νόμον του Θεού· αν είναι αρσενικά, δια να μάθωσι το παράδειγμα της ιδικής σας ζωής, πώς να καταφρονώσι τον νόμον του Θεού· πώς να αρπάζωσι και να αδικώσι, δεν λέγω να πορνεύωσι, να μοιχεύωσιν, αποσιωπώ το να καταλαλώσι και να προδίδωσιν ο ένας τον άλλον, δεν λέγω ότι έχουσι να μάθωσιν από τους γονείς να καταπατώσι τας νηστείας, και μάλιστα Τετράδα και Παρασκευήν όπου είναι νόμος να φυλάττωνται αυταί αι δύο ημέραι, καθώς και της μεγάλης Τεσσαρακοστής· δια τοιαύτα πονηρά μαθήματα να δώση ο Θεός τέκνα δεν ήθελεν είναι άδικος; Ίσως θα έλεγέ τις· λοιπόν αυτοί όπου έχουσι τα τέκνα είναι άγιοι και δίκαιοι, και όσαι είναι στείραι και άκληροι, κακαί και ανευλαβείς; Όχι δεν το λέγω αυτό, ούτε αυτό αληθεύει· ούτε όσοι δεν έχουσιν είναι αμαρτωλοί, αλλά και οι μη έχοντες και οι έχοντες πρέπει πάντοτε να δοξάζωσι περισσότερον λέγοντες· δεδοξασμένον να είναι το όμομά σου, Κύριε, επειδή, ποίαν ευχαριστίαν, ποίαν αγάπην είδες από εμέ το αχάριστον πλάσμα σου δια να μου δώσης τέκνον; Ευχαριστώ σοι, διότι με ηλευθέρωσες και από ταύτην την κόλασιν, διότι αν είχα τέκνον να μάθη την ανευλάβειαν την ιδικήν μου, και την αφοβίαν όπου έχω εις τους νόμους σου, θέλει μοι γίνη βαρυτέρα η κόλασις· και οι έχοντες τα τέκνα, πρέπει περισσότερον να φοβώνται την δικαίαν κρίσιν του Θεού, επειδή «ω πολύ δοθήσεται, πολύ απαιτηθήσεται». Τους εχάρισεν ο Θεός πολλά, και εις ουδέν τον ηυχαρίστησαν, και τι θέλουσι γίνει, όταν έλθη εις κρίσιν να ζητήση λογαριασμόν και δια την ανατροφήν των τέκνων, με ποία καλά παραδείγματα της ζωής τα εσυνείθισαν εις την φύλαξιν των θείων νόμων, και εις όλας τας άλλας αρετάς, όσας έχουν χρέος ο πατήρ και η μήτηρ να διδάξουν τα τέκνα αυτών. Λοιπόν όλοι, και όσοι έχουσι τέκνα και όσοι δεν έχουσι, μετά φόβου και τρόμου ας δοξάζωμεν τον εύσπλαγχνον Πατέρα, και ας ζητήσωμεν μετά συντετριμμένης καρδίας, με δακρύων πολλών ποταμούς, την λύσιν της ψυχικής στειρώσεως και όχι του σώματος· αυτό ας ζητήσωμεν, να μας δώση ψυχικούς καρπούς και όχι σωματικούς, μήπως και έλθη το τέλος και μας εύρη ως την άκαρπον συκήν, μήπως και έλθη ο καλός γεωργός, όστις πολλά εκοπίασε και ίδρωσεν εις ταύτην την αχάριστον και άκαρπον ιδικήν μας ψυχήν, και ζητήση καρπούς μετανοίας, καρπούς ελεημοσύνης, καρπούς της κατά Θεόν αγάπης, και δεν εύρη αυτήν την καρποφορίαν, δια να μη ακούσωμεν και ημείς εκείνην την κατάραν της ακάρπου συκής, «μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα». Όχι, Χριστέ Βασιλεύ, μη εγκαταλίπης ημάς εις τοιαύτην καταδίκην, αλλά δος ευλογίαν καρποφορίας, λύσον την στείρωσιν της ψυχής, ελευθέρωσον ημάς από το όνειδος της ακαρπίας, αξίωσον ημάς καρπών μετανοίας τη πρεσβεία των δικαίων σου Προπατόρων Ιωακείμ και Άννης, και της Παναχράντου σου Μητρός και Δεσποίνης ημών, ίνα δοξάζηται το Πανάγιόν σου όνομα εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Ιστορίες γυναικών που έκαναν εκτρώσεις

     

 Έλενα Κουτσερένκο

- Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να μου λέτε ότι η άμβλωση είναι έγκλημα", μου έγραψε μια άγνωστη γυναίκα σε ένα μήνυμα.

Όχι και τόσο άγνωστη. Μιλούσαμε για πρώτη φορά. Ήταν έγκυος για δεύτερη φορά. Και οι εξετάσεις έδειξαν ότι το μωρό διέτρεχε υψηλό κίνδυνο να έχει σύνδρομο Down. Ξέρω ότι γι' αυτήν είναι σοκαριστικό και τρομακτικό. Αλλά για μένα, είναι μια συνηθισμένη και απολύτως φυσιολογική ιστορία. Μιλάω με πολλές μητέρες σαν κι αυτή. Μου γράφουν, μου τηλεφωνούν, μου ζητούν συμβουλές... Στην πραγματικότητα, ζω σε αυτό το περιβάλλον.

Κάπως έτσι ήρθε σε επαφή μαζί μου εκείνη η γυναίκα.

***

Προσπάθησα να τη στηρίξω, να της μιλήσω για τη Μαρία και για άλλα παιδιά σαν κι αυτήν. Αλλά ήταν σαν να μην με άκουγε - συνέχισε να λέει ότι σε μια τέτοια κατάσταση είναι σωστό να γίνει άμβλωση. Είστε "υπεύθυνοι για τον εαυτό σας, την οικογένειά σας και το άτυχο παιδί σας". Και η μόνη διέξοδος. Και για κάποιο λόγο απαιτούσε την έγκρισή μου.

Γνωρίζοντας πολύ καλά τι περνούσε και συμπάσχοντας ολόψυχα, δεν μπορούσα να την εγκρίνω. Και αφού η ίδια ξεκίνησε αυτή τη συζήτηση, και όχι εγώ τυχαία ήρθα σε αυτήν με την ηθικολογία μου, της είπα αυτό που σκέφτομαι. Ότι η άμβλωση είναι έγκλημα. Και ίσως η πράξη αυτή θα είναι ένα βάρος που δεν θα μπορεί να αντέξει αργότερα.

Μια "χριστιανή φιλόσοφος" στο σημερινό γίγνεσθαι π. Ιωάννου Αν. Γκιάφη



 Μια "χριστιανή φιλόσοφος" στο σημερινό γίγνεσθαι

π. Ιωάννου Αν. Γκιάφη
Πολιτικού επιστήμονος-Θεολόγου

Στην περίφημη απολογία του Σωκράτη ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Πλάτωνας μεταξύ των άλλων θα διασώσει και τα εξής: "Φιλοσοφοῦντα μὲ δεῖ ζῆν καὶ ἐξετάζοντα ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους[i]". Δηλ. "Πρέπει να ζω ασχολούμενος με τη φιλοσοφία και να εξετάζω τον εαυτό μου και τους άλλους." Για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία γίνεται λόγος για την φιλοσοφία ως μια διαδικασία αυτογνωσίας και αυτοεξέτασης. Όλος ο στοχασμός του φιλοσόφου στρέφεται γύρω από τη γνώση της ζωής, του εαυτού του και όσων των περιτριγυρίζουν. Εξάλλου η φιλοσοφία συνταυτίζεται με την δίψα για τη γνώση και την αγάπη για την σοφία. Γι' αυτό και ως επιστήμη στο σημερινό γίγνεσθαι αποσκοπεί "στη συστηματική οργάνωση των ανθρώπινων γνώσεων, δημιουργώντας μια κοσμοθεωρία και βιοθεωρία[ii]". Κατανοείται λοιπόν πως η φιλοσοφία συνδέεται με την ζωή, δημιουργεί βιώματα και επιδρά στο ήθος και τη συμπεριφορά του ανθρώπου.

Και αυτή η προσέγγιση αφορά την "φυσική φιλοσοφία", αυτή που κινείται στα όρια του φυσικού κόσμου, του πεπερασμένου και νομοτελειακού. Υπάρχει όμως και η "χριστιανική φιλοσοφία", η οποία δεν βασίζεται στην διερεύνηση της φυσικής γνώσης, αλλά στηρίζεται στην πίστη και στην αποκάλυψη. Μπορεί να εξετάζει τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική οντότητα, παράλληλα προτάσσει την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο.

 Ο άνθρωπος δεν λειτουργεί αυτόνομα, αλλά ενσωματωμένος στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Χαρακτηριστικά όλοι οι άγιοι πατέρες της Εκκλησίας μας βλέπουν την φιλοσοφία ως μια ζωντανή εμπειρία των μυστηρίων του Τριαδικού Θεού και ως μια ευκαιρία του ανθρώπου να καταστεί έμπλεος της Θείας Χάριτος. Βέβαια απαραίτητη προυπόθεση συμμετοχής του στο σωτήριο έργο του Χριστού, είναι η κάθαρση της ψυχής και του σώματος. Επομένως η "φυσική φιλοσοφία" εξετάζει την φυσική περάτωση του ανθρώπου, ενώ η "χριστιανική φιλοσοφία" την πνευματική τελείωση του πιστού.

Ίσως προβληματισθούμε! Γιατί σήμερα να ομιλούμε για την χριστιανική φιλοσοφία; Η απάντηση μας δίνεται, εάν μελετήσουμε τον θεάρεστο βίο της οσίας μητρός ημών Μακρίνας. Θα γράψει ο ιερός υμνωδός σ' ένα τροπάριο της ακολουθίας του όρθρου: "Νέκρωσιν παθὼν ἐνδεδυμένη, πρὸς θείαν ἀθανασίαν μεταβέβηκας, ἄριστα διδάξασα, καὶ φιλοσοφότατα, τὸ τῆς ψυχῆς ἀθάνατον καὶ αὐτοκίνητον[iii]." Όλη η επίγεια ζωή της οσίας υπήρξε ένας διαρκής αγώνας νέκρωσης των παθών της και ετοιμασίας της για την αιωνιότητα. Ήταν ο βίος της μια λάμψη του κρυμμένου πνευματικού της κάλλους.

Αλήθεια τι να πρωτοαναφέρει κανείς; Τον θησαυρό των πολλών αρετών της ή την κατά Χριστόν φιλοσοφία της; Πολύ αντιπροσωπευτικά είναι τα όσα υποστηρίζει ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης για την αδελφή του: "Ήταν μια γυναίκα, αν βέβαια ήταν γυναίκα. Διότι δεν ξέρω αν είναι πρέπον να ονομάζω από τη φύση της εκείνη που ξεπέρασε τη φύση της[iv]." Και πράγματι η οσία Μακρίνα έκανε την υπέρβαση, ήδη από την νεότητά της, όταν πάλεψε για την ακηλίδωτη ζωή της. Μεγαλώνοντας δίπλα σε έναν ευσεβή και ευλαβή πατέρα, τον πρεσβύτερο Βασίλειο και σε μια αγία μητέρα, την Εμμέλεια, ανατράφηκε με το άδολο γάλα της πίστεώς μας. Παρότι σε νεαρή ηλικία μνηστεύεται, Θεού συγκυρία ο μνηστήρας της αναχωρεί για τον ουρανό, πριν καν έλθουν εις γάμου κοινωνία. Έτσι η οσία όχι μόνο δεν προχωράει σ' άλλον γάμο, αλλά πλέον μπορεί να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στον Νυμφίο Χριστό.

Παραμένει στην οικία της ακοίμητος φρουρός και συμπαραστάτης της μητέρας της, καθότι ο πατέρας της φεύγει απ' τη ζωή. Βοηθάει νυχθημερόν την Εμμέλεια στο να ανδρωθούν και τα υπόλοιπα αδέλφια της. Αλλά και η μητέρα της με τη συνεχή παιδαγωγία της, την ενισχύει ώστε να διατηρεί το βίο της ανεπίληπτο. Απόδειξη ότι συνεχώς νεκρώνει το θέλημά της και υπακούει την αγία μάνα της. Η ταπείνωση της φθάνει σε τέτοιο σημείο που πείθει την Εμμέλεια να αφήσουν τη συνηθισμένη ζωή τους και τις υπηρεσίες των υπηρετριών τους και να δημιουργήσουν ένα κοινόβιο από παρθένες. Επιθυμεί την ισοτιμία μεταξύ αυτών και των άλλων γυναικών του σπιτιού τους. Και κατορθώνει την οικία της να την μετατρέψει σ' ένα "φροντιστήριο ψυχής", όπου πλέον επιδίδονται σε μεγάλα ασκητικά παλαίσματα. Και βέβαια αργότερα ιδρύει κοινόβιο μοναστήρι σε κτήμα της κοντά στον Ίρι ποταμό του Πόντου, βιώνοντας εκεί την αγγελική ζωή.

Όμως η οσία Μακρίνα έπαιξε καθοριστικό ρόλο με την όλη συνεισφορά της και στην οικογένεια. Στήριξε υποδειγματικά την μητέρα της, όταν ο αδελφός της Ναυκράτιος πέθανε ξαφνικά. Με την υπομονή και την ευψυχία της κατάφερε να οδηγήσει την Εμμέλεια στην φιλοσοφία της άυλης ζωής, της αιωνιότητας. Αλλά και για τα υπόλοιπα αδέλφια υπήρξε ο πατέρας, ο διδάσκαλος και ο σύμβουλος για την επίτευξη του αγαθού στην επίγεια διαδρομή τους. Μήπως τον Μέγα Βασίλειο κατά τα πρώτα του βήματα δεν του δίδαξε την υψοποιό ταπείνωση, τη στιγμή που οι φιλοσοφικές σπουδές του τον είχαν συνεπάρει; Μήπως τον μικρότερο αδελφό της, τον Πέτρο, μετέπειτα επίσκοπο Σεβαστείας, δεν τον βοήθησε από τη μικρή του ηλικία "να υψωθεί στον υψηλό σκοπό της φιλοσοφίας", καλλιεργώντας του την εργασία της αρετής και την συντριβή της κακίας; Η Μακρίνα αναδεικνύεται ο πνευματικός στύλος του οικογενειακού οικοδομήματός της.

Αν και στην πορεία την βρίσκουν συμφορές(χάνει τον αρραβωνιαστικό της, τον αδελφό της, την μητέρα της κ. ά.), εντούτοις δεν λυγίζει. Μέχρι το τέλος της θυσιαστικής ζωής της παραμένει πιστή στο θέλημα του Θεού, εφαρμόζοντας στο ακέραιο τον ευαγγελικό νόμο. Ακόμη και προαισθανόμενη την οσιακή της κοίμηση, εκφράζει την επιθυμία της "ανάλυσής" της στην όντως ζωή. Ήδη από την εδώ ματαιότητα, εισέρχεται στα άδυτα του Ουρανού, ποθώντας την οριστική απόλαυση της παραδείσιας τρυφής. Δεν μένει στα λυπηρά του κόσμου αυτού, παρά εμπνέει τους "γύρω" της για τα θυμηδέστερα του Ουρανού . 

Σήμερα μπορεί να επικρατούν πολλά φιλοσοφικά ρεύματα(π.χ. ο ορθολογισμός, ο υπαρξισμός, ο παραλογισμός κ. ά.) όμως οδηγούν στη σύγχυση και στην παραζάλη τον σύγχρονο άνθρωπο. Μπορεί να προσφέρουν φυσικές γνώσεις και να διερευνούν σε βάθος το κάθε έλλογο ον, αλλά οι απαντήσεις τους στα εναγώνια μεταφυσικά ερωτήματα είναι εφήμερες και απατηλές. Ο πνευματικός αγώνας του χριστιανού λοιπόν έγκειται στην απόκτηση της κατά Χριστόν φιλοσοφίας, όταν εκεί μέσα κρύβεται η αιώνια ομορφιά του Παραδείσου.      


[i] Πλάτωνος Απολογία 28Ε.
[ii] ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΛΟΥ ΔΗΜ., Λεξικό Βασικών Εννοιών, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1984,σ. 408.
[iii] Τροπάριο η' ωδής κανόνος της ακολουθίας του όρθρου της 19ης Ιουλίου.
[iv] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Άπαντα τα έργαΈλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τομ. 9ος, εκδ. "Γρηγόριος ο Παλαμάς", Θεσσαλονίκη 1990, σ. 335

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ

Η μεγαλομάρτυς αγία Κυριακή


   Οι Μάρτυρες κατέχουν τη σημαντικότερη θέση στην Εκκλησία μας, διότι Αυτή είναι θεμελιωμένη στη μαρτυρία, στα βασανιστήρια, στο αίμα και στην ίδια τη ζωή εκείνων. Τα λεγόμενα «Μαρτυρολόγια» είναι οι βιογραφίες των Μαρτύρων της Εκκλησίας μας, τα οποία διηγούνται τις ηρωικές τους ομολογίες στο Χριστό και τα αφάνταστα δεινοπαθήματά τους από τους διαχρονικούς χριστιανομάχους.
    Οι Μάρτυρες γυναίκες υπήρξαν το ίδιο ηρωικές με τους άνδρες, και σε πολλές περιπτώσεις τους ξεπερνούσαν σε θάρρος, ηρωισμό και παρρησία, μπροστά στους δημίους βασανιστές τους! Μια από αυτές είναι και η μεγαλομάρτυς Κυριακή, ένα εύοσμο άνθος πίστεως, ευσέβειας, αγνότητας, ηρωισμού και καρτερίας της αρχαίας Εκκλησίας.
     Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και έζησε τον 4ο μ. Χ. αιώνα, από γονείς Έλληνες χριστιανούς και ευσεβείς. Ήταν πολύ πλούσιοι, αλλά δεν είχαν παιδί. Για τούτο και προσεύχονταν αδιαλείπτως στο Θεό να τους χαρίσει το δώρο της παιδοποιίας. Ο Θεός άκουσε τις δεήσεις τους και πράγματι τους χάρισε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, το οποίο γεννήθηκε ημέρα Κυριακή και γι’ αυτό του έδωσαν το όνομα Κυριακή, που σημαίνει αφιερωμένη στον Κύριο, όπως και η αγία ημέρα Του. 

      Η Κυριακή μεγάλωνε μέσα στην ευσέβεια της οικογένειάς της. Από μικρή απέκτησε ακράδαντη πίστη στο Θεό και απέραντη αγάπη για το Χριστό. Εκείνος την προίκισε με σπάνιο σωματικό κάλλος και υπέρμετρη ευγένεια ψυχής, ώστε να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα κορίτσια της μεγαλούπολης, όπου ζούσε. Νωρίς είχε αποφασίσει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό, διαφυλάσσοντας την παρθενία της για το Νυμφίο Χριστό. Ας μην ξεχνάμε πως για τον Χριστιανό δύο δρόμοι υπάρχουν: ο δρόμος της παρθενίας και ο δρόμος του γάμου. Και οι δύο δρόμοι είναι ευλογημένοι και ισότιμοι για την Εκκλησία μας.
      Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου πολλοί μνηστήρες επιθυμώντας το κάλλος του σώματος και της ψυχής της τη ζήτησαν να την παντρευτούν. Αλλά εκείνη με ευγένεια τους απωθούσε, ομολογώντας την επιλογή της να είναι αρραβωνιασμένη σε όλη της τη ζωή με το Χριστό και να υπηρετεί την Εκκλησία Του στα πρόσωπα των αναξιοπαθούντων ανθρώπων.
      Αλλά η ζωή των Χριστιανών την εποχή εκείνη δεν ήταν εύκολη, διότι η Εκκλησία του Χριστού βρισκόταν σε διωγμό. Για τριακόσια χρόνια το διεφθαρμένο ειδωλολατρικό ρωμαϊκό κράτος δίωκε μέχρι αφανισμού τους Χριστιανούς. Οι απόλυτα διεφθαρμένοι αυτοκράτορες, μη έχοντας την παραμικρή ηθική αναστολή, έβγαζαν διατάγματα, με τα οποία απαγόρευαν με την ποινή του θανάτου την άσκηση της χριστιανικής λατρείας. Όσοι Χριστιανοί συλλαμβάνονταν και δεν δεχόταν να υπογράψουν λίβελο απάρνησης της πίστης τους και δε θυσίαζαν στους ειδωλολατρικούς «θεούς» υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους και να θανατωθούν αν επιμένουν.
      Στα χρόνια που ζούσε η Κυριακή, αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο θηριώδης Διοκλητιανός, ο οποίος διέταξε το 303 μ. Χ. τον φοβερότερο διωγμό, χειρότερο από όλους τους προηγούμενους. Οι αδίστακτοι ιερείς των σκοταδιστικών μαντείων του Κλαρίου και του Διδυμαίου Απόλλωνος της Μ. Ασίας είχαν πείσει το δεισιδαίμονα αυτοκράτορα πως οι Χριστιανοί είναι μιασμένοι και πως οι «θεοί» εξαιτίας του μιάσματος αυτού εγκατέλειψαν το κράτος. Για να επανακτηθεί η «εύνοιά» τους έπρεπε να εκλείψουν οι Χριστιανοί! Ο Διοκλητιανός πείσθηκε. Χιλιάδες Χριστιανοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν σε φρικτά βασανιστήρια και έχυναν το αίμα τους  για το Χριστό. Δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί έχαναν τα αξιώματά τους και φονεύονταν. Βιβλία καίγονταν, περιουσίες κατάσχονταν, ναοί κατεδαφίζονταν!  
       Κάποιος ειδωλολάτρης δικαστής της Νικομήδειας ήθελε να αρραβωνιάσει την Κυριακή με το γιό του. Όταν εκείνη αρνήθηκε την κατάγγειλε στις αρχές ως Χριστιανούς την ίδια και τους γονείς της.  Ο ίδιος ο αυτοκράτορας διέταξε να υποβληθούν σε σκληρά βασανιστήρια. Τους έδερναν συνεχώς ώσπου να σταματούν οι στρατιώτες από κούραση το ξυλοδαρμό. Αλλά ούτε οι απειλές, ούτε οι κολακείες των ειδωλολατρών έφεραν αποτέλεσμα. Έτσι αποφάσισαν να στείλουν εξορία τους γονείς της στην Μελιτηνή της Αρμενίας και την Κυριακή να σταλεί στον επίσης θηριώδη Μαξιμιανό για ανάκριση.
      Η αγία ομολόγησε με περισσό θάρρος την πίστη της στο Χριστό. Για την ομολογία της παραδόθηκε σε άξεστους στρατιώτες να τη βασανίσουν, αλλά έμεινε ακλόνητη στην πίστη της. Ένα βράδυ, στο σκοτεινό δεσμωτήριό της, άκουσε τη φωνή του Θεού να την ενθαρρύνει «Μη φοβάσαι Κυριακή τα βασανιστήρια, το πνεύμα μου είναι μαζί σου»! Κατόπιν παραδόθηκε στον κτηνώδη έπαρχο της Βιθυνίας Ιλαρίωνα, να τη βασανίσει ακόμα περισσότερο, με σκοπό να καμφθεί. Ο Ιλαρίων έδωσε εντολή να την καίνε καθημερινά με αναμμένες δάδες και να την κρεμούν για μέρες από τα μαλλιά. Όμως ο Θεός θεράπευε θαυματουργικά τις πληγές της, ώστε να πιστέψουν πολλοί ειδωλολάτρες και να οδηγηθούν και αυτοί στο μαρτύριο!
      Τέλος την οδήγησαν σε παρακείμενο ειδωλολατρικό ναό να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν την έφεραν στο άντρο αυτό των δαιμόνων, παρακαλούσε το Χριστό να τη βοηθήσει. Και το θαύμα έγινε: δυνατός σεισμός γκρέμισε τα αγάλματα των «θεών», τα οποία έγιναν θρύψαλα. Όμως το γεγονός εξαγρίωσε τους ειδωλολάτρες δημίους και ιερείς. Γι’ αυτό άναψαν φωτιά δίπλα στο βωμό και την έριξαν να καεί. Αλλά οι φλόγες δεν την έκαιγαν! Μετά από αυτό, και με παρακίνηση των αδίστακτων ειδωλολατρών ιερέων, την αποκεφάλισαν. Ήταν μόνο 21 ετών! Δεν υπέκυψε στα φρικτά βασανιστήρια και δεν πρόδωσε την αγία πίστη της. Έφυγε για την Άνω Ιερουσαλήμ ως αγνή και καλλιπάρθενος νύμφη του Χριστού, και ενώθηκε η μακάρια ψυχή της με τον Νυμφίο της αιωνίως!   Η μνήμη της εορτάζεται στις 7 Ιουλίου.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Τη ΚΕ΄ (25η) Ιουνίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΦΕΒΡΩΝΙΑΣ

.

Φεβρωνία η Αγία του Χριστού Μάρτυς ήθλησεν επί του αυτοκράτορος Διοκλητιανού, ότε μέγας διωγμός ηγέρθη υπό τούτου κατά των Χριστιανών. Κατά τους χρόνους δηλαδή του βασιλέως αυτού, έζη εις την Ρώμην έπαρχος τις, ονόματι Άνθιμος, όστις είχεν υιόν καλούμενον Λυσίμαχον, τον οποίον είχεν αρραβωνιασμένον με την θυγατέρα ενός συγκλητικού, Προσφόρου ονόματι. Ούτος ο έπαρχος ησθένησε βαρύτατα, και προσκαλεσάμενος τον αδελφόν του, Σελήνον καλούμενον, είπεν αυτώ: «Εις τας χείρας σου παραδίδω τον υιόν μου Λυσίμαχον, τον οποίον έχε ως υιόν σου, και αυτός σε ως πατέρα του. και εάν αποθάνω, τελείωσον ως πρέπει χαρμοσύνως τους γάμους του». Ταύτα ειπών ο Άνθιμος, μετά τρεις ημέρας απέθανεν. Ο δε βασιλεύς προσεκάλεσε τον Λυσίμαχον, και του λέγει έμπροσθεν του θείου του:

«Εγώ, νεανία, σκέπτομαι να σε κάμω έπαρχον δια την αγάπην του πατρός σου. Αλλά επειδή ήκουσα από τινας, ότι επλανήθης από την μητέρα σου και σέβεσαι τον Χριστόν, ανέμενα μέχρις ότου βεβαιωθώ περί τούτου. Λοιπόν τώρα απεφάσισα να σε στείλω εις την Ανατολήν, δια να καταπολεμήσης την πίστιν του Χριστού, όταν δε επιστρέψης να σε τιμήσω ως τον πατέρα σου». Ακούσας ταύτα ο νέος δεν ετόλμησε να αποκριθή, διότι ήτο περίπου είκοσι ετών. Ο δε θείος αυτού παρεκάλεσε τον βασιλέα να τον αφήση να τελειώσουν τους γάμους, κατόπιν δε να υπάγουν αμφότεροι. Ο δε είπεν αυτοίς· «υπάγετε εις την Ανατολήν πρότερον, να αφανίσετε τους Χριστιανούς, και όταν έλθητε, θα σας βοηθήσω και εγώ να εορτάσετε τα γαμήλια». Τότε πλέον δεν ετόλμησαν να είπουν λόγον δεύτερον, αλλά παραλαβόντες τα βασιλικά προστάγματα και πλήθος στρατιωτών, ανεχώρησαν δια την Ανατολήν και έφθασαν εις μίαν χώραν της Μεσοποταμίας Παλμύραν ονόματι. Ο δε Λυσίμαχος είχεν ανεψιόν, Πρίμον καλούμενον, τούτον δε ώρισεν επί κεφαλής των στρατιωτών κόμητα.  Όσους εύρον λοιπόν εις την Μεσοποταμίαν Χριστιανούς εθανάτωσεν ο άσπλαγχνος Σελήνος, άλλους έκαιεν εις το πυρ, άλλους δε άλλως ασπλάγχνως ο κακότροπος απέκτεινεν. Όθεν εις όλην την Ανατολήν έτρεμον όλοι οι φιλόχριστοι τον μισόχριστον τούτον τύραννον, διότι είχε πολλήν ωμότητα και μισανθρωπίαν εκ φύσεως. Ο δε Λυσίμαχος ελυπείτο πικρώς δια ταύτα, διότι η μητέρα του ήτο Χριστιανή και τον είχε διδάξει την πίστιν μας. Όθεν μίαν νύκτα είπε προς τον Πρίμον ο Λυσίμαχος. «Ηξεύρεις καλά ότι η μήτηρ μου ήτο Χριστιανή, και εφρόντιζε πολύ να με οδηγήση εις τον Χριστόν, εγώ δε δια τον φόβον του πατρός μου και του βασιλέως δεν ηθέλησα να αρνηθώ την πίστιν μας. Πλην έχω εντολήν από την μητέρα μου, να μη θανατώσω Χριστιανόν, καθόσον μάλιστα και φίλος Χριστού με ηνάγκαζε να γίνω. Όθεν βλέπων τους Χριστιανούς, τους οποίους θανατώνει ο θείος μου, πονεί η ψυχή μου· και όσους φυλακίζει, θέλω να τους αφήσω να φεύγωσι». Ταύτην την παραγγελίαν έχων ο Πρίμος από τον Λυσίμαχον, δεν εφυλάκιζε πλέον Χριστιανούς, αλλά έδιδεν είδησιν εις τα Μοναστήρια να κρύπτωνται, δια να μη τους ευρίσκουν εύκολα οι διώκται. Υπήρχε δε εις την χώραν εκείνην ένα γυναικείον Μοναστήριον, το οποίον είχεν ασκητρίας πεντήκοντα, και είχον ηγουμένην μίαν ενάρετον, Βρυένην ονόματι, ήτις ήτο της Διακόνου Πλατωνίδος μαθήτρια, της οποίας τας αρετάς και τον κανόνα αόκνως εφύλαττεν. Όθεν είχον καλάς τάξεις εις εκείνο το Μοναστήριον, ήτοι νηστείαν, αγρυπνίαν, ανάγνωσιν και άλλα καλά έργα, όσον ηδύναντο. Ανάμεσα δε εις τας άλλας αδελφάς, ήσαν δύο εναρετώτεραι, Πρόκλα και Φεβρωνία καλούμεναι· και η μεν πρώτη ήτο είκοσι πέντε ετών, η δε Φεβρωνία είκοσι (ήτις ήτο ανεψιά της Βρυένης), και τόσον ήτο ωραία και εύμορφος, ώστε εις εκείνα τα μέρη δεν υπήρχεν άλλη ωραιοτέρα της· και τόσον κάλλος είχε και φαιδρότητα εις το πρόσωπον, ώστε δεν ήτο δυνατόν να την ιστορήση ζωγράφος καθώς ήτο εκ φύσεως. Είχε λοιπόν η Βρυένη μεγάλον φόβον και αγωνίαν, πως να φυλάξη την Φεβρωνίαν από τους ασεβείς ίνα μη την βιάσωσιν. Όθεν αι μεν άλλαι έτρωγον μίαν φοράν την ημέραν, αυτήν δε επρόσταξε να τρώγη μόνον κάθε δύο ημέρας μίαν φοράν, δια να μαρανθή το περισσόν κάλλος της και να φαίνεται άσχημος. Η δε Φεβρωνία έκαμνε περισσότερον αγώνα, όσον ηδύνατο, και ούτε τον άρτον, ούτε το ύδωρ εχόρταινεν, αλλά μόνον δια να ζη. Ομοίως και τον ύπνον ελάμβανεν ολίγον, όχι εις στρώμα, αλλά εις σκαμνίον καθημένη ανεπαύετο, ή εις την ξηράν γην εκείτετο, δια να μη έχη ανάπαυσιν, ώστε να κοιμάται ολίγον και να βασανίζη το σώμα της. Όταν δε ήθελε τύχη να πειραχθή εις τον ύπνον της από τον διάβολον, εσηκώνετο ευθύς και παρεκάλει τον Θεόν με δάκρυα να διώξη απ’ αυτής τον πειράζοντα, και ανεγίνωσκε τας βίβλους επιμελέστατα, διότι εκ φύσεως ήτο φιλομαθής. Όθεν έγινε και πολυμαθής τόσον, ώστε την εθαύμαζεν η ηγουμένη, και πάντοτε αυτήν ώριζε να αναγινώσκη εις τας άλλας τα θεία λόγια. Όταν δε ήθελον έλθει εις την Μονήν κοσμικαί γυναίκες ευγενείς, την ετοποθέτουν από μέσα από το παραπέτασμα και ανεγίνωσκε, δια να μη την βλέπουν, ούτε αυτή να θεωρή ποσώς κοσμήματα, ούτε καν και εκείνην όπου την ανέθρεψεν. Ημέραν τινά ήλθε κόρη τις, από ευγενείς γονείς γεννηθείσα, Ιερεία ονόματι, της οποίας ο πατήρ ήτο Συγκλητικός, και αυτή είχε πόθον ανείκαστον να συνομιλήση με την Φεβρωνίαν. Και τόσον παρεκάλεσε την Ηγουμένην με δάκρυα, ώστε της επέτρεψε να εισέλθη εις τον παρθενώνα, αλλά με ένδυμα μοναχικόν. Αύτη δε έστερξε και εμαυροφόρεσε δια τον πολύν πόθον όπου είχε να συνομιλήση με την εκλεκτήν Φεβρωνίαν, την οποίαν εχαιρέτησεν· έπειτα την επρόσταξεν η Ηγουμένη να κάμη ανάγνωσιν από βιβλίον ψυχωφελέστατον. Και τόσον κατενύχθη η Ιερεία εις την διδασκαλίαν της Φεβρωνίας, ώστε επέρασαν όλην την νύκτα και αι δύο άγρυπνοι, χωρίς να κοιμηθώσιν ολότελα· και ούτε η μία εκουράσθη αναγινώσκουσα, ούτε η άλλη ενύσταξεν ακούουσα, αλλά μάλλον έκλαυσε τόσον, ώστε εβράχη η γη από τα περισσά δάκρυα, ότι εκείνη ήτο τέκνον Ελλήνων και ουδέποτε είχεν ακούσει παρομοίους λόγους. Όταν δε εξημέρωσε μετά βίας την κατέπεισεν η Ηγουμένη να υπάγη εις την οικίαν της. Ασπασθείσαι λοιπόν η μία την άλλην απεχαιρετίσθησαν πάλιν με δάκρυα. Τότε η Φεβρωνία ηρώτησε αδελφήν τινα, Θωμαϊδα ονόματι, να της ειπή τις ήτο εκείνη η κόρη, ήτις τοσαύτα δάκρυα έχυσε. Της λέγει η Θωμαϊς· «η Συγκλητική Ιερεία ήτο, κυρία μου». Λέγει η Φεβρωνία· «και διατί με παρεπλανήσατε και της ωμίλουν ως μοναχής»; Η δε είπεν· «ούτως η προεστώσα επρόσταξεν». Η δε Ιερεία, όταν έφθασεν εις τους γονείς της, τους ανήγγειλεν όσα ήκουσεν εις το Μοναστήριον. Και τόσον τους εδίδαξεν επιμελώς, ώστε τους κατέπεισε να λάβουν το σωτήριον βάπτισμα. Εκείνας τας ημέρας ησθένησεν η Φεβρωνία βαρύτατα, η δε Ιερεία ουδέ στιγμήν απεμακρύνθη από κοντά της, αλλ’ εκάθητο και την εφύλαττεν όσον καιρόν ήτο ασθενής. Τον καιρόν εκείνον ήλθεν εις εκείνην την χώραν ο Σελήνος με τον Λυσίμαχον. Όθεν όλοι οι χριστιανοί, λαϊκοί, Κληρικοί και Μοναχοί, άφηνον τα κελλία των και έφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια, ως και αυτός ο Επίσκοπος της πόλεως, και εκρύπτοντο δια τον επικείμενον κίνδυνον. Τούτο και αι Μοναχαί της Μονής εκείνης ακούσασαι, ηρώτησαν την Ηγουμένην, εάν ήθελε να τας συγχωρήση να αναχωρήσωσιν ολίγον, έως ότου παρέλθη ο κίνδυνος. Η δε σοφωτάτη Βρυένη ουτω φρονίμως αυταίς απεκρίνατο: «Ακόμη τον πόλεμον δεν είδετε και εδειλιάσατε; Μη, τέκνα μου, σας παρακαλώ· αλλ’ ας αποθάνωμεν δια τον Χριστόν, δια να συζήσωμεν Αυτώ αιωνίως». Ταύτα ακούσασαι αι αδελφαί, τότε μεν εσιώπησαν·τη δε επαύριον μία από αυτάς, Αιθερία ονόματι, είπεν εις τας άλλας. Δια την Φεβρωνίαν δεν μας συγχωρεί η Ηγουμένη να φύγωμεν και δια να μη χάση εκείνην θέλει να απολεσθώμεν όλαι. Προσήλθον λοιπόν όλαι εις την προεστώσαν λέγουσαι: «Συγχώρησόν μας να κρυβώμεν, ότι δεν είμεθα ημείς από τους κληρικούς και από τον Επίσκοπον καλύτεραι. Ηξεύρεις ότι είναι εδώ κορασίδες τινές, και κινδυνεύουν πρώτον μεν να τας μιάνουν οι στρατιώται, δεύτερον δε δεν ημπορούμεν να υπομείνωμεν τα κολαστήρια, και θέλομεν υστερηθή, αι τάλαιναι, και τον μισθόν της ασκήσεως. Λοιπόν, εάν ορίζης, ας πάρωμεν και την Φεβρωνίαν, να κρυβώμεν εις τινα τόπον». Η δε Φεβρωνία απεκρίνατο: «Ζη Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίον ενυμφεύθην και του αφιέρωσα την ψυχήν μου. Δεν εξέρχομαι από τον τόπον τούτον, αλλ’ εδώ θα αποθάνω και θα ενταφιασθώ δια τον Δεσπότην μου». Η δε Ηγουμένη είπεν αυταίς: «Κάθε μία ηξεύρει το συμφέρον της, και κάμετε όπως θέλετε». Τότε μία προς μίαν εχαιρέτα την προεστώσαν και την Φεβρωνίαν και απήρχοντο. Η δε Πρόκλα, της Φεβρωνίας η σύντροφος, έπεσεν εις τον τράχηλον αυτής λέγουσα. Εύξαι δι’ εμέ, κυρία μου. Η δε απεκρίνατο. Φοβήθητι τον Θεόν καν συ, και μη με αφήσης μόνην, ότι από την ασθένειαν είμαι ακόμη αδύνατη, μη μου τύχη θάνατος, και δεν δύναται η Ηγουμένη ούτε καν να ενταφιάση το σώμα μου. Η δε Πρόκλα έστερξε να μείνη δια την αγάπην της· αλλά πάλιν ύστερον εδειλίασε και έφυγε την νύκτα κρυφίως. Τότε η Ηγουμένη βλέπουσα την γύμνωσιν του μοναστηρίου εισήλθεν εις την Εκλησίαν και έπεσε κατά γης κλαίουσα. Η δε Θωμαϊς την επαρηγόρει να έχη υπομονήν και ο Κύριος θέλει βοηθήσει ως παντοδύναμος. Λέγει η Βρυένη· δεν λυπούμαι δια τον εαυτόν μας· μόνον δια την Φεβρωνίαν πικραίνομαι, και δεν ηξεύρω που να την κρύψω, μη τύχη και την βιάσουν οι μισόχριστοι Έλληνες. Η δε Φεβρωνία, ακούσασα τον θρήνον της Ηγουμένης, ηρώτησε την Θωμαϊδα διατί έκλαιε. Λέγει εκείνη: «Δια σε φοβούμεθα, μη σε εύρη ψυχική τις βλάβη ή συμφορά, και προσεύχου εις τον Κύριον, ότι εάν έλθουν οι στρατιώται του τυράννου να μας πάρουν εις το κριτήριον, ημάς όπου εγηράσαμεν θα θανατώσωσιν, αλλά σε ως περικαλλή νεάνιδα θέλουν κρατήσει, ίνα σε εξαπατήσουν με κολακείας και πανουργίας να φθείρουν την παρθενίαν σου, ή να σε δυναστεύσουν με απειλάς και κολαστήρια να προδώσης και την ευσέβειαν. Όμως πρόσεχε δια την αγάπην του ουρανίου Νυμφίου σου, μη πλανηθής με χρυσόν ή άργυρον ή δια πολύτιμα ιμάτια και άλλα ρευστά και μάταια πράγματα, να προδώσης την τιμήν ή την ευσέβειαν, και ζημιωθής τον μισθόν των αγώνων σου, γενομένη παίγνιον των δαιμόνων· ότι δεν είναι από την παρθενίαν άλλο τιμιώτερον, της οποίας ο μισθός είναι πολύς και αμέτρητος η ανταπόδοσις. Ο δε ουράνιος Νυμφίος χαρίζει εις εκείνους, οι οποίοι τον ποθήσουν και δεν μολυνθώσιν, αθανασίαν αιώνιον. Λοιπόν φυλάγου να μη αθετήσης τους αρραβώνας και την υπόσχεσιν όπου έδωκες· ότι φοβερά είναι η ημέρα της κρίσεως, όταν έκαστος απολανβάνη κατά τα έργα του». Ταύτα η Φεβρωνία ακούσασα, απεκρίθη. «Καλά έκαμες να με νουθετήσης, ότι με τοιαύτα ψυχωφελή παραγγέλματα με εστερέωσες καλύτερα. Πλην εάν ήθελα, έφευγα και εγώ με τας άλλας· αλλ’ επειδή ποθώ να αποθάνω δια τον Δεσπότην μου, εάν με αξιώση η Χάρις Του, δι’ αυτό παρέμεινα». Όταν ήκουσε ταύτα η Βρυένη, ήρχισε και αυτή να την νουθετή ούτω λέγουσα: «Ενθυμήσου, τέκνον μου, πως σε επήρα από την τροφόν σου, όταν ήσουν ακόμη δύο χρόνων, σε ανέθρεψα, σου έμαθα τα γράμματα και σε εφύλαξα ως κόρην οφθαλμού έως σήμερον. Παρακαλώ σε λοιπόν, να μη αφήσης να σε μολύνωσι, να ζημιωθής όλους τους κόπους σου. Ενθυμήσου τους αγίους Μάρτυρας, όπου έλαβον τοσαύτα δεινά και φρικτά κολαστήρια και ούτως έλαβον από τον Δεσπότην Χριστόν της νίκης τον στέφανον, όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες και παιδία άνηβα. Ενθυμήσου την Λιβύην, της οποίας έκοψαν την κεφαλήν, και της Λεωνίδος, την οποίαν έκαυσαν, και της Ευτροπίης, η οποία με την μητέρα της εμαρτύρησαν, αν και ήτο μόνον χρόνων δώδεκα, όταν επρόσταξεν ο άδικος δικαστής να την τοξεύουν, χωρίς να την δέσουν, δια να δειλιάση τα βέλη και φύγη τον θάνατον· αυτή δε η αείμνηστος υπήκουσεν εις την μητέρα της, και εσταμάτησεν ακίνητος, δεχομένη τας πληγάς των βελών, έως ου εξεψύχησεν. Αυτή λοιπόν, ήτις ήτο παιδίον αμάθητον, έδειξε τόσην ανδρείαν και γενναιότητα, συ δε όπου εδίδασκες άλλας, να νικηθής υπό του εχθρού; Μη γένοιτο». Αυτά και έτερα λέγουσα, ενύκτωσε· το δε πρωϊ, όταν ανέτειλεν ο ήλιος, έγινεν ειςτην πόλιν ταραχή μεγάλη και σύγχυσις, ότι ο Σελήνος επρόσταξε και έρριψαν εις τας φυλακάς πολλούς χριστιανούς και διαφόρως τους εβασάνισεν. Ανήγγειλαν λοιπόν εις αυτόν τινές Έλληνες δια το γυναικείον Μοναστήριον, ευθύς δε απέστειλε στρατιώτας, να φέρουν όσας εύρουν εις το κριτήριον. Έθραυσαν λοιπόν οι στρατιώται τας θύρας και εισελθόντες εύρον μόνον τας τρεις, στρατιώτης δε τις έσυρε το ξίφος να φονεύση την ηγουμένην. Η δε Φεβρωνία έπεσεν εις τους πόδας αυτών λέγουσα: «Σας εξορκίζω εις τον Θεόν, όστις κατοικεί εις τα ουράνια, να φονεύσετε πρώτον εμέ, δια να μη ίδω τον θάνατον της κυρίας μου». Τότε έφθασε και ο Πρίμος, όστις διώξας τους στρατιώτας έξω ηρώτησε την ηγουμένην, τι έγιναν αι Μοναχαί. Αύτη δε του είπεν ότι εφοβήθησαν και έφυγαν. Λέγει ο Πρίμος: Καλόν θα ήτο να εκρύπτεσθε και σεις, διότι εγώ σας λυπούμαι· και υπάγετε κάπου αλλού, αν στείλη ο ηγεμών άλλους στρατιώτας, ώστε να μη σας εύρωσιν. Ούτως ειπών επέστρεψεν εις το Πραιτώριον, και λέγει προς τον Λυσίμαχον: «Μετέβημεν εις το Μοναστήριον, και είδα μίαν νεάνιδα, της οποίας εθαύμασα το κάλλος. Μα τους θεούς, δεν είδα γυναίκα ωραιοτέραν, και είναι πράγματι αξία δια σε». Του λέγει ο Λυσίμαχος· «έχω εντολήν από την μητέρα μου, να μη κακοποιήσω Χριστιανόν. Πως λοιπόν να επιβουλευθώ τας δούλας του Χριστού; Σε παρακαλώ λοιπόν να τας διαφυλάξης εις την ευσέβειαν, ώστε να μη πέσουν εις τας χείρας του θείου μου». Εις όμως από τους κακίστους εκείνους στρατιώτας ανήγγειλεν εις τον Σελήνον, λέγων· ευρήκαμεν εις το Μοναστήριον νεάνιδα, ήτις όντως είναι ξένον θέαμα. Τότε θυμωθείς ο Σελήνος έστειλε στρατιώτας να φέρουν την νέαν εις το κριτήριον. Απελθόντες λοιπόν ήρπασαν αυτήν ως άγρια θηρία, την έδεσαν από τον λαιμόν, και την έσυρον. Η δε ηγουμένη και η Θωμαϊς ήθελον να υπάγουν μετ’ αυτής δια να την νουθετώσιν, αλλά οι στρατιώται δεν επέτρεψαν. Όθεν παρεκάλεσαν αυτούς, να τας αφήσουν να κάμουν προσευχήν προς Κύριον. Και απελθούσαι εις την Εκκλησίαν είπον εις την Φεβρωνίαν ταύτα, δια να την στερεώσουν καλύτερα. «Ιδού, ήδη πορεύεσαι εις τον αγώνα, νύμφη του Ουρανίου Βασιλέως, όστις στέκεται αοράτως και σε φυλάττει, και οι Άγγελοι κρατούσι της νίκης τον στέφανον. Λοιπόν μη φοβηθής τας βασάνους, μη λυπηθής το φθειρόμενον σώμα σου, το οποίον γίνεται αύριον εις τον τάφον άχρηστον και εις βρώμα των σκωλήκων μετατρέπεται· αλλά παράδωσέ το εις μάστιγας και κολαστήρια δια τον Κύριον, δια να ζήσης μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον Παράδεισον. Ιδού ημείς μένομεν εδώ, αλλά δεν θα παύσωμεν προσευχόμεναι προς τον Θεόν υπέρ σου, ίνα σε ενδυναμώση να τελειώσης τον δρόμον της αθλήσεως». Η δε Οσία απεκρίθη λέγουσα: «Ελπίζω εις τον Θεόν, μητέρες μου πνευματικαί, να σας κάμω και εις τούτο υπακοήν, καθώς δεν σας παρήκουσα εις καμμίαν εντολήν ουδέποτε και έχω το θάρρος μου εις τον Χριστόν και εις την αειπάρθενον Θεοτόκον, να δείξω ανδρείον και γενναίον φρόνημα, ώστε να με ίδωσιν οι λαοί και να θαυμάσωσι, λέγοντες. Αληθώς αυτή η φυτεία είναι της μεγάλης Βρυένης ανάθρεμμα. Λοιπόν αφήτε με να υπάγω και εύχεσθε υπέρ εμού». Λέγει η Θωμαϊς: «Ζη Κύριος ο Θεός μου, έρχομαι και εγώ με ανδρικά φορέματα, δια να βλέπω τους αγώνας σου». Ιδούσα τότε η Βρυένη τους στρατιώτας ότι εβιάζοντο, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν λέγουσα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις εφάνης προς την δούλην σου Θέκλαν με το σχήμα του Παύλου και την ενεθάρρυνες, ούτω παραστάσου και φάνηθι και εις ταύτην την ταπεινήν, την ώραν του αγώνος αυτής και δος αυτή βοήθειαν». Ταύτα ειπούσα την ενηγκαλίσθη, την ησπάσθη και την απεχαιρέτησε κλαίουσα. Οι δε στρατιώται επήραν την Αγίαν, την οποίαν ηκολούθει κατόπιν η Θωμαϊς με ανδρικά φορέματα. Αλλά και άλλαι γυναίκες πολλαί κοσμικαί (αι οποίαι επήγαιναν εις το Μοναστήριον και τας εδίδασκεν) ηκολούθησαν τότε, δια να ίδουν τους αγώνας της Αγίας και έτυπτον τα στήθη, οδυνηρώς κλαίουσαι. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία, ως το έμαθεν, έκλαιεν εις τον οίκον της και έλεγε προς τους γονείς της κλαίουσα. Η αδελφή μου και διδάσκαλος Φεβρωνία κρίνεται και εγώ κάθημαι με άνεσιν; Ταύτα λέγουσα κατέπεισε τους γονείς να την αφήσουν, να υπάγη εις το θέατρον. Όθεν παρέλαβεν ως συνοδούς τινάς από τας δούλας της και μετέβη εις το θέατρον δακρύουσα. Αφού συνήχθη λοιπόν πλήθος πολύ εις το θέατρον, έφεραν την Αγίαν, όλοι δε ως είδον αυτήν την εσυμπόνεσαν. Ο δε ηγεμών την ηρώτησε, λέγων. «Εγώ είχα εις τον νουν μου να μη σου ομιλήσω παντελώς, αλλά το κάλλος σου και η ευγένεια του προσώπου σου κατέπαυσαν την πολλήν μου αγανάκτησιν. Λοιπόν όχι ως κατάκριτον σε ερωτώ, αλλ’ ως τέκνον μου αγαπητόν νουθετώ, και σε παρακαλώ να ακούσης τον λόγον μου. Μα τους θεούς, ηρραβωνίσαμεν μίαν πλουσίαν  και ωραίαν κόρην του κυρίου μου Λυσιμάχου, εγώ και ο αδελφός μου Άνθιμος, ο πατήρ εκείνου· πλην σήμερον στέργω να λύσω εκείνον τον αρραβώνα, ίνα λάβης συ τούτον ως σύζυγον, όστις είναι ο περικαλλής και ωραιότατος ούτος νεανίας ο συγκάθεδρός μου. Και μη φοβηθής εάν είσαι πτωχή και άπορος από χρήματα, ότι εγώ δεν έχω τέκνα και σας χαρίζω όλον τον πλούτον μου, δια να με έχετε ως πατέρα, να έχης δόξαν αμέτρητον, να σε μακαρίζουν αι γυναίκες όλαι, και ο βασιλεύς αυτός θα σας δώση δώρα αναρίθμητα, όστις υπεσχέθη να κάμη Έπαρχον τον Λυσίμαχον, δεν υπάρχει δε άλλη αξία από ταύτην μεγαλυτέρα. Λοιπόν δος μου καλήν απόκρισιν να χαροποιήσης την ψυχήν μου. Διότι εάν δεν κάμης τον λόγον μου, τρεις ώρας δεν σε αφήνω να ζήσης εις τούτον τον κόσμον». Του λέγει η Φεβρωνία: «Εγώ έχω εις τους ουρανούς παστάδα αχειροποίητον, νυμφώνα ακατάλυτον, προίκα την βασιλείαν των ουρανών και Νυμφίον αθάνατον· όθεν δεν δύναμαι να συνοικήσω με άνθρωπον. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κοπιάζης με κολακείας και απειλάς να με δοκιμάζης, ότι δεν θέλεις με νικήσει ουδέποτε». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη, και προστάζει να εκδύσουν την Αγίαν και να την παραστήσουν γυμνήν έμπροσθεν πάντων, δια να εντραπή την ασχημοσύνην της, να ταλανίση την αβουλίαν αυτής και απείθειαν, όταν συλλογισθή από ποίαν λαμπράν δόξαν εις πόσην ατιμίαν κατήντησεν. Όταν λοιπόν εξεγύμνωσαν αυτήν οι στρατιώται και την παρέστησαν ούτω γυμνήν, είπε προς αυτήν ο τύραννος. Βλέπεις, Φεβρωνία, πόσων αγαθών εξέπεσες, και εις πόσην περιέπεσες καταφρόνησιν; Η δε απεκρίνατο. Εις είναι ο Δημιουργός, όστις μας έκαμεν εξ αρχής άρσεν και θήλυ. Όθεν όχι μόνον υπομένω ταύτην την γύμνωσιν, αλλά και να κόψουν δια τον Χριστόν μου ένα έκαστον όλα τα μέλη μου, εάν με αξιώση η χάρις Του να πάθω δια την αγάπην Του δεινά κολαστήρια. Λέγει τότε ο τύραννος: Αναίσχυντε και πάσης ατιμίας αξία, ηξεύρω πως κενοδοξείς δια το κάλλος σου και το έχεις εις έπαινον να σε βλέπωσι. Του λέγει η Αγία: Ο Χριστός μου ηξεύρει, ότι έως την σήμερον δεν είδα χαρακτήρα ανδρός ουδέποτε, και συ με λέγεις αναίσχυντον, αναίσχυντε όντως και άγνωστε. Όστις θέλει να πολεμήση εις αγώνα ολύμπιον, δεν παλαίει ενδεδυμένος με ιμάτια, αλλά γυμνός εις τον αγώνα συμπλέκεται, δια να νικήση τον αντίπαλον. Ούτω και εγώ είναι πρέπον να υπομείνω την γύμνωσιν, δια να πολεμήσω με τον διάβολον τον πατέρα σου. Θυμωθείς τότε ο ηγεμών επρόσταξε να τανύσωσι την Αγίαν τέσσαρες άνδρες, να ανάψουν πυρ κάτωθεν αυτής ίνα φλογίζεται και άνωθεν να την τύπτουν δυνατά εις την ράχιν ανηλεώς έτεροι τέσσαρες άνδρες. Καθώς λοιπόν την έδεραν ώραν πολλήν οι άσπλαγχνοι, ερράντιζαν άλλοι με έλαιον το πυρ υποκάτω, δια να ανάπτη έτι μάλλον και να την φλογίζη χειρότερον. Ούτω λοιπόν δεινώς βασανιζομένης της Αγίας, εφώναζεν ο λαός, και εδέοντο λέγοντες: Σπλαγχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, την νεάνιδα. Αλλά αυτός ο άσπλαγχνος δεν ηθέλησε· μάλιστα επρόσταξε τους μαστιγώνοντας να την κτυπούν δυνατώτερα. Και όταν είδεν ότι έπιπτον εις την γην αι σάρκες της και εφαίνετο ως νεκρά, επρόσταξε να την ρίψουν παράμερα. Η δε Θωμαϊς ενόμισεν ότι εξεψύχησεν· όθεν ωλιγοψύχησε και αυτή και έπεσεν εις τους πόδας της Ιερείας, ήτις έλεγε ταύτα κλαίουσα: Ουαί μοι, κυρία μου Φεβρωνία, ότι σήμερον υστερήθηκα της διδασκαλίας σου και ετελεύτησε και η Θωμαϊς δια σε. Ακούσασα δε η Φεβρωνία την φωνήν της Ιερείας, παρεκάλεσε τους στρατιώτας να την περιχύσουν με νερόν εις το πρόσωπον. Όταν δε τούτον εποίησαν, συνήλθεν η Φεβρωνία και εζήτησε να ίδη την Ιερείαν· ο δικαστής όμως δεν ηθέλησε, αλλά την εξήταζε πάλιν ο αλιτήριος λέγων: Πως σου φαίνεται η πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία; Η δε απεκρίνατο· «εγνώρισες με την πρώτην δοκιμήν, ότι, του Χριστού βοηθούντος μοι, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τας βασάνους σου». Τότε πάλιν είπεν ο τύραννος: κρεμάσατέ την εις το ξύλον, και ξεσχίσατε δυνατά τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας, έπειτα καταφλέξατε τα ξεσχισμένα μέλη της έως τα οστά αυτής. Τοσούτον λοιπόν εξέσχισαν την Αγίαν, ώστε έπιπτον εις την γην αι σάρκες της και το αίμα της έρρεε ποταμηδόν. Έπειτα φέροντες το πυρ κατέκαιον τα σπλάγχνα της. Η δε, ατενίσασα εις τον ουρανόν, έλεγεν: Ελθέ εις την βοήθειάν μου, Κύριε, και μη με παρίδης την δούλην σου. Ταύτα ειπούσα εσιώπησε, διότι εκαίετο υπό του πυρός. Πολλοί δε από τους παρεστώτας έφυγον δια την πολλήν του ηγεμόνος ωμότητα, οι δε επίλοιποι τον παρεκάλουν να την αποσύρουν από το πυρ και επήκουσεν· είπε δηλαδή και έσβυσαν την φωτιάν, αλλά την άφησαν ακόμη κρεμασμένην και την ηρώτα, εκείνη όμως δεν ηδύνατο να αποκριθή. Όθεν καταβιβάσαντες αυτήν την έδεσαν εις τον πάσσαλον, και προσκαλέσας ιατρόν ο τύραννος τον επρόσταξε να κόψη την γλώσσαν της να την καύσουν, διότι δεν του απεκρίθη. Η δε Αγία εξέβαλεν ευθύς την εύλαλον γλώσσαν της, και ένευσε του ιατρού να την κόψη κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Και έλαβεν ο ιατρός τον σίδηρον να την κόψη, αλλά ο λαός εφώναξαν, δεόμενοι του ηγεμόνος να τους κάμη την χάριν ταύτην, να την αφήση δια την ώραν. Ο δε ανήμερος επρόσταξε να αφήσουν την γλώσσαν και να ανασπάσουν τους οδόντας της. Ήρχισεν λοιπόν ο ιατρός να εκριζώνη τους οδόντας και όταν εξερρίζωσε τους δεκαεπτά, από τους πόνους και την αιμορραγίαν ωλιγοψύχησεν η Αγία και προστάσσει τον ιατρόν ο τύραννος να παύση, της έδωκε δε βότανον θεραπευτικόν δια να σταματήση η ρύσις του αίματος. Τότε πάλιν την ηρώτα ο τύραννος· «τι λέγεις, Φεβρωνία; Προσκυνείς τους θεούς»; Η δε απεκρίνατο: Ανάθεμά σε, γέρον τρισκατάρατε· διατί δεν με θανατώνεις το γρηγορώτερον, ίνα απέλθω προς τον ηγαπημένον μου Χριστόν, αλλά εμποδίζεις τον δρόμον μου; Της λέγει ο τύραννος: Εγώ θα αφανίσω δια πυρός και ξίφους το σώμα σου, αναίσχυντον γύναιον, και θα ταπεινώσω την αλαζονείαν σου. Τότε προστάσσει να κόψουν, φευ! τους μαστούς της, έπειτα να καύσουν με πυρ το στήθος της. Η δε Αγία, όταν τους έκοπτον, είπε ταύτα: Κύριε ο Θεός μου, ίδε την θλίψιν μου, και ας έλθη η ψυχή μου εις χείρας σου. Τούτον μόνον είπεν, έπειτα εσιώπα. Και όταν έκαυσαν και τους δύο μαστούς, κατέκαυσαν όλον τον τόπον του στήθους της και επέρνα η λαύρα του πυρός έως μέσα εις αυτά τα εντόσθια. Οι μεν λοιπόν ορώντες ανεθεμάτιζον τον τύραννον και τους θεούς του, η δε Θωμαϊς και η Ιερεία εμήνυσαν εις την Ηγουμένην τα γενόμενα, δια να μη παύση την προσευχήν της υπέρ της μάρτυρος. Ακούσασα λοιπόν η Βρυένη τον φρικτόν αγώνα της Μάρτυρος, εβόα προς Κύριον λέγουσα: Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει την δούλην σου, και αξίωσόν με να την ίδω τελειωμένην εις την ομολογίαν σου, ίνα συναριθμηθή με τους αγίους σου Μάρτυρας. Ο δε παράνομος τύραννος κατεβίβασε την Αγίαν από τον πάσσαλον, δια να της δώση και άλλην κόλασιν, αλλά αυτή δεν ηδύνατο να σταματήση, ούτε καν να ομιλήση, μόνον έπεσε σχεδόν νεκρά και άφωνος. Τότε λέγει ο Πρίμος προς τον Λυσίμαχον: Διατί να απολεσθή αυτή η ωραιοτάτη κόρη ούτως ασπλάγχνως; Ο δε απεκρίνατο: Δια πολλών σωτηρίαν, ίσως δε και εμού αυτού, την αφήκα να βασανισθή, ίνα λάβουν και άλλοι πολλοί από ταύτην καλόν υπόδειγμα. Η δε Ιερεία, όταν είδε ότι ο αλιτήριος Σελήνος εσκέπτετο να υποβάλη την Φεβρωνίαν και εις άλλα βασανιστήρια, εστάθη ενώπιον αυτού και τον ύβρισε λέγουσα: Δεν εχόρτασες εις τόσα κακά όπου έκαμες ταύτης της Αγίας κόρης, απάνθρωπε; Ούτε ενεθυμήθης τα μέλη της μητρός που εθήλασες, ήτις κακώς σε εγέννησεν, αλλά έδειξες τόσην ασπλαγχνίαν εις αυτήν την ταπεινήν; Εύχομαι να μη σε συγχωρήση ο ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε παιδεύση εις τούτον τον κόσμον και εις τον μέλλοντα. Ταύτα ακούσας ο άδικος δικαστής εθυμώθη, και επρόσταξε να την δέσουν και αυτήν ως κατάδικον, ίνα την παιδεύση, διότι τον ύβρισεν. Εκείνη δε εισήρχετο εις το στάδιον χαίρουσα και έλεγε: Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, δέξαι και εμέ την ταπεινήν μετά της κυρίας μου Φεβρωνίας. Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συνεβούλευσαν να μη κακοποιήση δημοσία την Ιερείαν, επειδή όλον το πλήθος μαρτυρεί μετ’ αυτής, και όλη η πόλις, και όλη η πόλις απολείται. Ταύτα ακούσας ο τύραννος, δεν ετόλμησε να πράξη εις αυτήν άλλο τίποτε και μη δυνάμενος να εκδικηθή κατ’ αυτής δια την άνωθεν αιτίαν, επρόσταξε να κόψουν τας χείρας της Φεβρωνίας και τον ένα πόδα δια το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν και τας δύο χείρας της Μάρτυρος. Όταν δε έκοπτε τον πόδα ο δήμιος από τον αστράγαλον, δεν επέτυχεν ο πέλεκυς την άρθρωσιν και την εκτύπησε τρεις φοράς, έως ότου να τον κόψη ο άσπλαγχνος· όθεν όλον το σώμα τής μακαρίας συνεκλονίσθη από τον πόνον. Και επειδή ησθάνετο μεγάλους πόνους και άρρητον κάκωσιν, ήπλωσε και τον άλλον πόδα, και τον έβαλεν εις το ξύλον να τον κόψη και αυτόν, δια να ξεψυχήση και να μη βασανίζεται. Τούτο βλέπων ο άδικος δικαστής, εσκληρύνθη περισσότερον, λέγων: Βλέπετε πόσην δύναμιν έχει αυτή η αναίσχυντος; Έπειτα είπε προς τον δήμιον: Κόψε τον και αυτόν. Όταν έκοψαν και τον άλλον πόδα, είπε προς τον Σελήνον ο Λυσίμαχος: Ας υπάγωμεν να γευματίσωμεν, και άφες αυτήν την ταλαίπωρον, επειδή τόσας κολάσεις της έδωκες. Ο δε απεκρίνατο: Δεν πηγαίνω, μα τους θεούς, έως να παραδώση το πνεύμα της. Αφ’ ου λοιπόν έκαμαν ώραν πολλήν, και εψυχορράγει πλέον η Αγία, ηρώτησε τους δημίους λέγων: ακόμη ζη αυτή η τρισκατάρατος; Οι δε είπον: Ναι. Τότε προστάσσει ο δυσσεβέστατος να κόψουν την αγίαν της κεφαλήν. Λαβών λοιπόν την σπάθην ο δήμιος και κρατήσας από την κόμην την Αγίαν, έκοψε την τιμίαν της κεφαλήν τη κε’  (25η) του Ιουνίου. Αφού ο παράνομος τύραννος ετελείωσε το θέλημά του υπήγε να φάγη· ο δε Λυσίμαχος έμεινε μέσα περίλυπος, και έχυνε δάκρυα από καρδίας δια την Μάρτυρα, την οποίαν δεν αφήκε τους Χριστιανούς να αρπάσουν (οι οποίοι διηγκωνίζοντο ίνα διαμοιρασθώσι το τίμιον λείψανον), αλλά επρόσταξε τους στρατιώτας να το φρουρούν, δια να της κάμη πολλήν τιμήν, να την ενταφιάση σώαν και ανελλιπή εις το άγιον αυτής Μοναστήριον. Ταύτα προστάξας δεν υπήγεν εις το γεύμα, αλλά εκλείσθη εις το δωμάτιόν του, και εθρήνει της Φεβρωνίας τον θάνατον. Ο δε Σελήνος, ο θείος του, ακούσας ότι επικραίνετο ο Λυσίμαχος, δεν έφαγε ούτε αυτός, αλλ’ έμεινε με πολλήν αδημονίαν περίλυπος. Και περιπατών ανήσυχος από το εν μέρος του παλατίου εις το άλλο, απώλεσε τας φρένας του, και κυττάζων προς τον ουρανόν  εξέβαλλε φωνάς ατάκτους και ως ταύρος εμυκάτο, έκαμνε δε σημεία τινά ως των δαιμονιζομένων και εμαίνετο· έπειτα εκτύπησε την κεφαλήν του εις μίαν κολώναν· όθεν ο κακός κακώς εξέψυχε και έδωκε δικαίας δίκας ο άδικος δια την αδικοκρισίαν, την οποίαν κατά της δικαίας κόρης ετέλεσεν. Τότε έγινεν εις το πραιτώριον σύγχυσις, και τρέχοντες όλοι ίνα ίδωσι τον κακόν του θάνατον, επήγε και ο Λυσίμαχος. Και βλέπων τον Σελήνον νεκρόν, ηρώτησε τους στρατιώτας, και του ανήγγειλαν  την υπόθεσιν. Τότε ο Λυσίμαχος έσεισε την κεφαλήν του ώραν πολλήν, ταύτα λέγων: Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, όστις εξεδίκησε το δίκαιον αίμα της Φεβρωνίας, όπερ εχύθη αδίκως. Ταύτα ειπών εις επήκοον πάντων, προσεκάλεσε Πρίμον τον κόμητα, και του λέγει: Πρόσταξον ευθύς ξυλουργούς να κάμουν της Φεβρωνίας ένα γλωσσόκομον από ξύλα άσηπτα, και στείλε πανταχού κήρυκας να διαλαλήσουν, να συναχθούν Χριστιανοί χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά εις την θανήν της Οσιομάρτυρος, επειδή ο θείος μου ετελεύτησε. Και όταν ο κόσμος συναχθή, ας σηκώσουν ευλαβώς οι στρατιώται το άγιον λείψανον να το μεταφέρουν εις το Μοναστήριον της Βρυένης, και μη αφήσης τινά να αρπάση κανέν μέρος του αώματος, ή από τας αγίας σάρκας μέλος μικρότατον· ούτε σκύλον να αφήσης ή άλλο ζώον ακάθαρτον να λείξη ποσώς την γην, όπου εχύθη το τίμιον αίμα της· αλλά και αυτό το χώμα να υπάγης εις το ρηθέν Μοναστήριον. Τότε ο Πρίμος ετέλεσεν όσα επρόσταξεν ο Λυσίμαχος, και εσήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώται το άγιον λείψανον, αυτός δε ο Πρίμος εκράτησε την τιμίαν κεφαλήν, τας χείρας, τους πόδας, και τα άλλα μέλη εις την χλαμύδα του με ευλάβειαν. Και πηγαίνοντες εις το Μοναστήριον συνέτρεχε πλήθος του λαού αναρίθμητον. Φθάσαντες εκεί μετά βίας, απέθεσαν το άγιον λείψανον εις την Εκκλησίαν, αφήσας δε ο Πρίμος στρατιώτας να το φυλάττωσι, δια να μη αρπάση τις μέρος εξ αυτού, αυτός μεν έστρεψεν εις τον Λυσίμαχον, η δε Βρυένη ως είδεν ούτω κατακεκομμένον το σώμα της Μάρτυρος, ολιγοψυχήσασα έπεσεν εις την γην, και μετά ώραν πολλήν εσηκώθη και το ενηγκαλίζετο λέγουσα «Ουαί μοι, θύγατερ ότι σήμερον υστερήθημεν της γλυκυτάτης παρουσίας σου και δεν έχομεν άλλον διδάσκαλον να μας αναγινώσκη τας βίβλους τόσον επιμελέστατα». Τότε ήλθον και αι άλλαι Μοναχαί κλαίουσαι· αλλά πλέον από ταύτας εθρήνει η ευλαβής Ιερεία λέγουσα: «Οίμοι, γλυκυτάτη μου Φεβρωνία, ποίαν αμοιβήν να σου δώσω, δια την μεγίστην ευεργεσίαν, όπουμου έκαμες να με εξαγάγης από το σκότος της αγνωσίας, πάνσοφε; Ας προσκυνήσω τους αγίους πόδας σου, που επάτησαν την κεφαλήν του όφεως· ας φιλήσω τας πληγάς των αγίων μελών σου, δια των οποίων η ψυχή μου ιάθη· ας στεφανώσω με άνθη εγκωμίων την σεβασμίαν κορυφήν σου, ήτις έστεψε το γένος μας με το κάλλος των αγώνων σου». Αυτά και έτερα περισσότερα έλεγον όλαι αι αδελφαί, έως ου έφθασεν ο καιρός του εσπερινού, όπου είχον τάξιν να αναγινώσκουν την ακολουθίαν των, και τότε μάλλον επλήθυναν όλαι τα δάκρυα λέγουσαι: «Αδελφή Φεβρωνία, ο καιρός της προσευχής έφθασε, και σήκω να αναγνώσης την ακολουθίαν με την εύλαλον γλώσσάν σου». Τότε πάλιν η Θωμαϊς έλεγε ταύτα, πικρώς δακρύουσα: «Ηξεύρομεν όλαι ότι δεν παρέβης καμμίαν εντολήν της Ηγουμένης ουδέποτε, και τώρα διατί δεν μας υπακούεις, ηγαπημένη αδελφή και κυρία μας, να εγερθής να αναγνώσης την ενάτην, κατά το σύνηθες»; Ταύτα λέγουσαι, έγινε θρήνος και σύγχυσις. Και τότε ήνοιξεν την θύραν της Μονής να εισέλθουν, όσοι συνήχθησαν από τα περίχωρα, Ιερείς και μονάζοντες, οίτινες έκαμαν αγρυπνίαν ολονύκτιον ιστάμενοι έως το πρωϊ, με υμνωδίας τω Κυρίω ψάλλοντες. Ο δε Λυσίμαχος είπε προς τον κόμητα: «Εγώ, ηγαπημένε μου, Πρίμε, από την σήμερον αποτάσσομαι την πλάνην του πατρός μου, με όλην την περιουσίαν του, και πιστεύω εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν». Του λέγει ο Πρίμος: «το όμοιον κάμνω και εγώ, κύριέ μου. Αναθεματίζω τον Διοκλητιανόν με όλους του τους θεούς, και υποτάσσομαι τω Χριστώ εξ όλης καρδίας μου». Τότε λοιπόν επήγαν ομού εις το Μοναστήριον με πλήθος λαού  αναρίθμητον, και φέροντες το γλωσσόκομον έθεσαν εις αυτό το τίμιον λείψανον, και έβαλαν όλα τα άγια μέλη καθ’ ένα εις τον τόπον του, ήτοι την κεφαλήν, τας χείρας και πόδας, τους δε οδόντας έθεσαν εις το στήθος της, δια να μη λείπη τίποτε· και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν εις τόπον επίσημον, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Κύριον. Και πολύ πλήθος Ελλήνων επίστευσαν τω Χριστώ και εβαπτίσθησαν. Ομοίως ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος εβαπτίσθησαν και ηρνήθησαν τον κόσμον τελείως· ούτε έστρεψαν εις τον δυσσεβή βασιλέα, αλλά επήγαν εις τον Αρχιμανδρίτην Μαρκελλίνον, και τους έκαμε Μοναχούς, και ετελείωσαν την ζωήν των ασκητικώς, με πολιτείαν θεάρεστον. Εβαπτίσθησαν δε και πολλοί στρατιώται, και ετελείωσαν τον βίον θεάρεστα. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία με τους γονείς της απηρνήθησαν τον κόσμον και εκουρεύθησαν εις το Μοναστήριον, εις το οποίον αφιέρωσαν όλον τον πλούτον των. Η δε μακαρία Ιερεία παρακάλεσε την Βρυένην, λέγουσα: «Δέομαί σου, μήτερ και δέσποινα, να με έχης αντί της Φεβρωνίας υποτακτικήν ίνα εκτελώ όλα σου τα προστάγματα». Εξώδευσε δε την προίκα της όλην εις τον Ναόν ιερώς η Ιερεία και τον εστόλισε· και τα χρυσά και αργυρά της κοσμήματα έλυσε και εχρύσωσε της μακαρίας Φεβρωνίας το γλωσσόκομον, εις το οποίον εγίνοντο θαυμάσια άπειρα. Και μάλιστα την ημέραν της εορτής αυτής, όταν έψαλλον αι Μοναχαί την αγρυπνίαν, εφαίνετο και αυτή εις το μέσον αυτών περί το μεσονύκτιον, και έστεκεν εις τον τόπον της, έως την τρίτην ευχήν και την έβλεπον όλαι αι Μοναχαί, αλλά δεν ετόλμα καμμία να την εγγίση ή να την ερωτήσουν ολότελα. Ότι τον πρώτον χρόνον, όπου την είδον, εφοβήθησαν όλαι αι Μοναχαί, και ποσώς δεν την επλησίασαν. Η δε Ηγουμένη εφώναξεν· ιδού η Φεβρωνία, το τέκνον μου. Και μόλις εσίμωσε να την αγκαλιάση έγινε άφαντος. Όθεν από τότε δεν ετόλμα καμμία να την πλησιάση, μόνον την έβλεπον και έκλαιον από την χαράν εις την τοιαύτην θαυμάσιον οπτασίαν. Ο δε Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζεν εξ χρόνους ναόν περικαλλή εις το όνομα της Φεβρωνίας, και όταν τον ετελείωσε, συνεκάλεσε τους λοιπούς Επισκόπους εις την καθιέρωσιν αυτού. Και τελέσαντες αγρυπνίαν ολονύκτιον τη κε΄ Ιουνίου, οπότε ετελειώθη η Αγία, συνήχθη τόσος λαός, ώστε δεν τους εχώρει η Εκκλησία. Το πρωϊ, όταν ετελείωσαν την Ακολουθίαν, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι εις τοΜοναστήριον, να ζητήσουν το άγιον λείψανον της Αγίας, ίνα το φέρουν εις τον νέον Ναόν, τον οποίον της έκτισαν. Η δε Ηγουμένη και όλαι αι αδελφαί, ως ήκουσαν ταύτα, έπεσαν εις τους πόδας των Επισκόπων μετά δακρύων λέγουσαι: «Ελεήσατέ μας δια τον Κύριον, και μη μας υστερήσετε τοιαύτης παραμυθίας και παρακλήσεως, να μας πάρετε τον θησαυρόν μας». Τότε λέγει προς την Βρυένην ο Επίσκοπος: «Άκουσον, αδελφή. Συ ηξεύρεις καλά πόσον εσπούδασα και εβασανίσθην εξ χρόνους έως σήμερον με πολύν μου κόπον και έξοδον, εις δόξαν της Αγίας Μάρτυρος. Λοιπόν μη θελήσης να μείνη ο κόπος μου άκαρπος». Η δε Ηγουμένη απεκρίνατο: «Εάν αυτό το έργον αρέση της Αγίας και της αγιωσύνης σας, τις είμαι εγώ να το εμποδίσω; Υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την , εάν είναι Θεού θέλημα». Τότε επήγαν οι Αρχιερείς εις τον τάφον της Μάρτυρος, και ανεγίνωσκον τας ευχάς να σηκώσουν το γλωσσόκομον. Η δε Ιερεία εφώναζε λέγουσα: «Ουαί εις ημάς τας ταλαιπώρους, τι ορφανία και θλίψις μάς έρχεται σήμερον, να προδώσωμεν τον μαργαρίτην μας. Τι κάμνεις, κυρία Καθηγουμένη; Δια την Φεβρωνίαν απηρνήθην τον κόσμον όλον και κατέφυγα εις τας χείρας σας, και τώρα να υστερηθώ την εμήν αγαλλίασιν»; Λέγει η Βρυένη: «Τι θλίβεσαι, τέκνον μου; Εάν αρέση της Οσίας, υπάγει· ει δε και δεν είναι Θεού θέλημα, δεν δύνανται να την μεταφέρωσιν». Όταν δε επλήρωσαν την ευχήν οι Επίσκοποι και ήπλωσαν τας χείρας να σηκώσουν το άγιον λείψανον, γίνεται ευθύς εις τον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσον, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και πάλιν όταν επέρασεν ολίγη ώρα και συνήλθον από τον φόβον, εξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν· ότι τοσούτον μέγας και φοβερός σεισμός έγινεν, ώστε εφαίνετο ότι ήθελενα πέση όλη η πόλις. Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελεν η Αγία να φύγη από το Μοναστήριον. Όθεν αι μεν αδελφαί της Μονής εχάρησαν, οι δε πολίται ελυπήθησαν και μάλιστα ο ευλαβής Επίσκοπος, οίτινες παρεκάλεσαν την Ηγουμένην να τους δώση καν ένα μέλος από το άγιον λείψανον. Τότε η Βρυένη ήνοιξε το γλωσσόκομον και εξήλθε λάμψις ομοία με ακτίνα ηλίου και αστραπή πυρός από την Αγίαν. Καθώς λοιπόν ήπλωσε την δεξιάν η Βρυένη να πάρη την μίαν χείρα της Μάρτυρος να την δώση εις τον Επίσκοπον, ευθύς η χειρ της Ηγουμένης εμαράνθη και έμεινεν (ω του θαύματος!) ακίνητος, και δεν ηδύνατο να την αποσύρη από το γλωσσόκομον. Όθεν μετά δακρύων εβόα λέγουσα: «Δέομαί σου, Φεβρωνία τέκνον μου, μη μου οργισθής της ταπεινής, αλλά ενθυμήσου τους κόπους μου, και μη παραδειγματίσης το γήρας μου». Τότε λοιπόν εσυγχώρησεν αυτήν η Οσία, και ιάθη η χειρ αυτής. Όθεν επήρε μόνον ένα οδόντα από το στήθος της Μάρτυρος, και τον έδωκεν εις τον Επίσκοπον, τον οποίον επήραν με ευλάβειαν, ψάλλοντες δε όλοι με λαμπάδας και θυμιάματα, και φθάσαντες εις τον νέον Ναόν, τον έθεσαν εις το Άγιον Θυσιαστήριον. Ο δε παντοδύναμος Θεός έδειξε και εκεί τα θαυμάσιά του εις εκείνο το βραχύτατον μέρος του λειψάνου και εγίνοντο τερατουργήματα εξαίσια. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί ανωρθούντο, επεριπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο πανταχού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους, και άλλους εις άλογα ζώα φορτωμένους, και όλοι εθεραπαύοντο. Και δεν έπαυσαν ποτέ αι θαυματουργίαι, ότι όχι μόνον τότε, αλλά και κάθε καιρόν κάμνει εις όλους θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος Θεός, όστις εδόξασε την πανένδοξον και καλλίνικον αυτού Οσιομάρτυρα. Καθώς και αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασεν Αυτόν με τον αγώνα τής φρικτής εκείνης αθλήσεως, δια της οποίας ηξιώθη τοσαύτης παρρησίας και χάριτος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα και τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν