site analysis
Γράφει ο Ηλίας Αθ. Καραθάνος
Η Αγία Θεοδώρα μας οδηγεί στην διατύπωση της τόσο εντυπωσιακής ιστορίας μιας ενάρετης γυναίκας, υπομονετικής συζύγου, πιστής Χριστιανής που καταξιώθηκε από τον Θεό στην χορεία των δικών Του ανθρώπων και πολύ ικανής βασίλισσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου, που είχε πρωτεύουσα την περίφημη Άρτα, της οποίας είναι πολιούχος:
Γύρω στο 1210 μΧ γεννήθηκε κι ανατράφηκε στα Σέρβια της Κοζάνης μέσα σε μια χριστιανική κι αρχοντική οικογένεια, φυσικά με ηθικές και χριστιανικές αρχές κι αξίες. Παρέμεινε όμως πάντα απλή στους τρόπους και ταπεινή στη συμπεριφορά της, παρά την αριστοκρατική καταγωγή κι ανατροφή, αλλά και τη σπάνια ομορφιά του προσώπου της και της λυγερής κορμοστασιάς της. Ακόμη κι όταν παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Β΄, νόμιμο διάδοχο του θρόνου στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, οπότε αναρρήθηκε στο βασιλικό αξίωμα, τότε παρά το νεαρό της ηλικίας της η Αγία Θεοδώρα δεν θαμβώθηκε από τα ανεπάντεχα πλούτη και τα αστραφτερά μεγαλεία του ανυπέρβλητου αξιώματός της, αλλά συνέχισε στον ίδιο σεμνό και ταπεινό ρυθμό.
Μέσα στη θαλπωρή που της εξασφάλιζε το παλάτι, αρχικά τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα κι ευτυχισμένα, μέχρι τη στιγμή, που ένας φοβερός πειρασμός ήρθε να ταράξει τα γαλήνια νερά. Συγκεκριμένα μια φθονερή γυναίκα που έφερε το όνομα Γαγγρινή, κατάφερε με διάφορα τεχνάσματα και διαβολική σύμπραξη με την επίδοση στα μάγια, να σαγηνέψει τον ευαίσθητο κι επιρρεπή στα πλάγια μέσα της ανηθικότητας Μιχαήλ και να τον παρασύρει στην ερωτική φωλιά της. Απ’ αυτό το χρονικό σημείο ξεκίνησε η κατρακύλα για τον Μιχαήλ που δεν δίσταζε να φέρεται με πολύ σκληρό τρόπο στην σύζυγό του, Θεοδώρα.
Για να καταστεί αυτή η υπόθεση πιο κατανοητή, αποκαλύπτεται ότι συχνά την έβριζε δημόσια και την κτυπούσε κιόλας, ενώ έδωσε εντολή στο υπηρετικό προσωπικό του παλατιού, να μην της προσφέρουν καμία περιποίηση, ούτε τιμές που άρμοζαν στο υψηλό αξίωμά της, ούτε ακόμη να την προσφωνούν με τον τίτλο της βασίλισσας. Και σαν αποκορύφωμα των βάναυσων ενεργειών του, προέβηκε στην εκδίωξή της από το παλάτι, καθ’ όν χρόνο αυτή ήδη κυοφορούσε στα σπλάχνα της το πρώτο τους παιδί.
Αυτά αποτέλεσαν μια τρομερή δοκιμασία, μπροστά στον τεράστιο ογκόλιθο – Αγίας Θεοδώρας – της ηθικότητας, της πιστότητας και της ευσέβειας, με αρχοντική ευθιξία κι αξιοπρέπεια. Όμως αυτή η δυσκολία ήταν η αφορμή κι η ευκαιρία, ώστε να λάμψει σαν αστραφτερό πολύτιμο διαμάντι η περιζήτητη αρετή της.
Η θεάρεστη αυτή ψυχή της βασίλισσας αντιμετώπισε την αχαρακτήριστη διαγωγή του συζύγου της με Πίστη στην αγάπη του Θεού κι υπομονή στην όλη κακουχία, με πραότητα κι ανεξικακία στην κακεντρέχεια αυτή. Η διάθεσή της συγχώρησης για τον άνδρα της ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ποτέ δεν εκστόμισε αμέσως ή εμμέσως έναν κακό λόγο γι’ αυτόν, ούτε βαρυγκώμησε για την δοκιμασία, αλλά πάντα σιωπηλή κι ήρεμη στήριζε την ελπίδα της κι είχε αποκλειστική απαντοχή τη στοργική φροντίδα του Ουράνιου Πατέρα.
Επί συναπτά πέντε χρόνια, ταλαιπωρημένη από τις αμέτρητες στερήσεις και τις αντίξοες φυσικές συνθήκες, κρυβόταν κατατρεγμένη σ’ έναν βράχο και τριγυρνούσε από εδώ κι από εκεί, με το μικρό βρέφος στην μητρική αγκαλιά της, αναζητώντας λίγη τροφή για την ίδια και το μωρό της. Όμως η Θεία Πρόνοια δεν την άφησε εγκαταλελειμμένη στο έλεος της μοίρας, αλλά ευτυχώς κάποια μέρα της περιπλάνησής της την ανακάλυψε ο ιερέας του χωριού της Πρένιστας (σημερινή μετονομασία σε Κορφοβούνι) και την ανέλαβε υπό την προστασία του.
Αυτό το τελευταίο περιστατικό προέρχεται από την πελώρια ευσπλαχνία του Θεού, ο οποίος πάντα παρεμβάλλει κατάλληλα αντίδοτα στους πονεμένους, που διαπράττουν το θέλημά Του και Τον ικετεύουν με αγνή καρδιά, κατά τρόπο αδιάλειπτο. Στο μεταξύ, η Θεοδώρα δεν σταμάτησε να προσεύχεται διακαώς στον Ύψιστο για το πάθημά της και να Τον παρακαλεί κιόλας να την φωτίσει και να χαρίσει μετάνοια και συντριβή στον σύζυγό της, πράγμα στο οποίο Αυτός ανταποκρίθηκε θετικά.
Οι σώφρονες κι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αποφάσισαν να πάρουν την πρωτοβουλία μιας δυναμικής αντίδρασης, αγανακτισμένοι από τις παρεκτροπές και κατάφωρη αμαρτωλή ζωή του Μιχαήλ και την πρωτοφανή αλαζονεία της Γαγγρινής. Έδιωξαν την ανήθικη γυναίκα, που κατονομάζεται τελευταία στην παραπάνω περίοδο, από το παλάτι κι απαίτησαν μετά επιμονής απ’ τον βασιλιά να αλλάξει τρόπο ζωής και να προσαρμοστεί στα δεδομένα του γάμου και της οικογένειας.
Με αυτόν τον τρόπο, η Θεία Χάρη κτύπησε την πόρτα της εγρήγορσης του παραστρατημένου Μιχαήλ, οπότε παρόλο που υπήρξε κραταιός κι αγέρωχος βασιλιάς, εντούτοις συγκλονίστηκε στα κατάβαθα της ψυχής του, γιατί «όταν ο Θεός κελεύει κάμπτεται παν γόνυ ανθρώπων». Μετάνιωσε πικρά για την άστατη συμπεριφορά του, απέναντι στην σύζυγό του Θεοδώρα κι απότομα μεταστράφηκε, στέλνοντας έμπιστους ανθρώπους του για να την βρουν στην περιπλάνησή της και να την επαναφέρουν πίσω στο παλάτι.
Η Θεοδώρα αυτήν την ώρα της επαναφοράς των πραγμάτων στην αρχική ομαλή κατάστασή τους περίμενε από καιρό, καθώς δεν έπαυσε ποτέ να είναι προσηλωμένη στην συνοχή της οικογένειας. Λοιπόν, τότε αυτή πρόθυμα έδραξε την ευκαιρία και με αισθήματα χαράς επέστρεψε στο παλάτι, όπου ο βασιλιάς την υποδέχτηκε με συγκίνηση και ειλικρινή συντριβή.
Από εκείνον τον καιρό επήλθε ουσιαστική αλλαγή στη ζωή και των δύο συζύγων, καθώς πέρασαν αγαπημένοι, ενωμένοι και με ψυχική σύμπνοια, ενώ σ’ αυτό το διάστημα καρποφόρησαν άλλα τέσσερα ευλογημένα παιδιά. Ο Μιχαήλ, διατρανώνοντας τις ενδείξεις της ειλικρινούς μεταστροφής του, προέβηκε σε πληθώρα εξιλεωτικών ενεργειών, έκδηλων εσωτερικής συντριβής και θεοσέβειας, καθώς ανοικοδόμησε αρκετές Ιερές Μονές, μεγαλοπρεπή Καθολικά και Ιερούς Ναούς.
Εξέδωσε νέους ευνοϊκούς Νόμους για πιο επιεική φορολόγηση της Εκκλησίας, στην οποία εξασφάλιζε ευμενείς συνθήκες ανάπτυξης. Ως αποκορύφωμα αυτής της φιλοεκκλησιαστικής πολιτικής του ήταν η αποστολή σπάνιων αφιερωμάτων και πλούσιων δώρων στο Άγιο Όρος, «το περιβόλι της Παναγιάς», «η κοιτίδα της Ορθοδοξίας» Κι οι τρεις αυτές ενέργειές του αποτελούν έμπρακτα δείγματα της αλλαγής του, που δοξάζουν το όνομα του Θεού.
Κι από την άλλη μεριά, η βασίλισσα Θεοδώρα έχοντας στο πλευρό της ανά πάσα στιγμή την ένθερμη συμπαράσταση του συζύγου της που μεταστράφηκε προς την προσήλωση στα ιδεώδη που εκπέμπει η οικογένεια, δεν ξέχασε το χρέος της προς τον Ύψιστο, στο οποίο την ωθούσε η δύναμη της εξουσίας που ανέκτησε με την επιστροφή της στο παλάτι, προβαίνοντας στην επιτέλεση σπουδαίου θεάρεστου έργου, για τα επόμενα σαράντα χρόνια.
Συγκεκριμένα στα πλαίσια μιας πιο ουσιαστικής προσφοράς στην Εκκλησία μας, αγωνίστηκε με σφοδρότητα, ζήλο κι ένθεο μένος εναντίον των παπικών, οι οποίοι καλυπτόμενοι επιτήδεια στο πρόσχημα «της ενώσεως των εκκλησιών» επιχειρούσαν την υποταγή της «προσφιλούς Ορθοδοξίας» κι όλης της Ορθόδοξης Ανατολής στον Πάπα. Πρεσβεύοντας το δόγμα, κατά το οποίο πίσω από έναν «μεγάλο» άνδρα κινεί τα νήματα μια σοφή γυναίκα, συνέβαλλε ουσιαστικά στην συμφιλίωση του Δεσποτάτου της Ηπείρου με την αδελφή αυτοκρατορία της Νίκαιας, αφού προέκυψαν μαζί με τη Θεσσαλονίκη και τον Μυστρά, από τον διαμελισμό του υπερχιλιόχρονου Βυζαντίου, κοινή μήτρα.
Γενικά προσέφερε αναρίθμητες υπηρεσίες στη Διοίκηση και Διακυβέρνηση του Κράτους. Επίσης πάντοτε πιστή στον απώτερο σκοπό των Χριστιανών για τη σωτηρία της ψυχής τους, δεν ολιγώρησε ούτε για ελάχιστο χρόνο, να φροντίζει, να περιποιείται, να προστατεύει και να ενισχύει με κάθε προσιτό τρόπο κι οικονομικά βέβαια τα έργα φιλανθρωπίας που καταξιώνουν την τόσο μεγάλη αξία του ανθρώπινου προσώπου σαν εικόνα και «καθ’ ομοίωσιν» του Θεού.
Αυτή η Χριστιανή βασίλισσα υλοποίησε το ένθεο όνειρό της, της αφιέρωσής της αποκλειστικά στην αγκαλιά του Θεού, με τον εγκλεισμό της για να μονάσει στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (που σήμερα τιμάται στο όνομα της Αγίας Θεοδώρας). Εκεί αποφάσισε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της, όταν πλέον αποδεσμεύτηκε από την νόμιμη συζυγία της, αφού πια είχε κοιμηθεί ο σύζυγός της.
Έτσι σ’ αυτόν τον Ιερό χώρο, η άσκησή της στην αρετή έγινε εντονότερη, η προσευχή πιο αδιάλειπτη, η νηστεία αυστηρότερη, η φιλανθρωπία μόνιμη σύντροφός της, η υπομονή γνώρισμα του χαρακτήρα της, η υπακοή της στις άλλες μοναχές της αύξαινε την ταπεινοφροσύνη και την απόδοση αξιοσημείωτης μισθοδοσίας από τον Κύριο των Δυνάμεων.
Κάποια στιγμή προαισθάνθηκε ότι πλησιάζει το τέλος της στην επίγεια ζωή, μετά από Θεία φώτιση, οπότε όμως παρακάλεσε την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύσουν στον Φιλέσπλαγχνο Κύριο να της παραχωρήσει παράταση για διάστημα έξι μηνών, προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρώσει την ανακαίνιση στο Καθολικό της Ιεράς Μονής που μόναζε. Και το αίτημά της αυτό θεωρήθηκε θεμιτό από τον Θεό κι ικανοποιήθηκε.
Κι όταν έφτασε η ευλογημένη ώρα που προγραμματίστηκε, σε ηλικία ήδη εβδομήντα ετών, τότε η Οσία Θεοδώρα αφού συγκέντρωσε γύρω της τις άλλες μοναχές, έδωσε τις τελευταίες της οδηγίες. Κατόπιν η θεοφιλής ψυχή της πέταξε για τον ουρανό, κοντά στον Βασιλέα Χριστό, που τόσο αγάπησε. Το Άγιο και χαριτόβρυτο λείψανό της ενταφιάστηκε στον νάρθηκα του Ιερού Ναού της οικείας Μονής, όπου φυλάσσεται ολόσωμη για να εκλύει άφθονες τις ευλογίες στους προσκυνητές.
Η βασίλισσα Θεοδώρα αναγνωρίστηκε από την Εκκλησία μας ως Αγία και Πολιούχος της πόλης της Άρτας. Με αναρίθμητα θαύματα, βάζει τη σφραγίδα για την διαρκή παρουσία της και την άμεση επέμβασή της σε όποιον επικαλείται την βοήθειά της. Καταλήγοντας λοιπόν στο σύντομο αυτό αγιογραφικό πόνημα, ας της διατυπώσουμε την παράκλησή μας ολόθερμα να μας χαρίζει πίστη κι υπομονή στις δυσκολίες, τις αντιξοότητες και τα προβλήματα της ζωής, ώστε να μην χάσουμε ποτέ την ελπίδα και την αισιόδοξη προοπτική κι έκβαση των προσωπικών, οικογενειακών και κοινοτικών μας υποθέσεων. Η πρεσβεία της στον Θεό θα μας εφοδιάσει με κοινωνική ειρήνη, αλληλεγγύη, αγάπη και θα απαλλάξει τη χώρα μας απ’ την σημερινή οικονομική κρίση.
Η Αγία Θεοδώρα μας οδηγεί στην διατύπωση της τόσο εντυπωσιακής ιστορίας μιας ενάρετης γυναίκας, υπομονετικής συζύγου, πιστής Χριστιανής που καταξιώθηκε από τον Θεό στην χορεία των δικών Του ανθρώπων και πολύ ικανής βασίλισσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου, που είχε πρωτεύουσα την περίφημη Άρτα, της οποίας είναι πολιούχος:
Γύρω στο 1210 μΧ γεννήθηκε κι ανατράφηκε στα Σέρβια της Κοζάνης μέσα σε μια χριστιανική κι αρχοντική οικογένεια, φυσικά με ηθικές και χριστιανικές αρχές κι αξίες. Παρέμεινε όμως πάντα απλή στους τρόπους και ταπεινή στη συμπεριφορά της, παρά την αριστοκρατική καταγωγή κι ανατροφή, αλλά και τη σπάνια ομορφιά του προσώπου της και της λυγερής κορμοστασιάς της. Ακόμη κι όταν παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Β΄, νόμιμο διάδοχο του θρόνου στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, οπότε αναρρήθηκε στο βασιλικό αξίωμα, τότε παρά το νεαρό της ηλικίας της η Αγία Θεοδώρα δεν θαμβώθηκε από τα ανεπάντεχα πλούτη και τα αστραφτερά μεγαλεία του ανυπέρβλητου αξιώματός της, αλλά συνέχισε στον ίδιο σεμνό και ταπεινό ρυθμό.
Μέσα στη θαλπωρή που της εξασφάλιζε το παλάτι, αρχικά τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα κι ευτυχισμένα, μέχρι τη στιγμή, που ένας φοβερός πειρασμός ήρθε να ταράξει τα γαλήνια νερά. Συγκεκριμένα μια φθονερή γυναίκα που έφερε το όνομα Γαγγρινή, κατάφερε με διάφορα τεχνάσματα και διαβολική σύμπραξη με την επίδοση στα μάγια, να σαγηνέψει τον ευαίσθητο κι επιρρεπή στα πλάγια μέσα της ανηθικότητας Μιχαήλ και να τον παρασύρει στην ερωτική φωλιά της. Απ’ αυτό το χρονικό σημείο ξεκίνησε η κατρακύλα για τον Μιχαήλ που δεν δίσταζε να φέρεται με πολύ σκληρό τρόπο στην σύζυγό του, Θεοδώρα.
Για να καταστεί αυτή η υπόθεση πιο κατανοητή, αποκαλύπτεται ότι συχνά την έβριζε δημόσια και την κτυπούσε κιόλας, ενώ έδωσε εντολή στο υπηρετικό προσωπικό του παλατιού, να μην της προσφέρουν καμία περιποίηση, ούτε τιμές που άρμοζαν στο υψηλό αξίωμά της, ούτε ακόμη να την προσφωνούν με τον τίτλο της βασίλισσας. Και σαν αποκορύφωμα των βάναυσων ενεργειών του, προέβηκε στην εκδίωξή της από το παλάτι, καθ’ όν χρόνο αυτή ήδη κυοφορούσε στα σπλάχνα της το πρώτο τους παιδί.
Αυτά αποτέλεσαν μια τρομερή δοκιμασία, μπροστά στον τεράστιο ογκόλιθο – Αγίας Θεοδώρας – της ηθικότητας, της πιστότητας και της ευσέβειας, με αρχοντική ευθιξία κι αξιοπρέπεια. Όμως αυτή η δυσκολία ήταν η αφορμή κι η ευκαιρία, ώστε να λάμψει σαν αστραφτερό πολύτιμο διαμάντι η περιζήτητη αρετή της.
Η θεάρεστη αυτή ψυχή της βασίλισσας αντιμετώπισε την αχαρακτήριστη διαγωγή του συζύγου της με Πίστη στην αγάπη του Θεού κι υπομονή στην όλη κακουχία, με πραότητα κι ανεξικακία στην κακεντρέχεια αυτή. Η διάθεσή της συγχώρησης για τον άνδρα της ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ποτέ δεν εκστόμισε αμέσως ή εμμέσως έναν κακό λόγο γι’ αυτόν, ούτε βαρυγκώμησε για την δοκιμασία, αλλά πάντα σιωπηλή κι ήρεμη στήριζε την ελπίδα της κι είχε αποκλειστική απαντοχή τη στοργική φροντίδα του Ουράνιου Πατέρα.
Επί συναπτά πέντε χρόνια, ταλαιπωρημένη από τις αμέτρητες στερήσεις και τις αντίξοες φυσικές συνθήκες, κρυβόταν κατατρεγμένη σ’ έναν βράχο και τριγυρνούσε από εδώ κι από εκεί, με το μικρό βρέφος στην μητρική αγκαλιά της, αναζητώντας λίγη τροφή για την ίδια και το μωρό της. Όμως η Θεία Πρόνοια δεν την άφησε εγκαταλελειμμένη στο έλεος της μοίρας, αλλά ευτυχώς κάποια μέρα της περιπλάνησής της την ανακάλυψε ο ιερέας του χωριού της Πρένιστας (σημερινή μετονομασία σε Κορφοβούνι) και την ανέλαβε υπό την προστασία του.
Αυτό το τελευταίο περιστατικό προέρχεται από την πελώρια ευσπλαχνία του Θεού, ο οποίος πάντα παρεμβάλλει κατάλληλα αντίδοτα στους πονεμένους, που διαπράττουν το θέλημά Του και Τον ικετεύουν με αγνή καρδιά, κατά τρόπο αδιάλειπτο. Στο μεταξύ, η Θεοδώρα δεν σταμάτησε να προσεύχεται διακαώς στον Ύψιστο για το πάθημά της και να Τον παρακαλεί κιόλας να την φωτίσει και να χαρίσει μετάνοια και συντριβή στον σύζυγό της, πράγμα στο οποίο Αυτός ανταποκρίθηκε θετικά.
Οι σώφρονες κι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αποφάσισαν να πάρουν την πρωτοβουλία μιας δυναμικής αντίδρασης, αγανακτισμένοι από τις παρεκτροπές και κατάφωρη αμαρτωλή ζωή του Μιχαήλ και την πρωτοφανή αλαζονεία της Γαγγρινής. Έδιωξαν την ανήθικη γυναίκα, που κατονομάζεται τελευταία στην παραπάνω περίοδο, από το παλάτι κι απαίτησαν μετά επιμονής απ’ τον βασιλιά να αλλάξει τρόπο ζωής και να προσαρμοστεί στα δεδομένα του γάμου και της οικογένειας.
Με αυτόν τον τρόπο, η Θεία Χάρη κτύπησε την πόρτα της εγρήγορσης του παραστρατημένου Μιχαήλ, οπότε παρόλο που υπήρξε κραταιός κι αγέρωχος βασιλιάς, εντούτοις συγκλονίστηκε στα κατάβαθα της ψυχής του, γιατί «όταν ο Θεός κελεύει κάμπτεται παν γόνυ ανθρώπων». Μετάνιωσε πικρά για την άστατη συμπεριφορά του, απέναντι στην σύζυγό του Θεοδώρα κι απότομα μεταστράφηκε, στέλνοντας έμπιστους ανθρώπους του για να την βρουν στην περιπλάνησή της και να την επαναφέρουν πίσω στο παλάτι.
Η Θεοδώρα αυτήν την ώρα της επαναφοράς των πραγμάτων στην αρχική ομαλή κατάστασή τους περίμενε από καιρό, καθώς δεν έπαυσε ποτέ να είναι προσηλωμένη στην συνοχή της οικογένειας. Λοιπόν, τότε αυτή πρόθυμα έδραξε την ευκαιρία και με αισθήματα χαράς επέστρεψε στο παλάτι, όπου ο βασιλιάς την υποδέχτηκε με συγκίνηση και ειλικρινή συντριβή.
Από εκείνον τον καιρό επήλθε ουσιαστική αλλαγή στη ζωή και των δύο συζύγων, καθώς πέρασαν αγαπημένοι, ενωμένοι και με ψυχική σύμπνοια, ενώ σ’ αυτό το διάστημα καρποφόρησαν άλλα τέσσερα ευλογημένα παιδιά. Ο Μιχαήλ, διατρανώνοντας τις ενδείξεις της ειλικρινούς μεταστροφής του, προέβηκε σε πληθώρα εξιλεωτικών ενεργειών, έκδηλων εσωτερικής συντριβής και θεοσέβειας, καθώς ανοικοδόμησε αρκετές Ιερές Μονές, μεγαλοπρεπή Καθολικά και Ιερούς Ναούς.
Εξέδωσε νέους ευνοϊκούς Νόμους για πιο επιεική φορολόγηση της Εκκλησίας, στην οποία εξασφάλιζε ευμενείς συνθήκες ανάπτυξης. Ως αποκορύφωμα αυτής της φιλοεκκλησιαστικής πολιτικής του ήταν η αποστολή σπάνιων αφιερωμάτων και πλούσιων δώρων στο Άγιο Όρος, «το περιβόλι της Παναγιάς», «η κοιτίδα της Ορθοδοξίας» Κι οι τρεις αυτές ενέργειές του αποτελούν έμπρακτα δείγματα της αλλαγής του, που δοξάζουν το όνομα του Θεού.
Κι από την άλλη μεριά, η βασίλισσα Θεοδώρα έχοντας στο πλευρό της ανά πάσα στιγμή την ένθερμη συμπαράσταση του συζύγου της που μεταστράφηκε προς την προσήλωση στα ιδεώδη που εκπέμπει η οικογένεια, δεν ξέχασε το χρέος της προς τον Ύψιστο, στο οποίο την ωθούσε η δύναμη της εξουσίας που ανέκτησε με την επιστροφή της στο παλάτι, προβαίνοντας στην επιτέλεση σπουδαίου θεάρεστου έργου, για τα επόμενα σαράντα χρόνια.
Συγκεκριμένα στα πλαίσια μιας πιο ουσιαστικής προσφοράς στην Εκκλησία μας, αγωνίστηκε με σφοδρότητα, ζήλο κι ένθεο μένος εναντίον των παπικών, οι οποίοι καλυπτόμενοι επιτήδεια στο πρόσχημα «της ενώσεως των εκκλησιών» επιχειρούσαν την υποταγή της «προσφιλούς Ορθοδοξίας» κι όλης της Ορθόδοξης Ανατολής στον Πάπα. Πρεσβεύοντας το δόγμα, κατά το οποίο πίσω από έναν «μεγάλο» άνδρα κινεί τα νήματα μια σοφή γυναίκα, συνέβαλλε ουσιαστικά στην συμφιλίωση του Δεσποτάτου της Ηπείρου με την αδελφή αυτοκρατορία της Νίκαιας, αφού προέκυψαν μαζί με τη Θεσσαλονίκη και τον Μυστρά, από τον διαμελισμό του υπερχιλιόχρονου Βυζαντίου, κοινή μήτρα.
Γενικά προσέφερε αναρίθμητες υπηρεσίες στη Διοίκηση και Διακυβέρνηση του Κράτους. Επίσης πάντοτε πιστή στον απώτερο σκοπό των Χριστιανών για τη σωτηρία της ψυχής τους, δεν ολιγώρησε ούτε για ελάχιστο χρόνο, να φροντίζει, να περιποιείται, να προστατεύει και να ενισχύει με κάθε προσιτό τρόπο κι οικονομικά βέβαια τα έργα φιλανθρωπίας που καταξιώνουν την τόσο μεγάλη αξία του ανθρώπινου προσώπου σαν εικόνα και «καθ’ ομοίωσιν» του Θεού.
Αυτή η Χριστιανή βασίλισσα υλοποίησε το ένθεο όνειρό της, της αφιέρωσής της αποκλειστικά στην αγκαλιά του Θεού, με τον εγκλεισμό της για να μονάσει στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (που σήμερα τιμάται στο όνομα της Αγίας Θεοδώρας). Εκεί αποφάσισε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της, όταν πλέον αποδεσμεύτηκε από την νόμιμη συζυγία της, αφού πια είχε κοιμηθεί ο σύζυγός της.
Έτσι σ’ αυτόν τον Ιερό χώρο, η άσκησή της στην αρετή έγινε εντονότερη, η προσευχή πιο αδιάλειπτη, η νηστεία αυστηρότερη, η φιλανθρωπία μόνιμη σύντροφός της, η υπομονή γνώρισμα του χαρακτήρα της, η υπακοή της στις άλλες μοναχές της αύξαινε την ταπεινοφροσύνη και την απόδοση αξιοσημείωτης μισθοδοσίας από τον Κύριο των Δυνάμεων.
Κάποια στιγμή προαισθάνθηκε ότι πλησιάζει το τέλος της στην επίγεια ζωή, μετά από Θεία φώτιση, οπότε όμως παρακάλεσε την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύσουν στον Φιλέσπλαγχνο Κύριο να της παραχωρήσει παράταση για διάστημα έξι μηνών, προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρώσει την ανακαίνιση στο Καθολικό της Ιεράς Μονής που μόναζε. Και το αίτημά της αυτό θεωρήθηκε θεμιτό από τον Θεό κι ικανοποιήθηκε.
Κι όταν έφτασε η ευλογημένη ώρα που προγραμματίστηκε, σε ηλικία ήδη εβδομήντα ετών, τότε η Οσία Θεοδώρα αφού συγκέντρωσε γύρω της τις άλλες μοναχές, έδωσε τις τελευταίες της οδηγίες. Κατόπιν η θεοφιλής ψυχή της πέταξε για τον ουρανό, κοντά στον Βασιλέα Χριστό, που τόσο αγάπησε. Το Άγιο και χαριτόβρυτο λείψανό της ενταφιάστηκε στον νάρθηκα του Ιερού Ναού της οικείας Μονής, όπου φυλάσσεται ολόσωμη για να εκλύει άφθονες τις ευλογίες στους προσκυνητές.
Η βασίλισσα Θεοδώρα αναγνωρίστηκε από την Εκκλησία μας ως Αγία και Πολιούχος της πόλης της Άρτας. Με αναρίθμητα θαύματα, βάζει τη σφραγίδα για την διαρκή παρουσία της και την άμεση επέμβασή της σε όποιον επικαλείται την βοήθειά της. Καταλήγοντας λοιπόν στο σύντομο αυτό αγιογραφικό πόνημα, ας της διατυπώσουμε την παράκλησή μας ολόθερμα να μας χαρίζει πίστη κι υπομονή στις δυσκολίες, τις αντιξοότητες και τα προβλήματα της ζωής, ώστε να μην χάσουμε ποτέ την ελπίδα και την αισιόδοξη προοπτική κι έκβαση των προσωπικών, οικογενειακών και κοινοτικών μας υποθέσεων. Η πρεσβεία της στον Θεό θα μας εφοδιάσει με κοινωνική ειρήνη, αλληλεγγύη, αγάπη και θα απαλλάξει τη χώρα μας απ’ την σημερινή οικονομική κρίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου