site analysis
Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*
Η πείνα της Κατοχής στη μνήμη των ηλικιωμένων είναι αποτυπωμένη ως μια από τις πιο φριχτές στιγμές της ζωής τους. Καθόλου τυχαία η επιβίωση της φράσης «με το δελτίο», που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για κάτι που διατίθεται σε περιορισμένη ποσότητα. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τι ήταν το δελτίο στην Κατοχή, ότι πολλοί έθαβαν κρυφά τους νεκρούς συγγενείς τους, έτσι ώστε να καρπώνονται την ποσότητα επισιτιστικής βοήθειας που αντιστοιχούσε στους αποβιώσαντες. Η ιστορική έρευνα έχει εστιαστεί στην αποτύπωση της πλευράς αυτής του πολέμου κυρίως στην Αθήνα, όπου και το πρόβλημα προσέλαβε εφιαλτικές διαστάσεις. Οι φωτογραφίες με τα αποστεωμένα παιδιά στα συσσίτια, αλλά και τα σωρηδόν τοποθετημένα πτώματα ανθρώπων που βίωσαν στον απώτατο βαθμό το φάσμα της πείνας, στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη, καθώς δείχνουν μια ακόμη αποκρουστική πλευρά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ενώ λοιπόν σε μελέτες και βιβλία, επιστημονικά αλλά και αυτοβιογραφικά, έχει περιγραφεί σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό το πώς βίωσε η πρωτεύουσα τον παράπλευρο πόλεμο για την εξασφάλιση της τροφής (συσσίτια, κατοχικές συνταγές, υποκατάστατα τροφίμων κ.λπ.), δεν έγινε το ίδιο και για τις αγροτικές περιοχές.
Αναμφισβήτητα τα χωριά δεν έζησαν σε καμία περίπτωση την πείνα με την ίδια ένταση που το βίωσαν οι κάτοικοι της Αθήνας αλλά και των άλλων πόλεων ανά την Ελλάδα. Εξάλλου, η ύπαρξη γης για καλλιέργεια και λίγα αιγοπρόβατα αποτελούσαν μια σωτήρια λύση για να μην πεθάνουν, κυριολεκτικά, της πείνας.
Όμως η Κατοχή αποτέλεσε ένα τεράστιο σοκ ακόμη και για τους χωρικούς, ιδίως τον πρώτο χρόνο, ακόμη ειδικότερα τον εφιαλτικό χειμώνα του 1940-41, οπότε αποδεκατίστηκε κι ο πληθυσμός των Αθηνών από την πείνα. Τότε ήταν που περιουσίες άλλαξαν χέρια μέσα σ’ ένα βράδυ: ένας τενεκές λάδι ανταλλάχθηκε με ένα διαμέρισμα, αλλά και μια χούφτα κοσμήματα με μερικές χούφτες καλαμποκίσιο αλεύρι!
Μικρή συμβολή στην αποτύπωση του ακραίου διατροφικού καταναγκασμού κατά την Κατοχή, με εστίαση κυρίως στα υποκατάστατα αλεύρων, αποτελεί και το παρόν άρθρο.
Υπερπολύτιμη πηγή πληροφοριών είναι η εν ζωή 98χρονη θεία μου Φωτεινή Σαλαμούρα-Κατσάνου, η μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου, Γεωργίας.
Δουλειά στον μύλο από την παιδική ηλικία
Η πολυαγαπημένη θεία μου Φωτεινή (Φώτω) γεννήθηκε το έτος 1922 στον παραποτάμιο συνοικισμό Πλατανόρεμα Άρτας, 8 χιλ. από την πόλη (διοικητική υπαγωγή τότε στην Κοινότητα Μαρκινιάδας), όπου κατοικούσαν οι μητροπλευρικοί παππούδες, οι οποίοι είχαν νερόμυλο. (Η περιοχή έχει καταβυθιστεί στην τεχνητή λίμνη του Αράχθου/Πουρναρίου).
Ήταν ένας σκληρός κανόνας των παλιών, μια αυτοματοποιημένη διαδικασία, ότι το πρώτο παιδί θα ζούσε μια πραγματικά βασανισμένη ζωή, αφού θα έπρεπε να βοηθάει στο μεγάλωμα των μικρότερων αδελφών, αλλά και να συμμετέχει ενεργά με τους γονείς του σε όλες τις κοπιαστικές δουλειές.
«Σκουλειό δεν πήγα, δεν καλημέρ’σα δάσκαλου», όπως λέει. «Ήταν λίγου σκουριασμένους ο μακαρίτ’ς ου πατέρας μου, Θεός σχωρέσ’ τον. Αλλά έτσι ήταν ου κόσμους τότι… Δε μ’ άφ’κι να πάου στου σκουλειό. Δεν ξέρου ούτι να διαβάζου ούτι να γράφου. Ένα γράμμα ξέρου μαναχά… Στρουγγυλό, έτσιγιαϊα, κι έχει μια γραμμούλα στ’ μέση. Έλα να του φκιάσου…», λέει και σχηματίζει το Φ στο χαρτί. Είναι το μόνο που μπόρεσε να μάθει.
Αφού δεν πήγε στο σχολείο, η μόνη επιλογή ήταν να βοηθάει τους γονείς της στις πολλές αγροτικές δουλειές: σκάλισμα στα χωράφια, φύλαξη του κοπαδιού, αλλά και εργασία στον μύλο. «Ιγώ ήμαν η τρανότιρη, ιγώ έκανα ούλις τ’ς δ’λειές. Ποιος θα πάει να φ’λάξει τα γίδια; Η Φώτου! Ποιος θ’ αλέσει στου μύλου; Η Φώτου! Ποιος θα πάει να βάλει νιρό στ’ δέση; Η Φώτου! Πάινα στ’ δέση, έβανα πλατανόφ’λλα ν’ αυγατίσει του νιρό, για να πέσει του νιρό στουν κάναλου, ν’ αλέσει ου μύλους τα γιννήματα (δημητριακά)».
Η θεία Φωτεινή το 1940, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ήταν 18 χρονών, που σημαίνει ότι επωμίστηκε το βάρος και της λειτουργίας του μύλου. Θυμάται πολύ χαρακτηριστικά τότε που ήρθαν οι κατακτητές: «Θ’μάμι σαν τώραϊα τότι π’ πέρασαν οι Ιταλοί απ’ του Πλατανόριμα. Ο πατέρας μ’ τουν ήταν σι μία ψ’λή ράχη κι τ’ς είδι π’ ξικάμπ’σαν (εμφανίστηκαν). Ρέκαζι (ούρλιαζε): “Γένιτι πόλιμους! Έρθουντι οι Ιταλοί! Φεύγιστι! Σύρτι (πηγαίνετε) στου μαντρί, απουλάτι τα γίδια, σύρτι κι ισείς απού κουντά, να κρυπώσιτι (κρυφτείτε) να μη σας βρουν!”. Τ’ς είδαμαν απού μακριά… Κρύπουσαμαν μέσα στα λόγκα, μαζί μι τα γίδια. Πέρασαν οι Ιταλοί, έφ’γαν κι πήγαν στα χουριά…».
Ξυπόλητη στα παγωμένα νερά του Αράχθου
Ο χειμώνας ήταν πραγματικά πολύ σκληρός, οι προμήθειες λιγοστές όπως πάντα. Η χρονομάρτυρας θυμάται σαν να ήταν χθες: «Ήταν χειμώνας του ’40, μι τουν πόλιμου. Φύσαγι του πουτάμι απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν κατιβασμένου, κι πάινα μαναχή μ’ τ’ απουβραδύ μ’ ένα κλιφτουφάναρου (φορητό φωτιστικό μέσο με λάδι ως καύσιμη ύλη), για να κλείσου τ’ν πόρτα απ’ τ’ δέση (με τη βοήθεια μιας μικρής ξύλινης πόρτας ν’ αλλάξει την πορεία του νερού και να κατευθυνθεί προς το ποτάμι, όχι προς τον μύλο, όταν δεν χρειαζόταν για την κίνηση της μυλόπετρας). Όταν είχαμαν αλέσματα, σήκουναμαν τ’ν πόρτα κι έμπινι του νιρό για ν’ αλέσει. Του ’40-41 ήταν πουλύ βαρύς ο χειμώνας. Ήταν κριτσιάνια ου πάγους, κρέμουνταν στα στιφάνια (παγωμένο νερό σε κατακόρυφες μεγάλες στήλες που κρέμονταν στους γκρεμούς, σαν τεράστιοι σταλακτίτες). Ιγώ πιρπάταγα μέσα στου παγουμένου του νιρό μέχρι του γόνα (γόνατο), ξυπόλητη, ήταν τα πουδάρια μ’ κατακόκκινα, σαν παπαρούνα, απ’ του κρύου… Δεν είχαμαν παπούτσια τότι. Ένα ζιβγάρι παπούτσια είχα μαναχά, για να πααίνου στ’ν ικκλησιά. Ξυπόλητη έρθουμαν απ’ του Πλατανόριμα στου χουριό (Μαρκινιάδα Άρτας). Ήταν πόσου αλάργα (ήταν αρκετά μακριά). Λίγου προυτού φτάσου, φόραγα τα παπούτσια, για να πάου στ’ν ικκλησία. Ου μακαρίτ’ς ου πατέρας μ΄θ’μάμι κάπουτι μού ‘χι φκιάσει παπούτσια μι ρόδα απού αμάξι (ελαστικό αυτοκινήτου), για σόλα, κι απουπάνου είχι ράψει ύφασμα. Όταν έβριχι, τα πουδάρια νότ’ζαν, αλλά δεν πιρπάταγαμαν κι ξυπόλητοι».
Ενώ λοιπόν σε μελέτες και βιβλία, επιστημονικά αλλά και αυτοβιογραφικά, έχει περιγραφεί σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό το πώς βίωσε η πρωτεύουσα τον παράπλευρο πόλεμο για την εξασφάλιση της τροφής (συσσίτια, κατοχικές συνταγές, υποκατάστατα τροφίμων κ.λπ.), δεν έγινε το ίδιο και για τις αγροτικές περιοχές.
Αναμφισβήτητα τα χωριά δεν έζησαν σε καμία περίπτωση την πείνα με την ίδια ένταση που το βίωσαν οι κάτοικοι της Αθήνας αλλά και των άλλων πόλεων ανά την Ελλάδα. Εξάλλου, η ύπαρξη γης για καλλιέργεια και λίγα αιγοπρόβατα αποτελούσαν μια σωτήρια λύση για να μην πεθάνουν, κυριολεκτικά, της πείνας.
Όμως η Κατοχή αποτέλεσε ένα τεράστιο σοκ ακόμη και για τους χωρικούς, ιδίως τον πρώτο χρόνο, ακόμη ειδικότερα τον εφιαλτικό χειμώνα του 1940-41, οπότε αποδεκατίστηκε κι ο πληθυσμός των Αθηνών από την πείνα. Τότε ήταν που περιουσίες άλλαξαν χέρια μέσα σ’ ένα βράδυ: ένας τενεκές λάδι ανταλλάχθηκε με ένα διαμέρισμα, αλλά και μια χούφτα κοσμήματα με μερικές χούφτες καλαμποκίσιο αλεύρι!
Μικρή συμβολή στην αποτύπωση του ακραίου διατροφικού καταναγκασμού κατά την Κατοχή, με εστίαση κυρίως στα υποκατάστατα αλεύρων, αποτελεί και το παρόν άρθρο.
Υπερπολύτιμη πηγή πληροφοριών είναι η εν ζωή 98χρονη θεία μου Φωτεινή Σαλαμούρα-Κατσάνου, η μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου, Γεωργίας.
Η πολυαγαπημένη θεία μου Φωτεινή (Φώτω) γεννήθηκε το έτος 1922 στον παραποτάμιο συνοικισμό Πλατανόρεμα Άρτας, 8 χιλ. από την πόλη (διοικητική υπαγωγή τότε στην Κοινότητα Μαρκινιάδας), όπου κατοικούσαν οι μητροπλευρικοί παππούδες, οι οποίοι είχαν νερόμυλο. (Η περιοχή έχει καταβυθιστεί στην τεχνητή λίμνη του Αράχθου/Πουρναρίου).
Ήταν ένας σκληρός κανόνας των παλιών, μια αυτοματοποιημένη διαδικασία, ότι το πρώτο παιδί θα ζούσε μια πραγματικά βασανισμένη ζωή, αφού θα έπρεπε να βοηθάει στο μεγάλωμα των μικρότερων αδελφών, αλλά και να συμμετέχει ενεργά με τους γονείς του σε όλες τις κοπιαστικές δουλειές.
«Σκουλειό δεν πήγα, δεν καλημέρ’σα δάσκαλου», όπως λέει. «Ήταν λίγου σκουριασμένους ο μακαρίτ’ς ου πατέρας μου, Θεός σχωρέσ’ τον. Αλλά έτσι ήταν ου κόσμους τότι… Δε μ’ άφ’κι να πάου στου σκουλειό. Δεν ξέρου ούτι να διαβάζου ούτι να γράφου. Ένα γράμμα ξέρου μαναχά… Στρουγγυλό, έτσιγιαϊα, κι έχει μια γραμμούλα στ’ μέση. Έλα να του φκιάσου…», λέει και σχηματίζει το Φ στο χαρτί. Είναι το μόνο που μπόρεσε να μάθει.
Αφού δεν πήγε στο σχολείο, η μόνη επιλογή ήταν να βοηθάει τους γονείς της στις πολλές αγροτικές δουλειές: σκάλισμα στα χωράφια, φύλαξη του κοπαδιού, αλλά και εργασία στον μύλο. «Ιγώ ήμαν η τρανότιρη, ιγώ έκανα ούλις τ’ς δ’λειές. Ποιος θα πάει να φ’λάξει τα γίδια; Η Φώτου! Ποιος θ’ αλέσει στου μύλου; Η Φώτου! Ποιος θα πάει να βάλει νιρό στ’ δέση; Η Φώτου! Πάινα στ’ δέση, έβανα πλατανόφ’λλα ν’ αυγατίσει του νιρό, για να πέσει του νιρό στουν κάναλου, ν’ αλέσει ου μύλους τα γιννήματα (δημητριακά)».
Η θεία Φωτεινή το 1940, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ήταν 18 χρονών, που σημαίνει ότι επωμίστηκε το βάρος και της λειτουργίας του μύλου. Θυμάται πολύ χαρακτηριστικά τότε που ήρθαν οι κατακτητές: «Θ’μάμι σαν τώραϊα τότι π’ πέρασαν οι Ιταλοί απ’ του Πλατανόριμα. Ο πατέρας μ’ τουν ήταν σι μία ψ’λή ράχη κι τ’ς είδι π’ ξικάμπ’σαν (εμφανίστηκαν). Ρέκαζι (ούρλιαζε): “Γένιτι πόλιμους! Έρθουντι οι Ιταλοί! Φεύγιστι! Σύρτι (πηγαίνετε) στου μαντρί, απουλάτι τα γίδια, σύρτι κι ισείς απού κουντά, να κρυπώσιτι (κρυφτείτε) να μη σας βρουν!”. Τ’ς είδαμαν απού μακριά… Κρύπουσαμαν μέσα στα λόγκα, μαζί μι τα γίδια. Πέρασαν οι Ιταλοί, έφ’γαν κι πήγαν στα χουριά…».
Ο χειμώνας ήταν πραγματικά πολύ σκληρός, οι προμήθειες λιγοστές όπως πάντα. Η χρονομάρτυρας θυμάται σαν να ήταν χθες: «Ήταν χειμώνας του ’40, μι τουν πόλιμου. Φύσαγι του πουτάμι απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν κατιβασμένου, κι πάινα μαναχή μ’ τ’ απουβραδύ μ’ ένα κλιφτουφάναρου (φορητό φωτιστικό μέσο με λάδι ως καύσιμη ύλη), για να κλείσου τ’ν πόρτα απ’ τ’ δέση (με τη βοήθεια μιας μικρής ξύλινης πόρτας ν’ αλλάξει την πορεία του νερού και να κατευθυνθεί προς το ποτάμι, όχι προς τον μύλο, όταν δεν χρειαζόταν για την κίνηση της μυλόπετρας). Όταν είχαμαν αλέσματα, σήκουναμαν τ’ν πόρτα κι έμπινι του νιρό για ν’ αλέσει. Του ’40-41 ήταν πουλύ βαρύς ο χειμώνας. Ήταν κριτσιάνια ου πάγους, κρέμουνταν στα στιφάνια (παγωμένο νερό σε κατακόρυφες μεγάλες στήλες που κρέμονταν στους γκρεμούς, σαν τεράστιοι σταλακτίτες). Ιγώ πιρπάταγα μέσα στου παγουμένου του νιρό μέχρι του γόνα (γόνατο), ξυπόλητη, ήταν τα πουδάρια μ’ κατακόκκινα, σαν παπαρούνα, απ’ του κρύου… Δεν είχαμαν παπούτσια τότι. Ένα ζιβγάρι παπούτσια είχα μαναχά, για να πααίνου στ’ν ικκλησιά. Ξυπόλητη έρθουμαν απ’ του Πλατανόριμα στου χουριό (Μαρκινιάδα Άρτας). Ήταν πόσου αλάργα (ήταν αρκετά μακριά). Λίγου προυτού φτάσου, φόραγα τα παπούτσια, για να πάου στ’ν ικκλησία. Ου μακαρίτ’ς ου πατέρας μ΄θ’μάμι κάπουτι μού ‘χι φκιάσει παπούτσια μι ρόδα απού αμάξι (ελαστικό αυτοκινήτου), για σόλα, κι απουπάνου είχι ράψει ύφασμα. Όταν έβριχι, τα πουδάρια νότ’ζαν, αλλά δεν πιρπάταγαμαν κι ξυπόλητοι».
Ο πόλεμος του 1940 ήταν ένα σοκ για τους φτωχούς αλλά πάντα προνοητικούς χωρικούς, οι οποίοι ζώντας τον αιφνιδιασμό που προκάλεσε ο πόλεμος την πρώτη χρονιά, και καθώς δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους (λόγω των αεροπορικών βομβαρδισμών – το χωράφι, με την ανοιχτή έκτασή του, αποτελούσε ιδανικό στόχο των εισβολέων), θα έπρεπε να βρουν άμεσα λύσεις έτσι ώστε να εξασφαλίσουν τουλάχιστον το αλεύρι – πολυτιμότατο όχι μόνο ως πρώτη ύλη για το ψωμί, αλλά και ως βάση για άλλες διαδεδομένες και κυρίως εύκολες και χορταστικές συνταγές, όπως οι πίτες, οι τηγανίτες, η κουρκούτη, δηλ. ο χυλός. Όταν διέθεταν σιτάρι ή καλαμπόκι για να αλέσουν, «δεν άφ’ναμαν ούτι σπ’ρί (κόκκο) να πάει χαμένου, σαν τα μυρμήγκια», όπως λέει η θείτσα Φώτω.
Οι άνθρωποι, όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την πείνα, ευρηματικοί καθώς ήταν ανέκαθεν, προσπάθησαν –με την κλασική μέθοδο της δοκιμής και της πλάνης– να δημιουργήσουν υποκατάστατα αλεύρου για να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή.
Τα λούπινα οι περισσότεροι όχι απλώς δεν γνωρίζουν τι είναι, αλλά ούτε καν έχουν ξανακούσει τη λέξη. Πρόκειται για έναν καρπό που ανήκει στα ψυχανθή (χονδροειδώς μπορούμε να πούμε ότι μοιάζουν με τα φασόλια), μάλιστα έχει μηδενικές απαιτήσεις για την καλλιέργειά του: ούτε καν όργωμα απαιτούνταν, απλώς έσπερναν τα λούπινα σε χέρσο χωράφι κι αυτά φύτρωναν.
Υπό κανονικές συνθήκες τα λούπινα (με χαρακτηριστικά πικρή γεύση, η οποία οφείλεται σε αλκαλοειδείς ουσίες, τοξικές για τον άνθρωπο αλλά και τα ζώα) χρησιμοποιούνταν ως ζωοτροφή, όμως στην περίοδο της Κατοχής από λούπινα έφτιαχναν ένα είδος αλευριού.
«Τα λούπινα τα μάζουναμαν τουν Αλουνάρη (Ιούλιο) κι τα ‘βραζαμαν σ’ ένα καζάνι όσου τ’ αυγό (περίπου 10 λεπτά), για να μη φ’τρώσουν στου νιρό, να μην απουλύσουν (αναπτύξουν) φύτρα. Κουντά τά ‘βαναμαν σι σακιά μέχρι τ’ μέση, γιατί φούσκουναν στου νιρό, τα πλάκουναμαν μι ένα μιγάλου λιθάρι στ’ γούλη (στο πάνω μέρος, εκεί που τα έδεναν) μέσα στου πουτάμι, να σέρει του νιρό (να είναι άφθονο και τρεχούμενο) κι τ’ άφ’ναμαν 3-4 μέρις για να ιδούμι αν ξιπίκρισαν. Ξιπίκριζαν, τρώουνταν… Τα ΄βγαναμαν απ’ του πουτάμι, τα ήλιαζαμαν (αποξηραίναμε στον ήλιο) 4-5 μέρις. Όταν τα ήλιαζαμαν, γένουνταν μ’κρά (συρρικνώνονταν)».
Τα λούπινα μετά τη διαδικασία της εμβάπτισης στο νερό και της αποπίκρανσης δεν γίνονταν βέβαια απολύτως γλυκά αλλά είχαν μια υπόπικρη γεύση, οπότε τα έβγαζαν απ’ το ποτάμι και τα αποξήραιναν στον ήλιο για 4-5 μέρες. Όμως τώρα υπήρχε ένα άλλο πρόβλημα: τα λούπινα γίνονταν «κάρκανο», δηλ. πάρα πολύ σκληρά. Η θεία μου συνεχίζει την αφήγηση: «Δε μπουρού να σ’ που τι τράβαγι ο μύλος για να τ’ αλέσει… Ήταν σκληρά σα λιθάρια!».
Για να γίνει το άλεσμα διαφορετικών καρπών, έπρεπε να ρυθμιστεί (με τη βοήθεια ενός μοχλού) η απόσταση μεταξύ της πάνω και της κάτω μυλόπετρας. Αυτή τη διαδικασία η θεία μου που δούλευε στον μύλο προφανώς την έκανε συχνά, καθώς στη διάρκεια της Κατοχής δεν υπήρχε η κατάλληλη εμπειρία, μιας και για πρώτη φορά άλεθαν ορισμένους καρπούς (π.χ. βελανίδια και άγρια αχλάδια/γκόρτσα).
Το λουπινάλευρο χρησιμοποιούσαν για να κάνουν «κουλούρα» (είδος στρογγυλού ψωμιού που κανονικά γίνεται με καλαμποκάλευρο), αλλά και κουρκούτη (χυλό με γάλα, για να μετριαστεί η υπόπικρη γεύση).
Ρωτάω πώς ήταν αυτό το αλεύρι αλλά και το ψωμί, και η απάντηση της θείας μου με συγκλονίζει: «Αχ, Βασίλη μ’… Η ψυχή μ’ ξέρει τι ψουμί ήταν αυτό απ’ τα λούπινα… Τ’ αλεύρι ήταν κατακίτρινου, σαν κρόκους. Του ψουμί γένουνταν καλό να του γλέπ’ς, αλλά τα πουδάρια δεν είχαν δύναμη να πιρπατήσουν, γιατί δεν είχι δύναμη (θρεπτική αξία) αυτό τ’ αλεύρι, δε μι κράταγι, κόβουνταν τα πουδάρια μ’, δε μπόρ’γα να πάου στα πρόβατα… Είχαμαν δ’λειές… “Δε μπορού να πιρπατήσου…”, έλιγα στ’ μανούλα μ’, αλλά κι αυτή τι να έκανε η έρμη: “Τι να κάμου κι ιγώ, πιδάκι μου… Δεν έχουμι τίποτα άλλου να φάμι”, έλιγι».
Για το υποκατάστατο αυτό αλεύρου, η θεία μου θυμάται ότι δεν κρατούσε «ξαγάρι» (ποσοστό επί του αλεσμένου καρπού, ως αμοιβή, «μυλωνιάτικο»). «Τι ξαγάρι να κρατήσου απ’ τουν κόσμο… Όλοι στο ίδιο καζάνι έβραζαμαν… Αυτό τ’ αλεύρι απ’ τα λούπινα ούτι οι κότες δεν τό ’τρουγαν!», λέει και στο πρόσωπό της αποτυπώνονται ο τρόμος, η εξαθλίωση και η θλίψη που έζησε πριν από 80 χρόνια!
Τα ρεβίθια ήταν επίσης μια ακραία λύση ανάγκης για να παραχθεί αλεύρι στον πρώτο χρόνο της Κατοχής. Η θεία μου θυμάται ότι την πρώτη φορά που της είπαν να αλέσει ρεβίθια το έκανε, αλλά και κράτησε ξαγάρι απ’ το καινοφανές αυτό αλεύρι. Το πήγε το βράδυ στο σπίτι, για να φάνε όλοι. Η μητέρα της, η αείμνηστη γιαγιά μου Ανθή, χρησιμοποίησε το νέο αυτό αλεύρι για να φτιάξει τηγανίτες, όμως το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, γιατί αυτές δεν φούσκωναν. «Μ’ αυτό τ’ αλεύρι έφκιαναν τ’γανίτις όπους φκιάνουμι μι του καθάριου (σταρένιο αλεύρι). Καλούτσ’κις ήταν αυτές οι τ’γανίτις, αλλά δε φούσκουναν, γένουνταν πλακατσίδα, σα “λαγαύτια” (επίπεδες και λεπτές σαν αυτιά λαγού)».
Το ψωμί από σκέτο ρεβιθάλευρο (χωρίς προζύμι) από άλλο πληροφορητή, 90 ετών, χαρακτηρίστηκε «άτυχο», δηλ. ανεπιτυχές, μάλιστα ο ίδιος συμπλήρωσε με έμφαση: «Δε σι κράταγι αυτό του ψουμί… Ήταν ίσια για να βάλ’ς κάτι στου στόμα σου…».
Σήμερα το ψωμί σίκαλης θεωρείται ιδανική λύση για τους διαβητικούς, αλλά και για όσους προσέχουν τη σιλουέτα τους, όμως στην περίοδο στην οποία αναφέρεται το άρθρο η «βρίζα» (η σίκαλη στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα) ήταν μια πρώτη ύλη για να παραχθεί αλεύρι στον νερόμυλο.
Ο λόγος και πάλι στην 98χρονη σήμερα μυλωνού της Κατοχής: «Μονάτο (δηλ. αμιγές, με χρήση μόνο αυτού του αλευριού) δεν ήταν τόσο καλό όπους είνι του σταρίσιου. Γένουνταν μαλακό σαν του καθάριου (ψωμί με σταρένιο αλεύρι), αλλά ήταν μαύρου, κι δεν ήταν κι τόσου νόστ’μου…». Μια άλλη χρήση του ήταν να το χρησιμοποιήσουν για την παρασκευή «μπομπότας» (είδος ψωμιού με σταρένιο και καλαμποκίσιο αλεύρι, αλλά και προζύμι). Συγκεκριμένα χρησιμοποιούσαν τρία ή τέσσερα μέρη καλαμποκιού κι ένα σίκαλης.
Εξειδικευμένοι φούρνοι φτιάχνουν σήμερα ψωμί από κριθάρι, το οποίο όντως είναι πολύ νόστιμο και το προτιμούν πολλοί καταναλωτές.
Στην περίοδο της Κατοχής που άλεθαν επίσης κριθάρι, με τα υποτυπώδη μέσα που τότε διέθεταν (νερόμυλος με μυλόπετρες για το άλεσμα, παλιές κρησάρες για το κοσκίνισμα), δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα καλής ποιότητας αλεύρι από το κριθάρι, καθότι το δημητριακό αυτό έχει χαρακτηριστικά πολλά άγανα (δηλ. ακανθώδεις αποφύσεις του καρπού, στην κορυφή του σταχυού). Πώς θυμάται το κριθαρόψωμο η συνομιλήτριά μου;
«Του κριθάρι είχι αγάνια πουλλά κι τού κουσκίναγαμαν δυο φουρές για να τ’ αλέσουμι, του ντύμα (πίτουρο) έβγινι χουντρότιρου απ’ του σταρίσιου… Του κριθάρι ήταν ασπρουδιρότιρου (πιο άσπρο) απ’ τ’ βρίζα. Όσου κι να του κουσκίναγαμαν, πέραγαν αγάνια απ’ τ’ σήτα (περνούσαν και άγανα από την κρησάρα). Άμα έφκιανις μονάτο κριθάρι ή μονάτη βρίζα, νουστ’μότιρη ήταν η βρίζα. Δε φούσκουνι πουλύ του κριθάρι. Ήταν μιλαχρινό κι δε φούσκουνι πουλύ… Φούσκουνι λίγου κι κουντά κάθουνταν (στη συνέχεια “έπεφτε”). Αλλά τι να έκανι ου κόσμους… Έτρουγι… Η πείνα βγάνει μάτια!».
Τα γκόρτσα (ή και αγριόγκορτσα) είναι ο καρπός της γκορτσιάς, της άγριας, αυτοφυούς αχλαδιάς. Είναι μικρού μεγέθους, πολύ σκληρά και στυφά προτού ωριμάσουν. Μετά την ωρίμασή τους η σάρκα τους μαυρίζει και αποκτούν γλυκιά γεύση, σε παλιές εποχές μάλιστα, ιδίως στις ορεινές περιοχές, αποτελούσε ένα από τα ελάχιστα φρούτα που μπορούν να γευθούν οι κάτοικοι των χωριών.
Στην περίοδο της Κατοχής οι χωρικοί άλεσαν και γκόρτσα για να φτιάξουν αλεύρι. Η θεία μου θυμάται: «Τα γκόρτσα τα μάζουναν μ’σουγινουμένα του Σιπτέμβρη, τά ‘κουβαν κουμμάτια χουντρότιρα απ’ του καλαμπόκι, τά ‘λιαζαν στουν ήλιου, σαν τουν τραχανά, κι τά ‘φιρναν στου μύλου, να τ’ς τ’ αλέσου. Ήφιρνι ου μύλους γύρα (οι μυλόπετρες) κι τά ‘φκιανι αλεύρι. Μι του γκουρτσάλευρου έφκιαναν μπουμπότις, αλλά τό ‘σμιγαν μι ρουκίσιου (το ένωναν με καλαμποκίσιο αλεύρι) για να γένει μπουμπότα, ψουμί…».
«Ου καθένας άλιθι ό,τι ηύρισκι μπρουστά του!». Μ’ αυτή τη φράση της οσονούπω αιωνόβιας πληροφορήτριας αποτυπώνεται η κατάσταση σε ό,τι αφορά τον αγώνα για την εξασφάλιση αλεύρου ή υποκαταστάτου.
Αν κάποιος είχε πολλά καρύδια, θα έφτιαχνε μ’ αυτά αλεύρι. Μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια: τα άλεθαν μαζί με τα τσόφλια! «Άλισα κι καρύδις (καρύδια), σπασμένις, μαζί μι τα τσιόφλια! Σούμπρα (ψίχα) κι τσιόφλια μαζί! Τι αλεύρι να γένει… Του κατάπ’ναν, τι θα να ‘καναν… Γένουνταν σαν αλεύρι γιατί χαμπήλουναμαν τ’ν απάνου τ΄ν πέτρα για να κρούει ψ’λά (να εφάπτεται) κι γένουνταν οι καρύδις στάχτη (δηλ. σκόνη)».
Το καρυδάλευρο χρησιμοποιούνταν με πρόσμειξη «καθάριου», δηλ. σταρένιου αλευριού, για να κάνουν ψωμί.
Όταν δεν υπήρχε τίποτε από τα παραπάνω, μια λύση ήταν να καταφύγουν στον λόγκο, για να βρουν την προς άλεση πρώτη ύλη, οπότε κατέφυγαν στα βελανίδια, τα οποία άλεθαν μαζί με το περίβλημά τους, όπως και τα καρύδια. Ειδικότερα, τα βελανίδια δεν προέρχονταν από πουρνάρι αλλά από το δέντρο αριά, καθότι έχουν πιο λεπτό περίβλημα και πιο γλυκιά γεύση, η οποία μοιάζει με του κάστανου.
Η μυλωνού της Κατοχής, παρότι δεν άλεσε η ίδια, ήξερε ότι κάποιοι συνάνθρωποί μας είχαν κάνει αλεύρι από «κότσιαλα» (δηλ. τα ξυλώδη στελέχη του καλαμποκιού – με κυριολεκτικά μηδενική θρεπτική αξία) ή και από ρίζες αγριάδας.
Η φρίκη της πείνας, όπως προεκτέθηκε, αφορούσε κυρίως τον δύσκολο χειμώνα του 1940-41, δηλ. τον πρώτο χρόνο του πολέμου, οπότε λόγω του φόβου κανείς δεν καλλιεργούσε τα χωράφια του. Στη συνέχεια όμως, δηλ. μετά το 1942-43 αλλά και στον Εμφύλιο βρήκαν μια λύση ανάγκης οι εξαθλιωμένοι χωρικοί που είχαν έρθει αντιμέτωποι με το φάσμα της πείνας σε τέτοια έκταση. Τι έκαναν; Έκαιγαν ρόγκια, δηλ. υλοτομούσαν το καλοκαίρι μια έκταση μέσα στον λόγκο (απλώς έκοβαν τα δέντρα), και το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια προκαλούσαν ελεγχόμενη πυρκαγιά, οπότε δημιουργούνταν μια εκχερσωμένη έκταση μέσα στον λόγκο, την οποία χρησιμοποιούσαν μόνο για μια χρονιά, επειδή την επόμενη θα άρχιζαν να φυτρώνουν πάλι τα δέντρα.
Αυτή η καμένη έκταση, λόγω της στάχτης (της «γάνας»), ήταν πάρα πολύ εύφορη, σαν να είχε λίπασμα. Δεν την όργωναν αλλά μ’ ένα τσαπί καλλιεργούσαν κατευθείαν – «τη βρίζα αν την έσπερνες μετά το απόβροχο, δεν ήθελε καν τσάπισμα, φύτρωνε κατευθείαν», θυμάται ο πατέρας μου, Χαρίλαος. Η βρίζα, εκτός από τον καρπό της που γινόταν αλεύρι, είχε και μια άλλη χρησιμότητα, αφού με το άχυρό της (το οποίο ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό) έφτιαχναν στέγες για καλύβες και μαντριά, δηλ. τα στεγανοποιούσαν με αυτό υλικό.
Τα ρόγκια τα χρησιμοποιούσαν και στη διάρκεια του Εμφυλίου, επειδή, εκτός από τα χωράφια, έπρεπε να εξασφαλίζουν επιπλέον ποσότητες δημητριακών για να δίνουν στους αντάρτες, οι οποίοι με το «έτσι θέλω» ζητούσαν δημητριακά και άλλες προμήθειες για τα στρατεύματά τους. Καθώς δεν μπορούσαν να οργώσουν, οι χωρικοί βρήκαν την εξής λύση: Να σπέρνουν βρίζα (στα τέλη Σεπτεμβρίου περίπου, στα πρωτοβρόχια δηλαδή), τη θέριζαν τον Ιούνιο, όμως δεν την αλώνιζαν αλλά την τίναζαν σε μια πλάκα, τη χτυπούσαν μ’ ένα ξύλο, επειδή ο καρπός αυτού του δημητριακού δεν βρίσκεται ενθυλακωμένος μέσα σε κάλυκα όπως π.χ. του σταριού, αλλά είναι γυμνός, οπότε με ένα τίναγμα αποσπάται από το στέλεχος του φυτού και επιπλέον δεν καταστρεφόταν (όπως με το αλώνισμα) και το άχυρο, που θα χρησιμοποιούσαν για στέγη στις καλύβες.
Αναπόφευκτα η συζήτηση φτάνει στο σήμερα, στο πώς βλέπει μια αιωνόβια αγωνίστρια της ζωής τη σημερινή πραγματικότητα:
«Ιμείς έφαγαμαν κι λούπινα, π’ τρών’ τα πράματα (γιδοπρόβατα)… Δεν ξέρουμι τι χαλεύουμι (ζητάμε) σήμιρα. Σήμιρα έχουμι αλεύρια, αλλά οι γ’ναίκις δε ζυμώνουν… Του παίρουν απ’ του φούρνου… Ούτι στα χουριά δε ζυμώνει καμία σήμιρα, απ’ τ’ς νιότιρις… Περάει ου ψουμάς μι τ’ αμάξι (πλανόδιος φούρναρης). Είνι καλουμαθημένους ου κόσμους, είνι ούλοι αφχαρίστηγοι, δε φχαριστιόντι μι τίπουτα… Έτσι είναι ούλοι σήμιρα, κούτσικοι κι τρανοί… Γλέπεις μέχρι κι οι γάτες καλόμαθαν, αναμτζεύουντι (είναι επιλεκτικές στο φαγητό), δεν τρών’ ό,τι κι ό,τι, θέλουν κουνισέρβις, κριασούρα! Κι ούλα αγουραστά, κι στα χουριά ακόμα! Κι τ’ αυγά κι τα λάχανα, ούλα! Κι του γάλα! Θέλ’ς βαζόγαλου (γάλα σε αλουμινένια συσκευασία), θέλ’ς στου χαρτί (χάρτινη συσκευασία); Δίν’ς ένα δίφραγκου (κέρμα δύο ευρώ) κι… λύκους να φάει τα πρόβατα κι τσιάκαλους τα γίδια, π’ λέει κι του τραγούδι! Μέχρι κι του ψουμί τού πιτάν’… Ιμείς, αν έπιφτι κάνα κουμματσιούλι καταή, το ‘πιρναμαν, του ξισκόν’ζαμαν, του φίληγαμαν κι τό ‘τρουγαμαν!».
Η θεια-Φώτω είναι γέννημα-θρέμμα του χωριού. Μετά τον γάμο της το 1947, κι ενώ μαινόταν ο Εμφύλιος, μένει αδιαλείπτως στο γειτονικό χωριό Μελάτες Άρτας, απ’ όπου δεν φεύγει σχεδόν ποτέ (επειδή «την πιάνει τ’ αμάξι», δηλ. τη ζαλίζει το ταξίδι με το αυτοκίνητο).
Η θεία μου είναι σαν να μην ανήκει στη σημερινή εποχή. Καταρχάς, η φυσιογνωμία της σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ζωντάνεψε από μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη ή δραπέτευσε από λεύκωμα του Μπαλάφα ή από παλιό αναγνωστικό.
Έτσι τη θυμάμαι μια ζωή, ήδη από τότε που ήμουν παιδί. Μια γνήσια Ηπειρώτισσα, αεικίνητη, με το κεφαλομάντιλο πάντα δεμένο, το σκαμμένο από τον χρόνο και τα βάσανα πρόσωπο, τα τίμια και «δουλεμένα» χέρια της να μαρτυρούν με τον πιο αδιάψευστο τρόπο τον σκληρό και πολύ συχνά άνισο αγώνα που έδωσε για να μεγαλώσει την οικογένειά της και να καμαρώνει σήμερα, όχι απλώς παιδιά, αλλά και εγγόνια και δισέγγονα.
Ακόμη και τώρα, στα 98 της, παρά τις συμβουλές των παιδιών της να μην κουράζεται, η ακμαιότατη θεία μου πηγαίνει κάθε μέρα για να περιποιηθεί τον κήπο, να σκαλίσει τα λαχανικά, να μαζέψει ξύλα για το τζάκι, να ποτίσει τα λουλούδια και τα δέντρα στο μοναστήρι του Γενεσίου της Θεοτόκου…
Εκτός από την αδιόρατη θλίψη που διαβάζει κάποιος στο πρόσωπό της, στο βλέμμα της αποτυπώνονται η έμπρακτη και σεμνή αγωνιστικότητα, η αξιομίμητη εργατικότητα, αλλά και η αλληλεγγύη των ανθρώπων αυτής της υπέροχης γενιάς που με τη ζωή τους παραδίδουν μαθήματα ζωής σε όλους μας. Ας αφήσω τη γλυκύτατη θεία μου Φώτω, τη μυλωνού της Κατοχής, να κλείσει το κείμενο: «Έζησα έναν ιώνα. Ένας ιώνας χρόνια! Μ’ αυτά π’ πέρασα ιγώ, δεν έπριπι να είμι ζουντανή, αλλά μ’ αφήνει ου Μιγαλουδύναμους κι ζηού ακόμα! Αχ, πού τ’ν είνι η ψυχούλα μ’ γραδουμένη (σκαλωμένη) στα κόκαλα! Βάσανα σ’ ούλη τ’ ζουή μ’, μέχρι π’ γέρασα… Στου μύλου μαναχά δεν αλέσ’κα, να γένου αλεύρι!
Κι αυτοίνοι π’ θα τα διαβάσουν μπουρεί να πουν ότι είνι παραμύθια, δε θα τα π’στεύουν αυτά π’ σ’ λέου... Ιμείς οι παλιοί τα πέρασαμαν αυτά, έπισαμαν στο κατιβασμένο του πουτάμι (μεταφορική σημασία) κι βήκαμαν στ’ν άκρη (τα καταφέραμε)… Ισείς όμους τι θα κάμιτι αν, Θεός φ’λάξοι, έρθει πάλι τού ’40; Να είστι ούλοι καλά και να διπλώσιτι τα χρόνια μ’!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου