Η Ιουλία ήταν ένα ντροπαλό λεπτοκαμωμένο κορίτσι, που είχε έρθει από τη Σάμο στην Αθήνα για να βρει καλύτερη τύχη. Τύχη δε βρήκε όπως τη θέλουν και την εννοούν οι άνθρωποι, αφού δούλευε παραδουλεύτρα απ' το πρωί ως το βράδυ για να βγάλει ένα κομμάτι ψωμί. Βλέπεις του Δημοτικού ήταν. Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να κάνει άλλη δουλειά.
Βρήκε όμως, ένα όμορφο παλικάρι -στην ψυχή πρώτα- τον Κώστα κι έσμιξαν τις ζωές τους κάτω απ' του Θεού την ευλογία. Νοίκιασαν ένα φτωχικό σπιτάκι στο Κουκάκι, στην οδό Πινότση 14 και ήταν τόσο ευτυχισμένοι.
Οι κυράδες της γειτονιάς απορούσαν με την τόση ευτυχία του κοριτσιού. Όταν έφευγε απ' το σπίτι ήταν σκοτάδι κι όταν κατάκοπη γυρνούσε, πάλι σκοτάδι ήταν. Κι όμως, το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χειλάκια της. Ποια μυστική δύναμη της έδινε κουράγιο; Η αγκαλιά του αγαπημένου της ή μήπως η μεγάλη αγκαλιά του Θεού που ένωσε τις στράτες και τις ζωές τους; Για κείνην δεν υπήρχε αμφιβολία πως για όλα, τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής υπάρχει ο Μεγάλος Σκηνοθέτης του Ουρανού που τα κανονίζει ένα προς ένα. Να ρθουν την πιο ταιριαστή στιγμή. Και να φέρουν ευλογίες.
Για τούτο η Ιουλία δοξάζει το Μεγαλοδύναμο κάθε μέρα. Γιατί έστειλε στη ζωή της τον Κώστα. Τα μεγάλα μάτια του διάβασαν από την πρώτη τους συνάντηση το μεγαλείο της άδολης καρδιάς της. Κι ας μην είχαν δει ποτέ τούτα τα μάτια το φως. "Εκ γενετής τυφλός" έγραφε το χαρτί των γιατρών.
Τις Κυριακάδες τη μόνη μέρα που ήταν ελεύθερη, έπαιρνε την κατηφόρα κι έβγαινε στη μεγάλη εκκλησιά του αγίου Νικολάου. Εκεί με την ευλογία του παππούλη έκανε μάθημα Κατηχητικού σ' ένα τσούρμο παιδάκια που την άκουγαν αμίλητα και σκεφτικά. Τα αγκάλιαζε με το βλέμμα της και με τη θέρμη της καρδιάς της έσταζε στάλα-στάλα τις αλήθειες της πίστης στις ψυχούλες τους.
Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Κουκακίου |
"Δασκαλίτσα πες μας κι άλλη ιστορία" είπε μια μέρα ένα μικρούλι με τεράστια πράσινα μάτια και φακίδες στη μύτη. Από τότε της έμεινε σαν όμορφο παρατσούκλι το "δασκαλίτσα". Έτσι, που κι οι γονιοί των παιδιών νομίζανε πως στ' αλήθεια είχε πτυχίο δασκάλας. Κι ας μην είχε διαβεί μήτε την πόρτα του Γυμνασίου!
Οι μέρες όμως δεν είναι πάντα ασυννέφιαστες. Στις 28 του Οκτώβρη του 1940 ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα και τον Απρίλη του επόμενου χρόνου έπιασε καταιγίδα που ρήμαξε ολάκερη την πατρίδα.
Η καρδιά της Ιουλίας μάτωνε ακούγοντας τις φρικαλεότητες των κατακτητών. Πόσο θα 'θελε να ήταν άντρας και να πολεμούσε για τη λευτεριά της Πατρίδας της! Έτσι, όταν άκουσε από τη φίλη της την Κατερίνα πως μπορούσε να πολεμήσει δίχως όπλα τους Γερμανούς, δεν το σκέφτηκε καθόλου. Μπήκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ και μαζί με άλλες κοπέλες έγραφαν στα σκοτεινά στους τοίχους συνθήματα και μοίραζαν εφημερίδες και προκηρύξεις.
Κυριακή, 20 Σεπτεμβρίου 1942. Η Ιουλία αφού πρώτα εκκλησιάστηκε και πήρε την ευλογία του Θεού, μπήκε στο σπίτι της και ύστερα από λίγα λεπτά βγήκε, κρατώντας μια μεγάλη πάνινη τσάντα με χόρτα. Πήρε το δρόμο για το κέντρο. Προορισμός της ήταν το κτίριο μιας φιλογερμανικής οργάνωσης που ήταν στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος, δυο βήματα από την Ομόνοια. Εκεί Γερμανοί μαζί με Έλληνες προδότες ήταν μαζεμένοι και σχεδίαζαν να στείλουν Έλληνες εργάτες στη Γερμανία, αλλά και να στρατολογηθούν παλικάρια που θα πολεμούσαν στο πλευρό του Άξονα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Με ναζιστική στολή ...
Αν κατάφερναν οι πατριώτες να ανατινάξουν το κτίριο, όλα τα σχέδια θα ματαιώνονταν. Η επιλογή της μέρας δεν είναι τυχαία. Τις Κυριακές τα γραφεία και τα καταστήματα γύρω ήταν κλειστά. Έτσι, δεν θα κινδύνευαν πατριώτες. Αντίθετα, το κτίριο της φιλοναζιστικής οργάνωσης ήταν γεμάτο Γερμανούς που άλλοτε παρακολουθούσαν διαλέξεις κι άλλοτε κανόνιζαν τη διανομή των δελτίων τροφίμων.
Η ώρα πλησιάζει εντεκάμιση. Η Ιουλία έχει φτάσει στην πλατεία Κάνιγγος κρατώντας την πολύτιμη τσάντα. Κάτω από τα χόρτα βρίσκεται δέκα κιλά δυναμίτης τυλιγμένος σε χαρτί. Ένας περαστικός φτάνει στο παγκάκι. Μετά την ανταλλαγή των συνθηματικών, η Ιουλία του παραδίδει την τσάντα και φεύγει για το καφενείο Αστόρια στα Χαυτεία. Εκεί την περιμένει ο Κώστας Περρίκος, ο αρχηγός της οργάνωσης. Σε λίγο έρχονται κι άλλοι και περιμένουν τη μεγάλη στιγμή.
Το "Αστόρια" στην οδό Αιόλου (φωτογραφία της εποχής) |
Η ώρα είναι 12:03. Ένας εκκωφαντικός ήχος ακούγεται και ταυτόχρονα ένα πυκνό σύννεφο καπνού κρύβει τον ήλιο. Η Ιουλία πετάγεται όρθια και αγκαλιάζει έναν από τους πατριώτες. Ευτυχώς κανείς δεν την είδε μέσα στην αναμπουμπούλα, αλλιώς κινδύνευε να την εκτελέσουν επιτόπου οι Γερμανοί.
Λίγο μετά την ανατίναξη του κτιρίου |
Τα νέα διαδίδονται από στόμα σε στόμα σ' όλη την Αθήνα κι από κει σ' όλη την Ευρώπη. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σαμποτάζ σε όλη την τότε κατεχόμενη Ευρώπη και έγινε στην πιο κρίσιμη καμπή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε που οι δυνάμεις του Άξονα προχωρούσαν αήττητες στη Βόρεια Αφρική και τη Ρωσία.
Η αγωνία της σύλληψης διαδέχεται τη χαρά της επιτυχίας. Οι Γερμανοί εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό. Δίνουν τρεις χρυσές λίρες για κάθε Έλληνα που θα πιάσουν.
Ο επίγονος του Εφιάλτη και του Πήλιου Γούση θαμπώνεται από το χρυσάφι. Ο χωροφύλακας Πολύκαρπος Νταλιάνης μέλος της ΠΕΑΝ και ταυτόχρονα πληροφοριοδότης των Γερμανών, έχει καιρό τώρα που παίζει διπλό παιχνίδι. Κανείς δεν τον υποψιάζεται, γι' αυτό και άπληστα μαζεύει ονόματα. Είναι πολλά τα λεφτά που του έταξαν οι Γερμανοί.
Από τις 2 Οκτωβρίου η οργάνωση στεγάζεται σ' ένα σπιτάκι στην Καλλιθέα, στην οδό Θησέως 261. Κανείς στη γειτονιά δεν υποψιάζεται ότι η αδύνατη κοπελίτσα με τον κότσο κρύβει στο νοικοκυριό της οκάδες εκρηκτικά, εφημερίδες και προκηρύξεις.
Μέχρι το πρωινό της 11ης Νοεμβρίου. Τότε που στις 4 τα ξημερώματα ο Πολύκαρπος Νταλιάνης οδηγεί τους κατακτητές στο κρησφύγετο.
Οι αιχμάλωτοι μεταφέρονται στις φυλακές Αβέρωφ. Η Ιουλία κλείνεται στο Εμπειρίκειο Άσυλο, στην πλατεία Μαβίλη και εκεί ξεκινά ο Γολγοθάς της. Υφίσταται απίστευτα βασανιστήρια, μα δεν λυγίζει.
Όταν την επισκέπτεται ο κουνιάδος της, τη βρίσκει δεμένη σ' ένα δέντρο με τα χέρια απλωμένα, σαν σταυρωμένη. «Αλέκο μου, να είσαι υπερήφανος, γιατί δεν μαρτύρησα απολύτως τίποτα και ας μου κάνανε του κόσμου τα βασανιστήρια» του λέει μέσα στα αναφιλητά της.
Στο τελευταίο γράμμα της στη φίλη της, Άννα Πατέρα γράφει:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου