H αγία Aκυλίνα ήταν θυγατέρα ενός άρχοντα της Βύβλου της Φοινίκης, του Εύτόλμιου. Βαπτίσθηκε σε ηλικία πέντε ετών από τον επίσκοπο Εύθάλιο και από ηλικίας δέκα ετών δίδασκε στις συνομήλικες της να απέχουν από τα είδωλα και να προστρέχουν στον Χριστό, με τέτοιον ζήλο ώστε κάποιος Νικόδημος την κατήγγειλε στον ανθύπατο Βολουσιανό, στον όποιο ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός είχε αναθέσει να εφαρμόσει στην περιοχή αυτή τα πρώτα διατάγματα του διωγμού. Ομολόγησε άφοβα το Όνομα του Σωτήρος ενώπιον του δικαστού, ο όποιος δίχως να λυπηθεί το νεαρόν της ηλικίας της διέταξε να την κτυπήσουν με βέργες και να διαπεράσουν τα αυτιά της με σουβλιά πυρωμένα. Την πέταξαν εξω από την πόλη θεωρώντας ότι ήταν νεκρή, όπου ήλθε να την συντρέξει άγγελος Κυρίου. Η αγία διαφεύγοντας της προσοχής των φρουρών εισήλθε στον θάλαμο όπου κοιμόταν ο Βολουσιανός. Εκείνος ξύπνησε περίτρομος και κάλεσε βοήθεια. Εν συνεχεία δε κατηγορώντας την άγια ότι χρησιμοποιούσε την μαγεία διέταξε να αποκεφαλισθεί την επομένη. Τα τίμια λείψανα της μεταφέρθηκαν εν συνεχεία στην Κωνσταντινούπολη, σε ναό αφιερωμένο στην μνήμη της, κοντά στον Φόρο, όπου και έτυχαν μεγάλης τιμής.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος ἀκήρατος καὶ ἀθληφόρος σεμνὴ ἐδείχθης τοῖς πέρασι τῇ ἀγαπήσει Χριστοῦ, Ἀκυλίνα θεόνυμφε· σὺ γὰρ καθάπερ ῥόδον νοητὸν τεθηλυῒα, ἐπνεύσω ἐν ἀθλήσει τῆς ἁγνείας τὴν χάριν πρεσβεύουσα τῷ Κυρίῳ σῴζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’ . Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ραντισμοῖς αἱμάτων σου, καθηγνισμένην παρθένε, καὶ Μαρτύρων στέμμασι, σὲ Ἀκυλίνα στεφθείσαν, δέδωκε, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν ὁ σὸς νυμφίος, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει, Χριστὸς ὁ βρύων ζωὴν αἰώνιον.