ΠΟ ΤΟΥΣ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΤΟΥ 1940-1941
Ἀνέμιζαν σέ σειρές ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη τά ἑλληνικά σημαιάκια μέ φόντο τόν καταγάλανο Κυπαρισσώτικο οὐρανό. Δυό μέρες τώρα συνεχίζονται οἱ ἐκδηλώσεις, πού τή φροντίδα τους ἀνέλαβε ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων, καί τό ὑπουργεῖο ἐθνικῆς Ἄμυνας ἀποφάσισε τήν ἀπονομή «Διαμνημόνευσης ἀξίας καί Τιμῆς»(1).
Πλήθαινε ἀπό ὥρα σέ ὥρα ὁ ἐπίσημος κόσμος, πολιτικοί καί στρατιωτικοί, στό ἱστορικό σταυροδρόμι τῆς Μεσσηνιακῆς πόλης. Κι οἱ ντόπιοι κάθε ἡλικίας μέ τήν καλή τους φορεσιά καμάρωναν περιμένοντας τά ἀποκαλυπτήρια. Παρόντες καί οἱ ἀπόγονοι, οἰκογένειες, ἐγγόνια καί δισέγγονα συγκινημένα. ὁ ἦχος τῆς μικρῆς τοπικῆς μπάντας παιάνιζε ἐμβατήριους ρυθμούς. Κάποια στιγμή δύο χέρια τράβηξαν μέ προσοχή τήν ἑλληνική σημαία φανερώνοντας μιά γυναικεία μορφή. Ψηλή, ξερακιανή, σεμνή κι ἀγέρωχη μές στήν ἀλύγιστη μπρούτζινη κορμοστασιά της, μ' ἕνα τσεμπέρι στό κεφάλι καί σταυρωμένα χέρια, πού ἔμοιαζαν νά κρύβουν πόνο καί παλληκαριά μαζί. Αὐτή ἦταν ἡ Ἑλένη Ἰωαννίδου, ἡ ἡρωική «Ἑλληνίδα Μάνα, σύμβολο τοῦ Ἔπους τοῦ 1940».
Ἔτσι τήν ὥρισαν καί τήν τίμησαν μέ τούς λόγους τους ὅσοι προσπάθησαν νά ζωντανέψουν τήν ἡρωίδα πού ἔζησε ἀναβιώνοντας τό «ἤ τάν ἤ ἐπί τᾶς» τῶν θρυλικῶν ἀρχαίων Σπαρτιατισσῶν Μανάδων. Γι' αὐτήν, τήν προγιαγιά του, ἔγραψε καί ὁ μικρός Πέτρος Ἰωαννίδης, ὅταν ὁ δάσκαλος τούς ζήτησε στήν τάξη νά γράψουν κάτι γιά τήν 28η Ὀκτωβρίου...
«Ἡ Ἑλένη Ἰωαννίδου γεννήθηκε στούς Ἀρμενιούς Κυπαρισσίας καί πέρασε ἐκεῖ ὅλη της τή ζωή. Μαζί μέ τό σύζυγό της, Ἰωάννη Ἰωαννίδη, ἔφερε στόν κόσμο 10 παιδιά, ἐννιά παλληκάρια καί τή μονάκριβη θυγατέρα τους. Ὑπεραγαποῦσε τά παιδιά της ἡ Ἑλένη, ὅπως καί κάθε Μάνα, μά ἤξερε καί τό ὡμολογοῦσε πώς τά παιδιά της ἦταν δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀξίωσε νά γίνει Μάνα. Γιά τοῦτο καί ὑποσχέθηκε μυστικά νά Τοῦ τά δώσει, ὅπου καί ὅποτε ἐκεῖνος τῆς τά ζητοῦσε.
Στό ξέσπασμα τοῦ πολέμου τοῦ 1940 καί στήν ἀνάγκη τῆς πατρίδος ἡ ἑλληνόψυχη πολύτεκνη Μάνα τῶν ἐννέα ἀγοριῶν κατευόδωσε μέ τήν εὐχή της κι ἐμπιστεύτηκε κάτω ἀπ' τή Σκέπη τῆς Μάνας Παναγιᾶς τά πέντε,στρατιῶτες, γιά νά ὑπηρετήσουν στόν ἑλληνικό Στρατό στήν πρώτη γραμμή τοῦ μετώπου. Μά γρήγορα ἔφτασε τό θλιβερό μαντάτο. ὁ γιός της Εὐάγγελος ἔπεσε μαχόμενος στήν περιοχή τῆς Κλεισούρας! Ρομφαία διαπέρασε τή μητρική καρδιά, σάν νά τόν εἶχε μόνο ἕναν.
Πῶς ἔγινε ἀλήθεια καί μέριασε τοῦτος ὁ πόνος κι ἔγινε φλόγα γιά τή λευτεριά καί τό δίκιο τῆς Πατρίδας; Πῶς;... Παρά τόν ἀβάσταχτο πόνο, βρῆκε τό θάρρος καί ἔγραψε στόν τότε πρωθυπουργό τῆς Ἑλλάδος Ἀλέξανδρο Κορυζῆ(2)τό παρακάτω γράμμα, τό περιεχόμενο τοῦ ὁποίου διαλαλεῖ μέσα στό χρόνο τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα καί τήν πίστη στό καθῆκον:
Κυπαρισσία, 2 Φεβρουαρίου 1941
Πρός τόν Πρόεδρον τῆς Κυβερνήσεως
κύριον Ἀλέξανδρον Κορυζῆν
Ὁ υἱός μου, Εὐάγγελος Ἰ. Ἰωαννίδη, ἀπωλέσθη εἰς τάς ἐπιχειρήσεις τῆς Κλεισούρας.
Παρήγγειλα εἰς τούς τέσσαρας ἤδη ὑπηρετοῦντας υἱούς μου: Χρῆστον, Κώσταν, Γεώργιον καί Νίκον Ἰ. Ἰωαννίδην, νά ἐκδικηθῶσιν τόν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ των.
Κρατῶ εἰς ἐφεδρείαν ἄλλους τέσσαρας: Πάνον, Ἀθανάσιον, Γρηγόριον καί Μενέλαον Ἰ. Ἰωαννίδην, κλάσεων 1917 καί νεωτέρων.
Παρακαλῶ κληθῶσιν ὀνομαστικῶς καί οὗτοι, εἰς πᾶσαν περίπτωσιν ἀνάγκης τῆς Πατρίδος ἤ τυχόν ἀπωλείας ἑτέρου τέκνου μου πρός ἐκδίκησιν ἐχθροῦ.
Γνωρίσατε Βασιλέα μας ὅτι ὕστατον ἐπιφώνημα θέλει εἶναι:
ΖΗΤΩ Η ΠΑΤΡΙΣ»
|
Στό σταυροδρόμι τῶν καιρῶν μας, πού ἄλλες σειρῆνες ἠχολογοῦν ἄλλους κινδύνους καί ἀπειλές, ἡ ἑλληνική ψυχή θυμᾶται ἀκόμη μιά φορά τήν Ἑλληνίδα Μάνα τοῦ '40, τιμᾶ τήν προσφορά καί τήν αὐτοθυσία της κι ὑπόσχεται μυστικά νά βρεῖ ἡ πατρίδα συνεχιστές καί μιμητές στό ἡρωικό παράδειγμά της. Φ.
(«Πρός τή Νίκη» Α.Τ. 740 Ὀκτώβριος 2011)
Ἀληθινό περιστατικό
«ΤΟΝ ΕΙΧΑ ΑΦΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ...»
Χειμώνας τοῦ 1940-1941 στή Λάρισα. Μέρες γεμάτες πείνα, κρύο καί θάνατο. Νύχτες γεμάτες ἀγωνία, ἐφιάλτες καί τρόμο.
Οἱ Ἰταλοί βομβάρδιζαν συνεχῶς τό ἀεροδρόμιο καί τό Στρατόπεδο. Δέν εἶχε μείνει τίποτε ὄρθιο. Πεινασμένα πρόσωπα καί σκιαγμένα ἔβλεπες παντοῦ. Οἱ βόμβες ἔσκαβαν τήν ψυχή μέχρι τό μεδούλι της. ἡ πείνα θέριζε τόν κόσμο. Ὅσοι μποροῦσαν ἔφευγαν στά χωριά, γιά νά σωθοῦν.
Ἡ κυρα-Βασίλω ἦταν χήρα μέ ἑφτά παιδιά. Δυό γιούς στό μέτωπο, δυό παιδιά παντρεμένα, κι οἱ ἄλλοι τρεῖς στό σπίτι: δυό κορίτσια καί ὁ Γιάννης της. Πῶς νά ζήσουν τέσσερις ψυχές; ἡ χήρα μάνα τό πῆρε ἀπόφαση. Θά πήγαιναν στήν ἐλάτεια, ἕνα μικρό χωριουδάκι στούς πρόποδες τοῦ Κισσάβου, νά μείνουν σέ γνωστή τους οἰκογένεια, μέχρι νά περάσει τό κακό.
Ὁ Γιάννης της μόνος. Τί θά ἔκανε; Δούλευε στό Ὑδραγωγεῖο. Ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό τή Λάρισα ἦταν ἀδύνατη.
Ἡ χήρα μάνα κοίταξε τό παιδί της στά μάτια. Ἀπό τότε πού ἔχασε τόν ἄντρα της αὐτός ἦταν ἡ παρηγοριά της καί ἡ ἐλπίδα της. Θά τόν ἄφηνε μόνο στό ἔλεος τῶν ἰταλικῶν βομβαρδιστικῶν;
- Παιδί μου, σ' ἀφήνω στήν Παναγιά, τοῦ εἶπε ἀποφασιστικά. Δέν ἔχω νά κάνω τίποτα ἄλλο. Τόν σταύρωσε μέ πίστη κι ἄρχισε νά ἑτοιμάζει τά λιγοστά τους ροῦχα. Δυό τρεῖς εἰκόνες, δυό τρία μάλλινα, λίγα ἀσημικά ἔγιναν πακέτα. Ὅσα μποροῦσαν νά κρατήσουν στά χέρια τους.
- Πάρτε τα τά ἀσημικά, παιδιά μου, ἔλεγε στίς κόρες της. Μέ αὐτά θά ζήσουμε.
Ἔφυγαν σούρουπο, γιά νά μή δώσουν ὑπόνοιες. Τρεῖς σκιές σκυφτές μέ τά μπογαλάκια τους. Στό χωριό ἔφτασαν ἀργά τό βράδυ.
Ὁ Γιάννης στή Λάρισα εἶχε μείνει μόνος. Οἱ ὧρες περνοῦσαν δύσκολα. Τό βράδυ ξεκίνησε γιά τή δουλειά. Εἶχε βραδινή βάρδια.
Περπατᾶ στούς δρόμους τῆς πόλης μέ βαριά καρδιά. Τά πόδια του σάν νά μήν τόν πηγαίνουν. Οἱ μαῦρες σκέψεις τόν ἔζωναν. Πάλευε μέ τήν ἀγωνία, μέ τό φόβο γιά τούς δικούς του, μέ τή μοναξιά... Ἡ πόλη σέ ὁρισμένα σημεῖα της εἶναι ἀγνώριστη. Ἰσοπεδωμένες συνοικίες... Ἀνασκαμμένες. ἐρημιά, φόβος καί τρόμος. Καημένη πατρίδα!... Καί τό ὑδραγωγεῖο πολύ ἔξω ἀπό τήν πόλη!... Ψυχή στό δρόμο!... καί τό κρύο τσουχτερό.
Ἔφτασε καί στρώθηκε στή δουλειά. Νά ἐλέγξει τίς βάνες, τίς δεξαμενές, τά νερά... Μά τί εἶναι τοῦτο σήμερα καί δέν μπορεῖ νά συγκεντρώσει τή σκέψη του;
Ξημερώματα τελείωσε τή βάρδια του καί γύρισε κατάκοπος στό σπίτι. Σέ λίγο κοιμόταν ἕναν ὕπνο βαθύ, δίχως ὄνειρα.
Ἀπό κεῖ καί πέρα θυμᾶται μόνο πώς ἔνιωσε ἕνα τράνταγμα. Ἦταν σεισμός;
Ὕστερα ἕνας ἐκκωφαντικός θόρυβος... Καί κρότοι, κρότοι, κρότοι πολλοί!...
Ἄνοιξε τά μάτια του ζαλισμένος. Τό κεφάλι του πονοῦσε. Νόμιζε πώς θά πάθαινε συμφόρηση. Ἄγγιξε μέ τά χέρια του τό στρῶμα. Ποῦ βρισκόταν;
Ναί, ἦταν στό κρεβάτι του. Καί γύρω του ...συντρίμμια! Πέτρες, σοβάδες καί χώματα. Πάνω του ὁ γαλανός οὐρανός!
Συνῆλθε. Ἄρχισε νά τά καταλαβαίνει ὅλα. Εἶχε πέσει βόμβα στό Στρατόπεδο, πού ἦταν πολύ κοντά!
Ὁ Γιάννης ἀνακάθισε στό κρεβάτι του. Ἡ σκεπή τοῦ σπιτιοῦ τους εἶχε ἀνοίξει. ὁ ἀπέναντι τοῖχος τοῦ δωματίου του ...ἔλειπε! Μά ὁ τοῖχος δίπλα του ...ἦταν ὄρθιος! Ναί, ἡ γωνία τοῦ τοίχου δίπλα στό κρεβάτι του ἦταν ὄρθια! ἡ καρδιά του χτύπησε γοργά.
- Θαῦμα! ψέλλισε. κι ἔκανε τό σταυρό του. Θαῦμα τῆς Παναγίας! Ἄχ μάνα!
Σέ λίγο ἡ κυρα-Βασίλω μάθαινε πώς κοντά στό σπίτι της ἔπεσε βόμβα καί πώς ὁ γιός της βρέθηκε σῶος μέσα στά συντρίμμια. Δέν εἶχε πάθει τίποτα!
- Ἐγώ τόν εἶχα ἀφήσει στήν Παναγιά, ἔλεγε καί ξανάλεγε καί σκούπιζε τά δάκρυά της. Πῶς νά πάθει; (Νεφέλη).
(«Πρός τή Νίκη» Α.Π. 740 Ὀκτώβριος 2011)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ἡ Διαμνημόνευση ἀπονέμεται στούς Ἀξιωματικούς Ἐνόπλων Δυνάμεων μέ βαθμό ἀντιστρατήγου, καθώς καί σέ Ἕλληνες ἰδιῶτες καί ἀλλοδαπούς Ἀξιωματικούς γιά ἐνέργειες, δραστηριότητες καί ὑπηρεσίες πού ἀποβαίνουν ἐπ' ὠφελεία τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων καί τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
(2) Ἀλέξανδρος Κορυζῆς. Διαδέχτηκε τόν Ἰωάννη Μεταξᾶ.
Πηγή: www.iefimerida.gr/