Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Αίτημα Μάνας που Έχασε το Παιδί της στον Πόλεμο του 1940



site analysis


thlegrafhma-manas-1941
Προς τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως κ. Αλ. Κορυζήν

Ο υιός μου Ευάγγελος Ιωάννου Ιωαννίδης απωλέσθη εις τας επιχειρήσεις της Κλεισούρας. Παρήγγειλα εις τους τέσσαρας ήδη υπηρετούντας Χρήστον, Κώσταν, Γεώργιον και Νίκον Ιωάννου Ιωαννίδην να εκδικηθώσιν τον θάνατον του αδελφού των.
Κρατώ εις εφεδρείαν άλλους τέσσαρας Πάνον, Αθανάσιον, Γρηγόριον και Μενέλαον Ιωάννου Ιωαννίδην, κλάσεων 1917 και νεωτέρων.
Παρακαλώ κληθώσιν ονομαστικώς και ούτοι εις πάσαν περίπτωσιν ανάγκης της πατρίδας ή τυχόν απωλείας ετέρου τέκνου μου προς εκδίκησιν εχθρού.
Γνωρίσατε βασιλέα μας ότι ύστατον επιφώνημά μου θέλει είναι: Ζήτω η Πατρίς!

Ελένη Ιωάννου Ιωαννίδου, Κυπαρισσία
2 Φεβρουαρίου 1941

ΥΓ
Η Ελένη Ιωαννίδου τιμήθηκε από την Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Αττικής και το Δήμο Κυπαρισσίας, σε διήμερο εκδηλώσεων (28-29 Μαρτίου 2009) στην Κυπαρισσία υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων, όπου ανακηρύχθηκε «σύμβολο της Ελληνίδας μητέρας του Έπους του 1940» και έγιναν τα αποκαλυπτήρια του αγάλματός της.
Ioannidou_Heleni-Kyparissia

Άγνωστες ηρωίδες της Κατοχής που θυσιάστηκαν για την Ελευθερία



site analysis



1

 ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣ…

   Η 60χρονη μάνα  Λουκία Τοπάλη και  η  38χρονη  κόρη  της Σοφία  Τοπάλη κρεμασμένες  στο  ίδιο  δέντρο . Η 40χρονη  Καλλιόπη  Μαράτου – Χρήστου από το  Αργοστόλι δολοφονημένη στο  3ο χιλιόμετρο του  δρόμου από  Θεσσαλονίκη προς  το Κιλκίς . Η δεκαεξάχρονη  Άννα Θωμάκου – Παυλάκου πυροβολήθηκε απ’ τους  Ναζί και  έπεσε  σε  πηγάδι για  να  σωθεί και  να  εκτελεστεί λίγους μήνες  αργότερα στο  Χαϊδάρι . Η Μαργαρίτα  Δημοπούλου και  η  22χρονη Καίτη  Βαϊδου εκτελέστηκαν επίσης  στο  Χαϊδάρι . Η 18χρονη Ήβη  Αθανασιάδου δολοφονήθηκε  την  ώρα που  έγραφε  συνθήματα στους  τοίχους . Η 25χρονη Αλίκη  Χεμίκογλου έπεσε  χτυπημένη από  τα μανιασμένα  φλογοβόλα  των Γερμανών .
.
Ο  μακρύς  κατάλογος
   Η 31χρονη Αγγελική Ρογκάκου εκτελέστηκε μαζί  με  21  συναγωνιστές της . Μα είναι  μακρύς  ο  κατάλογος των  “ ηρωίδων ‘που  παραμένουν  άγνωστες και  περιμένουν  να  στηθεί το  “ Ηρώο  της Ελληνίδας “ που τους υποσχέθηκε  η Ελληνική  Πολιτεία .
   Δεν  καταγράφεται στα  διεθνή  χρονικά  της  Αντίστασης ανάλογη  περίπτωση και  δεν ανιχνεύονται  στη  διεθνή  βιβλιογραφία τα  στοιχεία  ηρωισμού με  τα  οποία τροφοδότησαν  την  Ιστορία οι  Ελληνίδες όπου  κι’ αν  βρέθηκαν . Έπιασαν το  νήμα από  εκεί  που  το  είχαν  αφήσει η Μπουμπουλίνα , η Τζαβέλαινα και  το  έσυραν μέχρι  την  ημέρα  της  απελευθέρωσης , αφήνοντας πίσω  τους τα  ίχνη  της  Ελληνικής  ψυχής .
   Εκατοντάδες ρίχτηκαν στις  φυλακές , βασανίστηκαν και  υπέφεραν . Δεκάδες έμειναν ανάπηρες , περισσότερες  μεταφέρθηκαν σε  στρατόπεδα συγκέντρωσης και  χιλιάδες  ήταν εκείνες οι  οποίες  στήριξαν  τις  αντιστασιακές  Οργανώσεις . Οι  περισσότερες  μετά  τον  πόλεμο επέστρεψαν  στην  καθημερινότητα και τις  οικογένειές  τους χωρίς  να  αναζητήσουν  δάφνες .
   Και  έμειναν οι  ιστορικοί  Έλληνες  και  ξένοι , να  αναρωτιούνται τι  μπορεί  να  έκρυβε στην  ψυχή  τους η  καταγόμενη  από  τα  Κρώρα  Θηβών 22χρονη Καίτη  Βαϊδου , όταν  στεκόταν  μπροστά στους  Γερμανούς στρατοδίκες που  την  καταδίκασαν σε  θάνατο ή όταν την  εκτελούσαν τον Αύγουστο  του  1944 .
   Ήξερε τόσα πολλά κι’ όμως δεν  μίλησε . Δεν  μαρτύρησε . Έστησε το  κορμί  της για να της  πάρουν τη  ζωή  οι  άνανδροι . Τι  αισθανόταν η Ζαν  ντ΄Αρκ της  Γαλλικής  Αντίστασης , όπως αποκαλούσε ο  Τύπος  την Ελένη  Βαλλιάνου ( 1909 – 1944 ) ; Γόνος πλούσιας  Ελληνικής οικογένειας , θυσίασε τη  ζωή  της για να  συλληφθεί από  την  Γκεστάπο και  να  εκτελεσθεί . Ηρωίδα της  Γαλλίας , ένας  δρόμος στις Κάννες  φέρει  το  όνομά  της ( rue Helene Vagliano ) .
.
        H   Oλλανδέζα
  Προφανώς , αισθανόταν το ίδιο  και  η Ολλανδέζα  Lucie van Schelle , σύζυγος  του Παναγιώτη  Τοπάλη , γνωστή  ως  Λουκία στα Λεχώνια Βόλου , όπου  είχαν εγκατασταθεί σε  ένα  απέραντο  κτήμα .
   Ο άνδρας  της είχε  φύγει απ’ τη  ζωή  πριν από  τον  πόλεμο και  εκείνη έμεινε με  την  κόρη  της  Σοφία ( γεν 1906 ) . Στα  χρόνια  της  Κατοχής μετέβαλαν  το  σπίτι τους σε  καταφύγιο μαχητών του  Εθνικού  αγώνα . Γνωρίζοντας ξένες  γλώσσες έγραφαν  στον  τύπο της  Αντίστασης και  σε  εφημερίδες του εξωτερικού , διέθεταν  χρηματικά  ποσά , οργάνωναν  συσσίτια και  παντοιοτρόπως βοηθούσαν όσους  πολεμούσαν  τον  κατακτητή .
   Κάτω  από περίεργες  συνθήκες συνελήφθησαν από  τους  Γκεσταπίτες και  υπέφεραν αφάνταστα μαρτύρια  για  να  ομολογήσουν .
   “ Έπραξα  το  καθήκον  μου “ είπε  η  Σοφία  λίγο πριν την  κρεμάσουν στο  ίδιο δέντρο  με  την  μάνα  της  και  μία  ακόμα  Ελληνίδα , τη  Φιλίτσα  Καλαβρού , 40  ετών . Τρεις όμορφες και  γενναίες  ψυχές άφησαν  την  τελευταία  τους  πνοή  σε  ένα  δέντρο…
   Ακολούθησε  πλιάτσικο από  τους  Γερμανούς και τους  ελάχιστους  Έλληνες  προδότες συνεργάτες  τους . Συλλογές  έργων τέχνης , αμέτρητα  ασημικά και  πορσελάνες , κοσμήματα , πολύτιμες  πέτρες και  χιλιάδες  λίρες ήταν τα  αργύρια  της  προδοσίας  τους .
.
Η “ τυχερή “ ράφτρα και  η ( εκ  Παρισίων ) κόρη  γνωστού γιατρού .
  Αλλά και η  φτωχή  ράφτρα Νίκη  Χωμενίδου στην  Αθήνα  είχε μετατρέψει το  σπίτι  της  στην οδό Ρόδου σε  μόνιμο  καταφύγιο  Βρετανών . Ανήκε  στη  ομάδα της  Λέλας  Καραγιάννη , έδρασε με  ευφυία και  δυναμισμό και  οι  περιπέτειές  της ξεκίνησαν  από  το  1941 .Μπαινόβγαινε  στις  φυλακές , αλλά  συνέχισε τη  δράση  της μέχρι  που  στάλθηκε ως  επικίνδυνη στις  Ιταλικές  φύλακές Trani . Κατόρθωσε  ωστόσο να  επιζήσει και  πολλά χρόνια  αργότερα  να τιμηθεί απ’ τη  Βρετανική  Κυβέρνηση .
Δεν κατόρθωσε  όμως  να  γλιτώσει η  γεννημένη στο  Παρίσι Εθνομάρτυρας Αλίκη Χεμίκογλου , κόρη  του  γνωστού στη  Αθηναϊκή κοινωνία ,  γιατρού Γ.Χεμίκογλου .
   Ο πόλεμος τη  βρήκε στην  Αθήνα , φόρεσε  τη  στολή  της  νοσοκόμας και  βρέθηκε  στο μέτωπο . Όταν έβγαλε  τη  στολή  της νοσοκόμας , μπήκε στην  Αντίσταση , σημείωσε  μεγάλες  επιτυχίες στον  τομέα  της  κατασκοπίας , αλλά  οι  Γερμανοί βρέθηκαν  στα  ίχνη  της λίγο  προτού φύγει για  τη  Μέση Ανατολή . Πρωτάκουστα μαρτύρια  στις εγκαταστάσεις των SS ( Μέρλιν  6 ) . Της  ξερίζωσαν  τα  μαλλιά , τη  στεφάνωσαν  με  σίδερο που  έσφιγγε , τη  μαστίγωσαν και  διοχέτευσαν ηλεκτρικό ρεύμα στα ευαίσθητα  σημεία  του  σώματός  της . Κι’ όμως , σακατεμένη την πήγαν να “ ψυχαγωγήσει “ Γερμανούς  στρατιώτες , απ’ όπου  απέδρασε . Βρίσκει  καταφύγιο  στο  χωριό  Χρυσό της  Άμφισσας , σε  ένα χαμόσπιτο όπου προσπαθούσε  να  περάσει τη  νύχτα . Εκεί  την  “ εντόπισαν και την  έκαψαν  με  φλογοβόλα οι  Γερμανοί  τον  χειμώνα  του  1943 .
1
΄  Από  αριστερά , Ακριβή Νικολετοπούλου , Άννα Θωμάκου – Παυλάκου και Ελένη Βαλλιάνου .
2
Η 60 χρονη  Λουκία Τοπάλη και  η  38χρονη  κόρη  της  Σοφία Τοπάλη , κρεμασμένες στο  ίδιο  δέντρο .
“ Αυτός  είναι ωραιότερος  θάνατος “
 Την  τύχη της  Χεμίκογλου ακολούθησε και  η καταγόμενη  απ’ την  Αμαλιάδα Ηλείας και γεννημένη το  1912 ηρωίδα  Ακριβή Νικολετοπούλου . Εργάστηκε  στην  παρανομία , βοήθησε  στην  έκδοση εφημερίδας , εισήλθε στη  μυστική υπηρεσία  των  Άγγλων και μεθόδευσε την εγκατάσταση  πομπού  στα  Ζαρουχλαίίκα . Ότα  άρχισε να κινεί  υποψίες , ήρθε στην  Αθήνα και  έδρασε  με  το  ψευδώνυμο  Έφη . Συνελήφθη στο  ξενοδοχείο των “ Ξένων “ ( οδός  Αιόλου ), υπέστη  φρικτά  βασανιστήρια , καταδικάστηκε  σε  θάνατο και  εκτελέστηκε στις  8  Σεπτεμβρίου 1944 . Στο  τελευταίο γράμμα προς  τους  γονείς  της έγραφε : “ Είμαι  ευχαριστημένη γιατί  πεθαίνω  σαν  Ελληνίδα . Ό  ωραιότερος  και τιμιότερος  θάνατος “ ! Έναν  όμορφο  θάνατο για  την  πατρίδα  ήθελαν  οι Ελληνίδες , που  περιμένουν να  γραφτεί η  ιστορία τους και  να  ανεγερθεί  το “ ηρώο “ τους .
Πηγή : Κυριακάτικη  Δημοκρατία – γράφει ο Ελευθέριος Σκιαδάς . το διαβάσαμε  εδώ

ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ! ΑΘΑΝΑΤΕΣ!!!

Οι γυναίκες της Πίνδου (1940)



site analysis

0/12


Οι γυναίκες της Πίνδου, στον δύσκολο τούτο πόλεμο εναντίον του Ιταλικού Φασισμού, έδωσαν το δικό τους παρών, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Η προσφορά τους, αυθόρμητη και αυτόβουλη. Αυτές οι αγρότισσες των κακοτράχαλων Ηπειρωτικών βουνών, από την Κόνιτσα, το Ζαγόρι, το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, τον Επτάλοφο, τη Βούρμπιανη κ.λπ., σχημάτιζαν ατέλειωτες φάλαγγες, σκαρφαλώνοντας σε υψόμετρο 2.000 και 2.500 μέτρων, φορτωμένες πολεμοφόδια, όπλα και τρόφιμα στο ανέβασμα, και κουβαλώντας τραυματίες στο κατέβασμα. Για όλες αυτές τις γυναίκες ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1911 - 1991) έγραφε: « Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιό πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ' την άλλη »

http://www.vrellis.org/gr/pindos.html



Οι γυναίκες της Πίνδου
 Εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές.
Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια...
(Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103.)

Γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά.
7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ' ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!
(Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103)

Ζωντανό τείχος.
Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!
(Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 104)
http://www.fhw.gr/chronos/14/gr/1940_1945/war/pigi05.html


Μνήμη στην γυναίκα της Πίνδου

  Εδώ, το ύψωμα του Προφήτη Ηλία υπήρξε ο μάρτυρας του ηρωισμού και της θυσίας του στρατού μας, αλλά και του θάρρους και της γενναιότητας των γυναικών της Πίνδου.
Η γυναίκα της Πίνδου ήταν μαθημένη καθημερινά να κουβαλάει τα ξύλα, να μεταφέρει το νερό απ' την πηγή, να πηγαίνει στα χωράφια, να φροντίζει το σπίτι, την οικογένεια της και όλα αυτά με το μωρό παιδί δεμένο στην ποδιά της.Ήταν σκληρή η ζωή της αγρότισσας και ήταν μαθημένη στις αντίξοες συνθήκες, γι' αυτό πρόθυμα και με κάθε τρόπο βοήθησαν τους φαντάρους μας.

Σε αυτά τα χώματα όμως καθώς και στα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, η γυναίκα Ηπειρώτισσα, έδωσε την δική της μάχη και έγραψε την δική της ιστορία. Τα χωριά της Ηπείρου του χειμώνα του 1940-1941 ήταν σκεπασμένα από το χιόνι. Ούτε δρόμοι ξεχώριζαν, ούτε μονοπάτια. Μέσα σε κάθε φτωχικό όμως σιγόκαιγε το καντήλι εμπρός στο εικόνισμα της Παναγίας, Μάνας και Προστάτιδας της οικογένειας.

Ο ξαφνικός ήχος της καμπάνας τους κάνει όλους να τρέξουν στην εκκλησία.
- Τα παιδιά μας, ο στρατός μας χρειάζεται βοήθεια. Και τότε όλοι αψηφώντας το κρύο, το χιόνι, τον εχθρό ενώνονται με την ίδια πίστη στην καρδιά, για τα ίδια ιδανικά, για έναν τόπο ελεύθερο. Γνωρίζοντας τα μονοπάτια, φόρεσαν τα γουρουνοτσάρουχα στα πόδια για να μην γλιστρούν, ζαλώθηκαν στην πλάτη τα πολεμοφόδια και άρχισαν να ανεβαίνουν. Σκαρφαλωμένες στις αετοράχες της Πίνδου, στο παγωμένο χιόνι, γυναίκες μαυροντυμένες με το φορτίο στην πλάτη, να πέφτουν, να σηκώνονται, ποτέ να μην λυγίζουν, μόνο να αντιστέκονται σαν τα στοιχειά της φύσης. Ατελείωτες φιγούρες νέων και παιδιών να κρέμονται θαρρείς στις ράχες, φάλαγγες βοήθειας, ηρωισμού
και τόλμης που δόξασαν την Ελλάδα.

Οι μαύρες οι μαντίλες τους να ρίχνονται από τον αέρα σαν τα πουλιά στο χιόνι. Με τα μαλλιά τους ξέπλεκα παρηγοριά να δίνουνε σε κάθε λαβωμένο. «Γυναίκες της Πίνδου, Αθάνατες Ελληνίδες» του '40 που με τα κατορθώματά τους και τον ηρωισμό τους έμειναν στην ιστορία και στις καρδιές μας.
«Μανάδες της Λευτεριάς».

Αυτές μετέφεραν τους τραυματισμένους στρατιώτες κουβαλώντας τους στην αγκαλιά τους. Από αυτές άκουγαν λόγια παρηγοριάς, σ' αυτές έδειχναν την φωτογραφία της γυναίκας τους ή του παιδιού τους. Έγιναν μάνες, κόρες και αδελφές. Οι καρδιές τους πόνεσαν και αγκάλιασαν όσα η ψυχή αντέχει. Μα πόσους να χωρέσει μια αγκαλιά; Πόσους μπορεί να γιάνει; Τα μοιρολόγια τους χάνονται στον παγωμένο αέρα. Τα πρόσωπα τους σμιλευμένα από τις δυσκολίες και τον πόνο, αλλά πάντα με την ίδια πίστη, την ίδια αγωνιστικότητα. Το πρωί άνοιγαν τους δρόμους για να περάσει ο στρατός και την νύχτα στα φτωχικά τους σπίτια δίπλα από το φως του καντηλιού, έραβαν τα ρούχα των φαντάρων. Κάθε βελονιά και μια προσευχή στην Παναγιά.

Γυναίκες της Πίνδου αγρότισσες των Ηπειρωτικών βουνών, από το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, το Επταχώρι, την Βούρμπιανη, την Αγία Παρασκευή, χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, που αψήφησαν τον κίνδυνο και προκαλώντας την αντοχή τους έφθαναν με βοήθειες από τρόφιμα και ρούχα εκεί που ούτε καν τα μουλάρια δεν μπορούσαν ν' ανεβούν.

Γυναίκες που όρθωσαν το ανάστημά τους και την ψυχή τους και έδωσαν τον δικό τους αγώνα, ακούραστες, περήφανες, βοηθώντας με την συμμετοχή τους στην νίκη του Ελληνικού στρατού. Η Ηπειρώτισσα μάνα προστάτευε και προστατεύει ως και σήμερα την οικογένεια με σύνεση και μεγαλώνει τα παιδιά της με όλες εκείνες τις διαχρονικές αξίες που διαμορφώνουν αξιόλογες προσωπικότητες. Η γυναίκα της Πίνδου έγινε θρύλος. Ανυπέρβλητο το μεγαλείο των γυναικών της Ηπείρου, ανυπέρβλητη και η δύναμη της ψυχής τους. Υπερήφανες για την μοναδική ταυτότητά τους.
Τα δάκρυα των γυναικών που κύλησαν μαζί με τον ιδρώτα, οι σταλαγματιές από το αίμα τους, τα χνάρια τους και οι πατημασιές τους ρίζωσαν βαθιά στης γης τα σωθικά, μα έμειναν αθάνατα και μέσα στις καρδιές μας. Εδώ ο τόπος κάθε άνοιξη, οι ράχες, τα φαράγγια γεμίζουν με αμάραντα και η φύση από μόνη της τους πλέκει τα στεφάνια. Εμείς οι άνθρωποι όπου κι αν είμαστε έστω και λίγο αν περπατήσαμε, όπου κι αν ζήσαμε αφήσαμε τα χνάρια μας, την δική μας σφραγίδα, τα τραγούδια της χαράς και της λύπης μας.

Γι αυτό..... Ποιος δεν θυμάται τις νυχτιές που έπεφτε το χιόνι και πότε όρθιες, πότε σκυφτές γυναίκες γλίστραγαν σαν τις σκιές να φτάσουν στους φαντάρους μας πάνω στις παγωμένες τις πλαγιές. Τα παλικάρια τα θεριά που άφησαν πίσω τους γυναίκες, μάνες και παιδιά. Καθώς η νύχτα πέφτει βαριά βάζουν τα στήθη τους μπροστά με μια ανάσα, μια δρασκελιά για μια πατρίδα λεύτερη παίρνουν τον θάνατο αγκαλιά.

Τώρα στις ίδιες τις πλαγιές ανθίζουν τα κρίνα Νερά μιλούν ψιθυριστά και μας θυμίζουν ντροπαλά αυτά τα άγνωστα. παιδιά που έμειναν για να φυλάν τις δοξασμένες μας κορφές της όμορφης Πατρίδας.
Μαργαρίτα Κότσια - Βελέκη Φούρκα 20-7-2009
http://www.fourka.gr/events/mneme_sten_gunaika_tes_pindou

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Στις ηρωικές ηπειρώτισσες της Πίνδου…


site analysis



Ελάχιστη ανταπόδοση στην τεράστια προσφορά τους. ΑΘΑΝΑΤΕΣ!
(ένα συγκινητικό κείμενο της ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ)

Είχε φασόλια μαυρομάτικα, τα μούσκεψε, έριξε ξύλα στο τζάκι, μπας και σβήσει, γιόμισε καπνούς το σπίτι, δεν καλοτράβαγε το τζάκι, άτσαλα το ‘χε χτίσει ο μακαρίτης.
Απ’ το στενόμακρο παραθύρι κοίταξε τον ουρανό, μπλαβιασμένος ο ουρανός, χιονίζει μερόνυχτα, μα δε λέει να ξεθυμάνει. Καινούργιο χιόνι πάνω στο παλιό και ο λυσσασμένος παγωμένος αγέρας, να το κάνει πάγο. Βουνά ο πάγος να παραβγαίνουν θαρρείς σε μπόι με τα κατσάβραχα.

Για τον κύρη της ξέρει, τον πήρε κοντά του ο Θεός! Θεός σχωρέσ’ τον.
Μα εκείνος που να ‘ναι; Ο γιος της, το μοναχοπαίδι της, ε, βρε παιδεμός να τον μεγαλώσει, άντρακλας έγινε, που η Παναγιά να τον φυλάει.
Κι ήταν ώρες να βρει το ταίρι του, ν’ ανοίξει κι αυτηνής το σπίτι κι η καρδιά της, μα ήρθε ο πόλεμος.
Καί τώρα που να ‘ναι;
Πήγε χωρίς βιάση, άναψε το καντήλι της. “Εγώ δεν ξέρω Παναγιά μου που ‘ναι, μα εσύ ξέρεις· μάνα και του λόγου σου νογάς από καημούς”.

Πήρε μετά μια ξεφτισμένη ρόμπα της κι άρχισε να τη ρεμπατεύει. Το χωριό, το Ηπειρώτικο χωριό δεχόταν με βόγκο το χιόνι που έπεφτε… έπεφτε… έπεφτε.

Το χιόνι έπεφτε… έπεφτε. Κόντευες να πιστεύεις πως δε θα μπορούσε η μέρα να διώξει τη νύχτα. Κι όμως ξημέρωσε και τότε τόλμησαν να ξεκινήσουν.
Μπρος ορθό εχθρικό το βουνό. Κάτω το Ηπειρώτικο χωριό, δεξιά ζερβά οι χαράδρες. Και το χιόνι να τους κόβει την ανάσα, να τους ζαλίζει, που τελειώνει το μονοπάτι, που αρχίζει η χαράδρα;

Καί πάγος κάτω, πάγος που γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι απάνω στο βουνό, ‘κει προς την κορφή να καρτερούν τα πυρομαχικά -ζωή και θάνατος η έλλειψη τους -και τους είχαν τελειώσει. Κι αυτοί ανέβαιναν… ανέβαιναν κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο μέσα στην τόση παγωνιά είχαν ιδρώσει . Απ’ το κόπο κι απ’ τον φόβο…

Και ‘κει ήταν που και τα μουλάρια σταμάτησαν. Ή πιο σωστά πήραν τα πόδια τους τη γλιστρά της κατηφοριάς, οι ασήκωτες κάσες που ‘χαν στις πλάτες τους μετακινήθηκαν… κίνδυνος να γκρεμιστούν στο βάραθρο μαζί με τα μουλάρια. Κι απάνω στο βουνό εκεί προς την κορφή, να καρτερούν τα πυρομαχικά, ζωή και θάνατος η έλλειψη τους, και τους είχαν τελειώσει…

– “Δε φτάνουμε”, είπε ο λοχίας κι όλοι συμφώνησαν.
“Δε φτάνουμε ‘κει πάνω”.
“Να κατεβούμε στο χωριό, να ζητήσουμε παλιολινάτσες να βάλουμε στα ποδάρια των ζωντανών να μη γλιστράνε”, είπε ο δεκανέας κι όλοι το ‘δαν σα μόνη ελπίδα.

Πήρε δυο φανταράκια ο δεκανέας μαζί του και ροβόλησαν για το χωριό. Στο έμπα ήταν που αντάμωσαν τον παπά με δυο-τρεις άλλους που ασφάλιζαν γερά ένα παραθύρι της Εκκλησιάς μη τύχη και ο χιονιάς μπει μέσα.


Τους είδε να ‘ρχονται αλαλιασμένοι.
“Παιδιά, έσπασε το μέτωπο”, ρώτησε ο παπάς και κρεμάστηκαν κι οι υπόλοιποι απ’ το στόμα του. Είχε σπάσει η χολή τους, τέτοια τρομάρα!
“Παπά, το και το, γρήγορα μονάχα βρες παλιολινάτσες κι οι απάνω μείναν χωρίς βόλι”.

Είχε πιαστεί να κάθεται στο σκαμνί, της πόνεσε η μέση “έρμα γεράματα” γκρίνιαξε, τράβηξε κατά το παραθύρι, το παραθύρι, που το μαστίγωνε το χιόνι.
“Αγρίεψε ο καιρός, φύλαγε τα παιδιά μας, Παναγιά μου, ξέρεις εσύ πως…”.

Δεν απόσωσε, τους είδε εκεί στην Εκκλησιά. Λαχτάρησε. Καλά, ο παπάς να ‘ναι εκεί, η φανταρία όμως; Τυλίχτηκε σφιχτά με το χοντρό σάλι της και βγήκε κι αντάμωσε τη χιονοθύελλα. Κουβέντιαζαν έντονα, δε την κατάλαβαν.

“Να μαζώξουμε λινάτσες κι ό,τι μας βρίσκεται, μα μη θαρρείς πως τα ζωντανά δε θα γλιστράνε πάλι. Ξέρουμε από τέτοια κι έχουν χαθεί αν έχουν χαθεί ζωντανά μαζί μ’ ανθρώπους σε τούτα τα φαράγγια!”, είπε σκεφτικά ο παπάς.

“Εγώ θα σας πω και κάτι άλλο παλληκάρια: Τώρα να βαρέσουμε την καμπάνα, να καλέσουμε τις κυράδες να μας βρούνε ό,τι έχουν και δεν έχουν σε λινατσόπανα, θα κυλήσει ώρα. Άντε τα μαζώξαμε, τα πήρατε, πάτε στην ευχή του θεού. Μέχρι ν’ ανταμώσετε τους άλλους και τα ζωντανά σας βρήκε η νύχτα. Και δε δείχνει ο ουρανός να ξανοίγει, ώρα στην ώρα άλλη χιονιά έρχεται. Δε θα προκάνετε και εσείς λέτε πως βόλι πάνω στην κορφή οι φαντάροι μας δεν έχουνε βόλι, όχι οβίδες και…”.
Δεν αποτέλειωσε. Η φωνή κοφτή τον έκοψε. “Δεν προκάνουνε!!!…”.

Γύρισαν, είδαν τη γυναίκα που σίμωσε.
“Δε προκάνουνε”, ξανάπε με πεποίθηση.
“Και κυρά Σαράντη, τι λες να γίνει;” ρώτησε ο παπάς.
“Βάρα την καμπάνα, παπά μου, να μαζωχτούν οι γυναίκες. Εμείς θα ζαλωθούμε τα κιβώτια”. “Εσείς;” ξαφνιάστηκαν οι φαντάροι.


“Τα γουρουνοτσάρουχα δε γλιστράν, ξέρουμε σα τα σπιτικά μας τα μονοπάτια, “θα αντέξετε; Είναι βαριά, πες ασήκωτα”, είπε δειλά ο δεκανέας.
“Βαστάν οι καρδιές και τα κότσια τους”, είπε ο παπάς και ανακούφιση και περηφάνεια ένιωσε.

“Το λοιπόν μην αργείς παπά μου, και ξαναμούτρωσε ο καιρός”, είπε η γυναίκα και ίδια κοπελ-λίτσα τράβηξε για το σπίτι της, να βάλει τα γουρνοτσάρουχά της.

Η καμπάνα αυτοστιγμής χτύπησε δυνατά, χαρούμενα, ίδιος αναστάσιμος ο ήχος της…
Η μια πίσω απ’ την άλλη ανέβαιναν… ανέβαιναν… οι κάσες λύγιζαν τις μέσες τους, το χιόνι τις μάχονταν… ο θάνατος -το φαράγγι -δεξιά ζερβά τις παραμόνευε.
Κι αυτές ανέβαιναν… ανέβαιναν…

πηγή

ΣΧΟΛΙΟ
Ποιος εχθρός θα μπορούσε να νικήσει αυτόν τον αντίπαλο;

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Καλλιόπη Λύκα- η θρυλική “Μάνα του Στρατιώτη”



site analysis



Άξια Ελληνίδα Μάνα! Μακάρι να βρει μιμητές…ΑΘΑΝΑΤΗ!
(το κείμενο προέρχεται από το περιοδικό Προς τη Νίκη και είναι κατάλληλο και για παιδιά)
Σύζυγος ἥρωα, μητέρα ἥρωα, στοργική νοσοκόμα στό πλευρό τοῦ τραυματία! Αὐτή ἦταν ἡ Καλλιόπη Λύκα, ἡ «Μάνα τοῦ Στρατιώτη», ὅπως ὀνομάσθηκε ἀπό τό Βασιλιά Γεώργιο Β΄. Μια ζωή ἀφοσιωμένη στό Ἱερό Καθῆκον!
Συμμετεῖχε ἐνεργά σέ ὅλους τούς Ἐθνικούς Ἀγῶνες καί προσέφερε ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες.
Ψηλή μέ ὡραῖο παράστημα, πάντα χαμογελαστή, μιλοῦσε μέ ἐνθουσιασμό για τήν Πατρίδα, ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά ἰδιαίτερα τόν ἑλληνικό στρατό. Συ χνά ἔλεγε:«Ὅπου ὑπάρχει Στρατός εἶναι ἐλεύθερη ἡ Πατρίδα!».
Γεννήθηκε στίς 30 Ἰανουαρίου 1889 στήν Ἄρτα καί μεγάλωσε σέ οἰκογένεια πολύ εὔπορη, ἐξαιρετικά φιλάνθρωπη, μέ βαθιά χριστιανική πίστη καί ἀπέραντη ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα.
Μπαρουτοκαπνισμένος, μέ τή μορφή τοῦ ὑπολοχαγοῦ Πεζικοῦ, ὁ σύζυγός της Δημήτριος Λύκας δέν ἔλειψε ἀπό καμία μάχη. Παντοῦ ἔδειχνε τήν ἀνδρεία του.Γέμισε παράσημα καί πολεμικά μετάλλια. Παράλληλα ἡ νεαρή τότε Καλλιόπη, μέρα καί νύκτα μέσα στά Στρατιωτικά Νοσοκομεῖα ἔδειχνε τή στοργή της σε κάθε τραυματία καί στεκόταν δίπλα σέκάθε οἰκογένεια πού τήν εἶχε ἀνάγκη, ἠθικά καί ὑλικά.
Τό 1930 ὁ Συνταγματάρχης τότε Δημήτριος Λύκας ἔφυγε για τήν αἰωνιότητα… Ἡ γενναία ἠπειρώτισ σα ἀνέθρεψε μέ στοργή καί φροντίδα το μοναχογιό της Γεώργιο, ἐνῶ συνέχιζε με ἀμείωτη ἔνταση τό κοινωνικό καί φιλανθρωπικό της ἔργο.
Μέ τήν ἔναρξη τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων ἄρχισαν νά συγκροτοῦνται ὁμάδες ἐθελοντριῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ. Ἀνάμεσά τους καί ἡ Καλλιόπη…
Κι ὅταν πάλι τό 1940 ξέσπασε ὁ πόλε μος, ἄγρυπνη καί στοργική ἀδελφή παρέμενε στό πλευρό τῶν τραυματισμένων στρατιωτῶν στά Νοσοκομεῖα καί στα Ὀρεινά Χειρουργεῖα. Τό σπίτι της τό εἶ χε κυριολεκτικά διαλύσει. Σεντόνια, πετσέτες, σκεύη φαγητοῦ, ροῦχα τά εἶχε πάει στό Στρατιωτικό Νοσοκομεῖο, για νά προσθέσει κάτι καί ἐκείνη στόν ἐξοπλισμό του. Συχνά ἔφευγε ἐπικεφαλῆς ἀποστολῶν γιά συνοδεία τραυματιῶν. Πῆγε στό Ἀργυρόκαστρο, στήν Πρεμετή, στό Λάμποβο, στό Καλαράτι καί ὅπου ἀλ λοῦ ὁ Στρατός μας πολεμοῦσε. Ἐκεῖ στό Ἀργυρόκαστρο ἦταν πού ὁ Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ τήν ἀποκάλεσε γιά πρώτη φορά «ἡ Μάνα τοῦ Στρατιώτου». Ἀπό τότε καί μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της ἔφερε μέ ὑπερηφάνεια αὐτό τόν τίτλο.
Στό ὑψηλό της ἔργο δέν ξεχώριζε κανένα, οὔτε καί τόν ἐχθρό τραυματία. Παράλληλα τῆς ἀνατέθηκαν καθήκοντα ὑπεύθυνης γιά τή «Φανέλλα τοῦ Στρατιώτου» *.
Στίς 31 Δεκεμβρίου 1940, λίγο πρίν ἀλλάξει ὁ χρόνος ἔφθασε μέσα στους τραυματίες καί ὁ γιός της, Ἀνθυπολοχαγός Γεώργιος Λύκας. Ἡ γενναία Ἑλληνίδα Μητέρα, ἀφοῦ περιποιήθηκε στοργικά τό τραῦμα τοῦ παιδιοῦ της, τό ἔστειλε νά πάρει ἀμέσως τό «φύλλο πορείας»γιά τή θέση του στό μέτωπο. Ὁ Διευθυ ντής τοῦ Νοσοκομείου θέλησε νά τον κρατήσει μιά μέρα ἀκόμη γιά ἰατρική παρακολούθηση. Τήν βρῆκε ὅμως ἀντίθετη καί ἀπόλυτη: «Τό κρεβάτι ἔχω να τό δώσω σέ ἄλλον πού εἶναι βαρύτερα τραυματισμένος!» εἶπε.
6 Απριλίου 1941: ἀτέλειωτες ὀρδές Γερμανῶν φθάνουν στά σύνορά μας. «Ἡ Μάνα τοῦ Στρατιώτη» τότε ἔζησε τις φρικτότερες στιγμές τῆς ζωῆς της μαζί μέ τούς πυροβολητές τῆς VIII Μεραρχίας, πού λόγω τῆς συνθηκολογήσεως ἀ ναγκάσθηκαν νά ἀποχωρισθοῦν τά πυροβόλα τους. Μέ δάκρυα στά μάτια τά στεφάνωσαν μέ ἀγριολούλουδα, τά ἀ σπάσθηκαν, ἔψαλαν τόν Ἐθνικό Ὕμνο καί τα ἀνατίναξαν, γιά νά μήν τά παραδώσουν στόν ἐχθρό. Κάποιοι δείλιασαν καί μπῆ καν στόν πειρασμό νά ἐγκαταλείψουν τή ζωή. Ἀκούστηκε ὅμως ἡ φω νή τῆς Μάνας: «Σταματῆστε! Ἡ Πατρίδα δέν πέθανε καί σᾶς ἔχει ἀνάγκη! Ἄν χαθεῖτε ἐσεῖς, ποιός θά τήν ἐλευθερώσει;». Ὁ σεβασμός πού ἔτρεφαν οἱ στρατιωτικοί στο πρόσωπο της σταμάτησε τό κακό.
Ἡ Κατοχή καί τά χρόνια πού ἀκολούθησαν ἔπεσαν βαριά στήν Πατρίδα μας. Ἡ Μά να δέν ἔμεινε μέ δεμένα χέρια οὔτε τότε, οὔτε στά δύσκολα χρόνια πού ἀκολούθησαν… Πιστή στό Καθῆκον βρισκόταν πάντα στήν πρώτη γραμμή ἐν θαρρύνοντας, παρηγορώντας, περιθάλποντας.
Στό Νεστόριο Καστοριᾶς ὁ μοναχογιός της τραυματίσθηκε ξανά. Ὅταν ἔμαθε τίς ἡρωικές του πράξεις, ἡ καρδιά της γέμισε περηφάνεια. Τόν ἀγκάλιασε και τοῦ εἶπε:«Τώρα εἶσαι παιδί μου! Θά σε φιλήσω σάν Μάνα τοῦ Στρατιώτου και αὐτό θά εἶναι τό εὖγε τῆς παλληκαροσύνης σου!». Ὁ γιός της τελικά ἐπέζησε, ἀλλά ἔμεινε τυφλός ἀπό τό ἕνα μάτι!
Δέν ἄργησε ὅμως καί ἡ σειρά της. Στις 9 Μαΐου τοῦ 1948 τραυματίσθηκε σοβαρά ἀπό νάρκη.
Ὅταν τελείωσαν ὅλα, γύρισε στό σπίτι της στά Γιάννενα. Τό βρῆκε λεηλατημένο. Παρ’ ὅλα αὐτά ἡ γενναία Καλλιό πη Λύκα δέν λύγισε. Στάθηκε ὄρθια και σάν γνήσια Ἑλληνίδα συνέχισε τό ἔργο της ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη… Οἱ Γιαννιῶ τες συχνά τήν ἔβλεπαν να περιφέρεται στίς φτωχογειτονιές γιά συμπαράσταση καί γιά νά μοιράζει ὅ,τι μποροῦσε. Πολλές φορές διαθέτοντας ὅλα της τά χρήματα σέ φιλανθρωπίες, ἔφθασε στό σημεῖο νά μήν ἔχει ἡ ἴδια οὔτε νά φάει!
Τά χρόνια πέρασαν καί γέρασαν τη Μάνα. Μοναδική της παρηγοριά ἡ Παναγία, τήν ὁποία πάντα παρακαλοῦσε, ὄχι γιά τόν ἑαυτό της ἀλλά γιά τήν Ἑλλάδα, τήν Πατρίδα πού τόσο πολύ ἀγάπησε. Στίς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 1982,πλήρης ἡμερῶν σέ ἡλικία 93 ἐτῶν, ἀνάλαφρη ἡ ψυχή της πέταξε πάνω ἀπό το Γράμμο, τήν Πίνδο, τή Βόρειο Ἤπειρο, γιά νά ἐπιστρέψει στό Θεό Δημιουρ γό, πλάι στίς ψυχές τόσων ἄλλων ἡρώων.
Μακάρι νά βρεῖ μιμητές, συνεχιστές…
Φ.
––––––––το άγαλμα της Μάνας του Στρατιώτη στο Γ Σώμα Στρατού, στην Θεσσαλονίκη
*Ἡ “Φανέλα τοῦ Στρατιώτου” ἱδρύθηκε τό 1939 ἀπό μία ὁμάδα Ἀθηναίων κυριῶν καί δεσποινίδων μέ σκοπό τή συγκέντρωση ρουχισμοῦ γιά τόν μαχόμενο Ἑλληνικό Στρατό στά ἑλληνοαλβανικά σύνορα. Τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς προσπάθειας ἀπέδωσαν καρπούς. Τουλάχιστον 107.500 δέματα εἶχαν σταλεῖ στούς μαχόμενους στρατιῶτες μας. Ἡ δράση τοῦ σωματείου σταμάτησε περί τά τέλη 1948 καί ἀρχές 1949.
το κείμενο από το περιοδικό Προς τη Νίκη, Οκτώβριος 2013
άρθρο με περισσότερα στοιχεία για την Καλλιόπη Λύκα εδώ
Η εν λόγω φωτογραφία κοινοποιείται για πρώτη φορά δημόσια ,και είναι από τις σπάνιες φωτογραφίες όπου βλέπουμε την θρυλική ‘’Μάνα του Στρατιώτη’’ ,Καλλιόπη Λύκα !!!….. Χριστούγεννα στην Κόνιτσα το 1949 .Η εν λόγω θρυλική ‘’Μάνα του Στρατιώτη’’ Καλλιόπη Λύκα επισκέπτεται τμήμα του Εθνικού μας Στρατού, και τους μοιράζει δώρα. Η φωτογραφία ανήκει στον τότε στρατιώτη Λεωνίδα Ξυπολιτά, ο οποίος υπηρέτησε από την 3-2-1949 (εμπόλεμη περίοδο στην περιοχή της Κόνιτσας!!!),έως την 22-1-1952 ,με την ειδικότητα του ‘’Ημιονηγού’’  Πηγή :http://www.historicalcollector.gr
.
διόρθωση (1-5-2014): μετά από επικοινωνία (δείτε στα σχόλια) που είχαμε με τον κ. Στυλιανό Πολίτη , συγγραφέα του σχετικού άρθρου για την Καλλιόπη Λύκα, επισημαίνουμε ότι :
Η γυναίκα με τα χακί που εικονίζεται στην φωτογραφία Νο 62 του Ιστορικού συλλέκτη Βεροίας δεν είναι η Καλλιόπη Λύκα αλλά η άλλη Μάνα του Στρατού, διότι υπήρχε και άλλη μια ηρωική γυναίκα ισάξια της Καλλιόπης Λύκα με τον ίδιο τίτλο! Είχε έδρα της στην Αθήνα, ίσως στο ΓΕΣ και την θυμάμαι το 1968 σε επίσκεψη της στην Εδεσσα. Όπως και η Λύκα ήταν συμπολεμίστρια του πατέρα μου και μας είχε επισκεφθεί στο σπίτι μας! Ήταν πολύ μεγάλη σε ηλικία τότε. Αναζητώ στοιχεία για να γράψω και γι’ αυτήν! Την είχα δεί μόνο μια φορά ενώ την Καλλιόπη Λύκα την ήξερα πολύ καλά γιατί την έβλεπα πολύ συχνά στα Γιάννενα και στην Κόνιτσα που υπηρετούσε ο πατέρας μου για περισσότερο από τέσσερα χρόνια. Νομίζω ότι την έλεγαν Θεοδωροπούλου και ήταν φιλόλογος.
Αντιναύαρχος ε.α. Δρ. Στυλιανός Πολίτης
.
επιμέλεια άρθρου Alexia-momyof6

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Ερμιόνη (Μ)Πρίγκου «η Μάνα των Πεσόντων»



site analysis
%ce%b7-%ce%bc%ce%b1%ce%bd%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%cf%80%ce%b5%cf%83%ce%bf%ce%bd%cf%84%cf%89%ce%bd
Επί 75 χρόνια έχει το δικό της καθήκον, το οποίο υπηρετεί με συνέπεια και αφοσίωση.
Είναι η Ερμιόνη (Μ)Πρίγκου, η «Μάνα των Πεσόντων», όπως την αποκαλούν. Τίτλος τιμής, που της απονεμήθηκε από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Στον Ελληνοιταλικό Πόλεμο του 1940-1941, παρούσα στην πρώτη γραμμή του μετώπου μαζί με όλες τις γυναίκες της Βορείου Ηπείρου.
Έζησε με το δικό της τρόπο τη θριαμβευτική πορεία των ελληνικών στρατευμάτων στο μέτωπο της Αλβανίας. Αν και ήταν εννέα χρονών κοριτσάκι, ο πατέρας της, Γιάννης, της έμαθε το καθήκον για την πατρίδα με έναν τρόπο μοναδικό.
Κάποιο βράδυ οι δυο τους βγήκαν από την αυλόπορτα του σπιτιού τους στο Σκουτάρι, έξω από την πόλη Χειμάρρα, και κάτω από την μύτη των Ιταλών στρατιωτών τράβηξαν μέσα στον περίβολο τις σορούς έξι Ελλήνων ηρώων.
Ο πατέρας της άνοιξε τους λάκκους και εκείνη-μικροκαμωμένη και αδύνατη- στους σκέπασε με χώμα ελληνικό και προσευχόταν για να αναπαυτεί η ψυχή τους.
Από τότε η Ερμιόνη (Μ)Πρίγκου έδωσε υπόσχεση ιερή να μην εγκαταλείψει ποτέ τα παλληκάρια της. Και την κράτησε φροντίζοντας αδιάκοπα τα μνήματα που έχει στην αυλή της.
Και δεν καυχιέται γι’ αυτό, μόνο σπάζει η φωνή της κάθε φορά που τη ρωτούν για την προσφορά της και λέει:
«Έκανα μόνο ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν οι μάνες του Ανδρέα, του Δημήτρη, του Νίκου, του Παναγιώτη, του Ματθαίου και του Μωραΐτη, του οποίου το μικρό όνομα δεν μάθαμε ποτέ.
Αυτά τα παιδιά ήρθαν για να μας ελευθερώσουν και σκοτώθηκαν ηρωικά δίπλα από το σπίτι μας.
Ήταν οι υπερασπιστές του τελευταίου ελληνικού οχυρού του νοτιοδυτικού μετώπου στη Χειμάρρα, που έπεσαν δίνοντας χρόνο στους άλλους για να οπισθοχωρήσουν με ασφάλεια».
Οι τελευταίες λέξεις του πατέρα της, Γιάννη, πριν φύγει από τη ζωή ήταν: «Να προσέχεις τα έξι παιδιά και να δώσεις στους δικούς τους ανθρώπους τα πράγματά τους».
Δοξάζει τον Θεό, γιατί πρόλαβε ο πατέρας της να εμφυσήσει την αγάπη του για την Ελλάδα και το πνεύμα ανιδιοτέλειας.
Οι έξι λιτοί τάφοι δεν έμειναν ποτέ χωρίς φρέσκα λουλούδια, ποτέ χωρίς αναμμένα καντηλάκια. Οι δε αχλαδιές που φύτεψε η κυρία Ερμιόνη δίπλα στα μνήματα δεν είναι παρά για να έχουν ίσκιο τα παιδιά της, όπως λέει.
Το μνημείο στον κήπο του σπιτιού της Ερμιόνης (Μ)Πρίγκου
«Δεν βρήκα ποτέ τους γονείς των πεσόντων», λέει η κυρία Ερμιόνη, «αλλά και απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης είναι τα οστά να μείνουν εκεί, γιατί αυτό προβλέπει το Πολεμικό Δίκαιο.
Έτσι είπαν… Ο πατέρας μου έφυγε πικραμένος γι’ αυτό. Διώχθηκε και βασανίστηκε ανελέητα από το καθεστώς, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει που είχε θάψει τους Έλληνες ήρωες».
Πίσω του άφησε για να συνεχίσει τον αγώνα το κοριτσάκι του, που στο διάβα του χρόνου έγινε η «μάνα των πεσόντων», ένας τίτλος ελάχιστης τιμής για την προσφορά της κυρά Ερμιόνης, της ηρωίδας της Βορείου Ηπείρου, που πέρσι έφτασε προσκεκλημένη στο Προεδρικό Μέγαρο στην Αθήνα, για να τιμηθεί.
Μόνη τώρα σε μια ερημική πλέον περιοχή έχει δώσει τα ονόματα των στρατιωτών σε μονοπάτια και δρόμους. Η γιαγιά Ερμιόνη λέει με καμάρι:
«Περνώ απ’ το μονοπάτι «Ραφτόπουλου», καθαρίζω το διάσελο«Καψής», τριγυρίζω στο ύψωμα «Ανδρίτσος». Είναι η οικογένειά μου, τα Ελληνόπουλα που άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή».
Τελευταία επιθυμία της είναι να θαφτεί στην αυλή του σπιτιού της, δίπλα στα έξι παλληκάρια της. Αφού δεν μπόρεσε να τους χωρίσει η ζωή, γιατί να τους χωρίσει ο θάνατος;
Κάθε χρόνο ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου το σπίτι της γιαγιάς Ερμιόνης γεμίζει από κόσμο.
Όλους τους καλοδέχεται κι όλοι την ακούν πάλι και πάλι να διηγείται την ιστορία τόσο ζωντανή, τόσο ηρωική, σαν την ψυχή της, τη γεμάτη Ελλάδα.
Κι εκείνη τελειώνει την ιστορία της σχεδόν πάντα έτσι: «Για να μην ξεχάσετε ποτέ! Τους ήρωες δεν τους ξεχνούμε, μόνο τους ευγνωμονούμε κι όταν κι όπως η πατρίδα το καλέσει, θα τους μιμηθούμε!»
Αντιγραφή για το «σπιτάκι της Μέλιας»
Προς τη Νίκη
Μηνιαίο Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό
Έτος 55ο – Τεύχος 788- Οκτώβριος 2015
Οι δύο τελευταίες εικόνες της ανάρτησης από: Σύνδεσμος Εφέδρων Αξιωματικών Ν. Ανατολικής Αττικής
.