Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Τί λέει η Αγία Γραφή για τις γυναίκες



site analysis



Η Δεββώρα, που ήταν προφήτισσα και "κριτής" του Ισραήλ (βλ. Κριταί, κεφ. 4-5). Γκραβούρα του Gustave Doré (1832-1883).
Η Δεββώρα, που ήταν προφήτισσα και "κριτής" του Ισραήλ (βλ. Κριταί, κεφ. 4-5). Γκραβούρα του Gustave Doré (1832-1883).
Η χριστιανική πίστη κηρύσσει ακριβώς ότι ο προορισμός του ανθρώπου δεν είναι κάποια εγκόσμια «χρήση». Κάθε άνθρωπος καλείται να «θεωθεί», δηλαδή να γίνει κατά χάριν θεός, μέτοχος της άκτιστης δόξας του αληθινού Θεού, η οποία είναι η αιώνια ζωή. Ο ύψιστος αυτός θείος προορισμός, η αφάνταστη αυτή τιμή και δωρεά εκ μέρους του Κυρίου είναι για κάθε έναν άνθρωπο, είτε άνδρας είναι αυτός είτε γυναίκα. Για τον Θεό κάθε άνθρωπος είναι κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο, το οποίο αυτός ο ίδιος έφτιαξε για να ζει και να χαίρεται όλη την απεραντοσύνη Του.
Η γυναίκα με κανέναν τρόπο δεν υστερεί σε αξία σε σχέση με τον άνδρα. Η γυναίκα έχει για τον Θεό την ίδια αξία που έχει ένας άνδρας, και το αντίστροφο. Τα δύο φύλα είναι ισότιμα, αλλά όχι ίσα. Άλλη θέση έχει η γυναίκα, άλλη ο άνδρας. Υπάρχει λόγος που ο Θεός έφτιαξε δύο φύλα και όχι ένα. Δεν έγινε έτσι στην τύχη. Το κάθε φύλο εξυπηρετεί κάποιες δικές του επιμέρους λειτουργίες. Δεν είναι «απαξίωση» για μια γυναίκα το να μην μπορεί να παριστάνει τον άνδρα και να κάνει πράγματα που δεν αρμόζουν στην φύση της, όπως δεν είναι «απαξίωση» και για έναν άνδρα το να μην μπορεί να φοράει σουτιέν και φουστάνια, να έχει έμμηνο κύκλο, να κυοφορεί, να τίκτει, να γαλουχεί κλπ κλπ.
Ας μην ξεχνούμε ότι γυναίκα είναι αυτή που κατέβασε τον Θεό στην γη. Γυναίκα είναι αυτή που κατέχει τα «δευτερεία» της Αγίας Τριάδος. Γυναίκα είναι το εκλεκτότερο πράγμα που είχε να παρουσιάσει ολόκληρη η ανθρωπότητα, η κορωνίδα ολόκληρου του ορατού και αοράτου κόσμου. Σας προκαλούμε να ρίξετε μια ματιά στους Οίκους και στον Κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, και στην υπόλοιπη θεομητορική υμνολογία. Και σκεφτείτε, όλα αυτά τα λόγια απευθύνονται σε μια γυναίκα…
Ο Θεός δεν απαξιώνει κανένα. Αντίθετα, η σχέση με τον Θεό είναι αυτό που πραγματικά καταξιώνει τον άνθρωπο, που τον κάνει «θεό», παιδί του Θεού, και του δίνει το παν…
Ας δούμε μερικά πράγματα που λέει η Αγία Γραφή συγκεκριμένα για τις γυναίκες:
«Ευτυχής είναι ο άνδρας εκείνος, ο οποίος έχει αγαθήν γυναίκα. Ο αριθμός των ετών της ζωής του θα είναι διπλάσιος. Γυναίκα ευγενούς χαρακτήρος και σθεναρή ευφραίνει τον άνδρα της, τα δέ έτη της ζωής του θα τα γεμίση με ειρήνην. Γυναίκα αγαθή είναι αγαθόν δώρον, που προσφέρεται από τον Κύριον εις εκείνους οι οποίοι τον φοβούνται. Του πλουσίου και του πτωχού η καρδία είναι χαρούμενη, και εις κάθε περίστασιν το πρόσωπόν των είναι ιλαρόν, εάν έχουν ενάρετον σύζυγον.» (Σοφία Σειράχ κς΄ 1-4)
«Όμως η χάρις (δηλαδή η ψυχική ευγένεια και καλωσύνη) της συζύγου τέρπει τον άνδρα της. Η δέ ορθοφροσύνη και η καλή διαγωγή της θα στερεώσουν και θα θρέψουν τα οστά του. Δωρεά Θεού είναι γυναίκα σιωπηλή. Δεν υπάρχει δέ αντάλλαγμα μιάς γυναικείας ψυχής, μορφωμένης κατά Θεόν. Η εντροπαλή και συνεσταλμένη σύζυγος είναι διπλή χάρις παρά του Θεού, και δεν υπάρχει ζύγι ικανόν να σταθμίση την αξίαν της εναρέτου αυτής ψυχής. Όπως ο ανατέλλων ήλιος εις τα ύψη του ουρανού του Κυρίου, έτσι και το ψυχικόν κάλλος της εναρέτου γυναικός λάμπει μέσα εις τον στολισμόν της οικίας της. Όπως λάμπει ο λύχνος επάνω εις την ιεράν επτάφωτον λυχνίαν, έτσι ακτινοβολεί και η ωραιότης του προσώπου της εις το καμαρωτόν σώμα της. Όπως είναι οι χρυσοί στύλοι επάνω εις τα αργυρά βάθρα των, έτσι και οι ωραίοι πόδες στηρίζουν το καλοδεμένον στήθος, το ωραίον σώμα της.» (Σοφία Σειράχ κς΄ 13-18)
«Γυναίκα άξιαν ποιος θα ημπορέση να βρή; Μια τέτοια γυναίκα είναι πολυτιμωτέρα και από τους πολυτίμους λίθους. Εις αυτήν έχει πεποίθησιν και στηρίζεται με θάρρος η καρδία του ανδρός της. Μια τέτοια γυναίκα δεν πρόκειται να ξεμείνει από αγαθά λάφυρα. Καθ’ όλον της τον βίον εργάζεται διά το καλόν του ανδρός της. Μαζεύοντας μαλλί και λινάρι, κατασκευάζει με τα ίδια της τα χέρια πράγματα χρήσιμα διά το σπίτι. Ομοιάζει με το πλοίον, το οποίον μεταφέρει εμπορεύματα από μακρυνάς περιοχάς. Έτσι και αυτή συγκεντρώνει τον πλούτον της διά το καλόν του σπιτιού. Εξυπνά πολύ πρωί, νύχτα. Ετοιμάζει και δίδει τροφάς εις τους ανθρώπους του σπιτιού της, κανονίζει δέ τα έργα των υπηρετριών. Όταν εύρη κάποιο καλό χωράφι, το αγοράζει και με τους κόπους των χειρών της το καλλιεργεί, το φυτεύει, το μεταβάλλει εις αγρόκτημα αποδοτικόν. Αφού ζώση καλά την μέσην της, εργάζεται με τα χέρια της έντονα και με ζήλον εις το έργον της. Εδοκίμασε και απέκτησε προσωπικήν πείραν, ότι είναι καλόν να εργάζεται κανείς. Διά τούτο και ο λύχνος της δεν σβήνει καθ’ όλον το διάστημα της νυκτός. Απλώνει τα χέρια της εις όλα, όσα συμφέρουν και εξυπηρετούν το σπίτι. Ειδικώτερα τα χέρια της τα στηρίζει εις το αδράχτι, το οποίον και συνεχώς εργάζεται. Αλλά ανοίγει τα χέρια της και απλόχερα δίδει εις τους πτωχούς. Δίδει εις τον στερούμενον από τον καρπόν των χειρών της. Ο σύζυγός της, εάν απουσιάση επί τι χρονικόν διάστημα, δεν ανησυχεί και δεν μεριμνά διά τα έργα και τα πράγματα του σπιτιού. Διότι όλοι οι εν τω οίκω της είναι καλά ενδεδυμένοι. Διπλάς χλαίνας έκαμε διά τον σύζυγόν της. Λινά λευκά ενδύματα και ενδύματα πορφυρά ητοίμασε διά τον εαυτόν της. Περίβλεπτος και αξιοθαύμαστος γίνεται ο σύζυγός της εις τας πύλας των τειχών της πόλεως, όταν παρακάθηται εις συνέδριον με τους γεροντοτέρους άνδρας της χώρας. Αυτή κατασκευάζει σινδόνας, τας οποίας πωλεί εις τους Φοίνικας. Κατασκευάζει και ζώνας, τας οποίας πωλεί εις τους Χαναναίους. Έτσι αυτή με την εργασίαν και την καλήν συμπεριφοράν της αποκτά δύναμιν και ευπρεπή εμφάνισιν. Θα ευφρανθή κατά τας ημέρας των γηρατειών της. Ανοίγει το στόμα της και ομιλή πάντοτε μετά προσοχής, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού· έχει θέσει τάξιν εις την γλώσσαν της. Το σπίτι της είναι στεγνό, χωρίς υγρασίαν και σταλάγματα της βροχής· είναι αναπαυτικό. Ψωμί οκνηρίας και τεμπελιάς δεν έφαγε ποτέ. Και το στόμα της το ανοίγει με σοφίαν και σύνεσιν, σύμφωνα με τους θείους και ανθρωπίνους νόμους. Ευλογήθηκε από τον Θεόν η φιλανθρωπία και η καλωσύνη της. Και χάρις εις την ευλογίαν του Κυρίου ανέστησε τα τέκνα της. Αυτά επλούτησαν και ο σύζυγός της την επήνεσε (και της είπε) : Πολλαί γυναίκες απέκτησαν πλούτον, πολλαί απέκτησαν δύναμιν, σύ όμως έχεις ξεπεράσει όλας. Αι φιλαρέσκειαι της γυναικός είναι ψεύτικα πράγματα και το κάλλος της είναι προσωρινόν και παροδικόν. Διότι μόνον η συνετή και φρόνιμος γυναίκα ευλογείται από τον Θεόν. Ας υμνή δέ αυτή και ας δοξάζη τον φόβον του Κυρίου. Επαινέσατε και σείς αυτήν. Δίκαιον είναι και ο σύζυγός της να εγκωμιάζεται δι’ αυτήν εις τας πύλας των τειχών της πόλεως, όπου γίνονται αι συγκεντρώσεις.» (Παροιμίαι λα΄ 10-31)
«Γυναίκα κοσμημένη με ηθικά χαρίσματα γίνεται αφορμή και αιτία δόξης διά τον σύζυγόν της. Εξ αντιθέτου η γυναίκα η οποία μισεί και αποστρέφεται την δικαιοσύνην και την αρετήν, γίνεται αιτία και εστία καταφρονήσεως και εξευτελισμού διά τον άνδρα της.» (Παροιμίαι ια΄ 16)
«Γυναίκα ευγενούς χαρακτήρος και σθεναρή είναι στέφανος δόξης διά τον άνδρα της. Εξ αντιθέτου, η κακότροπος γυναίκα καταστρέφει τον άνδρα της, όπως ο σκώληξ κατατρώγει το ξύλον.» (Παροιμίαι ιβ΄ 4)
«Αι σοφαί γυναίκες έκτισαν (με την νοικοκυρωσύνην) και ανέδειξαν τα σπίτια και την οικογένειάν των, ενώ η άμυαλος γυναίκα εξεθεμελίωσε με τα ίδια της τα χέρια το σπίτι της.» (Παροιμίαι ιδ΄ 1)
«Εκείνος που ευρήκε γυναίκα αγαθήν, επέτυχε πολλάς ωφελείας και κέρδη. Επήρε από τον ίδιον τον Θεόν ήρεμον και ευχάριστον ζωήν. Όποιος όμως διώχνει την αγαθήν γυναίκα του, διώχνει μαζή με αυτήν και τα αγαθά.» (Παρομίαι ιη΄ 22-22α)
Η Ρουθ στο χωράφι με τον Βοόζ. (Η ιστορία της βρίσκεται στο βιβλίο της Ρουθ στην Παλαιά Διαθήκη).
Η Ρουθ στο χωράφι με τον Βοόζ. Η ιστορία της βρίσκεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης.
«Αι γυναίκες να υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας, σαν να υποτάσσεσθε εις τον Κύριον. Διότι ο άνδρας είναι κεφαλή (ο αρχηγός) της γυναικός, όπως και ο Χριστός είναι κεφαλή της εκκλησίας, ο οποίος όμως Χριστός είναι σωτήρ του σώματος της Εκκλησίας (όλων δηλαδή ανεξαιρέτως των πιστών). Αλλ’ όπως η Εκκλησία υποτάσσεται εις τον Χριστόν, έτσι και αι γυναίκες πρέπει να υποτάσσωνται εις τους άνδρας των εις κάθε τι. Οι άνδρες να αγαπάτε τας γυναίκας σας, όπως και ο Χριστός ηγάπησε την Εκκλησίαν και εθυσίασεν τον εαυτόν του υπέρ αυτής , διά να την αγιάση, καθαρίσας αυτήν με το λουτρόν του ύδατος διά του λόγου. Και τούτο, διά να την καταστήση και την παραστήση εις το πλευρόν του ένδοξον, χωρίς αυτή πλέον να έχη καμμίαν κηλίδα ή ρυτίδα ή τίποτε άλλο από τα τοιαύτα, άλλα να είναι αγία και άμεμπτος. Έτσι και οι άνδρες οφείλουν να αγαπούν τας γυναίκας των, όπως αγαπούν τα ιδικά των σώματα. Εκείνος που αγαπά την γυναίκα του, τον εαυτόν του αγαπά. Διότι ποτέ κανείς δεν εμίσησε το σώμα του, αλλά το τρέφει με πολύ ενδιαφέρον και το περιθάλπει, όπως και ο Κύριος τρέφει και περιθάλπει την εκκλησίαν του, που είναι σώμα του. Διότι είμεθα μέλη από την σάρκα του και από τα οστά του. «Ένεκα τούτου θα αφήση ο άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα αυτού και θα προσκολληθή προς την γυναίκα αυτού και θα είναι οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γένεσις β΄ 24). Το μυστήριον τούτο (που ευρίσκεται εις τα λόγια αυτά του Αδάμ) είναι μέγα, και μάλιστα εγώ σας λέγω ότι αναφέρεται εις τον Χριστόν και εις την Εκκλησίαν. Παρ’ όλα αυτά, ο καθένας από σάς ας αγαπά την γυναίκα του, έτσι ακριβώς, όπως αγαπά τον εαυτόν του. Η δέ γυναίκα να σέβεται και να τιμά τον άνδρα.» (Προς Εφεσίους ε΄ 22-33)
«Αι γυναίκες να υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας, σαν να υποτάσσεσθε εις τον Κύριον. Οι άνδρες να αγαπάτε τας γυναίκας σας και να μή φέρεσθε με πικρίαν και αποτομίαν προς αυτάς.» (Προς Κολασσαείς γ΄18-19)
«Ομοίως και αι γυναίκες πρέπει να υποτάσσωνται εις τους άνδρας των, ώστε, και εάν μερικοί από αυτούς δεν υπακούουν εις τον λόγον του Ευαγγελίου, να κερδηθούν χωρίς λόγια, αλλά με την συμπεριφοράν των γυναικών, όταν θα ίδουν και θα εννοήσουν καλά την αγνήν συμπεριφοράν σας. Ας μή είναι ο εξωτερικός στολισμός, το εξεζητημένον πλέξιμον των μαλλιών της κεφαλής και τα χρυσά περιδέραια ή το ντύσιμο με πολυτελή φορέματα ο στολισμός τους, αλλά ο κρυμμένος από τα μάτια των ανθρώπων εσωτερικός άνθρωπος της καρδίας, που έχει τον άφθαρτον και ανεκτίμητον στολισμόν του πράου και ειρηνικού και ησύχου πνεύματος, που έχει ενώπιον του Θεού μεγάλην αξίαν και πολυτέλειαν. Διότι έτσι και άλλοτε αι άγιαι γυναίκες (της Παλαιάς Διαθήκης), που είχαν την ελπίδα των εις τον Θεόν, εστόλιζαν τον εαυτόν τους, υποτασσόμεναι εις τους άνδρας των. Όπως και η Σάρρα έδειξεν υπακοήν εις τον Αβραάμ, καλούσα αυτόν (με σεβασμόν και ταπείνωσιν) «κύριον». Αυτής εγίνατε και σείς τέκνα, (πνευματικαί θυγατέρες,) με το να πράττετε το αγαθόν χωρίς να φοβήσθε τίποτε που θα ημπορούσε να σας πτοήση.  Οι άνδρες, ομοίως, να συνοικήτε και να συζήτε με τας συζύγους σας δεικνύοντες φρόνησιν και σύνεσιν, αποδίδοντες εις αυτάς την πρέπουσαν τιμήν, καθώς η γυναίκα είναι σκεύος ασθενέστερον (και άρα χρειάζεται ιδιαιτέραν φροντίδα). Άλλωστε είστε και συγκληρονόμοι της ιδίας χάριτος της ζωής. Έτσι δέ, δεν θα παρεμποδίζωνται αι προσευχαί σας.» (Α΄ Πέτρου γ΄ 1-7) 
«Εις την σύζυγόν του ο άνδρας ας αποδίδη την εύνοιαν που της οφείλεται. Ομοίως δέ και η γυναίκα ας αποδίδη τα αυτά εις τον άνδρα της. Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά ο άνδρας της· ομοίως δέ και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά το εξουσιάζει η σύζυγός του.» (Α΄ Προς Κορινθίους ζ΄ 3-4)

Επιμέλεια: VatopaidiFriend. Οι μεταφράσεις των χωρίων της Αγίας Γραφής είναι, κατά βάση, του Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα (εκδ. Ζωής).


Ο Άγ. Ιάκωβος για τη γυναίκα που είδε και μίλησε με τον Χριστό!



site analysis





«Χριστός, η Άκρα Ταπείνωση», φορητή εικόνα, γύρω στο 1400, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού.
Μια γυναίκα, μου λέει μια φορά [αφηγείται ο Άγιος Ιάκωβός (Τσαλίκης)]:
– «Πήγα να ανάψω τα καντήλια σε ένα ‘ξωκκλήσι και λιβάνισα».
Ξέρετε, καμμιά φορά έχουν οι γυναίκες και την περιέργεια να μπαίνουν στο άγιο Βήμα, στο Ιερό, και κοιτάζει που λέτε αυτή η γυναίκα από το Άγιο Βήμα και βλέπει ένα παλληκάρι με ξανθά μαλλιά, έναν λεβέντη με τα μαλλιά του, με συγχωρείτε, έτσι εδώ ανοιγμένα και τα γενάκια του εδώ χωρισμένα και τον βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα.
-Πιδήμ’, λέει, τι κάνεις ‘δω μέσα στην Αγία Τράπεζα; στο Άγιο Βήμα; βγες, πιδήμ’, έξω.
Και της λέει εκείνο:
– Δική μου είναι η Αγία Τράπεζα και εγώ την ορίζω.
Ξαφνικά, όπως το κοίταζε η γυναίκα το παιδί, του λέει:
– Πιδήμ’, δεν μου λές; ποιος σε πλήγωσε και τα χέρια σου είναι από καρφιά και τρέχουν αίματα; βλέπω πληγές στα χέρια σου και στα πόδια σου. Εδώ στο πλευρό σου, παιδάκιμ’, λέει, στο σκότισ’ (συκώτι σου), παιδάκιμ’, στο πνευμόνι σου, ποιος σε χτύπησε, πιδήμ’, με το μαχαίρι κι πέρα; ποιος σε πλήγωσε; (του) έλεγε η γυναίκα, (ήταν) μια απλή γυναικούλα. Όμως αυτή είδε ζωντανό τον ίδιο τον θεό.
– Εσύ με πλήγωσες, της λέει, και είμαι πληγωμένος.
Έκανε τον σταυρό της η γυναίκα και έφυγε, απλή γυναίκα από χωριουδάκι. Έπειτα από παρέλευση ενός χρόνου, ήρθε στην Μονή και μου λέει:
-Έτσι και έτσι, πάτερ μου. Τι είναι αυτό το «εσύ με πλήγωσες»; Μπορείς να μου το εξηγήσης αυτό; Αυτό είναι μεγάλο, δεν θα μπορής να μου το εξηγήσης, θα πάω σε κανέναν μεγάλο».
– “Άκουσε, παιδί μου, να σου το εξηγήσω», της λέω. “’Εσύ με πλήγωσες’, είναι οι αμαρτίες οι δικές σου, οι αμαρτίες οι δικές μου, οι αμαρτίες του κόσμου, που με τις αμαρτίες μας Τον πληγώσαμε και Τον ανεβάσαμε πάνω στον Σταυρό και έχυσε το Πανάγιό Του αίμα».
Από Το Βιβλίο «Ο Γέρων Ιάκωβος, Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες» Των Εκδόσεων Ενωμένη Ρωμηοσύνη.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

ΜΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΑ ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΒΙΘΑ



site analysis



 Του θεολόγου  Ανδρέα Κυριακού
«Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησι, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος»σημειώνει ο Ψαλμωδός. Και κάπου αλλού, το θεοκίνητο χέρι του, χαράσσει τις πιο κάτω γραμμές: «Μακάριος ανήρ ο ελεών όλην την ημέραν». 

Αυτά μου έρχονται στο νου σήμερα, αφού μόλις χτές, 26 Απριλίου, συνοδεύσαμε στο κοιμητήριο της Αγλαντζιάς, στη Λευκωσία, τη μακαριστή Ανδρεανή Βανέζη (το γένος Χαραλάμπους), που έπεσε θύμα της δολοφονικης μανίας κάποιου ληστή. 

Όντως δεν μπορεί να εννοήσει ο ανθρώπινος νους τον παντελώς αδόκητο και άδικο χαμό της, «κατ’ άνθρωπον λέγω». Γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Άλωνα μέσα στη φτώχεια και αποφοίτησε από το Λανίτειο Γυμνάσιο Λεμεσού. Απόφοιτη του Διδασκαλικού Κολλέγιου Κύπρου, υπηρέτησε ευσυνείδητα την παιδεία του τόπου σε διάφορα χωριά, αλλά και σε συνοικίες της Λευκωσίας και αφυπηρέτησε ως διευθύντρια δημοτικού. 

Αυτό που την διέκρινε σ’ ολόκληρή της τη ζωή ήταν η ανιδιοτελής προσφορά σε όλους,«τους εγγύς και τους μακράν». Αυτή της η προσφορά ήταν συνεχής, ποικιλότροπη και αδιάλειπτη, μαρτυρούμενη από όλους. 

Κινητήρια δύναμη που την ωθούσε και ασίγαστα την έσπρωχνε παιδιόθεν ήταν η χριστιανική της πίστη, που μετουσιωνόταν σε αγάπη και ενδιάφερον για τον κάθε άρρωστο και πονεμένο. 

Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι δεν άλλαξε το πρόγραμμά της όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρότατο εγκεφαλικό, που καθήλωσε το σύζύγο της, εδώ και 12 και πλέον χρόνια, σε μια καρέκλα, άφωνο και ακίνητο. Περνούσε πολλές ώρες τη μέρα δίπλα στον άντρα της καθημερινά χειμώνα-καλοκαίρι, μα δεν περιοριζόταν στη φροντίδα και περιποίησή του. Όλοι οι τρόφιμοι του Ιδρύματος «Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής», γνωστοί και άγνωστοι, ήταν το αντικείμενο της στοργής και του ενδιαφέροντός της. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας της και το επισφαλές της δικής της υγείας έβρισκε χρόνο να επισκέπτεται παράλληλα στην περιοχή της –και όχι μόνο- φτωχούς και αρρώστους. Μεγάλα ποσά της εμπιστεύονταν φίλοι και γνωστοί και αυτή τα διεμοίραζε όπου υπήρχε ανάγκη. Μέχρι και ιδιαίτερα μαθήματα παρέδιδε σε αλλοδαπό παιδί μέχρι τελευταία, διότι αυτό, λόγω της γλώσσας, είχε μείνει πίσω με τα μαθήματα. Το είδα χτες, κατά την εξόδιο ακολουθία, να κλαίει γοερά δίπλα στο φέρετρό της. 
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Αγλαντζιάς ήταν κατάμεστη και όλοι είχαν να πουν ένα καλό λόγο γι’ αυτήν. Εύχεσθε να την κατατάξει ο καλός Θεός «ένθα επισκοπεί το φως του προσώπου του», «ίνα αναπαύσηται εκ των κόπων αυτής».
 πηγή

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Η σύζυγος ενός μαχητή του Αιγαίου γράφει για τον άνδρα που παντρεύτηκε



site analysis


Το κείμενο επίκαιρο όσο ποτέ. Μια γuvαίκα γράφει για τον άνδρα που παντρεύτηκε. Είναι σύζυγος Ιπταμένου της ΠΑ…


Ήξερες από όταν τον παντρεύτηκες, ότι μαζί με αυτόν πήρες προίκα και την δουλειά του. Μια δουλειά ζόρικη, απαιτητική, που απαιτεί θυσίες και αφοσίωση αλλά αγαπάει τρελά… Μπορεί όμως και να τον αγάπησες και λίγο περισσότερο λόγω αυτής.Και ήξερες ότι ποτέ η ζωή σας δεν θα είναι σαν των άλλων. Ήξερες ότι θα πηγαίνατε για καφέ και θα είχε τα «πράγματά του» μαζί του, ήξερες ότι το τηλέφωνο μπορεί να χτυπούσε τα χαράματα και να έπρεπε να πάει στην «δουλειά», ήξερες ότι το μεσημέρι θα αργούσε σχεδόν πάντα και τις αργίες και τα Σαββατοκύριακα μπορεί να έλειπε. Στην πορεία έμαθες ότι δεν θα είναι πάντα στις γιορτές των παιδιών και το έμαθαν και αυτά. Αλλά ήταν περήφανα για αυτόν. Γιατί ο μπαμπάς φοράει έναν αετό στο αριστερό του στήθος με άσπρα φτερά και πετάει. Και την ελληνική σημαία βεβαίως περήφανα στο μπράτσο.

Όλα αυτά τα χρόνια, πριν φύγει για την δουλειά τον φιλάς και βαθιά μέσα σου εύχεσαι να μην είναι το τελευταίο φιλί που του δίνεις. Πριν φύγει θα σου θυμίσει, ότι «αν γίνει κάτι», τα κλειδιά για το αυτοκίνητο θα είναι στο ντουλαπάκι του στην Μοίρα. Και πάντα όταν προσγειωθεί, θα σου στείλει ένα μήνυμα ότι προσγειώθηκε και είναι καλά. Κάτι για το οποίο πάλεψες πολύ κ μάλωσες κ φώναξες, γιατί το θεωρούσε περιττό αλλά μόνο εσύ ξέρεις πόσο πολύ το έχεις ανάγκη.
Φίλοι, γνωστοί και συγγενείς σε έχουν ρωτήσει πώς το αντέχεις όλο αυτό και ότι αυτοί δεν θα μπορούσαν. Και νιώθεις ένα μικρό σφίξιμο στο στήθος όταν στο λένε, γιατί όντως είναι βαριά και δύσκολη αυτή η ζωή αλλά κόβονται τα φτερά από έναν αετό;;;
Ώσπου έρχονται κάτι μέρες σαν την προηγούμενη Τετάρτη. Μαύρες και άραχνες. Με ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ γραμμένο πάνω τους, που σε παγώνουν και σε παραλύουν, μέχρι να μάθεις τα ονόματα αυτών που «φύγαν» και πέταξαν ψηλά και να χαρείς ταυτόχρονα που δεν είναι ο δικός σου άνθρωπος αλλά και να θρηνήσεις σαν να ήταν δικοί σου άνθρωποι και αυτοί, γιατί σε αυτή την «δουλειά» είναι όλοι μια οικογένεια.

Και μετά να σκεφτείς και να κλάψεις για αυτές τις οικογένειες που η αγκαλιά τους άδειασε, γιατί ο αετός τους πέταξε ψηλά. Για αυτά τα παιδιά που θα μείνουν ορφανά αλλά θα πρέπει να είναι και υπερήφανα και για αυτές τις χήρες, που στο τέλος θα πρέπει να θάψουν ένα άδειο πολλές φορές φέρετρο και να γεμίσουν την αγκαλιά τους με μια σημαία διπλωμένη τριγωνικά, ένα πηλήκιο και ένα ξίφος ως παρηγοριά και ανάμνηση.
Όπως οι γuvαίκες του Σήφη, του Κώστα, του Παντελή…
Και οι αετοί που μείνανε πίσω; Δακρύζουν και πονάνε. Υποκλίνονται ευλαβικά και ανοίγουν τα ατσαλένια τους φτερά και ξαναπετάνε. Γίνονται ένα με αυτά και αφήνουν όλα τα άλλα πίσω. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί η ζωή συνεχίζεται. Γιατί το καθήκον τους περιμένει. Γιατί είναι αετοί. Και κουβαλάνε βουβά τον πόνο μέσα τους, γιατί ξέρουνε ότι αυτοί ήταν τυχεροί σήμερα και κάποιος άλλος όχι. Που βάζουν μπροστά το καθήκον και την γαλανόλευκη.
Και εσύ που μένεις πίσω; Φοβάσαι; Αγχώνεσαι; Μάλλον λίγο απ’ όλα, ε; Αλλά με τον καιρό, συνηθίζεις. Και σταματάς να το σκέφτεσαι. Είτε είσαι σύζυγος, παιδί, πατέρας, φίλος… Και είσαι περήφανος για τον δικό σου αετό και τα φτερά που φοράει. Και ας λείπει ώρες από το σπίτι. Και ας μυρίζει κηροζίνη, όταν γυρνάειΑλλά πάντα, όταν δεις πετούμενο στον ουρανό, θα σηκώσεις το βλέμμα ψηλά και θα ευχηθείς «καλή προσγείωση», ξορκίζοντας το κακό
Και ο αετός ξέρει, ότι μια αγκαλιά τον περιμένει μόλις γυρίσει. Και πάντα έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του τον Σήφη, τον Κώστα, τον Παντελή…

ΥΓ. Αφιερωμένο σε όλες τις οικογένειες των Αετών του Αιγαίου, που πέταξαν ψηλά… Δεν σας ξεχνάμε!

ΠΗΓΗ: https://ekdoseisxrysopigi.blogspot.gr/2018/04/blog-post_16.html

H αγία Γλαφύρα (26 Απριλίου)



site analysis

Ο άγιος Βασιλεύς και 

η αγία Γλαφύρα (26 Απριλίου)





Οι άγιοι Βασιλεύς, Γλαφύρα (δεξιά) και Ιούστα (αριστερά).
Ο άγιος πατήρ ημών Βασιλεύς ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Αμασείας του Πόντου την εποχή του Μεγάλου Διωγμού που εξαπέλυσαν ο Διοκλητιανός, ο Μαξιμιανός και ο Μαξιμίνος Δάια. Τόσο με το κήρυγμα όσο και με το παράδειγμα της ζωής του, ο Βασιλεύς κατέδειξε ότι ο χριστιανός πρέπει πάντα να είναι έτοιμος να χύσει το αίμα του για τον Χριστό. Μετά το πέρας της αιματηρής καταστολής, ο άγιος στερέωσε τις Εκκλησίες του Πόντου, συμμετείχε στις Συνόδους της Άγκυρας και της Νεοκαισαρείας (314) και δίδαξε στους πιστούς πώς να φυλάγονται από τους αιρετικούς.
Η μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η ανάληψη από αυτόν της εξουσίας στην Δύση (312) φαινόταν να αναγγέλλει τον τερματισμό των διωγμών, αλλά τότε ο διάβολος βρήκε στο πρόσωπο του Λικινίου (308-325) το όργανο των σχεδίων του. Ταπεινής καταγωγής, ο Λικίνιος, χάρις στις στρατιωτικές του ικανότητες είχε επιβληθεί και εξουσίαζε τις παραδουνάβιες επαρχίες· αφού αναγνώρισε την κυριαρχία του Κωνσταντίνου και νυμφεύθηκε την αδελφή του Κωνστάντια, εστάλη στην Νικομήδεια για να θέσει τέλος στις θηριωδίες του Μαξιμίνου Δάια. Όταν, όμως, ανέτρεψε τον Μαξιμίνο, ανέλαβε την εξουσία στην ανατολική αυτοκρατορία και, δείχνοντας τον πραγματικό χαρακτήρα του, εξαπέλυσε στυγνό διωγμό εναντίον των μαθητών του Χριστού.
Η σύζυγος του είχε μια όμορφη και σεμνή θεραπαινίδα, ονόματι Γλαφύρα, την οποία πόθησε σαρκικά ο Λικίνιος και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την αποκτήσει. Η Γλαφύρα το πληροφορήθηκε από έναν αυλικό και ενημέρωσε την Κωνστάντια. Για να ξεγελάσει τον σύζυγο της, η Κωνστάντια διέδωσε ότι η θεραπαινίδα της υπέστη αιφνίδια κρίση επιληψίας και την έστειλε κρυφά, ντυμένη με ανδρικά ενδύματα, στην Αμάσεια. Ο άγιος Βασιλεύς υποδέχτηκε την Γλαφύρα με πατρική αγάπη και εκείνη του δώρισε σημαντικό ποσό για την ανοικοδόμηση ενός ναου. Η Γλαφύρα έγραψε στην Κωνστάντια ζητώντας την συνδρομή της για την περάτωση των εργασιών ανοικοδόμησης. Το γράμμα της έφτασε στα χέρια του Λικινίου, ο όποιος έστειλε αμέσως στρατιώτες στην Αμάσεια με εντολή να συλλάβουν την νεαρή γυναίκα και τον επίσκοπο Βασιλέα. Όταν, όμως, έφθασαν στην Αμάσεια, οι στρατιώτες πληροφορήθηκαν ότι η Γλαφύρα είχε παραδώσει το πνεύμα της στον Κύριο, λίγες ημέρες πρωτύτερα. Συνέλαβαν τον Βασιλέα και τον έφεραν δεμένο σαν πρόβατο προς σφαγή, μαζί με δύο διακόνους του, τον Θεότιμο και τον Παρθένιο.
Στην Νικομήδεια, ο Βασιλεύς φυλακίστηκε και είδε αποκαλυπτικό όραμα πού του ανήγγελλε τον τρόπο του επικείμενου μαρτυρίου του και το όνομα του διαδόχου του. Την επομένη το πρωί, παρουσιάστηκε ενώπιον του Λικινίου, ο όποιος, εντυπωσιασμένος από την γαλήνη και την μεγαλοπρέπεια του Βασιλέα, εγκατέλειψε την ακρόαση και εμπιστεύθηκε την ανάκριση στον έπαρχο της Νικομήδειας, ο όποιος πρότεινε στον Βασιλέα να παραβλέψουν την υπόθεση της Γλαφύρας και όχι μόνο να τον αφήσει ζωντανό αλλά και να τον τιμήσει με το αξίωμα του αρχιερέως των θεών, με την προϋπόθεση ότι ο ιεράρχης θα δεχόταν να τιμήσει τους θεούς της αυτοκρατορίας όπως κάθε Ρωμαίος πολίτης. Ο άγιος επίσκοπος πήρε τότε τον λόγο και υπενθύμισε στους ειδωλολάτρες όλες τις φρικωδίες και βδελυγμίες πού διέπραξαν οι θεοί της μυθολογίας και κατέδειξε πόσο ανόητο ήταν να λατρεύει κανείς τέτοιου είδους τέρατα. Η απολογία του δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα στην διάνοια του ακροατή του, που είχε σκληρυνθεί από τα πάθη ο έπαρχος έκανε μια ακόμη προσπάθεια, πού απέβη εξίσου μάταια και, τέλος, ο άγιος ιεράρχης καταδικάστηκε σε θάνατο με διαταγή του αυτοκράτορα (322).
Έμπλεος χαράς που με αυτόν τον τρόπο θα απελευθερωνόταν από τα δεσμά του φθαρτου βίου, ο Βασιλεύς ανέπεμψε στον Κύριο ύμνους, δοξολογίες και δεήσεις για το ποίμνιο του. Κατόπιν αντάλλαξε ασπασμό με τους μαθητές του και έτεινε τον αυχένα λέγοντας στον δήμιο: «Πράξε, φίλε μου, ό,τι διατάχτηκες!»
Ο Λικίνιος δεν ικανοποιήθηκε με την θανάτωση και διέταξε να ρίξουν το σώμα του άγιου στην θάλασσα· όμως την επόμενη νύχτα, Άγγελος Κυρίου ανήγγειλε στους μαθητές του Βασιλέα ότι ο άγιος τους περίμενε στην Σινώπη. Όταν έφτασαν στην πόλη εκείνη, παρουσιάστηκε ξανά ο Άγγελος και τους οδήγησε στο σημείο της ακτής όπου είχε αποθέσει η θάλασσα το τίμιο λείψανο <1>. Παρότι είχε μείνει τόσες ώρες μέσα στο νερό, το σκήνωμα βρέθηκε άφθορο και άνέδιδε θαυμαστή ευωδία, η κεφαλή είχε επανασυνδεθεί με το υπόλοιπο σώμα και φαινόταν μόνο μια λεπτή κόκκινη γραμμή, εκεί που είχε χτυπήσει το ξίφος. Το τίμιο λείψανο μεταφέρθηκε στην Αμάσεια και κατατέθηκε με τιμή στον ναό πού είχε κτίσει ο άγιος.
Σημείωση:
1 Η εύρεση των λειψάνων του αγίου Βασιλέως μνημονεύεται στις 30 Απριλίου.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος όγδοος – Απρίλιος, σ. 249-252)

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Μάνα συγγνώμη και σ’ ευχαριστώ! (Συγκλονιστικά λόγια)



site analysis

Ένας νεαρός άνδρας πήγε να υποβάλλει αίτηση για μια διευθυντική θέση σε μια μεγάλη εταιρεία . Αφού πέρασε την αρχική συνέντευξη , έπρεπε τώρα να συμφωνήσει και ο γενικός διευθυντής για την πρόσληψη.

Ο διευθυντής ανακάλυψε από το βιογραφικό του, ότι ο νεαρός είχε εξαιρετικές ακαδημαϊκές σπουδές. Ρώτησε, «Πως κατάφερες να κάνεις αυτέ τις σπουδές; Μήπως πήρες υποτροφίες;»

«Όχι του απάντησε ο νεαρός».

«Ο πατέρας σου κατέβαλλε όλα αυτά τα δίδακτρα;» ρώτησε ξανά ο διευθυντής.
«Ο πατέρας μου κύριε πέθανε όταν ήμουν ενός έτους, η μητέρα μου ήταν αυτή που πλήρωνε τα δίδακτρά μου» Απάντησε.

« Που εργάζεται η μητέρα σου;»

«Η μητέρα μου εργάζεται ως καθαρίστρια ρούχων. Πλένει ρούχα για άλλους»

Ο διευθυντής ζήτησε τότε από το νεαρό να του δείξει τα χέρια του. Ο νεαρός έδειξε τα χέρια του τα οποία ήταν λεία και πολύ απαλά.

«Έχεις βοηθήσει ποτέ τη μητέρα σου στο πλύσιμο των ρούχων;»

«Ποτέ, η μητέρα μου ήθελε πάντα να μελετώ και να διαβάζω όσο το δυνατόν περισσότερο. Εκτός αυτού, η μητέρα μου πλένει τα ρούχα πιο γρήγορα από μένα.

Ο διευθυντής είπε: «Θέλω να σου ζητήσω κάτι. Όταν πας σπίτι σήμερα, πήγαινε να καθαρίσεις τα χέρια της μητέρας σου και θα τα ξαναπούμε αύριο το πρωί».

Ο νεαρός θεώρησε ότι οι πιθανότητες να πάρει τη θέση, ήταν πολύ μεγάλες. Όταν πήγε πίσω στο σπίτι, ζήτησε από τη μητέρα του να τον αφήσει να καθαρίσει τα χέρια της. Η μητέρα παραξενεύτηκε και με ανάμεικτα συναισθήματα άπλωσε τα χέρια της προς το γιο της.

Ο νεαρός άρχισε να πλένει τα χέρια της μητέρας του σιγά-σιγά, ενώ δάκρυα έσταζαν από τα μάτια του όση ώρα το έκανε αυτό. Ήταν η πρώτη φορά που παρατήρησε ότι τα χέρια της μητέρας του ήταν τόσο ζαρωμένα, και ότι υπήρχαν τόσες πολλές μελανιές πάνω τους. Μερικές μελανιές μάλιστα ήταν τόσο οδυνηρές, που η μητέρα του βογκούσε όταν τις άγγιζε.

Ήταν η πρώτη φορά που ο νεαρός συνειδητοποίησε ότι ήταν αυτά τα χέρια που έπλεναν σε καθημερινή βάση ρούχα για να μπορέσει να πληρώσει τα δίδακτρά του. Οι μελανιές στα χέρια της, ήταν το τίμημα που η μητέρα έπρεπε να πληρώσει για την εκπαίδευσή του και το μέλλον του παιδιού της.

Μετά τον καθαρισμό των χεριών της μητέρας του, ο νεαρός άρχισε να πλένει σιγά – σιγά όλα τα ρούχα που είχαν στοιβαχτεί για πλύσιμο, μονολογώντας «Μάννα συγγνώμη και σ’ ευχαριστώ για όλα» Μάννα συγγνώμη και σ’ ευχαριστώ για όλα»… ενώ δάκρυα συνέχιζαν να τρέχουν από τα μάτια του.

Εκείνο το βράδυ, μητέρα και ο γιος έκατσαν και κουβέντιασαν για αρκετή ώρα.

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο νεαρός πήγε στο γραφείο του διευθυντή συγκινημένος και βουρκωμένος, βλέποντάς τον έτσι, τον ρώτησε.

«Για πες μου λοιπόν, τι έγινε χθες στο σπίτι σου; Τι έκανες; Έμαθες κάτι καινούργιο»

Ο νεαρός απάντησε: «Καθάρισα τα χέρια της μητέρας μου, αλλά και έπλυνα τελικά όλα τα ρούχα που είχε για πλύσιμο»

«Τώρα κατάλαβα και εκτίμησα την προσπάθεια της μητέρας μου. Χωρίς τη μητέρα μου, δεν θα ήμουν αυτό που είμαι σήμερα. Συνειδητοποίησα με την πράξη αυτή, πόσο σημαντική είναι η βοήθεια που σου προσφέρουν οι άλλοι. Έχω καταλήξει να εκτιμώ την αξία και τη σημασία που έχει το να βοηθά ο ένας τον άλλο στην οικογένεια και στην κοινωνία»

Ο διευθυντής τότε του είπε: «Αυτό είναι που ψάχνω σε ένα συνεργάτη. Θέλω να προσλάβω ένα άτομο που δεν θα σκέφτεται μόνο το εαυτό του, που μπορεί να γνωρίζει και να εκτιμά τη βοήθεια, τις προσπάθειες και τα δεινά των άλλων, για να επιτευχτούν κάποια πράγματα στη ζωή και δεν θα θέτει τα χρήματα ως μοναδικό στόχο του στη ζωή του. Έχεις προσληφθεί»

Αυτό το νεαρό άτομο εργάστηκε πολύ σκληρά, έλαβε αξιώματα στην επιχείρηση και απολάμβανε το σεβασμό των υφισταμένων του. Κάθε εργαζόμενος που είχε, εργάστηκε επιμελώς και ως ομάδα με τους υπόλοιπους. Οι επιδόσεις της εταιρείας βελτιώθηκαν σημαντικά.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ένα παιδί, που μεγαλώνει με υπερπροστασία και συνήθως απολαμβάνει ότι θέλει, αναπτύσσει πολλές φορές την «αρρωστημένη» νοοτροπία να θέτει τον εαυτό του πάνω απ’ όλα. Αυτό το άτομο δύσκολα εκτιμά τις προσπάθειες και τον αγώνα των γονέων του. Όταν αρχίζει να εργάζεται, έχει την απαίτηση, κάθε εργαζόμενος να τον ακούει υποτακτικά και αν γίνει προϊστάμενος ή διευθυντής, ποτέ δεν θα αναγνωρίσει τις προσπάθειες των εργαζομένων του και θα κατηγορεί πάντα τους άλλους, για τυχόν αποτυχίες. Αυτό το είδος των ανθρώπων, οι οποίοι μπορεί να είναι μορφωμένοι σπουδασμένοι και με πολλά πτυχία, μπορεί προσωρινά να επιτύχουν, αλλά τελικά ποτέ δεν αισθανθούν την «γλύκα» της επιτυχίας. Θα γκρινιάζουν συνεχώς θα είναι γεμάτοι μίσος και θυμό στην προσπάθειά τους να αναδειχτούν.

Αν ανήκουμε σ’ αυτό το είδος των γονέων καλό θα ήταν να λάβουμε υπόψη μας τα παραπάνω.

Μπορεί το παιδί μας να μεγαλώνει σ’ ένα όμορφο και άνετο σπίτι, να έχει το φαγητό της αρεσκείας του, να του προσφέρουμε άφθονα παιχνίδια, να το μαθαίνουμε πιάνο και χορό, να του προσφέρουμε όλες τις ανέσεις και να μην του χαλάμε χατίρι, αλλά.….

Όταν πχ σκαλίζουμε ή καθαρίζουμε τον κήπο μας ας το αφήσουμε να συμμετέχει, όταν στρώνουμε το τραπέζι για φαγητό ας το καλέσουμε να βοηθήσει, ας το μάθουμε να συμμετέχει. Δεν είναι επειδή έτσι θα μας ελαφρύνει από τα οικονομικά βάρη, ή ότι δεν έχουμε - αν είμαστε πλούσιοι - την ανάγκη της βοήθειάς του, αλλά με αυτό τον τρόπο του δείχνουμε την βασισμένη σε σωστές βάση αγάπη μας και το πιο σημαντικό του μαθαίνουμε να εκτιμά την αξία της συνεργασίας με άλλους προκειμένου να επιτευχθούν κάποια πράγματα σ’ αυτή τον κόσμο.

Πηγή: askitikon.eu

Ἐσθήρ - Ἡ κατάληξη ὅσων ἀσεβοῦν κατὰ τοῦ λαοῦ τοῦ πιστοῦ στὸ Θεό.



site analysis



ESTHIR AMAN
Ἐσθήρ - Ἡ κατάληξη ὅσων ἀσεβοῦν κατὰ τοῦ λαοῦ τοῦ πιστοῦ στὸ Θεό.
Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου, Δρ. Φυσικοῦ, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)
Τὸν ἕκτο αἰώνα πρὸ Χριστοῦ οἱ Ἰουδαῖοι βρέθηκαν αἰχμάλωτοι γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους στὴν Βαβυλώνα ἐπὶ ἑβδομήντα ἔτη. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τοὺς εἴχε ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ ἁπλὰ μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν δοκιμασία τοὺς διαπαιδαγωγοῦσε. Μάλιστα στὴν διάρκεια τῶν ἑβδομήκοντα ἐτῶν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους βρέθηκαν σὲ ἰδιαίτερα εὐμενεῖς θέσεις καὶ ὑπηρετοῦσαν στὴν αὐλὴ τοῦ Βασιλέως. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπήρξε καὶ ὁ Μαρδοχαῖος: «Μαρδοχαῖος ὁ τοῦ Ἰαΐρου, τοῦ Σεμεΐου, τοῦ Κισσαίου, ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, ἄνθρωπος Ἰουδαῖος οἰκῶν ἐν Σούσοις τῇ πόλει, ἄνθρωπος μέγας, θεραπεύων ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως. ἦν δὲ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, ἧς ᾐχμαλώτευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐξ Ἱερουσαλὴμ», Εσθ. Α,1-3.
Ὁ Μαρδοχαῖος ὑπηρετοῦσε μὲν στὴν αὐλὴ τοῦ Βασιλέως, ἀλλὰ ὅμως ἕνα συγκεκριμένο γεγονὸς τὸν ἔκανε νὰ ἀποκτήσει ἰδιαίτερη εὔνοια ἀπὸ τὸν Βασιλέα: ἡ ἀνακάλυψη καὶ καταγγελία τῆς συνωμοσίας δύο εὐνούχων αὐλικῶν τοῦ Βασιλέα εἰς βάρος του γιὰ τὴν δολοφονία του, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν παραδειγματικὴ καταδίκη αὐτῶν καὶ τὴν σωτηρία τοῦ Βασιλέα ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ αὐτὴ:

 «προσέταξεν ὁ βασιλεὺς καταχωρίσαι εἰς μνημόσυνον ἐν τῇ βασιλικῇ βιβλιοθήκῃ ὑπὲρ τῆς εὐνοίας Μαρδοχαίου ἐν ἐγκωμίῳ.», Ἐσθ. 2,23. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὠφελήθηκε ἕνας αὐλικός, ὁ Ἀμάν: «Μετὰ δὲ ταῦτα ἐδόξασεν ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης Ἀμὰν Ἀμαδάθου Βουγαῖον καὶ ὕψωσεν αὐτόν, καὶ ἐπρωτοβάθρει πάντων τῶν φίλων αὐτοῦ.», Ἐσθ. 3,1.     Καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ φοβερό. Ὁ Ἀμὰν ἀπαιτοῦσε μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὸν Μαρδοχαῖο καὶ νὰ τὸν προσκυνεῖ ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι μετὰ ἀπὸ σχετικὸ πρόσταγμα τοῦ Βασιλέως, καὶ ἐπειδὴ ὁ Μαρδοχαῖος δὲν τὸ ἔκανε αὐτό, ἀφοῦ δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεπε ἡ πίστη του στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ὡς πιστὸς Ἰουδαῖος ποὺ ἦταν, ὁ Ἀμὰν θέλησε νὰ ἐξολοθρεύσει αὐτὸν καὶ μαζὶ καὶ ὅλον τὸν λαό του, τὸν ἰουδαϊκὸ λαὸ («καὶ ἐπιγνοὺς Ἀμὰν ὅτι οὐ προσκυνεῖ αὐτῷ Μαρδοχαῖος, ἐθυμώθη σφόδρα καὶ ἐβουλεύσατο ἀφανίσαι πάντας τοὺς ὑπὸ τὴν Ἀρταξέρξου βασιλείαν Ἰουδαίους. » Ἐσθ. 3,5-6). Καὶ γιὰ νὰ τὸ πετύχει αὐτὸ εἶπε στὸ Βασιλιὰ: «οἱ νόμοι αὐτῶν εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ τοὺς νόμους ὅλων τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Αὐτοὶ, λοιπὸν, δὲν ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ βασιλέως καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν εἶναι συμφέρον στὸν βασιλέα νὰ ἀφήσει αὐτοὺς νὰ ζοῦν. Ἐάν λοιπὸν φαίνεται καλὸν στὸν βασιλέα, ἅς ἐκδώσει ἕνα διάταγμα καταστροφής τους, ἐγῶ δὲ ἐγγράφως θὰ ἀναλάβω τὴν ὑποχρέωση νὰ καταθέσω στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ βασιλέως δέκα χιλιάδες τάλαντα ἀργυρίου”. («οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, τῶν δὲ νόμων τοῦ βασιλέως παρακούουσι, καὶ οὐ συμφέρει τῷ βασιλεῖ ἐᾶσαι αὐτούς· εἰ δοκεῖ τῷ βασιλεῖ, δογματισάτω ἀπολέσαι αὐτούς, κἀγὼ διαγράψω εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τοῦ βασιλέως ἀργυρίου τάλαντα μύρια.», Ἐσθ. 3,8-9). Καὶ βλέπουμε στὰ λόγια του αὐτὰ, ὅτι ἐπειδὴ ὁ Βασιλιὰς θὰ ζημιωνόταν οἰκονομικὰ ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τόσων ἀνθρώπων, ἀφοῦ δὲν θὰ τοῦ πληρώναν πλέον τους φόρους τους, ἀναλάμβανε ὁ Ἀμὰν ἀκόμα καὶ νὰ ἀποζημειώσει ὁ ἴδιος τοὺς φόρους τους. Ἀρκεῖ νὰ ἐξαφανίσει τὸν Μαρδοχαῖο ποὺ προσκυνεῖ τὸν Θεὸ ἀντὶ γι’ αὐτὸν, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν λαό του, ποὺ πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεό!
Ἔτσι ὁ Βασιλιὰς πείστηκε, ἐξέδωσε τὸ σχετικὸ βασιλικὸ διάταγμα καὶ τὸ ἀπέστειλε σὲ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Βασιλείας του. Τότε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ εἰσήλθε στὴ μεγαλύτερη δοκιμασία ὅλων τῶν ἐτῶν τῆς Βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας του καὶ σὲ μιὰ τρομερὴ ἀνησυχία περιμένοντας τὴν ὁρισμένη ἡμέρα τῆς ἐξολόθρευσής του ἀπὸ ὅσους τὴν ἐπιθυμοῦν, χωρὶς νὰ ἔχει κανεῖς τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς ὑπερασπισθεῖ: «αὶ ἐν πάσῃ χώρᾳ, οὗ ἐξετίθετο τὰ γράμματα, κραυγὴ καὶ κοπετὸς καὶ πένθος μέγα τοῖς Ἰουδαίοις, σάκκον καὶ σποδὸν ἔστρωσαν ἑαυτοῖς.», Ἐσθ. 4,3. Ὅμως ὁ Θεὸς ἦταν μαζὶ μὲ τὸ λαό του ὅσο καὶ ἄν ἐπέτρεπε νὰ δοκιμάζεται ἔτσι, καὶ ὁ Ἀμὰν εἶχε κάνει ἕνα μεγάλο λάθος: τυφλωμένος ἀπὸ τὴν μεγάλη του ὑπερηφάνεια καὶ φιλοδοξία ποὺ γέμιζαν αὐτὸν μίσος γιὰ ὅποιον τοῦ στεκόταν ἐμπόδιο, δὲν εἶχε ἐλέγξει καλὰ μὲ ποιοὺς πάει νὰ τὰ βάλει. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ Μαρδοχαῖος εἶχε κερδίσει τὴν εὔνοια τοῦ Βασιλιὰ καὶ τὸ ξεσκέπασμα τῶν συνωμοτών ἀπὸ αὐτὸν εἶχε καταχωρηθεί στὸ Βιβλίο τῶν Χρονικῶν τοῦ Βασιλείου ὡς μέγα γεγονὸς, τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ νέα βασίλισσα ποὺ κατ’ οἰκονομία Θεοῦ ἀντικατέστησε τὴν προηγούμενη, ἐπειδὴ ἐκείνη ἔδειξε ἀνυπακοή («…Ἀστὶν τῇ βασιλίσσῃ, ὅτι οὐκ ἐποίησε τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέως προσταχθέντα διὰ τῶν εὐνούχων.», Ἐσθ. 1,15), καὶ ἦταν ἡ Ἐσθήρ, ἦταν ξάδελφή του καὶ αὐτὸς τὴν εἶχε ἀναθρέψει ὅταν ἔμεινε ὀρφανή, καταφέρνοντας χωρὶς ὁ Βασιλιὰς νὰ γνωρίζει τὴν καταγωγή της, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Μαρδοχαίου, νὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπέλεξε ὁ Βασιλιὰς γιὰ νέα σύζυγό του. Καὶ ἡ Ἐσθὴρ ὅταν στὴν δύσκολη ὥρα τῆς ζήτησε ὁ ξάδελφός της νὰ ἐπέμβει γιὰ νὰ σώσει τὸ λαὸ, τὸν ἄκουσε. Ἔτσι παρουσιάστηκε στὸ Βασιλιὰ ἀπρόσκλητη, παρόλο ποὺ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο σήμαινε καταδίκη σὲ θάνατο («εἰσελεύσομαι πρὸς τὸν βασιλέα παρὰ τὸν νόμον, ἐὰν καὶ ἀπολέσθαι με δέῃ.», Ἐσθ. 4,16). Τὸ ἔκανε ὅμως, ἀφοῦ πρώτα προετοιμάστηκε νηστεύοντας καὶ αὐτὴ καὶ ὅλος ὁ λαὸς στὴν πόλη γιὰ τρία ἡμερόνυχτα: « βαδίσας ἐκκλησίασον τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ἐν Σούσοις καὶ νηστεύσατε ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ μὴ φάγητε μηδὲ πίητε ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς νύκτα καὶ ἡμέραν, κἀγὼ δὲ καὶ αἱ ἅβραι μου ἀσιτήσομεν», Ἐσθ. 4,16.
Ὅμως ὅταν μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἡ Ἐσθὴρ ὁλοκληρώνοντας τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ της («Καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὡς ἐπαύσατο προσευχομένη, ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς θεραπείας καὶ περιεβάλετο τὴν δόξαν αὐτῆς.», Ἐσθ. 5,1) παρουσιάστηκε στὸν Βασιλέα, ἐκεῖνος τὴν δέχθηκε ὡς Βασίλισσα ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τοὺς νόμους καὶ αὐτὴ μαζί του τοὺς ὁρίζει: «τί ἐστιν Ἐσθήρ; ἐγὼ ὁ ἀδελφός σου, θάρσει, οὐ μὴ ἀποθάνῃς ὅτι κοινὸν τὸ πρόσταγμα ἡμῶν ἐστι· πρόσελθε.», Ἐσθ. 5,1ζ. Τότε πέτυχε τὴν πρόσκληση του σὲ γεῦμα ποὺ θὰ παρέθετε ἡ ἴδια, ζητώντας νὰ εἶναι παρὸν καὶ ὁ Ἀμάν. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους τοῦ Ἀμάν. Αὐτὴ ὅμως ὁριστικοποιήθηκε μὲ τὴν κατ’ οἰκονομία Θεοῦ ἀνάγνωση τοῦ Βιβλίου τῶν Χρονικῶν ἐνώπιων τοῦ Βασιλέα τὴν νύχτα λόγω τῆς ἀϋπνίας ποὺ εἶχε, ὁπότε ἀναζητώντας κάτι γιὰ νὰ τοῦ διαβάσουν, τοῦ διάβασαν γιὰ τὴν σωτηρία του ἀπὸ τὴν συνωμοσία εἰς βάρος του χάρη στὸν Μαρδοχαῖο. Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα ὅλα ἔγιναν ἀστραπιαία. Ὁ Ἀμὰν ποὺ νόμιζε ὅτι νέες τιμές τὸν περίμεναν, βρέθηκε νὰ τιμὰ κατόπιν διαταγῆς τοῦ Βασιλέως τὸν ἄνθρωπο ποὺ μισοῦσε, τὸν Μαρδοχαῖο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε μόλις ἑτοιμάσει ἕνα ἰκρίωμα πενήντα πήχεις ψηλό γιὰ νὰ τὸν κρεμάσει, ἐνῶ στὸ γεῦμα  ποὺ ἀκολούθησε, ὅπως τοῦ εἶπαν οἱ φίλοι του καὶ ἡ γυναῖκα του λίγο πρὶν ἀπὸ αὐτὸ ὅτι «ὁριστικῶς καὶ βεβαίως θὰ πέσεις καὶ θὰ ταπεινωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Μαρδοχαίου, διότι μαζὶ του εἶναι ὁ ἀληθινός, αἰώνιος Θεός» («πεσὼν πεσῇ καὶ οὐ μὴ δύνῃ αὐτὸν ἀμύνασθαι, ὅτι Θεὸς ζῶν μετ᾿ αὐτοῦ», Εσθ. 6,13), ἡ Ἐσθὴρ φανέρωσε σὲ αὐτὸ ἐνώπιων τοῦ Βασιλιὰ τὴν ἰουδαϊκή κατάγωγή της, ποὺ ἀπὸ αὐτὴ γινόταν πλέον ἀναμφίβολα ἀντιληπτὸ ὅτι τὸ μίσος τοῦ Ἀμὰν στρέφεται καὶ ἐναντίον της, ὁπότε ἡ κατάληξη αὐτοῦ ἤταν πιὰ ἐντελῶς δεδομένη καὶ ἀναπόφευκτη. Καὶ ἡ θανατική ποινὴ του ἐκτελέστηκε μὲ τὴν σταύρωσή του στὸ ἰκρίωμα ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ τὸν Μαρδοχαῖο. Τὴν ἴδια κατάληξη εἶχε καὶ ὅλη οἰκογένειά του, γιατὶ ὁ Βασιλιὰς ἄν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ καταργήσει τὸ βασιλικὸ διάταγμα τῆς ἐπίθεσης κατὰ τῶν Ἰουδαῖων, ἐξέδωσε δεύτερο ποὺ ἐπέτρεπε τὴν ὑπεράσπιση τῶν Ἰουδαῖων, καὶ ἔτσι στὴν ὁρισμένη ἡμέρα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πανίσχυρου πλέον Μαρδοχαίου ποὺ πήρε τὴν θέση τοῦ Ἀμὰν ὡς δεύτερος μετὰ τὸν Βασιλιά («ἔλαβε δὲ ὁ βασιλεὺς τὸν δακτύλιον, ὃν ἀφείλετο Ἀμάν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν Μαρδοχαίῳ», Ἐσθ. 8,2), ἀντὶ νὰ θανατωθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, θανατώθηκαν οἱ ἐχθροί τους, μὲ πρώτους τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀμάν.  
Ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν ὁ Μαρδοχαῖος τὰ εἶχε δεῖ σὲ ὄνειρο λίγο πρὶν συμβοῦν, τὸ ὁποῖο στὴν βιβλικὴ ἱστορία τῆς Ἐσθὴρ περιγράφεται ὡς ἐξῆς: «… ἡγέρθηκαν, συνασπίσθηκαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν ὅλα τὰ ἔθνη νὰ πολεμήσουν ἐναντίον ἑνὸς ἔθνους δικαίων ἀνθρώπων. Αἴφνης κατά τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔγινε γνόφος καὶ σκότος. Θλίψις καὶ στενοχωρία ἀπλώθηκε στὴν γῆ. Δεινὰ καὶ ταραχὴ μεγάλη. Ὅλο τὸ ἔθνος τῶν δικαίων, ἐπειδὴ φοβήθηκε, μήπως οἱ συμφορὲς ἐκσπάσουν ἐναντίον αὐτῶν καὶ καταστραφοῦν, παρεκάλεσαν τὸν Θεόν μὲ μεγάλη φωνή. Ἀπό τὴν βοὴν τοῦ δικαίου αὐτοῦ ἔθνους ἐρράγει καὶ φανερώθηκε κάποια μικρά πηγή, ἀπό τὴν ὁποία ὅμως ἐπήγασεν ἕνας μεγάλος ποταμός, νερὸ ἄφθονον. Ἐφάνει τὸ φῶς τῆς πρωΐας, ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος καὶ οἱ ταπεινωμένοι δίκαιοι ὑψώθηκαν, ἐνισχύθηκαν καὶ κατέφαγον τοὺς ἰσχυροὺς ἐχθρούς τους» («ἡτοιμάσθη πᾶν ἔθνος εἰς πόλεμον, ὥστε πολεμῆσαι δικαίων ἔθνος. καὶ ἰδοὺ ἡμέρα σκότος καὶ γνόφου, θλῖψις καὶ στενοχωρία, κάκωσις καὶ τάραχος μέγας ἐπὶ τῆς γῆς·καὶ ἐταράχθη πᾶν ἔθνος δίκαιον φοβούμενοι τὰ ἑαυτῶν κακὰ καὶ ἡτοιμάσθησαν ἀπολέσθαι καὶ ἐβόησαν πρὸς τὸν Θεόν. ἀπὸ δὲ τῆς βοῆς αὐτῶν ἐγένετο ὡσανεὶ ἀπὸ μικρᾶς πηγῆς ποταμὸς μέγας, ὕδωρ πολύ· καὶ φῶς καὶ ἥλιος ἀνέτειλε, καὶ οἱ ταπεινοὶ ὑψώθησαν καὶ κατέφαγον τοὺς ἐνδόξους.», Ἐσθ. Α, 6- 10). Δηλαδὴ, ἐπιγραμματικά,  ὅλα τὰ ἔθνη στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ἔθνους τῶν δικαίων ἀνθρώπων, ἤ ἀλλιῶς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τελικὰ μετὰ ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ φόβο, ἀφοῦ παρεκάλεσαν οἱ πιστοὶ τὸ Θεό, ἐκπήγασε καὶ ἔτρεξε τὸ νερὸ, ἐφάνει τὸ φῶς, ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, καὶ τελικὰ οἱ δίκαιοι ἐπέζησαν καὶ βασίλευσαν, ἐνῶ ὅσοι τοὺς πολέμαγαν νικήθηκαν καὶ ταπεινώθηκαν.
Καὶ τὶ ἄλλο δὲν συμβαίνει σήμερα παρὰ ὁ πόλεμος ὅλων κατὰ τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησία καὶ μάλιστα ἐδῶ ποὺ δοξάστηκε περισσότερο ἀπὸ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, στὴν πατρίδα Ἑλλάδα, ἀπαιτῶντας ἀπὸ ὅλες τῆς κατευθύνσεις, ἀπὸ ἐκτὸς καὶ ἀπὸ ἐντὸς, τὸ ξεπούλημά της, τὴν λεηλασία τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν της, τὸν πνευματικὸ θάνατο τῶν τέκνων της, νὰ ξεχάσουν τὴν ἱστορία καὶ τὴν πίστη τους, τὴν γλώσσα καὶ τὴν ταυτότητά τους. Τὴν ἔχουν κατασυκοφαντήσει («οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, τῶν δὲ νόμων τοῦ βασιλέως παρακούουσι, καὶ οὐ συμφέρει τῷ βασιλεῖ ἐᾶσαι αὐτούς·») καὶ ζητοῦν τὴν ἀπώλειά της («εἰ δοκεῖ τῷ βασιλεῖ, δογματισάτω ἀπολέσαι αὐτούς»). Πληρώνουν ὅσο καὶ ὅσο γι’ αὐτὸ, μνημόνια τρισεκατομμυρίων («διαγράψω εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τοῦ βασιλέως ἀργυρίου τάλαντα μύρια»), ἀρκεῖ νὰ πετύχουν τὴν διαφθορὰ τῶν ἀξιῶν μας, τὴν πνευματικὴ μας ἀλλοτρίωση, νὰ ἀπεμπολήσουμε τὴν πλούσια ανεκτίμητη κληρονομιά μας, τὸ μοναδικὸ ἱστορικό παρελθόν μας. Στὴν πραγματικότητα βέβαια, αὐτὰ ποὺ μᾶς πληρώνουν, τὰ μύρια τάλαντα ἀργυρίου, μπροστὰ σὲ αὐτὰ ποὺ θέλουν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν καὶ νὰ μᾶς στερήσουν, δὲν εἶναι παρὰ τὰ ἄχρηστα κύμβαλα τῆς ἀδικίας. Ὅμως δὲν ὑπολογίζουν κάτι: τοὺς Μαρδοχαίους, ποὺ δὲν τοὺς προσκυνοῦν ὅσο καὶ ἄν λυσσάνε, ὅσο ψηλὰ ἰκριώματα καὶ ἄν ἑτοιμάζουν, τῶν ὁποίων τὰ ὁνόματα εἶναι γραμμένα στὸ Βιβλίο τοῦ Βασιλιά καὶ διαβάζονται μπροστά Του τουλάχιστον κάθε Κυριακὴ στὴ Θεία Λειτουργία, καὶ τὶς Ἐσθὴρ ποὺ ἔχουν παρρησία μπροστὰ στὸ Βασιλέα καὶ Αὐτὸς τὶς ἀγαπάει καὶ εἶναι διατεθειμένος νὰ τὶς χαρίσει ὡς καὶ τὸ μισὸ βασίλειό Του («καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τί θέλεις, Ἐσθήρ; καὶ τί σού ἐστι τὸ ἀξίωμα; ἕως τοῦ ἡμίσους τῆς βασιλείας μου, καὶ ἔσται σοι.», Ἐσθ. 5,3). Ὁ Βασιλιὰς ἐπιτρέπει νὰ βάζουν σὲ δοκιμασία τὸν λαό του αὐτοὶ ποὺ δὲν Τὸν γνωρίζουν, ὅταν ὅμως ἔρθει ἡ ὥρα Αὐτὸς ἔχει τὴν τελευταία κουβέντα. Καὶ ἀποδοκιμάζει τὸν κάθε ἀσεβὴ καὶ προκλητικὸ Ἀμὰν, ἐνῶ εὐδοκεῖ στὸ κάθε εὐσεβὴ πιστό του Μαρδοχαῖο καὶ στὴ κάθε Ἐσθήρ.
ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ

Ἡ Ἁγία Νίκη ἡ Μάρτυς



site analysis

Ημ. Εορτής: 25 Απριλίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως: 303 μ.Χ.
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:  Νίκη

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Νίκη πίστεψε στὸν Χριστὸ διὰ τῶν θαυμάτων ποὺ συνέβησαν κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ἐπὶ Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ὑπέστη τὸν διὰ ξίφους μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 303 μ.Χ.

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

ΕΛΙΣΑΒΕΤ Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ 1



site analysis

Ο βίος της Οσίας Ελισάβετ της θαυματουργού
1. Άλλες γυναίκες απέκτησαν δύναμη και άλλες πλούτη, είπε ο σοφώτατος Σολομών προφητικά μιλώντας ότι όχι μόνον άνδρες μα και γυναίκες σε διάφορες εποχές έλαμψαν με την ομορφιά διαφόρων αρετών. Έγιναν κοινω­νοί χαρισμάτων του θείου Πνεύματος κι έκαναν με τρόπο απίστευτο τέρατα και σημεία θαυμαστά σ' ολόκληρη την οικουμένη. Γιατί χίλιες μύριες γυναίκες στην εποχή του νόμου και αργότερα στα χρόνια της χάρης η Γραφή εμφανίζει να μεταβάλλουν την ασθένεια του γένους σε γενναίο φρόνημα. Αυτές με εγκράτεια και σκληρή άσκηση κατατρόπωσαν γεν­ναία και με τη δύναμη του Υψίστου, αυτόν, που στα παλιά ξεγέλασε την προμήτορα Εύα κι είναι του ανθρώπινου γένους εχθρός και α­ντίπαλος, κι έτσι κέρδισαν λαμπρά της νίκης τρόπαια.
2. Μια απ' αυτές είναι και η σεβάσμια και ξακουστή για τα θαύματά της Ελισάβετ. Αυτή πατρίδα της είχε τη μεγαλούπολη Ηράκλεια της Θράκης. Οι γονείς της ήταν ξακουστοί και ονομαστοί από αρχοντική γενιά, φημισμένοι για τα πλούτη τους και περίφημοι για την αρε­τή τους. Του πατέρα της τ' όνομα ήταν Ευνο­μιανός και είχε για δεύτερη φορά γίνει ύπατος. Η μητέρα της ονομαζόταν Ευφημία. Αυτοί, ό­πως του καθενός το όνομα δηλώνει, ζούσαν με αγάπη και αφοσίωση στον Θεό κι αδιάκοπα δί­δασκαν τον νόμο του Κυρίου. Γι' αυτό σ' όλους ήταν γνωστοί κι όλοι τούς τιμούσαν. Κα­τοικούσαν κοντά στην πόλη που ανέφερα, στον τόπο που από παλιά ονομαζόταν Θρακοκρήνη και τώρα Αβυδηνοί. Ζούσαν με ευσέβεια και άψογο τρόπο ζωής έχοντας πρότυπο τον Ιώβ και με πάθος ποθώντας να μιμηθούν τη φιλοξενία του Αβραάμ, απλόχερα βοηθού­σαν όλους, όσοι είχαν ανάγκες υλικές. Γι' αυ­τό, όπως εκείνος, αποκτούν «εξ επαγγελίας» καρπό αντάξιο της ψυχικής τους ομορφιάς και αγαθοεργίας. Και το πως απόκτησαν αυτό το παιδί, θα το φανερώσει πεντακάθαρα ή διήγη­ση που θα ακολουθήσει.
Είχαν περάσει δεκάξι χρόνια από τότε πού παντρεύτηκαν κι ήταν ακόμη άτεκνοι. Στερη­μένοι από παιδί, όπως ήταν φυσικό, πικραίνο­νταν και λυπούνταν κι αδιάκοπα παρακαλούσαν τον καρδιογνώστη Θεό να τους διαλύσει τη λύπη της ατεκνίας και να τους χαρίσει παι­δί, διάδοχο του γένους τους και κληρονόμο του πλούτου τους. Ο Κύριος, που ικανοποιεί το θέλημα των πιστών του, άκουσε με ευμένεια τη δέησή τους και δεν παρέβλεψε την προσευ­χή τους, που η εκπλήρωσή της έμελλε να τον ευαρεστήσει.
3. Υπήρχε λοιπόν στον τόπο κάποιο παλιό έθιμο να συγκεντρώνονται στη μνήμη της καλ­λίνικης μάρτυρος Γλυκερίας, όσοι γύρω κατοικούσαν, και να γιορτάζουν μαζί με όσους ζού­σαν μέσα στην πόλη μια ολόκληρη εβδομάδα. Η μνήμη της Γλυκερίας τελείται στις δεκατρείς Μαΐου. Τότε ήρθαν μαζί με άλλους και οι εξαίρετοι γονείς της οσίας. Έκαναν λιτανείες και ολονύκτιες δοξολογίες. Επισκέπτο­νταν τους αγίους ναούς της πόλης που σ' αυ­τούς φυλάγονται τα τίμια λείψανα των σαρά­ντα αγίων γυναικών, του διακόνου Αμμώς και πολλών άλλων αγίων. Γι' αυτούς τους αγίους και την πανέμορφη και λαμπρή οικοδόμηση του ναών μας αφηγείται λεπτομερέστερα ο βίος του μεγάλου ανάμεσα στους ιεράρχες Παρθενίου2. Αυτούς τούς αγίους τούς τιμούσαν όπως τους έπρεπε, τους επαινούσαν παραθέτο­ντας κοινή τράπεζα και γέμιζε η ψυχή τους ευ­φροσύνη. Λιτάνευαν τότε την πολυσέβαστη κάρα της μάρτυρος που αποκεφαλίστηκε για την αγάπη του Χριστού. Αυτήν την κάρα της αγίας, ο πατέρας της οσίας Ευνομιανός, καθώς τελούνταν η θεία μυσταγωγία από τον τότε αρ­χιερέα της πόλης Λέοντα στον ιερό ναό της Θεομήτορος με τ' όνομα Θησαυρός, την αντί­κρυσε μια να χαμογελάει κι άλλοτε πάλι να λυπάται. Αυτό το λογάριασε σαν φανερό ση­μάδι της πίστης του στη μάρτυρα και γέμισε η ψυχή του με χαρά και λύπη μαζί.
Η σύναξη τέλειωσε αφού ο κόσμος είχε κά­νει μεγάλης διάρκειας προσευχή στον χώρο του Καταχειλά, έτσι ονομαζόταν εκεί ο ναός της Παναγίας. Τότε, κατά τις δώδεκα η ώρα, αφού και πάλι συνάχτηκαν στον λαμπρό ναό της μάρτυρος Γλυκερίας, τέλεσαν τον εσπερινό κι όλοι από κει έφυγαν, ενώ μόνος ο Ευνο­μιανός μαζί με τη γυναίκα του την Ευφημία έ­μεινε σ' εκείνο τον τόπο. Εκεί ικέτευε την αθληφόρο με θέρμη περισσή, να λύσει τα δεσμά της στείρωσής τους και παρ' ελπίδα να τους χαρίσει παιδί. Τράβηξε η προσευχή τους ως τα μεσάνυχτα και τότε έγειραν χάμω και τους πή­ρε για λίγο ο ύπνος. Ύστερα ξύπνησαν και ­ω του θαύματος και των φρικτών του Θεού μυ­στηρίων- παρουσιάζεται στον άνδρα σε όνει­ρο η γλυκύτατη, όπως τόνομά της δήλωνε, μάρτυρα Γλυκερία και του λέγει. «Γιατί μου δημιουργείς κόπους, άνθρωπέ μου, και μου ζη­τάς αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να σου το δώσει; Όμως, αν στ' αλήθεια δίνεις τον λόγο σου πως θ' αποκτήσετε καρδιά και πνεύμα ταπεινό και πως ποτέ δεν θα καυχιέστε σε βάρος των άλλων, ευχή κάνω να σου δώσει με τις πρεσβείες μου ο μεγαλόδωρος Κύριος το γρη­γορώτερο ένα κορίτσι. Αυτό θα το ονομάσεις Ελισάβετ, γιατί θ' αναδειχθεί όμοια στην ψυ­χή με τη μητέρα του Ιωάννη του προδρόμου και βαπτιστή».
Αυτός με όρκο συμφώνησε ότι θα κάνει αυτά πού ζήτησε α αγία. Τότε εκείνη τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού κι έφυγε από κο­ντά του. Ο άνδρας όταν ξύπνησε, διηγόταν το όραμα στη γυναίκα, ενώ και εκείνη έλεγε ότι είδε παρόμοιο. Το ίδιο και ο θεοφιλέστατος αρχιεπίσκοπος προικισμένος με διορατικό χά­ρισμα, όπως ακριβώς ή μάρτυς του Χριστού, έ­τσι κι εκείνος νουθετούσε τους δυο τους με συμβουλές. Ύστερα από τη γιορτή, αφού τους φιλοξένησε τρεις μέρες, τους ευλόγησε και ει­ρηνικά τούς ξεπροβόδισε για το σπίτι τους.
4. Η γυναίκα αμέσως συνέλαβε και αφού συμπληρώθηκαν οι εννέα μήνες, σύμφωνα με την αληθινή προφητεία της μάρτυρος, γέννησε κορίτσι. Όταν πέρασαν σαράντα μέρες, ο Ευ­νομιανός πήρε το παιδί με τη μητέρα και το έ­φερε στην πόλη. Έφθασε στον ναό της σεβα­στής μάρτυρος, πλησίασε στη σεπτή της εικό­να πού ήταν τοποθετημένη στα δεξιά, πρόσπε­σε με το πρόσωπο στη γη και την ευχαριστούσε μ' όλη του την καρδιά με δάκρυα συγκερα­σμένα με χαρά. Έπειτα έστησε το βλέμμα του στην εικόνα κι όταν, όπως της έπρεπε, εκδή­λωσε την ευγνωμοσύνη του, είδε κάποιο παρά­ξενο κι εξαίσιο μαζί θέαμα. Η απεικόνισή της δηλαδή άστραψε πιότερο από τον ήλιο, κίνησε τα χείλη ήρεμα και είπε. «Καιρός να ξεπληρώ­σεις, Ευνομιανέ, τις συμφωνίες σου με τον Θεό». Γέμισε ή ψυχή του από φόβο και τρόμο κι έμεινε να βλέπει το θέαμα αποσβολωμένος. Έπειτα πήγαν στον σεβαστό αρχιεπίσκοπο, τον χαιρέτησαν, όπως τους ήταν συνήθεια, με σεβασμό και τον θερμοπαρακάλεσαν να κάνει χριστιανό το παιδί τους. Εκείνος αφού τους δέχθηκε, το βάφτισε και τούδωσε το όνομα Ελισάβετ, όπως προείπε η μάρτυς. Πρόσθεσε πολλές ευχές γι' αυτούς κι ύστερα γύρισε στο παιδί και είπε. «Παιδί μου, ας με σπλαγχνιστεί με τη δική σου μεσιτεία ο Θεός κι ας μου χαρί­σει συγχώρεση για τις αμαρτίες μου».
Έπειτα απ' αυτά γύρισαν στο σπίτι τους με πλημμυρισμένη την ψυχή από χαρά. Το κορί­τσι μεγάλωνε και πρόκοβε σε χάρη Θεού. Όταν πια έγινε τριών χρόνων, ο πατέρας της άρχισε να της μαθαίνει τα ιερά γράμματα. Σ' αυ­τά τόσο πολύ φάνηκε επιδέξια και ικανή, που τους βίους των άγίων και μόνο που τους άκου­γε, μπορούσε να τους διηγείται. Μόλις συμ­πλήρωνε τα δώδεκα χρόνια, η μητέρα της έφυ­γε από την πρόσκαιρη ζωή. Ο πατέρας της ή­θελε να την παντρέψει, αυτή όμως ούτε να το ακούσει δεν άντεχε. Ποθούσε πιο πολύ να νυμ­φευθεί τον αθάνατο νυμφίο Χριστό.
Κύλησαν από τον θάνατο της μητέρας τρία χρόνια κι ο Ευνομιανός, ο πατέρας της, έφυγε απ' αύτή τη ζωή χαρούμενος προς τον Κύριο. Η μακαρία Ελισάβετ απόμεινε ορφανή. Όμως αμέσως δόθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, τον πατέρα των ορφανών. Λαχτάρησε τον μοναχικό και ακτήμονα βίο. Γι' αυτό το χρυ­σάφι και το ασήμι, που γι' αυτήν είχαν αποθη­σαυρίσει οι γονείς της, και την άλλη της πε­ριουσία, πού ήταν αξιόλογη, μοίρασε στους φτωχούς και με τα χέρια των φτωχών την κατέ­θεσε στον Θεό. Στους δούλους πάλι και στις δούλες της χάρισε την ελευθερία τους.
5. Αναχώρησε στη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, χωρίς πια να κοιτάξει πίσω. Έφθασε στο ιερό μοναστήρι του μεγα­λομάρτυρα Γεωργίου, που έχει τ' όνομα «Μι­κρός Λόφος», όπου ηγουμένη ήταν κάποια θεία της από τον πατέρα της. Εκεί απαρνήθη­κε τον κόσμο, φόρεσε το αγγελικό σχήμα και ολόψυχα δόθηκε στους ασκητικούς αγώνες.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πέτυχε κάθε είδος αρετής και γέμισε με όλα τα χαρί­σματα του Πνεύματος. Με μακροχρόνιες νη­στείες δουλαγωγούσε τό σώμα της και το τυραννούσε, όπως ο μέγας Μωυσής κι ο Θεσβί­της Ηλίας. Έμενε δίχως να φάει πολλές φο­ρές σαράντα ολόκληρες μέρες, ενώ ποτέ δεν έ­βαζε στο στόμα της λάδι, αλλά τρεφόταν μόνο με τον ζωντανό και επουράνιο άρτο. Κι όσο συνεχώς στολιζόταν με την ταπείνωση που ε­ξυψώνει, και με τα μάτια της καρδιάς ατένιζε νοερά τη θεϊκή ομορφιά, τόσο δεν ήθελε ούτε και στο ελάχιστο να υψώσει τα μάτια της προς τον ουρανό, ώστε περισσότερο από τρισήμιση χρόνια είχε στραμμένο το βλέμμα της στη γη, χωρίς ούτε μια φορά να το σηκώσει προς τον ουρανό. Την ακτημοσύνη τη θεωρούσε σαν τον μεγαλύτερο πλούτο και γι' αυτό την αγα­πούσε εξαιρετικά. Είχε πάντοτε ένα μόνο χιτώ­να φορώντας στολή αφθαρσίας, που με την α­πάθειά της είχε γι' αυτήν υφανθεί απ' τον Θεό. Κι όπως η ψυχή της καιγόταν από τον θεϊκό έ­ρωτα, δεχόταν με ευκολία την παγωνιά του χει­μώνα κι είχε γυμνά τα πόδια της από υποδήμα­τα, έτσι ωραία καθώς πορευόταν προς το βρα­βείο της ουράνιας πρόσκλησης. Το σώμα της ποτέ δεν δέχτηκε να το πλύνει με θερμό νερό. Το διατηρούσε όμως καθαρό λούζοντάς το κά­θε μέρα, όπως το λέει ο ψαλμωδός, με τις α­στείρευτες πηγές των δακρύων της3. Και καθα­ρίζοντάς το από κάθε βρωμιά, καλλιεργούσε την ψυχή της έτσι, που νάχει όψη θεϊκή.
6. Συμπληρώθηκαν από τότε που μόνασε δυο χρόνια, κι η ηγουμένη της μονής, αδελφή του πατέρα της, έφυγε από την παρούσα ζωή, αφού όρισε διάδοχό της την οσία. Αυτήν, ο μέγας Γεννάδιος4, που ήταν πατριάρχης, σύμφωνα με το έθιμο την όρισε και τοποθέτησε ηγουμένη της μονής. Και τέτοια αναδείχτηκε στα κατά Θεόν έργα και στα προτερήματα και σε τόσο μεγάλο ύψος υπεροχής αρετής και τελειότητας έφθασε, ώστε με τη μεγάλη δύναμη που απέ­κτησε να κάνει πολλά θαύματα, να θεραπεύει αγιάτρευτες αρρώστιες, να διώχνει δαίμονες με του Χριστού την επίκληση, ν' αξιωθεί θεϊκή έλλαμψη και ουράνια αποκάλυψη κι ακόμα να προβλέπει και να προλέγει τα μέλλοντα. Μ' αυτό το χάρισμα πρόβλεψε με θεϊκή αποκάλυ­ψη και τη μεγάλη πυρκαϊά5, που από θεόσταλ­τη οργή άναψε στην πόλη και την προείπε στον ευσεβή Λέοντα, βασιλιά τότε των Ρω­μαίων. Τα ίδια και με όμοιο τρόπο προφήτεψε και στον στυλίτη Δανιήλ, που μόναζε στον Άναπλο. Κι αν οι προσευχές αυτών των δύο δεν έφθαναν στον Θεό, ολόκληρη σχεδόν η πόλη θα γινόταν στάχτη. Γι' αυτό από τότε μεγάλη εμπιστοσύνη είχε ο ευσεβής εκείνος βασιλιάς στην οσία και την τιμούσε, όπως της άξιζε. Θέλοντας μάλιστα να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, της χάρισε για το μοναστήρι της, που ήταν μικρό και φτω­χό, ένα από τα βασιλικά κτήματα στην τοποθε­σία Έβδομο, που είχε το όνομα του αγίου Βα­βύλα. Σ' αυτόν τον τόπο ήταν χαλάσματα από αρκετά παλιά κτίσματα κι ανάμεσά τους από πολύ καιρό φώλιαζε μεγάλο φίδι. Αυτό προξε­νούσε βλάβη σε πολλούς απ' τούς διαβάτες κι έκανε τον τόπο να είναι για τον καθένα άβα­τος. Γι' αυτό ολόκληρη η πόλη κατεχόταν από λύπη και αμηχανία, χωρίς να μπορεί ν' απαλ­λαγεί από τη συμφορά. Αυτό το έμαθε η αγία από κάποιους πού κατοικούσαν εκεί και εμ­πνευσμένη από θεϊκό ζήλο παίρνει το όπλο του τιμίου Σταυρού και φθάνει στον τόπο. Υ­ψώνει το βλέμμα της στον ουρανό, επικαλείται τη βοήθεια του Θεού, καλεί το θηρίο και το κάνει άθελά του να βγει απ' τη φωλιά. Το σφραγίζει με το σημείο του Σταυρού, γεμίζει με σάλιο το στόμα της, φτύνει το κεφάλι, το καταπατάει με τα πόδια της και το σκοτώνει λέγοντας. «"Θα πατήσω πάνω στα δηλητηριώ­δη φίδια, την ασπίδα και τον βασιλίσκο, και θα καταπατήσω το λεοντάρι και τον δράκον­τα" περιζωσμένη από τη δύναμη του τιμίου Σταυρού». Έτσι απάλλαξε από την απειλή του φιδιού αυτούς που ζούσαν σ' εκείνη την πόλη.
Απ' αυτό το γεγονός κι έπειτα γεμάτη από αισιοδοξία και σαν να πήρε κάποια σίγουρη πληροφορία ότι μπορεί με του Θεού τη δύναμη να νικήσει και τον νοητό, όπως και τον αισθη­τό δράκοντα, άρχισε με θάρρος να κάνει θαύ­ματα.
7. Η φήμη γι' αυτήν διαδόθηκε σ' όλη την πόλη. Κάποιος απ' τους ευγενείς και πλούσιους, που είχε μοναχοκόρη που τυραννιόταν από συνεχή αιμορραγία, κι ενώ τα πιο πολλά από την περιουσία του τα είχε ξοδέψει σε για­τρούς, σε τίποτε δεν μπόρεσε να την ωφελή­σει. η αρρώστια τύχαινε να είναι ισχυρότερη από την επιστήμη τους. Τέλος, απογοητευμέ­νος για τη σωτηρία της απ' τούς γιατρούς, φέρ­νει την κόρη και τη ρίχνει στα πόδια της αγίας κράζοντας με δάκρυα. «Σώσε μου το δυ­στυχισμένο μου κορίτσι, δούλη του Θεού. Στον Θεό και στα δικά σου χέρια και τις ευχές το εμπιστεύομαι, κι αν θέλεις, πάρε όλο μου το βίος». Κι αυτή του είπε. «Όσα στο σπιτικό σου ορίζεις, κράτα τα εσύ ο ίδιος σαν δικά σου, γιατί καθόλου δεν μου χρειάζονται. Εσύ όμως, αν αδίστακτα πιστεύεις και υπόσχεσαι ότι σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου ως το τέλος της ζωής σου θα είσαι ταπεινός και θα ελεείς τους φτωχούς, η κόρη σου θα θερα­πευθεί». Όταν ο άνθρωπος συμφώνησε ότι οπωσδήποτε θα τα κάνει αυτά, εκείνη αφού ά­λειψε με άγιο έλαιο του μεγαλομάρτυρα Γεωρ­γίου το κορίτσι κι ενώ παράλληλα προσευχή­θηκε, το θεραπεύει και το στέλνει με τον πατέ­ρα του στο σπίτι χαρούμενο και με καρδιά πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη.
Αλλά και πολλές άλλες γυναίκες που πέθαι­ναν από την ίδια ασθένεια της αιμορραγίας έρ­χονταν σ' αυτήν με ολόψυχη πίστη και τις θε­ράπευε σταματώντας μ' ένα παρόμοιο τρόπο την αιμορραγία. Μαζί μ' αυτές και κάποιος άν­δρας εκ γενετής τυφλός, όταν άκουσε για τα θαύματα της οσίας, έρχεται σ' αυτήν χειραγω­γούμενος από άλλους. «Σπλαχνίσου με», έλεγε, «πιστή μαθήτρια του Θεού, και άνοιξέ μου τα μάτια για να δω το γλυκό φως και να δοξά­σω με τη μεσιτεία σου τον Δημιουργό όλου του κόσμου». Λυγίζει η οσία από φιλανθρωπία στους θρήνους του και χωρίς να βραδύνει υψώ­νει ικετευτικά τα χέρια της στον ουρανό, παίρνει λάδι του αγίου, αλείφει τα μάτια του τυ­φλού και σε επτά ημέρες τον κάνει να βλέπει καθαρώτατα, ενώ εκείνος μεγαλόφωνα δόξαζε τον Θεό.
8. Έτσι η αγία ακτινοβολώντας κι αστρά­φτοντας με τα παράδοξα θαύματά της, γέμιζε με φως αυτούς που με πίστη την πλησίαζαν. Κάποτε την ώρα που τελούνταν η θεία μυσταγωγία στον ναό, βλέπει να αστράφτει ένα απε­ρίγραπτο φως και το πανάγιο Πνεύμα σαν ολό­λευκο σενδόνι να κατεβαίνει μετά τον Χερου­βικό ύμνο μέσα στο θυσιαστήριο και να καλύ­πτει τον ιερέα που στεκόταν μπροστά στην αγία Τράπεζα. Γέμισε τότε θάμβος κι έκπληξη. Όμως αυτό που είδε, δεν το είπε σε κανέναν μέχρι που έφθασε ο καιρός της εκδημίας της στον Θεό. Όσο πλησίαζε η ώρα της, ο πόθος της περίσσευε, όπως έλεγε, να δει την πατρίδα της. Ήρθε στην Ηράκλεια, προσκύνησε τους εκεί σεπτούς ναούς των αγίων και μπήκε στον ναό της Θεοτόκου, που είχε την προσωνυμία των Χαλκοπρατείων.
Ενώ προσευχόταν, παρουσιάζεται κάποια γυναίκα σαν νάταν από εκείνες τις ξακουστές κι αρχόντισσες της πόλης. Την αγκαλιάζει με αγάπη αληθινή, την ασπάζεται και της λέει. «Καλώς ήρθες πολυαγαπημένη μητέρα». Και η οσία της λέει. «Ποια είμαι εγώ κυρία μου, η ά­σημη ξένη, που έτσι με τόση χαρά μ' αγκάλια­σες και με φίλησες, εμένα που ποτέ δεν με έ­χεις δει;». Εκείνη πάλι είπε. «Πριν συλλη­φθείς στην κοιλιά της μητέρας σου, κατοικώ­ντας εδώ σε γνωρίζω. Αν θέλεις, έλα στο σπίτι μου και θα πληροφορηθείς γι' αυτό». Όταν ρώτησε η οσία. «Πού είναι το σπίτι σου, κυρία μου;». «Στα δεξιά του ναού του αγίου ιερομάρ­τυρα Ρωμανού θα με δεις», είπε και με το λόγο αυτό έγινε άφαντη.
Τότε γεμάτη φόβο κι έκσταση η οσία έψα­χνε παντού στον ναό ζητώντας νάβρει αυτήν που παρουσιάστηκε μπροστά της. Καθώς που­θενά δεν την έβλεπε, έφθασε βιαστικά στον πα­νέμορφο ναό του ιερομάρτυρα Ρωμανού. Εκεί προσευχήθηκε κι ενώ θαύμαζε την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια του ναού, βρέθηκε στο δεξιό μέρος. Βγήκε από την πύλη και όταν εί­δε την εικόνα της αγίας και την αναγνώρισε, της φάνηκε ότι ήταν όραμα αυτό που είδε στον ναό της Θεοτόκου.
Αυτά σκεφτόταν και τότε κάποια φωνή α­κούστηκε απ' την εικόνα και της έλεγε. «Αυτή που τώρα βλέπεις κι' εκείνη που είδες πριν στον ναό, είμαι εγώ. Αλλά γρήγορα γύρισε πί­σω στο μοναστήρι σου, γιατί σύντομα πρόκει­ται ν' αφήσεις τα γήινα και να ταξιδέψεις στην ουράνια πατρίδα». Γέμισε φόβο και φρίκη η ψυχή της αγίας. Κι όταν έπεσε στον νάρθηκα του ναού και κοιμήθηκε, πάλι βλέπει τη μάρτυ­ρα του Χριστού να της λέγει. «Όπως καί πιο μπροστά σου είπα, πήγαινε στο μοναστήρι σου, γιατί ο καιρός της εκδημίας σου είναι κο­ντά. Είκοσι τέσσερες μέρες ακόμη και φεύγεις ειρηνικά προς τον Κύριο, ύστερα από την ετή­σια γιορτή που τελείται στο μοναστήρι στη μνήμη του ενδόξου μεγαλομάρτυρα Γεωρ­γίου».
9. Μόλις λοιπόν ξύπνησε η οσία, αφού εκτέ­λεσε τα πρέποντα για την αναχώρηση καθήκο­ντα κι ευχαρίστησε και προσκύνησε τη μάρτυ­ρα, βγήκε από την πόλη. Μπήκε σε πλοίο και ξαναγύρισε στο μοναστήρι της την πρώτη Α­πριλίου. Από τότε δεν έπαυσε να συμβουλεύει την αδελφότητα και να παρακαλεί και να διδά­σκει τονίζοντας όλα όσα συντελούν στη σω­τηρία. Όταν οι ορισμένες μέρες για την εκδη­μία της συμπληρώθηκαν, τέλεσε μεγαλόπρεπα τη λαμπρή και παλλαϊκή γιορτή του αοιδί­μου μάρτυρα Γεωργίου. Όταν μετάλαβε τα ζω­οποιά κι άχραντα μυστήρια, αμέσως έλαμψε το πρόσωπό της όπως ο ήλιος, και πλημμυρισμέ­νη από χαρά και αγαλλίαση ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό και με ευφροσύνη φώναξε. «"Τώρα, Κύριε, μπορείς ν' αφήσεις την δούλη σου να πεθάνει", σύμφωνα με τα λόγια της καλλινίκης σου μάρτυρος, "γιατί τα μάτια μου είδαν το έργο της σωτηρίας"».
Απ' τις δώδεκα το μεσημέρι βυθίστηκε σε υ­ψηλό πυρετό, που κράτησε μέχρι την άλλη μέ­ρα. Κατά τις εννέα το πρωί κοιμήθηκε ειρηνι­κά κι απόθεσε το πνεύμα της στα χέρια του Θε­ού στις 24 Απριλίου. Το τίμιο λείψανό της έ­σπευσαν όλοι απ' τα γύρω μοναστήρια και το κήδεψαν λαμπρά με ψαλμούς και ύμνους στον ναό του μάρτυρα Γεωργίου. Το λείψανο μέχρι σήμερα με του Θεού τη δύναμη και τη χάρη σώζεται ανέπαφο και ακέραιο κι αναγνωρίζε­ται σαν κοινό ιατρείο για όσους το πλησιά­ζουν με πίστη. Γιατί καθένας που με απλότητα και σωστή προαίρεση προσεγγίζει τη σεβά­σμια σορό και επικαλείται το θεοδώρητο όνο­μά της, απ' οποιαδήποτε αρρώστια κι αν κατέ­χεται, αμέσως με τις πρεσβείες της απολαμβά­νει την κατάλληλη από την αρρώστια θεραπεία.
10. Αλλά βέβαια αξίζει να θυμηθούμε και να διηγηθούμε σύντομα και τα θαύματα που έγι­ναν μετά τη μετάσταση της μακαρίας, για να ωφεληθούν όσοι τα ακούνε.
Κάποιος άνδρας που είχε παράλυτο το χέρι του, παράτησε κάθε ιατρική συμβουλή σαν α­νώφελη και έτρεξε στον τάφο της οσίας έχο­ντας πάρει θάρρος μόνο από την πίστη του σ' αυτήν. Μ' αυτήν την πίστη σε μικρό χρονικό διάστημα βρήκε θαυματουργική θεραπεία. Εί­χε δηλαδή συμβεί σ' αυτόν, σύμφωνα με τον λόγο του Ευαγγελίου, όπως πίστεψε, και απο­καταστάθηκε υγιές το παράλυτο χέρι του όπως ήταν και το άλλο, αφού χρίστηκε με αγιασμέ­νο λάδι.
Κάποιος άλλος τυφλός πλησίασε τη σορό της οσίας με την ίδια προθυμία και πίστη, και αφού αλείφθηκε με όμοιο τρόπο με το άγιο λά­δι, έφυγε βλέποντας ολοκάθαρα και μεγαλύνο­ντας τη θαυματουργή δύναμη και χάρη της οσίας.
Άλλος, που είχε ακάθαρτο πνεύμα κι άγρια παιδευόταν απ' αυτό, πρόσπεσε στην άγια λάρ­νακα της οσίας κι αμέσως ελευθερώθηκε από τον ολέθριο δαίμονα. Γύρισε στο σπίτι του ή­ρεμος διηγούμενος σ' όλους τα μεγαλεία του Θεού.
Τέτοια ήταν τα θαύματα της οσίας θαυμα­τουργού Ελισάβετ και άλλα πολύ πιο πολλά άπ' αυτά και πιο αξιοθαύμαστα. Αυτά δεν κα­ταγράφηκαν στο παρόν βιβλίο, για να μην γί­νει κουραστικό, άλλά έχουν γραφεί σε άλλο μέρος.
11. Τέτοιος ο βίος της οσίας, τόσα πολλά τα έργα και τα χαρίσματα, που μ' αυτά ο Κύριος των πάντων τη δόξασε αξίως και όσο ζούσε και όταν έφυγε από αυτή τη ζωή. Με τις πρε­σβείες της και όλοι εμείς, όσοι ποθούμε ν' α­πολαμβάνουμε την προστασία της και τη βοή­θειά της, μακάρι να κρατηθούμε πάντοτε ανώ­τεροι από τα σωματικά και τα ψυχικά πάθη κι έτσι να διαφύγουμε τα σκάνδαλα των αοράτων και ορατών εχθρών χωρίς βλάβη. Και αφού διανύσουμε ειρηνικά τον παρόντα βίο, να ζή­σουμε μαζί της την εκεί μακαριότητα εν Χρι­στώ Ιησού τω Κυρίω ημών, πού σ' αυτόν πρέ­πει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και σ' όλους τούς αιώνες των αιώνων. Αμήν6.
Μεγαλυνάριον
Ως επαγγελίας δώρον σεμνόν, των επηγγελ­μένων, κατηξίωσαι αγαθών, βίω καταλλήλω, Οσία Ελισάβετ, ων και ημάς λιταίς σου, Μή­τερ αξίωσον.
Απολυτίκιον Οσίας Ελισάβετ.
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Μητρικών εκ λαγόνων Χριστόν ηγάπησας, ώσπερ βλαστός Ελισάβετ, δικαιοσύνης τερ­πνός, και τοις ίχνεσιν αυτού ακολουθήσασα, των αιωνίων αγαθών, γεωργείς τας απαρχάς, α­μέμπτω σου πολιτείq, θαυματουργούσα, θεό­φρον, προς σωτηρίαν των ψυχών ημών.
Έτερον. Ήχος πλ. δ΄.
Εν σοι Μήτερ, ακριβώς διεσώθη το κατ' ει­κόνα. λαβούσα γαρ τον Σταυρόν, ηκολούθη­σας τω Χριστώ, καί πράττουσα εδίδασκες, υπε­ροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γάρ. επιμελεί­σθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου. διό και μετά Αγγέλων συναγάλλεται, οσία Ελισάβετ, τό πνεύμα σου.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄. Ως απαρχάς.
Ως παρθενίας τέμενος, και αρετών θησαύρι­σμα, την των θαυμάτων βλυστάνεις χρηστότη­τα, ώσπερ πηγή ακένωτος, και ψυχών και σω­μάτων, Ελισάβετ καθαίρεις τα αρρωστήματα, των ευλαβώς ψαλλόντων τω Κτίσαντι. Αλλη­λούϊα.
1. Ο βίος της Οσίας Ελισάβετ της θαυματουργού είναι από το βιβλίο ΜΗΤΕΡΙΚΟΝ, τ. Β' του καθηγητού Δημη­τρίου Γ. Τσάμη καί εκδόσεως της Αδελφότητος «Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 356-377.
Ευχαριστούμε την Αδελφότητα για την άδεια ανατυπώ­σεως του θαυμαστού βίου της οσίας Ελισάβετ προς δόξαν Θεού, τιμήν της Οσίας και ψυχικήν ωφέλειαν των ορθοδό­ξων χριστιανών.
2. Πρόκειται για τον επίσκοπο Λαμψάκου που η μνήμη του εορτάζεται στις 7 Φεβρουαρίου.
3. Τα δάκρυα αυτά δεν νοούνται με τη μεταφορική τους σημασία, αλλά στην κυριολεξία. Στα πρώτα στάδια της πνευματικής προόδου αναφαίνονται τα δάκρυα της μετα­νοίας και, όταν ο πιστός φθάσει στις υψηλότερες βαθμίδες της πνευματικής ζωής, τα χαροποιά δάκρυα της κατανύξε­ως. Βλ. σχετικά Δημ. Τσάμη, Αγιολογία, σ. 86 έ., 91, 104 κ.α.
4. Πρόκειται για τον Γεννάδιο Α', πατρ. Κων/πόλεως (458-471). Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Νοεμβρίου.
5. Πρόκειται για την φοβερή πυρκαϊά του 465, επί βασι­λείας Λέοντος του μεγάλου.
6. Η μνήμη της όσίας Ελισάβετ εορτάζεται στις 24 Α­πριλίου (βλ. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, στ. 625-­627).
Εκσόσεις: Ορθόδοξος Κυψέλη