Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

«Γουρούνι» για «σφαγή» - Κούρδισσα μαχητής όμηρος Σύρων τζιχαντιστών που μάχονται για την Τουρκία



site analysis

Έκκληση της γυναικείας Μονάδας Άμυνας (YPJ) προς διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις και τις γυναίκες της Δύσης να βοηθήσουν για την απελευθέρωσή της.




profile imageΚατερίνα Πρίφτη


ΑΝF

Έκκληση σε ανθρωπιστικές οργανώσεις αλλά και στις γυναίκες της Δύσης κάνει η Γενική Διοίκηση του της γυναικείας μονάδας Δυνάμεων Άμυνας (YPJ) των κούρδων μαχητών στη ΒΑ Συρία καθώς μια από τις συντρόφους τους έχει πέσει στα χέρια της τουρκικής εμπροσθοφυλακής που χαρακτηρίζονται- και όχι μόνο από τους Κούρδους- ως Σύροι τζιχαντιστές. 
Η ομηρία της νεαρής Κούρδισσας Τσισέκ επιβεβαιώνεται και από το βίντεο που ανέβασαν αυτές οι ένοπλες ομάδες που συνεργάζονται με την Τουρκία στην εισβολή σε περιοχές της αυτο-ανακηρυσσόμενης αυτόνομης Κουρδικής Ροζάβα φέρονται να έχουν διαπράξει και τις εν ψυχρώ εκτελέσεις πολιτών και άοπλων μαχητών τις πρώτες ημέρες της εισβολής.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για την ταυτότητα αυτών των ανταρτών ήταν το σχετικό ρεπορτάζ της Deutsche Welle. 
Στο βίντεο που έχει αναρτηθεί στη σελίδα που διατηρεί στο Facebook  το ειδησεογραφικό πρακτορείο με ειδήσεις από τη Μέση Ανατολή, Rudaw  οι ένοπλοι φαίνεται να έχουν αιχμαλωτίσει τη γυναίκα η οποία μοιάζει να έχει τραυματιστεί και να είναι σε κατάσταση σοκ και να την μεταφέρουν σε άγνωστη τοποθεσία ενώ γελάνε με το «λάφυρο» τους. Μάλιστα ακούγονται να την χαρακτηρίζουν «γουρούνι» και να δηλώνουν πως την πάνε για «σφαγή». 
Το YPJ αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση-έκκληση για βοήθεια που εξέδωσε, δεν έχουν καμία νεότερη πληροφορία για την τύχη της γυναίκας.
Όπως αναφέρουν «Η σύντροφος μας Σιτσέκ γεννήθηκε στο Κομπάνι. Ως νεαρή γυναίκα, πήρε θέση υπερασπιζόμενη τη γη της και τους ανθρώπους της στον πόλεμο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Τώρα καθώς οι λαοί της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας υπερασπίζονται την τιμή τους, υπερασπίστηκε την αξιοπρέπεια και την ίδια την ύπαρξη του λαού της. Βρέθηκε στις πρώτες γραμμές του μετώπου της Αϊν Ισα και εντάχθηκε στην αντίσταση. Ακολούθησε η κατάπαυση του πυρός, αλλά το  τουρκικό κράτος και οι συμμαχικές συμμορίες τζιχαντιστών δεν σταμάτησαν τις επιθέσεις και δεν συμμορφώθηκαν με κανέναν ηθικό κώδικα, ούτε με το διεθνές δίκαιο. Για αυτές τις δολοφονικές πράξεις η σύντροφος Σιτσέκ εξέφρασε την απόφαση της ως εξής: ”Δεν θα επιτρέψουμε σε αυτές τις συμμορίες να καταλάβουν τα χωριά και τις πόλεις μας και να προσβάλουν την αξιοπρέπειά μας”». 
Όπως ακριβώς και το Ισλαμικό Κράτος, οι συμμαχικές συμμορίες του τουρκικού κράτους επιτίθενται στην ίδια την ύπαρξη των γυναικών. Αυτή η βίαιη επίθεση σε μια νεαρή γυναίκα και στον αγώνα της να υπερασπιστεί τη γης της είναι μια επίθεση σε όλες τις γυναίκες. Με τη διάδοση βίντεο όπως αυτού της συντρόφου Σιτσέκ θέλουν να καλύψουν τις αποτυχίες τους απέναντι στην αντίσταση μας. Η προσπάθεια δυσφήμισης της συντρόφου μας συμβολίζει τη στάση τους απέναντι σε όλες τις γυναίκες, ιδιαίτερα στις γυναίκες της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας.
Η τραυματισμένη συντρόφισσα μας έχει πέσει στα χέρια των τζιχαντιστών συμμάχων του τουρκικού κράτους. Η ζωή της βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Λέμε σε ολόκληρο τον κόσμο ότι η ζωή αυτής της νεαρής γυναίκας βρίσκεται υπό τη μεγαλύτερη απειλή. Αυτό είναι προφανές από τα βίαια βίντεο που έχουν διαδοθεί από τις συμμορίες αυτές εντελώς απροκάλυπτα μπροστά στα μάτια του κόσμου. Αυτές οι αηδιαστικές πράξεις είναι αποτέλεσμα των πολιτικών συμφωνιών μεταξύ του αμερικανικού, του ρωσικού και του τουρκικού κράτους».
Η YPJ ζήτησε την άμεση παρέμβαση της διεθνούς κοινότητας και κάλεσε όλες τις γυναίκες και τις οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διεθνές επίπεδο να ενώσουν τις φωνές τους εναντίον αυτών των βάρβαρων μισθοφόρων που χρησιμοποιεί το τουρκικό κράτος.
«Το να παραμένει κανείς σιωπηλός μπροστά σε αυτές τις ανήθικες πράξεις αποτελεί συνενοχή σε εγκλήματα εναντίον όλης της ανθρωπότητας. Μπροστά σε αυτές τις προσπάθειες να τσακίσει το πνεύμα των γυναικών, όλες οι γυναίκες πρέπει να ξεσηκωθούν και να ενώσουν τις φωνές τους», κατέληξε η δήλωση.

Ιουλία Μπίμπα, η ηρωική δασκάλα της κατοχής που έγινε σαμποτέρ και τίναξε στον αέρα την προδοτική ΕΣΠΟ



site analysis



Το 1942, στη διάρκεια της Κατοχής, η ΕΣΠΟ δραστηριοποιήθηκε για τη δημιουργία μίας αμιγώς ελληνικής ταξιαρχίας εθελοντών οι οποίοι θα πολεμούσαν στο ανατολικό μέτωπο στο πλευρό των Γερμανών. Το ίδιο είχαν κάνει άλλωστε οι περισσότερες κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες. Ένα χρόνο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1941, ο στρατηγός Μπάκος, «υπουργός Εθνικής Άμυνας» στην κυβέρνηση δωσίλογων του Τσολάκογλου, είχε προσπαθήσει για κάτι παρόμοιο, αλλά τότε είχαν αντιδράσει οι Ιταλοί.

Στο τέλος καλοκαιριού του 1942, η ΕΣΠΟ επανάφερε δυναμικά το σχέδιο αυτό. Επιπλέον, η ελληνική ναζιστική οργάνωση ήταν βασικός φορέας της γερμανικής προπαγάνδας και συνέδραμε στην αποστολή ελλήνων εργατών στην Γερμανία για τα πολεμικά εργοστάσια που είχαν κενές θέσεις λόγω της αυξανόμενης στράτευσης ντόπιων για το ανατολικό μέτωπο. Όμως, μερικοί νέοι Έλληνες πατριώτες που αποτελούσαν τον «Ουλαμό Καταστροφών» της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ («Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων») με επικεφαλής τον υποσμηναγό Κώστα Περρίκο, αποφάσισαν να βάλουν τέλος στα σχέδια των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.

Η ανατίναξη της ελληνικής ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ από μέλη της ΠΕΑΝ

Το μεσημέρι της Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου 1942 με δέκα κιλά δυναμίτη ισοπέδωσαν το κτίριο της ΕΣΠΟ, ενώ στον πρώτο όροφο τελείωνε συγκέντρωση των μελών της. Στον τρίτο όροφο του κτιρίου ήταν τα γραφεία και αποθήκες πυρομαχικών και καυσίμων μίας γερμανικής μονάδας. 

Με την έκρηξη της βόμβας ανατινάχθηκαν και αυτά, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν τα πατώματα και των τριών ορόφων. Σύμφωνα με επίσημη αναφορά της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, στην έκρηξη και την πυρκαγιά που ακολούθησε, σκοτώθηκαν 29 μέλη της ΕΣΠΟ –ο αρχηγός της, γιατρός Στεροδήμας, τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε λίγες μέρες αργότερα- καθώς και 43 Γερμανοί στρατιωτικοί στον τρίτο όροφο. 


Ήταν το μεγαλύτερο σαμποτάζ μέχρι τότε στην κατεχόμενη Ευρώπη και σημειώθηκε στην πιο κρίσιμη καμπή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι δυνάμεις του Άξονα προχωρούσαν ακάθεκτα στα μέτωπα της Βορείου Αφρικής και της Ρωσίας. Το ηθικό των λαών της Ευρώπης που στέναζαν κάτω από τη γερμανική μπότα βρισκόταν στο ναδίρ.

 Την ίδια ώρα, κάποιοι Έλληνες είχαν αρχίσει να ελκύονται από τα μηνύματα της ΕΣΠΟ, λίγοι από ιδεολογία, πολλοί ως διέξοδο από την πείνα. Όμως, στις 20 Σεπτεμβρίου 1942 το φερέφωνο των κατακτητών είχε μεταβληθεί σ’ ένα καμένο ερείπιο! Καμία οργανωμένη ελληνική δύναμη δεν πολέμησε τους Ρώσους…

 Η Ιουλία Μπίμπα και η κατασκευή της βόμβας

Στην ομάδα των γενναίων πατριωτών που ανατίναξαν την ΕΣΠΟ ξεχωρίζει μία γυναίκα, η Ιουλία Μπίμπα. Ήταν μία απλή, μοναχική, λιγομίλητη και θεοσεβούμενη κοπέλα που καταγόταν από τη Σάμο και εργαζόταν στην Αθήνα ως παραδουλεύτρα. Στον ελεύθερο χρόνο της δίδασκε στο κατηχητικό σχολείο του Αγίου Νικολάου στο Κουκάκι, όπου διέμενε. Εκεί απέκτησε το παρατσούκλι «δασκαλίτσα», με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι ήταν δασκάλα. Όμως, η Ιουλία φαίνεται ότι ήταν μόνο απόφοιτη δημοτικού. 

Ήταν παντρεμένη με τον Κώστα Μπίμπα που ήταν τυφλός εκ γενετής. Τίποτα πάνω της δεν προδιέθετε κάποιον για το τι θα ήταν ικανή να κάνει στην Κατοχή. Τον Μάρτιο του 1942, η φίλη και γειτόνισσα της, Αικατερίνη Μπέση, τη μύησε στην ΠΕΑΝ. Όπως δεκάδες άλλες κοπέλες, έγραφαν συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας εναντίον των κατακτητών και μοίραζαν παράνομα έντυπα και προκηρύξεις. 

Τον Ιούλιο του 1942 ο Κώστας Περρίκος ίδρυσε τον Ουλαμό Καταστροφών με στόχο να ξεκινήσει μεγάλης κλίμακας σαμποτάζ εναντίον των κατακτητών και των συνεργατών τους. Η Μπέση και η Μπίμπα ήταν οι μοναδικές γυναίκες που στρατολογήθηκαν στον Ουλαμό και τα μέλη του έκρυψαν στο σπίτι της Μπέση τις εκρηκτικές ύλες με τις οποίες θα έφτιαχναν τις βόμβες. Επειδή υπήρξε κίνδυνος να γίνει έρευνα από τις αρχές κατοχής, η Μπέση και η Μπίμπα μετέφεραν τα εκρηκτικά στο σπίτι της τελευταίας. 

Στο σπίτι της Μπίμπα κατασκευάστηκε η βόμβα που ισοπέδωσε το κτίριο της ΕΣΠΟ και μάλιστα η ίδια βοήθησε στην κατασκευή της. Προηγουμένως είχε βοηθήσει -πάλι στο σπίτι της- στην κατασκευή των βομβών με τις οποίες ο Ουλαμός Καταστροφών ανατίναξε στις 15 Αυγούστου 1942 τη λέσχη των γερμανών αξιωματικών του Υγειονομικού, κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο, και στις 22 Αυγούστου 1942 τα γραφεία της οργάνωσης ΟΕΔΕ (Καντακουζηνού 7), μιας ελληνοναζιστικής οργάνωσης, μικρότερης της ΕΣΠΟ. 

Η μεταφορά της βόμβας από την Ιουλία Μπίμπα 


Οι ενέργειες αυτές έγιναν νύχτα, δεν είχαν θύματα και πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες. Στην ενέργεια εναντίον των κεντρικών γραφείων της ΕΣΠΟ, στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, η Ιουλία κουβάλησε την πάνινη τσάντα με τη βόμβα των 10 κιλών -καλυμμένη με χόρτα- από το σπίτι της στο Κουκάκι μέχρι και το κέντρο της Αθήνας. 

Στις τρεις περίπου ώρες που διήρκεσε η αναμονή, μέχρι ο Μυτιληναίος και ο Γαλάτης να τοποθετήσουν και να πυροδοτήσουν τη βόμβα μέσα στο κτίριο της ΕΣΠΟ, η Ιουλία την κρατούσε συνέχεια στα χέρια της παριστάνοντας την ανέμελη κοπέλα που μετά το πέρας της κυριακάτικης λειτουργίας έκανε τη βόλτα της χαζεύοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων. 

Η προδοσία και οι συλλήψεις Μετά την ανατίναξη της ΕΣΠΟ οι κατοχικές αρχές εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραστών και ο Περρίκος έλαβε μηνύματα να προφυλαχθεί αυτός και οι συναγωνιστές του. Έτσι νοίκιασε μια μονοκατοικία στην Αγία Ελεούσα, Θησέως 259, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο των μελών του Ουλαμού Καταστροφών. 

Το σπίτι επιπλώθηκε με το νοικοκυριό της Ιουλίας και μέρος των εκρηκτικών υλών της οργάνωσης μεταφέρθηκαν από το σπίτι της στο καταφύγιο μέσα στις ντουλάπες της. Στο νέο σπίτι της οργάνωσης, οι αγωνιστές συνέχισαν την κατασκευή βομβών για τους επόμενους στόχους. 

Βιτρίνα της οργάνωσης ήταν η Ιουλία, η οποία παρίστανε την οικοδέσποινα. Όμως, στις 11 Νοεμβρίου 1942, οι Γερμανοί, κατόπιν προδοσίας του χωροφύλακα Πολύκαρπου Νταλιάνη –εκτελέστηκε ένα μήνα αργότερα από αντιστασιακούς- με μία αστραπιαία επιχείρηση συνέλαβαν μέσα στο σπίτι της Θησέως τα σημαντικότερα μέλη του Ουλαμού Καταστροφών, ανάμεσά τους τον Κώστα Περρίκο και την Ιουλία Μπίμπα.
Τα βασανιστήρια των Γερμανών 
Ενώ ήταν κρατούμενη, η Ιουλία βασανίστηκε σαδιστικά από τους Γερμανούς. Οι ίδιοι πίστευαν ότι ως γυναίκα θα ήταν πιο εύκολο να την κάνουν να αποκαλύψει τους συνεργούς της στην ανατίναξη της ΕΣΠΟ. Τα φριχτά βασανιστήρια «έσπασαν» τελικά την Ιουλία, η οποία ομολόγησε στους βασανιστές της ότι συμμετείχε στην ανατίναξη της ΕΣΠΟ. Όμως, πήρε όλη την ευθύνη πάνω της και δεν αποκάλυψε το παραμικρό για κανέναν άλλο. Η ομολογία της και το γεγονός ότι οι Γερμανοί ανακάλυψαν στο σπίτι της στο Κουκάκι τα υπόλοιπα εκρηκτικά του Ουλαμού Καταστροφών, σφράγισαν τη μοίρα της. Στις 31 Δεκεμβρίου 1942 το Γερμανικό Στρατοδικείο Αθηνών την καταδίκασε τρεις φορές σε θάνατο «διά πελέκεως». Μέχρι τότε οι Γερμανοί δεν είχαν εκτελέσει γυναίκα στην Ελλάδα καταδικασμένη σε θάνατο από στρατοδικείο τους και έτσι ο τρόπος θανάτου μάλλον είχε να κάνει με το γεγονός ότι ήταν γυναίκα, αλλά και από μίσος γι’ αυτό που τους έκανε. Οι άλλοι συναγωνιστές της, ανάμεσά τους και ο Κώστας Περρίκος, εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού στο Σκοπευτήριο Καισαριανής. Καθώς στην Ελλάδα δεν γίνονταν τέτοιες εκτελέσεις, η Ιουλία Μπίμπα παρέμενε φυλακισμένη στο Εμπειρίκειο Άσυλο, το οποίο οι Γερμανοί είχαν επιτάξει προκειμένου να φυλακίζουν εκεί γυναίκες της Αντίστασης, μέχρι να κανονιστεί η μεταγωγή της στο εξωτερικό όπου και θα την αποκεφάλιζαν. Ενώ ήταν φυλακισμένη, η Μπίμπα κατάφερε να στείλει μερικά σημειώματα στη μητέρα της και την Άννα Πατέρα, φίλη και γειτόνισσά της. Στα περισσότερα σημειώματα η Ιουλία ζητά να της φέρουν στη φυλακή τρόφιμα και ρουχισμό. Δεν δίνει λεπτομέρειες για τα βασανιστήρια που υπέστη και για τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησής της. Προφανώς αποκρύπτει αυτά τα σημεία για να μην στεναχωρήσει τους οικείους της, αλλά επίσης μην τυχόν τα σημειώματα πέσουν στα χέρια των Γερμανών. Σε κάποια αναφέρει μόνο ότι κρυώνει και πονάει. Όμως, μία «αθώα» επισήμανσή της σ’ ένα σημείωμα αφήνει υπονοούμενο για τα μαρτύρια που είχε τραβήξει. Ζητά να της φέρουν τη θερμοφόρα της για να τη βάλει στα πλευρά της που πονούν. Προσπαθεί να δώσει όμως και μία νότα αισιοδοξίας διαβεβαιώνοντας την Άννα ότι θα αντέξει στις κακουχίες «Εμείς οι Σαμιώτισσες είμαστε γερά κόκκαλα…». Στο πιο σημαντικό απ’ όλα τα σημειώματά της, η Ιουλία ανοίγει την καρδιά της στην Άννα και τις αποκαλύπτει τι ήταν αυτό που την ώθησε να εμπλακεί στον Αγώνα εναντίον του κατακτητή: το παράδειγμα εκείνων που κατέβασαν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη στις 31 Μαΐου 1941. Η Ιουλία δεν γνώριζε τα ονόματά τους, αλλά ούτε και επρόκειτο να τα μάθει… Δεκέμβριος 1942 Αγαπητή Άννα, πολλές φορές με ρωτάνε εδώ στη φυλακή πώς βρήκα τη δύναμη εγώ, ένα άβγαλτο κορίτσι απ’ τη Σάμο ν’ ανακατευτώ στην Αντίσταση. Ούτε κι εγώ ξέρω να σου πω. Κάτι μέσα μου μ’ έτρωγε. Κάτι μου ‘λεγε «Πρέπει να κάνεις κι εσύ κάτι. Το ζητάει η ώρα». Μπορεί να μ’ έβαλαν στα αίματα κι εκείνα τα παλικάρια που κατέβασαν τη γερμανική σημαία απ’ την Ακρόπολη τον Μάιο του ’41. Δεν μάθαμε ακόμα τ’ όνομά τους. Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ. Θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα, εκείνο το σούρουπο, ανέβηκα πάνω στου Φιλοπάππου και κοίταζα τον βράχο απέναντι. Κοίταζα τον Παρθενώνα και σκεφτόμουνα «Άραγε θα μπορέσω ποτέ να κάνω κι εγώ κάτι;». Ας είναι! Τώρα όλα αυτά είναι περασμένα. Τώρα έχω μπροστά μου τα κάγκελα. Απ’ την περασμένη βδομάδα μ’ έχουν στην απομόνωση. Θ’ αντέξω όμως. Κουράγιο. Μετά τη δίκη της ο γαμπρός της, Αλέκος Μπίμπας, την επισκέφτηκε στο Εμπειρίκιο.
 Οι Γερμανοί την είχαν δεμένη σ’ ένα δέντρο και είχε βασανιστεί σε τέτοιο βαθμό που είχε καταντήσει σκιά του εαυτού της. Τα βασανιστήρια για τη Μπίμπα συνεχίζονταν, παρ’ όλο που η ίδια είχε πια καταδικαστεί σε θάνατο και οι Γερμανοί γνώριζαν ότι δεν θα μάθαιναν απ’ αυτή κάτι για την ανατίναξη της ΕΣΠΟ. Όμως, τα ναζιστικά κτήνη με τον τρόπο αυτό ξεσπούσαν πάνω στην κοπέλα που τους είχε προξενήσει τόσο κακό. Κάποια στιγμή η Ιουλία σήκωσε το κεφάλι της, κοίταξε τον γαμπρό της, και του είπε: «Αλέκο, να είσαι υπερήφανος που με είχες νύφη σου και να είσαι βέβαιος ότι δεν μαρτύρησα απολύτως τίποτε από όσα ήξερα, εις τους Χιτλερικούς». Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που άκουσε ο Αλέκος από την Ιουλία, αφού δεν την είδε ποτέ ξανά. Τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 1943, έγινε η μεταγωγή της Μπίμπα από το Εμπειρίκιο στις φυλακές Αβέρωφ. Ούτε όμως και τώρα οι Γερμανοί σταμάτησαν να την κάνουν να υποφέρει. Με το κορμί της τσακισμένο από τα βασανιστήρια, την υποχρέωσαν να κάνει τη διαδρομή από το Εμπειρίκιο στις Φυλακές Αβέρωφ πεζή υπό ισχυρή συνοδεία, κρατώντας στα χέρια της τη βαλίτσα με τα πράγματά της. Από του Αβέρωφ, η Ιουλία θα στελνόταν στη Γερμανία, ή σε κάποια κατεχόμενη χώρα όπου υπήρχε λαιμητόμος προκειμένου να εκτελεστεί εκεί η ποινή της. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την παραμονή της Μπίμπα στις φυλακές Αβέρωφ, ίσως γιατί το μικρό διάστημα που βρισκόταν εκεί, οι Γερμανοί την είχαν στην απομόνωση. Το μόνο που έγινε γνωστό ήταν ότι η Μπίμπα έφυγε από την Ελλάδα κάποια στιγμή τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο 1943 προκειμένου να εκτελεστεί η ποινή της. Αυτό συνέβη σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές στη Γερμανία, ενώ κάποιες λίγες καταγράφουν τη Βουλγαρία ή την Πολωνία, χώρες όπου στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου γίνονταν επίσης εκτελέσεις με αποκεφαλισμό. Σύμφωνα με δημοσίευμα της παράνομης εφημερίδας της ΠΕΑΝ, «Δόξα»: «(Η Ιουλία Μπίμπα) Καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο μαζύ με τον Περρίκο στις 31 Δεκεμβρίου 1942 και προ ημερών απεστάλη στη Γερμανία να εκτελεσθή διά πελέκεως. Φτωχή γυναίκα του λαού δεν ήξαιρε πολλά γράμματα, δεν καταλάβαινε ούτε ήθελε να καταλαβαίνη γρυ από «πολιτική συνειδητοποίηση». Ένα μόνο ήξαιρε, ν’ αγωνίζεται και να πεθαίνη για την Ελλάδα και τη Λευτεριά». Η εκτέλεση Από τότε τα ίχνη της χάθηκαν. Τα μόνα υλικά τεκμήρια από τη σύντομη ζωή της ήταν ένα ασπρόμαυρο φωτογραφικό πορτραίτο, μερικά χειρόγραφα σημειώματά της και τα κατάλοιπα ενός ανατιναγμένου και καμένου μεγάρου στο κέντρο της Αθήνας, γωνία Γλάδστωνος και Πατησίων. Μέχρι και σήμερα ήταν άγνωστος ο τόπος, και η ημερομηνία εκτέλεσης της Ιουλίας Μπίμπα, καθώς και που είναι θαμμένη η σορός της. Στο πλαίσιο της έρευνάς μας για τη συγγραφή της βιογραφίας του Κώστα Περρίκου, μπορέσαμε να βρούμε απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα σχετικά με το τέλος της συναγωνίστριάς του. 
Η ελληνίδα ηρωίδα μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την Αθήνα στη Βιέννη και εκτελέστηκε στη γκιλοτίνα του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης (Vienna 8, Landesgerichtsstraße 11) στις 26 Φεβρουαρίου 1943. Ήταν 32 ετών. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι μεταξύ 1938, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αυστρία και το τέλος του πολέμου, στη γκιλοτίνα της Βιέννης εκτελέστηκαν 1.184 άτομα, από τα οποία τα 537 χαρακτηρίζονται «πολιτικοί κρατούμενοι» και συνολικά 93 γυναίκες με ηλικίες μεταξύ 16 και 72 ετών. Αυτό βάζει την Ιουλία Μπίμπα σε μία πολύ μικρή ομάδα γυναικών, τις οποίες οι Ναζί είχαν ξεχωρίσει για «ιδιαίτερη μεταχείριση». Την ίδια ημέρα μαζί με την Μπίμπα εκτελέστηκαν στη γκιλοτίνα του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης και οκτώ αντιφασίστες αγωνιστές από τη Γερμανία, την Αυστρία και την Τσεχία. Πριν από την εκτέλεσή τους όλοι τους ήταν αλυσοδεμένοι σε μία μικρή αίθουσα δίπλα στη γκιλοτίνα για περίπου 5 ώρες, μεταξύ 13.00-18.00. 
Έτσι, η Ιουλία πέθανε με ανθρώπους με τους οποίους μοιράζονταν κοινά ιδανικά και οράματα. Οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να μην πεθάνει στον τόπο της, στο πλευρό των δικών της συντρόφων, αλλά σε μία ξένη γη. Εκεί όμως βρήκε άλλους συντρόφους, για τους οποίους ήταν ΤΙΜΗ που θα πέθαιναν μαζί της, όπως ήταν και δική της τιμή που θα πέθαινε μαζί τους. Δεν ξέρουμε με ποια σειρά εκτελέστηκε η Μπίμπα. Ίσως οι Γερμανοί την άφησαν τελευταία, ως ένα ύστατο βασανιστήριο στην κοπέλα που με τη συμβολή της στην ενέργεια της 20ης Σεπτεμβρίου 1942 κατέδειξε σε όλο τον κόσμο ότι ο ναζισμός δεν ήταν αήττητος. Σε μία τέτοια περίπτωση η Ιουλία αποχαιρέτησε οκτώ συναγωνιστές της πριν έλθει το δικό της τέλος. Σήμερα η αίθουσα της γκιλοτίνας του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης, όπου η Ιουλία Μπίμπα και οι συναγωνιστές τους άφησαν την τελευταία τους πνοή είναι μνημείο-παρεκκλήσι. Εκεί που βρισκόταν η βάση της γκιλοτίνας έχουν τοποθετηθεί καντήλια και μία ιερή τράπεζα πίσω αριστερά. Στα δεξιά, μέσα σε μια μεγάλη κορνίζα είναι τοποθετημένες φωτογραφίες κάποιων θυμάτων του ναζισμού που εκτελέστηκαν στην αίθουσα και δίπλα η ιστορία τους. Στο παράθυρο που ήταν πίσω από τη γκιλοτίνα σήμερα υπάρχει ένας μεγάλος ανάγλυφος σταυρός. 
Όμως, την εποχή που γίνονταν οι εκτελέσεις δεν έμπαινε το φως του ήλιου στο δωμάτιο αφού υπήρχε μια βαριά μαύρη κουρτίνα μπροστά της. Στον τοίχο δίπλα υπάρχει μία μπρούντζινη πλάκα με περίπου τα μισά ονόματα των εκτελεσμένων με τη γκιλοτίνα στη διάρκεια του πολέμου, 500 από τα περίπου 1.000. Το όνομα της Μπίμπα δεν είναι ανάμεσα σε αυτά. Όμως, οι Αυστριακοί έχουν επιφυλάξει μία ιδιαίτερη τιμή για την Ιουλία Μπίμπα, καθώς είναι από τους λίγους εκτελεσμένους για τους οποίους γίνεται ξεχωριστή αναφορά στην ιστοσέλιδα αφιερωμένη στα θύματα του ναζισμού που εκτελέστηκαν με τη γκιλοτίνα της Βιέννης. Επισημαίνεται η σημαντική δράση της στην ελληνική αντίσταση εναντίον των Γερμανών, καθώς και η καταδίκη της σε θάνατο παρά του Γερμανικού Στρατιωτικού Διοικητή νοτίου Ελλάδος Στρατοδικείου, κάτι που ασφαλώς προκαλεί εντύπωση στους αναγνώστες της ιστοσελίδας, που είναι κυρίως Αυστριακοί: 
«Η Ιουλία Μπίμπα, πατρώνυμο Γκαρμπολά (έτος γέννησης 1910) από την Αθήνα, ήταν μέλος της Ελληνικής Αντίστασης εναντίον της Γερμανικής Κατοχής. Στις 31 Δεκεμβρίου 1942 καταδικάστηκε σε θάνατο παρά του Γερμανικού Στρατιωτικού Διοικητή νοτίου Ελλάδος Στρατοδικείου για παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών και όπλων, σαμποτάζ, και απόπειρα φόνου και στις 26 Φεβρουαρίου 1943 εκτελέστηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Βιέννης». τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι σοροί των εκτελεσμένων στη γκιλοτίνα της Βιέννης θάβονταν ομαδικά στο Κεντρικό Νεκροταφείο της Βιέννης (Wiener Zentralfriedhof) σε θέση που έχει την κωδική ονομασία «Ομάδα 40» (Gruppe 40).
 Σήμερα ο χώρος αυτός αποτελεί τόπος προσκυνήματος για τους Αυστριακούς και πολλούς ξένους επισκέπτες. Οι διάφορες αναμνηστικές πλάκες μνημονεύουν τους αγωνιστές και τα θύματα του ναζισμού που είναι θαμμένοι εκεί. Υπάρχουν και κάποιες χωριστές επιτύμβιες πλάκες, κυρίως Αυστριακών πολιτών που της έστησαν οι συγγενείς και φίλοι τους μεταπολεμικά. Λόγω του τρόπου ταφής, οι περισσότερες επιτύμβιες πλάκες δεν ορίζουν ακριβώς τη θέση κάποιου τάφου. 

Αν και δεν υπάρχει κάποια επιτύμβια πλάκα για την Ιουλία Μπίμπα στην «Ομάδα 40», στον χώρο αυτό αναπαύεται η ελληνίδα ηρωίδα, που θυσίασε τη ζωή της για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αφού πρώτα «ανέβηκε ως το τέλος, σκαλί-σκαλί, την ανηφόρα που είχε μπροστά της». 
(το τελευταίο σημείωμα της Ιουλίας Μπίμπα στην Άννα Πατέρα) 
Αγαπητή Άννα, είμαι καλά. Στην απομόνωση οι τοίχοι στάζουνε νερά και κρυώνω. 
Φρόντισε να μου φέρεις καμιά ρόμπα, γιατί κοντεύω να πεθάνω απ’ το κρύο. 
Είμαι όμως καλά. Αντέχω. Έμαθα ότι ετοιμάζονται να μας στείλουν στη Γερμανία. Δεν πειράζει. 
Έχω μπροστά μου μια ανηφόρα και πρέπει να την ανέβω ως το τέλος, σκαλί-σκαλί. 
Ίσως όταν φτάσω στην κορυφή, ο κόσμος να φαίνεται από κει πιο όμορφος. Ίσως να μη χρειάζομαι εκεί πια ούτε τη ρόμπα. Κουράγιο.  Σε-χαιρετώ η φίλη σου Ιουλία Μπίμπα.  
Στοιχεία για το παρόν κείμενο έχουν αντληθεί από το βιβλίο των Βασίλη Φίλια, Παντελή Βατάκη, Κωνσταντίνου Λαγού: » Κώστας Περρίκος. Η Βιογραφία ενός Ήρωα» που πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο 2017. πηγή:mixanitouxronou.gr

ΠΗΓΗ: https://www.kar.

Η γιαγιά η Φωτεινή



site analysis


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, στέκεται και υπαίθριες δραστηριότητες 

Δεν ξέρω, αν μπορείτε να τη δείτε τόσο όμορφη όσο τη βλέπω εγώ. Η γιαγιά η Φωτεινή ήταν όνομα και πράμα. Ένα φως την περιέβαλε πάντα και όσοι βρίσκονταν γύρω της, δικοί της και ξένοι, το έβλεπαν.
Στο σπίτι της έφαγαν άνθρωποι, ήπιαν , φιλοξενήθηκαν. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπει κάποιος στην αυλή της και να φύγει πεινασμένος. Ό, τι είχε το έβγαζε στο τραπέζι της κι ενώ ,πάντα, μαγείρευε τέλεια, όπως όλες οι γυναίκες της ανατολικής Κρήτης, κάθε φορά που σέρβιρε κάτι, έλεγε πως εκείνη τη φορά δεν το είχε πετύχει…
Η γιαγιά Φωτεινή ήταν πρώτη στο μαγείρεμα, πρώτη στον αργαλειό, πρώτη στο πλέξιμο, πρώτη στο νοικοκυριό. Ποτέ δεν θα την έβλεπες να κάθεται και να μην κάνει κάτι. Όταν καθόταν, έπλεκε ή ύφαινε ή διάβαζε εκκλησιαστικά βιβλία κι όταν ήταν όρθια, μαγείρευε, σκούπιζε έφτιαχνε τα λουλούδια της, που μοσχοβολούσαν όπως κι εκείνη κι έκαναν πάντα τους διαβάτες να κοντοστέκονται και να θαυμάζουν την αυλή της. Μάλιστα, κάποτε , όταν ο παππούς μπήκε στο καφενείο, είδε να τον δείχνουν σ’ έναν άγνωστο και να λένε « Να, του Μανώλη είναι η αυλή με τα ωραία λουλούδια που είδες» και ο παππούς καμαρωτός καμαρωτός, της το αφηγούνταν, όταν γύρισε σπίτι, αφού πρώτα στάθηκε να μυρίσει τα μοσχομπίζελα που είχε φυτέψει η γιαγιά γύρω γύρω από την αυλή!
Το Φωτεινιώ, ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτα, το θεωρούσε αμαρτία, όλα τα έκανε αγόγγυστα, αλλά δύο πράγματα τη στενοχωρούσαν.
Το ένα ήταν πως ο γιος της ήταν ναυτικός. Ο θείος Βαγγέλης είχε μπαρκάρει από τα 14 του. Το τι του έκανε για να μη φύγει , όμως αυτός ανένδοτος. Έτσι, έμαθε να ζει χωρίς να τον έχει δίπλα της, αλλά ,από το μυαλό της, δεν μπορούσε να τον βγάλει. Ο θείος το ήξερε και όποτε μπορούσε επικοινωνούσε μαζί της. Κάποτε την ειδοποίησε πως το πλοίο, που βρισκόταν, θα σταματούσε στον Άγιο Νικόλαο για πετρέλαιο κι εκείνη αγόρασε μαλλί και μέσα σ’ ένα βράδυ του έπλεξε ένα πουλόβερ. Την επομένη, πήρε τη μαμά μου και όχι μόνο πήγαν από τη Νεάπολη στον Άγιο, για να δει το παιδί της, αλλά και ανέβηκε πάνω στο πλοίο… Όσο διαρκούσε το καλοκαίρι η γιαγιά το πάλευε, μα όταν άρχιζε να χαλάει ο καιρός, να βρέχει ή να φυσάει, ανέβαζε πίεση. Όλη μέρα έκανε το σταυρό της, λέγοντας «Παναγία μου, βλέπε όλου του κόσμου τα παιδιά και το δικό μου». Τότε , μικρή ακόμα, δεν καταλάβαινα την αγωνία της και θύμωνα που αρρώσταινε ,από το φόβο, μην πάθει κάτι το παιδί της. Τώρα τη σκέφτομαι και συγκινούμαι ,αφού συνειδητοποιώ πως κι εγώ θύμωνα , από φόβο μην πάθει κάτι εκείνη…
Το δεύτερο πράγμα που τη στενοχωρούσε ήταν πως δεν ήμουν τόσο νοικοκυρά όσο θα ήθελε (για να μην πως απείχα εντελώς από την εικόνα της νοικοκυράς που είχε η γιαγιά στο μυαλό της). Εκείνη, ειδικά, όταν βρισκόταν άντρας μέσα στο σπίτι έπρεπε να απασχολείται με κάτι. Δεν έπρεπε να τη βλέπει ο άντρας να κάθεται. Εγώ πάλι δεν είχα κανένα πρόβλημα. Όποτε ξυπνούσε ο πατέρας μου, από το μεσημεριανό ύπνο, ερχόταν και μου ψιθύριζε, «σήκω να φτιάξεις του κύρη σου έναν καφέ» εγώ που βαριόμουν να σηκωθώ, φώναζα, «μπαμπά , θες καφέ;», ο μπαμπάς μου έλεγε πως θα τον φτιάξει μόνος του και η γιαγιά έφτανε στα πρόθυρα του εγκεφαλικού…
Κάποτε, στο γυμνάσιο πρέπει να πήγαινα, μπήκα στην κουζίνα ερχόμενη από το δωμάτιο μου, στο οποίο είχα κλειστεί, από ώρα, και διάβαζα, για να φάω ένα μήλο. Εκείνη καθάριζε φασολάκια, αλλά μόλις με είδε άρχισε να με παρατηρεί. Πήρα το μήλο μου και καθώς το έπλενα, πριν το φάω, άρχισα να σιγοτραγουδάω, «Να υποφέρεις και να σου λείπω, εγώ δεν είμαι η γυναίκα κάτσε σήκω…» και κάπου εκεί την ακούω να λέει πίσω μου «ε ναι, εσύ είσαι η γυναίκα που κάθεται και δεν ξανασηκώνεται» … πόσο είχαμε γελάσει κι εγώ κι εκείνη, πόσα φιλιά της είχα δώσει,ενώ έκανε πως δεν ήθελε και πόσο μου λείπει, μου είναι αδύνατον να το περιγράψω!
Μαίρη Βαβουράκη‎

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Η διωκόμενη ασκήτρια της Κέρκυρας


Γερόντισσα Αναστασία, η διωκόμενη ασκήτρια της Κέρκυρας.
Η Αγία γερόντισσα Αναστασία της Μονής κυράς των Αγγέλων, Λευκίμμης Κέρκυρας
Ταπείνωση, νηστεία, προσευχή, έργα Χάριτος και αγάπης.
Πολλά τα σημεία αγιότητας.

Με τον ιερομόναχο π. Ιάκωβο, από το Βλαδιβοστόκ της Ρωσίας, Αγιορείτη μοναχό.
Αφηγείται, εκτός των άλλων, την πορεία του προς την Πίστη στα σκληρά χρόνια του αθεϊστικού καθεστώτος.
Σήμερα είναι εφημέριος στο προσκύνημα της Μονής κυράς των Αγγέλων στη Λευκίμμη της Νότιας Κέρκυρας.

Αγία Αλυπία, η δια Χριστόν σαλή του Κιέβου, προείδε την πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ και το “πνευματικό Τσερνομπίλ” της Ουκρανίας



site analysis




Αλυπία του Κιέβου Старица Алипия Голосеевской- Holy Righteous nun Matushka Alipiya of Kiev -Avdeyeva-1988_daab388d42676d7db9dd68adfd617dd8 - CopyΑγία Αλυπία του Κιέβου (Avdeyeva,1910– 1988) 
η δια Χριστόν σαλή
Εκοιμήθη στις 30 Οκτωβρίου 1988

Η μάτουσκα Αλυπία οκτώ χρονών έμεινε ορφανή, φιλοξενήθηκε για λίγο στη θεία της και μετά από τις σπουδές στο σχολείο πήρε το σταυρό της και ακολούθησε τον Χριστό, με σιωπή και αδιάλειπτη προσευχή. Ζούσε με ό,τι της έστελνε ο Θεός, και ήταν φορές που περνούσε τη νύχτα στην ύπαιθρο.
Οι σκληρές δοκιμασίες δεν σκλήρυναν την συμπονετική καρδιά της, αλλά την έκαναν ακόμα πιο φιλεύσπλαχνη. 
Η απέραντη ανθρώπινη θλίψη ώθησε το κορίτσι να προσεύχεται συνεχώς για τους πονεμένους και βασανισμένους. Η περιπλάνηση της ζωή της την είχε διδάξει να είναι ευγνώμων στον Θεό και στους ανθρώπους για το παραμικρό καλό: για την μέρα που πέρασε, για μια ήσυχη νύχτα, για μια γουλιά νερό, για τα ψίχουλα από το γεύμα κάποιου, για έναν καλό λόγο και μια φιλική συμπεριφορά. Το δώρο της ευγνώμονος αγάπης, η Σταρίτσα το είχε σε όλη της τη ζωή.
Κατά τη διάρκεια των θλίψεών της το Άγιο Πνεύμα της ενίσχυε την πίστη και την αφοσίωσή της στο θέλημα του Θεού, που υπάκουα δέχθηκε από το χέρι Του. Η μητέρα δεν ζήτησε ποτέ βοήθεια και προστασία από τους ανθρώπους, ζήτησε βοήθεια και προστασία μόνο από τον Θεό. Η πίστη και η εμπιστοσύνη της ήταν τόσο ισχυρή ώστε μόνο να άκουγες, με τι παιδική απλότητα έλεγε το Θεό, «Πατέρα!» Και εισακούονταν αμέσως οι προσευχές της, πάνω απ ‘όλα γι’ αυτήν ο Πατέρας ήταν – ο πιο στενός οικείος, ο πιο αγαπημένος, ο προστάτης της.

Η Σταρίτσα γνώριζε πάντα πόσοι άνθρωποι και με ποιες ανάγκες έρχονταν και για όλους προετοίμαζε ένα γεύμα. Πολλοί κατά τη διάρκεια του γεύματος λάμβαναν θεραπεία από τις ασθένειές τους. Επίσης, θεράπευε τους αρρώστους και με μια δική της αλοιφή, η οποία ήταν τόσο θαυματουργή που όλοι πίστευαν ότι η θεραπευτική δύναμη της δεν ήταν στην ίδια την αλοιφή, αλλά στις άγιες προσευχές της. Κατά κανόνα, οι επισκέπτες έφευγαν χαρούμενοι και … θεραπευμένοι, αν και δεν μπορούσαν να το καταλάβουν αμέσως. Η μάτουσκα έλεγε ένα λόγο σε όλους και αυτός γινόταν κατανοητός μόνο από τον άνθρωπο στον οποίο απευθυνόταν αυτός.

Στη μητέρα Αλυπία έρχονταν όχι μόνο πιστοί, αλλά και αθεϊστές και κομμουνιστές με  δύσκολα προβλήματα και σοβαρές ασθένειες. Κι όλους τους βοηθούσε με την αγάπη και την προσευχή της, στρέφοντάς τους προς τον Χριστό. Μόνο ο Θεός ξέρει πόσους ανθρώπους έσωσε από την καταστροφή και την απόγνωση, πόσους θεράπευσε, πόσες οικογένειες έσωσε από την διάλυση.

Τον Απρίλιο του 1988, λέει η συνοδός-φίλη της Μαρία, κρατούσα το Ημερολόγιο της Εκκλησίας και η Μητέρα ρωτάει: “Κοίτα τι μέρα είναι στις 30 Οκτωβρίου.” Κοίταξα και είπα: “Κυριακή”. Επανέλαβε: “Κυριακή”. Μετά το θάνατό της, συνειδητοποιήσαμε ότι τον Απρίλιο η μητέρα μας γνωστοποίησε την ημέρα του θανάτου της που από έξι μήνες πριν αυτήν ήδη γνώριζε. Και μια άλλη φορά είπε:
«Θα φύγω όταν αρχίσουν οι παγετοί και πέσει το πρώτο χιόνι ».
Το βράδυ του Σαββάτου, στις 16/29 Οκτωβρίου, ήταν πολύ άρρωστη. Την επόμενη μέρα, στις 17/30 Οκτωβρίου 1988, έπεσε το πρώτο χιόνι και άρχισε ο πρώτος παγετός. Όλοι προσευχόταν. Η μητέρα τους ευλόγησε όλους, εκτός από μία γυναίκα, να πάνε στην έρημο Κιτάγιεβο, και να προσευχηθούν γι ‘αυτήν στους τάφους της Μοναχής Δοσιθέας και του οσίου Θεοφίλου του δια Χριστόν σαλού.
Στη κοίμησή της, ήταν φωτεινή, σαν να κοιμόταν. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο και ιλαρό. Η κηδεία της έγινε την 1η Νοεμβρίου στην Εκκλησία της Ανάληψης της Μονής Φλωρόβσκι, όπου συγκεντρώθηκαν πολλοί άνθρωποι. Η θλίψη που ένοιωσαν όσοι την αγαπούσαν διαλύθηκε από μια ήσυχη χαρά, γεμάτη πίστη και ελπίδα. Όλοι ένιωθαν ότι αυτό ήταν θρίαμβος της πίστης μας, δεν ήταν θάνατος, αλλά μια νίκη πάνω του.
***
Έλεγε ο πατήρ Μεθόδιος Demeevskoy Finkevich για τη μάτουσκα Αλυπία:
– Ήταν μια ενσάρκωση της καλοσύνης και της ευγένειας. Προσεύχομαι σε αυτήν ακόμη και για μικρά πράγματα.
Μεταξύ των πνευματικών της  παιδιών ήταν  ο πρώην επίσκοπος της Tulchin και Bratslav Ιππόλυτος (Khil’ko), όπου του προείπε ότι θα γίνει επίσκοπος.
Κατά τα χρόνια του πολέμου με το Αφγανιστάν, όσοι στρατιώτες ζήτησαν τις προσευχές της δεν στάλθηκαν στο Αφγανιστάν και έτσι απέφυγαν τον θάνατο.
Τις αποκαλύφθηκε ότι στις 26 Απριλίου 1986 θα γίνει ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του ΤσερνομπίλΚαι η μητέρα Αλυπία προειδοποίησε τους ανθρώπους πολύ πριν από την τραγωδία ότι η γη θα καεί, ότι θα «δηλητηριαστούν» η γη και το νερό.
“Κάτω από το έδαφος καίγεται η γη, Σβήστε τη φωτιά!” Έλεγε η ευλογημένη. “Μην αφήνετε το φυσικό αέριο!” Κύριε! Τι θα συμβεί τη Μεγάλη Εβδομάδα!
Αλλά κανείς δεν την καταλάβαινε. Πάνω από μισό χρόνο, η ευλογημένη γυναίκα παρέμεινε σε έντονη προσευχή για τη σωτηρία της γης και των ανθρώπων από μια τρομερή καταστροφή. Μια ημέρα πριν από το ατύχημα, η μητέρα μας περπατούσε στους δρόμους και φώναζε:
– Κύριε! Λυπήσου τα μωρά, μη καταστρέψεις τους ανθρώπους!
Οι άνθρωποι που ήρθαν σ ‘αυτήν εκείνη την ημέρα, τους συμβούλευε:” Κλείστε τις πόρτες και τα παράθυρα καλά, θα υπάρξει πολύ αέριο. “
Ο Κύριος αποκάλυψε στην γερόντισσα τον πνευματικό λόγο της τραγωδίας του Τσερνομπίλ, αλλά δεν μπορούσε να αποτρέψει εντελώς την οργή του Θεού από τους ανθρώπους που την προκάλεσαν. Από το βάθος της καρδιάς της προσευχόταν ο Κύριος να αποδυναμώσει τις συνέπειες της τραγωδίας, αλλά όλα αυτά έπρεπε να γίνουν.
Όταν συνέβη το ατύχημα και άρχισε ο πανικός, ειδικά στο Κίεβο και στις πόλεις και τα χωριά κοντά στη ζώνη των 30 χιλιομέτρων, η μητέρα Αλυπία δεν έφυγε από το σπίτι, είπε: «Ζω με τους πόνους των άλλων». Αυτή, ως στοργική μητέρα, προέτρεψε όλους να ηρεμήσουν, να στραφούν στον Θεό και να στηριχθούν στη βοήθεια και το έλεός Του. Η μακαρία κάλεσε τους ανθρώπους να στραφούν στον Εσταυρωμένο Ιησού Χριστό και να θυμούνται τη δύναμη του Σταυρού Του, που νίκησε τον θάνατο και να έχουν εμπιστοσύνη στον Κύριο.
Την ρώτησαν: Να φύγουμε;
Είπε: όχι. Όταν ρωτήθηκε τι να κάνουν με τα τρόφιμα, είπε: “Πλύντε τα, προσευχηθείτε λέγοντας το ”Πάτερ ημών” και το ”Θεοτόκε Παρθένε “σταυρώστε τα και φάτε και θα είναι καθαρά” …
Η μητέρα ευλόγησε να καλύψουν τα σπίτια κάνοντας το σημείο του Σταυρού και να συνεχίσουν να ζουν μέσα, να σταυρώνουν το φαγητό και να το τρώνε χωρίς φόβο.
– Πώς να πιούμε ραδιενεργό γάλα; Την ρώτησαν με φόβο.
– Να το σταυρώνετε – απάντησε η μητέρα μας – και δεν θα έχει ακτινοβολία.
Σε αυτές τις φοβερές ημέρες, η μάτουσκα στήριζε πολλούς και τους συγκρατούσε από τον πανικό και την απελπισία και τους οδηγούσε στο Θεό.
***
Η μητέρα Αλυπία προειδοποίησε τα πνευματικά παιδιά της και για μια άλλη καταστροφή, ένα “πνευματικό Τσερνομπίλ”: τη μελλοντική  διαίρεση του ”Φιλαρέτου” στην Ουκρανία. Προέβλεψε ότι θα πάρει τους ναούς, θα υπάρξει διάσπαση κι έπειθε τους επισκέπτες της ότι έπρεπε να ανήκουν μόνο στην κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία. 

Ο Αλεξέι Α. θυμάται: “Όταν είδε τη φωτογραφία του Φιλαρέτου, είπε: ” Δεν είναι δικός μας “. Αρχίσαμε να τις εξηγούμε ότι αυτός είναι ο Μητροπολίτης μας, νομίζοντας ότι δεν τον ξέρει, αλλά και πάλι η ίδια σταθερά επαναλάμβανε: «Δεν είναι δικός μας.» Τότε δεν καταλαβαίναμε την έννοια των λέξεών της, και τώρα μας εκπλήσσουν, πόσα χρόνια πριν η μητέρα είχε προβλέψει τα πάντα ».
Ο Ν.Τ. θυμάται: «Είμασταν στη μάτουσκα, και μιλάγαμε. Η σόμπα έκαιγε, κάποιος της έδειξε ένα περιοδικό στο οποίο υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία του Mητρ. Φιλαρέτου Denisenko. Η μητέρα άρπαξε το περιοδικό με τα δύο της δάχτυλα και φώναξε: “Ου, ου, ου, πόση θλίψη θα φέρει στους ανθρώπους, πόσο κακό θα κάνει. Λύκος με ένδυμα προβάτου! Στη σόμπα, στη σόμπα! “. Άρπαξε το περιοδικό και το έριξε στη σόμπα. Όταν συνήλθε από την σύγχυση, κάθισε σιωπηλά, και άκουγε τη σόμπα, που καίγονταν το περιοδικό. Είπα στη μητέρα: “Και τι θα συμβεί;” Η μητέρα χαμογέλασε με το μεγάλο παιδικό χαμόγελο της και είπε: “Ο Βλαντιμίρ θα είναι, ο Βλαντιμίρ!”. Και όταν υπήρξε διάσπαση στην εκκλησία μας, εμείς χωρίς καμία αμφιβολία και δισταγμό ακολουθήσαμε αυτή που η μητέρα μας έδειξε ενάμιση χρόνο πριν τον θάνατό της και σχεδόν πέντε χρόνια πριν από τα γεγονότα ».
Προείδε τον πόλεμο στην Τσετσενία και την οικονομική κρίση του 2008. «Θα υπάρξει πόλεμος στον Καύκασο, στον οποίο οι άνθρωποι θα υποφέρουν για την ορθόδοξη πίστη ».
Προέβλεψε όλα τα επόμενα δεινά και αισθάνθηκε την τρομερή ανάσα του  επερχόμενου Τρίτου παγκοσμίου πολέμου. «Αυτός δεν θα είναι πόλεμος, αλλά  εκτέλεση λαών για τη σάπια κατάστασή τους. Τα νεκρά σώματα θα είναι σαν βουνά, και κανείς δεν θα τα παίρνει για να τα θάψει. Οι άνθρωποι θα τρέχουν από τόπο σε τόπο. Θα υπάρχουν πολλοί μάρτυρες που θα μαρτυρήσουν για την Ορθόδοξη πίστη. Ο πόλεμος θα ξεκινήσει του Πέτρου και Παύλου – στις 12/29 Ιουλίου, την ημέρα των πρώτων Μεγάλων Αποστόλων ».
«Το μέλλον του κόσμου κρύβεται από τους ανθρώπους. Ποιος γνωρίζει τις οδούς και τους τρόπους του Κυρίου; Είναι ο Ένας – ο Δημιουργός όλων των δημιουργηματων, μπορεί να αλλάξει τα πάντα σε μια στιγμή».
«Μας είπε για ολόκληρη την καταστροφή του κόσμου», θυμάται ο LA. Cherednichenko, «μας μίλησε για περίπου μια ώρα, ακούγαμε προσεκτικά, αλλά όλα διέφυγαν από τη μνήμη μας, παρέμειναν μόνο δύο ή τρεις φράσεις, ως οδηγός στο σκοτάδι».
Αλυπία του Κιέβου Старица Алипия Киевская, Христа ради юродивая Голосеевской-g14051 

Κάθε ανθρώπινη δυστυχία και θλίψη προκαλούσε πάντα μεγάλη συμπόνια στην ψυχή της γερόντισσας. Η επιθυμία της να τους βοηθήσει όλους εκφράστηκε όχι μόνο με εντατικές προσευχές, αλλά και με το να υποβάλει το γεροντικό, ταλαιπωρημένο σώμα της σε στερήσεις. Έτσι, κατά τη διάρκεια μιας ξηρασίας, όχι μόνο δεν έτρωγε φαγητό, αλλά δεν έπινε και νερό, ακόμη και στον καύσωνα.
Το καλοκαίρι του 1986, η ευλογημένη, ικετεύοντας τον Κύριο να βρέξει, δεν έτρωγε ούτε έπινε για δύο εβδομάδες. Και όταν έριξε μια δυνατή νεροποντή, η μητέρα Αλυπία με μεγάλη χαρά πήγαινε γύρω από το σπίτι, σηκώνοντας τα χέρια της προς τον ουρανό.
– Δόξα τω Θεώ! Βροχή! Φώναζε δυνατά.
– Δόξα τω Θεώ! Βροχή! Η συγκομιδή! Η συγκομιδή! Η συγκομιδή!
Ακόμα η μητέρα ενίσχυε τον αγώνα της και στις περιπτώσεις που τα πνευματικά της παιδιά προσέβαλλαν τον Θεό με την ανυπακοή τους.
Σχετικά με την αγιότητα του Τσάρου Νικολάου Β’ είπε: «Είναι άγιος. Τον είδα. ”
Τα τελευταία εννέα χρόνια της ζωής της, έζησε στο Γκοζοσεέβο. Εδώ αποκαλύφθηκαν πλήρως τα μεγάλα πνευματικά της χαρίσματα . Το δώρο της προόρασης και διόρασης, που της χάρισε ο Κύριος, να διαβάζει τις καρδιές των ανθρώπων που έρχονταν σε αυτήν, σαν ανοιχτό βιβλίο, της ίασης αλλά πάνω απ ‘όλα – το δώρο της αγάπης. Κατανοούσε τη γλώσσα των ζώων και των πουλιών. Η Ματουσκα βοήθησε πολύ με τις προσευχές της σε δικαστικές υποθέσεις. Προειδοποιούσε τους ανθρώπους για κινδύνους, βοηθούσε να αποφευχθούν προβλήματα και πειρασμοί ή προστάτευε από επικείμενη καταστροφή. Έτσι, μια μέρα προσευχόταν όλη τη νύχτα στα γόνατα να σωθεί μια κοπέλα που βρισκόταν στα χέρια ενός σαδιστή σε μια άγνωστη πόλη, παρακαλούσε τον Κύριο να σώσει τη ζωή του κοριτσιού. Μία από τις πνευματικές κόρες της μητέρας έγινε μάρτυρας αυτού του αγώνα για την σωτηρια αυτης της ψυχής. Αλλά μόνο μετά από καιρό έμαθε για ποια είχε παρακαλέσει στον Κύριο έτσι.
Ήταν και είναι μια ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων.
Η αγία Μητέρα Αλυπία του Κιέβου, η δια Χριστόν σαλή
πηγή 

Μια μυλωνού θυμάται το πικρό αλεύρι της Κατοχής…



site analysis




Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

Η πείνα της Κατοχής στη μνήμη των ηλικιωμένων είναι αποτυπωμένη ως μια από τις πιο φριχτές στιγμές της ζωής τους. Καθόλου τυχαία η επιβίωση της φράσης «με το δελτίο», που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για κάτι που διατίθεται σε περιορισμένη ποσότητα. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τι ήταν το δελτίο στην Κατοχή, ότι πολλοί έθαβαν κρυφά τους νεκρούς συγγενείς τους, έτσι ώστε να καρπώνονται την ποσότητα επισιτιστικής βοήθειας που αντιστοιχούσε στους αποβιώσαντες. Η ιστορική έρευνα έχει εστιαστεί στην αποτύπωση της πλευράς αυτής του πολέμου κυρίως στην Αθήνα, όπου και το πρόβλημα προσέλαβε εφιαλτικές διαστάσεις. Οι φωτογραφίες με τα αποστεωμένα παιδιά στα συσσίτια, αλλά και τα σωρηδόν τοποθετημένα πτώματα ανθρώπων που βίωσαν στον απώτατο βαθμό το φάσμα της πείνας, στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη, καθώς δείχνουν μια ακόμη αποκρουστική πλευρά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ενώ λοιπόν σε μελέτες και βιβλία, επιστημονικά αλλά και αυτοβιογραφικά, έχει περιγραφεί σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό το πώς βίωσε η πρωτεύουσα τον παράπλευρο πόλεμο για την εξασφάλιση της τροφής (συσσίτια, κατοχικές συνταγές, υποκατάστατα τροφίμων κ.λπ.), δεν έγινε το ίδιο και για τις αγροτικές περιοχές.

Αναμφισβήτητα τα χωριά δεν έζησαν σε καμία περίπτωση την πείνα με την ίδια ένταση που το βίωσαν οι κάτοικοι της Αθήνας αλλά και των άλλων πόλεων ανά την Ελλάδα. Εξάλλου, η ύπαρξη γης για καλλιέργεια και λίγα αιγοπρόβατα αποτελούσαν μια σωτήρια λύση για να μην πεθάνουν, κυριολεκτικά, της πείνας.

Όμως η Κατοχή αποτέλεσε ένα τεράστιο σοκ ακόμη και για τους χωρικούς, ιδίως τον πρώτο χρόνο, ακόμη ειδικότερα τον εφιαλτικό χειμώνα του 1940-41, οπότε αποδεκατίστηκε κι ο πληθυσμός των Αθηνών από την πείνα. Τότε ήταν που περιουσίες άλλαξαν χέρια μέσα σ’ ένα βράδυ: ένας τενεκές λάδι ανταλλάχθηκε με ένα διαμέρισμα, αλλά και μια χούφτα κοσμήματα με μερικές χούφτες καλαμποκίσιο αλεύρι!

Μικρή συμβολή στην αποτύπωση του ακραίου διατροφικού καταναγκασμού κατά την Κατοχή, με εστίαση κυρίως στα υποκατάστατα αλεύρων, αποτελεί και το παρόν άρθρο.

Υπερπολύτιμη πηγή πληροφοριών είναι η εν ζωή 98χρονη θεία μου Φωτεινή Σαλαμούρα-Κατσάνου, η μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου, Γεωργίας.

Δουλειά στον μύλο από την παιδική ηλικία

Η πολυαγαπημένη θεία μου Φωτεινή (Φώτω) γεννήθηκε το έτος 1922 στον παραποτάμιο συνοικισμό Πλατανόρεμα Άρτας, 8 χιλ. από την πόλη (διοικητική υπαγωγή τότε στην Κοινότητα Μαρκινιάδας), όπου κατοικούσαν οι μητροπλευρικοί παππούδες, οι οποίοι είχαν νερόμυλο. (Η περιοχή έχει καταβυθιστεί στην τεχνητή λίμνη του Αράχθου/Πουρναρίου).

Ήταν ένας σκληρός κανόνας των παλιών, μια αυτοματοποιημένη διαδικασία, ότι το πρώτο παιδί θα ζούσε μια πραγματικά βασανισμένη ζωή, αφού θα έπρεπε να βοηθάει στο μεγάλωμα των μικρότερων αδελφών, αλλά και να συμμετέχει ενεργά με τους γονείς του σε όλες τις κοπιαστικές δουλειές.

«Σκουλειό δεν πήγα, δεν καλημέρ’σα δάσκαλου», όπως λέει. «Ήταν λίγου σκουριασμένους ο μακαρίτ’ς ου πατέρας μου, Θεός σχωρέσ’ τον. Αλλά έτσι ήταν ου κόσμους τότι… Δε μ’ άφ’κι να πάου στου σκουλειό. Δεν ξέρου ούτι να διαβάζου ούτι να γράφου. Ένα γράμμα ξέρου μαναχά… Στρουγγυλό, έτσιγιαϊα, κι έχει μια γραμμούλα στ’ μέση. Έλα να του φκιάσου…», λέει και σχηματίζει το Φ στο χαρτί. Είναι το μόνο που μπόρεσε να μάθει.

Αφού δεν πήγε στο σχολείο, η μόνη επιλογή ήταν να βοηθάει τους γονείς της στις πολλές αγροτικές δουλειές: σκάλισμα στα χωράφια, φύλαξη του κοπαδιού, αλλά και εργασία στον μύλο. «Ιγώ ήμαν η τρανότιρη, ιγώ έκανα ούλις τ’ς δ’λειές. Ποιος θα πάει να φ’λάξει τα γίδια; Η Φώτου! Ποιος θ’ αλέσει στου μύλου; Η Φώτου! Ποιος θα πάει να βάλει νιρό στ’ δέση; Η Φώτου! Πάινα στ’ δέση, έβανα πλατανόφ’λλα ν’ αυγατίσει του νιρό, για να πέσει του νιρό στουν κάναλου, ν’ αλέσει ου μύλους τα γιννήματα (δημητριακά)».

Η θεία Φωτεινή το 1940, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ήταν 18 χρονών, που σημαίνει ότι επωμίστηκε το βάρος και της λειτουργίας του μύλου. Θυμάται πολύ χαρακτηριστικά τότε που ήρθαν οι κατακτητές: «Θ’μάμι σαν τώραϊα τότι π’ πέρασαν οι Ιταλοί απ’ του Πλατανόριμα. Ο πατέρας μ’ τουν ήταν σι μία ψ’λή ράχη κι τ’ς είδι π’ ξικάμπ’σαν (εμφανίστηκαν). Ρέκαζι (ούρλιαζε): “Γένιτι πόλιμους! Έρθουντι οι Ιταλοί! Φεύγιστι! Σύρτι (πηγαίνετε) στου μαντρί, απουλάτι τα γίδια, σύρτι κι ισείς απού κουντά, να κρυπώσιτι (κρυφτείτε) να μη σας βρουν!”. Τ’ς είδαμαν απού μακριά… Κρύπουσαμαν μέσα στα λόγκα, μαζί μι τα γίδια. Πέρασαν οι Ιταλοί, έφ’γαν κι πήγαν στα χουριά…».
Ξυπόλητη στα παγωμένα νερά του Αράχθου

Ο χειμώνας ήταν πραγματικά πολύ σκληρός, οι προμήθειες λιγοστές όπως πάντα. Η χρονομάρτυρας θυμάται σαν να ήταν χθες: «Ήταν χειμώνας του ’40, μι τουν πόλιμου. Φύσαγι του πουτάμι απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν κατιβασμένου, κι πάινα μαναχή μ’ τ’ απουβραδύ μ’ ένα κλιφτουφάναρου (φορητό φωτιστικό μέσο με λάδι ως καύσιμη ύλη), για να κλείσου τ’ν πόρτα απ’ τ’ δέση (με τη βοήθεια μιας μικρής ξύλινης πόρτας ν’ αλλάξει την πορεία του νερού και να κατευθυνθεί προς το ποτάμι, όχι προς τον μύλο, όταν δεν χρειαζόταν για την κίνηση της μυλόπετρας). Όταν είχαμαν αλέσματα, σήκουναμαν τ’ν πόρτα κι έμπινι του νιρό για ν’ αλέσει. Του ’40-41 ήταν πουλύ βαρύς ο χειμώνας. Ήταν κριτσιάνια ου πάγους, κρέμουνταν στα στιφάνια (παγωμένο νερό σε κατακόρυφες μεγάλες στήλες που κρέμονταν στους γκρεμούς, σαν τεράστιοι σταλακτίτες). Ιγώ πιρπάταγα μέσα στου παγουμένου του νιρό μέχρι του γόνα (γόνατο), ξυπόλητη, ήταν τα πουδάρια μ’ κατακόκκινα, σαν παπαρούνα, απ’ του κρύου… Δεν είχαμαν παπούτσια τότι. Ένα ζιβγάρι παπούτσια είχα μαναχά, για να πααίνου στ’ν ικκλησιά. Ξυπόλητη έρθουμαν απ’ του Πλατανόριμα στου χουριό (Μαρκινιάδα Άρτας). Ήταν πόσου αλάργα (ήταν αρκετά μακριά). Λίγου προυτού φτάσου, φόραγα τα παπούτσια, για να πάου στ’ν ικκλησία. Ου μακαρίτ’ς ου πατέρας μ΄θ’μάμι κάπουτι μού ‘χι φκιάσει παπούτσια μι ρόδα απού αμάξι (ελαστικό αυτοκινήτου), για σόλα, κι απουπάνου είχι ράψει ύφασμα. Όταν έβριχι, τα πουδάρια νότ’ζαν, αλλά δεν πιρπάταγαμαν κι ξυπόλητοι».

Αλεύρι από λούπινα: «Κόβουνταν τα πουδάρια…»

Ο πόλεμος του 1940 ήταν ένα σοκ για τους φτωχούς αλλά πάντα προνοητικούς χωρικούς, οι οποίοι ζώντας τον αιφνιδιασμό που προκάλεσε ο πόλεμος την πρώτη χρονιά, και καθώς δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους (λόγω των αεροπορικών βομβαρδισμών – το χωράφι, με την ανοιχτή έκτασή του, αποτελούσε ιδανικό στόχο των εισβολέων), θα έπρεπε να βρουν άμεσα λύσεις έτσι ώστε να εξασφαλίσουν τουλάχιστον το αλεύρι – πολυτιμότατο όχι μόνο ως πρώτη ύλη για το ψωμί, αλλά και ως βάση για άλλες διαδεδομένες και κυρίως εύκολες και χορταστικές συνταγές, όπως οι πίτες, οι τηγανίτες, η κουρκούτη, δηλ. ο χυλός. Όταν διέθεταν σιτάρι ή καλαμπόκι για να αλέσουν, «δεν άφ’ναμαν ούτι σπ’ρί (κόκκο) να πάει χαμένου, σαν τα μυρμήγκια», όπως λέει η θείτσα Φώτω.

Οι άνθρωποι, όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την πείνα, ευρηματικοί καθώς ήταν ανέκαθεν, προσπάθησαν –με την κλασική μέθοδο της δοκιμής και της πλάνης– να δημιουργήσουν υποκατάστατα αλεύρου για να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή.

Τα λούπινα οι περισσότεροι όχι απλώς δεν γνωρίζουν τι είναι, αλλά ούτε καν έχουν ξανακούσει τη λέξη. Πρόκειται για έναν καρπό που ανήκει στα ψυχανθή (χονδροειδώς μπορούμε να πούμε ότι μοιάζουν με τα φασόλια), μάλιστα έχει μηδενικές απαιτήσεις για την καλλιέργειά του: ούτε καν όργωμα απαιτούνταν, απλώς έσπερναν τα λούπινα σε χέρσο χωράφι κι αυτά φύτρωναν.

Υπό κανονικές συνθήκες τα λούπινα (με χαρακτηριστικά πικρή γεύση, η οποία οφείλεται σε αλκαλοειδείς ουσίες, τοξικές για τον άνθρωπο αλλά και τα ζώα) χρησιμοποιούνταν ως ζωοτροφή, όμως στην περίοδο της Κατοχής από λούπινα έφτιαχναν ένα είδος αλευριού.

«Τα λούπινα τα μάζουναμαν τουν Αλουνάρη (Ιούλιο) κι τα ‘βραζαμαν σ’ ένα καζάνι όσου τ’ αυγό (περίπου 10 λεπτά), για να μη φ’τρώσουν στου νιρό, να μην απουλύσουν (αναπτύξουν) φύτρα. Κουντά τά ‘βαναμαν σι σακιά μέχρι τ’ μέση, γιατί φούσκουναν στου νιρό, τα πλάκουναμαν μι ένα μιγάλου λιθάρι στ’ γούλη (στο πάνω μέρος, εκεί που τα έδεναν) μέσα στου πουτάμι, να σέρει του νιρό (να είναι άφθονο και τρεχούμενο) κι τ’ άφ’ναμαν 3-4 μέρις για να ιδούμι αν ξιπίκρισαν. Ξιπίκριζαν, τρώουνταν… Τα ΄βγαναμαν απ’ του πουτάμι, τα ήλιαζαμαν (αποξηραίναμε στον ήλιο) 4-5 μέρις. Όταν τα ήλιαζαμαν, γένουνταν μ’κρά (συρρικνώνονταν)».

Τα λούπινα μετά τη διαδικασία της εμβάπτισης στο νερό και της αποπίκρανσης δεν γίνονταν βέβαια απολύτως γλυκά αλλά είχαν μια υπόπικρη γεύση, οπότε τα έβγαζαν απ’ το ποτάμι και τα αποξήραιναν στον ήλιο για 4-5 μέρες. Όμως τώρα υπήρχε ένα άλλο πρόβλημα: τα λούπινα γίνονταν «κάρκανο», δηλ. πάρα πολύ σκληρά. Η θεία μου συνεχίζει την αφήγηση: «Δε μπουρού να σ’ που τι τράβαγι ο μύλος για να τ’ αλέσει… Ήταν σκληρά σα λιθάρια!».

Για να γίνει το άλεσμα διαφορετικών καρπών, έπρεπε να ρυθμιστεί (με τη βοήθεια ενός μοχλού) η απόσταση μεταξύ της πάνω και της κάτω μυλόπετρας. Αυτή τη διαδικασία η θεία μου που δούλευε στον μύλο προφανώς την έκανε συχνά, καθώς στη διάρκεια της Κατοχής δεν υπήρχε η κατάλληλη εμπειρία, μιας και για πρώτη φορά άλεθαν ορισμένους καρπούς (π.χ. βελανίδια και άγρια αχλάδια/γκόρτσα).

Το λουπινάλευρο χρησιμοποιούσαν για να κάνουν «κουλούρα» (είδος στρογγυλού ψωμιού που κανονικά γίνεται με καλαμποκάλευρο), αλλά και κουρκούτη (χυλό με γάλα, για να μετριαστεί η υπόπικρη γεύση).

Ρωτάω πώς ήταν αυτό το αλεύρι αλλά και το ψωμί, και η απάντηση της θείας μου με συγκλονίζει: «Αχ, Βασίλη μ’… Η ψυχή μ’ ξέρει τι ψουμί ήταν αυτό απ’ τα λούπινα… Τ’ αλεύρι ήταν κατακίτρινου, σαν κρόκους. Του ψουμί γένουνταν καλό να του γλέπ’ς, αλλά τα πουδάρια δεν είχαν δύναμη να πιρπατήσουν, γιατί δεν είχι δύναμη (θρεπτική αξία) αυτό τ’ αλεύρι, δε μι κράταγι, κόβουνταν τα πουδάρια μ’, δε μπόρ’γα να πάου στα πρόβατα… Είχαμαν δ’λειές… “Δε μπορού να πιρπατήσου…”, έλιγα στ’ μανούλα μ’, αλλά κι αυτή τι να έκανε η έρμη: “Τι να κάμου κι ιγώ, πιδάκι μου… Δεν έχουμι τίποτα άλλου να φάμι”, έλιγι».

Για το υποκατάστατο αυτό αλεύρου, η θεία μου θυμάται ότι δεν κρατούσε «ξαγάρι» (ποσοστό επί του αλεσμένου καρπού, ως αμοιβή, «μυλωνιάτικο»). «Τι ξαγάρι να κρατήσου απ’ τουν κόσμο… Όλοι στο ίδιο καζάνι έβραζαμαν… Αυτό τ’ αλεύρι απ’ τα λούπινα ούτι οι κότες δεν τό ’τρουγαν!», λέει και στο πρόσωπό της αποτυπώνονται ο τρόμος, η εξαθλίωση και η θλίψη που έζησε πριν από 80 χρόνια!
Οι τηγανίτες από ρεβιθάλευρο ήταν σαν αυτιά λαγού!

Τα ρεβίθια ήταν επίσης μια ακραία λύση ανάγκης για να παραχθεί αλεύρι στον πρώτο χρόνο της Κατοχής. Η θεία μου θυμάται ότι την πρώτη φορά που της είπαν να αλέσει ρεβίθια το έκανε, αλλά και κράτησε ξαγάρι απ’ το καινοφανές αυτό αλεύρι. Το πήγε το βράδυ στο σπίτι, για να φάνε όλοι. Η μητέρα της, η αείμνηστη γιαγιά μου Ανθή, χρησιμοποίησε το νέο αυτό αλεύρι για να φτιάξει τηγανίτες, όμως το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, γιατί αυτές δεν φούσκωναν. «Μ’ αυτό τ’ αλεύρι έφκιαναν τ’γανίτις όπους φκιάνουμι μι του καθάριου (σταρένιο αλεύρι). Καλούτσ’κις ήταν αυτές οι τ’γανίτις, αλλά δε φούσκουναν, γένουνταν πλακατσίδα, σα “λαγαύτια” (επίπεδες και λεπτές σαν αυτιά λαγού)».

Το ψωμί από σκέτο ρεβιθάλευρο (χωρίς προζύμι) από άλλο πληροφορητή, 90 ετών, χαρακτηρίστηκε «άτυχο», δηλ. ανεπιτυχές, μάλιστα ο ίδιος συμπλήρωσε με έμφαση: «Δε σι κράταγι αυτό του ψουμί… Ήταν ίσια για να βάλ’ς κάτι στου στόμα σου…».
«Το βρίζινο ψωμί έσωσε τον κόσμο»

Σήμερα το ψωμί σίκαλης θεωρείται ιδανική λύση για τους διαβητικούς, αλλά και για όσους προσέχουν τη σιλουέτα τους, όμως στην περίοδο στην οποία αναφέρεται το άρθρο η «βρίζα» (η σίκαλη στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα) ήταν μια πρώτη ύλη για να παραχθεί αλεύρι στον νερόμυλο.

Ο λόγος και πάλι στην 98χρονη σήμερα μυλωνού της Κατοχής: «Μονάτο (δηλ. αμιγές, με χρήση μόνο αυτού του αλευριού) δεν ήταν τόσο καλό όπους είνι του σταρίσιου. Γένουνταν μαλακό σαν του καθάριου (ψωμί με σταρένιο αλεύρι), αλλά ήταν μαύρου, κι δεν ήταν κι τόσου νόστ’μου…». Μια άλλη χρήση του ήταν να το χρησιμοποιήσουν για την παρασκευή «μπομπότας» (είδος ψωμιού με σταρένιο και καλαμποκίσιο αλεύρι, αλλά και προζύμι). Συγκεκριμένα χρησιμοποιούσαν τρία ή τέσσερα μέρη καλαμποκιού κι ένα σίκαλης.
Το κριθαράλευρο με τα πολλά άγανα

Εξειδικευμένοι φούρνοι φτιάχνουν σήμερα ψωμί από κριθάρι, το οποίο όντως είναι πολύ νόστιμο και το προτιμούν πολλοί καταναλωτές.

Στην περίοδο της Κατοχής που άλεθαν επίσης κριθάρι, με τα υποτυπώδη μέσα που τότε διέθεταν (νερόμυλος με μυλόπετρες για το άλεσμα, παλιές κρησάρες για το κοσκίνισμα), δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα καλής ποιότητας αλεύρι από το κριθάρι, καθότι το δημητριακό αυτό έχει χαρακτηριστικά πολλά άγανα (δηλ. ακανθώδεις αποφύσεις του καρπού, στην κορυφή του σταχυού). Πώς θυμάται το κριθαρόψωμο η συνομιλήτριά μου;

«Του κριθάρι είχι αγάνια πουλλά κι τού κουσκίναγαμαν δυο φουρές για να τ’ αλέσουμι, του ντύμα (πίτουρο) έβγινι χουντρότιρου απ’ του σταρίσιου… Του κριθάρι ήταν ασπρουδιρότιρου (πιο άσπρο) απ’ τ’ βρίζα. Όσου κι να του κουσκίναγαμαν, πέραγαν αγάνια απ’ τ’ σήτα (περνούσαν και άγανα από την κρησάρα). Άμα έφκιανις μονάτο κριθάρι ή μονάτη βρίζα, νουστ’μότιρη ήταν η βρίζα. Δε φούσκουνι πουλύ του κριθάρι. Ήταν μιλαχρινό κι δε φούσκουνι πουλύ… Φούσκουνι λίγου κι κουντά κάθουνταν (στη συνέχεια “έπεφτε”). Αλλά τι να έκανι ου κόσμους… Έτρουγι… Η πείνα βγάνει μάτια!».
Γκορτσάλευρο: Αλεύρι… από φρούτο!

Τα γκόρτσα (ή και αγριόγκορτσα) είναι ο καρπός της γκορτσιάς, της άγριας, αυτοφυούς αχλαδιάς. Είναι μικρού μεγέθους, πολύ σκληρά και στυφά προτού ωριμάσουν. Μετά την ωρίμασή τους η σάρκα τους μαυρίζει και αποκτούν γλυκιά γεύση, σε παλιές εποχές μάλιστα, ιδίως στις ορεινές περιοχές, αποτελούσε ένα από τα ελάχιστα φρούτα που μπορούν να γευθούν οι κάτοικοι των χωριών.

Στην περίοδο της Κατοχής οι χωρικοί άλεσαν και γκόρτσα για να φτιάξουν αλεύρι. Η θεία μου θυμάται: «Τα γκόρτσα τα μάζουναν μ’σουγινουμένα του Σιπτέμβρη, τά ‘κουβαν κουμμάτια χουντρότιρα απ’ του καλαμπόκι, τά ‘λιαζαν στουν ήλιου, σαν τουν τραχανά, κι τά ‘φιρναν στου μύλου, να τ’ς τ’ αλέσου. Ήφιρνι ου μύλους γύρα (οι μυλόπετρες) κι τά ‘φκιανι αλεύρι. Μι του γκουρτσάλευρου έφκιαναν μπουμπότις, αλλά τό ‘σμιγαν μι ρουκίσιου (το ένωναν με καλαμποκίσιο αλεύρι) για να γένει μπουμπότα, ψουμί…».

Αλεύρι από καρύδια… μαζί με τα τσόφλια!

«Ου καθένας άλιθι ό,τι ηύρισκι μπρουστά του!». Μ’ αυτή τη φράση της οσονούπω αιωνόβιας πληροφορήτριας αποτυπώνεται η κατάσταση σε ό,τι αφορά τον αγώνα για την εξασφάλιση αλεύρου ή υποκαταστάτου.

Αν κάποιος είχε πολλά καρύδια, θα έφτιαχνε μ’ αυτά αλεύρι. Μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια: τα άλεθαν μαζί με τα τσόφλια! «Άλισα κι καρύδις (καρύδια), σπασμένις, μαζί μι τα τσιόφλια! Σούμπρα (ψίχα) κι τσιόφλια μαζί! Τι αλεύρι να γένει… Του κατάπ’ναν, τι θα να ‘καναν… Γένουνταν σαν αλεύρι γιατί χαμπήλουναμαν τ’ν απάνου τ΄ν πέτρα για να κρούει ψ’λά (να εφάπτεται) κι γένουνταν οι καρύδις στάχτη (δηλ. σκόνη)».

Το καρυδάλευρο χρησιμοποιούνταν με πρόσμειξη «καθάριου», δηλ. σταρένιου αλευριού, για να κάνουν ψωμί.
Ο απώτατος διατροφικός καταναγκασμός

Όταν δεν υπήρχε τίποτε από τα παραπάνω, μια λύση ήταν να καταφύγουν στον λόγκο, για να βρουν την προς άλεση πρώτη ύλη, οπότε κατέφυγαν στα βελανίδια, τα οποία άλεθαν μαζί με το περίβλημά τους, όπως και τα καρύδια. Ειδικότερα, τα βελανίδια δεν προέρχονταν από πουρνάρι αλλά από το δέντρο αριά, καθότι έχουν πιο λεπτό περίβλημα και πιο γλυκιά γεύση, η οποία μοιάζει με του κάστανου.

Η μυλωνού της Κατοχής, παρότι δεν άλεσε η ίδια, ήξερε ότι κάποιοι συνάνθρωποί μας είχαν κάνει αλεύρι από «κότσιαλα» (δηλ. τα ξυλώδη στελέχη του καλαμποκιού – με κυριολεκτικά μηδενική θρεπτική αξία) ή και από ρίζες αγριάδας.
Τι ήταν τα ρόγκια;

Η φρίκη της πείνας, όπως προεκτέθηκε, αφορούσε κυρίως τον δύσκολο χειμώνα του 1940-41, δηλ. τον πρώτο χρόνο του πολέμου, οπότε λόγω του φόβου κανείς δεν καλλιεργούσε τα χωράφια του. Στη συνέχεια όμως, δηλ. μετά το 1942-43 αλλά και στον Εμφύλιο βρήκαν μια λύση ανάγκης οι εξαθλιωμένοι χωρικοί που είχαν έρθει αντιμέτωποι με το φάσμα της πείνας σε τέτοια έκταση. Τι έκαναν; Έκαιγαν ρόγκια, δηλ. υλοτομούσαν το καλοκαίρι μια έκταση μέσα στον λόγκο (απλώς έκοβαν τα δέντρα), και το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια προκαλούσαν ελεγχόμενη πυρκαγιά, οπότε δημιουργούνταν μια εκχερσωμένη έκταση μέσα στον λόγκο, την οποία χρησιμοποιούσαν μόνο για μια χρονιά, επειδή την επόμενη θα άρχιζαν να φυτρώνουν πάλι τα δέντρα.

Αυτή η καμένη έκταση, λόγω της στάχτης (της «γάνας»), ήταν πάρα πολύ εύφορη, σαν να είχε λίπασμα. Δεν την όργωναν αλλά μ’ ένα τσαπί καλλιεργούσαν κατευθείαν – «τη βρίζα αν την έσπερνες μετά το απόβροχο, δεν ήθελε καν τσάπισμα, φύτρωνε κατευθείαν», θυμάται ο πατέρας μου, Χαρίλαος. Η βρίζα, εκτός από τον καρπό της που γινόταν αλεύρι, είχε και μια άλλη χρησιμότητα, αφού με το άχυρό της (το οποίο ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό) έφτιαχναν στέγες για καλύβες και μαντριά, δηλ. τα στεγανοποιούσαν με αυτό υλικό.

Τα ρόγκια τα χρησιμοποιούσαν και στη διάρκεια του Εμφυλίου, επειδή, εκτός από τα χωράφια, έπρεπε να εξασφαλίζουν επιπλέον ποσότητες δημητριακών για να δίνουν στους αντάρτες, οι οποίοι με το «έτσι θέλω» ζητούσαν δημητριακά και άλλες προμήθειες για τα στρατεύματά τους. Καθώς δεν μπορούσαν να οργώσουν, οι χωρικοί βρήκαν την εξής λύση: Να σπέρνουν βρίζα (στα τέλη Σεπτεμβρίου περίπου, στα πρωτοβρόχια δηλαδή), τη θέριζαν τον Ιούνιο, όμως δεν την αλώνιζαν αλλά την τίναζαν σε μια πλάκα, τη χτυπούσαν μ’ ένα ξύλο, επειδή ο καρπός αυτού του δημητριακού δεν βρίσκεται ενθυλακωμένος μέσα σε κάλυκα όπως π.χ. του σταριού, αλλά είναι γυμνός, οπότε με ένα τίναγμα αποσπάται από το στέλεχος του φυτού και επιπλέον δεν καταστρεφόταν (όπως με το αλώνισμα) και το άχυρο, που θα χρησιμοποιούσαν για στέγη στις καλύβες.
«Σήμερα κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα…»

Αναπόφευκτα η συζήτηση φτάνει στο σήμερα, στο πώς βλέπει μια αιωνόβια αγωνίστρια της ζωής τη σημερινή πραγματικότητα:

«Ιμείς έφαγαμαν κι λούπινα, π’ τρών’ τα πράματα (γιδοπρόβατα)… Δεν ξέρουμι τι χαλεύουμι (ζητάμε) σήμιρα. Σήμιρα έχουμι αλεύρια, αλλά οι γ’ναίκις δε ζυμώνουν… Του παίρουν απ’ του φούρνου… Ούτι στα χουριά δε ζυμώνει καμία σήμιρα, απ’ τ’ς νιότιρις… Περάει ου ψουμάς μι τ’ αμάξι (πλανόδιος φούρναρης). Είνι καλουμαθημένους ου κόσμους, είνι ούλοι αφχαρίστηγοι, δε φχαριστιόντι μι τίπουτα… Έτσι είναι ούλοι σήμιρα, κούτσικοι κι τρανοί… Γλέπεις μέχρι κι οι γάτες καλόμαθαν, αναμτζεύουντι (είναι επιλεκτικές στο φαγητό), δεν τρών’ ό,τι κι ό,τι, θέλουν κουνισέρβις, κριασούρα! Κι ούλα αγουραστά, κι στα χουριά ακόμα! Κι τ’ αυγά κι τα λάχανα, ούλα! Κι του γάλα! Θέλ’ς βαζόγαλου (γάλα σε αλουμινένια συσκευασία), θέλ’ς στου χαρτί (χάρτινη συσκευασία); Δίν’ς ένα δίφραγκου (κέρμα δύο ευρώ) κι… λύκους να φάει τα πρόβατα κι τσιάκαλους τα γίδια, π’ λέει κι του τραγούδι! Μέχρι κι του ψουμί τού πιτάν’… Ιμείς, αν έπιφτι κάνα κουμματσιούλι καταή, το ‘πιρναμαν, του ξισκόν’ζαμαν, του φίληγαμαν κι τό ‘τρουγαμαν!».
«Τι θα κάνετε αν έρθει ένα νέο ’40;»

Η θεια-Φώτω είναι γέννημα-θρέμμα του χωριού. Μετά τον γάμο της το 1947, κι ενώ μαινόταν ο Εμφύλιος, μένει αδιαλείπτως στο γειτονικό χωριό Μελάτες Άρτας, απ’ όπου δεν φεύγει σχεδόν ποτέ (επειδή «την πιάνει τ’ αμάξι», δηλ. τη ζαλίζει το ταξίδι με το αυτοκίνητο).

Η θεία μου είναι σαν να μην ανήκει στη σημερινή εποχή. Καταρχάς, η φυσιογνωμία της σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ζωντάνεψε από μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη ή δραπέτευσε από λεύκωμα του Μπαλάφα ή από παλιό αναγνωστικό.

Έτσι τη θυμάμαι μια ζωή, ήδη από τότε που ήμουν παιδί. Μια γνήσια Ηπειρώτισσα, αεικίνητη, με το κεφαλομάντιλο πάντα δεμένο, το σκαμμένο από τον χρόνο και τα βάσανα πρόσωπο, τα τίμια και «δουλεμένα» χέρια της να μαρτυρούν με τον πιο αδιάψευστο τρόπο τον σκληρό και πολύ συχνά άνισο αγώνα που έδωσε για να μεγαλώσει την οικογένειά της και να καμαρώνει σήμερα, όχι απλώς παιδιά, αλλά και εγγόνια και δισέγγονα.

Ακόμη και τώρα, στα 98 της, παρά τις συμβουλές των παιδιών της να μην κουράζεται, η ακμαιότατη θεία μου πηγαίνει κάθε μέρα για να περιποιηθεί τον κήπο, να σκαλίσει τα λαχανικά, να μαζέψει ξύλα για το τζάκι, να ποτίσει τα λουλούδια και τα δέντρα στο μοναστήρι του Γενεσίου της Θεοτόκου…

Εκτός από την αδιόρατη θλίψη που διαβάζει κάποιος στο πρόσωπό της, στο βλέμμα της αποτυπώνονται η έμπρακτη και σεμνή αγωνιστικότητα, η αξιομίμητη εργατικότητα, αλλά και η αλληλεγγύη των ανθρώπων αυτής της υπέροχης γενιάς που με τη ζωή τους παραδίδουν μαθήματα ζωής σε όλους μας. Ας αφήσω τη γλυκύτατη θεία μου Φώτω, τη μυλωνού της Κατοχής, να κλείσει το κείμενο: «Έζησα έναν ιώνα. Ένας ιώνας χρόνια! Μ’ αυτά π’ πέρασα ιγώ, δεν έπριπι να είμι ζουντανή, αλλά μ’ αφήνει ου Μιγαλουδύναμους κι ζηού ακόμα! Αχ, πού τ’ν είνι η ψυχούλα μ’ γραδουμένη (σκαλωμένη) στα κόκαλα! Βάσανα σ’ ούλη τ’ ζουή μ’, μέχρι π’ γέρασα… Στου μύλου μαναχά δεν αλέσ’κα, να γένου αλεύρι!

Κι αυτοίνοι π’ θα τα διαβάσουν μπουρεί να πουν ότι είνι παραμύθια, δε θα τα π’στεύουν αυτά π’ σ’ λέου... Ιμείς οι παλιοί τα πέρασαμαν αυτά, έπισαμαν στο κατιβασμένο του πουτάμι (μεταφορική σημασία) κι βήκαμαν στ’ν άκρη (τα καταφέραμε)… Ισείς όμους τι θα κάμιτι αν, Θεός φ’λάξοι, έρθει πάλι τού ’40; Να είστι ούλοι καλά και να διπλώσιτι τα χρόνια μ’!».
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος-λαογράφος, είναι συντάκτης του υπό έκδοση Ηπειρώτικου Λεξικού. Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στην ιερή μνήμη όσων αγωνίστηκαν για τη δική μας ελευθερία στο διάβα των αιώνων.

Email: vasilis.malisiovas@gmail.com
LinkedIn: Vasilis Malisiovas