Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΣΑΛΩΜΗ Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟΥ





 
Σέ μιά προσκυνηματική εκδρομή στό Προκόπι Εύβοιας, στό Ιερό Σκήνωμα τού ΑγίουΊωάννου τού Ρώσσου, πού διοργάνωσε ό έφημέριος της ενορίας τού Θερμού, συμμετείχε καί ή μακαρία Σαλώμη. Σ’ αύτό τό προσκύνημα πολλές χιλιάδες προσκυνητών καταφθάνουν κάθε χρόνο, όχι μόνο άπό τήν Ελλάδα άλλά καί άπό το εξωτερικό.

Οί περισσότεροι προσμένουν βοήθεια καί θεραπεία στίς ψυχικές καί σωματικές τους άσθένειες άπό τήν χάρι του.
Είναι όμως καί κάποιοι πού πηγαίνουν γιά αναψυχή ή από περιέργεια. Σ' αυτούς ό Άγιος θέλησε νά δώση ένα μήνυμα μέσω τής εύλαβεστάτης Σαλώμης.

Αφού προσκύνησε τό Άγιο καί θαυματουργό του Λείψανο μέ πόθο και ευλάβεια, στάθηκε γονατιστή στο πάνω μέρος τής λάρνακος, όπου φυλάσσεται τό Ιερό Σκήνωμά του.

Εκεί έμφανίστηκε ζωντανός ό Άγιος καί έχοντας αύστηρή όψι λέει στήν Σαλώμη: «Νά πής στόν παπά νά μην φέρνη όποιονδήποτε έδώ, άλλά μόνο όσους έχουν πίστι καί εύλάβεια».

Ή Σαλώμη συγκλονισμένη άναφερόταν στήν έμφάνισι τού Αγίου Ιωάννου τού Ρώσσου! Σ’ έμάς άπομένει νά προβληματιστούμε γιά τήν επιπολαιότητα, τήν σκληρότητα καί τήν όλιγοπιστία μας.

Οί άληθινοί προσκυνητές πάντως, λαμβάνουν πολλή χάρι άπό τήν προσκύνησι τού Ιερού Λειψάνου, πού καθίσταται«ποταμός δωρεών άνεξάντλητος, βρύσι εύεργεσιών καί πηγή ιαμάτων άέναος».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ. ΣΑΛΩΜΗ Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΤΙΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ. ΙΕΡΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ .Ι.Μ. ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ . ΚΑΡΥΕΣ. ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Γερόντισσα Μαριάμ ἡ Κυπραῖα, ὁ σύγχρονος Ἰὼβ


Τοῦ Ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Νικολάου

Ὅπως εἶναι γνωστό, στὶς 18 Αὔγουστου 2004 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω ἡ Ἀδελφὴ Μαριάμ, ἡ γνωστή μας κυρία Μαρούλα, σὲ ἡλικία 79 ἐτῶν. Τοὺς τελευταίους περίπου πέντε μῆνες τοῦ πόνου καὶ τοῦ μαρτυρίου της τοὺς εἶχε περάσει εἰς τὸ Μέλαθρο Ἀγωνιστῶν τῆς ΕΟΚΑ εἰς τὴν Παλώδια, ὅπου ἄφησε καὶ τὴν τελευταία της πνοή, παραδίδοντας τὴν ἐξαγνισμένη ψυχὴ της εἰς τὸν Ἀθλοθέτη Θεό.
Βέβαια, εἶναι πράγμα δύσκολο καὶ συγχρόνως ἐπικίνδυνο νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ μαρτυρικὴ ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀσάλευτη πίστη τους στὸν Χριστὸ ἔχουν γίνει πραγματικὸ κατοικητήριο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Τολμοῦμε ὅμως νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ ὡς ἕνα πνευματικὸ χρέος καὶ ὡς ἕνα ἱερὸ μνημόσυνο πρὸς τὴ φωτεινὴ αὐτὴ λαμπάδα, ποὺ ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν, ἐνῶ αὐτὴ ἔλιωνε κυριολεκτικὰ στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου καὶ τῆς ταλαιπωρίας, ἐν τούτοις ἐφώτιζε ὅλους ὅσοι τὴν γνώριζαν ἢ τὴν ἐπισκέπτονταν -ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν πόλη μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Κύπρο καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὴν- δείχνοντάς τους μὲ τὸ ταπεινὸ παράδειγμά της τὴν ἀπλανῆ ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χαριτώσεως.
Ἡ ἀδελφὴ Μαριάμ, ποὺ γιὰ τριάντα καὶ πλέον χρόνια ἦταν καθηλωμένη τελείως στὸ κρεβάτι, ἔδειξε τέτοια ὑπομονὴ καὶ πίστη μπροστὰ στὸν πόνο καὶ τὴν ἀσθένειά της, ὥστε ἔχει...
ἀποδειχθεῖ ἕνας σύγχρονος μάρτυρας ποὺ ποτὲ της δὲν γόγγυζε, ἀλλὰ ὅλα της τὰ λόγια στολίζονταν μὲ τὸ ἐπιφώνημα «Δόξα σοι ὁ Θεός!».

Ἡ Ἀδελφὴ Μαριάμ, ἡ πραγματικὴ αὐτὴ παρηγοριὰ καὶ μητέρα χιλιάδων ἀνθρώπων, ἦταν πραγματικὰ μία ζωντανὴ μαρτυρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἦταν μία ἐπαλήθευση τοῦ Εὐαγγελίου στὴ σύγχρονη ὀρθολογιστικὴ καὶ ὑλιστικὴ ἐποχή μας καὶ μία ἀπάντηση στὰ ἀτελείωτα "γιατί" ποὺ προβάλλουμε ὅλοι μας μπροστὰ στὸν πόνο καὶ τὶς θλίψεις μας. Ὅσοι πήγαιναν κοντά της γιὰ νὰ τῆς συμπαρασταθοῦν καὶ νὰ τὴν παρηγορήσουν, τελικὰ ἔφευγαν αὐτοὶ ὠφελημένοι καὶ πιὸ δυνατοὶ γιὰ συνέχιση τοῦ πνευματικοῦ τους ἀγώνα.

Πολλὲς ἦταν οἱ θεῖες ἐπισκέψεις καὶ παρηγοριὲς ποὺ εἶχε, οἱ ὁποῖες καὶ τὴ στήριζαν, ὅπως διαβάζουμε καὶ στὰ συναξάρια τῶν Μαρτύρων. Ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ περίπτωση εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ μετὰ ἀπὸ πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ θλίψεις, ἡ ὁποία ὄχι μόνο ἔδωσε χαρὰ καὶ δύναμη στὴν ψυχή της, ἀλλὰ καὶ γέμισε μὲ ἄρρητη εὐωδία ὁλόκληρο τὸ δωμάτιό της.

Εἶχε τὴν εὐλογία νὰ λάβει τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2000 τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸ Σχῆμα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτη μας κ. Ἀθανασίου, τὸν ὁποῖο καὶ ἀγαποῦσε πολὺ καὶ εὐχόταν καθημερινὰ γι’ αὐτόν, κυρίως κατὰ τὴν περίοδο τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεών του. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τῆς μακαριστῆς Ἀδελφῆς Μαριὰμ ἐψάλη εἰς τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ Παναγίας Παντανάσσης Καθολικῆς στὶς 19 Αὐγούστου στὶς 3.00 μ.μ. 

Πρῶτα ἐψάλη ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία εἰς Μοναχοὺς καὶ ἀκολούθως ἡ συνήθης ἀκολουθία, προϊσταμένου τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτη μας κ. Ἀθανασίου καὶ παρισταμένου πλήθους ἱερέων καὶ κόσμου, οἱ ὁποῖοι προσέτρεξαν ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή της γιὰ τελευταία φορὰ καὶ νὰ δώσουν τὸν τελευταῖο ἐν Κυρίω ἀσπασμό εἰς τὴν πνευματική τους μητέρα. Τὸ πολύαθλο καὶ μαρτυρικὸ λείψανό της ἐτάφη εἰς τὸ κοιμητήριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Λεμεσοῦ. Ἂς ἔχομεν τὴν εὐχή της καὶ τὸ φωτεινὸ παράδειγμά της ἂς εἶναι πάντοτε ὁδηγὸς στὴ ζωή μας. Αἰωνία της ἡ μνήμη!
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικό Παράκληση.
Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 21)
-----------

Φως για τις δικές μας δοκιμασίες

Αδελφή Μαριάμ

Όταν μνημονεύεις ένα δίκαιο οι λαοί σκιρτούν από εσωτερική χαρά και ελπίδα. Βρίσκουν σ’ αυτόν το στήριγμα στον προσωπικό τους αγώνα και κάτω από τη σκιά της δοκιμασίας του ξεκουράζονται, αναπνέουν, αναθάλλουν και προχωρούν. Μια ηρωίδα του πόνου είναι και η “αδελφή Μαριάμ” η γνωστή “Θεία Μαρούλα” από τη Λεμεσό.

Αυτά που θα αναφέρω προέρχονται από προσωπικές εμπειρίες και συνομιλίες μαζί της. Είναι αυτά που στριφογυρίζουν στο μυαλό μου από την μέρα της κηδείας της. Θεώρησα καλό να τα αποτυπώσω στο χαρτί γιατί με ωφελούν πάρα πολύ και δεν θέλω να τα ξεχάσω.

Στα δέκα χρόνια γνωριμίας μου με το “σύμβολο» της υπομονής, τη Θεία Μαρούλα, απεκόμισα πάρα πολλά, που θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο, εδώ θα περιγράφω ελάχιστα από αυτά που εντυπώθηκαν έντονα στη μνήμη μου.

Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του πόνου για 30 ολόκληρα χρόνια. Το σώμα της μαρτυρικό. Δεν είχε μέρος στο σώμα και στη ψυχή της που να μη μαρτύρησε.

Μας έλεγε:

Μπορώ να καταλάβω τον κάθε πόνο, γιατί πόνεσα με τον κάθε πόνο.

Η καρδιά της έγινε ευαίσθητη σαν μικρού παιδιού.

“Είσαστε όλοι παιδιά μου”, έλεγε. “Εγώ δεν ευλογήθηκα από το Θεό με παιδιά για να μπορώ να σας νοιώθω όλους παιδιά μου. Μια φορά προσπαθήσαμε να υιοθετήσουμε ένα παιδί και το παιδί αυτό δεν άντεξε να με βλέπει στο κρεβάτι και μας εγκατέλειψε. Δεν πειράζει όμως, το καταλαβαίνω. Είναι δύσκολη η κατάστασή μου. Πολλές φορές μάλιστα είπα στον άνδρα μου, τον Χριστάκη να με χωρίσει και να ξανανυμφευθεί, να ξαναφτιάξει την ζωή του. Αυτός, όμως, μου έλεγε: “Εγώ μια Μαρούλα αγάπησα και δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη”. (Κλαίει)

Τί θυσία πράγματι και για τους δύο. Η αγάπη τελικά υπερβαίνει όλο τον κόσμο και αυτοί οι δύο είχαν “αγάπη”. Ήταν πρότυπο ανδρογύνου. Όποτε πήγαινα στο σπίτι της συνειδητοποιούσα πόσο φτωχός από αγάπη ήμουν.

Τις μεγάλες ψυχές ο Θεός τις δοκιμάζει ως χρυσό στο χωνευτήρι. Η θεία Μαρούλα ήταν μεγάλη ψυχή.

Η ίδια η Παναγία είπε σε κάποια κοπέλα για το πατρικό σπίτι της Μαρούλας.

-“Στο σπίτι αυτό κατοικούν άνθρωποι δικοί μου”. Ιδού πώς έχει το περιστατικό:

Β΄

Οι φίλοι της Παναγίας

Μια κοπέλα, που ο πατέρας της πέθανε και η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Ο πατριός της ήθελε να την παρασύρει στην πορνεία. Αυτή για να γλιτώσει κατέφυγε απελπισμένη στην εκκλησία της Παναγίας της Καθολικής (Λεμεσός). Η εκκλησία ήταν κλειστή και αυτή απ’ έξω να κλαίει. Ξαφνικά μια γυναίκα την αγγίζει γλυκά στην Πλάτη.

-“Μην φοβάσαι, εδώ κοντά έχω ανθρώπους δικούς μου που θα σε βοηθήσουν”. Την παίρνει από το χέρι και την οδηγεί στο φιλόξενο πατρικό σπίτι της θείας Μαρούλας. Όταν έφτασε εκεί, η παράξενη μαυροφορεμένη, γλυκιά γυναίκα εξαφανίζεται. Μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν η Παναγία. Η κοπέλα αυτή φιλοξενήθηκε αρκετό καιρό μέχρι που η δυσκολία ξεπεράστηκε.

Με τέτοια οικογένεια η θ. Μαρούλα έμαθε να αγαπά τους ανθρώπους και να τους συμπονεί. Όπου άκουγε ότι μια ηλικιωμένη ή άρρωστη γυναίκα ήθελε βοήθεια, με πολλή χαρά έτρεχε.

Ήρθε η ηλικία του γάμου. Παντρεύτηκε τον “Χριστάκη” της. Δεν έφτασε να χαρεί τον γάμο της όταν ο Χριστάκης καταντά στο νοσοκομείο με κίνδυνο να πεθάνει.

Η Μαρούλα προσεύχεται. Ζητά το θαύμα. Πάνω στην αγάπη της παροξύνεται. Γονατίζει.

-Θεέ μου, δεν θέλω να πεθάνει ο Χριστάκης μου. Καλύτερα δώσε μου εμένα όσες αρρώστιες θέλεις αλλά αυτός να ζήσει. Ο πάνσοφος Θεός που ακούει την προσευχή της, οικονομεί τη θεραπεία του Χριστάκη.

Άγνωστο για ποιο λόγο, ο Κύριος γνωρίζει, σε λίγο αρχίζει ο δικός της 30χρονος Γολγοθάς. Ασθενεί και κάνει την πρώτη εγχείρηση. Αποτυγχάνει. Πέφτει στο κρεβάτι. Ακολούθησαν άλλες 13 εγχειρήσεις. Καρκίνος στο στήθος, πρόβλημα στομάχου, συκώτι, έρπης, πρόβλημα στα μάτια …κ.α.

Δεν πτοείται, δεν τα βάζει με το Θεό. Ο Χριστάκης στέκει δίπλα της ως αληθινός ήρωας της αγάπης, που δίνει χωρίς να ζητά αντάλλαγμα. Οπότε πηγαίναμε στο σπίτι τους, ήταν γεμάτο κόσμο. Ο Χριστάκης με το χαμόγελο κερνούσε και καλοδεχόταν τους πάντες. Ο ίδιος μαγείρευε, ψώνιζε, έπλενε, σιδέρωνε, σκούπιζε και γενικά διακονούσε τη μεγάλη του αγάπη Μαρούλα. Η θ. Μαρούλα στενοχωριόταν σε σημείο που λέει μια μέρα στο Χριστάκη της.

-Δεν με βάζεις σ’ ένα ίδρυμα και να ξαναφτιάξεις την ζωή σου; Δεν θέλω να σε κάνω δυστυχισμένο.

-Τι λες Μάρω μου! Εγώ χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζήσω. Και παρακαλώ το Θεό να πάω πρώτος εγώ, γιατί αν σε χάσω δεν θα το αντέξω αλλά θα πεθάνω πάνω από τον τάφο σου.

ΠΗΓΕΣ:ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ-ΡΩΜΑΙΪΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Η γιαγιά τής ΕΛΔΥΚ.


«Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν και θα φοβηθώ εγώ, η παλιόγρια;» Η «γιαγιά της ΕΛΔΥΚ» που έμεινε στο στρατόπεδο και σκοτώθηκε μαζί με 33 στρατιώτες...




Η ΕΛΔΥΚ αποδεκατισμένη, βρισκόταν σε διάφορες περιοχές. Όσοι παρέμειναν συσπειρώθηκαν στο στρατόπεδο της Λακατάμιας, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις τουρκικές ορδές. Οι τρεις λόχοι που παρέμειναν ήταν υπό τις διαταγές του αντισυνταγματάρχη Παναγιώτη Σταυρουλόπουλο. Στις 14 Αυγούστου ξεκίνησε η επίθεση. Οι επιθέσεις συνεχίζονταν μέχρι το απόγευμα και οι άντρες της ΕΛΔΥΚ αντιστέκονταν...

Η γιαγιά της ΕΛΔΥΚ Η Καλλιόπη Αβραάμ ήταν 78 ετών. Καταγόταν από την Λάρνακα της Λαπήθου και μετά την πρώτη εισβολή βρέθηκε να ζει κοντά στην περιοχή που έγινε η μάχη της ΕΛΔΥΚ. Όταν της ζητήθηκε να εγκαταλείψει την περιοχή απάντησε: «Που να αφήσω τούτα τα παιδιά; Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν και θα φοβηθώ εγώ, η παλιόγρια;»....

Η Καλλιόπη Αβραάμ, βοηθούσε τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ που ονόμαζε παιδιά και εγγόνια της, με κάθε τρόπο. Κουβαλούσε νερό και φαγητό, ψωμί, νερό, τσιγάρα, καραμέλες, ότι μπορούσε… ενώ δεν τους εγκατέλειψε ακόμη κι όταν οι στρατιώτες αποφάσισαν να μεταφερθούν στη Σχολή Γρηγορίου. Ακόμη κι εκεί, τους αγκάλιαζε προσπαθώντας να τους προστατέψει από τα συντρίμμια που προκαλούσαν οι βόμβες γύρω τους....

Ζωντανή την είδαν τελευταία φορά στις 14 Αυγούστου 1974 στον Αγ. Δομέτιο που είχε πάει στην εκκλησία για να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων σα να ήξερε. Κατόπιν επέστρεψε στο στρατόπεδο. Οι Τούρκοι, άτιμοι πάντα, εξαπέλυσαν τον Αττίλα ΙΙ. Η μάχη στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ είναι γνωστή και βγαλμένη από τα βάθη ελληνικής ψυχής.

Μία βόμβα βρήκε τη Σχολή Γρηγορίου. Η γιαγιά της ΕΛΔΥΚ, πέθανε μαζί με τους 33 στρατιώτες και τάφηκε μαζί τους στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας....

Σύμφωνα με μαρτυρία η γιαγιά Καλλιόπη βρέθηκε νεκρή πάνω από τους στρατιώτες σα να ήθελε να τους σκεπάσει μέχρι το τέλος.

Πηγή: ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί...

θα δημοσιεύω καθημερινά, αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν την βάρβαρη εισβολή των Τούρκων του 1974 και δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες εκείνης της εποχής, όπου μέσα από ρεπορτάζ με ζωντανές μαρτυρίες, αποτυπώνεται το μέγεθος της θηριωδίας που επιτελέστηκε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974.Πόνος, θλίψη, δυστυχία, είναι φτωχά επίθετα για να περιγράψουν τις εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες.


Πηγή : https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=226721852092598&id=100042643540122

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Όταν ο Άγγελος Σικελιανός ασπάστηκε το άφθαρτο χέρι της αγίας Μαγδαληνής στο Άγιο Όρος



Αρκετοί είναι αυτοί που γνωρίζουν το ποίημα του Άγγελου Σικιελιανού «Μαγδαληνή», το οποίο κλείνει με τους στίχους: 
«Μαγδαληνή, Μαγδαληνή,
του πόθου μέγα αστέρι·
σέ μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό,
γιά νά φιλήσω λείψανο τό ατίμητό Σου χέρι·
κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»
 (Πάσχα των Ελλήνων, «Μαγδαληνή», Λυρικός Βίος, ό.π., τ. Δ ́, σ. 136-138).

Λίγοι όμως είναι αυτοί που γνωρίζουν από πού εμπνεύστηκε τους στίχους αυτούς ο μεγάλος ποιητής, Άγγελος Σικελιανός.

Η ιστορία είναι πίσω από το ποίημα έχει ως εξής:

Τον Νοέμβριο τού 1914, ο νεαρός Άγγελος Σικιελιανός επισκέπτεται το Άγιον Όρος. Ήταν τότε μόλις 30 ετών και βρισκόταν σε μία περίοδο έντονης αναζήτησης. Μαζί του είχε τον Νίκο Καζαντζάκη.

Σαράντα μέρες περιπλανήθηκαν ως προσκυνητές στα μονοπάτια του Άθωνα και επισκέφθηκαν τα μοναστήρια και τις σκήτες του, αφήνοντας και οι δύο και γραπτές τις έντονες εντυπώσεις από την πνευματική αυτήν περιπλάνηση.

Σε αυτό το ταξίδι «πάλεψαν» με τον Θεό και ανάμεσα στα μοναστήρια που επισκέφθηκαν τότε ήταν και η Σιμωνόπετρα.

Ανέβηκαν από το μονοπάτι του Αρσανά.

Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, ο Σικελιανός «θα συναντηθεί» με την Αγία Μαγδαληνή.

Η συνάντησή του χαράχθηκε πολύ βαθιά μέσα του.

Όταν ασπάστηκε το άφθαρτο χέρι της, που φυλάσσεται στην μονή, θα το αισθανθεί θερμό.

Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρούν συχνά άνθρωποι που προσκυνούν το λείψανο της αγίας.

Η κατάπληξη του Σικελιανού ήταν τόσο μεγάλη, που θα ασπαστεί το χέρι της αγίας τρεις φορές!

Στη συνέχεια θα αποτυπώσει την θαυμαστή αυτή εμπειρία, που τον συγκλόνισε, σε στίχους:

«κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»

Και την 1η Σεπτεμβρίου του 1915 θα γράψει στο ημερολόγιό του, αναπολώντας αυτήν την στιγμή:

Στης Σιμωνόπετρας

«Το έβγα μας στον  αρσανά. Θάλασσα·
ο αφρός φαίνεται άξαφνα ζεστός, σα να καίει μια  αγαλλίαση ζωής.
Και θυμούμαι άξαφνα το ζεστό χέρι της Μαγδαληνής, στη Σιμωνόπετρα.
Ο ανήφορος στη Σιμωνόπετρα.
Η δάφνη δεξιά ζερβά βλαστομανάει  απίστευτα·
δαφνοπόταμος.
Δίπλα τρέχει λαγκαδιά που τα ξερόδεντρα τυλίγουν άφθονα οι κισσοί.
Το κύμα  ακούεται κάτου, κι  πάνου το νερό.
Δάσος δαφνών βαΐα.
Απάνου καλεί ένα σήμαντρο χαρούμενο, τρεμάμενο
σα γεράκι που ζυγιάζεται στο γκρεμό και φέρνει κύκλους.
Μη τον ξεχνάς αυτόν τον δρόμο· τη θεία θέρμη της Μαγδαληνής.
Όλο το σώμα νικητήριο μέσ᾿ π᾿ τα άγια».

Μέσα από την θέρμη του χεριού της αγίας ο άγιος βίωσε την αγάπη της για τον Χριστό, που νίκησε και αυτό τον θάνατο.
ΠΗΓΗ.ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

ΑΓΙΑ ΕΥΔΟΚΙΑ Η ΦΩΤΙΣΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Αγία Ευδοκία η βασίλισσα: Από Αθηναία φιλόσοφος, αυτοκράτειρα του Βυζαντίου  ( † 13 Αυγούστου) | Σημεία Καιρών


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Η εξουσία γενικά φθείρει και διαφθείρει. Χειρότερη απ’ όλες η απολυταρχική εξουσία και ιδιαίτερα η βασιλική, η οποία σε παλιότερες εποχές, ήταν εστία διαφθοράς και ηθικής καταπτώσεως. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις. Στο χιλιόχρονο Βυζάντιο, την χριστιανική Ρωμανία, οι αυτοκρατορικοί οίκοι ανάδειξαν, πέρα από την όποια κατάπτωση και μια πληθώρα αγίων ανάκτων, ανδρών και γυναικών, οι οποίοι λαμπρύνουν το αγιολογικό στερέωμα της Εκκλησία μας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η αγία Ευδοκία, η αυτοκράτειρα και φιλόσοφος, η οποία προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο κράτος, την Εκκλησία και τον πολιτισμό.

      Γεννήθηκε το 401 στην Αθήνα και ήταν κόρη του ονομαστού φιλοσόφου και καθηγητή της ρητορικής, Λεοντίου. Το αρχικό όνομά της ήταν Αθηναΐς. Τόσο ο πατέρας της, όσο και η ίδια ήταν εθνική στο θρήσκευμα (ειδωλολάτρισσα). Ο πατέρας της φρόντισε να της δώσει αξιόλογη μόρφωση και παιδεία. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία. Ιδιαίτερα μελέτησε τον Όμηρο, τον Λυσία και τον Δημοσθένη. Σπούδασε επίσης αστρονομία και γεωμετρία. Κυρίως ασχολήθηκε με την νεοπλατωνική φιλοσοφία, η οποία μεσουρανούσε την εποχή εκείνη. Η ίδια ήταν στολισμένη με ευγένεια αισθημάτων και ψυχικό μεγαλείο. Επίσης διέθετε σπάνια σωματική ομορφιά.

      Όταν έγινε 20 ετών, πέθανε ο πατέρας της και τότε τα αδέλφια της προσπάθησαν να της αρπάξουν το μερίδιό της από την μεγάλη πατρική τους περιουσία. Φαίνεται πως δεν μπόρεσε να δικαιωθεί από τα αθηναϊκά δικαστήρια και γι’ αυτό κατέφυγε στη Βασιλεύουσα, περί το 420 ή το 421. Ζήτησε ακρόαση από την Αυγούστα Πουλχερία (μετέπειτα αγία της Εκκλησίας μας), η οποία επιτρόπευε τον ανήλικο αδελφό της Θεοδόσιο Β΄ (408-450). Η καλοσυνάτη και ταπεινή βασίλισσα δέχτηκε την Αθηναΐδα και άκουσε το πρόβλημά της και της υποσχέθηκε λύση.

       Αλλά την εποχή εκείνη η Πουλχερία αναζητούσε την κατάλληλη σύζυγο για τον αδελφό της. Διείδε στο πρόσωπο της ωραιότατης, ευφυούς και καλλιεργημένης Αθηναΐδας την ιδανική σύζυγο για το Θεοδόσιο και μια ικανή βασίλισσα για το κράτος. Της πρότεινε και εκείνη δέχτηκε. Αλλά υπήρχε ένα σοβαρό εμπόδιο, έπρεπε να βαπτισθεί και να γίνει χριστιανή.

      Η Αθηναΐδα δέχτηκε, κατηχήθηκε και βαπτίστηκε, παίρνοντας το όνομα Ευδοκία. Το 421 έγινε ο γάμος της με το Θεοδόσιο και ένα χρόνο αργότερα, το 422 ονομάστηκε Αυγούστα, αφού γέννησε την πρώτη της κόρη, την Ευδοξία.

      Όπως είναι γνωστό από την ιστορία,  ο Θεοδόσιος είχε περιορισμένες διοικητικές ικανότητες και ασθενή χαρακτήρα. Έτσι, στην ουσία, την εξουσία είχαν στα χέρια τους οι δυναμικές γυναίκες, η αδελφή του Πουλχερία και η σύζυγός του Ευδοκία. Η μεν Πουλχερία είχε επωμισθεί με τα διοικητικά, η δε Ευδοξία με τα πνευματικά.

      Η Ευδοκία ήταν φορέας της ελληνικής παιδείας και του πολιτισμού. Σκέφτηκε λοιπόν να μεταλαμπαδεύσει τον ελληνικό πολιτισμό και τα γράμματα από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο του τότε κόσμου. Να αναδείξει την ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης, της παιδείας και της δικαιοσύνης. Να ιδρύσει εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου θα διδάσκονται οι επιστήμες και θα καλλιεργείται η φιλοσοφία και οι καλές τέχνες. Άλλωστε η ευφυής εκείνη γυναίκα έβλεπε πως η άλλοτε λαμπρά κοιτίδα του πολιτισμού και της παιδείας, η Αθήνα  παρήκμαζε ραγδαία και έπρεπε η πολιτισμική της κληρονομία να μεταφερθεί αλλού, στο κέντρο της απέραντης αυτοκρατορίας, στην  Βασιλεύουσα, όπου θα είχε, και όπως είχε, την αρωγή του κράτους.

     Έτσι στα 425 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη το περίφημο Πανδιδακτήριο, όπου διδάσκονταν όλες οι επιστήμες της εποχής. Καθιερώθηκε η ελληνική γλώσσα, ως

γλώσσα διδασκαλίας και χωρίστηκε το πρόγραμμα σπουδών σε δεκαπέντε έδρες για την σπουδή της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, δεκατρείς για την σπουδή της λατινικής γλώσσας και φιλολογίας και μια έδρα φιλοσοφίας. Είναι το πρώτο πανεπιστήμιο της ιστορίας στον κόσμο.

     Επίσης κατόρθωσε και παραμέρισε την λατινική γλώσσα και προώθησε την ελληνική στη δικαιοσύνη. Ακόμα προώθησε την ελληνική και στη διοίκηση. Στις μέρες της άρχισαν να καταγράφονται οι νομικές διατάξεις στα ελληνικά, όπως και οι πράξεις της διοίκησης.

      Η πρώην παγανίστρια Ευδοκία είδε τη μεγάλη αξία της χριστιανικής πίστεως, συγκρίνοντάς την με την παχυλή ειδωλολατρία, η οποία ακόμη είχε κάποιες αντιστάσεις, λίγο πριν την πλήρη κατάρρευσή της. Γι’ αυτό και υποστήριξε την Εκκλησία στο ιεραποστολικό της έργο. Η ίδια ζούσε με πίστη και ευλάβεια και δεν την άγγιξε η διαφθορά των παλατιανών.

      Το 437 πάντρεψε την κόρη της Ευδοξία με τον αυτοκράτορα της Δύσεως Ουαλεντιανό Γ΄ (419-455). Κατόπιν αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρό της, να πάει στου Αγίους Τόπους να προσκυνήσει τα εκεί Ιερά Προσκυνήματα. Έμεινε δύο χρόνια, προσευχόμενη και κτίζοντας και ανακαινίζοντας σπουδαία έργα. Το 439, επιστρέφοντας, πέρασε από την Αντιόχεια, όπου εξέφρασε την περηφάνια της  για την ελληνική της καταγωγή. Μάλιστα έπεισε τον αυτοκράτορα να ανεγείρει διάφορα κοινωφελή έργα στη μεγάλη πόλη.

      Στα τέλη του 439 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Με δική της πρωτοβουλία ανέβηκε στο αξίωμα του υπάρχου ο έπαρχος Κύρος. Αυτό όμως δεν άρεσε στον αντίζηλό του ευνούχο Χρυσάφιο. Ο πανούργος αυτός άνθρωπος έπεισε και έστρεψε το Θεοδόσιο ενάντια στην Ευδοκία. Για να διαρρήξει τις σχέσεις της με το Θεοδόσιο, την συκοφάντησε ότι δήθεν διατηρούσε ερωτική σχέση με τον παλατιανό αξιωματούχο Παυλίνο. Δυστυχώς ο Θεοδόσιος πίστεψε τις συκοφαντίες, διέταξε τη θανάτωση του Παυλίνου και έριξε σε δυσμένεια την Ευδοκία. Επίσης στράφηκε εναντίον της και η Πουλχερία.    

       Μετά από αυτή την κατάσταση, κατάλαβε ότι η παραμονή της στην Βασιλεύουσα ήταν αδύνατη. Γι’ αυτό, το 443, αποφάσισε να φύγει και πάλι για τους Αγίους Τόπους. Παρέμεινε εκεί ως το θάνατό της. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Κωνσταντινούπολη, ούτε μετά το θάνατο του Θεοδοσίου (450). Επιδόθηκε στην προσευχή, τη νηστεία και την πνευματική περισυλλογή. Ανήγειρε με δικά της χρήματα ναούς, Μονές και πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Αφιερώθηκε στην ανάγνωση των Γραφών και των πατερικών κειμένων. Συναναστράφηκε με αγίους και ασκητές. Όμως, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, παρασύρθηκε προσωρινά από κάποιους μονοφυσιτικούς κύκλους. Αλλά με τη βοήθεια δύο επιφανών μοναχών, του Συμεών Στυλίτου και του Μεγάλου Ενθυμίου μεταστράφηκε  στην Ορθοδοξία. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 460.

     Η Ευδοκία συνέγραψε πολλά και αξιόλογα έργα, από τα οποία τα περισσότερα δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Από τα σωζόμενα ξεχωρίζουν υπέροχοι στίχοι στη νίκη του Θεοδοσίου Β΄ εναντίον των Περσών, παράφραση της Οκτατεύχου και των προφητών Ζαχαρία και Δανιήλ, καθώς και τρία βιβλία του αγίου Κυπριανού Αντιοχείας (πρώην μάγου) σε έμμετρους ομηρικούς στίχους.   

     Η μνήμη της τιμάται στις 13 Αυγούστου.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Η οσία Θεοδώρα η εν Θεσσαλονίκη και η θυγατέρα της οσία Θεοπίστη: μητέρα και κόρη που αγίασαν μαζί!


Δόξα και καύχημα της ορθόδοξης  χριστιανικής πατρίδας μας είναι η αγιοτόκος Θεσσαλονίκη. Η ένδοξη  αυτή πόλη ανέδειξε πολλούς αγίους, οσίους, μάρτυρες, νεομάρτυρες και ομολογητές της πίστεως. Μεταξύ των πρώτων αγίων που λαμπρύνουν την  Εκκλησία της Θεσσαλονίκης είναι και η οσία Θεοδώρα η μυροβλύτις (εορτάζει στις 3 Αυγούστου, αλλά και στις 5 Απριλίου). Ας δούμε το βίο της αγίας καθώς και της κόρης της, αγίας Θεοπίστης, που μόνασαν μαζί.


 agia_theodora_thes-niki

 

Ο βίος    Η όσια Θεοδώρα γεννήθηκε περί το 812 στήν Αίγινα. Η μητέρα της απεβίωσε λίγο μετά τον τοκετό καί ο πατέρας της, που ήταν πρεσβύτερος, εμπιστεύθηκε την κόρη του στήν ανάδοχο της για να τήν αναθρέψει και έκάρη μοναχός. Ή Θεοδώρα μεγάλωσε με σοφία και φόβο Θεού, και ήδη από τήν παιδική της ηλικία αρραβωνιάστηκε με έναν από τους πλέον περιζήτητους νέους του νησιού.

Κατά τήν διάρκεια μιας έπιδρομής Σαρακηνών πειρατών σφαγιάστηκε ο αδελφός της και η Θεοδώρα κατέφυγε στην Θεσσαλονίκη μαζί με όλη την οικογένεια της.Μόλις έφθασε σέ νόμιμο ηλικία, τελέστηκαν οι γάμοι και λίγο αργότερα έφερε στον κόσμο μια κόρη, κατόπιν δέ και άλλα δύο παιδιά που πέθαναν σέ βρεφική ηλικία. Η Θεοδώρα δεν υπέκυψε στην θλίψη, παρηγόρησε τον σύζυγο της και του πρότεινε νά αφιερώσουν την εξάχρονη πρωτότοκη κόρη τους, Θεοπίστη, στον Κύριο, σάν απαρχή, στήν Μονή του Άγιου Λουκά.

Οταν απεβίωσε ο σύζυγος της, εγκατέλειψε και εκείνη τά εγκόσμια και ζήτησε νά γίνει δεκτή στήν Μονή του Αγίου Στεφάνου, ηγουμένη της οποίας ήταν μιά συγγενής της, ή Άννα, πού είχε υποστεί βασανιστήρια ώς υπέρμαχος της τιμής των σεπτών εικόνων. Φοβούμενη ότι ή νεαρά χήρα θά υπαναχωρούσε στήν απόφαση της και θά επέστρεφε στον κόσμο ήδη μετά τις πρώτες μοναχικές δοκιμασίες, ή Άννα ήταν κατ’ αρχάς διστακτική. Τελικά όμως ενέδωσε στο αίτημα της Θεοδώρας, τήν δέχθηκε στήν αδελφότητα και τήν υπέβαλε σέ κάθε λογής δοκιμασία γιά νά πιστοποιήσει τό ακλόνητο της απόφασης της. Ή Θεοδώρα επέδειξε αξιόλογο ζήλο στήν απόκτηση τών αρετών και διακρινόταν ιδίως γιά τήν πλήρη και δίχως ενδοιασμούς υπακοή της προς τήν ηγουμένη και προς τις άλλες αδελφές, τίς όποιες υπηρετούσε άγόγγυστα, αναλαμβάνοντας τά πιο ταπεινά διακονήματα. Διά της άμεσης εξομολόγησης απωθούσε όλους τους λογισμούς πού τίς υπέβαλλε ό μισόκαλος γιά νά τήν φέρει πίσω στον κόσμο, και στοχαζόμενη τίς τιμωρίες τής κολάσεως θεωρούσε ότι ήταν ή πλέον άχρηστη όλης τής άδελφότητος.

Όταν έκοιμήθη ή ηγουμένη τής Μονής του Αγίου Λουκά πού τήν είχε δεχθεί στήν αδελφότητα, ή Θεοπίστη έγινε δεκτή στήν Μονή του Αγίου Στεφάνου και μοιραζόταν τό κελλί με τήν κατά σάρκα μητέρα της. Αρπαξε τότε τήν ευκαιρία ό μισόκαλος και αναζωπύρωσε στήν καρδία τής Θεοδώρας τά μητρικά συναισθήματα. Ή ηγουμένη Αννα αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο γιά πειρασμό ό όποιος ήταν ικανός νά αποπλανήσει τίς δύο μοναχές άπό τήν ιερή τους κλήση, και μία ημέρα πού βρήκε τήν Θεοδώρα νά συμμαζεύει τά ενδύματα τής κόρης της, είπε αυστηρά:

«Θεοδώρα, τί σοι έστι ή κορασίς αύτη;» και υπενθυμίζοντας τον λόγο του Κυρίου: ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μον άξιος• και ό φιλών υίόν η θυγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος! (Ματθ. 10, 37), τους απαγόρευσε κάθε συναναστροφή και κάθε συνομιλία. Έπί δεκαπέντε χρόνια, ή Θεοδώρα και ή κόρη της τηρούσαν πιστά τήν εντολή, ένώ εξακολουθούσαν να έγκαταβιώνουν στο ίδιο κελλί, να εργάζονται και να γευματίζουν μαζί.

Αργότερα, ή Θεοδώρα ασθένησε σοβαρά- ή ηγουμένη ενέδωσε τότε στίς εκκλήσεις των άλλων μοναζουσών, ήρε τήν απαγόρευση καί ή Θεοδώρα μπορούσε πλέον νά συνομιλεί μέ τήν κόρη της. Μητέρα καί κόρη διαπίστωσαν τότε δτι δεν αισθάνονταν πλέον κάποια ιδιαίτερη στοργή εξαιτίας των δεσμών της σαρκικής συγγενείας καί ότι έβλεπε ή μία τήν άλλη ως έν Χριστώ αδελφή, δίχως κανένα πάθος, ακριβώς όπως οι άλλες μοναχές της αδελφότητας. Οταν ή Θεοδώρα έφθασε σέ ηλικία πενήντα εξι ετών, ή κόρη της Θεοπίστη ορίσθηκε άπό τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης νά διαδεχθεί στήν ήγουμενία τήν “Αννα, που ήταν πολύ ηλικιωμένη καί έπασχε άπό νοητική ανεπάρκεια. Ή Θεοδώρα, πνευματική κόρη της ίδιας της της θυγατέρας, επέδειξε προς αυτήν τήν ίδια υπακοή καί άγόγγυστα ανέλαβε νά γηροκομήσει τήν Αννα, πού ή αρρώστια τήν είχε κάνει δύστροπη. Σέ ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, ή Θεοδώρα απαλλάχθηκε άπό κάθε διακόνημα, εξακολούθησε ωστόσο νά υπηρετεί τις αδελφές, φέρνοντας κρυφά στάμνες γεμάτες νερό κάτω άπό τον μανδύα της ή πλέκοντας σχοινιά άπό τά ξέφτια του λιναριού πού άφηναν οί άλλες μοναχές, γιατί θυμόταν μέ φόβο τον λόγο του Αποστόλου: Ει τις ού θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω (Β’ Θεσσ. 3, 1θ).

Οταν έκοιμήθη έν ειρήνη τό 892, παρουσία όλης της άδελφότητος, τό γερασμένο καί ρυτιδιασμένο πρόσωπο της έλαμψε αίφνης μέ τήν λάμψη της νεότητος, ενώ ουράνια εύωδία γέμισε τό κελλί. Λίγο κατόπιν, τό λάδι της κανδήλας πού είχαν κρεμάσει στον τάφο της άρχισε νά ξεχειλίζει καί νά ρέει άφθονο, επιτελώντας θαύματα σέ όσους πιστούς χρίονταν μέ αυτό. Καί ή εικόνα της οσίας άνέβλυζε επίσης μύρο εύωδιάζον, καί γιά τον λόγο αυτό, ή όσια Θεοδώρα έλαβε τήν προσωνυμία «μυροβλύτις», όπως ό πολιούχος άγιος Δημήτριος.

Κατά τήν άλωση της Θεσσαλονίκης (1430), οί Όθωμανοί παραβίασαν τήν πολύτιμη σαρκοφάγο καί κομμάτιασαν τό ιερό λείψανο, τό όποιο είχε παραμείνει άφθορο. Οί χριστιανοί μπόρεσαν ωστόσο νά συναρμόσουν τά κομμάτια, καί τό τίμιο λείψανο τιμάται μέχρι τίς ήμερες μας στήν μονή τής όσιας, ή όποια αφιερώθηκε πλέον στήν μνήμη της. Διηγούνται επίσης γιά τήν όσία Θεοδώρα —έκτος αν πρόκειται γιά άλλη συνώνυμη άγια— ότι όταν άνοιξαν τον τάφο της γιά νά καταθέσουν τήν σορό τής ηγουμένης, πού έκοιμήθη λίγο μετά τήν όσία, τό λείψανο τής μοναχής έκανε υπακοή ακόμη καί μετά θάνατον καί στριμώχθηκε σέ μιά γωνιά γιά νά χωρέσει τό σκήνωμα τής ηγουμένης.

Πηγή: Νέος Συναξαριστήςτης Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδόσεις Ίνδικτος εδώ

agiatheod343

Η πρώτη μυροβλύτισσα αγία της Θεσσαλονίκης

.

Τόπος γαλήνης, ηρεμίας και λατρείας. Εδώ και αιώνες η Ιερά μονή της Αγίας Θεοδώρας αποτελεί σημαντικό κέντρο της ορθόδοξης πίστης και της πνευματικής ζωής στη Θεσσαλονίκη. Δεσπόζει στο κέντρο της πόλης, καθώς βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την πλατεία Αριστοτέλους, στην οδό Ερμού. Ο επισκέπτης, αφού περάσει την πύλη του μοναστηριού και βρεθεί στο εσωτερικό του, ξεχνά αμέσως το βουητό των αυτοκινήτων. Αισθάνεται αγαλλίαση και προσευχόμενος μπροστά από τη λάρνακα όπου φυλάσσονται τα λείψανα της αγίας νιώθει να προσεγγίζει τον Θεό.

Η αγία Θεοδώρα είναι η πρώτη μυροβλύτισσα αγία που εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη, μια και η μυροβλυσία του λειψάνου της προηγείται της πρώτης μαρτυρίας που υπάρχει για μυροβλυσία του αγίου Δημητρίου. Σε πολλά μυροδοχεία που ανακαλύφθηκαν στη μία πλευρά υπάρχει η μορφή του αγίου Δημητρίου και στην άλλη της αγίας Θεοδώρας, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπήρχε συλλατρεία των δύο μυροβλυτών αγίων της Θεσσαλονίκης.

«Η ιστορική Ιερά Μονή της Αγίας Θεοδώρας από τον 8ο αιώνα μ.Χ. μέχρι και σήμερα αποτελεί για τη Θεσσαλονίκη σημαντικό κέντρο της ορθόδοξης πίστης και φωτεινό πνευματικό φάρο» τονίζει στη «δημοκρατία» ο ηγούμενος της μονής, αρχιμανδρίτης Δαβίδ Τζιουμάκας. Προσθέτει ότι η αγία Θεοδώρα θεωρείται κι αυτή προστάτιδα της Θεσσαλονίκης και στο καθολικό της μονής φυλάσσεται το μυρόβλυτο άγιο λείψανό της, που αποτελεί προσκύνημα για χιλιάδες πιστούς από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Στο καθολικό της μονής φυλάσσονται επίσης τα λείψανα του οσίου Δαβίδ.

.

Ο τάφος της αγίας  

(δική μας προσθήκη:δείτε περισσότερα εδώ)

.
Τον Αύγουστο του 2010(δική μας διόρθωση ) σε οικόπεδο δίπλα από τη μονή ανακαλύφθηκε ένας τάφος που εκτιμήθηκε ότι ανήκει στην αγία Θεοδώρα. «Στο σημείο βρέθηκαν δοχεία για τη συγκέντρωση μύρου και οι αρχαιολόγοι συνέκλιναν στην άποψη πως εκεί είχε ενταφιαστεί η αγία» σημειώνει ο ηγούμενος. Ο τάφος μεταφέρθηκε στον αύλειο χώρο της μονής και σήμερα φυλάσσεται καλυμμένος, αλλά σύντομα θα εκτεθεί και θα αποτελεί σημείο προσκυνήματος. Από το εύρημα σύμφωνα με τους αρχαιολόγους σώζονται η οροφή του, μια καμάρα, τέσσερις τοίχοι, η οπή της καθόδου, το δάπεδο του τάφου, ο διάκοσμος και ένας χώρος στο προσκεφάλι που φαίνεται ότι δεχόταν κάποιο υγρό. Να σημειωθεί ότι τα λείψανα της αγίας είχαν μετατεθεί με θαυματουργό τρόπο έναν χρόνο μετά την κοίμηση της.
.

Η ιερά μονή

(δική μας προσθήκη:διαβάστε  περισσότερα εδώ ) Οι πρώτες πληροφορίες για την ιστορία της μονής της Αγίας Θεοδώρας προέρχονται από τον βίο της. Οταν σε ηλικία 25 ετών κατέφυγε εκεί για να μονάσει, το 837 μ.Χ., η μονή ήταν αφιερωμένη στο όνομα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Μετά τη μετακομιδή του λειψάνου της αγίας Θεοδώρας, τον Αύγουστο του 893, η μονή μετονομάστηκε σε Ιερά Μονή της Αγίας Θεοδώρας. Το 1430 με την άλωση της Θεσσαλονίκης οι Τούρκοι κατατεμάχισαν το λείψανο της αγίας. Ωστόσο η μονή δεν δημεύτηκε ούτε μετατράπηκε σε τζαμί. Εκείνη την περίοδο ήταν μία από τις τρεις μονές που λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη και αριθμούσε 200 μοναχές. Η μονή ονομαζόταν στα τουρκικά Kizlar Manastir (μοναστήρι των κοριτσιών) και βρισκόταν σε μία από τις 12 χριστιανικές συνοικίες της πόλης. Το καθολικό της μονής καταστράφηκε ολοκληρωτικά στην πυρκαγιά του 1917. Το μόνο κτίσμα που διασώθηκε ήταν το κωδωνοστάσιο. Ο νέος ναός χτίστηκε δίπλα στον κατεστραμμένο το 1935. Από το 1974 λειτουργεί ως ανδρική μονή, ενώ το 1989 ιδρύθηκε στον χώρο της μονής το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης.

Εχει πέντε μετόχια, τον ναό του Αγίου Αντωνίου, το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου του Τρανού, τον ναό του Αγίου Παντελεήμονος, το παρεκκλήσιο της Παναγίας Ελεούσης και τον ναό του Οσίου Δαβίδ. Θάνος Χερχελετζής .

.

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΤΗΣ ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ( με φωτο της Ιεράς Μονής)ΠΗΓΗ.ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ 

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Αγία Άφρα: Η Ελληνίδα πολιούχος του Άουγκσμπουργκ(+ 7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)



site analysis


Οι Ορθόδοξοι Άγιοι που ευαγγέλισαν τη Δυτική Ευρώπη και τις ...
 Η αγία Άφρα/Afra ήταν από τη Κύπρο, κόρη κάποιου Κύπριου βασιλέα τους χρόνους που η Κύπρος ήταν υποτελής στους Ρωμαίους.
  Όταν ο πατέρας της δολοφονήθηκε, η Άφρα μαζί με την μητέρα της, Ιλαρία, εγκατέλειψαν την Κύπρο και μέσω Ρώμης έφθασαν στο Augsburg της νότιας κεντρικής Γερμανίας . Η μητέρα της, ήθελε να την προωθήσει ως υπηρέτρια της θεάς Αφροδίτης, δηλαδή ως ιερόδουλη στο ναό αυτής. 
Saint Afra and companions | Faith of Our Mothers
 Κατά τους διωγμούς εκείνων των χρόνων εναντίον των Χριστιανών κατέφυγε στο σπίτι της ο επίσκοπος Νάρκισσος από την Ισπανία, όπου η Άφρα και η μητέρα της προσηλυτίστηκαν στον Χριστιανισμό. Όταν μαθεύτηκε πως ήταν χριστιανή, οδηγήθηκε ενώπιον του Διοκλητιανού, ο οποίος την προέτρεψε να θυσιάσει στους θεούς, αλλά η Άφρα αρνήθηκε. Έτσι, καταδικάστηκε σε θάνατο και κάηκε ζωντανή σε ένα μικρό νησί στον ποταμό Lech. 
 Όταν αργότερα η μητέρα της μαζί με τις τρεις υπηρέτριές της (Λίνα, Ευνόνια και Ευτροπία) έθαψαν τα λείψανά της, συνελήφθησαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Saint Afra - Wikiwand
 Η Αγία Άφρα, μία από τους τρεις πολιούχους της πόλης του Άουγκσμπουργκ, και η παλαιότερη και μάλλον σημαντικότερη μεταξύ αυτών. Οι άλλοι δύο είναι οι Άγιοι Ούλριχ και Ζίμπερτ.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Αγία Θεοδώρα Θεσσαλονίκης η Μυροβλύτισσα



site analysis


Αποτέλεσμα εικόνας για Αγία Θεοδώρα Θεσσαλονίκης η Μυροβλύτισσα

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Η ΜΥΡΟΒΛΥΤΙΣΣΑ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
       Στα αγιολόγια της Εκκλησίας μας υπάρχουν άγιοι οι οποίοι αγίασαν ομού με μέλη των βιολογικών τους οικογενειών. Μια τέτοια αγία είναι και η οσία Θεοδώρα η εν Θεσσαλονίκη, η οποία μόνασε και αγίασε με την κόρη της Θεοπίστη. Οι δύο αυτές οσιακές μορφές λαμπρύνουν το πλούσιο αγιολογικό μωσαϊκό της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων.
       Η αγία Θεοδώρα γεννήθηκε στην Αίγινα το 812 από ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας της ήταν πρεσβύτερος. Δυστυχώς η μητέρα της πέθανε, λίγο μετά τον τοκετό της, γι’ αυτό αναγκάστηκε ο πατέρας της να τη δώσει για ανατροφή σε μια ευλαβή ανάδοχό του και εκείνος ασπάσθηκε, μετά τη χηρεία του, το μοναχικό βίο. Η Θεοδώρα ανατράφηκε με ευλάβεια, από την ευσεβή ανάδοχο κόρη, απέκτησε φόβο Θεού και στολίστηκε με σπάνιες αρετές. Επίσης ήταν στολισμένη και με σπάνιο σωματικό κάλλος.
     Όταν μεγάλωσε, η ευσεβής θετή μητέρα της την αρραβώνιασε με έναν νέο, περιζήτητο στο νησί. Όμως ένα τρομερό γεγονός της άλλαξε τη ζωή. Βάρβαροι Σαρακηνοί πειρατές εισέβαλλαν στην Αίγινα και λεηλάτησαν τους κατοίκους, σκοτώνοντας πολλούς. Μεταξύ αυτών και τον αδελφό. Έτσι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη, με τον μνηστήρα της, όπου θα ήταν πιο ασφαλείς.

      Μετά από καιρό, όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκαν και έφεραν στον κόσμο μια κόρη, τη Θεοπίστη και στη συνέχεια άλλα δύο παιδιά τα οποία πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Ο χαμός των παιδιών τους τους γέμισε θλίψη, αλλά η ευσεβής Θεοδώρα δεν καταβλήθηκε. Έχοντας μεγάλη πίστη και ηρωικό φρόνημα, στήριζε το σύζυγό της. Μάλιστα του πρότεινε να αφιερώσουν την τότε εξάχρονη κόρη τους, την στο Θεό. Όντως την αφιέρωσαν στην Ιερά Μονή Αγίου Λουκά.
      Ύστερα από καιρό ένα άλλο δυσάρεστο πλήγμα δέχτηκε η Θεοδώρα. Ο σύζυγός της ασθένησε και πέθανε. Όντας 25 ετών, πήρε την απόφαση να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου ήταν ηγουμένη μια συγγένισσά της, ονόματι Άννα, ζητώντας την να την δεχτεί στη Μονή. Η ηγουμένη ήταν εγνωσμένης αγιότητας και είχε αναδειχθεί ομολογητής και είχε βασανισθεί, ως υπέρμαχος των Ιερών Εικόνων (βρισκόμαστε στην εποχή της εικονομαχίας). Όταν αντίκρισε τη νεαρή χήρα εξέφρασε τους δισταγμούς της, φοβούμενη πως κάποια στιγμή θα μετάνιωνε για την απόφασή της και θα εγκατέλειπε το μοναχικό βίο. Αλλά, μπροστά στις θερμές παρακλήσεις της Θεοδώρας ενέδωσε, τη δέχτηκε και την ενέταξε στην αδελφότητα της Μονής, υποβάλλοντάς την σε διάφορες δοκιμασίες για να πεισθεί για την ακλόνητη απόφασή της.
      Η Θεοδώρα επέδειξε πρωτοφανή ζήλο και υπακοή. Εκτελούσε με προθυμία κάθε διακόνημα, όσο ταπεινό και κοπιαστικό ήταν. Καλλιεργούσε σχέσεις αγάπης με την υπόλοιπη αδελφότητα και καταγίνονταν στον προσωπικό πνευματικό της αγώνα. Νήστευε, αγρυπνούσε, μελετούσε πνευματικά και ψυχωφελή βιβλία και συμμετείχε στα Ιερά Μυστήρια με ευλάβεια και ταπείνωση. Εξομολογούνταν ανελλιπώς για να αποκρούει τους πειρασμούς του διαβόλου, ο οποίος  πάσχισε, με δόλιους λογισμούς να την αποσπάσει από τον πνευματικό της αγώνα και να την απομακρύνει από τη Μονή, να την επαναφέρει ξανά στον κόσμο. Όμως εκείνη έμεινε εδραία στην απόφασή της. Είχε αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό την αρετή της ταπεινοφροσύνης, θεωρώντας τον εαυτό της ως τον πλέον αμαρτωλό άνθρωπο του κόσμου. Συχνά εξέφραζε την γνώμη της ότι ήταν η πιο άχρηστη μοναχή στη Μονή. Στοχαζόταν τις τιμωρίες της κολάσεως και έκλαιε πικρά για τα δεινά που την περίμεναν!
      Μετά από χρόνια, όταν είχε κοιμηθεί η ηγουμένη της Μονής Αγίου Λουκά, η οποία είχε δεχθεί την κόρη της Θεοπίστη και εκείνη πήρε την απόφαση να πάει να
μονάσει μαζί με τη μητέρα της τη Θεοδώρα. Έτσι ζήτησε να τη δεχτούν στη Μονή Αγίου Στεφάνου. Η ηγουμένη τη δέχτηκε και μάλιστα την έβαλε να συγκατοικεί στο ίδιο κελί με την κατά σάρκα μητέρα της.     
       Μητέρα και κόρη, ως πνευματικές αδελφές πια, μοιραζόταν την προσευχή και την άσκηση και ζούσαν αγγελικό βίο. Αλλά ο διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα τους ανθρώπους που προκόβουν πνευματικά, θέλησε να τις προσβάλει, ξύπνησε μέσα στην ψυχή της Θεοδώρας το μητρικό ένστικτο, το οποίο επισκίασε την πνευματική τους σχέση. Αυτό το παρατήρησε η ηγουμένη και ανησύχησε. Μάλιστα κάποια μέρα βρήκε τη Θεοδώρα να φροντίζει τα ενδύματα της κόρης της, τη ρώτησε: «Θεοδώρα, τίνος είναι το κορίτσι αυτό;».  Την επέπληξε και της υπενθύμισε το λόγο του Κυρίου πως «ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μον άξιος και ό φιλών υίόν η θυγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ.10,37). Για να τις προφυλάξει τις χώρισε και τους απαγόρευσε να έχουν καμιά συναναστροφή. Εκείνες υπάκουσαν και για δεκαπέντε χρόνια δεν αντάλλαξαν κουβέντα, αν και συζούσαν στην ίδια Μονή, εργάζονταν και γευμάτιζαν μαζί.
      Αργότερα η Θεοδώρα ασθένησε βαριά και η ηγουμένη Άννα, κατόπιν παρακλήσεων των άλλων μοναζουσών, έδωσε την άδεια στην Θεοπίστη να συνομιλήσει μαζί της. Διαπίστωσαν πως πλέον είχε εκλείψει εντελώς η συγγενική σχέση τους και έβλεπε η μια την άλλη ως αδελφή εν Χριστώ, σαν τις άλλες μοναχές της αδελφότητας.
       Η Θεοδώρα είχε φθάσει ήδη στο πεντηκοστό έκτο έτος της ηλικίας της και είχε ωριμάσει πνευματικά σε μεγάλο σημείο. Επίσης και η ηγουμένη Άννα είχε  φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και έπασχε από γεροντική άνοια, μη μπορώντας πια να ασκήσει τη διακονία της ηγουμένης στη Μονή. Τότε ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης όρισε ως ηγουμένη της Μονής την Θεοπίστη. Η κατά σάρκα μητέρα της αξιώθηκε να γίνει υποτακτικός της κόρης της. Αυτό το δέχτηκε με μεγάλη χαρά και εκτελούσε με υπακοή και αγόγγυστα τις εντολές της. Μάλιστα η νέα ηγουμένη της ανέθεσε το δύσκολο διακόνημα, να γηροκομεί την άρρωστη πρώην ηγουμένη Άννα και να υπομένει με καρτερία και ηρεμία τις δυστροπίες της.
       Μετά από δεκαεννέα χρόνια και όντας η Θεοδώρα εβδομήντα πέντε χρονών, απαλλάχτηκε από όλα τα διακονήματά της. Αυτό όμως τη στεναχώρησε και γι’ αυτό εξακολουθούσε κρυφά να υπηρετεί τιε αδελφές. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 892, αφού κάλεσε όλη την αδελφότητα να την αποχαιρετίσει και να ζητήσει συγχώρεση. Η ψυχή της φτερούγισε στον ουρανό και το γερασμένο και ρυτιδιασμένο πρόσωπό της έλαμψε σαν τον ήλιο και το δωμάτιο πληρώθηκε από ουράνια ευωδία. Το λάδι από το κανδήλι του τάφου της μεταβλήθηκε σε μύρο και ξεχείλιζε, χαρίζοντας ιάματα σε πλήθος ασθενών, όσοι χρίονταν από αυτό. Γι’ αυτό και της δόθηκε η προσωνυμία «Μυροβλύτισσα». Η περιώνυμη Θεσσαλονίκη αξιώθηκε να έχει δύο αγίους μυροβλύτες, τον Δημήτριο και τη ΘεοδώραΤο 893 έκαναν την εκταφή βρήκαν το ιερό σκήνωμά της άφθορο να ευωδιάζει. Το εναπέθεσαν σε πολύτιμη λάρνακα και μετονόμασαν την Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, σε Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας της Μυροβλύτισσας, η οποία έμελλε να καταστεί σημαντικό πνευματικό κέντρο. Σήμερα λειτουργεί ως ανδρική Μονή και στεγάζει το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. 
     Στα 1430, όταν οι αλλόθρησκοι Οθωμανοί κυρίευσαν τη Θεσσαλονίκη, άνοιξαν τη λάρνακα της αγίας και κομμάτιασαν το σκήνωμά της. Οι Χριστιανοί μπόρεσαν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια, προς προσκύνηση και αγιασμό των πιστών.
    Η μνήμη της τιμάται στις 5 Απριλίου και στις 3 Αυγούστου, ημέρα μετακομιδής του Ιερού Λειψάνου της και στις 29 Αυγούστου η μνήμη της αγίας Θεοπίστης.