. Ἡ Μαντὼ Μαυρογένους ἦταν μία ξεχωριστὴ προσωπικότητα τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Γόνος τῆς πλούσιας οἰκογένειας τοῦ Νικολάου Μαυρογένη καὶ τῆς Ζαχαράτης Μπατὴ γεννήθηκε στὴν Τεργέστη τὸ 1796 ἢ τὸ 1797. Τὸ βαφτιστικό της ὄνομα ἦταν Μαγδαληνὴ (Σημ. Μανταλένα στὰ ἰταλικά, ποὺ ἔγινε Μαντώ). Ὡς κοπέλα συνδύαζε τὴ φυσικὴ ὀμορφιά, μὲ τὴν σεμνότητα, τὴν εὐσέβεια, τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Χειριζόταν ἄριστα τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ μιλοῦσε ἄπταιστα τὰ γαλλικά, τὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ τουρκικά... – . – .Ἔζησε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ θείου της Στεφάνου Μαυρογένη, Μεγάλου Λογοθέτη τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὶς 13 Ἀπριλίου 1821, τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Πατριάρχη Ἁγίου Γρηγορίου Ε΄. Ἔμαθε τὴν ἱστορία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ζήλωσε τὴ δόξα τους. Βίωσε τὰ βάσανα, ποὺ τράβηξαν οἱ ὁμοεθνεῖς της κατὰ τὴν τουρκοκρατία καὶ ἡ ψυχή της γέμισε ὀργὴ κατὰ τῶν Τούρκων καὶ θέληση ἡ Πατρίδα της νὰ ἀπελευθερωθεῖ. Ἀπὸ τότε ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό της νὰ ἀφιερώσει στὸν Ἀγώνα ὅλη της τὴν περιουσία καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της.. . – . – .Στὴν Μύκονο, ὅπου ζοῦσε, μὲ δαπάνες της συγκρότησε σῶμα στρατιωτῶν, ποὺ πολέμησαν στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐξόπλισε δύο πολεμικὰ σκάφη, γιὰ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν ἑλληνικὸ στόλο. Ἐπικεφαλῆς τῶν Μυκονιατῶν πολέμησε γιὰ πρώτη φορὰ τοὺς ἀγαρηνοὺς στὶς 22 Ὀκτωβρίου 1822. Στὴ μάχη ἡ κομψὴ κοσμοπολίτισσα, μὲ τὰ δυτικὰ ὄμορφα φορέματα, μεταμορφώθηκε σὲ πολέμαρχο. Φορώντας ἁπλὸ ρουχισμὸ ἁρματώθηκε μὲ τουφέκι καὶ σπαθὶ καὶ τοὺς ἀντιμετώπισε μὲ ἐπιτυχία, ὅταν ἐπιχείρησαν νὰ κάνουν ἀπόβαση στὸ νησί. Ἔντρομοι οἱ ἀγαρηνοὶ ἀπὸ τὴν ὁρμητικότητα τῶν Μυκονιατῶν ὀπισθοχώρησαν στὰ σκάφη τους, ἀφήνοντας στὶς ἀκτὲς τοῦ νησιοῦ 17 νεκροὺς καὶ 60 τραυματίες.. . – . – .Ὁ Ἀγώνας εἶχε γιὰ καλὰ ἀνάψει στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Ρούμελη καὶ ἡ Μαντὼ ἔχοντας ἐξασφαλίσει τὴν ἄμυνα τῆς Μυκόνου πῆγε στὴν Πελοπόννησο, ὅπου συνέχισε τὴν προσφορά της στὴν Ἐπανάσταση. Τὸ 1824 ὁ Παπαφλέσσας, ὡς Ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν ἔγραψε γιὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες τῆς Μαντῶς:. . – . – .«Τὸ ὑπουργεῖον ἔχει πληροφορίας, ἡ Κόρη αὕτη ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος ἔδειξε πάντοτε μέγαν ζῆλον καὶ προθυμίαν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος καὶ ἐν ᾧ μάλιστα οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ἐπάσχιζον νὰ τὴν ἐμποδίσουν ἀπὸ τὸ Θεῖον καὶ Ἱερὸν τοῦτο ἔργον της, αὕτη μᾶλλον ἐνοπλίζετο τὸν πατριωτικὸν ζῆλον καὶ τὴν πρὸς τὴν Πατρίδα ἀγάπην, προτιμοῦσα νὰ μισῆται καὶ νὰ ἀποδιώκεται ἀπὸ τοὺς οἰκείους συγγενεῖς της παρὰ νὰ φανῆ ἀμέτοχος τοῦ θείου καὶ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας. Εἰς τοσοῦτον δὲ καὶ τοιοῦτον βαθμὸν ἔφθασεν ὁ ὑπὲρ Πατρίδος ἐνθουσιασμός της, ὥστε κατεδαπάνησεν ὅλην της τὴν περιουσίαν πρὸς ὄφελος τῆς Πατρίδος (ἔργον τῷ ὄντι σπανιώτατον καὶ μάλιστα διὰ Κόρην). Μάρτυρες δὲ τούτου εἶναι τὰ ἀνὰ χείρας της ἐνδεικτικὰ” (ΓΑΚ ὐπ. Ἐσωτερ. φ. 42 καὶ Μανουὴλ Τασούλα «Μαντῶ Μαυρογένη», Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο, Ἔκδ. Δήμου Μυκονίων, Β΄ Ἔκδ. 1997, σελ. 120-121).. . – . – .Ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ αὐτοθυσία, ἡ προσφορά, δὲν βρῆκαν ἀνταπόκριση ἀπὸ πολλοὺς Ἕλληνες. Ἡ μεγάλη ἀπογοήτευση ἦταν ἡ ἐκ μέρους τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη ἀθέτηση τοῦ ἐπισήμου ἀρραβώνα τους. Πληγωμένη, ποὺ ἔβλεπε ὅτι ὁ Ὑψηλάντης ἤθελε νὰ τὴν ἐγκαταλείψει «χωρὶς λόγον, μὲ τὴν πλέον σκληρὰν περιφρόνησιν» ἡ συναισθηματικὴ καὶ ἔντιμη Μαντὼ κατέφυγε στὸ Ὑπουργεῖο τῆς Θρησκείας ζητώντας δικαίωση. Δὲν βρῆκε τὸ δίκιο της (Αὐτ. σελ. 174). Ἦταν γυναίκα καὶ ποιὸς νὰ τὰ ἔβαζε μὲ τὸν Ὑψηλάντη… Ὑπάρχει καὶ ἡ ἄποψη ὅτι γιὰ νὰ μὴν ὑλοποιηθεῖ ὁ ἀρραβώνας, φίλοι του εἰσέβαλαν στὸ σπίτι της στὸ Ναύπλιο καὶ τὴν ἀπήγαγαν, στέλνοντάς την μὲ ναυλωμένο πλοῖο στὴ Μύκονο… Ἡ πικρία της κράτησε ἕως τὸν θάνατο τοῦ Ὑψηλάντη, τὸ 1832, σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν.. . – . – . Ἀπὸ τὴν αὐτοθυσία καὶ τὸ δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ ὅλης τῆς μεγάλης περιουσίας της στὸν Ἀγώνα μερικοὶ συγκινήθηκαν, πολλοὶ ἔμειναν ἀδιάφοροι καὶ ἀρκετοὶ ἐκμεταλλεύθηκαν τὴν κατάστασή της καὶ τῆς ἔκλεψαν ὅ, τι τῆς εἶχε ἀπομείνει. Τὰ χρόνια στὸ Ναύπλιο ἦταν βασανιστικὰ γιὰ τὴν Μαντώ. Στὶς 11 Μαΐου 1823 μὲ πρόφαση ὅτι ξέσπασε πυρκαγιὰ στὸ σπίτι της ἄνθρωποι τοῦ Μανώλη Τομπάζη ἔκλεψαν καὶ ἀφάνισαν ὅλη της τὴν προίκα ἀπὸ ροῦχα καὶ διαμαντικά, μέχρι τὸ σπαθὶ τοῦ πατέρα της (Αὐτ. σελ. 79). Ἀφοῦ ξόδεψε 25.000 γρόσια στὸν Ἀγώνα, ἔμεινε χωρὶς χρήματα, δὲν μποροῦσε νὰ πληρώσει τὸ ἐνοίκιο τοῦ σπιτιοῦ καὶ κάποιος Κάββας, ἄλλοτε μόνος καὶ ἄλλοτε συνοδείᾳ ἐνόπλων στρατιωτῶν πήγαινε καὶ τὴν ἐνοχλοῦσε νὰ τὸ ἐγκαταλείψει (Αὐτ. σελ. 107). Μέχρι καὶ τὸ λαχουρένιο σάλι τῆς ἔκλεψαν. Τὸ κατάλαβε, ὅταν θέλησε νὰ τὸ φορέσει, γιὰ νὰ πάει στὴν ἐκκλησία… Ὁ καμαριέρης τοῦ Ὑψηλάντη τῆς ἔκλεψε δύο ὁμολογίες, τὸ 1824.. . – . – .Ἡ ἡρωίδα ἔχοντας μόνο τριάντα γρόσια, μετὰ τὰ ὅσα προσέφερε στὸν Ἀγώνα, ἔφυγε ἀπογοητευμένη ἀπὸ τὸ Ναύπλιο καὶ τὸ 1827 μετέβη νὰ διαμείνει στὴν Αἴγινα. Ἐκεῖ ὑπέβαλε ἀναφορὰ στὴν Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπή, στὴν ὁποία, μεταξὺ ἄλλων, ἀναφέρει: «Εἶμαι βεβαία ὅτι ἡ Σεβ. αὕτη ἐπιτροπή, γνωρίζει τὴν κατάστασίν μου καὶ δὲν θέλει τὴν ἐξοικονόμησιν, ὅτι διὰ τὴν ἀγάπην τῆς πατρίδος ὑστεροῦμαι τὸν ἐπιούσιον ἄρτον» (Αὐτ. σελ. 209).. . – . – .Τὰ χρόνια περνοῦν. Ἕνα μικρὸ μέρος τῆς Ἑλλάδας ἔχει ἐλευθερωθεῖ. Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια ἔρχεται ὁ Ὄθωνας καὶ ἡ ἐποχή του… Ἡ Μαντὼ αὐτὰ τὰ χρόνια ἀρχίζει ἕναν ἄπελπι ἀγώνα νὰ ἀποκτήσει ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ περιουσία αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἀπομείνει, τῆς ἀνῆκαν καὶ ἄλλοι νοσφίζονταν. Μετὰ τὰ τόσα βάσανα, ποὺ πέρασε, ἀποσύρθηκε στὴν Πάρο, ὅπου βρῆκε τὸ κουράγιο νὰ προσφέρει τὴ βοήθειά της σὲ ἄπορα καὶ σὲ δυστυχισμένα κορίτσια. Πέθανε στὴν Πάρο, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1840, σὲ ἡλικία 43 ἢ 44 ἐτῶν, ἀπὸ τυφοειδῆ πυρετό. Ἡ ἔνδοξη «πατριῶτις», ὅπως ὑπέγραφε, φοροῦσε στὸ φέρετρο στολὴ ἀντιστρατήγου. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ ἦταν πάνδημη. Ἐτάφη στὸ νεκροταφεῖο τῆς Παροικιᾶς. Μὲ τὰ χρόνια ὁ τάφος της ξεχάστηκε, οὔτε ἕνας σταυρὸς μὲ τὸ ὄνομά της δὲν βρέθηκε. Σώθηκε ὁ πολύτιμος Σταυρὸς ποὺ φοροῦσε. Ἀλλὰ αὐτὰ ὅλα εἶναι τὰ ὑλικὰ καὶ χρεώνονται στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Μαντὼ μένει ἀθάνατη, γιὰ τὴν ἀνιδιοτέλειά της καὶ τὴν προσφορά της στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἔστω καὶ ἂν λίγοι τὴν μνημονεύουν.. . – . – .Τὸ σπουδαιότερο γι’ αὐτὴν εἶναι πώς, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἰταλὸς φιλέλληνας ἰατρὸς Pierviviano Zecchini στὸ βιβλίο – ἡμερολόγιό του «Quadri della Grecia Moderna (Tipografia di Gio. Cecchini, 1864), «ἡ Μαντὼ δίδαξε ὅτι χωρὶς τὴν ἀγάπη στὴν Πατρίδα καὶ ἑπομένως χωρὶς ἐλευθερία καὶ ἀνεξαρτησία δὲν ὑπάρχει οὔτε ἀξιοπρέπεια, οὔτε ἀρετή, οὔτε εὐτυχία ἐπὶ τῆς γῆς».-
Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020
Μαντὼ Μαυρογένους: Πρότυπο αὐταπάρνησης καὶ θυσίας
Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020
Η μάρτυρας Αναστασία του Όρους των Ελαιών και ο π.Ιωακείμ
Όπως έλεγε: «Αναμφίβολα, είναι μάρτυς. Ήταν για μένα πιο οδυνηρό και πιο σκληρό από το αν ο ίδιος θα το πλήρωνα αυτό με το θάνατό μου. Ο θάνατος της μητέρας μου είναι δύο φορές θάνατος δικός μου»
Στο σημείο της δολοφονίας της μητέρας του, ο παπούλης έχει βάλει την Αγία Τράπεζα, με τη σκέψη μετά να κτίσει εδώ εκκλησάκι. Όμως, ο νυν εφημέριος έβγαλε την περίφραξη και τώρα αυτός ο άγιος τόπος πατιέται από τους προσκυνητές που δεν το υποψιάζονται…
Δίπλα στην εκκλησία, ο πατήρ Ιωακείμ έκτισε ένα ειδικό χώρο όπου έβαλε τα λείψανα της μητέρας σε γυάλινη λάρνακα. Τα λείψανα ήταν ανοιχτά. Είχαν βαθύ χρώμα μελιού και μερικές φορές ανέβλυζαν πλούσια μύρο, οπότε ο πατήρ Ιωακείμ έβαζε στο βαμβάκι το μύρο και το έδινε σε όσους επιθυμούσαν. Αλλά, δυστυχώς, τώρα τα μυρόβλυτα λείψανα της μάρτυρος Αναστασίας τα έχουν βάλει στο χώμα.
Όσο ζούσε ακόμα ο πατήρ Ιωακείμ έπαιρνε επιστολές με μαρτυρίες για τις εμφανίσεις της μάρτυρος Αναστασίας και της βοήθειάς της προς τους ανθρώπους. Είναι γνωστή η περίπτωση που εμφανίστηκε με τα αποτυπώματα πληγών στο πρόσωπό της. Είχε πει τότε ότι το αίμα της χύθηκε για την εκκλησία.
Ο λαός νιώθει την αγιότητα της νεομάρτυρος Αναστασίας. Οι Ρώσοι προσκυνητές είχαν φέρει στον πατέρα Ιωακείμ την εικόνα της μητέρας του. Επίσης, Έλληνες αγιογράφοι είχαν φιλοτεχνήσει την εικόνα της νεομάρτυρος του Όρους των Ελαιών. Ο παππούλης είχε χαρεί πολύ και οι εικόνες είχαν εκτεθεί για προσκύνημα.
Ο γιορτινός θάνατος
Στις 27 Μαΐου του 2009, 14 χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας του, ξαφνικά σταμάτησε και η ζωή του πατέρα Ιωακείμ. Η θερμή φιλόχριστη καρδιά του σταμάτησε την παραμονή της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου. Ήταν μόλις 59 ετών. Ο πατήρ Ιωακείμ, έχοντας τελέσει στη δική του μονή της Αναλήψεως του Κυρίου, στο Όρος των Ελαιών, την πανηγυρική ιερή ακολουθία, αποδήμησε εις Κύριον.
Τον παπούλη τον ενταφίασαν σε έναν τάφο με την αγαπημένη του μητέρα μάρτυρα. Όπως στα χρόνια της επίγειας ζωής, η μητέρα με το γιο ήταν μαζί, έτσι είναι και στην αιώνια ζωή.Οι ορθόδοξοι κατάλαβαν από αυτό ότι ο αρχιμανδρίτης Ιωακείμ ήταν εκλεκτός του Θεού.
Όμως, οι προσκυνητές πρέπει να ξέρουν ότι ο τόπος ενταφιασμού του πατέρα Ιωακείμ αναγράφεται λανθασμένα. Η ταμπέλα με το όνομά του βρίσκεται στον απέναντι τοίχο, πίσω από τον οποίον βρίσκεται η εκκλησία.
Η μονή του πατέρα Ιωακείμ σήμερα
Αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα Ιωακείμ, ο Πατριάρχης Θεόφιλος Γ’ έστειλε στο μοναστήρι τον μοναχό Αχίλλειο. Αυτός δημιούργησε μικρή αδελφότητα από εκπροσώπους διάφορων ορθόδοξων χωρών. Ο κάτω ναός που είχε ανοικοδομηθεί από τον πατέρα Ιωακείμ, λειτουργεί. Κάθε μέρα εκεί τελείται πρωινός και βραδινός μοναχικός κανόνας, και τις Πέμπτες Θεία Λειτουργία. Στον τόπο του γκρεμισμένου Ναού οικοδομείται ανοιχτό εκκλησάκι. Στον τόπο του μαρτυρικού θανάτου της Αναστασίας σώζεται ανοιχτή Αγία Τράπεζα, που είχε τοποθετηθεί από τον πατέρα Ιωακείμ.
Τώρα το μοναστήρι το επισκέπτονται προσκυνητές από διάφορες χώρες του κόσμου. Οι αδελφές είναι πρόθυμες να κάνουν ξενάγηση σε οποιονδήποτε προσκυνητή περνάει το κατώφλι του μοναστηριού, και σε διάφορες γλώσσες: ελληνικά, ρωσικά, αγγλικά, σέρβικα, ρουμάνικα.
Ο πιστός λαός με τις απλές καθαρές καρδιές του νιώθει την αγιότητα της μάρτυρος Αναστασίας και του πατέρα Ιωακείμ. Οι Ρώσοι προσκυνητές θα ήθελαν να ξέρουν περισσότερα για αυτούς. Με την επιθυμία των αδελφών του Όρους των Ελαιών αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε τις αναμνήσεις μας για αυτούς τους ένδοξους ασκητές της πίστης. Είναι καθήκον μας να τιμήσουμε τη μνήμη τους και να μιλήσουμε για το ανδραγάθημά τους, για να μάθει όσος περισσότερος κόσμος γίνεται για αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους. Αυτοί είναι κληρονομιά ολόκληρης της Ορθοδοξίας της εποχής μας.
Ο πατήρ Ιωακείμ είχε αγνή καρδιά με πολλή αγάπη. Από αυτή την καρδιά μοίραζε πλουσιοπάροχα χαρά στις ψυχές των ανθρώπων. Ο αγαπημένος χαιρετισμός του παππούλη: «Καλή Ανάσταση! Καλή Ανάληψη!» ας φωτίζει με χαρά και το δικό μας δρόμο προς τον Χριστό.
Πάτερ Ιωακείμ και μάρτυρα Αναστασία του Όρους των Ελαιών, πρεσβεύσατε υπέρ ημών!
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020
Οι γυναίκες της Πίνδου πολεμικοί Παραστάτες του Στρατού μας…
Οι γυναίκες της Πίνδου πολεμικοί Παραστάτες του Στρατού μας…
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ – ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020.
Το Ελληνικό Έπος του 1940 – 41, ο υπέροχος αγώνας της Ελλάδος να αποκρούσει τις φασιστικές λεγεώνες του υπερφίαλου δικτάτορα Μουσολίνι, εκτός των άλλων, έχει και το ιδιαίτερο γνώρισμα ότι πήραν μέρος και οι γυναίκες.
Είναι προαιώνια παράδοση αυτή του Ελληνικού λαού σε όλες τις φάσεις της ιστορίας του. Έτσι, οι Ελληνίδες του 1940 αναδείχτηκαν ισάξιοι πολεμικοί παραστάτες πλάι στους άνδρες, για να μην αφήσουν τον εχθρό να περάσει τις «Θερμοπύλες». Άλλες στο μέτωπο, στην πρώτη γραμμή και άλλες στα μετόπισθεν βοηθούσαν ποικιλοτρόπως το στρατό μας.
Οι γυναίκες του μετώπου έμειναν στην ιστορία γνωστές με την επωνυμία «Γυναίκες της Πίνδου». Για τους νέους είναι άγνωστα κάποια πράγματα και πρέπει να τα ερμηνεύσουμε: Στον τομέα της Πίνδου επιτέθηκε η Ιταλική Μεραρχία «Τζούλια», η οποία ήταν η ισχυρότερη Μεραρχία του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας. Ήταν ισχυρότερη γιατί την αποτελούσαν κυρίως φανατικοί φασίστες πιστοί στο πλευρό του Μουσολίνι και πολεμούσαν με φανατισμό. Για να αντιμετωπισθεί, λοιπόν, αποτελεσματικά η Μεραρχία αυτή έπρεπε ο Ελληνικός Στρατός να ανεβάσει στις κορυφές των βουνών αυτών τα πολεμοφόδια. Τα μεταγωγικά ζώα (μουλάρια) δεν ήταν δυνατό να ανέβουν εκεί για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί το έδαφος εκεί είναι απότομο και δεν υπάρχουν μονοπάτια και δεύτερον τα μεγάλα ζώα αποτελούσαν εύκολο στόχο για το πυροβολικό και τα αεροπλάνα του εχθρού. Έτσι, το επίπονο και επικίνδυνο αυτό έργο ανέλαβαν να το φέρον σε πέρας οι γυναίκες της περιοχής. Με σχοινιά «ζαλώνονταν» στην πλάτη τα κασόνια με τα πολεμοφόδια και χωρίς να βαρυγκωμούν από την κούραση, ανέβαζαν, όσο ψηλά χρειαζόταν, τα πολεμοφόδια, για να τα προμηθεύονται οι μαχητές της Πίνδου. Έτσι, οι «Μήδοι» δεν πέρασαν και ετράπηκαν σε φυγή. Η πολεμική κραυγή «αέρα» τους ακολουθούσε σαν φάντασμα στη φυγή τους μέχρι το Τεπελένι!.. Αν δεν ανέβαζαν οι γυναίκες τα πολεμοφόδια εκεί επάνω, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι φαντάροι μας έναν τόσο επικίνδυνο εχθρό, όπως ήταν οι Μελανοχίτονες… Γι’ αυτό παράλληλα με το θαυμασμό και τον έπαινο όλου του κόσμου για τον Ελληνικό Στρατό που εξευτέλισε τον δικτάτορα της Ρώμης, υμνούσε και τις Ελληνίδες που παραστέκονταν με το τρόπο τους στο μεγάλο αγώνα του Στρατού μας. Από παντού ακούγονταν διθύραμβοι και εγκώμια για τον Ελληνικό Στρατό και τις Ελληνίδες, γιατί ήταν ο μόνος στρατός στον κόσμο που νικούσε μέχρι την ώρα εκείνη τον Άξονα, τα φασιστικά στρατεύματα.
Οι μαρτυρίες
Το 1977 αρκετές από τις Γυναίκες της Πίνδου ζούσαν. Κάποιες από αυτές δέχτηκαν με χαρά να μαγνητοσκοπηθούν οι μαρτυρίες τους. Έτσι, έχουμε ζωντανή μαρτυρία τους για τη συμμετοχή τους στον τιτάνιο εκείνο αγώνα της Ελλάδος.
- Η Βαγγελή Ντινολάζου, η οποία το 1940 ήταν 34 ετών διηγείται: «Τα κασόνια με τα πυρομαχικά τα δέναμε ζαλίκα και στην πλάτη, με μάλλινες τριχιές, που τις είχαμε καμωμένες μόνες μας στο χωριό. Δέκα ως δεκαπέντε φορτωμένες γυναίκες, σχηματίζαμε μία ομάδα και ξεκινούσαμε η μία πίσω από την άλλη, όπως οι φαντάροι, να πάμε στον προορισμό μας».
- Η Ευτυχία Λαζοπούλου, η οποία τότε (1940) ήταν 33 χρονών αφηγείται: «Ο άντρας μου είχε πάει οδηγός στο τμήμα του αξιωματικού Αλέκου Διάκου (είναι ο πρώτος αξιωματικός που σκοτώθηκε) και εγώ επήγα στη μεταφορά. Τα πέντε παιδιά μας τ’ αφήσαμε μόνα στο χωριό να κλαίνε!.. Tα πυρομαχικά από το χωριό έπρεπε να τα ανεβάσουμε στο Σταυρό και στο Εικόνισμα του Πασσιαλή πρώτα και έπειτα στις Βρίζες και τα Λευκάδια. Η απόσταση είναι από μισή ίσα με μιάμιση ώρα, αλλά κάναμε διπλάσιο και περισσότερο. Εκτός από την απότομη ανηφοριά και το βαρύ φορτίο, ήταν και οι σφαίρες με τις οβίδες, γιατί γίνονταν μάχες. Κάθε τόσο σταματούσαμε για να προφυλαχτούμε. Στην αρχή φοβόμασταν. Ύστερα συνηθίσαμε και τις εκρήξεις από τις οβίδες και τα σφυρίγματα από τις σφαίρες… Γελούσαμε και πειραζόμασταν η μία με την άλλη, που μας έτυχε να πολεμούμε. Κάθε μέρα κάναμε πέντε, έξι και περισσότερα δρομολόγια…».
- Η Τριανταφυλλιά Αδάμου, αναφέρει: «Τα κασάκια, όπως μας είχαν πει δεν έπρεπε να βρέχονταν, αλλιώς δεν θα έπαιρναν φωτιά τα πυρομαχικά στη μάχη και ο κόπος μας θα πήγαινε χαμένος και δεν θα έφερνε αποτελέσματα. Εκείνες, όμως, τις μέρες έβρεχε συνέχεια και δυνατά. Για να τα προφυλάξουμε, τα «φασκιώναμε» με μάλλινες κουβέρτες, σαν να ήτανε μωρά. Αλλά, οι κουβέρτες μούσκευαν από τη βροχή και γίνονταν πολύ βαριές. Άλλες φορές, όταν ανεβάζαμε στο Σταυρό (όπως λεγότανε η τοποθεσία) έναν τρουβά με ψωμί και τυρί ήταν βαρύς. Τώρα το κασάκι με τις σφαίρες και τη μουσκεμένη κουβέρτα ήταν ελαφρό».
- Η Ασημίνα Παπαβασιλείου, το 1940 ήταν 30 χρόνων με τρία παιδία. Διηγείται: «Κάποια φορά που πήγαμε πυρομαχικά στη θέση βρίζες, βρήκαμε έναν βαριά τραυματισμένο. Οι άλλοι στρατιώτες πολεμούσαν και δεν μπορούσαν να τον μεταφέρουν παραπίσω. Είπαν να τον πάρουμε εμείς. Τον φορτωθήκαμε πρόθυμα και τον κατεβάσαμε προσεκτικά στη Ζούζουλη, ενώ γύρω μας έπεφταν σφαίρες. Από εκεί τον πήραν άλλοι και τον πήγαν στο Εφταχώρι, όπου είχε γίνει νοσοκομείο. Εμείς συνεχίσαμε να ανεβάζουμε πυρομαχικά και να κατεβάζουμε τραυματισμένους, όταν υπήρχαν».
- Η Ρούσα Δημητρίου, θυμόταν: «Εκείνες τις μέρες τα κανόνια άλλαζαν συχνά θέση. Από το Κουπάτσι τα πήγαν στο Γαβρά και έπειτα πιο βαθειά. Προχωρούσαν κι αυτά καθώς προχωρούσε ο άλλος στρατός, που πολεμούσε μπροστά. Επειδή, όμως, τα ζώα βούλιαζαν στις λάσπες, οι φαντάροι διέλυσαν τα κανόνια και τα μετέφεραν κομμάτια – κομμάτια. Οι φαντάροι, όμως, ήταν λίγοι και δεν έφταναν για να τα μεταφέρουν γρήγορα…
Γι’ αυτό βοηθούσαμε και εμείς οι γυναίκες. Άλλες τραβούσαν ρόδες, άλλες άλλα σιδερικά, που δεν ξέραμε πως τα λένε. Ό,τι μας έδιναν οι φαντάροι με τον αξιωματικό τους. Ακόμα θυμάμαι το όνομά του. Τον έλεγαν Αριστείδη Μπλούτσο. Μόλις στήνονταν τα κανόνια στη νέα θέση, εμείς πηγαίναμε να μεταφέρουμε οβίδες από το χωριό…
**
Έτσι αν
τιμετώπισαν οι Έλληνες του 1940 τις πάνοπλες μεραρχίες του φασίστα Μουσολίνι. Άνδρες και γυναίκες, καθένας με τον τρόπο του πρόταξε τα στήθη του στον επιδρομέα, όπως συνέβαινε πάντα στην μακραίωνη ιστορία αυτής της χώρας… Οι στρατηγοί του Μουσολίνι, άνθρωποι των σαλονιών, φαντάστηκαν ότι ο δρόμος μέχρι την Αθήνα θα ήταν περίπατος…
Αν είχαν διαβάσει την Ελληνική Ιστορία, θα έβλεπαν ότι: Οι Σπαρτιάτισσες ξεπροβοδούσαν τους άντρες τους και τα παιδιά τους για τον πόλεμο δίνοντας την ασπίδα με τα λόγια: «Ή ταν ή επί τας». Και αν ερχότανε η είδηση ότι σκοτώθηκε, το μόνο πράγμα που ρωτούσαν ήταν «αν είναι χτυπημένος στο στήθος ή στην πλάτη»…
Οι γυναίκες του σαράντα, όμως πήγαν οι ίδιες στο μέτωπο. Γι’ αυτό θα μπορούσαν υπερήφανα να πουν «Άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ καρρόνες».
Εμείς αναδειχτήκαμε πολύ καλύτερες.
Και το ιδιαίτερο αυτό προνόμιο το είχαν κυρίως ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ.
ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ
Η δασκαλίτσα του Κατηχητικού που ντρόπιασε το Γ΄ Ράιχ
Η Ιουλία ήταν ένα ντροπαλό λεπτοκαμωμένο κορίτσι, που είχε έρθει από τη Σάμο στην Αθήνα για να βρει καλύτερη τύχη. Τύχη δε βρήκε όπως τη θέλουν και την εννοούν οι άνθρωποι, αφού δούλευε παραδουλεύτρα απ' το πρωί ως το βράδυ για να βγάλει ένα κομμάτι ψωμί. Βλέπεις του Δημοτικού ήταν. Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να κάνει άλλη δουλειά.
Βρήκε όμως, ένα όμορφο παλικάρι -στην ψυχή πρώτα- τον Κώστα κι έσμιξαν τις ζωές τους κάτω απ' του Θεού την ευλογία. Νοίκιασαν ένα φτωχικό σπιτάκι στο Κουκάκι, στην οδό Πινότση 14 και ήταν τόσο ευτυχισμένοι.
Οι κυράδες της γειτονιάς απορούσαν με την τόση ευτυχία του κοριτσιού. Όταν έφευγε απ' το σπίτι ήταν σκοτάδι κι όταν κατάκοπη γυρνούσε, πάλι σκοτάδι ήταν. Κι όμως, το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χειλάκια της. Ποια μυστική δύναμη της έδινε κουράγιο; Η αγκαλιά του αγαπημένου της ή μήπως η μεγάλη αγκαλιά του Θεού που ένωσε τις στράτες και τις ζωές τους; Για κείνην δεν υπήρχε αμφιβολία πως για όλα, τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής υπάρχει ο Μεγάλος Σκηνοθέτης του Ουρανού που τα κανονίζει ένα προς ένα. Να ρθουν την πιο ταιριαστή στιγμή. Και να φέρουν ευλογίες.
Για τούτο η Ιουλία δοξάζει το Μεγαλοδύναμο κάθε μέρα. Γιατί έστειλε στη ζωή της τον Κώστα. Τα μεγάλα μάτια του διάβασαν από την πρώτη τους συνάντηση το μεγαλείο της άδολης καρδιάς της. Κι ας μην είχαν δει ποτέ τούτα τα μάτια το φως. "Εκ γενετής τυφλός" έγραφε το χαρτί των γιατρών.
Τις Κυριακάδες τη μόνη μέρα που ήταν ελεύθερη, έπαιρνε την κατηφόρα κι έβγαινε στη μεγάλη εκκλησιά του αγίου Νικολάου. Εκεί με την ευλογία του παππούλη έκανε μάθημα Κατηχητικού σ' ένα τσούρμο παιδάκια που την άκουγαν αμίλητα και σκεφτικά. Τα αγκάλιαζε με το βλέμμα της και με τη θέρμη της καρδιάς της έσταζε στάλα-στάλα τις αλήθειες της πίστης στις ψυχούλες τους.
Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Κουκακίου |
"Δασκαλίτσα πες μας κι άλλη ιστορία" είπε μια μέρα ένα μικρούλι με τεράστια πράσινα μάτια και φακίδες στη μύτη. Από τότε της έμεινε σαν όμορφο παρατσούκλι το "δασκαλίτσα". Έτσι, που κι οι γονιοί των παιδιών νομίζανε πως στ' αλήθεια είχε πτυχίο δασκάλας. Κι ας μην είχε διαβεί μήτε την πόρτα του Γυμνασίου!
Οι μέρες όμως δεν είναι πάντα ασυννέφιαστες. Στις 28 του Οκτώβρη του 1940 ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα και τον Απρίλη του επόμενου χρόνου έπιασε καταιγίδα που ρήμαξε ολάκερη την πατρίδα.
Η καρδιά της Ιουλίας μάτωνε ακούγοντας τις φρικαλεότητες των κατακτητών. Πόσο θα 'θελε να ήταν άντρας και να πολεμούσε για τη λευτεριά της Πατρίδας της! Έτσι, όταν άκουσε από τη φίλη της την Κατερίνα πως μπορούσε να πολεμήσει δίχως όπλα τους Γερμανούς, δεν το σκέφτηκε καθόλου. Μπήκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ και μαζί με άλλες κοπέλες έγραφαν στα σκοτεινά στους τοίχους συνθήματα και μοίραζαν εφημερίδες και προκηρύξεις.
Κυριακή, 20 Σεπτεμβρίου 1942. Η Ιουλία αφού πρώτα εκκλησιάστηκε και πήρε την ευλογία του Θεού, μπήκε στο σπίτι της και ύστερα από λίγα λεπτά βγήκε, κρατώντας μια μεγάλη πάνινη τσάντα με χόρτα. Πήρε το δρόμο για το κέντρο. Προορισμός της ήταν το κτίριο μιας φιλογερμανικής οργάνωσης που ήταν στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος, δυο βήματα από την Ομόνοια. Εκεί Γερμανοί μαζί με Έλληνες προδότες ήταν μαζεμένοι και σχεδίαζαν να στείλουν Έλληνες εργάτες στη Γερμανία, αλλά και να στρατολογηθούν παλικάρια που θα πολεμούσαν στο πλευρό του Άξονα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Με ναζιστική στολή ...
Αν κατάφερναν οι πατριώτες να ανατινάξουν το κτίριο, όλα τα σχέδια θα ματαιώνονταν. Η επιλογή της μέρας δεν είναι τυχαία. Τις Κυριακές τα γραφεία και τα καταστήματα γύρω ήταν κλειστά. Έτσι, δεν θα κινδύνευαν πατριώτες. Αντίθετα, το κτίριο της φιλοναζιστικής οργάνωσης ήταν γεμάτο Γερμανούς που άλλοτε παρακολουθούσαν διαλέξεις κι άλλοτε κανόνιζαν τη διανομή των δελτίων τροφίμων.
Η ώρα πλησιάζει εντεκάμιση. Η Ιουλία έχει φτάσει στην πλατεία Κάνιγγος κρατώντας την πολύτιμη τσάντα. Κάτω από τα χόρτα βρίσκεται δέκα κιλά δυναμίτης τυλιγμένος σε χαρτί. Ένας περαστικός φτάνει στο παγκάκι. Μετά την ανταλλαγή των συνθηματικών, η Ιουλία του παραδίδει την τσάντα και φεύγει για το καφενείο Αστόρια στα Χαυτεία. Εκεί την περιμένει ο Κώστας Περρίκος, ο αρχηγός της οργάνωσης. Σε λίγο έρχονται κι άλλοι και περιμένουν τη μεγάλη στιγμή.
Το "Αστόρια" στην οδό Αιόλου (φωτογραφία της εποχής) |
Η ώρα είναι 12:03. Ένας εκκωφαντικός ήχος ακούγεται και ταυτόχρονα ένα πυκνό σύννεφο καπνού κρύβει τον ήλιο. Η Ιουλία πετάγεται όρθια και αγκαλιάζει έναν από τους πατριώτες. Ευτυχώς κανείς δεν την είδε μέσα στην αναμπουμπούλα, αλλιώς κινδύνευε να την εκτελέσουν επιτόπου οι Γερμανοί.
Λίγο μετά την ανατίναξη του κτιρίου |
Τα νέα διαδίδονται από στόμα σε στόμα σ' όλη την Αθήνα κι από κει σ' όλη την Ευρώπη. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σαμποτάζ σε όλη την τότε κατεχόμενη Ευρώπη και έγινε στην πιο κρίσιμη καμπή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε που οι δυνάμεις του Άξονα προχωρούσαν αήττητες στη Βόρεια Αφρική και τη Ρωσία.
Η αγωνία της σύλληψης διαδέχεται τη χαρά της επιτυχίας. Οι Γερμανοί εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό. Δίνουν τρεις χρυσές λίρες για κάθε Έλληνα που θα πιάσουν.
Ο επίγονος του Εφιάλτη και του Πήλιου Γούση θαμπώνεται από το χρυσάφι. Ο χωροφύλακας Πολύκαρπος Νταλιάνης μέλος της ΠΕΑΝ και ταυτόχρονα πληροφοριοδότης των Γερμανών, έχει καιρό τώρα που παίζει διπλό παιχνίδι. Κανείς δεν τον υποψιάζεται, γι' αυτό και άπληστα μαζεύει ονόματα. Είναι πολλά τα λεφτά που του έταξαν οι Γερμανοί.
Από τις 2 Οκτωβρίου η οργάνωση στεγάζεται σ' ένα σπιτάκι στην Καλλιθέα, στην οδό Θησέως 261. Κανείς στη γειτονιά δεν υποψιάζεται ότι η αδύνατη κοπελίτσα με τον κότσο κρύβει στο νοικοκυριό της οκάδες εκρηκτικά, εφημερίδες και προκηρύξεις.
Μέχρι το πρωινό της 11ης Νοεμβρίου. Τότε που στις 4 τα ξημερώματα ο Πολύκαρπος Νταλιάνης οδηγεί τους κατακτητές στο κρησφύγετο.
Οι αιχμάλωτοι μεταφέρονται στις φυλακές Αβέρωφ. Η Ιουλία κλείνεται στο Εμπειρίκειο Άσυλο, στην πλατεία Μαβίλη και εκεί ξεκινά ο Γολγοθάς της. Υφίσταται απίστευτα βασανιστήρια, μα δεν λυγίζει.
Όταν την επισκέπτεται ο κουνιάδος της, τη βρίσκει δεμένη σ' ένα δέντρο με τα χέρια απλωμένα, σαν σταυρωμένη. «Αλέκο μου, να είσαι υπερήφανος, γιατί δεν μαρτύρησα απολύτως τίποτα και ας μου κάνανε του κόσμου τα βασανιστήρια» του λέει μέσα στα αναφιλητά της.
Στο τελευταίο γράμμα της στη φίλη της, Άννα Πατέρα γράφει: