Σάββατο 9 Απριλίου 2022

Αγία Μαρία Αιγύπτια: Παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως των πειρασμών. Ελπίδα για όλους τους πεπτωκότας ανθρώπους.


Αγία Μαρία Αιγύπτια:

Παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως των πειρασμών. Ελπίδα για όλους τους πεπτωκότας ανθρώπους.

Μυργιώτης  ΠαναγιώτηςΜαθηματικός

Η Αγία μας Εκκλησία διανύουσα περίοδο νηστείας προβάλλει στους πιστούς παραδείγματα προς μίμηση. Η αναστήλωση των ιερών εικόνων, με το τέλος της εκατόχρονης και πλέον διαμάχης, η μνήμη του Γρηγορίου Παλαμά, η προσκύνηση του τιμίου Σταυρού, η μνήμη του Αγίου Ιωάννου της κλίμακος και η μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας τιμώνται τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μας προετοιμάζει, με σοφό τρόπο, η εκκλησία για να εορτάσουμε τα σεπτά πάθη του Κυρίου, την Σταύρωση την ατιμωτική και την τριήμερο έγερση. Τον θρίαμβο της Ζωής επί του θανάτου, του Φωτός επί του σκότους.

Στο παρόν κείμενο θα μας απασχολήσει η Οσία Μαρία η Αιγύπτια. Η μνήμη της τιμάται την 1η Απριλίου κάθε έτους και επίσης την πέμπτη Κυριακή των νηστειών. Για να τιμάται η μνήμη της δυο φορές το χρόνο κάτι το ιδιαίτερο θα έχει και κάποιο μήνυμα θα θέλει να εκπέμψει η Αγία μας Εκκλησία. Και μάλιστα στην περίοδο της νηστείας, στην πορεία μας προς το Πάσχα.

Ας δούμε δι’ ολίγων τον βίο επί της γης της Οσίας Μαρίας. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Από την ηλικία των 12 χρόνων απώλεσε την παρθενίαν και επιδίδετο σε ζωή φιλήδονο και σαρκική. Δεν πόρνευε για να συγκεντρώσει πλούτο αλλά για να ικανοποιήσει τη φιλήδονο και αμαρτωλή σάρκα. Δεν ήταν πλούσια και για να εξοικονομήσει τα αναγκαία προς το ζειν δούλευε χειρωνακτικά γνέθοντας. Πολλούς παρέσυρε σε πράξεις ακολασίας και διαφθοράς. Όπως απεκάλυψε η ίδια στον Αββά Ζωσιμά «είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στον βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση».

Εξ αιτίας της άσωτης και αμαρτωλής ζωής της αποφάσισε να ακολουθήσει μια ομάδα ανθρώπων που θα πήγαιναν να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Η ίδια δεν ήθελε να πάει για προσκύνηση αλλά να βρει προθύμους άνδρες να ικανοποιήσει την σάρκα της. Η ίδια αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Στην πόλη όταν έφθασαν  περιφερόταν στους δρόμους «ψυχάς νέων αγρεύουσα».

            Το ταξίδι αυτό έγινε η αιτία η Μαρία να εγκαταλείψει τον έκλυτο βίο και να αφοσιωθεί στον Θεό. Η μεταστροφή έγινε με θαυμαστό τρόπο. Η Μαρία πήγε να αλιεύσει άνδρες προς ακολασία και ο Θεός αλίευσε την Μαρία, η οποία δεν σώθηκε, μόνο, αλλά αγίασε.

            Όταν η Μαρία επιχείρησε να μπει στον ναό, όπως οι άλλοι συνταξιδιώτες, δεν τα κατάφερε. Οι άλλοι μπαίνανε αλλά την ίδια εμπόδιζε μια αόρατη δύναμη. Δεν μπορούσε να προχωρήσει όσο και να προσπαθούσε. Το ταξίδι της σωτηρίας, τώρα, αρχίζει. «Άρχισα τότε να κλαίω, να οδύρομαι και να κτυπώ το στήθος μου, βγάζοντας στεναγμούς από τα βάθη της καρδιάς μου. Ενώ δε έκλαια, είδα πάνω από το τόπο που στεκόμουνα, την εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου, και είπα σ' αυτήν: «Παρθένα Δέσποινα, γνωρίζω ότι δεν είμαι άξια να βλέπω την αγία εικόνα Σένα της Αειπάρθενης, Σένα της Αγνής, Σένα της οποίας το σώμα και η ψυχή είναι καθαρή και αμόλυντη, εξ αιτίας των πολλών μου αμαρτιών, αλλά είναι δίκαιο να με μισείς και να μ’ αποστρέφεσαι την άσωτη. Επειδή όμως, καθώς άκουσα, γι' αυτόν τον λόγο, ο Θεός που Τον γέννησες, έγινε άνθρωπος για να καλέσει σε μετάνοια τους αμαρτωλούς, βοήθα με, που είμαι μόνη και δεν έχω κανένα να μου συμπαρασταθεί. Διάταξε να επιτραπεί και σε με η είσοδος στην εκκλησία για να δω το άγιο Ξύλο, πάνω στο οποίο έδωσε το αίμα του ο Γιός σου για τη δική μου σωτηρία. Διάταξε, ν' ανοίξει και για με η πόρτα της Θείας προσκύνησης του Σταυρού και βάζω στο Γιό σου, σαν εγγυήτρια αξιόχρεη, Σένα. Γιατί πλέον δεν πρόκειται να λερώσω το σώμα μου μ' οποιαδήποτε αισχρή πράξη, αλλά όταν δω το ξύλο του Σταυρού του Γιού σου, θ' αποστραφώ αμέσως τον κόσμο και όλα τα κοσμικά και όταν βγω από την εκκλησία θα πάω όπου Εσύ, σαν εγγυήτρια της σωτηρίας μου, θα με οδηγήσεις».

            Μετά μπήκε στην εκκλησία για να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο. Βγήκε έξω  και ευχαρίστησε την Παναγιά. «Τότε ακούστηκε μια φωνή από μακριά που φώναζε: «Εάν περάσεις τον Ιορδάνη θα βρεις καλή ανάπαυση». «Εγώ τότε άκουσα αυτή τη φωνή, πίστεψα ότι σε μένα απευθυνόταν και με δάκρυα στα μάτια φώναξα: «Δέσποινα, Δέσποινα, μην με εγκαταλείπεις». «Όταν δε φώναξα αυτά, βγήκα από την αυλή της εκκλησίας και άρχισα αμέσως να περπατώ».

            Έπειτα, αγόρασε 3 ψωμιά και ξεκίνησε την πορεία για την έρημο περνώντας από το μοναστήρι του Ιωάννη του Προδρόμου όπου μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε 17 ολόκληρα χρόνια με τους λογισμούς  να την προτρέπουν στην προηγούμενη ζωή τους με τα ποτά, τα φαγητά και τα πορνικά άσματα. Όταν οι πειρασμοί και λογισμοί την πολεμούσαν έπεφτε στη γη και την έλουζε με τα δάκρυα της μετανοίας και δεν σηκωνόταν «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Υπεραγία Θεοτόκο την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας. Τα ρούχα σχίστηκαν από την πολυκαιρία και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες και παρέμεινε γυμνή, υποφέροντας τον καύσωνα και το ψύχος της ερήμου.

Με τον αγώνα της και με τη χάρη του Θεού απαλλάκτηκε από τους σαρκικούς και άλλους αμαρτωλούς λογισμούς και έφθασε  σε υψηλό σημείο πνευματικής προόδου, τέτοιας που ο Θεός της χάρισε το προορατικό χάρισμα. Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα», αναφέρει η ίδια. Αυτό συμβαίνει με πολλούς Αγίους να αναστέλλονται οι λειτουργίες του σώματος.

Την περίοδο εκείνη στην έρημο αυτή ζούσε και ο ιερομόναχος Ζωσιμάς (η μνήμη του τιμάται στις 4 Απριλίου), άνθρωπος με υψηλή πνευματικότητα. Του ήλθε ο λογισμός ότι δεν υπάρχει μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει. Ο Θεός τον απάντησε ότι υπάρχει και του υπέδειξε να πάει στο μοναστήρι του Ιωάννου του Βαπτιστού που είναι κοντά στον Ιορδάνη ποταμό. Ο Ζωσιμάς υπάκουσε και δια μέσου του μοναστηριού αυτού βρέθηκε στην έρημο. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.

Μετά από πορεία είκοσι ημερών κάθισε να ξεκουραστεί. Και τότε έγινε μάρτυρας θαυμαστού γεγονότος. Είδε στο βάθος κάτι που έμοιαζε με σκιά. Μετά κατάλαβε ότι ήταν άνθρωπος γυμνός με άσπρα μαλλιά. Ήταν η Αγία Μαρία. Ο Ζωσιμάς την είδε προσευχόμενη χωρίς να ακούει τα λόγια της. Κάποια στιγμή βλέπει την προσευχόμενη Μαρία να είναι αιωρούμενη και να μη πατά στη γη. Προσπαθεί ο Αββάς να την πλησιάσει  αλλά εκείνη απομακρύνεται. Ο Ζωσιμάς συνεχίζει να προσπαθεί. Όταν κουρασμένος, μετά από πολλή αγώνα, κάθεται να ξεκουραστεί σε κάποιο ρέμα εκείνη τον αποκαλεί με το όνομά του. Παραξενεύεται και συγχρόνως του αποκαλύπτει ότι είναι γυναίκα γυμνή και τον παρακαλεί να της δώσει ιμάτιο για να καλύψει τη σωματική της γύμνια. Ο Ζωσιμάς κάνει το ζητούμενο και ξαφνικά βρίσκονται και οι δυο στο έδαφος ζητώντας ο ένας την ευλογία του άλλου. Ο Αββάς δέκτηκε τις ευλογίες της, γιατί αναγνώρισε ότι η χάρη του Κυρίου δεν είναι θέμα αξιωμάτων. Η Αγία αντιλήφθηκε τους λογισμούς του Ζωσιμά και του είπε ότι είναι γυναίκα αμαρτωλή που  περιστοιχίστηκε από το  Άγιο Βάπτισμα και είναι από χώμα και στάκτη και όχι άυλο πνεύμα.

Κατά την συνάντηση αυτή η αγία απεκάλυψε όλη τη ζωή της. Επίσης, τον παρεκάλεσε να πάει τη Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς σε προκαθορισμένο σημείο του Ιορδάνη ποταμού για να την κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων μετά από πολλά χρόνια μετανοίας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. Ο Ζωσιμάς ακούει την διήγηση της Αγίας και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του και ευχαριστεί τον Θεό που του επέτρεψε να συναντήσει την Αγία αυτή μορφή που πριν ήταν δέσμια των σαρκικών παθών και του διαβόλου. Βρήκε άνθρωπο από τον οποίο ωφελήθηκε και μάλιστα πάρα πολύ.

Ο Ζωσιμάς αναχώρησε, πήγε στο μοναστήρι και δεν απεκάλυψε σε κανέναν τα όσα έζησε στην έρημο, κατά τη συνήθεια του μοναστηριού. Στεναχωριόταν γιατί ό χρόνος δεν κυλούσε γρήγορα και παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει το «ποθούμενον πρόσωπο».

 Η ποθητή ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης έφθασε και ο Ζωσιμάς έβαλε σε ένα ποτήρι το σώμα και το αίμα του Κυρίου, πήρε λίγους χουρμάδες και βρεγμένη φακή και έφθασε στο προκαθορισμένο σημείο. Η Αγία δεν εμφανιζόταν και άρχισε να προσεύχεται στον Θεό. Ξαφνικά εμφανίζεται στην αντίπερα όχθη. Αρχίζει να ανησυχεί με ποιο τρόπο θα περάσει το ποτάμι. Αίφνης βλέπει την Αγία να κάνει το σημείο του Σταυρού και να περπατά πάνω στα νερά. Του ζήτησε να απαγγείλει το Σύμβουλο της Πίστεως και το «Πάτερ ημών» και μετέλαβε των ζωοποιών μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου». Τον παρεκάλεσε να πάει και την επόμενη χρονιά την ίδια ημέρα στον χείμαρρο που τη συνάντησε την πρώτη φορά.

Το επόμενο έτος ο αββάς έφθασε με λαχτάρα στο συγκεκριμένο σημείο. Η αγία δεν φαινόταν πουθενά. Άρχισε να προσεύχεται στον Θεό να δει τον κρυμμένο θησαυρό. Προσευχόμενος και βαδίζοντας ο Θεός τον οδηγεί και βρίσκει «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε και δική της γραφή ο Αββάς λέγουσα «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει. Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε αφού διήνυσε σε μια ώρα απόσταση την οποία ο Αββάς χρειάστηκε να διανύσει σε είκοσι ημέρες. Ο Αββάς με δάκρυα στα μάτια και αφού έψαλλε κατάλληλους ψαλμούς και έβρεξε με δάκρυα τα άχραντα πόδια της Οσίας επιχείρησε να σκάψει για το μνήμα της. Ο Αββάς γεραλέος, το έδαφος πάρα πολύ σκληρό, η εργασία κοπιαστική. Εκτελών τα χρέη προς την κοιμωμένη βλέπει λιοντάρι δίπλα στην Οσία να γλύφει τα ίχνη της. Ο Αββάς δεν χάνει την ψυχραιμία του και ζητά από το λιοντάρι να ανοίξει τον τάφο Της. Το λιοντάρι εκτελεί την επιθυμία του Αββά σκάβοντας με τα μπροστινά του πόδια. Και άλλο παράδοξο, το άλογο λιοντάρι συμπεριφέρεται ως λογικό όν. Ο ενταφιασμός έγινε και το λιοντάρι αναχώρησε για τα βάθη της ερήμου ως πρόβατον και ο «Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν (εις το μοναστήρι), εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».

Ο βίος της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας αναγιγνώσκεται εις τον Όρθρο του Μεγάλου Κανόνος ως παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως του πειρασμού. Ο καλός Θεός όταν διαγνώσει, ως καρδιογνώστης ότι υπάρχει από την πλευρά μας ένας μικρός κόκκος καλής πίστεως και διαθέσεως θα μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από την επήρεια του κακού και θα μας οδηγήσει στην οδό της σωτηρίας. Ο Κύριος ζητεί από μας να κάνουμε το ένα βήμα και τα υπόλοιπα 99 θα τα κάνει ο Ίδιος. Η Αγία Μαρία η Αιγύπτια απαρνήθηκε τον αμαρτωλό εαυτό της από ένα σημείο θαυμαστό. Σε όλους μας στέλνει ό Θεός σημεία. Η Αγία το ερμήνευσε σωστά και οδηγήθηκε στην αγιότητα. Εμείς δεκτήκαμε σημεία πως τα ερμηνεύσαμε; Τα θεωρήσαμε τυχαίο γεγονός; Τίποτα δεν γίνεται τυχαία.

Νίκησε η Αγία τη δύναμη του κακού, της σάρκας και της συνηθείας, με τη χάρη του Κυρίου. Αφέθηκε στα χέρια της Παναγίας και ακολούθησε τις συμβουλές Της. Δεν τα άφησε για αργότερα, αλλά με τρία ψωμιά ως εφόδιο για τη ζήση της αναχώρησε για την πέρα του Ιορδάνη περιοχή, στην έρημο. Αποτελεί παράδειγμα για όλους η Αγία, όπως και άλλοι Άγιοι για να οδηγηθούμε στην οδό της μετανοίας. Δύσκολη η απόφαση. Δεν μας το επιτρέπει ο εγωισμός και η υπερηφάνεια. Ο χαιρέκακος διάβολος μας σιγοψιθυρίζει άφησέ το για αργότερα, γλέντα τη ζωή, είναι ωραία, απόλαυσε την ηδονή, ικανοποίησε τις θελήσεις της σάρκας και αύριο έχεις καιρό, μπορείς να μετανοήσεις. Ή ακόμη μπορεί να σπέρνει μέσα μας την απογοήτευση και την απελπισία. Ταλαίπωρε, τόσα πολλά που έκανες και τόσες πολλές αμαρτίες που διέπραξες ο Θεός δεν τις συγχωρεί. Δεν υπάρχει λόγος να μετανοήσεις, δεν σε σώζει ο Θεός. Η Αλήθεια είναι διαφορετική. Ο Θεός μας περιμένει και θέλει όλοι να οδηγηθούμε στη σωτηρία,  στον παράδεισο και στην κατά χάρη θέωση. Η παραβολή  του Ασώτου, ο βίος της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας αυτά νοηματοδοτούν και λένε. Ο Θεός περιμένει να μετανοήσουμε και να σωθούμε. Στην καλή ή στην κακή  μας πρόθεση εξαρτάται. Δηλαδή από εμάς. 

Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.

Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μαρία τό πνεῦμά σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ νύμφη σήμερον, τῇ μετανοίᾳ ἐδείχθης, Ἀγγέλων τήν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας, Σταυροῦ τῷ ὄπλῳ καταπατοῦσα, διά τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΈΝΗΣ ΜΑΚΑΡΊΑΣ


Η καθηγούμενη της Ιεράς Μονής Παναγίας Βλαδιμήρσκαγια στην πόλη Βόλσκ, της επαρχίας Σαράτοβ, Ηγουμένη Μακαρία  διηγείται πώς και γιατί έγινε μοναχή, για τα μαθήματα του μοναχικού βίου και την αναστήλωση της Μονής στο Βολσκ.

Η Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)Η Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)

Ήθελα να γίνω συγγραφέας

Από πολύ μικρή ηλικία διάβαζα πολύ. Μετά το σχολείο, μπήκα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της πόλης Καζάν, στη σχολή δημοσιογραφίας. Έχοντας φοιτήσει τέσσερα χρόνια, πήγα στη Μόσχα για να μπω στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Α.Μ.Γκόρκι. Ήθελα να γίνω συγγραφέας, και ήδη όλο και κάτι έγραφα. Και μπήκα με αυτά που είχα γράψει. Έψαχνα το στιλ μου, ονειρευόμουν να μάθω να γράφω.

Ούτε εγώ ούτε γνωστοί μου δεν είχαμε πνευματικά βιβλία. Ποτέ κανείς δε μας μιλούσε για την πίστη. Μόνο πολύ αργότερα κατάλαβα γιατί οι μπολσεβίκοι κατέστρεφαν τα λειτουργικά και πνευματικά βιβλία: αφού είναι ο λόγος του Θεού, είναι η χάρη. Η πραγματική λογοτεχνία μαλακώνει την ψυχή, ετοιμάζει τον άνθρωπο για τη συνάντηση με τον Θεό. Η πνευματική λογοτεχνία οδηγεί σε Αυτόν.

Όταν άρχισα να διαβάζω την «Διήγηση περί περασμένων χρόνων» του Οσίου Νέστωρα του Χρονογράφου, αμέσως ένιωσα το βάθος του έργου αυτού. Και μετά κατάφερα να διαβάσω το Ευαγγέλιο. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ με αυτό το θεόπνευστο βιβλίο που το όνειρο να γίνω συγγραφέας με εγκατέλειψε για πάντα: δε θα γράψει κανείς τίποτα καλύτερο από το Ευαγγέλιο!

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Η ΠΟΝΤΙΑ ΓΙΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ.... ( Σ υ γ κ ι ν η τ ι κ ό )


 

Ήταν ένα απόγευμα της δεκαετίας του ογδόντα. 

Καθόμουν στο 'μπάρ' του ξενοδοχείου που εργαζόμουν ως υπάλληλος στήν Reception, στην κωμόπολη Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). 

Εκείνη τήν ημέρα δεν είχα βάρδια. 

Παρ΄όλο που υπήρξε κίνηση στο ξενοδοχείο, κατέπεσα σε μία αδράνεια.

Το να πάρω παραγγελίες, να δέχομαι πελάτες, να καταγράφω ταυτότητες, να συμπληρώνω φόρμες, να απαντάω στα τηλέφωνα κλπ. όλα αυτά με αγανάκτησαν. 

Παρήγγειλα ένα ποτό και σύρθηκα σε μια γωνιά. 

Μια ανυπότακτη νοσταλγία, είχε περικυκλώσει τον εγκέφαλο μου. 

Είχα επιθυμήσει το χωριό μου.

Μόλις είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω προς τα παρχάρια (εξοχικά βουνά), της Μαύρης Θάλασσας, κάτω από τη μελωδία του γαβαλιού (φλογέρα) και της λύρας που ανακατευόταν με τα τραγούδια τον κοριτσιών, με ξύπνησε ένας συνάδελφος από το γλυκό όνειρο που μόλις είχε αρχίσει. 

Είχα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου, που δούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο.

Πέρασε καιρός που είχαμε γνωριστεί. 

Τότε, όταν πρωτογνωρισθήκαμε, μου είχε πει ότι κατά καιρούς φιλοξενούν Έλληνες στο ξενοδοχείο τους. Τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν θα ξαναρθούν Έλληνες. 

Διότι, του είπα, ξέρω Ποντιακά και θέλω να τα συγκρίνω με τα Νέα Ελληνικά.

Γι’ αυτόν τον λόγο με τηλεφωνούσε τώρα :

«Έλα γρήγορα. 
Υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων εδώ, οι οποίοι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το ξενοδοχείο. 

Είχα άδεια και δεν ήμουν εδώ. 

Γι’ αυτό και δε σε πήρα πιο πριν» μου είπε και χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο.

Τελικά παίρνω ένα ταξί και πάω στο ξενοδοχείο που βρισκότανε οι Έλληνες επισκέπτες.

Κατευθύνθηκα στην Reception. 

Πριν να κοντέψω καλά-καλά, ο φίλος μού έκανε σήμα και μού έδειξε το 'πούλμαν' που βρισκότανε έξω. 

Τρέχοντας προς το 'πούλμαν' που περίμενε έξω, με έπιασε ένα απερίγραπτο άγχος. 

Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. 

Δεν ήξερα πώς και με ποιόν να έρθω σε επαφή, τι να πω και τι συμπεριφορά θα δεχτώ. 

Ούτε χρόνος υπήρξε όμως για να σκεφθώ. 

Το μισό το 'πούλμαν' ήταν γεμάτο. 

Μερικοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν γύρω από το πούλμαν. 

Μάλλον περιμένανε να έρθουν καί οι υπόλοιποι. 

Εγώ προτίμησα να μπω στο 'πούλμαν'. 

Μόλις μπήκα μέσα, άρχισα να κοιτάω στα μάτια τους ανθρώπους. 

Λες κι έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. 

Άρχισαν και αυτοί να με κοιτάνε διότι δεν ήμουν από την ομάδα, ούτε με συνάντησαν στο ξενοδοχείο. 

Μία στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ, πού σκέφτηκα να βγω έξω.

Δεν ξέρω πώς ξεχείλισε η μικρή Ποντιακή φράση από τα χείλη μου, αλλά, λέγοντας «εγρεικά κανείς Ρωμαίικα;»,τους ερώτησα αν ξέρει κανείς Ποντιακά.

Μόλις διατύπωσα αυτήν την ερώτηση, όλα τα μάτια που βρισκόντουσαν μέσα στο 'πούλμαν', στράφηκαν προς τα μένα. 

Ίσως οι περισσότεροι να μην είχαν καταλάβει καν τι τους ερωτούσα.

Όμως μια ηλικιωμένη γιαγιά, σηκώθηκε από τη θέση της και με κοίταζε περίεργα λες κι ήθελε να με ερωτήσει κάτι. 

Μάλλον και αυτή δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Της έλυσα τη γλώσσα , λέγοντας της την ίδια φράση που χρησιμοποίησα πιο πριν. 

Δηλαδή την ρώτησα αν ξέρει Ποντιακά.

Μου απάντησε με την ερώτηση στα Ποντιακά λέγοντας: «απόθεν είσε;». 

Δηλαδή με ερώτησε από πού είμαι.

Της είπα: «Είμαι ασην Τραπεζούντα (Από τη Τραπεζούντα είμαι)».

Μόλις άκουσε τη λέξη Τραπεζούντα, σηκώθηκε από τη θέση της και διασχίζοντας το στενό διάδρομο του πούλμαν, έρχονταν κοντά μου. 

Δεν είχα καταλάβει το τι έγινε.

Μόλις έφτασε, με αγκάλιασε με φίλησε και αμέσως έβαλε τα κλάματα. 

Από τη μία με αγκάλιαζε και από την άλλη κλαίγοντας άρχισε να μιλά στα Ποντιακά.

Μου είπε:«Να είνομε γουρπάντ σα ποδάρες. (να θυσιαστώ στα πόδια σου)».

Αυτή η φράση χρησιμοποιούνταν από μας αλλά μόνο από μικρούς που ζητούσανε ελεημοσύνη από μεγάλους σε περίπτωση που ήταν ένοχοι για κάτι. 

Ποτέ ένας ηλικιωμένος, ή ηλικιωμένη δεν θα το χρησιμοποιούσε σε μικρότερο. 

Είχα πάθει σοκ. 

Δεν ήξερα τι να πω.

Από την ντροπή μου ίδρωσα και έγινα μούσκεμα.

Συνεχίζοντας η γιαγιά, με ρώτησε: «απόθεν εξέβες και έρθες, αδακές ντ’ αραέυεις, εσείς ακόμε σην Τραπεζούτα γιασαέβειτε; (από πού βγήκες και ήρθες, τι ψάχνεις εδώ, εσείς ακόμη στην Τραπεζούντα ζείτε;)».

Ούτε σε αυτές τις ερωτήσεις της απάντησα. 

Αλώστε με είχε αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που αισθανόμουν τα δάκτυλα της στο κορμί μου. 

Μ’ αγκάλιαζε και δε μ’άφηνε να την κοιτάξω καλύτερα και να της πω και εγώ κάτι. 

Συχνά με κοιτούσε για λίγο στα μάτια, ξανά με αγκάλιαζε και ψιθυρίζοντας κάτι έκλαιγε. 

Λες κι ήμασταν γιός και μητέρα που βρεθήκαμε πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. 

Δεν μπορούσε να με χορτάσει. 

Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρισκόντουσαν στο πούλμαν, μας κοιτούσαν έκπληκτοι...

Νομίζω πως δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση. 
Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε έτσι. 

Όμως ήρθαν και αυτοί που έλειπαν και το πούλμαν ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. 

Κάποιοι από τους επιβάτες, ειδοποίησαν την γιαγιά για να περάσει στη θέση της. 

Η καημένη η γιαγιά, κλαίγοντας με λυγμούς, με άφησε και στράφηκε προς τη θέση της. 

Είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πηγαίνοντας, κρατούσε δεξιά κι’ αριστερά. 

Μάλλον και από τα δάκρυα που κατέβαζε, δεν έβλεπε καλά που βάδιζε. 

Από πίσω, μόνο μερικά δευτερόλεπτα μπόρεσα να την κοιτάξω. 

Έπρεπε να βγω από το 'πούλμαν'.

Βγαίνοντας έξω, έτρεξα προς το μέρος του 'πούλμαν' εκεί που ήταν η θέση της γιαγιάς. 

Με είχε δει και εκείνη και με χαιρετούσε. 

Λες κι αυτή έφευγε στην ξενιτιά και εγώ έμενα στην πατρίδα. 

Το πούλμαν αποχώρισε και απομακρύνθηκε.

Κοιτάζοντας προς το 'πούλμαν', με έπιασε μελαγχολία. 

Σαν να ήρθε η γιαγιά μου από το χωριό, με είδε και προσθέτοντας στην νοσταλγία μου έφευγε. 

Ούτε εγώ μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιαγιάς, μα ούτε εκείνη ερώτησε το δικό μου.

Από τότε στη μνήμη μου, αυτή η γιαγιά έμεινε ως «γιαγιά χωρίς όνομα».

Ύστερα από κάμποσα χρόνια βρέθηκα σε κάποιο χωριό της Ελλάδος και φιλοξενήθηκα από μία γιαγιά πού ονομάζονταν Σουμέλα.

Αυτή μού διηγήθηκε κάποιες ιστορίες πού έζησαν οι δικοί της στον ξεριζωμό. 

Μού είπε για τα παιδιά πού χάθηκαν στον δρόμο. 

Όπως και σε μας πριν από είκοσι χρόνια , έτσι και στην εποχή των δικών της, οι κοπέλλες παντρευόντουσαν σε παιδική ηλικία, ώστε πολλές μανάδες πού έχασαν τα παιδιά τους ήταν και οι ίδιες παιδιά. 

Γι αυτό και μερικές δεν άντεξαν και έχασαν τα λογικά τους μετά τον θάνατο των παιδιών τους. 

Η γιαγιά Σουμέλα ακόμα δεν είχε καλά-καλά ξεφορτώσει τους πόνους της επάνω μου, κι’ εγώ ταξίδευα στο παρελθόν. 

Θυμήθηκα την «γιαγιά χωρίς όνομα» πού είχα συναντήσει στην Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). 

Τώρα καταλάβαινα καλύτερα γιατί η «γιαγιά χωρίς όνομα» με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά… 

Ίσως στο πρόσωπό μου να έβλεπε κάποιο χαμένο παιδί της… 

Ποιος ξέρει…

Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. 

Ήλπιζαν να ξαναβρεθούν στα πανέμορφα παρχάρια (εξοχικά βουνά) τους, και όπως πριν να ξαναχορέψουν όλοι μαζί.

Προσδοκώντας να επιστρέψουν, πολλοί από αυτούς δεν δημιούργησαν περιουσία. 

Όπως τονίζει ο Τραπεζούντιος συγγραφέας İlyas Karagöz, οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους, πού έμειναν στον Πόντο, τους περίμεναν επί έξι χρόνια διαφυλάσσοντας τις περιουσίες τους, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν οι ιδιοκτήτες τους. 

Γι αυτό και δεν επέτρεψαν σε κανένα μουσουλμάνο πρόσφυγα από τα βαλκάνια να μπει σ΄ αυτά τα χωριά. 

Τόσο πιστοί στάθηκαν απέναντι στους συμπατριώτες τους.

Άρα γε βρίσκεται σήμερα κανείς Τραπεζούντιος πού μοιάζει στον παππού του;


(το άρθρο αυτό, έχει δημοσιευτεί το 23/12/2007 στην εφημερίδα 'Radikal' στην Τουρκία.)
 

Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

« Τα παιδικά μου χρόνια χωρίς ιδιαίτερα βιώματα από εκκλησιαστική ζωή. Στη διάρκεια των σπουδών μου, ένταξη στο χώρο της δογματικής αριστεράς, η οποία – τουλάχιστον τότε – περιλάμβανε στο ¨πακέτο¨ και τη μαχητική αθεΐα. Με κλονισμένη την πίστη, γνωρίζω έναν ομοϊδεάτη συνάδελφο και παντρεύομαι….

Γεννιέται η κόρη μας με σπάνιο-σοβαρότατο καρδιολογικό πρόβλημα. Μεγάλος πόνος, που δίνει και τη χαριστική βολή στα τελευταία ψίχουλα της πίστης μου. Πώς να χωρέσει το μυαλό μου ότι αυτό το πανέμορφο λεπτεπίλεπτο πλάσμα έχει μόνο μερικούς μήνες ζωής; Στο κόμμα μου λένε: Τα βλέπεις; Πού είναι ο Θεός;

Φυσικά το παιδί μας δεν το βαφτίσαμε και ήμασταν περήφανοι με τον πατέρα του ότι σταθήκαμε συνεπείς στις αρχές μας. Του δώσαμε το όνομα Μαρία, όταν το δηλώσαμε στο ληξιαρχείο. Παρά τις προβλέψεις η Μαρία δε «φεύγει» στους πρώτους μήνες. Μεγαλώνει με το πρόβλημα της καρδούλας της, με μαρτυρικές κρίσεις άπνοιας, με επιπλοκές. Συμβαίνει όμως κάτι το θαυμαστό.

Παρόλο που ζούσε σε μαχητικά αθεϊστικό περιβάλλον, είχε μια ανεξήγητη πίστη στο Θεό, μια ηρεμία, μια καρτερικότητα. Αντί να τη στηρίζουμε εμείς, μας στήριζε εκείνη! Οκτώ ετών η Μαρία, και σε μια απέλπιδα προσπάθεια θεραπείας την πάμε στην Αμερική. Εκεί απλώς επιβεβαιώνεται ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Γυρίζουμε πίσω χωρίς καμιά πλέον ελπίδα.

Όμως το ταξίδι δεν πήγε τελείως χαμένο, γιατί εκεί γνωρίσαμε μια ομάδα Ελλήνων μεταπτυχιακών φοιτητών, που ήταν συνειδητοί χριστιανοί. Ήταν εθελοντές στον νοσοκομείο. Μας συμπαραστάθηκαν, και το κυριότερο, ανάπτυξαν μια πολύ δυνατή φιλία με τη Μαρία μας. Εγώ κι ο άντρας μου τους βλέπαμε με συμπάθεια και κατανόηση. Δεν μας φαινόταν «φυσιολογικό», άνθρωποι με τέτοια μόρφωση να θρησκεύουν.

Γυρίζοντας στην Ελλάδα η Μαρία συνεχίζει να προσεύχεται και να χαίρεται, όταν η γιαγιά της την πηγαίνει στην Εκκλησία. Πάει στο γυμνάσιο, Άριστη μαθήτρια. Γλυκύτατο πλάσμα. Εγώ, μ΄ένα μόνιμο μαχαίρι στην καρδιά!

Κάποια μέρα στο σχολείο, σε μια ελεύθερη συζήτηση στο μάθημα των θρησκευτικών, μπροστά σε όλα τα παιδιά, λέει στο θεολόγο:

-Κύριε, δεν είμαι βαφτισμένη, και θέλω τόσο πολύ να βαπτιστώ! Μπορείτε να με βοηθήσετε;

Άφωνος ο καθηγητής. Τα παιδιά την πειράζουν: Καλά εσένα σου δώσανε το όνομα όπως στα σκυλάκια!

-Όχι τους είπε. Οι γονείς μου με σεβάστηκαν και μου είπαν να επιλέξω εγώ πότε θα βαπτιστώ. Και τώρα το θέλω πάρα πολύ!

Ο θεολόγος με καλεί στο σχολείο και δειλά με ρωτάει, αν έχω αντίρρηση για τη βάφτιση. Σκίζεται η καρδιά μου στα δύο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν η αιτία να είναι πικραμένο το κοριτσάκι μου, που ποτέ δεν μου είχε ζητήσει τίποτε. Και τώρα – μέσω του καθηγητή της – μου ζητούσε μόνο να βαφτιστεί! Πώς μπορούσα να είμαι τόσο εγωίστρια και εγκλωβισμένη σε ιδεολογίες;

Γυρνάω σπίτι, την αγκαλιάζω κλαίγοντας και της υπόσχομαι ότι θα βαπτιστεί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Παρακάμπτοντας θαυματουργικά τη λυσσαλέα αντίρρηση του πατέρα της, βαφτίζεται, σ΄ένα μυστήριο που συγκλόνισε τους λίγους παριστάμενους. Έφτιαξε μόνη της τη λιτή λαμπάδα της, απάγγειλε το «Πιστεύω», συμμετείχε…

Δύο χρόνια μετά η Μαρία είναι στα 14 και η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία. Λόγω πνευμονικής υπέρτασης παθαίνει κρίσεις με συνεχείς αιμοπτύσεις. Ένας μαρτυρικός μήνας στο Ωνάσσειο με εξανεμισμένες όλες πια τις ελπίδες. Το παιδί γαλήνιο, καρτερικό, προσευχόμενο. Κι εγώ απογοητευμένη απ΄ όλες τις ιδεολογίες και τα πολιτικά σχήματα, απλώς είμαι δίπλα της, χωρίς να μπορώ να κατανοήσω, από πού αντλεί δύναμη.

Οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Την παίρνω σπίτι. Το ήθελε και η ίδια. Οι αιμοπτύσεις συνεχίζονται. Εγώ δίπλα της, μόνο να κλαίω μπορούσα, όταν κοιμόταν. Σε μια έντονη αιμόπτυση μου λέει:

-Μανούλα, όταν γίνεται κάτι πολύ κακό, ο Θεός δίνει κάτι πολύ μεγάλο. Κι εγώ τώρα περνάω κάτι πολύ κακό, αλλά ο Θεός μου ετοιμάζει κάτι πολύ μεγάλο!

Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε! ώρα 11 το βράδυ, 12 Νοεμβρίου 1995. Μια νέα αιμόπτυση την εξάντλησε. Δύσπνοια και δυσφορία. Η Μαρία μου σταυροκοπιόταν. Εγώ παρακαλούσα (δεν ξέρω ποιόν) να μην βασανίζεται άλλο. Στις δύο τα ξημερώματα παθαίνει εγκεφαλικό. Γέρνει το κεφαλάκι της και αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά της. Βλέποντάς την να έχει χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον, ουρλιάζω:

– «Δεν υπάρχει Θεός; Πού είναι ο Θεός;»

Και τότε ανοίγει τα μάτια της, μου ρίχνει ένα κουρασμένο, γαλήνιο βλέμμα και ψιθυρίζει:

– Μαμά υπάρχει Θεός!

Και ξανακλείνει τα μάτια της για πάντα, στην αγκαλιά μου. Στην αγκαλιά του Θεού, ξεκούραστη πια, βαφτισμένη! Δεν θα περιγράψω την πορεία μου μετά. Η Μαρία μου έγινε η πνευματική μου μητέρα, ο άγγελος που μεταμόρφωσε την οικογένειά μου, η μεσίτριά μου στον Ουρανό. Αυτή με βοήθησε να αναστηθώ από τον πνευματικό μου θάνατο. Από τότε η ζωή μου, μόνο με θαύμα μπορεί να παρομοιαστεί. Οι δωρεές του Θεού τόσο πλούσιες, που δεν τις αντέχω….»

πηγη.ΒΑΛΣΑΜΟ ΨΥΧΗΣ

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Τη Ι΄ (10η) Μαρτίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Πατρικίας.


Αναστασία η Οσία Μήτηρ ημών, η Πατρικία, ήκμασεν εν Κωνσταντινουπόλει κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού Α΄ του Μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ - φξε΄ (527 – 565). Κατήγετο δε η μακαρία εξ ευγενών και πλουσίων γονέων, παρά των οποίων και ανετράφη με πάσαν επιμέλειαν και φόβον Θεού. Όθεν και όταν ήλθεν εις ηλικίαν απελάμβανε μεγάλης εκτιμήσεως δια την προς τον Θεόν ευλάβειαν και την φιλάνθρωπον αυτής γνώμην, διο και ο βασιλεύς εκτιμών τας αρετάς της είχεν αναδείξει αυτήν πρώτην πατρικίαν του Παλατίου. Παρ’ όλας όμως τας τιμάς, τας οποίας απελάμβανεν, είχεν η μακαρία τον φόβον του Θεού εν τη καρδία της και εφύλαττε μετά πάσης επιμελείας τας εντολάς του Θεού.

Είχεν ακόμη η αοίδιμος Αναστασία φυσικήν ανδρείαν και πολλήν πραότητα, ώστε όλοι οι φιλόθεοι Χριστιανοί έχαιρον δια τας αρετάς της, ως και αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς Ιουστινιανός. Επειδή δε ο των ζιζανίων σπορεύς διάβολος συνηθίζει να φθονή πάντοτε και να κατηγορή το καλόν και την αρετήν και δεν αφήνει να έχωσιν ανάπαυσιν και ειρήνην οι εν αρετή ζώντες, τούτου ένεκα και η μακαρία αύτη Αναστασία εφθονήθη υπό της βασιλίσσης δια τας αρετάς της. 
Όθεν πληροφορηθείσα τα του φθόνου, τον οποίον έτρεφεν εναντίον της η βασίλισσα, είπε καθ’ εαυτήν η όντως φρόνιμος κατά Θεόν Αναστασία· «Επειδή τώρα εύρες εύλογον και αληθή αφορμήν, σώζουσα σώζε την ψυχήν σου και ούτω την μεν βασίλισσαν θέλεις ελευθερώσει από τον άλογον φθόνον, τον δε εαυτόν σου θέλεις προετοιμάσει δια την Βασιλείαν των ουρανών». Αφ’ ου δε εσυλλογίσθη ταύτα η μακαρία, ενοικίασε πλοίον και λαβούσα μέρος του πλούτου και των κοσμημάτων της, τα δε λοιπά εγκαταλείψασα, μετέβη εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί λοιπόν κτίσασα Μοναστήριον εν τόπω ονομαζομένω Πέμπτω ησύχαζεν, υφαίνουσα ιερά υφάσματα και φροντίζουσα τίνι τρόπω να είναι αρεστή εις τον Θεόν. Εις τον τόπον δε εκείνον ευρίσκεται μέχρι σήμερον το Μοναστήριον αυτής, επονομαζόμενον της Πατρικίας. 
Μετά παρέλευσιν ετών τινων απέθανεν η βασίλισσα και τότε ενεθυμήθη ο βασιλεύς την καλήν Πατρικίαν. Έστειλε λοιπόν πανταχού ανθρώπους προς αναζήτησιν αυτής. Μαθούσα δε τούτο η αληθώς αμνάς του Θεού, αφήκε το Μοναστήριόν της και δια νυκτός μετέβη εις την Σκήτην προς τον Αββάν Δανιήλ και εξωμολογήθη εις αυτόν πάντα τα περί αυτής. Ο δε Όσιος, ενδύσας αυτήν ανδρικά ενδύματα, μετωνόμασεν Αναστάσιον και είτα κλείσας αυτήν εντός του σπηλαίου, το οποίον ήτο μακράν της Σκήτης, έθεσε κανόνα και έδωσεν εντολήν εις αυτήν ούτε αυτή να εξέλθη του σπηλαίου ούτε εις άλλον να επιτρέψη, κατ’ ουδένα λόγον, την είσοδον. Διώρισε δε και ένα αδελφόν να κομίζη εις αυτήν εν σταμνίον ύδατος, το οποίον να αποθέτη έξω του σπηλαίου και λαμβάνων ευχήν να αναχωρή. Έμεινε λοιπόν εκεί κεκλεισμένη η όντως αδαμαντίνη και ανδρεία ψυχή, χωρίς να εξέλθη, εικοσιοκτώ όλα έτη, φυλάττουσα ακριβώς τον κανόνα του Γέροντος. 
Ποίος νους δύναται να εννοήση ή ποία γλώσσα να διηγηθή τας αρετάς, όσας απέκτησεν η αοίδιμος εις το διάστημα εκείνο των εικοσιοκτώ ετών; Ή ποία χειρ δύναται να περιγράψη τα δάκρυα, τα οποία καθ’ εκάστην προσέφερεν η τρισολβία, ως θυσίαν εις τον Κύριον, ή τους οδυρμούς της, τας αγρυπνίας και ψαλμωδίας, τας προσευχάς και αναγνώσεις, το στάσιμον και τας γονυκλισίας, τας χαμευνίας και τας νηστείας; Περισσότερον δε πάντων, τις δύναται να διηγηθή τους πολέμους των δαιμόνων και τας επαναστάσεις, τας οποίας η μακαρία εδοκίμασεν εκεί; Ή τας πονηράς φαντασίας των σαρκικών ηδονών και τα τούτοις όμοια; Το δε να είναι έγκλειστος και όλως περιωρισμένη καθ’ όλας τας ημέρας των εικοσιοκτώ ετών, γυνή συγκλητική, ήτις ήτο ανατεθραμμένη εις τα ανάκτορα και συνειθισμένη να συναναστρέφεται διαρκώς πλήθος ανδρών και γυναικών, αληθώς εκπλήττει πάντα νουν και διάνοιαν.
Με τοιούτους λοιπόν αγώνας αγωνισαμένη έγινε σκεύος και κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δε τον θάνατον και την προς Κύριον εκδημίαν αυτής, έγραψεν επί κεράμου προς τον Γέροντα Δανιήλ ταύτα· «Συμπαραλαβών τον αδελφόν, όστις φέρει εις εμέ το ύδωρ και τα εργαλεία, όσα είναι επιτήδεια προς κατασκευήν τάφου, ελθέ ταχέως ίνα ενταφιάσης το τέκνον σου, Αναστάσιον τον ευνούχον». Ταύτα αφού έγραψεν, άφησεν έξω της θύρας του σπηλαίου. Εις δε τον Όσιον Δανιήλ απεκαλύφθησαν ταύτα υπό του Θεού, δια νυκτερινής οπτασίας και λέγει προς τον μαθητήν του· «Σπεύσον, αδελφέ, εις το σπήλαιον, όπου κατοικεί ο αδελφός ημών Αναστάσιος ο ευνούχος και ερευνών έξω του σπηλαίου του, θα εύρης κέραμον γεγραμμένην, την οποίαν λάβε και επίστρεψον κατεσπευσμένως προς ημάς». Αφ’ ου λοιπόν ο αδελφός έφερε την κέραμον, ανέγνωσεν ο Γέρων τα γράμματα και εδάκρυσεν. ‘Επειτα συμπαραλαβών τον αδελφόν και τα επιτήδεια εργαλεία έδραμεν εκεί και ανοίξαντες το σπήλαιον, εύρον τον μακάριον Αναστάσιον θερμαινόμενον. Προσπεσών δε εις αυτόν ο Γέρων, έκλαυσε λέγων· «Μακάριος είσαι, αδελφέ Αναστάσιε, διότι φροντίζων και ενθυμούμενος την ώραν ταύτην του θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν επίγειον. Εύξαι λοιπόν υπέρ ημών προς τον Κύριον». Είπε δε προς αυτόν η μακαρία· «Εγώ, Πάτερ, έχω μάλλον ανάγκην πολλών ευχών εν τη ώρα ταύτη». Ο Γέρων τότε απεκρίθη· «Εάν εγώ απέθνησκον πρότερον, βεβαίως έμελλον να παρακαλέσω τον Θεόν υπέρ σου». Εγερθείσα τότε η μακαρία και καθήσασα εις ψιάθιον κατεφίλησε την κεφαλήν του Γέροντος και ήρχισε προσευχομένη. Λαβών δε ο Γέρων τον μαθητήν του, τον έρριψεν εις τους πόδας αυτής ειπών· «Ευλόγησον το τέκνον σου και μαθητήν μου». Η δε Αγία καταφιλήσασα αυτόν είπε· «Θεέ των Πατέρων μου, όστις παρίστασαι εις εμέ εν τη ώρα ταύτη, ίνα με χωρίσης από του σώματος τούτου, Συ, Κύριε, ο ειδώς πάντα τα διαβήματα και τας οδοιπορίας του αδελφού τούτου, τας ανόδους και επανόδους του εις το σπήλαιον τούτο, δια το όνομά σου και δια την εμήν ασθένειαν και ταλαιπωρίαν, Συ ανάπαυσον το πνεύμα των Αγίων Πατέρων εις αυτόν, καθώς ανέπαυσας και το πνεύμα του Ηλιού εις τον Ελισσαίον». Στραφείσα είτα η Αγία προς τον Γέροντα λέγει· «Δια τον Κύριον, Πάτερ, μη με εκδύσετε τα ενδύματα, τα οποία είμαι ενδεδυμένη, μηδέ άλλος τις να γνωρίζη τα κατ’ εμέ». Κοινωνήσασα δε των Θείων Μυστηρίων λέγει· «Δότε μοι την εν Χριστώ αγάπην και εύξασθε υπέρ εμού». Αναβλέψασα δε εις τα δεξιά, είδε τους Αγίους Αγγέλους ερχομένους και λέγει προς αυτούς· «Καλώς ήλθατε». Ευθύς τότε έλαμψε το πρόσωπον αυτής εν είδει φλογός. Έπειτα ποιήσασα το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το στόμα της, είπε: «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Και ταύτα ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Αφ’ ου δε έκλαυσαν ο Γέρων και ο μαθητής του, ώρυξαν τάφον έμπροσθεν του σπηλαίου. Εκδυθείς δε ο Γέρων το ένδυμά του, λέγει προς τον μαθητήν αυτού· «Ένδυσον, τέκνον, τον αδελφόν δια του ενδύματος τούτου επάνω από τα ιδικά του ενδύματα». Όταν δε ενέδυεν ο αδελφός την μακαρίαν, εφάνησαν εις αυτόν οι μαστοί της ως φύλλα κατεξηραμμένα, αλλά δεν είπε περί τούτου τίποτε εις τον Γέροντα. Γράφεται δε και τούτο εις τον Παράδεισον των Πατέρων· Ότι αφού ενεταφίασαν αυτήν, είπεν ο Γέρων εις τον μαθητήν του· «Ας καταλύσωμεν σήμερον την νηστείαν και ας ποιήσωμεν αγάπην επί του Γέροντος» και κοινωνήσαντες, εύρον αυτόν έχοντα ολίγα παξιμάδια και ολίγα βρεκτά όσπρια και έφαγον. Λαβόντες δε την σειράν (σειρά=βλαστοί φοινίκων στριμμένοι σχοινοειδώς. Δια της σειράς επλέκοντο ύστερον αι σπυρίδες, ήτοι ζεμπίλια, καλάθις κ.λ.π.), και την σπυρίδα, την οποίαν ειργάζετο η μακαρία, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τον Θεόν. 
Ενώ δε επέστρεφον εις την Σκήτην, λέγει ο μαθητής εις τον Γέροντα· «Γνωρίζεις, 
Πάτερ, ότι ο ευνούχος Αναστάσιος ήτο γυνή»; Ο δε Γέρων απεκρίθη· «Το γνωρίζω, τέκνον, αλλ’ ίνα μη φανερωθή το πράγμα πανταχού, τούτου ένεκα ενέδυσα αυτήν με ανδρικήν στολήν και ωνόμασα Αναστάσιον, δια το ανύποπτον. Διότι πολλαί αναζητήσεις έγιναν δι’ αυτήν υπό του βασιλέως Ιουστινιανού εις πάσαν πόλιν και χώραν και μάλιστα εις τα μέρη ταύτα, αλλ’ ιδού ότι εφυλάχθη υφ’ ημών αφανής, Χάριτι Χριστού». Και συνεχίζων διηγήθη ο Γέρων λεπτομερώς εις τον μαθητήν του όλον τον βίον της Οσίας Μητρός ημών Αναστασίας της Πατρικίας.