Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Τη ΚΕ΄ (25η) Ιουνίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΦΕΒΡΩΝΙΑΣ

.

Φεβρωνία η Αγία του Χριστού Μάρτυς ήθλησεν επί του αυτοκράτορος Διοκλητιανού, ότε μέγας διωγμός ηγέρθη υπό τούτου κατά των Χριστιανών. Κατά τους χρόνους δηλαδή του βασιλέως αυτού, έζη εις την Ρώμην έπαρχος τις, ονόματι Άνθιμος, όστις είχεν υιόν καλούμενον Λυσίμαχον, τον οποίον είχεν αρραβωνιασμένον με την θυγατέρα ενός συγκλητικού, Προσφόρου ονόματι. Ούτος ο έπαρχος ησθένησε βαρύτατα, και προσκαλεσάμενος τον αδελφόν του, Σελήνον καλούμενον, είπεν αυτώ: «Εις τας χείρας σου παραδίδω τον υιόν μου Λυσίμαχον, τον οποίον έχε ως υιόν σου, και αυτός σε ως πατέρα του. και εάν αποθάνω, τελείωσον ως πρέπει χαρμοσύνως τους γάμους του». Ταύτα ειπών ο Άνθιμος, μετά τρεις ημέρας απέθανεν. Ο δε βασιλεύς προσεκάλεσε τον Λυσίμαχον, και του λέγει έμπροσθεν του θείου του:

«Εγώ, νεανία, σκέπτομαι να σε κάμω έπαρχον δια την αγάπην του πατρός σου. Αλλά επειδή ήκουσα από τινας, ότι επλανήθης από την μητέρα σου και σέβεσαι τον Χριστόν, ανέμενα μέχρις ότου βεβαιωθώ περί τούτου. Λοιπόν τώρα απεφάσισα να σε στείλω εις την Ανατολήν, δια να καταπολεμήσης την πίστιν του Χριστού, όταν δε επιστρέψης να σε τιμήσω ως τον πατέρα σου». Ακούσας ταύτα ο νέος δεν ετόλμησε να αποκριθή, διότι ήτο περίπου είκοσι ετών. Ο δε θείος αυτού παρεκάλεσε τον βασιλέα να τον αφήση να τελειώσουν τους γάμους, κατόπιν δε να υπάγουν αμφότεροι. Ο δε είπεν αυτοίς· «υπάγετε εις την Ανατολήν πρότερον, να αφανίσετε τους Χριστιανούς, και όταν έλθητε, θα σας βοηθήσω και εγώ να εορτάσετε τα γαμήλια». Τότε πλέον δεν ετόλμησαν να είπουν λόγον δεύτερον, αλλά παραλαβόντες τα βασιλικά προστάγματα και πλήθος στρατιωτών, ανεχώρησαν δια την Ανατολήν και έφθασαν εις μίαν χώραν της Μεσοποταμίας Παλμύραν ονόματι. Ο δε Λυσίμαχος είχεν ανεψιόν, Πρίμον καλούμενον, τούτον δε ώρισεν επί κεφαλής των στρατιωτών κόμητα.  Όσους εύρον λοιπόν εις την Μεσοποταμίαν Χριστιανούς εθανάτωσεν ο άσπλαγχνος Σελήνος, άλλους έκαιεν εις το πυρ, άλλους δε άλλως ασπλάγχνως ο κακότροπος απέκτεινεν. Όθεν εις όλην την Ανατολήν έτρεμον όλοι οι φιλόχριστοι τον μισόχριστον τούτον τύραννον, διότι είχε πολλήν ωμότητα και μισανθρωπίαν εκ φύσεως. Ο δε Λυσίμαχος ελυπείτο πικρώς δια ταύτα, διότι η μητέρα του ήτο Χριστιανή και τον είχε διδάξει την πίστιν μας. Όθεν μίαν νύκτα είπε προς τον Πρίμον ο Λυσίμαχος. «Ηξεύρεις καλά ότι η μήτηρ μου ήτο Χριστιανή, και εφρόντιζε πολύ να με οδηγήση εις τον Χριστόν, εγώ δε δια τον φόβον του πατρός μου και του βασιλέως δεν ηθέλησα να αρνηθώ την πίστιν μας. Πλην έχω εντολήν από την μητέρα μου, να μη θανατώσω Χριστιανόν, καθόσον μάλιστα και φίλος Χριστού με ηνάγκαζε να γίνω. Όθεν βλέπων τους Χριστιανούς, τους οποίους θανατώνει ο θείος μου, πονεί η ψυχή μου· και όσους φυλακίζει, θέλω να τους αφήσω να φεύγωσι». Ταύτην την παραγγελίαν έχων ο Πρίμος από τον Λυσίμαχον, δεν εφυλάκιζε πλέον Χριστιανούς, αλλά έδιδεν είδησιν εις τα Μοναστήρια να κρύπτωνται, δια να μη τους ευρίσκουν εύκολα οι διώκται. Υπήρχε δε εις την χώραν εκείνην ένα γυναικείον Μοναστήριον, το οποίον είχεν ασκητρίας πεντήκοντα, και είχον ηγουμένην μίαν ενάρετον, Βρυένην ονόματι, ήτις ήτο της Διακόνου Πλατωνίδος μαθήτρια, της οποίας τας αρετάς και τον κανόνα αόκνως εφύλαττεν. Όθεν είχον καλάς τάξεις εις εκείνο το Μοναστήριον, ήτοι νηστείαν, αγρυπνίαν, ανάγνωσιν και άλλα καλά έργα, όσον ηδύναντο. Ανάμεσα δε εις τας άλλας αδελφάς, ήσαν δύο εναρετώτεραι, Πρόκλα και Φεβρωνία καλούμεναι· και η μεν πρώτη ήτο είκοσι πέντε ετών, η δε Φεβρωνία είκοσι (ήτις ήτο ανεψιά της Βρυένης), και τόσον ήτο ωραία και εύμορφος, ώστε εις εκείνα τα μέρη δεν υπήρχεν άλλη ωραιοτέρα της· και τόσον κάλλος είχε και φαιδρότητα εις το πρόσωπον, ώστε δεν ήτο δυνατόν να την ιστορήση ζωγράφος καθώς ήτο εκ φύσεως. Είχε λοιπόν η Βρυένη μεγάλον φόβον και αγωνίαν, πως να φυλάξη την Φεβρωνίαν από τους ασεβείς ίνα μη την βιάσωσιν. Όθεν αι μεν άλλαι έτρωγον μίαν φοράν την ημέραν, αυτήν δε επρόσταξε να τρώγη μόνον κάθε δύο ημέρας μίαν φοράν, δια να μαρανθή το περισσόν κάλλος της και να φαίνεται άσχημος. Η δε Φεβρωνία έκαμνε περισσότερον αγώνα, όσον ηδύνατο, και ούτε τον άρτον, ούτε το ύδωρ εχόρταινεν, αλλά μόνον δια να ζη. Ομοίως και τον ύπνον ελάμβανεν ολίγον, όχι εις στρώμα, αλλά εις σκαμνίον καθημένη ανεπαύετο, ή εις την ξηράν γην εκείτετο, δια να μη έχη ανάπαυσιν, ώστε να κοιμάται ολίγον και να βασανίζη το σώμα της. Όταν δε ήθελε τύχη να πειραχθή εις τον ύπνον της από τον διάβολον, εσηκώνετο ευθύς και παρεκάλει τον Θεόν με δάκρυα να διώξη απ’ αυτής τον πειράζοντα, και ανεγίνωσκε τας βίβλους επιμελέστατα, διότι εκ φύσεως ήτο φιλομαθής. Όθεν έγινε και πολυμαθής τόσον, ώστε την εθαύμαζεν η ηγουμένη, και πάντοτε αυτήν ώριζε να αναγινώσκη εις τας άλλας τα θεία λόγια. Όταν δε ήθελον έλθει εις την Μονήν κοσμικαί γυναίκες ευγενείς, την ετοποθέτουν από μέσα από το παραπέτασμα και ανεγίνωσκε, δια να μη την βλέπουν, ούτε αυτή να θεωρή ποσώς κοσμήματα, ούτε καν και εκείνην όπου την ανέθρεψεν. Ημέραν τινά ήλθε κόρη τις, από ευγενείς γονείς γεννηθείσα, Ιερεία ονόματι, της οποίας ο πατήρ ήτο Συγκλητικός, και αυτή είχε πόθον ανείκαστον να συνομιλήση με την Φεβρωνίαν. Και τόσον παρεκάλεσε την Ηγουμένην με δάκρυα, ώστε της επέτρεψε να εισέλθη εις τον παρθενώνα, αλλά με ένδυμα μοναχικόν. Αύτη δε έστερξε και εμαυροφόρεσε δια τον πολύν πόθον όπου είχε να συνομιλήση με την εκλεκτήν Φεβρωνίαν, την οποίαν εχαιρέτησεν· έπειτα την επρόσταξεν η Ηγουμένη να κάμη ανάγνωσιν από βιβλίον ψυχωφελέστατον. Και τόσον κατενύχθη η Ιερεία εις την διδασκαλίαν της Φεβρωνίας, ώστε επέρασαν όλην την νύκτα και αι δύο άγρυπνοι, χωρίς να κοιμηθώσιν ολότελα· και ούτε η μία εκουράσθη αναγινώσκουσα, ούτε η άλλη ενύσταξεν ακούουσα, αλλά μάλλον έκλαυσε τόσον, ώστε εβράχη η γη από τα περισσά δάκρυα, ότι εκείνη ήτο τέκνον Ελλήνων και ουδέποτε είχεν ακούσει παρομοίους λόγους. Όταν δε εξημέρωσε μετά βίας την κατέπεισεν η Ηγουμένη να υπάγη εις την οικίαν της. Ασπασθείσαι λοιπόν η μία την άλλην απεχαιρετίσθησαν πάλιν με δάκρυα. Τότε η Φεβρωνία ηρώτησε αδελφήν τινα, Θωμαϊδα ονόματι, να της ειπή τις ήτο εκείνη η κόρη, ήτις τοσαύτα δάκρυα έχυσε. Της λέγει η Θωμαϊς· «η Συγκλητική Ιερεία ήτο, κυρία μου». Λέγει η Φεβρωνία· «και διατί με παρεπλανήσατε και της ωμίλουν ως μοναχής»; Η δε είπεν· «ούτως η προεστώσα επρόσταξεν». Η δε Ιερεία, όταν έφθασεν εις τους γονείς της, τους ανήγγειλεν όσα ήκουσεν εις το Μοναστήριον. Και τόσον τους εδίδαξεν επιμελώς, ώστε τους κατέπεισε να λάβουν το σωτήριον βάπτισμα. Εκείνας τας ημέρας ησθένησεν η Φεβρωνία βαρύτατα, η δε Ιερεία ουδέ στιγμήν απεμακρύνθη από κοντά της, αλλ’ εκάθητο και την εφύλαττεν όσον καιρόν ήτο ασθενής. Τον καιρόν εκείνον ήλθεν εις εκείνην την χώραν ο Σελήνος με τον Λυσίμαχον. Όθεν όλοι οι χριστιανοί, λαϊκοί, Κληρικοί και Μοναχοί, άφηνον τα κελλία των και έφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια, ως και αυτός ο Επίσκοπος της πόλεως, και εκρύπτοντο δια τον επικείμενον κίνδυνον. Τούτο και αι Μοναχαί της Μονής εκείνης ακούσασαι, ηρώτησαν την Ηγουμένην, εάν ήθελε να τας συγχωρήση να αναχωρήσωσιν ολίγον, έως ότου παρέλθη ο κίνδυνος. Η δε σοφωτάτη Βρυένη ουτω φρονίμως αυταίς απεκρίνατο: «Ακόμη τον πόλεμον δεν είδετε και εδειλιάσατε; Μη, τέκνα μου, σας παρακαλώ· αλλ’ ας αποθάνωμεν δια τον Χριστόν, δια να συζήσωμεν Αυτώ αιωνίως». Ταύτα ακούσασαι αι αδελφαί, τότε μεν εσιώπησαν·τη δε επαύριον μία από αυτάς, Αιθερία ονόματι, είπεν εις τας άλλας. Δια την Φεβρωνίαν δεν μας συγχωρεί η Ηγουμένη να φύγωμεν και δια να μη χάση εκείνην θέλει να απολεσθώμεν όλαι. Προσήλθον λοιπόν όλαι εις την προεστώσαν λέγουσαι: «Συγχώρησόν μας να κρυβώμεν, ότι δεν είμεθα ημείς από τους κληρικούς και από τον Επίσκοπον καλύτεραι. Ηξεύρεις ότι είναι εδώ κορασίδες τινές, και κινδυνεύουν πρώτον μεν να τας μιάνουν οι στρατιώται, δεύτερον δε δεν ημπορούμεν να υπομείνωμεν τα κολαστήρια, και θέλομεν υστερηθή, αι τάλαιναι, και τον μισθόν της ασκήσεως. Λοιπόν, εάν ορίζης, ας πάρωμεν και την Φεβρωνίαν, να κρυβώμεν εις τινα τόπον». Η δε Φεβρωνία απεκρίνατο: «Ζη Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίον ενυμφεύθην και του αφιέρωσα την ψυχήν μου. Δεν εξέρχομαι από τον τόπον τούτον, αλλ’ εδώ θα αποθάνω και θα ενταφιασθώ δια τον Δεσπότην μου». Η δε Ηγουμένη είπεν αυταίς: «Κάθε μία ηξεύρει το συμφέρον της, και κάμετε όπως θέλετε». Τότε μία προς μίαν εχαιρέτα την προεστώσαν και την Φεβρωνίαν και απήρχοντο. Η δε Πρόκλα, της Φεβρωνίας η σύντροφος, έπεσεν εις τον τράχηλον αυτής λέγουσα. Εύξαι δι’ εμέ, κυρία μου. Η δε απεκρίνατο. Φοβήθητι τον Θεόν καν συ, και μη με αφήσης μόνην, ότι από την ασθένειαν είμαι ακόμη αδύνατη, μη μου τύχη θάνατος, και δεν δύναται η Ηγουμένη ούτε καν να ενταφιάση το σώμα μου. Η δε Πρόκλα έστερξε να μείνη δια την αγάπην της· αλλά πάλιν ύστερον εδειλίασε και έφυγε την νύκτα κρυφίως. Τότε η Ηγουμένη βλέπουσα την γύμνωσιν του μοναστηρίου εισήλθεν εις την Εκλησίαν και έπεσε κατά γης κλαίουσα. Η δε Θωμαϊς την επαρηγόρει να έχη υπομονήν και ο Κύριος θέλει βοηθήσει ως παντοδύναμος. Λέγει η Βρυένη· δεν λυπούμαι δια τον εαυτόν μας· μόνον δια την Φεβρωνίαν πικραίνομαι, και δεν ηξεύρω που να την κρύψω, μη τύχη και την βιάσουν οι μισόχριστοι Έλληνες. Η δε Φεβρωνία, ακούσασα τον θρήνον της Ηγουμένης, ηρώτησε την Θωμαϊδα διατί έκλαιε. Λέγει εκείνη: «Δια σε φοβούμεθα, μη σε εύρη ψυχική τις βλάβη ή συμφορά, και προσεύχου εις τον Κύριον, ότι εάν έλθουν οι στρατιώται του τυράννου να μας πάρουν εις το κριτήριον, ημάς όπου εγηράσαμεν θα θανατώσωσιν, αλλά σε ως περικαλλή νεάνιδα θέλουν κρατήσει, ίνα σε εξαπατήσουν με κολακείας και πανουργίας να φθείρουν την παρθενίαν σου, ή να σε δυναστεύσουν με απειλάς και κολαστήρια να προδώσης και την ευσέβειαν. Όμως πρόσεχε δια την αγάπην του ουρανίου Νυμφίου σου, μη πλανηθής με χρυσόν ή άργυρον ή δια πολύτιμα ιμάτια και άλλα ρευστά και μάταια πράγματα, να προδώσης την τιμήν ή την ευσέβειαν, και ζημιωθής τον μισθόν των αγώνων σου, γενομένη παίγνιον των δαιμόνων· ότι δεν είναι από την παρθενίαν άλλο τιμιώτερον, της οποίας ο μισθός είναι πολύς και αμέτρητος η ανταπόδοσις. Ο δε ουράνιος Νυμφίος χαρίζει εις εκείνους, οι οποίοι τον ποθήσουν και δεν μολυνθώσιν, αθανασίαν αιώνιον. Λοιπόν φυλάγου να μη αθετήσης τους αρραβώνας και την υπόσχεσιν όπου έδωκες· ότι φοβερά είναι η ημέρα της κρίσεως, όταν έκαστος απολανβάνη κατά τα έργα του». Ταύτα η Φεβρωνία ακούσασα, απεκρίθη. «Καλά έκαμες να με νουθετήσης, ότι με τοιαύτα ψυχωφελή παραγγέλματα με εστερέωσες καλύτερα. Πλην εάν ήθελα, έφευγα και εγώ με τας άλλας· αλλ’ επειδή ποθώ να αποθάνω δια τον Δεσπότην μου, εάν με αξιώση η Χάρις Του, δι’ αυτό παρέμεινα». Όταν ήκουσε ταύτα η Βρυένη, ήρχισε και αυτή να την νουθετή ούτω λέγουσα: «Ενθυμήσου, τέκνον μου, πως σε επήρα από την τροφόν σου, όταν ήσουν ακόμη δύο χρόνων, σε ανέθρεψα, σου έμαθα τα γράμματα και σε εφύλαξα ως κόρην οφθαλμού έως σήμερον. Παρακαλώ σε λοιπόν, να μη αφήσης να σε μολύνωσι, να ζημιωθής όλους τους κόπους σου. Ενθυμήσου τους αγίους Μάρτυρας, όπου έλαβον τοσαύτα δεινά και φρικτά κολαστήρια και ούτως έλαβον από τον Δεσπότην Χριστόν της νίκης τον στέφανον, όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες και παιδία άνηβα. Ενθυμήσου την Λιβύην, της οποίας έκοψαν την κεφαλήν, και της Λεωνίδος, την οποίαν έκαυσαν, και της Ευτροπίης, η οποία με την μητέρα της εμαρτύρησαν, αν και ήτο μόνον χρόνων δώδεκα, όταν επρόσταξεν ο άδικος δικαστής να την τοξεύουν, χωρίς να την δέσουν, δια να δειλιάση τα βέλη και φύγη τον θάνατον· αυτή δε η αείμνηστος υπήκουσεν εις την μητέρα της, και εσταμάτησεν ακίνητος, δεχομένη τας πληγάς των βελών, έως ου εξεψύχησεν. Αυτή λοιπόν, ήτις ήτο παιδίον αμάθητον, έδειξε τόσην ανδρείαν και γενναιότητα, συ δε όπου εδίδασκες άλλας, να νικηθής υπό του εχθρού; Μη γένοιτο». Αυτά και έτερα λέγουσα, ενύκτωσε· το δε πρωϊ, όταν ανέτειλεν ο ήλιος, έγινεν ειςτην πόλιν ταραχή μεγάλη και σύγχυσις, ότι ο Σελήνος επρόσταξε και έρριψαν εις τας φυλακάς πολλούς χριστιανούς και διαφόρως τους εβασάνισεν. Ανήγγειλαν λοιπόν εις αυτόν τινές Έλληνες δια το γυναικείον Μοναστήριον, ευθύς δε απέστειλε στρατιώτας, να φέρουν όσας εύρουν εις το κριτήριον. Έθραυσαν λοιπόν οι στρατιώται τας θύρας και εισελθόντες εύρον μόνον τας τρεις, στρατιώτης δε τις έσυρε το ξίφος να φονεύση την ηγουμένην. Η δε Φεβρωνία έπεσεν εις τους πόδας αυτών λέγουσα: «Σας εξορκίζω εις τον Θεόν, όστις κατοικεί εις τα ουράνια, να φονεύσετε πρώτον εμέ, δια να μη ίδω τον θάνατον της κυρίας μου». Τότε έφθασε και ο Πρίμος, όστις διώξας τους στρατιώτας έξω ηρώτησε την ηγουμένην, τι έγιναν αι Μοναχαί. Αύτη δε του είπεν ότι εφοβήθησαν και έφυγαν. Λέγει ο Πρίμος: Καλόν θα ήτο να εκρύπτεσθε και σεις, διότι εγώ σας λυπούμαι· και υπάγετε κάπου αλλού, αν στείλη ο ηγεμών άλλους στρατιώτας, ώστε να μη σας εύρωσιν. Ούτως ειπών επέστρεψεν εις το Πραιτώριον, και λέγει προς τον Λυσίμαχον: «Μετέβημεν εις το Μοναστήριον, και είδα μίαν νεάνιδα, της οποίας εθαύμασα το κάλλος. Μα τους θεούς, δεν είδα γυναίκα ωραιοτέραν, και είναι πράγματι αξία δια σε». Του λέγει ο Λυσίμαχος· «έχω εντολήν από την μητέρα μου, να μη κακοποιήσω Χριστιανόν. Πως λοιπόν να επιβουλευθώ τας δούλας του Χριστού; Σε παρακαλώ λοιπόν να τας διαφυλάξης εις την ευσέβειαν, ώστε να μη πέσουν εις τας χείρας του θείου μου». Εις όμως από τους κακίστους εκείνους στρατιώτας ανήγγειλεν εις τον Σελήνον, λέγων· ευρήκαμεν εις το Μοναστήριον νεάνιδα, ήτις όντως είναι ξένον θέαμα. Τότε θυμωθείς ο Σελήνος έστειλε στρατιώτας να φέρουν την νέαν εις το κριτήριον. Απελθόντες λοιπόν ήρπασαν αυτήν ως άγρια θηρία, την έδεσαν από τον λαιμόν, και την έσυρον. Η δε ηγουμένη και η Θωμαϊς ήθελον να υπάγουν μετ’ αυτής δια να την νουθετώσιν, αλλά οι στρατιώται δεν επέτρεψαν. Όθεν παρεκάλεσαν αυτούς, να τας αφήσουν να κάμουν προσευχήν προς Κύριον. Και απελθούσαι εις την Εκκλησίαν είπον εις την Φεβρωνίαν ταύτα, δια να την στερεώσουν καλύτερα. «Ιδού, ήδη πορεύεσαι εις τον αγώνα, νύμφη του Ουρανίου Βασιλέως, όστις στέκεται αοράτως και σε φυλάττει, και οι Άγγελοι κρατούσι της νίκης τον στέφανον. Λοιπόν μη φοβηθής τας βασάνους, μη λυπηθής το φθειρόμενον σώμα σου, το οποίον γίνεται αύριον εις τον τάφον άχρηστον και εις βρώμα των σκωλήκων μετατρέπεται· αλλά παράδωσέ το εις μάστιγας και κολαστήρια δια τον Κύριον, δια να ζήσης μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον Παράδεισον. Ιδού ημείς μένομεν εδώ, αλλά δεν θα παύσωμεν προσευχόμεναι προς τον Θεόν υπέρ σου, ίνα σε ενδυναμώση να τελειώσης τον δρόμον της αθλήσεως». Η δε Οσία απεκρίθη λέγουσα: «Ελπίζω εις τον Θεόν, μητέρες μου πνευματικαί, να σας κάμω και εις τούτο υπακοήν, καθώς δεν σας παρήκουσα εις καμμίαν εντολήν ουδέποτε και έχω το θάρρος μου εις τον Χριστόν και εις την αειπάρθενον Θεοτόκον, να δείξω ανδρείον και γενναίον φρόνημα, ώστε να με ίδωσιν οι λαοί και να θαυμάσωσι, λέγοντες. Αληθώς αυτή η φυτεία είναι της μεγάλης Βρυένης ανάθρεμμα. Λοιπόν αφήτε με να υπάγω και εύχεσθε υπέρ εμού». Λέγει η Θωμαϊς: «Ζη Κύριος ο Θεός μου, έρχομαι και εγώ με ανδρικά φορέματα, δια να βλέπω τους αγώνας σου». Ιδούσα τότε η Βρυένη τους στρατιώτας ότι εβιάζοντο, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν λέγουσα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις εφάνης προς την δούλην σου Θέκλαν με το σχήμα του Παύλου και την ενεθάρρυνες, ούτω παραστάσου και φάνηθι και εις ταύτην την ταπεινήν, την ώραν του αγώνος αυτής και δος αυτή βοήθειαν». Ταύτα ειπούσα την ενηγκαλίσθη, την ησπάσθη και την απεχαιρέτησε κλαίουσα. Οι δε στρατιώται επήραν την Αγίαν, την οποίαν ηκολούθει κατόπιν η Θωμαϊς με ανδρικά φορέματα. Αλλά και άλλαι γυναίκες πολλαί κοσμικαί (αι οποίαι επήγαιναν εις το Μοναστήριον και τας εδίδασκεν) ηκολούθησαν τότε, δια να ίδουν τους αγώνας της Αγίας και έτυπτον τα στήθη, οδυνηρώς κλαίουσαι. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία, ως το έμαθεν, έκλαιεν εις τον οίκον της και έλεγε προς τους γονείς της κλαίουσα. Η αδελφή μου και διδάσκαλος Φεβρωνία κρίνεται και εγώ κάθημαι με άνεσιν; Ταύτα λέγουσα κατέπεισε τους γονείς να την αφήσουν, να υπάγη εις το θέατρον. Όθεν παρέλαβεν ως συνοδούς τινάς από τας δούλας της και μετέβη εις το θέατρον δακρύουσα. Αφού συνήχθη λοιπόν πλήθος πολύ εις το θέατρον, έφεραν την Αγίαν, όλοι δε ως είδον αυτήν την εσυμπόνεσαν. Ο δε ηγεμών την ηρώτησε, λέγων. «Εγώ είχα εις τον νουν μου να μη σου ομιλήσω παντελώς, αλλά το κάλλος σου και η ευγένεια του προσώπου σου κατέπαυσαν την πολλήν μου αγανάκτησιν. Λοιπόν όχι ως κατάκριτον σε ερωτώ, αλλ’ ως τέκνον μου αγαπητόν νουθετώ, και σε παρακαλώ να ακούσης τον λόγον μου. Μα τους θεούς, ηρραβωνίσαμεν μίαν πλουσίαν  και ωραίαν κόρην του κυρίου μου Λυσιμάχου, εγώ και ο αδελφός μου Άνθιμος, ο πατήρ εκείνου· πλην σήμερον στέργω να λύσω εκείνον τον αρραβώνα, ίνα λάβης συ τούτον ως σύζυγον, όστις είναι ο περικαλλής και ωραιότατος ούτος νεανίας ο συγκάθεδρός μου. Και μη φοβηθής εάν είσαι πτωχή και άπορος από χρήματα, ότι εγώ δεν έχω τέκνα και σας χαρίζω όλον τον πλούτον μου, δια να με έχετε ως πατέρα, να έχης δόξαν αμέτρητον, να σε μακαρίζουν αι γυναίκες όλαι, και ο βασιλεύς αυτός θα σας δώση δώρα αναρίθμητα, όστις υπεσχέθη να κάμη Έπαρχον τον Λυσίμαχον, δεν υπάρχει δε άλλη αξία από ταύτην μεγαλυτέρα. Λοιπόν δος μου καλήν απόκρισιν να χαροποιήσης την ψυχήν μου. Διότι εάν δεν κάμης τον λόγον μου, τρεις ώρας δεν σε αφήνω να ζήσης εις τούτον τον κόσμον». Του λέγει η Φεβρωνία: «Εγώ έχω εις τους ουρανούς παστάδα αχειροποίητον, νυμφώνα ακατάλυτον, προίκα την βασιλείαν των ουρανών και Νυμφίον αθάνατον· όθεν δεν δύναμαι να συνοικήσω με άνθρωπον. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κοπιάζης με κολακείας και απειλάς να με δοκιμάζης, ότι δεν θέλεις με νικήσει ουδέποτε». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη, και προστάζει να εκδύσουν την Αγίαν και να την παραστήσουν γυμνήν έμπροσθεν πάντων, δια να εντραπή την ασχημοσύνην της, να ταλανίση την αβουλίαν αυτής και απείθειαν, όταν συλλογισθή από ποίαν λαμπράν δόξαν εις πόσην ατιμίαν κατήντησεν. Όταν λοιπόν εξεγύμνωσαν αυτήν οι στρατιώται και την παρέστησαν ούτω γυμνήν, είπε προς αυτήν ο τύραννος. Βλέπεις, Φεβρωνία, πόσων αγαθών εξέπεσες, και εις πόσην περιέπεσες καταφρόνησιν; Η δε απεκρίνατο. Εις είναι ο Δημιουργός, όστις μας έκαμεν εξ αρχής άρσεν και θήλυ. Όθεν όχι μόνον υπομένω ταύτην την γύμνωσιν, αλλά και να κόψουν δια τον Χριστόν μου ένα έκαστον όλα τα μέλη μου, εάν με αξιώση η χάρις Του να πάθω δια την αγάπην Του δεινά κολαστήρια. Λέγει τότε ο τύραννος: Αναίσχυντε και πάσης ατιμίας αξία, ηξεύρω πως κενοδοξείς δια το κάλλος σου και το έχεις εις έπαινον να σε βλέπωσι. Του λέγει η Αγία: Ο Χριστός μου ηξεύρει, ότι έως την σήμερον δεν είδα χαρακτήρα ανδρός ουδέποτε, και συ με λέγεις αναίσχυντον, αναίσχυντε όντως και άγνωστε. Όστις θέλει να πολεμήση εις αγώνα ολύμπιον, δεν παλαίει ενδεδυμένος με ιμάτια, αλλά γυμνός εις τον αγώνα συμπλέκεται, δια να νικήση τον αντίπαλον. Ούτω και εγώ είναι πρέπον να υπομείνω την γύμνωσιν, δια να πολεμήσω με τον διάβολον τον πατέρα σου. Θυμωθείς τότε ο ηγεμών επρόσταξε να τανύσωσι την Αγίαν τέσσαρες άνδρες, να ανάψουν πυρ κάτωθεν αυτής ίνα φλογίζεται και άνωθεν να την τύπτουν δυνατά εις την ράχιν ανηλεώς έτεροι τέσσαρες άνδρες. Καθώς λοιπόν την έδεραν ώραν πολλήν οι άσπλαγχνοι, ερράντιζαν άλλοι με έλαιον το πυρ υποκάτω, δια να ανάπτη έτι μάλλον και να την φλογίζη χειρότερον. Ούτω λοιπόν δεινώς βασανιζομένης της Αγίας, εφώναζεν ο λαός, και εδέοντο λέγοντες: Σπλαγχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, την νεάνιδα. Αλλά αυτός ο άσπλαγχνος δεν ηθέλησε· μάλιστα επρόσταξε τους μαστιγώνοντας να την κτυπούν δυνατώτερα. Και όταν είδεν ότι έπιπτον εις την γην αι σάρκες της και εφαίνετο ως νεκρά, επρόσταξε να την ρίψουν παράμερα. Η δε Θωμαϊς ενόμισεν ότι εξεψύχησεν· όθεν ωλιγοψύχησε και αυτή και έπεσεν εις τους πόδας της Ιερείας, ήτις έλεγε ταύτα κλαίουσα: Ουαί μοι, κυρία μου Φεβρωνία, ότι σήμερον υστερήθηκα της διδασκαλίας σου και ετελεύτησε και η Θωμαϊς δια σε. Ακούσασα δε η Φεβρωνία την φωνήν της Ιερείας, παρεκάλεσε τους στρατιώτας να την περιχύσουν με νερόν εις το πρόσωπον. Όταν δε τούτον εποίησαν, συνήλθεν η Φεβρωνία και εζήτησε να ίδη την Ιερείαν· ο δικαστής όμως δεν ηθέλησε, αλλά την εξήταζε πάλιν ο αλιτήριος λέγων: Πως σου φαίνεται η πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία; Η δε απεκρίνατο· «εγνώρισες με την πρώτην δοκιμήν, ότι, του Χριστού βοηθούντος μοι, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τας βασάνους σου». Τότε πάλιν είπεν ο τύραννος: κρεμάσατέ την εις το ξύλον, και ξεσχίσατε δυνατά τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας, έπειτα καταφλέξατε τα ξεσχισμένα μέλη της έως τα οστά αυτής. Τοσούτον λοιπόν εξέσχισαν την Αγίαν, ώστε έπιπτον εις την γην αι σάρκες της και το αίμα της έρρεε ποταμηδόν. Έπειτα φέροντες το πυρ κατέκαιον τα σπλάγχνα της. Η δε, ατενίσασα εις τον ουρανόν, έλεγεν: Ελθέ εις την βοήθειάν μου, Κύριε, και μη με παρίδης την δούλην σου. Ταύτα ειπούσα εσιώπησε, διότι εκαίετο υπό του πυρός. Πολλοί δε από τους παρεστώτας έφυγον δια την πολλήν του ηγεμόνος ωμότητα, οι δε επίλοιποι τον παρεκάλουν να την αποσύρουν από το πυρ και επήκουσεν· είπε δηλαδή και έσβυσαν την φωτιάν, αλλά την άφησαν ακόμη κρεμασμένην και την ηρώτα, εκείνη όμως δεν ηδύνατο να αποκριθή. Όθεν καταβιβάσαντες αυτήν την έδεσαν εις τον πάσσαλον, και προσκαλέσας ιατρόν ο τύραννος τον επρόσταξε να κόψη την γλώσσαν της να την καύσουν, διότι δεν του απεκρίθη. Η δε Αγία εξέβαλεν ευθύς την εύλαλον γλώσσαν της, και ένευσε του ιατρού να την κόψη κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Και έλαβεν ο ιατρός τον σίδηρον να την κόψη, αλλά ο λαός εφώναξαν, δεόμενοι του ηγεμόνος να τους κάμη την χάριν ταύτην, να την αφήση δια την ώραν. Ο δε ανήμερος επρόσταξε να αφήσουν την γλώσσαν και να ανασπάσουν τους οδόντας της. Ήρχισεν λοιπόν ο ιατρός να εκριζώνη τους οδόντας και όταν εξερρίζωσε τους δεκαεπτά, από τους πόνους και την αιμορραγίαν ωλιγοψύχησεν η Αγία και προστάσσει τον ιατρόν ο τύραννος να παύση, της έδωκε δε βότανον θεραπευτικόν δια να σταματήση η ρύσις του αίματος. Τότε πάλιν την ηρώτα ο τύραννος· «τι λέγεις, Φεβρωνία; Προσκυνείς τους θεούς»; Η δε απεκρίνατο: Ανάθεμά σε, γέρον τρισκατάρατε· διατί δεν με θανατώνεις το γρηγορώτερον, ίνα απέλθω προς τον ηγαπημένον μου Χριστόν, αλλά εμποδίζεις τον δρόμον μου; Της λέγει ο τύραννος: Εγώ θα αφανίσω δια πυρός και ξίφους το σώμα σου, αναίσχυντον γύναιον, και θα ταπεινώσω την αλαζονείαν σου. Τότε προστάσσει να κόψουν, φευ! τους μαστούς της, έπειτα να καύσουν με πυρ το στήθος της. Η δε Αγία, όταν τους έκοπτον, είπε ταύτα: Κύριε ο Θεός μου, ίδε την θλίψιν μου, και ας έλθη η ψυχή μου εις χείρας σου. Τούτον μόνον είπεν, έπειτα εσιώπα. Και όταν έκαυσαν και τους δύο μαστούς, κατέκαυσαν όλον τον τόπον του στήθους της και επέρνα η λαύρα του πυρός έως μέσα εις αυτά τα εντόσθια. Οι μεν λοιπόν ορώντες ανεθεμάτιζον τον τύραννον και τους θεούς του, η δε Θωμαϊς και η Ιερεία εμήνυσαν εις την Ηγουμένην τα γενόμενα, δια να μη παύση την προσευχήν της υπέρ της μάρτυρος. Ακούσασα λοιπόν η Βρυένη τον φρικτόν αγώνα της Μάρτυρος, εβόα προς Κύριον λέγουσα: Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει την δούλην σου, και αξίωσόν με να την ίδω τελειωμένην εις την ομολογίαν σου, ίνα συναριθμηθή με τους αγίους σου Μάρτυρας. Ο δε παράνομος τύραννος κατεβίβασε την Αγίαν από τον πάσσαλον, δια να της δώση και άλλην κόλασιν, αλλά αυτή δεν ηδύνατο να σταματήση, ούτε καν να ομιλήση, μόνον έπεσε σχεδόν νεκρά και άφωνος. Τότε λέγει ο Πρίμος προς τον Λυσίμαχον: Διατί να απολεσθή αυτή η ωραιοτάτη κόρη ούτως ασπλάγχνως; Ο δε απεκρίνατο: Δια πολλών σωτηρίαν, ίσως δε και εμού αυτού, την αφήκα να βασανισθή, ίνα λάβουν και άλλοι πολλοί από ταύτην καλόν υπόδειγμα. Η δε Ιερεία, όταν είδε ότι ο αλιτήριος Σελήνος εσκέπτετο να υποβάλη την Φεβρωνίαν και εις άλλα βασανιστήρια, εστάθη ενώπιον αυτού και τον ύβρισε λέγουσα: Δεν εχόρτασες εις τόσα κακά όπου έκαμες ταύτης της Αγίας κόρης, απάνθρωπε; Ούτε ενεθυμήθης τα μέλη της μητρός που εθήλασες, ήτις κακώς σε εγέννησεν, αλλά έδειξες τόσην ασπλαγχνίαν εις αυτήν την ταπεινήν; Εύχομαι να μη σε συγχωρήση ο ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε παιδεύση εις τούτον τον κόσμον και εις τον μέλλοντα. Ταύτα ακούσας ο άδικος δικαστής εθυμώθη, και επρόσταξε να την δέσουν και αυτήν ως κατάδικον, ίνα την παιδεύση, διότι τον ύβρισεν. Εκείνη δε εισήρχετο εις το στάδιον χαίρουσα και έλεγε: Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, δέξαι και εμέ την ταπεινήν μετά της κυρίας μου Φεβρωνίας. Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συνεβούλευσαν να μη κακοποιήση δημοσία την Ιερείαν, επειδή όλον το πλήθος μαρτυρεί μετ’ αυτής, και όλη η πόλις, και όλη η πόλις απολείται. Ταύτα ακούσας ο τύραννος, δεν ετόλμησε να πράξη εις αυτήν άλλο τίποτε και μη δυνάμενος να εκδικηθή κατ’ αυτής δια την άνωθεν αιτίαν, επρόσταξε να κόψουν τας χείρας της Φεβρωνίας και τον ένα πόδα δια το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν και τας δύο χείρας της Μάρτυρος. Όταν δε έκοπτε τον πόδα ο δήμιος από τον αστράγαλον, δεν επέτυχεν ο πέλεκυς την άρθρωσιν και την εκτύπησε τρεις φοράς, έως ότου να τον κόψη ο άσπλαγχνος· όθεν όλον το σώμα τής μακαρίας συνεκλονίσθη από τον πόνον. Και επειδή ησθάνετο μεγάλους πόνους και άρρητον κάκωσιν, ήπλωσε και τον άλλον πόδα, και τον έβαλεν εις το ξύλον να τον κόψη και αυτόν, δια να ξεψυχήση και να μη βασανίζεται. Τούτο βλέπων ο άδικος δικαστής, εσκληρύνθη περισσότερον, λέγων: Βλέπετε πόσην δύναμιν έχει αυτή η αναίσχυντος; Έπειτα είπε προς τον δήμιον: Κόψε τον και αυτόν. Όταν έκοψαν και τον άλλον πόδα, είπε προς τον Σελήνον ο Λυσίμαχος: Ας υπάγωμεν να γευματίσωμεν, και άφες αυτήν την ταλαίπωρον, επειδή τόσας κολάσεις της έδωκες. Ο δε απεκρίνατο: Δεν πηγαίνω, μα τους θεούς, έως να παραδώση το πνεύμα της. Αφ’ ου λοιπόν έκαμαν ώραν πολλήν, και εψυχορράγει πλέον η Αγία, ηρώτησε τους δημίους λέγων: ακόμη ζη αυτή η τρισκατάρατος; Οι δε είπον: Ναι. Τότε προστάσσει ο δυσσεβέστατος να κόψουν την αγίαν της κεφαλήν. Λαβών λοιπόν την σπάθην ο δήμιος και κρατήσας από την κόμην την Αγίαν, έκοψε την τιμίαν της κεφαλήν τη κε’  (25η) του Ιουνίου. Αφού ο παράνομος τύραννος ετελείωσε το θέλημά του υπήγε να φάγη· ο δε Λυσίμαχος έμεινε μέσα περίλυπος, και έχυνε δάκρυα από καρδίας δια την Μάρτυρα, την οποίαν δεν αφήκε τους Χριστιανούς να αρπάσουν (οι οποίοι διηγκωνίζοντο ίνα διαμοιρασθώσι το τίμιον λείψανον), αλλά επρόσταξε τους στρατιώτας να το φρουρούν, δια να της κάμη πολλήν τιμήν, να την ενταφιάση σώαν και ανελλιπή εις το άγιον αυτής Μοναστήριον. Ταύτα προστάξας δεν υπήγεν εις το γεύμα, αλλά εκλείσθη εις το δωμάτιόν του, και εθρήνει της Φεβρωνίας τον θάνατον. Ο δε Σελήνος, ο θείος του, ακούσας ότι επικραίνετο ο Λυσίμαχος, δεν έφαγε ούτε αυτός, αλλ’ έμεινε με πολλήν αδημονίαν περίλυπος. Και περιπατών ανήσυχος από το εν μέρος του παλατίου εις το άλλο, απώλεσε τας φρένας του, και κυττάζων προς τον ουρανόν  εξέβαλλε φωνάς ατάκτους και ως ταύρος εμυκάτο, έκαμνε δε σημεία τινά ως των δαιμονιζομένων και εμαίνετο· έπειτα εκτύπησε την κεφαλήν του εις μίαν κολώναν· όθεν ο κακός κακώς εξέψυχε και έδωκε δικαίας δίκας ο άδικος δια την αδικοκρισίαν, την οποίαν κατά της δικαίας κόρης ετέλεσεν. Τότε έγινεν εις το πραιτώριον σύγχυσις, και τρέχοντες όλοι ίνα ίδωσι τον κακόν του θάνατον, επήγε και ο Λυσίμαχος. Και βλέπων τον Σελήνον νεκρόν, ηρώτησε τους στρατιώτας, και του ανήγγειλαν  την υπόθεσιν. Τότε ο Λυσίμαχος έσεισε την κεφαλήν του ώραν πολλήν, ταύτα λέγων: Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, όστις εξεδίκησε το δίκαιον αίμα της Φεβρωνίας, όπερ εχύθη αδίκως. Ταύτα ειπών εις επήκοον πάντων, προσεκάλεσε Πρίμον τον κόμητα, και του λέγει: Πρόσταξον ευθύς ξυλουργούς να κάμουν της Φεβρωνίας ένα γλωσσόκομον από ξύλα άσηπτα, και στείλε πανταχού κήρυκας να διαλαλήσουν, να συναχθούν Χριστιανοί χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά εις την θανήν της Οσιομάρτυρος, επειδή ο θείος μου ετελεύτησε. Και όταν ο κόσμος συναχθή, ας σηκώσουν ευλαβώς οι στρατιώται το άγιον λείψανον να το μεταφέρουν εις το Μοναστήριον της Βρυένης, και μη αφήσης τινά να αρπάση κανέν μέρος του αώματος, ή από τας αγίας σάρκας μέλος μικρότατον· ούτε σκύλον να αφήσης ή άλλο ζώον ακάθαρτον να λείξη ποσώς την γην, όπου εχύθη το τίμιον αίμα της· αλλά και αυτό το χώμα να υπάγης εις το ρηθέν Μοναστήριον. Τότε ο Πρίμος ετέλεσεν όσα επρόσταξεν ο Λυσίμαχος, και εσήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώται το άγιον λείψανον, αυτός δε ο Πρίμος εκράτησε την τιμίαν κεφαλήν, τας χείρας, τους πόδας, και τα άλλα μέλη εις την χλαμύδα του με ευλάβειαν. Και πηγαίνοντες εις το Μοναστήριον συνέτρεχε πλήθος του λαού αναρίθμητον. Φθάσαντες εκεί μετά βίας, απέθεσαν το άγιον λείψανον εις την Εκκλησίαν, αφήσας δε ο Πρίμος στρατιώτας να το φυλάττωσι, δια να μη αρπάση τις μέρος εξ αυτού, αυτός μεν έστρεψεν εις τον Λυσίμαχον, η δε Βρυένη ως είδεν ούτω κατακεκομμένον το σώμα της Μάρτυρος, ολιγοψυχήσασα έπεσεν εις την γην, και μετά ώραν πολλήν εσηκώθη και το ενηγκαλίζετο λέγουσα «Ουαί μοι, θύγατερ ότι σήμερον υστερήθημεν της γλυκυτάτης παρουσίας σου και δεν έχομεν άλλον διδάσκαλον να μας αναγινώσκη τας βίβλους τόσον επιμελέστατα». Τότε ήλθον και αι άλλαι Μοναχαί κλαίουσαι· αλλά πλέον από ταύτας εθρήνει η ευλαβής Ιερεία λέγουσα: «Οίμοι, γλυκυτάτη μου Φεβρωνία, ποίαν αμοιβήν να σου δώσω, δια την μεγίστην ευεργεσίαν, όπουμου έκαμες να με εξαγάγης από το σκότος της αγνωσίας, πάνσοφε; Ας προσκυνήσω τους αγίους πόδας σου, που επάτησαν την κεφαλήν του όφεως· ας φιλήσω τας πληγάς των αγίων μελών σου, δια των οποίων η ψυχή μου ιάθη· ας στεφανώσω με άνθη εγκωμίων την σεβασμίαν κορυφήν σου, ήτις έστεψε το γένος μας με το κάλλος των αγώνων σου». Αυτά και έτερα περισσότερα έλεγον όλαι αι αδελφαί, έως ου έφθασεν ο καιρός του εσπερινού, όπου είχον τάξιν να αναγινώσκουν την ακολουθίαν των, και τότε μάλλον επλήθυναν όλαι τα δάκρυα λέγουσαι: «Αδελφή Φεβρωνία, ο καιρός της προσευχής έφθασε, και σήκω να αναγνώσης την ακολουθίαν με την εύλαλον γλώσσάν σου». Τότε πάλιν η Θωμαϊς έλεγε ταύτα, πικρώς δακρύουσα: «Ηξεύρομεν όλαι ότι δεν παρέβης καμμίαν εντολήν της Ηγουμένης ουδέποτε, και τώρα διατί δεν μας υπακούεις, ηγαπημένη αδελφή και κυρία μας, να εγερθής να αναγνώσης την ενάτην, κατά το σύνηθες»; Ταύτα λέγουσαι, έγινε θρήνος και σύγχυσις. Και τότε ήνοιξεν την θύραν της Μονής να εισέλθουν, όσοι συνήχθησαν από τα περίχωρα, Ιερείς και μονάζοντες, οίτινες έκαμαν αγρυπνίαν ολονύκτιον ιστάμενοι έως το πρωϊ, με υμνωδίας τω Κυρίω ψάλλοντες. Ο δε Λυσίμαχος είπε προς τον κόμητα: «Εγώ, ηγαπημένε μου, Πρίμε, από την σήμερον αποτάσσομαι την πλάνην του πατρός μου, με όλην την περιουσίαν του, και πιστεύω εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν». Του λέγει ο Πρίμος: «το όμοιον κάμνω και εγώ, κύριέ μου. Αναθεματίζω τον Διοκλητιανόν με όλους του τους θεούς, και υποτάσσομαι τω Χριστώ εξ όλης καρδίας μου». Τότε λοιπόν επήγαν ομού εις το Μοναστήριον με πλήθος λαού  αναρίθμητον, και φέροντες το γλωσσόκομον έθεσαν εις αυτό το τίμιον λείψανον, και έβαλαν όλα τα άγια μέλη καθ’ ένα εις τον τόπον του, ήτοι την κεφαλήν, τας χείρας και πόδας, τους δε οδόντας έθεσαν εις το στήθος της, δια να μη λείπη τίποτε· και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν εις τόπον επίσημον, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Κύριον. Και πολύ πλήθος Ελλήνων επίστευσαν τω Χριστώ και εβαπτίσθησαν. Ομοίως ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος εβαπτίσθησαν και ηρνήθησαν τον κόσμον τελείως· ούτε έστρεψαν εις τον δυσσεβή βασιλέα, αλλά επήγαν εις τον Αρχιμανδρίτην Μαρκελλίνον, και τους έκαμε Μοναχούς, και ετελείωσαν την ζωήν των ασκητικώς, με πολιτείαν θεάρεστον. Εβαπτίσθησαν δε και πολλοί στρατιώται, και ετελείωσαν τον βίον θεάρεστα. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία με τους γονείς της απηρνήθησαν τον κόσμον και εκουρεύθησαν εις το Μοναστήριον, εις το οποίον αφιέρωσαν όλον τον πλούτον των. Η δε μακαρία Ιερεία παρακάλεσε την Βρυένην, λέγουσα: «Δέομαί σου, μήτερ και δέσποινα, να με έχης αντί της Φεβρωνίας υποτακτικήν ίνα εκτελώ όλα σου τα προστάγματα». Εξώδευσε δε την προίκα της όλην εις τον Ναόν ιερώς η Ιερεία και τον εστόλισε· και τα χρυσά και αργυρά της κοσμήματα έλυσε και εχρύσωσε της μακαρίας Φεβρωνίας το γλωσσόκομον, εις το οποίον εγίνοντο θαυμάσια άπειρα. Και μάλιστα την ημέραν της εορτής αυτής, όταν έψαλλον αι Μοναχαί την αγρυπνίαν, εφαίνετο και αυτή εις το μέσον αυτών περί το μεσονύκτιον, και έστεκεν εις τον τόπον της, έως την τρίτην ευχήν και την έβλεπον όλαι αι Μοναχαί, αλλά δεν ετόλμα καμμία να την εγγίση ή να την ερωτήσουν ολότελα. Ότι τον πρώτον χρόνον, όπου την είδον, εφοβήθησαν όλαι αι Μοναχαί, και ποσώς δεν την επλησίασαν. Η δε Ηγουμένη εφώναξεν· ιδού η Φεβρωνία, το τέκνον μου. Και μόλις εσίμωσε να την αγκαλιάση έγινε άφαντος. Όθεν από τότε δεν ετόλμα καμμία να την πλησιάση, μόνον την έβλεπον και έκλαιον από την χαράν εις την τοιαύτην θαυμάσιον οπτασίαν. Ο δε Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζεν εξ χρόνους ναόν περικαλλή εις το όνομα της Φεβρωνίας, και όταν τον ετελείωσε, συνεκάλεσε τους λοιπούς Επισκόπους εις την καθιέρωσιν αυτού. Και τελέσαντες αγρυπνίαν ολονύκτιον τη κε΄ Ιουνίου, οπότε ετελειώθη η Αγία, συνήχθη τόσος λαός, ώστε δεν τους εχώρει η Εκκλησία. Το πρωϊ, όταν ετελείωσαν την Ακολουθίαν, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι εις τοΜοναστήριον, να ζητήσουν το άγιον λείψανον της Αγίας, ίνα το φέρουν εις τον νέον Ναόν, τον οποίον της έκτισαν. Η δε Ηγουμένη και όλαι αι αδελφαί, ως ήκουσαν ταύτα, έπεσαν εις τους πόδας των Επισκόπων μετά δακρύων λέγουσαι: «Ελεήσατέ μας δια τον Κύριον, και μη μας υστερήσετε τοιαύτης παραμυθίας και παρακλήσεως, να μας πάρετε τον θησαυρόν μας». Τότε λέγει προς την Βρυένην ο Επίσκοπος: «Άκουσον, αδελφή. Συ ηξεύρεις καλά πόσον εσπούδασα και εβασανίσθην εξ χρόνους έως σήμερον με πολύν μου κόπον και έξοδον, εις δόξαν της Αγίας Μάρτυρος. Λοιπόν μη θελήσης να μείνη ο κόπος μου άκαρπος». Η δε Ηγουμένη απεκρίνατο: «Εάν αυτό το έργον αρέση της Αγίας και της αγιωσύνης σας, τις είμαι εγώ να το εμποδίσω; Υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την , εάν είναι Θεού θέλημα». Τότε επήγαν οι Αρχιερείς εις τον τάφον της Μάρτυρος, και ανεγίνωσκον τας ευχάς να σηκώσουν το γλωσσόκομον. Η δε Ιερεία εφώναζε λέγουσα: «Ουαί εις ημάς τας ταλαιπώρους, τι ορφανία και θλίψις μάς έρχεται σήμερον, να προδώσωμεν τον μαργαρίτην μας. Τι κάμνεις, κυρία Καθηγουμένη; Δια την Φεβρωνίαν απηρνήθην τον κόσμον όλον και κατέφυγα εις τας χείρας σας, και τώρα να υστερηθώ την εμήν αγαλλίασιν»; Λέγει η Βρυένη: «Τι θλίβεσαι, τέκνον μου; Εάν αρέση της Οσίας, υπάγει· ει δε και δεν είναι Θεού θέλημα, δεν δύνανται να την μεταφέρωσιν». Όταν δε επλήρωσαν την ευχήν οι Επίσκοποι και ήπλωσαν τας χείρας να σηκώσουν το άγιον λείψανον, γίνεται ευθύς εις τον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσον, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και πάλιν όταν επέρασεν ολίγη ώρα και συνήλθον από τον φόβον, εξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν· ότι τοσούτον μέγας και φοβερός σεισμός έγινεν, ώστε εφαίνετο ότι ήθελενα πέση όλη η πόλις. Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελεν η Αγία να φύγη από το Μοναστήριον. Όθεν αι μεν αδελφαί της Μονής εχάρησαν, οι δε πολίται ελυπήθησαν και μάλιστα ο ευλαβής Επίσκοπος, οίτινες παρεκάλεσαν την Ηγουμένην να τους δώση καν ένα μέλος από το άγιον λείψανον. Τότε η Βρυένη ήνοιξε το γλωσσόκομον και εξήλθε λάμψις ομοία με ακτίνα ηλίου και αστραπή πυρός από την Αγίαν. Καθώς λοιπόν ήπλωσε την δεξιάν η Βρυένη να πάρη την μίαν χείρα της Μάρτυρος να την δώση εις τον Επίσκοπον, ευθύς η χειρ της Ηγουμένης εμαράνθη και έμεινεν (ω του θαύματος!) ακίνητος, και δεν ηδύνατο να την αποσύρη από το γλωσσόκομον. Όθεν μετά δακρύων εβόα λέγουσα: «Δέομαί σου, Φεβρωνία τέκνον μου, μη μου οργισθής της ταπεινής, αλλά ενθυμήσου τους κόπους μου, και μη παραδειγματίσης το γήρας μου». Τότε λοιπόν εσυγχώρησεν αυτήν η Οσία, και ιάθη η χειρ αυτής. Όθεν επήρε μόνον ένα οδόντα από το στήθος της Μάρτυρος, και τον έδωκεν εις τον Επίσκοπον, τον οποίον επήραν με ευλάβειαν, ψάλλοντες δε όλοι με λαμπάδας και θυμιάματα, και φθάσαντες εις τον νέον Ναόν, τον έθεσαν εις το Άγιον Θυσιαστήριον. Ο δε παντοδύναμος Θεός έδειξε και εκεί τα θαυμάσιά του εις εκείνο το βραχύτατον μέρος του λειψάνου και εγίνοντο τερατουργήματα εξαίσια. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί ανωρθούντο, επεριπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο πανταχού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους, και άλλους εις άλογα ζώα φορτωμένους, και όλοι εθεραπαύοντο. Και δεν έπαυσαν ποτέ αι θαυματουργίαι, ότι όχι μόνον τότε, αλλά και κάθε καιρόν κάμνει εις όλους θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος Θεός, όστις εδόξασε την πανένδοξον και καλλίνικον αυτού Οσιομάρτυρα. Καθώς και αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασεν Αυτόν με τον αγώνα τής φρικτής εκείνης αθλήσεως, δια της οποίας ηξιώθη τοσαύτης παρρησίας και χάριτος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα και τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν

Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

Αγία Μάρτυς Αλίνα του Βελγίου(18 Ιουνίου)




Η Αγία Αλίνα ή Αλένα (Alena) γεννήθηκε στο Ντιλμπέκ (Dilbeek), έξω από τις Βρυξέλλες στο Βέλγιο τον 7ο αιώνα. Κόρη των Δουκών του Ντιλμπέκ, η Αγία Αλίνα ασπάστηκε, κρυφά από τους παγανιστές γονείς της, το χριστιανισμό, ερχόμενη σε επαφή με τον χριστιανό Ιερέα Αμάνδο (Amandus), Ιερέα του Αββαείου στο Φορέ (Forest/Vorst) των Βρυξελλών.

   Η Αγία Αλίνα συμμετείχε στις λειτουργίες κρυφά, λέγοντας διάφορες δικαιολογίες στους γονείς της. Μία νύχτα ο πατέρας της είπε στους φρουρούς του να την ακολουθήσουν, και αφού την ακολουθούσαν για αρκετή ώρα είδαν την Αγία Μάρτυρα να μπαίνει σε ένα εκκλησάκι στο Φορέ.


  Ο πατέρας της θεώρησε πως οι Χριστιανοί την μάγεψαν προκειμένου να ασπαστεί την πίστη τους και διέταξε να την συλλάβουν. Όταν οι φρουροί του πατέρα της προσπάθησαν να την συλλάβουν εκείνη αντιστάθηκε. Όπως πάλευε μαζί τους, μια και αντιστάθηκε, της έκοψαν το ένα χέρι. 
Τότε η Αγία Αλίνα παρέδωσε τη ψυχή της στον Κύριο που τόσο αγάπησε, περίπου το 640 . Το χέρι της το πήρε ένας Άγγελος και το τοποθέτησε μπροστά στο ιερό στο εκκλησάκι όπου εκκλησιαζόταν συχνά.


Το κενοτάφιο της Αγίας Αλίνας στον Καθολικό Ναό Sint-Denijskerk

Αφού συνέβη αυτό το θαύμα, οι γονείς της έγιναν Χριστιανοί. Σε πολλές απεικονίσεις της παρουσιάζεται με το ένα χέρι κομμένο να γιατρεύει έναν τυφλό άντρα ή μαζί με έναν άγγελο να την βοηθάει.
Στο εκκλησάκι στο Φορέ του Βελγίου, το οποίο ανήκει στον δήμο των Βρυξελλών, βρίσκονται τα ιερά λείψανά της και είναι ένας γνωστός τόπος προσκυνήματος.
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΛΥΝΗΤΗΣ

Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

13 Ιουνίου εόρταζε μια άγνωστη Αγία: Η Αγία Κόρη εν Ολύμπω!

 

 

Γράφει ο Θεοφάνης Γκατζής του Θωμά και της Μαίρης

Ανήμερα της εορτής του Αγίου Πνεύματος εορτάζει μια σχετικά άγνωστη   στο πανελλήνιο Αγία η  Αγία Κόρη που τελειώθηκε στον Όλυμπο! Το ομώνυμο Παρεκκλήσιο με το Αγίασμά της ευρίσκεται σε μια πανέμορφη τοποθεσία στον Όλυμπο!! Ακολουθεί μια σύντομη περιγραφή του βίου της από τον αείμνηστο θεολόγο  Λάζαρο Τσακιρίδη <<Σύμφωνα με τον μύθο έζησε κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας σε κάποιο από τα χωριά της Ηπείρου, επί της εποχής του τυράννου της Ηπείρου Αλή πασά (1788 – 1822 μ.Χ.).  

Ο Τούρκος Αγάς την ήθελε για το χαρέμι  του και έδωσε εντολή σε ένα απόσπασμα να την οδηγήσουν σε εκείνον. Κάποιος όμως από το απόσπασμα ελληνικής καταγωγής, πρόλαβε και την ειδοποίησε. Όμως η κοπέλα ήταν αφιερωμένη στο Θεό και αρνήθηκε να υποκύψει στη σκλαβιά και την ατίμωση. Πήρε μαζί της το εικόνισμα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας και χάθηκε μέσα στα βουνά.

Μετά από πολλές κακουχίες έφθασε στον Όλυμπο, βρίσκοντας καταφύγιο στην περιοχή δίπλα στο εξωκκλήσι της Αγίας Τριάδας στην παλαιά Βροντού. Υπάρχει πιθανότητα να τη βοήθησαν να φτάσει ως εκεί Ηπειρώτες ξυλουργοί, οι οποίοι πήγαιναν κάθε χειμώνα από τα χωριά της Ηπείρου στον Όλυμπο για να δουλέψουν ως υλοτόμοι .
Ο Αλή πάσας που κατασκόπευε τα πάντα, πληροφορήθηκε ότι βρισκόταν κρυμμένη στη Βροντού και έστειλε ανθρώπους του για να την πιάσουν.


Η Αγία Κόρη έφυγε στο τελευταίο της καταφύγιο, στη βαθιά χαράδρα. Εκεί απέφυγε να πλησιάζει ανθρώπους από το φόβο μήπως ανακαλύψουν το καταφύγιό της. Κατά το διάστημα της παραμονής της ανακάλυψε μία σπηλιά όπου και κρυβόταν. Τρεφόταν με ρίζες και κράνα και ότι άλλο έβρισκε μπροστά της, επιλέγοντας να απαρνηθεί τα εγκόσμια και να ζήσει με εγκράτεια και αγνότητα.

Πολλοί από τους βοσκούς την πλησίαζαν και της έδιναν τροφή, αλλά εκείνη κρατούσε μυστική την ταυτότητά της και την μαρτυρική ιστορία της. Δεν είναι γνωστό πόσα χρόνια έζησε πριν πεθάνει από τις κακουχίες και τις στερήσεις.

Μετά από καιρό οι κάτοικοι τη βρήκαν νεκρή μέσα στη ρεματιά, στον τόπο όπου σήμερα είναι το εκκλησάκι και το άγιασμά της και την έθαψαν στον ίδιο τόπο κοντά στη σπηλιά όπου κρυβόταν.

Δεύτερη εκδοχή

Μία ακόμη εκδοχή είναι ότι όταν η Αγία Κόρη έφτασε στον Όλυμπο, στις βάθρες της Βροντούς,  ο Πασάς έστειλε απόσπασμα με σκυλιά για να την φέρουν νεκρή ή ζωντανή. Κυνηγημένη και εξαντλημένη, ακούγοντας τα σκυλιά να πλησιάζουν, κρύφτηκε σε μια κουφάλα ενός δέντρου και άρχισε να προσεύχεται, ζητώντας την βοήθεια της Παναγίας για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Οι προσευχές της εισακούστηκαν και ο κορμός έκλεισε γύρω της. Φυσικά οι Τούρκοι δεν την βρήκαν πουθενά και γύρισαν πίσω για να πούνε στον Πασά πως η κοπέλα χάθηκε και πως μάλλον θα έπεσε σε κάποια από τις χαράδρες και σκοτώθηκε.

Έπειτα από χρόνια, ένας υλοτόμος κόβοντας ένα δέντρο, βρήκε μέσα στον κορμό ένα γυναικείο σκελετό και από το κομμένο δέντρο άρχισε να αναβλύζει αγιασμός. Τότε όσοι γνώριζαν την ιστορία της κόρης στην περιοχή, έκαναν την σύνδεση και έχτισαν ένα εκκλησάκι γύρω από το δέντρο, στην μνήμη της.

Τόπος προσευχής και λατρείας

Μετά το θάνατό της  άρχισαν να επισκέπτονται το προσκυνητάρι της και την εικόνα της Παναγίας που είχε φέρει μαζί της. Είναι αρκετές οι μαρτυρίες ανθρώπων  ότι πριν το 1940 υπήρχε αυτό το εικόνισμα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας. Δεν γνωρίζουν, όμως, ούτε  πότε εξαφανίστηκε, ούτε για ποιο λόγο, με πιθανότερες εκδοχές την κλοπή από  αρχαιοκάπηλους, ή την καταστροφή της από τη φθορά του χρόνου.
Οι κάτοικοι της περιοχής έχτισαν εκεί ένα εκκλησάκι αρχικά απλό χωρίς ρυθμό και αρχιτεκτονική.  Με τον καιρό η αγία Κόρη αναγνωρίστηκε ως Αγία στη συνείδηση όλων των κατοίκων. Το νερό που ανέβλυζε κάτω από το προσκυνητάρι της έγινε αγίασμα και πολλοί μαρτυρούν δεκάδες θαύματα.

Παλαιότερα υπήρχαν και κάποιες ευλαβικές συνήθειες των προσκυνητών. Όταν επισκέπτονταν το προσκυνητάρι ήταν αμίλητοι. Επίσης δεν ξαναπήγαιναν την ίδια μέρα. Μάλιστα επειδή η Αγία Κόρη ήταν παρθένος, ποτέ δεν πήγαιναν κοντά στο προσκυνητάρι ταυτόχρονα άνδρας και γυναίκα, λόγω σεβασμού. 

Η μνήμη της γιορτάζεται την ημέρα του Αγίου Πνεύματος» (πηγή: dionolymposguide.gr) Ας προσπαθήσουμε να μιμηθούμε, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ιδανικών και οραμάτων, έστω στο ελάχιστο την Αγία Κόρη για το αγωνιστικό φρόνημα που επέδειξε και την αυταπάρνησή της για την αγάπη στον Θεό! ! Αγία του Θεού πρέσβευε υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων δούλων του Θεού από αρχής κόσμου και υπέρ υγείας ημών!                                                 

 Υ.Γ. Το παρόν άρθρο το αφιερώνω στoν Tριαδικό Θεό (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα), στη μνήμη της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Αγίων του Θεού Πάντων, Δώδεκα και Εβδομήκοντα Αποστόλων, Θεοφάνη του Νεομάρτυρα, Κόρης, καθώς και των Αρχαγγέλων Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ! Ακόμη, το αφιερώνω στους αποθανόντες πατέρα μου Θωμά, παππούδες μου Βασίλειο και Βασίλειο, στις αποθανούσες γιαγιάδες μου Φανή και Στυλιανή, στους κεκοιμημένους συγγενείς και φίλους μου, πάππου προς πάππου, στον αποβιώσαντα θεολόγο  Λάζαρο Τσακιρίδη και σε όλους τους κεκοιμημένους από αρχής κόσμου! Επίσης, το αφιερώνω στη μητέρα μου Μαρία, την αδερφή μου Ινώ και σε όλους τους ζώντες! Σας παρακαλώ όποιος/ όποια επιθυμεί ας μνημονεύσει τα παραπάνω ονόματα  των κεκοιμημένων στις προσευχές του και ας τα δώσει να διαβαστούν στις Θείες λειτουργίες! Ειδικά η μνημόνευση των ονομάτων των κεκοιμημένων στις Θείες λειτουργίες είναι πολύ σημαντικό ζήτημα, καθότι βοηθάει πολύ αυτούς που εκδήμησαν εις Κύριον και αυτούς που μνημονεύουν! 

ΠΗΓΗ.ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Η αγία Ακυλίνα η μάρτυρας

H αγία Aκυλίνα ήταν θυγατέρα ενός άρχοντα της Βύβλου της Φοινίκης, του Εύτόλμιου. Βαπτίσθηκε σε ηλικία πέντε ετών από τον επίσκοπο Εύθάλιο και από ηλικίας δέκα ετών δίδασκε στις συνομήλικες της να απέχουν από τα είδωλα και να προστρέχουν στον Χριστό, με τέτοιον ζήλο ώστε κάποιος Νικόδημος την κατήγγειλε στον ανθύπατο Βολουσιανό, στον όποιο ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός είχε αναθέσει να εφαρμόσει στην περιοχή αυτή τα πρώτα διατάγματα του διωγμού. Ομολόγησε άφοβα το Όνομα του Σωτήρος ενώπιον του δικαστού, ο όποιος δίχως να λυπηθεί το νεαρόν της ηλικίας της διέταξε να την κτυπήσουν με βέργες και να διαπεράσουν τα αυτιά της με σουβλιά πυρωμένα. Την πέταξαν εξω από την πόλη θεωρώντας ότι ήταν νεκρή, όπου ήλθε να την συντρέξει άγγελος Κυρίου. Η αγία διαφεύγοντας της προσοχής των φρουρών εισήλθε στον θάλαμο όπου κοιμόταν ο Βολουσιανός. Εκείνος ξύπνησε περίτρομος και κάλεσε βοήθεια. Εν συνεχεία δε κατηγορώντας την άγια ότι χρησιμοποιούσε την μαγεία διέταξε να αποκεφαλισθεί την επομένη. Τα τίμια λείψανα της μεταφέρθηκαν εν συνεχεία στην Κωνσταντινούπολη, σε ναό αφιερωμένο στην μνήμη της, κοντά στον Φόρο, όπου και έτυχαν μεγάλης τιμής.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος ἀκήρατος καὶ ἀθληφόρος σεμνὴ ἐδείχθης τοῖς πέρασι τῇ ἀγαπήσει Χριστοῦ, Ἀκυλίνα θεόνυμφε· σὺ γὰρ καθάπερ ῥόδον νοητὸν τεθηλυῒα, ἐπνεύσω ἐν ἀθλήσει τῆς ἁγνείας τὴν χάριν πρεσβεύουσα τῷ Κυρίῳ σῴζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’ . Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ραντισμοῖς αἱμάτων σου, καθηγνισμένην παρθένε, καὶ Μαρτύρων στέμμασι, σὲ Ἀκυλίνα στεφθείσαν, δέδωκε, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν ὁ σὸς νυμφίος, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει, Χριστὸς ὁ βρύων ζωὴν αἰώνιον.

Η Οσία Άννα η Λαρισαία (μνήμη 13 Ιουνίου)



 Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, 9ος αιώνας – μέσα 10ου αιώνα, αναδεικνύεται μία ακόμη αγία μορφή της πόλης της Λάρισας η οσία Άννα και ο υιός της Ιωάννης. Το συναξάρι της αγίας Άννας εξέδωσε ο διευθυντής των Γ.Α.Κ. κ. Σταύρος Γουλούλης από τον κώδικα Vaticanus graecus 1558 (φφ. 71v-73r), ένα Μηνιαίο του μηνός Ιουνίου του 16ου αιώνα [1]. Η μνήμη της τιμάται στις 13 Ιουνίου. Στα Synaxaria selecta της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως αναγράφεται:«της οσίας μητρός ημών Άννης και τον υϊού αυτής Ιωάννου» [2]. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει σχετικά στον Συναξαριστή του: «Τη αυτή ημέρα της οσίας μητρός ημών Άννης και του υϊού αυτής Ιωάννου. Μήτηρ και υϊός Άννα και Ιωάννης, ώφθησαν άμφω ουρανώ οικήτορες» [3]. Το συναξάρι αποτελεί μια επιτομή της Διηγήσεως του Παύλου Μονεμβασίας (10ος αιώνας) από το έργο του Διηγήσεις περί ενάρετων και θεοσεβών Ανδρών τε και Γυναικών [4]. Τέλος, το συναξάρι της περιλαμβάνεται και στο Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας του μηνός Ιουνίου [5].

Αφορμή της σύνταξης του Βίου από τον Μάρκο υπήρξε η συνάντησή του με έναν ιερομόναχο και τα όσα του εκμυστηρεύθηκε ο ιερομόναχος σχετικά με την οσία. Έτσι, ο ιερομόναχος αυτός ταξίδευε, διά θαλάσσης, από τη Ρώμη προς την Κωνσταντινούπολη. Το πλοίο που τον μετέφερε, αναγκάστηκε κάποια στιγμή, εξαιτίας των ανέμων, να κάνει στάση σε ένα ακατοίκητο και χέρσο νησί της Αδριατικής. Ο ιερομόναχος εκμεταλλευόμενος τον αναγκαστικό ελλιμενισμό του πλοίου θέλησε να περπατήσει στο εσωτερικό του νησιού.
Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν, όπως ομολογεί ο ίδιος είδε ένα «αποσκίαμα ανθρώπου γυμνού» [6] να του λέει: «Ει εθέλεις θεάσασθαι την εμήν εύτέλειαν, …ρίψόν μοι εν των ιματίων σου· γυνή γαρ ειμί και γυμνή, ως οράς, και ούκ ενδέχεται οφθήναι ούτως τη ιερατική σου τελειότητι» [7]. Ο ιερομόναχος υπάκουσε στην επιθυμία της οσίας και της πρόσφερε κάποιο ένδυμα. Τότε η οσία στράφηκε προς την Ανατολή, γονάτισε και, αφού σηκώθηκε, ευχαρίστησε τον Θεό που την αξίωσε να συναντήσει κάποιον ιερέα.

Ο ιερομόναχος δεν έχασε την ευκαιρία να ρωτήσει για το ποια είναι: «πόθεν ει κυρία μου, και πώς ενταύθα ελήλυθας και πόσος χρόνος εστίν αφ΄ ου την νήσον ταύτην κατώκησας;» [8]. Η οσία πρόθυμα του απάντησε στην ερώτηση του:«εγώ, τίμιε πάτερ, εκ της Ελλάδος χώρας ειμί, πόλεως Λαρίσης» [9]· οι γονείς της ήταν φτωχοί άνθρωποι και την άφησαν ορφανή σε μικρή ηλικία.

Μετά το θάνατο των γονέων της «τις των αρχόντων» [10] της Λάρισας, επειδή την σπλαχνίσθηκε την περιμάζεψε στην οικία του, την ανέτρεψε και την «επαίδευεν επιμελώς, ως οικείαν αυτού θυγάτηρ» [11]. Ο Λαρισαίος άρχοντας εκτίμησε τις αρετές της Άννας και την έδωσε νύμφη στο γιο του «μη βδελυξάμενος την εμήν πτωχείαν και δυσγένειαν» [12], όπως χαρακτηριστικά λέει η ίδια [13].

Παναγία η Ορφανοτρόφος. Θαυματουργός εικόνα η οποία βρίσκεται στο Κρίκκειο Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο Θηλέων της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου

 

Η επιλογή αυτή δεν άρεσε στους συγγενείς του γαμπρού. Οι αντιδράσεις τους για το γάμο με μια φτωχή και άσημη κόρη ήταν εντονότατες. Ο ίδιος βέβαια, φρόντιζε με κάθε τρόπο να τις αποκρούει· κριτήριο της επιλογής, έλεγε, αυτής της κόρης ως νύμφης από τον πατέρα του δεν ήταν ο πλούτος ή η ευγενική καταγωγή της αλλά οι κατά Θεόν αρετές της Επειδή, όμως, οι συγγενείς συνέχιζαν να αντιδρούν και η ίδια έβλεπε τον άντρα της να θλίβεται, αποφασίζει να φύγει κρυφά. Έτσι, φεύγει από τη Λάρισα και «του Θεού οδηγούντός με», όπως λέει η ίδια,«ήλθον εις την νήσον ταύτην».

Τα προβλήματα της οσίας δεν σταματούν όμως εδώ. Με την άφιξη της στο νησί διαπιστώνει πως βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Κανένας δεν ήταν δίπλα της να της συμπαρασταθεί. Ο γιος της γεννήθηκε στο έρημο νησί της Αδριατικής και πλέον εδώ και τριάντα χρόνια ζει μαζί της Όλα αυτά τα χρόνια «εδυσώπουν δε τον Θεόν… ελεήσαι την εμήν ταπείνωσιν και αποστείλαι ιερέα, τελειούντα τον εμόν υϊόν δια του αγίου βαπτίσματος» [14]. Για το λόγο αυτό παρακαλεί τον ιερομόναχο «απελθείν εν τω πλοίω και αγαγείν την ιερατικήν στολήν, και άγιον άρτον, όπως τον υϊόν μου φωτίσης και αγίαν ποίησης λειτουργίαν και αξίωσης ημάς της μεταλήψεως του τιμίου σώματος και αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» [15].

Από τον ευλαβή αυτόν ιερέα ζητάει και κάτι ακόμη:«μη αναγγείλαί τινί τα περί ημών» [16]. Ο ιερομόναχος έβαλε μετάνοια στην οσία, επέστρεψε στο πλοίο και ετοίμασε τα σχετικά του μυστηρίου της Βαπτίσεως και της Θείας Κοινωνίας χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν. Στη συνέχεια βγήκε πάλι από το πλοίο, για να συναντήσει την οσία. Εκείνη τον περίμενε και με τη σειρά της τον οδήγησε στο σημείο που βρισκόταν ο υϊός της Η ίδια ζήτα από το γιο της να φανερωθεί μπροστά στον ιερέα του Θεού «έξελθε τοίνυν, τέκνον, και προσκύνησον τον εληλυθότα φωτίσαι σε» [17]. Ο γιος της υπάκουα φανερώθηκε και προσκύνησε, όπως τον συμβούλεσε, τον ιερέα.

Σε μία κοντινή πηγή ο ιερομόναχος κατήχησε και βάπτισε το γιο της δίνοντας του, σύμφωνα με τα Synaxaria selecta και τον Συναξαριστή του αγίου Νικόδημου, το όνομα Ιωάννης Η Διήγηση του Παύλου Μονεμβασίας και το Συναξάρι της δεν παραδίδουν το όνομα του γιου της Μετά το μυστήριο της Βαπτίσεως ο ιερέας τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και «μετέλαβον αμφότεροι του αχράντου σώματος και αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» [18]. Καθώς οι δυο αγίες μορφές έφευγαν, η οσία Άννα ζήτησε από τον ιερομόναχο μια τελευταία χάρη:«ει θέλεις διηγήσασθαι άπερ ο Κύριος έδειξέ σοι, διήγησαι, αποκρύπτων την νήσον, μήπως εκ φήμης έλθωσι τινές και εύρωσιν ημάς·» [19]. Πώς αντέδρασε ο ευλαβής εκείνος ιερομόναχος Ας δώσουμε πάλι το λόγο στον ίδιο να ακούσουμε τι είπε στον Παύλο Μονεμβασίας:«Εγώ δακρύσας και προσκυνήσας τω Θεώ τω ποιούντι τα ξένα και παράδοξα ων ουκ έστιν αριθμός, και πρόνοιαν ποιουμένω τοις αυτόν εξ όλης καρδίας εκζητούσι και φυλάττουσι τα αυτού θεία εντάλματα, υπέστρεψα εις το πλοίον» [20].

Σύμφωνα δε με το Συναξάρι των αγίων από τον κώδικα Vaticanus graecus 1558 η Άννα και ο υϊός της, αφού ευχαρίστησαν τον ιερέα «τας αγίας αυτών ψυχάς εις χείρας Θεού παρέθεντο» [21].

 

Σημειώσεις

1.    Στ. Γουλούλης, Το συναξάρι της «οσίας Άννας της Λαρισαίας» στο συλλογικό τόμο Η Λάρισα και η περιοχή της από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 8-9 Απριλίου 1995, [Όμιλος Φίλων της Θεσ¬σαλικής Ιστορίας Βιβλιοθήκη Θεσσαλικών Μελετών 7], Λάρισα 1997, 83-96.
2.    Fr. Halkin, Novum Auctarium, Bibliotheca Hagiographica Graeca, [Subsidia Hagiographica 65], BruxeHis 1984, 27 και 219, 2028e.
3.    Νικόδημος Αγιορείτης, Συναξαριστής των 12 μηνών του ενιαυτοΰ, τόμος 2, Αθήνησι 1868, 202.
4.    Για τις Διηγήσεις του Παύλου Μονεμβασίας βλ. J. Wortley, Les recits edifiants de Paul eveque de Monembasie et d’ autres auteurs, 12, CNRS, Paris 1987, 97-103′ Δ. Τσάμης Μητερικόν, Δ’, Θεσσαλονίκη 1993, 20-26′ Π. Πάσχος, Νε’ον Μητερικόν, Αγνω¬στα και ανέκδοτα πατερικά και ασκητικά κείμενα περί τιμίων γυναικών, [Αγιολογική Βιβλιοθήκη 2], 60-64.
5.    Βλ. Ιερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας διασκευ-ή εκ του γαλλικού Ξενοφών Κομνηνός, τόμος 10ος (Ιούνιος) Αθήναι 2008,160-161.
6.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 60, 9.
7.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 60,11-14.
8.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις 61, 22-24.
9.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 61,24-25.
10.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 61, 26-27
11.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 61, 28-29
12.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 61, 30-31
13.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 62, 52
14.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 62, 65-67
15.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 62, 70-73
16.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 62, 75-63, 76
17.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 63, 88-89
18.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 63, 96-97
19.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 63, 99-101
20.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 64, 105-108
21.    Στ. Γουλούλης, Το Συναξάρι, 41-42

 

Πηγή: Μια Άγνωστη Λαρισαία Αγία, Περιοδικό «Το Τάλαντο», Έκδοση Γραφείου Νεότηας Ιεράς, Τεύχος 75ο, Έτος 13ο, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2009.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Μέλισσα που τρυγούσε νέκταρ αγιότητος

sotiria nousiΓράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας στην Romfea.gr
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας


Ἀσκήτρια στὸν κόσμο Σωτηρία Νούση
(5-5-22)

Ἡ μέλισσα μὲ ἀνύστακτη ἐπιμέλεια καὶ φιλοπονία ὅλη της τὴν ζωὴ ἐργάζεται τρυγώντας τὸ νέκταρ ἀπὸ τὰ ποικιλώνυμα ἄνθη καὶ τὸ μεταποιεῖ σὲ γλυκύτατο μέλι.

Αὐτὸ τὸ ἀποθέτει στὶς κηρήθρες , τὶς ὁποῖες μὲ σοφία φιλοτεχνεῖ, χωρίς νὰ βλάπτει κανέναν καὶ χωρίς νὰ καταστρέφει ξένο καρπὸ ἢ ἐργασία ἄλλων.

Μάλιστα στὴν ἐργασία της αὐτὴν δὲν ἐπιδεικνύεται, ἀφοῦ ἐργάζεται ἀφανῶς καὶ χαίρεται μὲ αὐτὸ ποὺ παράγει χωρὶς νὰ περιμένει ἀντιμίσθιο, ἔπαινο ἢ δῶρα.

Μέλισσα ἔμψυχη ὑπῆρξε καὶ ἡ σήμερον μεταστᾶσα «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰωάν. Ε΄ 24), φίλη τῶν Ἁγίων καὶ τῆς ἁγιότητος, «ἀσκήτρια ἐν τῷ κόσμῳ», Σωτηρία Νούση.

Ἀπὸ τὰ νεανικά της χρόνια αὐτὴ πετοῦσε στὸν ἀνθώνα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ τὰ πιὸ μυρωδάτα ἄνθη της, γιὰ τὰ τρέξει κοντά τους νὰ τρυγήσει τὸ νέκταρ τῆς σοφίας τους καὶ τῆς καθαρῆς βιοτῆς τους.

Τρυγοῦσε καὶ τὸ ἀπέθετε στὴν ἁγνὴ καρδιά της, γιὰ νὰ τρέφεται καὶ νὰ εὐφραίνεται ἡ ἴδια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν μελιστάλακτο λόγο της καὶ τὴν θεοκίνητη γραφίδα της νὰ τὸ ἀποθέτει καὶ στὶς καρδιὲς τῶν φιλαγίων τῶν συναναστροφῶν της καὶ τῶν ἀναγνωστῶν τῶν βιβλίων της.

Ἀπὸ τὸ ἄνθος τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου τῆς Αἰγίνης τρύγησε ὅλην τὴν ἀσκητική του ζωὴ καὶ ἐμπειρία καὶ μᾶς ἔδωσε μὲ γλαφυρὸ καὶ ἀπροσποίητο τρόπο νὰ γνωρίσουμε τὰ ἀσκητικά του κατορθώματα, τὴν διδασκαλία του καὶ τὰ θαυμάσιά του. Χειμώνα- καλοκαίρι τὸν ἐπισκεπτόταν στὴν Αἴγινα.

Αὐτὸς τὴν ἀποκαλοῦσε «κόρη», τὴν νουθετοῦσε καὶ τῆς ἀπεκάλυπτε τὰ μυστικὰ τοῦ οὐρανοῦ ὡς οὐράνιος μυστολέκτης.

Τὸ βιβλίο της γιὰ τὸν μεγάλο αὐτὸ σύγχρονο Ἅγιο ἀσκητὴ διαβάσθηκε πολὺ καὶ ὠφέλησε καὶ ὠφελεῖ ψυχὲς ποὺ ζητοῦν τὴν ἀνάβαση τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν.

Ἀπὸ τὸ ἄνθος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δομβοΐτου, στὸν βίο τοῦ ὁποίου ἐπισταμένως ἐνδιέτριψε, τρύγησε τὴν ὠφέλεια τῶν συναναστροφῶν της καὶ τὴν οἰκονομία τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ μὴν τὸν σπαταλοῦμε ἄσκοπα τὸν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ἀφοῦ κατὰ τὸ ποίημά του «θὰ διέλθουμε ἅπαξ μόνον, φεῦ, τοῦ βίου τὴν ὁδόν».

Εἶχε φάκελλο ὁλόκληρο μὲ θαυμαστὰ τοῦ βίου του καὶ ἀλληλογραφία του, τὴν ὁποῖο μελετοῦσε καὶ θαύμαζε τὴν ἀκρίβεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀφανοῦς αὐτοῦ λογίου ἀσκητοῦ.

Ἀπὸ τὸ ἄνθος τοῦ Ὁσίου Πορφυρίου, τοῦ νέου φωστῆρος τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ὁποῖο ἔζησε τόσο στὰ Καλλίσια, ὅσο καὶ στὸ Μήλεσι, τρύγησε τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ποὺ οἰκοῦσε μέσα του μαζὶ μὲ τὴν κενωτικὴ ἀγάπη του στὴν διακονία τοῦ πλησίον.

Μαζί του ἔζησε θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις, γι’ αὐτὸ μὲ ἐνθουσιασμὸ μὲ παρώτρυνε στὴν σύνθεση τῆς ἁκολουθίας του, γνωρίζοντας καὶ τὶς προσωπικές μου ἀπὸ τὸν ὅσιο πατέρα ἐμπειρίες.

Ἡ πορευόμενη σήμερον τὴν μακαρία ὁδὸ ἀδελφὴ Σωτηρία τρύγησε νέκταρ καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἐν ζωῇ πατέρες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχούς, μοναχὲς καὶ λαϊκοὺς πνευματοφόρους, ὅπως τὸν Μητροπολίτη Λαοδικείας κ. Θεοδώρητο, ποὺ ἐπάξια ἐγκωμίασε στὸν ἐπικήδειο λόγο της γιὰ ἑξήντα χρόνια γνώριμό του ἀγωνίστρια τοῦ πνεύματος, τὸν Γέροντα Τίτο, κτίτορα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Μέγαρα, καὶ τὸν ἑπόμενο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ Κόντογλου, μοναδικὸ λογοτέχνη καὶ ποιητή, Καθηγητὴ Π. Β. Πάσχο.

Τοὺς Κυπρίους ἀδελφοὺς ὑπέρμετρα ἀγαποῦσε καὶ ὅλους τοὺς ποθοῦντας τὴν ἱερωσύνη ἢ ἔχοντας ἱερωθεῖ ἀποκαλοῦσε «Ἀββάδες» προσδίδοντάς τους τὴν τιμὴ τῶν ὁσίων πατέρων τῆς ἐρήμου.

Ἀπὸ αὐτοὺς ἀξιώθηκε νὰ δεῖ καὶ ἀρχιερεῖς, ὅπως τὸν συμφοιτητή της Μητροπολίτη Κύκκου κ. κ. Νικηφόρο καὶ τὸ πνευματικό του παιδί, τὸν Μητροπολίτη Ταμασοῦ Ἡσαΐα.

Ἀνύστακτα μεριμνοῦσε γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν φοιτητῶν τῶν θεολογικῶν σχολῶν καὶ ἐνστάλλαζε στὶς καρδιές τους τὸ νέκταρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τῆς φιλτάτης μας Ὀρθοδοξίας.

Ὑπῆρξε ξενοδόχος, πτωχοκόμος, ἱεραπόστολος, καὶ καλολόγος, ἀφοῦ «λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματός της οὐκ ἐξεπορέυετο» (Ἐφεσ. Δ΄ 29).

Ἐργαζομένη ἀφανῶς, δὲν γνωρίζω νὰ ἔβλαψε κανέναν, τοὐταντίον γνωρίζω καὶ τὸ καταθέτω, ὅτι ὠφέλησε ψυχὲς μὲ λόγια καὶ πράξεις.

«Ὅλα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ» ὑπῆρξε τὸ μήνυμά της καὶ ὁ ἐμπλουτισμὸς τῆς κυψέλης τῆς Ἐκκλησίας μὲ μέλι γλυκύτατο ἁγιότητος ὁ διαρκὴς καὶ ἐπίμοχθος ἀγώνας της.

Αὐτὸς ποὺ σήμερα περατώθηκε μὲ τὴν μετάστασή της ἐκ τῶν προσκαίρων ἐπὶ τὰ αἰώνια, ἐκ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ οὐράνια, ἐκ τῶν λυπηροτέρων πρὸς τὰ θυμηδέστερα.

ΠΗΓΗ.ΡΟΜΦΕΑ

Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Αννούλα μου, πώς περνάς; – «Ανεκδιήγητα!»"

 


Γύρω στο 1940-45, στην Ύδρα, πέθανε μια νέα γυναίκα και άφησε πίσω της μικρά παιδάκια. Στις σαράντα μέρες, ο πατέρας πήρε τα παιδάκια και πήγε σε ένα μοναστήρι, για να κάνουν το μνημόσυνο της μάνας...
Σχετική εικόνα

Αφού τελείωσε ή λειτουργία και το μνημόσυνο, ό δύστυχος πατέρας, μάζεψε τα παιδιά του να επιστρέψει στο άδειο, από μάννα, σπίτι.

Ένα από τα παιδιά, ένα κοριτσάκι δέκα ετών περίπου, στάθηκε μπροστά στήν εικόνα της Παναγίας και κλαίγοντας της έλεγε:

«Παναγίτσα μου, εγώ τώρα δεν έχω μανούλα, μα χρειάζομαι μια μάννα. Θά μείνω έδώ κοντά Σου, να σ’ έχω αντί γιά τη μαμά μου, κοντά Σου δεν θά νοιώθω ορφανό, θά κάνω προσευχή και γιά τήν μανούλα μου, να τήν έχεις μαζί Σου να μην στενοχωριέται».

Μιλούσε ή παιδική ψυχή στήν Παναγία και τα μάτια της έτρεχαν. Εκεί τήν βρίσκει ό πατέρας και της λέει, ότι πρέπει να φύγουν. Ή μικρή τού άπαντά, ότι θέλει να μείνει στο μοναστήρι, στήν Παναγία, να ζήση όπως και οι άλλες μοναχές, δεν θέλει να επιστρέψει σπίτι. Ό πατέρας προσπαθεί να τήν πείσει, μα ή μικρή επιμένει, τον παρ καλεί κλαίγοντας, να τήν αφήσει έδώ, στήν Μάννα Παναγιά.

Ή Γερόντισσα, πού ακόμα είναι στο ναό και βλέπει τη μικρή να κλαίει, τούς πλησιάζει, να μάθη τί συμβαίνει. Ό πατέρας της λέει τήν επιθυμία της κόρης του και ή μικρή τήν κοιτάζει ικετευτικά, παρ καλώντας με τα μάτια μόνο, να γίνη δεκτό το αίτημά της.

Ή Γερόντισσα, γιά να μη στενοχωρήσει κι άλλο, τον ταλαιπωρημένο πατέρα, τού λέει: «Άς μείνει ένα διάστημα, το παιδί να ηρέμηση και μετά βλέπουμε. Έτσι έμεινε ή μικρή και ήταν ένα πολύ εργατικό, υπάκουο και φιλότιμο παιδί. Άν και μικρή στήν ηλικία, όχι μόνο δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα, αλλά ήταν ένα πολύ ξεκούραστο και ευχάριστο παιδί.

Έτρεχε να εξυπηρέτηση παντού, δίχως να έχει καμιά απαίτηση. Στις ακολουθίες και στήν προσευχή συμμετείχε με πολλή διάθεση. Μετά από ένα διάστημα αρρώστησε από φυματίωση, πού εκείνη τήν εποχή ήταν αθεράπευτη.

Αφού ήταν τόσο υπάκουη και αγαπούσε το μοναστήρι, αποφάσισαν και της έκαναν κουρά, της έδωσαν το μεγάλο και αγγελικό σχήμα και το μοναχικό όνομα «Άννα».Ήταν τότε δώδεκα ετών. Παρ’ όλη τήν ταλαιπωρία της ασθενείας πού είχε, αγωνιζόταν, να μην κουράζει καμιά μοναχή. Οι καιροί τότε ήταν δύσκολοι και οι στερήσεις των υλικών αγαθών μεγάλες.

Όταν αγόραζαν λίγο γάλα και της το έδιναν, έλεγε: «Αδελφές μου, εγώ έτσι κι αλλιώς θά πεθάνω, γιατί να το πιω εγώ, ας το πιει κάποια άλλη αδελφή, πού θά ζήση!».

Καμιά απαίτηση, κανένα παράπονο, τίποτε γιά τήν ίδια, όλα γιά τούς άλλους, μάλιστα σε τέτοια ηλικία!

Κάθε βράδυ πριν πέσει να κοιμηθεί, άν και είχε καταβληθεί από τήν ασθένεια, γονάτιζε και διάβαζε τον κανόνα τού φύλακα αγγέλου.

Στην ερώτηση των αδελφών, «τί κάνεις εκεί Αννούλα μου, γιατί δεν ξεκουράζεσαι;» απαντούσε:

«Αδελφές μου, διαβάζω τήν παράκληση τού αγγέλου μου, γιά να έρθει σε καλή ώρα, να μου πάρει τήν ψυχή!».

Μετά από λίγο καιρό, πέθανε. Ή Γερόντισσά της, τήν είδε να πετάη φορώντας ένα πανέμορφο ένδυμα και τήν ρώτησε:

– Αννούλα μου, πώς περνάς;

– «Ανεκδιήγητα!» άπαντά ή Αννούλα ένώ ταυτόχρονα, κουνούσε και το χεράκι της, εις ένδειξιν θαυμασμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ. ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ .ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΟΥ ΜΑΝΔΡΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ.