Άννα, η κατά σάρκα γενομένη προμήτωρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κατήγετο εκ της φυλής του Δαβίδ, θυγάτηρ Ματθάν του ιερέως και Μαρίας της γυναικός αυτού. Ο Ματθάν ιεράτευε κατά τους χρόνους Κλεοπάτρας και Σαπώρου βασιλέως Περσών, προ του Ηρώδου του υιού Αντιπάτρου, έχων τρεις θυγατέρας, Μαρίαν, Σοβήν και Άνναν, εκ των οποίων η μεν Μαρία υπανδρεύθη εις την Βηθλεέμ και εγέννησε Σαλώμην την μαίαν, η δε Σοβή υπανδρεύθη και αυτή εις την Βηθλεέμ και εγέννησε την Ελισάβετ, η δε Άννα υπανδρεύθη εις την Γαλιλαίαν και εγέννησε Μαρίαν την Θεοτόκον· ώστε η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η Θεοτόκος Μαρία είναι θυγατέρες μεν τριών αδελφών, πρώται δε εξαδέλφαι μεταξύ των. Η Αγία Άννα λοιπόν, αφού εγέννησε την Θεοτόκον Μαρίαν, ήτις υπήρξεν η σωτηρία όλου του κόσμου, και αφού απεγαλάκτισεν αυτήν, την αφιέρωσεν εις τον Ναόν του Θεού, ως καθαρόν και άμωμον δώρον, διανύσασα δε την ζωήν της με νηστείας, προσευχάς και ελεημοσύνας προς τους πτωχούς, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε. Τελείται δε η αυτής σύναξις και εορτή εις τόπον καλούμενον Δεύτερον.
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΝΑΝ
«Και απηγγέλη αυτώ λεγόντων· η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες» (Λουκά η: 20).
Έχεις αληθώς, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, και κατ’ εξαίρετον τρόπον και με προνόμιον δικαιότατον, της αθανασίας το πολυέραστον και τιμαλφέστατον θησαύρισμα· έχεις, λέγω, τοιαύτης αθανασίας προνόμιον, και ως κλήρον αναφαίρετον και δικαιότατον απέλαβες εκείνο όπου επεθύμησαν πολλοί, και βασιλείς και σοφοί· αλλά καθώς και ο τρόπος με τον οποίον εζήτησαν τοιαύτης αθανασίας όνομα ήτο καταγέλαστος, τοιουτοτρόπως και αυτοί έμειναν εις όλον το ύστερον παίγνιον εις τους μεταγενεστέρους και γέλως. Και τι άλλο άξιον γέλωτος ωσάν να επιθυμήση τις τοιούτον υπερφυσικόν πράγμα και θείον, το της αθανασίας, με την γλώσσαν ενός πτηνού πολλά αδυνάτου; Καθώς ακούομεν πως έκαμε κάποιος βασιλεύς της Αιγύπτου, όστις δια να κηρυχθή αθάνατος θεός, δεν εύρεν άλλο μέσον, παρά να συνειθίση το όρνεον πρότερον εις το παλάτι τοιαύτην φωνήν, και ύστερον να το πέμψη κήρυκα της ιδικής του αθανασίας· ασθενέστατον το θεμέλιον, και ανεμώλιος η οικοδομή. Έπεσεν εις αυτόν τον έρωτα και ο Καίσαρ, και δια τούτο εσυνείθισε τον ψιττακόν να λέγη· «χαίρε, κλεινέ Καίσαρ», και μαζί με αυτόν και άλλοι πολλοί βασιλείς των Ρωμαίων, αλλά όλους έδειξε το τέλος μικρούς και ανοήτους. Εχώρησεν εις την καρδίαν αυτό το αχώρητον τη κτιστή φύσει της θεότητος όνομα ακόμη και εις τους δοκούντας σοφούς του αιώνος τούτου. Τοιούτος εφάνη ο Εμπεδοκλής, όστις πίπτει μέσα εις τας φλόγας του πυρός, ενταφιάζει εκεί μέσα την ζωήν του, δια να αποκτήση αυτό το πολυέραστον όνομα της θεότητος και αθανασίας. Ταύτης εραστής έγινε και ο μέγας αυτοκράτωρ της γης, εκείνος ο Αλέξανδρος, αλλ’ εφάνη καταγέλαστος· επειδή εις τον ίδιον καιρόν καθ’ ον εδημοσίευεν ότι είναι υιός του Άμμωνος, εκήρυξε τον εαυτόν του νόθον και την μητέρα του μοιχαλίδα. Τοιαύτα τα αποτελέσματα της γηϊνης επιθυμίας, τοιούτος ο κλήρος της σαρκικής ορέξεως· γέλως και εμπαιγμός, όνειδος και αισχύνη. Αλλά σεις, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, το ζεύγος το άγιον, δικαιοσύνη λάμποντες και αρετή διαπρέποντες, ελπίδι τη θεία στοιχούντες κατά τα έργα, και την καλήν κληρονομίαν απελαύσατε· θεμέλιον αρραγέστατον τον θείον έρωτα εβάλετε, και την φύλαξιν των νομικών παραγγελμάτων ως ουδείς άλλος είχετε· δια τούτο, κατά τας αρχάς, και το τέλος ελάβετε· άγιον το θεμέλιον, αγία και η οικοδομή· αληθιναί αι αρχαί, και το συμπέρασμα αναμφίβολον· ο σκοπός θείος, και το αποβησόμενον θειότερον· η πραγματεία αγία, και το κέρδος πανάγιον. Όθεν έχεις δίκαιον κλήρον, ω συζυγία τρισόλβιε, το να λέγεσαι Θεοπάτωρ, κλήρον αθανασίας και της κατά χάριν υιοθεσίας, όπερ εφαντάσθησαν βασιλείς και σοφοί, αλλ’ ουδέ της σκιάς αυτού ηξιώθησαν. Αλλά συ, ω μακαρία δυάς, μολονότι και κατά τον νόμον της φύσεως ως άνθρωπος και απέθανες, και δίδει το αίτιον η σοφία του Σειράχ (Κεφ. λ΄)· «ετελεύτησεν αυτού ο πατήρ, και ως ουκ απέθανεν· όμοιον γαρ αυτώ κατέλιπε μετ’ αυτόν». Ετάφης και συ μακαρία δυάς, αλλά μας άφησες στήλην έμψυχον της σης αρετής και ασυγκρίτου αγιότητος την μακαρίαν Παρθένον, τον έμψυχον των χαρισμάτων ωκεανόν, τον λογικόν πολύφωτον ουρανόν και πάσης αθανασίας πηγήν, της ευσπλαγχνίας το άπειρον πέλαγος, την πάγχρυσον στάμνον του ουρανίου μάννα, την ακοίμητον και πολύφωτον λυχνίαν των μετανοούντων, την ακαταίσχυντον ελπίδα των απηλπισμένων, το πανάγιον όρος, εν ω ηυδόκησε κατοικείν ο Θεός· τοιούτον υπόδειγμα της σης αρετής και τελειότητος μας άφησες, ω μακαρία, και της σης αγιότητος. Και τις να μη ομολογήση, ότι συ μόνη έχεις της αθανασίας το προνόμιον; Συ μόνη λάμπεις ως άλλος ήλιος εν μέσω του νοητού στερεώματος, εν μέσω, λέγω, του χορού των άλλων Αγίων, όσοι ηξιώθησαν να ακούσωσιν, «εγώ είπα θεοί εστέ, και υιοί υψίστου πάντες»; Και ας προσέχη καλώς, όστις θέλει να το καταλάβη. Είναι πράγμα ομολογούμενον και γνωστόν τοις πάσιν, ότι πολλοί ακούσαντες τα τρόπαια και τας νίκας του μεγάλου βασιλέως Αλεξάνδρου, επεθύμησαν να ίδωσι τους θησαυρούς του, εκείνα τα ιδικά του θησαυροφυλάκια, και αυτός ο καλός βασιλεύς χωρίς αργοπορίαν δεικνύει τους φίλους του. Και ταύτην την υπόθεσιν, ανθρωποπρεπως ομιλούντες, ανίσως και ήθελε μας αξιώσει το θείον έλεος, να έχωμεν τόσην παρρησίαν και θάρρος προς τον Θεόν, ώστε να είπωμεν, ω Θεέ παντοδύναμε, το ακούομεν και το ομολογούμεν, ότι συ είσαι ο βασιλεύς των βασιλευόντων, συ η αυτοδέσποτος παντοκρατορία, συ ο μονάρχης ουρανού και της γης, σε, του οποίου της βασιλείας ουκ έσται τέλος, παρακαλούμεν, ας έχωμεν τόσην χάριν από σε οι παραμικροί σου και ευτελείς δούλοι, ας μάθωμεν καν με τον λόγον τους θησαυρούς σου, δια να ευφραινώμεθα και να καυχώμεθα προς τους εχθρούς δια τα μεγάλα και ασύγκριτά σου θησαυροφυλάκια. Ηξεύρω πως θέλει αποστραφή το ζήτημά μας, ότι είναι ασυγκρίτως πλέον γαληνότατος και ευπρόσιτος βασιλεύς, υπέρ πάντα βασιλέα χειροτονητόν και φθαρτόν· ακόμη ηξεύρω πως χρυσός και άργυρος, λίθοι διαυγείς και πολύτιμοι έμπροσθεν εις εκείνον είναι ουδέν. Λοιπόν ως μεγαλοπρεπέστατος υπέρ πάντα βασιλέα, θησαυρός θέλει μας δείξει τους φίλους του· και τούτο επειδή και είναι αληθινόν και αναντίρρητον, ανά μέσον εις όλους, Αγγέλους, λέγω, και Αρχαγγέλους, Προφήτας και Πατριάρχας, Αποστόλους και Μάρτυρας, Οσίους και παρθένους, από όλους, λέγω, αυτούς τους πιστούς φίλους και εκλεκτούς του Θεού, ποίους νομίζετε πως θέλει μας δείξει, και έχει δια θησαυρόν; Βέβαια άλλους δεν θέλει μας δείξει, παρά τούτους τους εορταζομένους Ιωακείμ και την Άνναν· και εις τούτο μάρτυρες αξιόπιστοι είναι ο εκ Δαμασκού φωστήρ, και άλλοι πολλοί των Αγίων. Αλλά και από αξίωμα φιλοσοφικόν είναι βέβαιον, όπερ λέγει· «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον». Φέρε μου εδώ όλον τον ουρανόν, όλην την Εκκλησίαν των πρωτοτόκων και τους προ νόμου δικαίους, και μετά τον νόμον, όσοι της σκιάς και όσοι της χάριτος, όσοι της Παλαιάς Πατριάρχαι και όσοι της Νέας, όσοι έλαμψαν με προφητικόν χάρισμα και όσοι με αποστολικόν αξίωμα, όσους στολίζει στέφανος μαρτυρίου, και όσους παρθενίας διάδημα, όσους περικλείει η άνω Ιερουσαλήμ, ας έλθουσιν όλοι εδώ να τους ερωτήσω· ειπέτε μοι, ω μακάριοι, πόθεν υμείς εις τον ουρανόν; Τις ήνοιξεν υμίν την θύραν του ουρανού, ην έκλεισεν ο προπάτωρ Αδάμ; Ποίος συνέτριψε τας πύλας του Άδου; Τις έλυσε την παλαιάν καταδίκην την καθ’ ημών; Ποίος γίγας, ποίος μεγαλόψυχος κατέβη εις τα καταχθόνια της γης, και έκαμε τόσην ανδραγαθίαν μεγάλην, ώστε συνέτριψεν εκείνα τα πολυχρόνια δεσμά, και εν ριπή οφθαλμού ηρήμωσεν εκείνα τα βασίλεια, ήρπασε τόσας μυριάδας και ανεβίβασεν εις τον ουρανόν; Ηξεύρω ότι με ένα στόμα θέλουσι μας αποκριθή, ότι από κτίσεως κόσμου παρήλθον τόσαι χιλιάδες χρόνοι, και φως ελεημοσύνης ποτέ δεν ανέτειλε μέσα εις εκείνο το σκότος της θεοπατρικής κληρονομίας, και μετά ταύτα εις τους υστερινούς χρόνους γεννάται ένα χαριτωμένον ανδρόγυνον από το βασιλικόν και άγιον αίμα του Δαυϊδ, και από αυτούς γεννάται καρπός άγιος, από γην αγίαν, μία χαριτωμένη Παρθένος· εκείνης ο Υιός εστάθη εις ημάς της ελευθερίας το αίτιον, απ’ εκεί γνωρίζομεν το παν και της δόξης και της τιμής ταύτης, την οποίαν απολαμβάνομεν. Βλέπεις πως είναι αληθινόν, ότι «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον»; Βλέπεις, ότι από το γένος Ιωακείμ και της Άννης προήλθε τούτο το χάρισμα, το να είναι εις τον ουρανόν τόσοι Άγιοι, τόσοι φίλοι Θεού, τόσοι θεοί κατά χάριν; Ακολουθεί λοιπόν ο Ιωακείμ και η Άννα να έχωσι τα πρωτεία ανά μέσον εις τους τόσους αυτούς, να έχωσι το προνόμιον της αθανασίας κατ’ εξαίρετον τρόπον εν μέσω των άλλων. Αλλά τι θέλω εγώ από των φιλοσόφων τα αξιώματα; «Έλαιον αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου». Ας έλθη το φως της αληθείας, ας έλθη η θεόπνευστος φιλοσοφία, ας έλθη το Ευαγγέλιον, και ας το ειπή, ανίσως ο Ιωακείμ και η Άννα δεν πρέπει να λέγωνται θησαυροφυλάκιον του Θεού, των πρωτοτόκων οι ακρέμονες, από τον καρπόν αυτού επιγνώσεσθε αυτούς. Επιθυμείς να ηξεύρης πόσον μεγάλοι Άγιοι είναι ο Ιωακείμ και η Άννα; Μάθε το από τον καρπόν των· αν το κάλλος των τέκνων, τα σπουδαία ήθη των παιδίων, η θεάρεστος και ανεπίληπτος ζωή των θυγατέρων είναι μάρτυρες αξιόπιστοι των γονέων, από την αγιότητα, από την τελειότητα της θυγατρός του Ιωακείμ και της Άννης, γνώρισε ποίος ήτο ο Ιωακείμ και η Άννα. Διηγείται Βαλέριος ο Μάξιμος δια μίαν Ρωμαίαν πλουσίαν, η οποία, όταν επήγε να χαιρετήση μίαν άλλην ευγενή, Κορνηλίαν λεγομένην, ήρχισε να μεγαλορρημονή εις τους πολλούς και διαφόρους θησαυρούς όπου είχε και εκείνη μετά σιωπής ήκουεν, έως ότου ήλθεν η θυγάτηρ της από το σχολείον, η οποία με σεμνοπρέπειαν ευγενικήν και με εν παρθενικόν χαιρέτισμα, ευθύς ως εισήλθε μέσα, επαράστησε τίνος θυγατέρα είναι, και με ποία ευγενικά μαθήματα είναι ποτισμένη· τότε λέγει και η Κορνηλία· ιδού και τα ιδικά μου πλούτη, ούτοι είναι οι ιδικοί μου θησαυροί. Απ’ εδώ γίνεται φανερόν, ότι ανίσως οι ταπεινοί άνθρωποι έχωσι την καλήν παίδευσιν και σωφροσύνην των θυγατέρων των εις τόπον θησαυρού και πλούτου, ποίον καύχημα, ποία δόξα θέλει είσθαι εις τον Ιωακείμ και την Άνναν η ασύγκριτος αγιότης της θυγατρός αυτών; Αντί ποίων θησαυρών του Κροίσου, αντί ποίων ποταμών χρυσορρόων της Λυδίας θέλει είσθαι εις αυτούς το έμψυχον θησαυροφυλάκιον των αρετών, η θυγάτηρ; Ή τίνος άλλου γέννημα είναι εκείνη, την οποίαν είπε κεχαριτωμένην ο Άγγελος; Τίνος άλλου βλαστός εκείνη, ην ωνόμασε μαργαρίτην πολύτιμον του ουρανίοτ βασιλέως ο Μεθόδιος; Τίνος άλλου σπέρμα εκείνη, την οποίαν ωνόμασε καλλονήν πάσης ωραιότητος ο Νεοκαισαρείας Γρηγόριος; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ, εκείνη την οποίαν είπεν ο Γερμανός διαυγέστατον στέφανον του ουρανού; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ, το θησαυροφυλάκιον των αρετών, ως ωνόμασεν αυτήν ο Δαμασκηνός; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ το μέγα θαύμα και ανήκουστον τέρας της παρθενίας, όπερ ωνόμασεν ο Χρυσόστομος; Με αυτών το γάλα δεν ετράφη το παναγιώτατον θέαμα, που είπεν ο Ιγνάτιος ο Μάρτυς; Των σπλάγχνων αυτών μέρος δεν είναι εκείνη η Παρθένος, την οποίαν Μυστήριον του ουρανού και της γης είπεν ο Επιφάνιος; Από τα αίματα αυτών δεν είναι ζυμωμένον εκείνο το θυγάτριον, το οποίον διδασκαλείον των ηθών και εξαίσιον άκουσμα ουρανού και της γης είπεν ο Εφραίμ; Λοιπόν επειδή ο Ιωακείμ και Άννα τοιαύτης θυγατρός εχρημάτισαν γεννήτορες, πως είναι τρόπος να μη τους κηρύττωμεν ενδοξοτέρους και αγιωτέρους πάντων των εν ουρανώ; Λέγουσι πολλοί των Θεολόγων, ότι ο Ιωσήφ ο μνήστωρ της Παρθένου, μολον΄τι ήτο και πρότερον δίκαιος και Άγιος, πλην το ύψος της αγιότητος όπου έφθασε μετά ταύτα, δεν το εγνώρισεν από άλλο αίτιον, παρά από την συναναστροφήν της Αειπαρθένου Μαρίας· γνώμη αύτη αληθινή των Θεολόγων, αλλά και η καθημερινή πείρα το βεβαιώνει. Διότι αν ημείς, σοφοίς ομιλούντες, απολαμβάνωμεν μέρος της σοφίας εκείνων, αν και δεν είναι και το όλον, σπουδαίοις και εναρέτοις ανδράσι συνδιατρίβοντες, αποκτώμεν μέρος της αρετής εκείνων, πόσω μάλλον εκείνος ο Δίκαιος, έχων έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του τόσους πολλούς χρόνους το έμψυχον δοχείον πάσης αγιωσύνης και τελειότητος, δεν θα έλαβε και βοήθειαν και διδασκαλίαν ζωντανήν, δια να φθάση εις βαθμόν της αγιωσύνης και τελειότητος; Και τούτο επειδή και είναι αναμφίβολον, τις δύναται να παραστήση με λόγον, καθώς πρέπει, πόσην τελειότητα, πόσον αγιασμόν, πόσην χάριν, πόσην δόξαν, πόσην μεγαλειότητα, πόσην παρρησίαν, πόσην οικειότητα προς Θεόν επροξένησεν εις τον Ιωακείμ και εις την Άνναν το Θεοδόχον σκήνος ευρισκόμενον τόσους μήνας μέσα εις την κοιλίαν της Αγίας Άννης. Συνάγεται από το Ευαγγέλιον, ότι η Παναγία θυγάτηρ το Ιωακείμ και της Άννης, όταν ήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου και ησπάσατο την Ελισάβετ, παρευθύς επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ, και όχι μόνον αυτή, αλλά και το βρέφος ο Ιωάννης, το εν τη κοιλία της Ελισάβετ. Όθεν και εσκίρτησε, δείξαν σημείον, ότι και αυτό από τον ασπασμόν της Μαρίας ηγιάσθη, καθώς είναι αληθές· όθεν πόσου αγιασμού, πόσης χάριτος αιτίαν πρέπει να υπολαμβάνωμεν την Θεόνυμφον Νύμφην, ότι θα επροξένησεν εις την Μητέρα αυτής και τον Πατέρα. Τα πλούτη του υιού κοινά θέλουσιν οι νόμοι να είναι και τη μητρί· επειδή λοιπόν του παντοδυνάμου μήτηρ εχρημάτισεν η Παρθένος, παντοδύναμος είναι και αυτή· και τούτο το χάρισμα ανίσως και το έδειξεν εις άλλους πολλούς, καθώς την κηρύττουσι τα πολλά και αναρίθμητα θαύματα της παντοδυναμίας της, πόσω μάλλον είναι βέβαιον να το μετεχειρίσθη εις τον Ιωακείμ και εις την Άνναν, τους γεννήτορας αυτής; Και λοιπόν απ’ εδώ επιχειρώ, αν καθ’ υπόθεσιν η Αγία Άννα και ο σύζυγος αυτής θείος Ιωακείμ δεν είχον αφ’ εαυτού των τόσην δύναμιν, δια να φθάσωσιν εις το αξίωμα όπου υπεθέσαμεν, από την παντοδυναμίαν της θυγατρός εξάπαντος ήθελον έχει αυτό το προνόμιον· ή πως είναι δυνατόν η θυγάτηρ αυτών να είναι υπερτέρα πάσης κτίσεως, και οι γονείς κατώτεροι από άλλους Αγίους; Ποίος ήθελεν αποτολμήσει να ειπή ότι η Παρθένος, αν και υπερτελειοτάτη εις τα άλλα της προτερήματα, πλην εις την αγάπην όπου χρεωστούσι τα τέκνα προς τους γονείς δεν ήτο τόσον τελεία; Και πως είναι δυνατόν να φαντασθή τις τούτο; Ότι ο Ιωσήφ βασιλεύς εις την Αίγυπτον, πλην ηξεύρων, ότι ο πατήρ αυτού Ιακώβ και οι αδελφοί αυτού, δυστυχείς και υστερημένοι των αναγκαίων, κάθηνται εις την γην Χαναάν, δεν υπέφερεν εκείνος να είναι ένδοξος και ο πατήρ καταφρονημένος, αλλ’ έστειλε με πολλήν επιμέλειαν και έφερε τον πατέρα και τους οικογενείς εις την Αίγυπτον, δια να απολαύση ο Ιακώβ της δόξης και του πλούτου του υιού του Ιωσήφ· είναι, λέγω, τούτο δυνατόν να φανή η αγάπη της Παρθένου προς τους προγόνους κατωτέρα από εκείνην όπου έδειξεν ο Ιωσήφ προς τον Ιακώβ; Αδύνατον τούτο, όχι να το πιστεύση τις, αλλ’ ουδέ να το φαντασθή. Ο Δαυϊδ επαινετός και εις τα άλλα του προτερήματα, και μάλιστα δια την αγάπην και επίσκεψιν όπου έδειξεν εις τους γονείς του· όθεν φεύγων την κακίαν του Σαούλ, δεν εφρόντισε τόσον δια την ιδικήν του σωτηρίαν και πώς να αποφύγη τόσα όπλα, όσα εσήκωσεν εναντίον του ο αχάριστος Σαούλ, όσον επεμελήθη την σωτηρίαν του πατρός· και δια τούτο πρώτον αυτόν ως μίαν μεγάλην παρακαταθήκην άφησεν εις τον βασιλέα των Μωαβιτών, και μετά ταύτα επεριπάτει αυτός εις ερήμους και ξένους τόπους, έως ου να ίδη που θέλει σταθή η λύσσα του Σαούλ· τούτο το επαινετόν έργον έκαμεν ο Δαυϊδ, και η απόγονος του Δαυϊδ, η Θεόπαις Μαρία, είναι δυνατόν να μη έδειξε τόσην επίσκεψιν και αγάπην εις τους γονείς, όσην ο προπάτωρ αυτής προφητάναξ Δαυϊδ; Καταβαίνει εις τους οφθαλμούς του γέροντος Τωβίτ ένα σύννεφον μέσα από την κεφαλήν, και του σκεπάζει τους οφθαλμούς και παντάπασι κλέπτει το γλυκύτατον φως αυτών· περιέρχεται ο υιός του, ο νέος Τωβίας, ζητών ιατρικόν των οφθαλμών του πατρός, και δεικνύει τόσην επιμέλειαν, τόσην φροντίδα δια την θεραπείαν του πατρός, ώστε και εις τον καιρόν όπου επεριπάτει δια να εύρη νύμφην από το γένος του, τους πόνους του πατρός δεν ελησμόνησε. Πράγμα δυσκολοπίστευτον εις τους τωρινούς νέους, και ας μοι το είπη όποιος θέλει, ποίος γαμβρός πηγαίνει εις τον οίκον της νύμφης δια να υπανδρευθή, και λησμονεί και την χαράν του γάμου, και την αγάπην της νύμφης, και ενθυμείται μόνον πώς να εύρη ιατρικόν δια την ασθένειαν του πατρός; Τοιαύτην αγάπην εις τον πατέρα άλλος δεν την έδειξε, καθώς υπολαμβάνω, παρά μόνος ο νέος Τωβίας. Αυτός είναι όπου επροτίμησε την αγάπην του πατρός από της νύμφης· δια τούτο και ο μισθαποδότης Θεός πέμπει Άγγελον, τον Ραφαήλ, σύντροφον εις την οδόν και βοηθόν του καλού υιού, και άλλα πολλά τέρατα και σημεία ηυδόκησε να γίνωσι δια μέσου εκείνου του καλού υιού. Τοιαύτην αγάπην έδειξεν ο υιός Τωβίας προς τον πατέρα, και δια τούτο μακαρίζεται από την θείαν Γραφήν. Και λοιπόν η Παρθένος, το δοχείον πάσης μακαριότητος, ήτο τρόπος να βλέπη τους γονείς αυτής εις έλλειψιν τελειότητος, και να μη προφθάση εις την ιδικήν της παντοδυναμίαν; Ήτο τρόπος να φανή η αγάπη της ολιγωτέρα από εκείνην όπου έδειξεν ο υιός Τωβίας προς τον πατέρα; Μη γένοιτο να το είπη τις. Εις όλον το ύστερον κατακυριεύεται η πολύδακρυς Τρωάς από τους Έλληνας, και εις ολίγην ώραν ανάπτει τόσον πυρ, διεγείρεται τόσος θρήνος και κλαυθμός, όπου επαρακίνησεν εις οίκτον και ευσπλαγχνίαν και αυτούς τους ιδίους νικητάς Έλληνας. Όθεν δια κήρυκος προστάζουσι να αρπάξη καθ’ ένας από τους αιχμαλωτισμένους εις τας χείρας ό,τι φανή πλέον τιμιώτερον και αρεστόν εις αυτόν· και ιδού, εξέρχεται από την πόλιν ο Αινείας, μολονότι είχε πολλά άξια τιμής εις τον οίκον του, πλην αφήνων εκείνα όλα, παίρνει των πατρώων θεών τα είδωλα και εξέρχεται. Βλέπουσιν οι Έλληνες τον Αινείαν, και επαινέσαντες την θεοσέβειαν αυτού, τω δίδουσιν άδειαν και δεύτερον να εισέλθη μέσα εις την πόλιν, και να πάρη εκείνο όπερ νομίζει τίμιον. Επιστρέφει εις τον οίκον, και δεν εκτιμά ούτε χρυσόν, ούτε άργυρον, κανένα άλλο αφ’ όσα είναι αγαπητά εις τους πολλούς, αλλά παίρνει εις τους ώμους τον πατέρα Αγχίσην, γηραλέον όντα και αδύνατον δια να ελευθερωθή από την πυρκαϊάν με την ιδικήν του δύναμιν· αυτόν βαστάζων ο Αινείας και εξερχόμενος έξω, έδωσε τόσον θαύμα και έκπληξιν εις τους Έλληνας, ώστε παρεκινήθησαν να τον αφήσωσιν ελεύθερον και εξουσιαστήν και δεσπότην εις όλα του τα υπάρχοντα. Τόσον θεοφιλές πράγμα και επαινετόν, ακόμη και έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς των ειδωλολατρών, η επίσκεψις και βοήθεια των γονέων. Και πως ήτο λοιπόν τρόπος να λείψη τοιούτον θεάρεστον έργον από την Πανάχραντον Δέσποιναν, η οποία όχι μόνον από την άλλην της τελειότητα εγνώριζε πόσην αγάπην και επίσκεψιν πρέπει να έχη εις τους μακαριωτάτους αυτής γονείς Ιωακείμ και Άνναν, αλλά και από το παράδειγμα το ιδικόν της, και από αυτήν την επίσκεψιν και φροντίδα όπου έδειξεν εις αυτήν ο μονογενής της Υιός, ο οποίος και κρεμάμενος επάνω εις τον Σταυρόν, ευρισκόμενος κατά το ανθρώπινον εις τον έσχατον και τελευταίον βαθμόν των πόνων του, δεν ελησμόνησε την Παναγίαν του Μητέρα, αλλ’ αφήνων όλα κατά μέρος, και τους πόνους της κεφαλής που του επροξένει ο ακάνθινος στέφανος, και την δριμυτάτην δίψαν, η οποία τον είχε κυριεύσει, και την πίκραν της χολής και του όξους, με τα οποία ήτο ποτισμένος, και τους εμπτυσμούς, και την εσχάτην αισχύνην, και το όνειδος να στέκεται καρφωμένος εις το ξύλον εν μέσω δύο ληστών ως ληστής, και γυμνόν το παρθενικόν και πανάγιόν του σώμα έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς τόσου πλήθους, όλα αυτά κατεφρόνησε, και μόνην την επίσκεψιν και φροντίδα της Μητρός είχεν, εις ποίον να την εμπιστευθή, ποίον φύλακα και επιστάτην εις την θέσιν αυτού να της δώση. Όθεν εν μέσω του τόσου πελάγους των πόνων και θλίψεων ευρισκόμενος, και εις την τελευταίαν ώραν της ζωής, όταν δεν ήλπιζέ τις να ακούση πλέον φωνήν από το πανάγιον εκείνο στόμα, ανοίγει τα φαρμακευμένα και κατάξηρα από την δίψαν χείλη, και λέγει· «Γύναι, ιδού ο υιός σου»· μη έχεις τόσην λύπην πως απομένεις μόνη και εστερημένη της ιδικής μου προστασίας· ιδού εις τον τόπον εμού άλλος επιστάτης ιδικός σου. Λοιπόν έμαθεν η Παρθένος, καθώς προείπα, και από ταύτην την επίσκεψιν την τελευταίαν του Υιού, πόσην αγάπην εχρεώστει αυτή εις τους γονείς. Και ταύτα λέγω, όχι ότι δεν είμαι βέβαιος, ότι ο θείος Ιωακείμ και Άννα δεν είχον αφ’ εαυτού των την τελειότητα του αγιασμού και της χάριτος, αλλά να δείξω καθ’ υπόθεσιν ότι, και αν ήσαν ελλειπείς, ανεπλήρωσεν η υπερτελειοτάτη Κόρη των προγόνων την έλλειψιν· μολονότι και τούτο παντάπασιν δεν είχα δίκαιον να το είπω, επειδή από τον καρπόν γνωρίζομεν το φυτόν, εκ της λαμπρότητος των τέκνων τους γονείς, από την καθαρότητα της βρύσεως το ύδωρ. Είδε ποτέ από κτίσεως κόσμου ο ήλιος άλλην αγιωτέραν και υπερτελειοτέραν νύμφην έξω από την θυγατέρα του Ιωακείμ και της Άννης; Λοιπόν τοιούτοι τέλειοι και αγιώτατοι ήσαν και οι γονείς, και άξιοι δια να είναι όχι μόνον κληρονόμοι της πολυεράστου μακαριότητος, αλλά και συγγενείς το κατά σάρκα και Προπάτορες του Υιού και Λόγου του Θεού, του ομοουσίου και συνανάρχου Πτρί και Αγίω Πνεύματι. Δεν ηξεύρω ποίος με κατηράσθη σήμερον, να χύνω τόσους ματαίους ιδρώτας, δια να παραστήσω με τόσα λόγια, ότι ο Ιωακείμ και η Άννα έχουσι τα πρωτεία ανάμεσα εις τους εκλεκτούς φίλους του Θεού, και ότι είναι μυστικόν θησαυροφυλάκιον της μακαρίας Τριάδος, η αιτία της ελευθερίας των Προπατόρων, η αφορμή δια να ερημωθή ο Άδης, δια να στολισθή ο ουρανός με τόσα τάγματα Αγίων και Δικαίων· προς τι τόσα λόγια; Τι συμφέρει τόσα επιχειρήματα; Το δι’ ολίγου γινόμενον, μάτην δια πολλού γίνεται· έφθανε να είπω ότι ο Ιωακείμ και η Άννα είναι οι Πρόγονοι του βασιλέως των βασιλευόντων Θεού, του δημιουργού και πλάστου ουρανού και γης· τόσον έφθανε να είπω, και όποιος έχει γνώσιν ας γνωρίση και την αγιότητα και το αξίωμα και την παρρησίαν όπου έχει εις τους ουρανούς αύτη η μακαρία δυάς. Και λοιπόν καιρός είναι τώρα να ερωτήσω εσέ τον ιδικόν μου καλόν ακροατήν, όταν ακούης την ασύγκριτον τιμήν και δόξαν ταύτην των εορταζομένων Αγίων, τάχα τι φαντάζεσαι, πως αυτό το προνόμιον το έχουν από την συγγένειαν του Θεού και όχι εξ έργων δικαιοσύνης; Μη γένοιτο να πέσης εις τοιαύτην βλάσφημον γνώμην· δεν είναι άδικος ο Θεός· «ουκ έστι προσωποληψία παρά τω Θεώ». Αλλ’ ευθύς και δίκαιος, και αποδίδει εκάστω κατά τα έργα αυτού. Δεν εδόξασε τους Προπάτορας ο Θεός δια την συγγένειαν, όχι, αλλά δια τα θεάρεστα αυτών έργα επροτιμήθησαν, από όλην την Οικουμένην, να είναι συγγενείς του Θεού· η αγιότης των έργων τους έδωσε την εκλογήν και την προτίμησιν, και όχι η εκλογή την αγιότητα: «ουδείς στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση»· το ουδείς, καθ’ όλου προσδιορισμός, και περιέχει πάντας, και ξένους και οικείους. Και θέλεις να γνωρίσης καθαρώτερον ταύτην την αλήθειαν; Άφησε την άλλην αγιότητα ταύτης της μακαρίας συζυγίας· έλα εις το όνειδος της στειρώσεως, στάσου εκεί έμπροσθεν εις την θύραν του Ναού όταν απεστράφησαν τα δώρα του Ιωακείμ και της Άννης, βλέπε εκεί την πραότητά των και την υπομονήν και την φύλαξιν του νόμου και την ευλάβειαν και τον φόβον προς τον Θεόν· από βασιλικόν αίμα ούτοι, και όχι από κανένα παραμικρόν, αλλ’ από του Δαυϊδ το προφητικόν και άγιον, και πλούσιοι και γνωστοί εις όλους. Και με όλον τούτο, ούτε ηγανάκτησαν, ούτε εθυμώθησαν εις τόσον όνειδος και καταφρόνησιν όπου τους έκαμαν εις την αποστροφήν των δώρων των, αλλά με ακροτάτην ταπείνωσιν, με ευλάβειαν, χωρίς απειλάς, όπως συνειθίζουσιν οι τωρινοί, ευθύς ως τους εγγίση ο νόμος της Εκκλησίας, χωρίς πάθη εκδικήσεως, εξερχόμενοι από τον Ναόν με δάκρυα πολλά, προστρέχουσιν εις το έλεος του Θεού, να τους δώση την λύσιν της στειρώσεως και του ονειδισμού, ζητούσι την βοήθειαν του Θεού, όχι καθήμενοι και οι δύο εις τον οίκον με τρυφάς και αναπαύσεις, αλλ’ ο Ιωακείμ τρέχει εις το όρος, και η μακαρία Άννα εις τον κήπον της, λαμβάνουσα σύντροφον και πρέσβυν δια να δυσωπήσωσι τον Θεόν, την ερημίαν, την μητέρα της κατανύξεως, τα δάκρυα, το βάλσαμον της ψυχής, την προσευχήν, την νηστείαν· με τοιούτους μεσίτας εζήτησαν την λύσιν της στειρώσεως, με τοιαύτα έγιναν προπάτορες του Υιού του Θεού. Που είσθε όσοι κατεξοδεύετε τα πλούτη εις ιατρούς δια να σας δώσωσι τέκνα; Που είσθε όσοι με φαγοπότια και τροφάς ζητείτε το έλεος του Θεού; Μάθετε από την σήμερον με ποία ιατρικά λύεται η στείρωσις· λάβετε παράδειγμα από τα δάκρυα και τας προσευχάς της Άννης, εις ποίους μεσίτας εισακούει ο Θεός. Και τάχα μόνον ταύτα τα καλά μαθήματα μας δίδει η σημερινή εορτή; όχι· αλλά και άλλα πολλά, τα οποία με στενοχωρεί ο καιρός να τα αφήσω. Και λοιπόν ζητήσατε να μάθετε από άλλους με ποία σπλάγχνα, με ποίαν αγίαν Πίστιν η μακαρία Άννα εχωρίσθη από την θυγατέρα της, ακόμη ούσαν τριών ετών, εχωρίσθη από εκείνην την οποίαν εζήτησε με πολλά δάκρυα και προσευχάς από τον Θεόν, επροτίμησε να φανή αληθινή προς τον Θεόν, να δώση εκείνο όπου του έταξε, παρά την διαδοχήν του γένους της· ας είμαι χωρίς κληρονόμον εγώ, ας απομείνωσι τα πλούτη και τα υπάρχοντά μου εις χείρας άλλων, μόνον ας γίνη εκείνο όπου έταξα εις τον Θεόν. Μάθετε από άλλους, με πόσα καλά ήθη επότισαν την θυγατέρα των, με πόσα άγια παραδείγματα της ιδικής των ζωής, η οποία ηξιώθη να γίνη Μήτηρ Θεού· μάθετε από την σήμερον πόσα ετάξαμεν ημείς εις τον Θεόν, και ουδέν δίδομεν, επειδή αποβλέπομεν περισσότερον εις το κέρδος το ιδικόν μας, παρά εις την τιμήν του Θεού· μάθετε τα αίτια της στειρώσεως των πολλών, πως είναι από την ιδικήν μας αχαριστίαν προς τον Θεόν· και ειπέτε μοι, όσαι στείραι και άτεκνοι, ανίσως και σας δώση ο Θεός τέκνα, με ποίον γάλα ευαγγελικής ζωής έχετε να τα θηλάσσετε; Με ποία μαθήματα χριστιανικά έχετε να τα αναθρέψετε; Έχετε πολλά και καλά· έχετε το γάλα της ανελεημοσύνης και ασπλαγχνίας. Έχετε το γάλα της υπερηφανείας και αλαζονείας· έχετε μαθήματα επαινετά και άξια δια να τα μάθετε· αν είναι θηλυκά, έχετε να τα συνειθίσετε εκ νεότητος με ποία ψιμμύθια να ασχημίζωσι το πρόσωπον, με ποία στολίδια να καταφρονώσι τον νόμον του Θεού· αν είναι αρσενικά, δια να μάθωσι το παράδειγμα της ιδικής σας ζωής, πώς να καταφρονώσι τον νόμον του Θεού· πώς να αρπάζωσι και να αδικώσι, δεν λέγω να πορνεύωσι, να μοιχεύωσιν, αποσιωπώ το να καταλαλώσι και να προδίδωσιν ο ένας τον άλλον, δεν λέγω ότι έχουσι να μάθωσιν από τους γονείς να καταπατώσι τας νηστείας, και μάλιστα Τετράδα και Παρασκευήν όπου είναι νόμος να φυλάττωνται αυταί αι δύο ημέραι, καθώς και της μεγάλης Τεσσαρακοστής· δια τοιαύτα πονηρά μαθήματα να δώση ο Θεός τέκνα δεν ήθελεν είναι άδικος; Ίσως θα έλεγέ τις· λοιπόν αυτοί όπου έχουσι τα τέκνα είναι άγιοι και δίκαιοι, και όσαι είναι στείραι και άκληροι, κακαί και ανευλαβείς; Όχι δεν το λέγω αυτό, ούτε αυτό αληθεύει· ούτε όσοι δεν έχουσιν είναι αμαρτωλοί, αλλά και οι μη έχοντες και οι έχοντες πρέπει πάντοτε να δοξάζωσι περισσότερον λέγοντες· δεδοξασμένον να είναι το όμομά σου, Κύριε, επειδή, ποίαν ευχαριστίαν, ποίαν αγάπην είδες από εμέ το αχάριστον πλάσμα σου δια να μου δώσης τέκνον; Ευχαριστώ σοι, διότι με ηλευθέρωσες και από ταύτην την κόλασιν, διότι αν είχα τέκνον να μάθη την ανευλάβειαν την ιδικήν μου, και την αφοβίαν όπου έχω εις τους νόμους σου, θέλει μοι γίνη βαρυτέρα η κόλασις· και οι έχοντες τα τέκνα, πρέπει περισσότερον να φοβώνται την δικαίαν κρίσιν του Θεού, επειδή «ω πολύ δοθήσεται, πολύ απαιτηθήσεται». Τους εχάρισεν ο Θεός πολλά, και εις ουδέν τον ηυχαρίστησαν, και τι θέλουσι γίνει, όταν έλθη εις κρίσιν να ζητήση λογαριασμόν και δια την ανατροφήν των τέκνων, με ποία καλά παραδείγματα της ζωής τα εσυνείθισαν εις την φύλαξιν των θείων νόμων, και εις όλας τας άλλας αρετάς, όσας έχουν χρέος ο πατήρ και η μήτηρ να διδάξουν τα τέκνα αυτών. Λοιπόν όλοι, και όσοι έχουσι τέκνα και όσοι δεν έχουσι, μετά φόβου και τρόμου ας δοξάζωμεν τον εύσπλαγχνον Πατέρα, και ας ζητήσωμεν μετά συντετριμμένης καρδίας, με δακρύων πολλών ποταμούς, την λύσιν της ψυχικής στειρώσεως και όχι του σώματος· αυτό ας ζητήσωμεν, να μας δώση ψυχικούς καρπούς και όχι σωματικούς, μήπως και έλθη το τέλος και μας εύρη ως την άκαρπον συκήν, μήπως και έλθη ο καλός γεωργός, όστις πολλά εκοπίασε και ίδρωσεν εις ταύτην την αχάριστον και άκαρπον ιδικήν μας ψυχήν, και ζητήση καρπούς μετανοίας, καρπούς ελεημοσύνης, καρπούς της κατά Θεόν αγάπης, και δεν εύρη αυτήν την καρποφορίαν, δια να μη ακούσωμεν και ημείς εκείνην την κατάραν της ακάρπου συκής, «μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα». Όχι, Χριστέ Βασιλεύ, μη εγκαταλίπης ημάς εις τοιαύτην καταδίκην, αλλά δος ευλογίαν καρποφορίας, λύσον την στείρωσιν της ψυχής, ελευθέρωσον ημάς από το όνειδος της ακαρπίας, αξίωσον ημάς καρπών μετανοίας τη πρεσβεία των δικαίων σου Προπατόρων Ιωακείμ και Άννης, και της Παναχράντου σου Μητρός και Δεσποίνης ημών, ίνα δοξάζηται το Πανάγιόν σου όνομα εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.