Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

ΑΓΙΑ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ – ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗ 16 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2022


Αγία Ιφιγένεια η Παρθενομάρτυς - Συναξαριστής Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

Η ένδοξος και καλλίνικος μάρτυς του Χριστού Ιφιγένεια, κατήγετο εκ Τοκάτη Πόντου Μικράς Ασίας, εγεννήθη τω σωτήριον έτος 53 μ.Χ. εκ γονέων ειδωλολατρών οίτινες εκ μέσω του Αποστόλου Πρωτοκλήτου Ανδρέα εγνώρισαν την εις Χριστόν τον Ναζωραίον αληθινή πίστην βαπτισθέντες υπ’ αυτού οικογενειακώς.

Επί του σκληρού διώκτου των Χριστιανών και ειδωλολάτρου βασιλέως Νέρωνος συλλαμβάνονται οι γονείς της Ιφιγένειας και κλείονται εις την φυλακήν.

Μετ’ ου πολύ, ο Διοικητής της περιοχής Τοκάτη Πόντου, αποστέλει στρατιώτας οίτινες συλλαμβάνουν την νεαρά και πανέμορφον κόρην και εράστριαν του Ναζωραίου Χριστού Ιφιγένεια και την οδηγούν ενώπιόν του δια να την ανακρίνει.

Η Ιφιγένεια παρ’ όλο το νεαρόν της ηλικίας της, μόλις 15 ετών, σθεναρώς ομολογεί ενώπιον του σκληρού ειδωλολάτρου και Διοικητού Μάρκου, την εις Χριστόν πίστη της και με μεγίστη δύναμην βροντοφωνεί ότι τυγχάνει φλογερή εράστρια του Νυμφίου Χριστού και ότι για το Άγιον όνομά Του είναι έτοιμη να δώσει ακόμη και αυτή την ζωήν της.

Οσάκις την προσεπάθησεν με λόγους κολακευτικούς και υποσχέσεις να μεταπείσει την Ιφιγένεια να αρνηθεί τον Χριστόν· ιδών δε το σθεναρόν του χαρακτήρος της, δίδει σκληράς εντολάς εις τους στρατιώτας του να βασανίσουν την πάγκαλον ταύτην κόρη.

Οι στρατιώται λαμβάνουν λεπτά σίδερα αιχμηρά και τα τοποθετούν εις τους όνυχας της μάρτυρος εκ των οποίων το αίμα έρρεεν ποταμηδόν· εν συνεχεία αφού την γύμνωσαν κατέκοψαν τους μαστούς και το σώμα της δια μαχαιρών και κατόπιν τέσσερις στρατιώτες την κρατούν από τους πόδας και τας χείρας και της εξαρθρώνουν τα μέλη της.

Η αγία από τους φρικτούς πόνους χάνει τας αισθήσεις της και λιποθυμά.

Ο Διοικητής λυπάται δι’ αυτό που έπραξε αλλά είναι υποχρεωμένος να την θανατώσει, εκτελώντας το βασιλικό διάταγμα.

Μετανοεί δι’ όσα έπραξε εις το μαρτυρικό σώμα της και το πλησιάζει με σεβασμό· ζητά να τον συγχωρήσει· η αγία ακούσασα τους λόγους του ανοίγει δι’ ολίγον τους οφθαλμούς της και μηδιά ψιθυρίζοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον δούλον Σου» και πάλιν μειδιάσασα προσθέτει: «Πιστεύω εις την εκ νεκρών ανάστασιν» και παραδίδει με τους λόγους αυτούς την αγίαν και πάγκαλον ψυχήν της εις χείρας του Νυμφίου Χριστού την 16η Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 68 μ.Χ. εις ηλικίαν 15 ετών.

Ο Διοικητής φέρνει εκ της εξορίας τους γονείς της εις τους οποίους ανακοινώνει τα όσα έλαβαν χώραν· και οι γονείς της με υπερηφάνεια και ενθουσιασμόν μανθάνουν τα της θυγατρός των και ευλογούν τον Θεόν.

Εν συνεχεία μεταβαίνουν εις τον τόπον όπου έκειτο η λάρνακα με το μυρωμένο και μαρτυρικό σώμα της και ησπάζοντο τούτο χαίροντες, αινούντες και ευλογούντες τον Σωτήρα Χριστόν.

Ο Διοικητής ζων τας αγίας και συγκινητικάς ταύτας στιγμάς με μία ισχυράν κραυγή ομολογεί την εις Χριστόν πίστην του και ομού μετά των γονέων της αγίας εργάζονται διά την εξάπλωσιν του χριστιανισμού εις τα μέρη του Πόντου.

Ούτος υπήρξε ο βίος της μάρτυρος Ιφιγένειας της Ποντίας, ης ταις πρεσβείες Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Έγραφον εν τω κελλίω μου την την 31ην Αυγούστου

του σωτηρίου έτους 1995, εορτήν της Τιμίας Ζώνης

της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος

Ηγούμενος της εν Άνδρω

Ι. Μονής του Αγίου Νικολάου εις τας Ώρας.

Πηγή: Διακόνημα

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

30 Οκτώβρη μνήμη Αγίας Αλυπίας του Κιέβου, της δια Χριστόν σαλής! Μια αγία ”χωρίς χαρτιά”…Δενδρίτισσα….



Στις 30 Οκτωβρίου – πριν από 34 χρόνια η μακαριστή μοναχή Αλυπία Goloseevskaya (Avdeeva) /1910 – 30/10/1988 εκοιμήθη εν Κυρίω. Η Αγία Αλυπία του Κιέβου, η δια Χριστόν σαλή! Μια αγία ”χωρίς χαρτιά”…Δενδρίτισσα.

Οι γονείς της μελλοντικής ασκτήτριας, ο Tikhon και η Vassa, ζούσαν στην επαρχία Penza στο χωριό Vysheley. Στο ιερό βάπτισμα, η κοπέλα έλαβε το όνομα Αγάθη – προς τιμήν της μάρτυρα Αγάθης του Παλέρμο, την οποία θεωρούσε μεσολαβήτρια και προστάτιδα της σε όλη της τη ζωή και έφερε πάντοτε και την εικόνα της αγίας στην πλάτη της.

Ο Tikhon Avdeev ήταν γνωστός στο χωριό ως μεγάλος νηστευτής. Τις μέρες της νηστείας δεν έτρωγε παρά ξερό ψωμί, το οποίο έπλενε με αφέψημα από άχυρο. Η ιδιοσυγκρασία του ήταν σκληρή, αλλά δίκαιη.

Η μητέρα της Αγάθης, αντίθετα, διακρινόταν από έναν υποχωρητικό και ήσυχο χαρακτήρα. Της άρεσε να μοιράζει ελεημοσύνη με τα χέρια της κόρης της. καλωσόρισε τους πάντες, συμπονούσε με όλους.

Το 1917, κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η μητερούλα έχασε τους γονείς της. Για κάποιο λόγο, πήγε σε μια γειτόνισσα, και όταν επέστρεψε, βρήκε τη μητέρα και τον πατέρα της αιμόφυρτους, νεκρούς. Πυροβολήθηκαν από τον στρατό.

Όλη τη νύχτα, το οκτάχρονο κορίτσι διάβαζε το ίδιο το Ψαλτήρι για τους νεκρούς … Οι στρατιώτες του Budyonny την πήραν μαζί τους, αλλά μετά για κάποιο λόγο την άφησαν να φύγει. Από εκείνη τη στιγμή η Αγάθη άρχισε να περιπλανιέται.

Περπατώντας η Αγάθη περιπλανήθηκε σε πολλά μοναστήρια που γλίτωσαν ως εκ θαύματος από την καταστροφή του εμφυλίου. Ζούσε με ελεημοσύνη και προσευχή. Πέρασε τη νύχτα σε εξωτερικούς χώρους. Έβλεπε τόσο συχνά την ανθρώπινη θλίψη που έγινε σιωπηλή και σκεφτική..

Στη φυλακή οι χειροπέδες γίναν φωτοστέφανο!

Κατά τη διάρκεια των μαζικών συλλήψεων πιστών, κατέληξε στη φυλακή, όπως αφηγείται η ίδια, «κάπου στην ακτή, κοντά στην Οδησσό». Συνέβη το 1930. Πέρασε δέκα χρόνια στη φυλακή.

Πρώτα, την πέταξαν σε ένα κελί με εγκληματίες. Τους φώναξε: «Μην πλησιάζετε!» και, σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά, άρχισε να προσεύχεται θερμά. Σαν να είχε υψωθεί ένας τοίχος ανάμεσα σε αυτήν και τους παρευρισκόμενους: κλέφτες, βιαστές, δολοφόνους – κανείς δεν κουνήθηκε.

Προσκολλημένος στο ματάκι της πόρτας, ο φύλακας του διαδρόμου έμεινε άναυδος, η εικόνα που αντίκρισε ήταν τόσο απροσδόκητη. Μια αδύνατη κοπέλα στεκόταν στη μέση του κελιού και προσευχόταν, και πάνω από το κεφάλι της έκαιγε ένα φωτοστέφανο, παρόμοιο με το φωτοστέφανο ενός αγίου. Και τότε άρχισαν οι εξαντλητικές ατελείωτες ανακρίσεις, έμπλεες από ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια από την πείνα. Οι κακουχίες τη σφράγισαν ανεξίτηλα, είχε στόμα χωρίς δόντια και λυγισμένη πλάτη, ήταν ραχητική.

Τότε η Αγάθη κατέληξε θανατοποινίτης. Από αυτό το πέτρινο μπουντρούμι έβγαζαν κάθε βράδυ πέντε ή έξι άτομα για να τους εκτελέσουν. Βασικά, αυτοί ήταν οι κληρικοί, των οποίων η μοίρα ήταν προφανώς δεδομένη.

Όταν έμειναν μόνο τρία άτομα στο κελί: η Αγάθη, ο παπάς και ο γιος του, ο μάρτυρας άκουσε τον πατέρα να λέει στο παιδί του: «Ας κάνουμε μόνοι μας μνημόσυνο, σήμερα θα μας πάρουν μέχρι τα χαράματα». Και μετά γύρισε στην Αγάθη: «Και σήμερα θα φύγεις ζωντανή από δω».

‘Καὶ ἐπεσον αἳ ἁλύσεις αὐτοῦ ἐκ τῶν χειρῶν.

Η Matushka έμεινε μόνη: η πόρτα στο κελί άνοιξε σιωπηλά, ο Απόστολος Πέτρος μπήκε και οδήγησε την Matushka έξω στη θάλασσα από την πίσω πόρτα ”Καὶ ἐπεσον αἳ ἁλύσεις αὐτοῦ ἐκ τῶν χειρῶν.” Περπάτησε χωρίς φαγητό και νερό για 11 ημέρες. Ανέβηκε σε απότομους γκρεμούς, τσακίστηκε, έπεσε, σηκώθηκε, σύρθηκε ξανά, σκίζοντας τους αγκώνες της μέχρι το κόκκαλο. Όμως ο Κύριος την κράτησε. Είχε βαθιές ουλές στα χέρια της, τις οποίες έδειξε.

Ίσως τότε η Matushka επισκέφτηκε τον Μέγα Ιεροσολυμίτη Γέροντα Ιερομόναχο Θεοδόσιο του Καυκάσου /+1948/, ο οποίος ζούσε κοντά στο Novorossiysk.

Η ίδια η μητέρα είπε για αυτό: «Ήμουν με τον Θεοδόσιο, είδα τον Θεοδόσιο, ξέρω τον Θεοδόσιο». Είναι δυνατόν ο γέροντας να ευλόγησε τη μητέρα για το μεγάλο κατόρθωμα της σαλότητας…

Η ηλικιωμένη γυναίκα θυμόταν συχνά τη θαυματουργή απελευθέρωσή της, τίμησε την ημέρα της μνήμης των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, προσευχήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, στεκόμενη στα γόνατά της μπροστά από την εικόνα του Πέτρου και του Παύλου στην εκκλησία Demievsky.

Δεν αποχωρίστηκε ποτέ τον Ψαλτήρι. Το ήξερε από στήθους. Το διάβαζε ακόμη και πίσω από συρματοπλέγματα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου κατέληξα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Ήταν κάπου στη Γερμανία, σε κάποιο εργοστάσιο…

Η μάνα το βράδυ διάβαζε το Ψαλτήρι για τις γυναίκες που είχαν παιδιά ή άρρωστους ηλικιωμένους που έμειναν στο σπίτι και τις έβγαζε πίσω από τα συρματοπλέγματα και πήγαιναν με ασφάλεια στο σπίτι.

Ακόμη και πριν από το τέλος του πολέμου, η ίδια η Matushka έφυγε, διέσχισε τη γραμμή του μετώπου και πήγε με τα πόδια στο Κίεβο … Κάποτε, αρκετοί άνδρες την πρόλαβαν στο δρόμο …

Άρχισε να προσεύχεται θερμά στη Μητέρα του Θεού να την προστατεύσει. Όχι πολύ μακριά είδε μια στοίβα άχυρα και έτρεξε προς αυτήν για να κρυφτεί από τους ληστές… Έτρεξε στη στοίβα,στη θημωνιά κρύφτηκε, και παρακάλεσε τη Μητέρα του Θεού με δάκρυα να μην την αφήσει.

μια θημωνιά το ταπεινό Θαβώρ της

Οι ληστές έτρεξαν γύρω από τα άχυρα, βλαστημώντας: «Μα πού πήγε, δεν έχει πού να κρυφτεί!» Στάθηκαν και έφυγαν, και η μητέρα κοίταξε τον εαυτό της και είδε ότι ήταν όλη της λαμπερή, όλα της τα ρούχα ήταν λευκά, τα χέρια της ήταν λευκά. Η Μητέρα του Θεού προστάτευσε, κρύφτηκε από τους ληστές, την έντυσε με ουράνιο φως, έτσι δεν την είδαν. Μια στοίβα από άχυρα το ταπεινό της Θαβώρ….

Και άρχισε επίσης να φοράει ένα σωρό κλειδιά γύρω από το λαιμό της: μεγάλα και μικρά, από ορείχαλκο και σίδηρο, με πράσινο μπρούτζο και κίτρινο χαλκό 

Κάθε ένα από αυτά συμβόλιζε αυτόν (το φυλακισμένο) για τον οποίο προσευχόταν και έσωσε. Μέχρι το τέλος της ζωής, ήταν ήδη ένα πολύ εντυπωσιακό «κολιέ», που τραβούσε το λαιμό με μια βαρύτητα και αφήνοντας μια ανεξίτηλη ουλή στο δέρμα.

Με την πρόνοια του Θεού για χάρη του Χριστού, η αγία δια Χριστόν Σαλή Αγάθη εισήχθη στη Λαύρα Κιέβου-Πετσέρσκ, όπου έζησε για 15 χρόνια..

Στη Λαύρα, έδωσε μοναστικούς όρκους με το όνομα Αλυπία – προς τιμή του μοναχού Αλυπίου, του αγιογράφου των Σπηλαίων. Τη δέηση τέλεσε ο πνευματικός της πατέρας Αρχιμανδρίτης Κρονίδης (Σακούν) /†17.04.1954/, ο οποίος την ευλόγησε για τον άθλο του προσκυνήματος.

Δενδρίτισσα

Στον κήπο του μοναστηριού, κοντά στο πηγάδι, φύτρωσε μια γέρικη ξερή φλαμουριά με κούφιο πυρήνα. Η μητέρα σκαρφάλωσε σε αυτό το κοίλωμα. Έπρεπε να σταθεί μισοσκυμμένη ή γονατιστή. Έβγαινε μόνο για φαγητό. Δενδρίτισσα.. Δενδρίτες μια μορφή άσκησης παρακλάδι των Στυλιτών.

«Όταν έκανε πολύ κρύο, έμπαινα στο διάδρομο στους μοναχούς για να ζεσταθώ. Άλλος θα περάσει, θα δώσει ψωμί και ένας άλλος θα σε διώξει … », – θυμόταν αργότερα η ευλογημένη.

Το χειμώνα, όταν μια χιονοθύελλα σκέπαζε τον κορμό του δέντρου με χιόνι, και το σκληρυμένο παγωμένο ξύλο δεν το άφηνε να λιώσει, ο ίδιος ο ηγούμενος που της έφερνε ψωμί, βυθίστηκε σε χιονοστιβάδες και χτύπησε στο χιόνι.

“δεν κάνει κρύο;” συνήθως της φώναζε, και όταν η αδύναμη φωνή της γερόντισσας έβγαινε από την κουφάλα, της έδινε τα μπισκότα και της είπε αυστηρά: «Σώσε τον εαυτό σου!»

Έκανε κρύο που δεν μπορούσες να σταθείς. Τα πόδια της σκλήραναν, η πληγή της πονούσε και πεινασμένα αδέσποτα σκυλιά ούρλιαζαν κάτω από το δέντρο. Η μόνη προστασία της Μητέρας Αλυπίας ήταν η Προσευχή του Ιησού, που τη ζέσταινε και προστάτευε από την κακοκαιρία και στήριζε με δύναμη το εύθραυστο σώμα της μοναχής.

Η ασκήτρια πέρασε τρία χρόνια στην κοιλότητα ενός γέρικου δέντρου. Μη έχοντας φαγητό, δεν γκρίνιαζε ποτέ, δεν ζητούσε ελεημοσύνη, τρώγοντας ό,τι της έδιναν οι ίδιοι οι άνθρωποι.

Το ασυνήθιστο επίτευγμα του προσκυνήματος συνεχίστηκε μέχρι το 1954, μέχρι που πέθανε ο πνευματικός πατέρας της , ο Αρχιμανδρίτης Κρονίδης.

Ο μεγαλόσχημος μοναχός Damian (Korneichuk) /+11.07.1954/ έγινε ο νέος της γέροντας. Πέρασε τη νύχτα κάτω από τις σκάλες στο γειτονικό κτίριο – το μέρος ήταν κρύο, ανοιχτό στα ρεύματα.

Γιατί κάθεσαι εδώ κάτω από τις σκάλες, κρυώνεις! – αναφώνησε κάποτε ο πατέρας Δαμιανός, βλέποντας τη μητέρα Alipia σκυμμένη στο πάτωμα, – πήγαινε, κοιμήσου κάτω από την πόρτα του πατέρα Αντρέι.

Οι πόρτες στο κελί του αββά Αντρέι (Μιστσένκο) /†11.07.1964/ δεν έκλεισαν ποτέ. Αναδυόταν ζεστασιά από εκεί. Ο γέροντας δεχόταν όλους τους άρρωστους: τους φτωχούς, τους δαιμονισμένους, τους ανάπηρους… Αργότερα, ακολουθώντας το παράδειγμά του, το ίδιο θα έκανε και η Μητέρα Αλυπία. Θα κάτσει στο τραπέζι με τέτοιους συφοριασμένους, τους οποίους τα πνευματικά της παιδιά ντρέπονταν ακόμη και να χαιρετήσουν.

Μια αγία ”χωρίς χαρτιά”…

Το 1961, οι σοβιετικές αρχές έκλεισαν τη Λαύρα Κιέβου-Πετσέρσκ. Για τη μητέρα Αλυπία, μια περιπλανώμενη ζωή ξεκίνησε ξανά. Χωρίς διαβατήριο και άδεια παραμονής, περπάτησε στους δρόμους του Κιέβου, σκαρφάλωσε σε εγκαταλελειμμένα σπίτια για να περάσει τη νύχτα και κέρδιζε φαγητό με τη μέρα εργασίας. Ήταν περίπου 50 τότε…

Στην περιοχή του Κιέβου, υπήρχε μια ερειπωμένη σκήτη που ανήκε στη Λαύρα Κιέβου-Πετσέρσκ. Αυτό το μέρος ονομαζόταν έρημος Goloseevskaya.

Από τα σωζόμενα κτίρια – ένα πέτρινο σπίτι, που κάποτε χρησίμευε ως θερινή κατοικία για τους μητροπολίτες του Κιέβου. Στο παρελθόν, η σκήτη ήταν διάσημη για το γεγονός ότι εργάστηκαν σε αυτήν μεγάλοι ασκητές της ευσέβειας, ένας από αυτούς – ο Alexy Goloseevsky /† 24/03/1917/ ήταν ιδιαίτερα σεβαστός από τη μάτιουσκα.

Το καταφύγιο της μητέρας σε αυτή την έρημο ήταν ένα ερειπωμένο σπίτι στην άκρη μιας χαράδρας, περιτριγυρισμένο από όλες τις πλευρές από δάσος. Εδώ ξεκίνησε το μακροχρόνιο ασκητικό της έργο, συνδεδεμένο με την αποδοχή της πνευματικής καθοδήγησης.

Όλο το χρόνο κυκλοφορούσε με ένα μαύρο ράσο και ένα παιδικό γούνινο σκουφάκι – ένα είδος μοναστηριακής κουκούλας. Και είχε αλυσίδες – ένα μάτσο κλειδιά στο λαιμό της και ένα σακουλάκι με άμμο στην πλάτη της.

Σε αυτήν, όπως σε άγιο σαλό και φιλάνθρωπο, οι άνθρωποι στέκονταν στη σειρά: άλλοι για θεραπεία, άλλοι για πνευματικές συμβουλές και βοήθεια. Δεν αρνήθηκε κανέναν.

Η ευλογημένη γερόντισσα είχε μια ασυνήθιστα απαλή και συμπαθητική καρδιά. Δεν ήταν ευγενική μόνο με τους ανθρώπους, αλλά και με τα ζώα. Η ηλικιωμένη γυναίκα είπε ότι καταλάβαινε τη γλώσσα των ζώων και των πουλιών και, κοιτάζοντας πώς μιλούσε στα πουλιά του ουρανού, που κάθισαν να ξεκουραστούν στην στέγη της, οι άνθρωποι πίστεψαν ότι όχι μόνο ότι τα καταλάβαινε, αλλά ότι επίσης την καταλάβαιναν.

Μια μέρα η μητέρα μου αρρώστησε πολύ. Ήταν συχνά άρρωστη τώρα – το αδύναμο γεροντικό σώμα, εξαντλημένο από αυστηρές νηστείες και σκληρή δουλειά, άρχισε να αποτυγχάνει.

Η μητέρα Αλυπία έζησε τη ζωή της χωρίς διαβατήριο και χωρίς άδεια παραμονής.

Η ιαματική φιλοξενία της… το μαγειρικό της.. χάρισμα.

Υπέφερε για τρεις εβδομάδες και μετά άρχισε σταδιακά να σηκώνεται στα πόδια της. Και αυτό που προκαλεί έκπληξη: αν πριν από την ασθένεια η μητέρα αντιμετώπιζε τους ανθρώπους με τις δικές της προσφορές, τώρα άρχισε να μαγειρεύει η ίδια φαγητό.

Περιμένοντας έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό καλεσμένων, άρχισε να μαγειρεύει έναν περιβόητο χυλό. Έριξε γάλα σε μια κατσαρόλα τριών λίτρων, πρόσθεσε ρύζι και ζάχαρη – το καθένα σε ένα κιλό, την ίδια ποσότητα βουτύρου. Μετά χτύπησε 30 αβγά. Υπέροχο, αλλά τίποτα δεν χύθηκε, δεν έφυγε και δεν κάηκε. Αλλά οι συνδαιτημόνες της μετά από αυτό το χυλό απαλλάχτηκαν από τις εσωτερικές ασθένειες που τους βασάνιζαν.

Τα νέα για τη μητέρα ως θεραπεύτρια και θαυματουργή διαδόθηκαν σε όλες τις πόλεις και τις κωμοπόλεις της τεράστιας χώρας. Μέρα με τη μέρα, άνθρωποι διαφορετικών τάξεων και υλικού πλούτου πήγαιναν κοντά της: απλοί κάτοικοι, μοναχοί, αρχιμανδρίτες ακόμη και αρχηγοί κομμάτων. Την ημέρα συναντούσε από 50 έως 60 άτομα.

Η μητέρα βοήθησε πολύ σε δικαστικές υποθέσεις: με τις προσευχές της μειώθηκαν οι όροι φυλάκισης. άδικα καταδικασθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι. Η μητέρα βοήθησε πολύ σε διάφορους εσφαλμένους εκτελούμενους λογαριασμούς μετρητών. Με τις προσευχές της όλα τακτοποιήθηκαν, διευθετήθηκαν και επιλύθηκαν με ασφάλεια.

Αντιμετώπιζε τους ανθρώπους με φαγητό που έφτιαχνε η ίδια και φράουλες, από τις οποίες ετοίμαζε μια αλοιφή. Πριν από την έκρηξη στο Τσερνόμπιλ, προέβλεψε: «Θα δηλητηριάσουν τους ανθρώπους με αέριο».

Πριν πεθάνει, η ηλικιωμένη ζήτησε συγχώρεση από όλους όσοι έρχονταν κοντά της, τους ζήτησε να έρθουν στον τάφο της και να μιλήσουν για τα δεινά και τις ασθένειές τους.

«Θα πεθάνω όταν έρθει ο πρώτος παγετός και πέσει το πρώτο χιόνι. Θα με πάνε με ένα αυτοκίνητο, θα με θάψουν στο δάσος», είπε η μητέρα.

Τα πνευματικά παιδιά πήγαν ακόμη και στον γέροντα Ν. μακριά στη Ρωσία: «… το μήλο είναι ώριμο, δεν μπορεί πια να μείνει στο δέντρο και πρέπει να πέσει», απάντησε ο οξυδερκής γέρος, που γνώριζε τη μητερούλα μόνο νοερά.

Στις 30 Οκτωβρίου 1988, το βράδυ, όταν το έδαφος ήταν κονιοποιημένο με χιόνι και ο πρώτος παγετός χτύπησε, η μητέρα ανήλθε στον Κύριο.

Κατά τη διάρκεια της κηδείας, ένα δυνατό άρωμα αναδύθηκε από το σώμα της μητέρας, τα χέρια της ήταν ζεστά και όταν τα απλώνονταν σε αυτά, ένα ευχάριστο άρωμα παρέμεινε στα χείλη της για πολλή ώρα.

Η πιθανή αγιοποίηση της γερόντισσας Goloseevskaya έχει συζητηθεί εδώ και πολύ καιρό. Όλα τα απαραίτητα έγγραφα έχουν κατατεθεί προς εξέταση στην Ιερά Σύνοδο, αλλά η ετυμηγορία δεν έχει ακόμη εκδοθεί.

Ζει στη μνήμη των ανθρώπων. Το όνομά της τιμάται σε όλες τις εκκλησίες του Κιέβου και όχι μόνο. Έχει αγιογραφηθεί εικόνα από καιρό από θαυμαστές της και έχει συνταχθεί ακάθιστος.

Αλλά, προφανώς, η άγνωστη σε μας «πληρότητα των καιρών» πρέπει να εκπληρωθεί προτού ακουστούν τα λόγια της ουράνιας δοξολογίας της και στους επίγειους ναούς.

Τώρα η ευλογημένη αναπαύεται στην κάτω βαθμίδα της Εκκλησίας της Μεσιτείας της Μονής Goloseevsky – εδώ τα λείψανά της μεταφέρθηκαν τον Οκτώβριο του 2006 και οι άνθρωποι έρχονται στη Μητέρα σε ένα ατελείωτο ρεύμα. Το μοναστήρι είναι ιδιαίτερα γεμάτο την ημέρα της κοίμησης της Μητέρας Αλυπίας – 30 Οκτωβρίου.

Μια αγία που έζησε όλη της τη ζωή ”χωρίς χαρτιά”, έκανε 10 χρόνια φυλακή, θανατοποινίτης, υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ανακρίσεις, άστεγη σ’ ένα δέντρο… να ένας βίος ενός αγίου. Οι Άγιοι είναι οι αντισυμβατικοί των ημερών. Ανορθόδοξα Ορθόδοξοι.. σαρκάζοντας τη σάρκα……των απτών αποδείξεων.

-δεν ξέρω τι λες

καλά τα λες

Η αλήθεια δεν διατυπώνεται, αποτυπώνεται. Είναι η αίσθηση..

Τους πιο πύρινους λόγους τους άκουσα σε μια γλώσσα που δεν κατανοούσα στη ρώσικη στη ρώσικη ενορία του Αγίου Ιώβ στο Uccle των Βρυξελλών. Ένας απλός ίσως και κατά κόσμον αμόρφωτος ιερέας ο π. Ευγένιος μιλούσε με πάθος από καρδιάς. Και πάντα μου έδινε αυτή τη χαρά τη χαρά της πίστης τη χαρά του πάθους για την αλήθεια..σου μετέδιδε αυτή την πίστη αυτό το πάθος αυτήν την Αλήθεια.

έτσι συμβαίνει και με τους σαλούς μιλούν μια αλλόκοτη γλώσσα όλη η ζωή τους είναι μια ξένη γλώσσα αλλά πύρινη, Πεντηκοστής..

dimpenews.com

Η Κυρά-Βασιλικούλα



Η Κυρά-Βασιλικούλα
Ένα άλλο θαυμαστό πρότυπο υπομονής είναι η κυρά- Βασιλικούλα, που ήρθε στο Μοναστήρι, προσκυνήτρια της Παναγιάς.
Μικροσκοπική, αποστεωμένη, σκεβρωμένη, θαρρείς σαν τα παλιά σκαριά τα θαλασσοδαρμένα,
αλλά ανίκητα απ’ τον χρόνο και την ταλαιπωρία, έμοιαζε η γριούλα που ήρθε να λειτουργηθεί
την Κυριακή των Μυροφόρων στο μοναστήρι.
Τα μάτια της μισοσβησμένα από τον “καταρράκτη” , φαίνονταν να διαθέτουν μία άλλη όραση, πιο οξεία και μακρινή.
Μετά την θεία Λειτουργία άνοιξε την ψυχή της και βγήκαν οι θησαυροί της καρδιάς της.
-“Έζησα, είπε, ένα μαρτύριο στη ζωή μου, αλλά ευχαριστώ τον Κύριο!
Ήμουν ορφανή και με πάντρεψε ένας θείος μου και μου ‘δωσε έναν Γολγοθά! Μια ζωή ξύλο και καταφρόνια.
Έκανα αυτό το παιδί, ανάπηρο στο μυαλό –είπε κι έδειξε καθισμένον σε μια καρέκλα πιο πέρα
έναν ανάπηρο πνευματικά με άσπρα μαλλιά.
Αυτός είναι ο γιος μου. Προσευχηθείτε γι’ αυτόν. Αυτός θα με τραβήξει πάνω, στην Βασιλεία του Θεού” !

Κάποια μοναχή την ρώτησε:
– Τί να κάνουμε για να σωθούμε, να κερδίσουμε την Βασιλεία του Θεού, γιαγιά;
– Στην έρημο, παιδί μου!
– Ποια είναι η έρημος, γιαγιά;
– Να βλέπεις και να μη βλέπεις, να ακούς και να μην ακούς, και να σιωπάς!
Την Βασιλεία του Χριστού μην χάσουμε, την Βασιλεία Του.
Να μας τραβήξει επάνω να σωθούμε!…

ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Σε ηλικία 92 ετών, η Ευδοκία Σουχάνοβα έκανε προσκύνημα με τα πόδια στην Ιερουσαλήμ.



Σε ηλικία 92 ετών, η Ευδοκία Σουχάνοβα (Αξιότιμη Μητέρα Ζωσιμά) έκανε προσκύνημα με τα πόδια στην Ιερουσαλήμ.

 Μια αγία γυναίκα με εκπληκτική μοίρα!

 Γεννήθηκε και πέθανε την ίδια μέρα - 1 Μαρτίου, πέρασαν μόνο 115 χρόνια από το έτος γέννησής της (1820) και το έτος της αναχώρησής της στην Αιωνιότητα από αυτή τη γη (1935).

 115 χρόνια γεμάτα φως και χαρά, αλλά και πολλές κακουχίες, διωγμούς, ακολουθούμενες από ιερή παρηγοριά.  Αλλά μέχρι το θάνατό της, η Ζωσιμά πάντα βοηθούσε τους ανθρώπους με αγάπη και ανιδιοτέλεια.

 Ο σύζυγός της πέθανε κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, επέζησε και του γιου της και σε ηλικία 72 ετών η Evdokia Sukhanova πήρε μοναχικούς όρκους στο μοναστήρι Pokrovo-Ennatsky!  Σκεφτείτε το, σε ηλικία 72 ετών, όταν οι περισσότεροι από εμάς νομίζουμε ότι έχουμε ήδη ζήσει τη ζωή μας... Δεν είναι αυτό ένα συγκεκριμένο παράδειγμα ότι δεν υπάρχουν βιολογικά όρια ηλικίας καθώς η ψυχή αναζητά το φως της, τη ζωή της και Σωτηρία?
 Αργότερα παίρνει το μοναστικό σχήμα του Μεγάλου Σχήματος με το όνομα Ζωσιμά.

 Μέσω των προσευχών της, υπάρχει μια ιαματική πηγή όχι μακριά από το μοναστήρι και αργότερα οργανώθηκε ένα ασκητήριο με ένα παρεκκλήσι στο όνομα της Αγίας Τριάδας.

 Κατά τη διάρκεια του διωγμού της Εκκλησίας, το μοναστήρι έκλεισε και οι αγρότες έκρυψαν τον Matushka Zosima.  Σε ένα ιερό φέρετρο κυπαρισσιού που έφεραν από την Ιερουσαλήμ, κοιμόταν στη μια ή στην άλλη καλύβα και μέσα σε αυτό ουσιαστικά τη μετέφεραν από χωριό σε χωριό, όταν έπρεπε να «κρυφτεί» η γριά.

 Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων αποκαλύφθηκαν στη Ζωσιμά.  Είχε επίσης ένα ισχυρό χάρισμα θεραπείας, οι άνθρωποι συνέχιζαν να έρχονται σε αυτήν.
 Την έθαψαν στο χωριό της, Sentsovka, στην περιοχή Orenburg.

 Στις 11 Ιουνίου 2006, η Ζωσιμά ανακηρύχθηκε άγιος ως Σεβάσμια Ζωσιμά της Αννάτσκαγια.
 
 «Θα μείνω μαζί σου για πάντα, δεν θα σε αφήσω ποτέ», είπε η Μητέρα Ζωσιμά, σε όσους ήρθαν κοντά της για προβλήματα ή πόνο και οι άνθρωποι εξακολουθούν να θεραπεύονται στον τάφο της.

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:

 Εδώ, λοιπόν, δεν υπάρχουν όρια ηλικίας, χρόνου, χώρου ή κοινωνικής συνθήκης, για όσους Τον αγαπούν ειλικρινά και αναζητούν τον Θεό με όλη τους την καρδιά!  ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΘΕΜΑ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ, ΑΓΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΘΕΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΝΗΣ ΝΑ ΤΟ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΤΟΤΕ, ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ!
 Όπως λέει και η παροιμία: "ΔΩΣΕ ΘΕΛΗΣΗ, ΠΑΡΕ ΕΞΟΥΣΙΑ..."
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Η κρυπτομοναχή Θεοκλήτη.


Ἔζησε πρίν ἀπό ἀρκετές δεκαετίες στήν Ἀθήνα καί ἦταν πρόσφυγας Ἑλληνίδα τοῦ Πόντου. Τά τῆς ζωῆς της μᾶς ἐξιστόρησε ἕνας σεβαστός ἱερομόναχος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τότε ὡς διάκονος στήν ἐνορία πού ἔμενε ἡ εὐλαβέστατη αὐτή ἡλικιωμένη γυναῖκα. Μᾶς εἶπε:

-“Ἡ κυρά-Ἄννα ξεχώριζε ἀνάμεσα στούς ἐνορίτες μας γιά τήν εὐσέβειά της. Δέν ἔλειπε ποτέ ἀπό καμιά Θεία Λειτουργία ἀπ᾿ ὅσες γίνονταν στόν Ἱερό Ναό μας. Μέ τό μαντηλάκι της, σιωπηλή, ἀλλά γεμάτη ἀγάπη. Παρ᾿ ὅτι ἦταν μιά πολύ πτωχή πρόσφυγας, πάντα ἐρχόταν στήν Ἐκκλησία μέ τό καλοζυμωμένο πρόσφορό της, τά καθαρά κεράκια της, λιβανάκι καί ὅ,τι ἄλλο.

Κάποια ἡμέρα μοῦ εἶπε συνεσταλμένα μέ τή χαρακτηριστική ποντιακή προφορά της:

-“Διάκο μου, καλό μου Διάκο, σέ παρακαλῶ πολύ, ὅταν μέ κοινωνεῖς, φώναζε δυνατά τ᾿ ὄνομά μου, καί ἔπειτα σιγούλια, σάν πλησιάζεις τήν ἁγία Λαβίδα στό στόμα μου, λέγε τό μοναχικό μου ὄνομα, Θεοκλήτη! Μ᾿ἔχει χειροτονήσει κρυφά ἕνας ἅγιος ἀρχιμανδρίτης πέρα στήν πατρίδα!”

Ἔμεινα κατάπληκτος ἀκούγοντας τό μυστικό της. Ὅταν ὅμως πρόσεξα καί ἀντιλήφθηκα τή μυστική πνευματική ζωή της, παρ᾿ ὅτι τήν ἔκρυβε ἐπιμελῶς, θαύμασα! Ὅλη τήν ἑβδομάδα ζοῦσε μέ τήν Θεία Κοινωνία. Κοινωνοῦσε τακτικά. Δέν ἔλειπε ἀπό καμιά Θεία Λειτουργία. Καί μέ παρακαλοῦσε νά τῆς δίνω ἀπό τό πρόσφορο πού προσκομίζαμε ἕνα ὕψωμα, ἕνα μικρό κομματάκι ἀντίδωρο, πού τό ἔκοβε σέ πέντε – ἕξι μικρότερα κομματάκια κι ἔτρωγε ἕνα κάθε μέρα. Τίποτε ἄλλο! Λάδι ἔτρωγε μόνο τό Σαββατοκύριακο.

Τή μία νύχτα πήγαινε στήν ἁγιά-Βαρβάρα, τήν ἄλλη στήν Παναγία, τήν ἄλλη στόν ἅγιο Νικόλαο καί τελικά κατέληγε στήν Ἐκκλησία πού εἶχε πολύ πρωϊνή Θεία Λειτουργία!

Ἔβρεχε, χιόνιζε, ἦταν καλοκαίρι, ἡ ἀγρυπνία καί ἡ προσευχή ἔξω ἀπό τίς Ἐκκλησίες γινόταν. Ἡ μοναχική ἄσκησή της ἦταν ἀκριβής καί ὑπερθαύμαστη. Καί ὅλα μυστικά! Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς εἴχαμε ἀντιληφθεῖ μερικά ἀγωνίσματά της, ἀλλά φυλάσσαμε τό ἱερό μυστικό της..

Αὐτή ἡ ἁγία γυναῖκα εἶχε ἕναν ἀδελφό δικηγόρο, πολύ μορφωμένο, ἀλλά δυστυχῶς ἄπιστο. Ὁπαδό τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν τοῦ ἄθεου Μάρξ. Ἡ καημένη ἡ Ἄννα τόν περιποιόταν κι αὐτόν, γιατί δέν εἶχε κάνει οἰκογένεια. Τόν ἔπλενε, τοῦ μαγείρευε, τόν φρόντιζε, παρ᾿ ὅλο πού αὐτός περιφρονοῦσε τήν χριστιανική πίστη καί ζωή της καί δέν ἄκουγε καμία ἀπό τίς φωτισμένες συμβουλές της.

Κάποτε λοιπόν στή γιορτή του τοῦ πῆγε δῶρο μία Ἁγία Γραφή. Κόντεψε νά τῆς τήν πετάξει στό πρόσωπο! Ἐκείνη γιά πρώτη φορά ἔγινε αὐστηρή μαζί του καί τοῦ εἶπε:

-” Μήν τήν διαβάσεις, ἀντελφέ, ἀφοῦ ντέν θέλεις, ὅμως ἄσε την στό δωμάτιό σου νά σέ φυλάει καί κάποτε νά σέ φωτίσει. Ἄν δέν τήν κρατήσεις, δέν θά ξανάλθω σπίτι σου!”

Ὁ δικηγόρος τά χρειάστηκε. Τήν εἶχε ἀνάγκη, αὐτό ἦταν ἀλήθεια. Γι᾿ αὐτό μουρμουρίζοντας τήν ἔβαλε σέ μιά γωνιά τῆς βιβλιοθήκης του. Τί οἰκονόμησε ὅμως ὁ Θεός γιά τήν σωτηρία του; Καί ἀσφαλῶς συνετέλεσαν πολύ καί οἱ ὁλονύκτιες προσευχές της ἁγιασμένης ἀδελφῆς του.

Κατά τήν διάρκεια τῆς Κατοχῆς, ἕνα βράδυ οἱ Γερμανοί πληροφορούμενοι τήν ἰδεολογία του ἔκαναν ἔφοδο στό σπίτι του καί, ἐπειδή ἐφοβοῦντο τούς μαρξιστές ἰδεολόγους (ἄν κι αὐτοί ἦταν χειρότεροι, ἀκολουθῶντας τόν ἄθεο Νίτσε), εἶχαν πάρει ἀπόφαση νά τόν σκοτώσουν. Ἄρχισαν λοιπόν νά τόν χτυποῦν θανάσιμα μέ τίς μπότες τους στό στομάχι καί στό πρόσωπο καί δέν ἔμεναν παρά λίγα χτυπήματα ἀκόμη γιά νά τόν ἀποτελειώσουν. Συγχρόνως, ὁ ἀξιωματικός ἔκανε ἔρευνα καί πετοῦσε κάτω τά βιβλία τῆς βιβλιοθήκης του. Ξαφνικά εἶδε τήν Ἁγία Γραφή. Κατάλαβε ἀπό τόν Σταυρό πού εἶχε ἀπ΄ ἔξω καί ὡς διά θαύματος ἠρέμησε καί φώναξε μέ σεβασμό:

-“Ἡ Βίβλος! Ἡ Βίβλος! Ἐδῶ Βίβλος! Σταματήσε νά τόν χτυπᾶς” , εἶπε στόν Γερμανό στρατιώτη. Καί πρόσθεσε:
– “Πᾶμε νά φύγουμε. Φθάνει!”

Ὁ ἄπιστος δικηγόρος, ὁ ἀδελφός τῆς Ἄννας ἤ καλύτερα τῆς κρυπτομοναχῆς Θεοκλήτης, ἐπειδή γνώριζε γερμανικά, παρ᾿ ὅτι ἔκειτο αἱμόφυρτος στό πάτωμα βογγῶντας ἀπ᾿ τούς πόνους, κατάλαβε τί εἶχε γίνει καί τί εἶπε ὁ Γερμανός ἀξιωματικός.

Πράγματι, τό Εὐαγγέλιο πού τοῦ χάρισε ἡ ἀδελφή του τόν ἔσωσε! Σύρθηκε μέ κόπο πρός τό τραπέζι πού ἄφησε ὁ Γερμανός τό ἱερό βιβλίο, τό πῆρε μέ τρεμάμενα χέρια στήν ἀγκαλιά του, τό φίλησε καί ἔχασε τίς αἰσθήσεις του.

Σ᾿ αὐτή τή στάση τόν βρῆκε ἡ ἀδελφή του, ὅταν μετά ἀπό λίγο ἦρθε γιά νά τοῦ φέρει φαγητό. Τόν βοήθησε νά συνέλθει καί ἔζησε τόν γλυκύτατο καρπό τῆς προσευχῆς της: Τή μετάνοια καί τήν τελεία ἀλλαγή τοῦ ἀδελφοῦ της.

Πίστεψε μέ ὅλη του τήν ψυχή, ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε καί ἀκολουθοῦσε κατά πόδας τήν ἀδελφή του στήν πνευματική ζωή καί ἄσκηση. Τό δωμάτιό του τό μετέτρεψε σέ Ἐκκλησάκι. Ἐκεῖ προσευχόταν καί “χόρταινε” τόν Θεό του, πού τόσα χρόνια Τόν στερήθηκε.

Τελικά ἔγινε κι ἐκεῖνος μοναχός μέ τό ὄνομα Παῦλος..

ΔΌΞΑ ΣΟΙ ΚΎΡΙΕ ΔΌΞΑ ΣΟΙ

πηγή  το Βιβλίο: “Νεώτερα Θαύματα τῆς Παναγίας στή Βαρνάκοβα και Ἱστορίες γιά τήν Αἰωνιότητα”. Ἐκδόσις: Ἱερᾶς Γυν. Μ. Παναγίας Βαρνάκοβας Δωρίδα 2007

Η Ελληνίδα στο Έπος του ’40 – Η Αφανής Ηρωίδα.


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΙΣΜΑΝΗΣ
Ἀντιναύαρχος ΠΝ ἐ.ἀ.

Κάθε χρόνο τὸ Πανελλήνιο ἑορτάζει μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα γεγονότα τῆς νεώτερης ἱστορίας του: τὸ Ἔπος τοῦ ’40. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε γιατί οἱ Ἕλληνες δίνουμε τόση σημασία στὰ ἱστορικά μας γεγονότα. Κάθε λαὸς κουβαλάει τὴν ἱστορία του καὶ πορεύεται ἀνάλογα. Οἱ Ἕλληνες φέρουμε μαζί μας ἕνα παρελθὸν μὲ βιώματα 4.000 χρόνων. Μιὰ δεξαμενὴ σοφίας, ἀνθρωπίνων ἀξιῶν καὶ ἡρωισμοῦ διατρέχει τὸ αἷμά μας· μιὰ ἀνεξάντλητη πηγὴ μᾶς ἐμπνέει, μᾶς τονώνει τὸ ἠθικό, μᾶς δίνει κουράγιο, μᾶς κρατάει ὄρθιους, μᾶς ὁδηγεῖ μπροστά. Γιὰ τὸν Ἕλληνα ἡ ἱστορικὴ ἀναδρομὴ καὶ ἡ ἀναφορὰ στὸ παρελθόν του εἶναι ζωτικὴ ἀνάγκη, θέμα ἐπιβίωσης. Καὶ φυσικὰ ἡ μνήμη δὲν περιορίζεται· εἶναι ἐλεύθερη.

Πηγαίνοντας λοιπὸν 79 χρόνια πίσω, στὴν ἐποποιΐα τοῦ 1940, θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἡρωικότερες μορφές της: τὴν Ἑλληνίδα. Θὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν παρουσία καὶ τὴ μεγάλη προσφρορά της στὰ μετόπισθεν, καὶ θὰ ἐξάρουμε τὴν αὐτοθυσία καὶ λεβεντιὰ τῆς Ἠπειρώτισσας καὶ Μακεδόνισσας στὴν πρώτη γραμμή. Πρόκειται γιὰ ἕνα θέμα τόσο ἐνδιαφέρον καὶ μεγάλο, ἀλλὰ καὶ τόσο ἄγνωστο. Ἕνα παράδειγμα μοναδικὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία, παραμελημένο, σχεδὸν περιφρονημένο.

Οἱ Ἰταλοὶ πάτησαν τὰ χώματά μας. «Θὰ κάνουμε πόλεμο ὣς τὸ τέλος, ὣς τὶς ἔσχατες συνέπειές του», ἔγραφε ὁ στρατευμένος λογοτέχνης Γιῶργος Θεοτοκᾶς (Τετράδια Ἡμερολογίου): «Τὸ πήραμε ἀπόφαση ὅλοι μαζί, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, μὲ μιὰ σκέψη, μ’ ἕνα ἔνστικτο, οἱ βουνίσιοι κι οἱ καμπίσιοι κι οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων κι οἱ θαλασσινοί, οἱ παλαιοὶ κι οἱ νέοι, οἱ συντηρητικοὶ κι οἱ ριζοσπαστικοί, οἱ ποιητὲς κι οἱ ἐργάτες κι οἱ μεταπράτες. Δὲν θὰ ζητήσουμε ἀνακωχή, γιὰ νὰ σώσουμε τὰ σπίτια καὶ τὰ ἐργοστάσια, οὔτε κἂν γιὰ νὰ σώσουμε τὸ κεφάλι μας ποὺ κινδυνεύει».

Τὰ πλήθη χαιρετοῦσαν κι εὐλογοῦσαν τὰ χιλιάδες Ἑλληνόπουλα ποὺ μὲ τὸ χαμέγλο στὰ χείλη βιάζονταν νὰ φτάσουν στὸ μέτωπο, ἐκεῖ ψηλά, στὸν βωμὸ τῆς ἐλευθερίας, νὰ πολεμήσουν, ἔστω καὶ χωρὶς καμμία ἐλπίδα νίκης, μόνον γιατὶ ἔπρεπε. Γιατὶ ἔγινε ἀπόπειρα καταφρόνησης τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀξιοπρέπειας τῶν Ἑλλήνων. Γιατὶ ἀπαιτήθηκε, ἀπ’ ἔξω, νὰ γίνουμε ἐθνικὰ αὐτόχειρες, νὰ σταματήσουμε τὸν δρόμο στὴν ἱστορία μας, νὰ ξεπουλήσουμε τὴ φυλή μας, νὰ καταδώσουμε τὸ μέλλον μας.

Και ἡ Παναγία τῆς Τήνου πάντα δίπλα στοὺς φαντάρους καὶ τοὺς εὐζώνους, πάνω στὰ μικρὰ δελτάρια, μικρὴ εἰκόνα στὸ ἀμπέχονό τους, ὄνειρο καὶ ὅραμα μαζὶ στὰ χαρακώματα, σκέπη καὶ ἀγκαλιά, ὕμνος καὶ ψαλμῳδία στὰ χείλη τοῦ στρατευμένου ἱερέα, παρηγοριὰ στὸν ἀκρωτηριασμένο καὶ στὸν ἑτοιμοθάνατο. Ἡ Παναγία, ἡ μεγάλη Μάννα! Νὰ ἡ πρώτη γυναίκα ποὺ στήριξε τὸν μεγάλο ἀγῶνα. «Εἶναι ἡ μόνη γυναικεία μορφὴ ποὺ κυκλοφορεῖ σὲ χιλιάδες εἰκονίτσες στὸ μέτωπο», γράφει Σπύρος Μελᾶς στὸ ἔργο του Ἡ δόξα τοῦ ’40. Ἀκόμη κι οἱ Ἰταλοὶ αἰχμάλωτοι ὁμολογοῦσαν ὅτι ἔβλεπαν μιὰ μαυροφορεμένη ψιλόλιγνη γυναίκα νὰ ὁδηγεῖ τοὺς ἑλληνικοὺς λόχους.

Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ λόχοι ποὺ θαυματούργησαν στὶς ψηλὲς ἀετοράχες τῆς Πίνδου, στὶς βαθιὲς χαράδρες τῆς Κλεισούρας, στὶς κορφὲς τῆς περήφανης Τρεμπεσίνας, στὶς χαμηλὲς πλαγιὲς τοῦ ὑψώματος 731, ὅπου ἔπεφταν στοίβα τὰ νεαρὰ κορμιά. Ποῦ βρῆκαν τὴ δύναμη κι ὄρθωσαν τὸ ἀνάστημά τους στὶς ὀρδὲς τῶν φασιστῶν σὲ μιὰ ἄνιση ὑλικὰ μάχη; Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Ἐπικράτησαν! Σταμάτησαν τὸν ἱταμό, τὸν ἰσχυρό, τὸν φανφαρόνο εἰσβολέα, τὸν ἀνέτρεψαν, τὸν ἔτρεψαν σὲ φυγή, τὸν κυνήγησαν ἔξω ἀπ’ τὰ ἱερὰ χώματά μας, τὸν βέβηλο, τὸν ἐξευτέλισαν.

i ellinida sto epos tou 40 i afanis iroida 01


«18 Νοεμβρίου 1940. Φεύγουμε γιὰ τὸ μέτωπο. Ὅλη ἡ Ρωμιοσύνη μᾶς χαιρέτησε στὸ πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναῖκες, παιδιά. Μᾶς στέλνουν φιλιά. Κάνανε τὸ σταυρό τους κι ὕστερα σηκώνανε στὸν οὐρανὸ τὰ χέρια. Λυπᾶμαι τοὺς συναδέλφους μου ποὺ δὲν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τὰ δάκρυα σοῦ ’ρχονται στὰ μάτια…» (Ἄγγελος Τερζάκης, Ἡμερολόγιο τοῦ μετώπου).

Οἱ μαννάδες εἶναι ποὺ θὰ ἀποχαιρετήσουν τὰ παιδιά τους ποὺ φεύγουν. Θὰ δοῦν τοὺς ἀνθρώπους τους ἴσως γιὰ τελευταία φορά. Θὰ τοὺς δώσουν μαζὶ ἕνα φυλαχτό. Λίγο πιὸ πέρα, οἱ γυναῖκές τους, οἱ ἀρραβωνιαστικές, οἱ ἀδελφές, τὰ παιδιά. Ὅλες τοὺς εὔχονταν μὲ τὴ νίκη. Εἶναι οἱ νέες Σπαρτιάτισσες ποὺ τοὺς κατευοδώνουν, εὐχόμενες «μὲ τὴν ἀσπίδα» («ἢ ΤΑΝ»: μὲ τὴ νίκη). Καὶ οἱ Μανιάτες τὸ 1821 εἶχαν λάβαρο τὴ φράση «Νίκη ἢ Θάνατος», καὶ ὄχι «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος», ὅπως οἱ ἄλλοι Ἕλληνες. Διότι γιὰ τοὺς Σπαρτιάτες καὶ τοὺς ἀπογόνους τους Μανιάτες ἡ Ἐλευθερία ἦταν δεδομένη· οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες τὴ διεκδικοῦσαν.

Ἡ μητέρα εἶναι ποὺ πληγώνεται, ὀδύρεται, μοιρολογεῖ, τραβάει τὰ μαλλιά της ἡ ἔρμη ἀπὸ τὸν χαμὸ τοῦ μονάκριβού της, ἐκείνη ποὺ θὰ ζήσει ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή της τυλιγμένη στὰ μαῦρα. Αὐτὸς ὁ τρόπος ἀντιμετώπισης τοῦ πολέμου μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ Ἑλληνίδα σήμερα συμπεριφέρεται μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὅπως χιλιάδες χρόνια πρίν, ὅπως στοὺς ὁμηρικοὺς πολέμους. Μᾶς τὸ λένε αὐτὸ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα. Στὴν τραγῳδία Ἑκάβη ὁ Εὐριπίδης λέει τόσο παραστατικά: «Ὡστόσο, δίπλα στὸν Εὐρῶτα, στὸ σπίτι της, κάποια γυναίκα τῆς Σπάρτης, ποὺ χάθηκαν τὰ παιδιά της (στὴν Τροία), θὰ κλαίει καὶ τὸ λευκό της κεφάλι θὰ κτυπᾷ καὶ θὰ ματώνει τὰ νύχια της».

Μὰ τὸ ἴδιο κάνει καὶ ἡ Ἠπειρώτισσα καὶ ἡ Μακεδόνισσα τοῦ 1940. Δὲν εἶναι αὐτὸ μιὰ τρανὴ τρανὴ ἀπόδειξη τῆς διαχρονικῆς συνέχειας τῆς φυλῆς μας καὶ τῆς καταγωγῆς μας; Δὲν ἀποτελεῖ κόλαφο στοὺς σημερινοὺς ἰδιοτελεῖς παραχαράκτες τῆς Ἱστορίας, πού, παριστάνοντας τάχα τοὺς ἀμαθεῖς, τοὺς δῆθεν ἀνιστόρητους, ἐπιβουλεύονται οἱ γελοῖοι τὶς βόρειες περιοχές μας;

Ἡ γυναίκα ὡς μάννα εἶναι φυσικὸ νὰ μισεῖ τὸν πόλεμο καὶ νὰ θλίβεται γιὰ τὶς συνέπειές του. Μά, αὐτὸ τὸ ἔλεγε καὶ ὁ Ἡρόδοτος, ὁ πατέρας τῆς Ἱστορίας: «Ἀπεχθάνομαι τὸν πόλεμο, ὅπου οἱ γονεῖς θάπτουν τὰ παιδιά τους».

Καὶ ἡ ἱστορία γραφόταν ἐκεῖ πάνω, στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου, στὸ μέτωπο, ἔνδοξη καὶ λαμπρή, μὲ αὐταπάρνηση καὶ αἷμα. Γραφόταν ὅμως καὶ στὸ ἐσωτερικὸ μέτωπο τῆς πατρίδας, ποὺ πολεμοῦσε μὲ τὰ δικά του μέσα, γιὰ νὰ στηρίξει τὴν πρώτη γραμμή. Οἱ μάχες στὰ μετόπισθεν ἀπεδείχθησαν ἐξίσου σημαντικὲς μὲ αὐτὲς τῶν πρόσω.

Ἔτσι, ὅταν σήμαναν οἱ σάλπιγγες καὶ ἤχησαν τὰ τύμπανα τοῦ πολέμου, βρῆκαν τὴν Ἑλληνίδα στὶς ἐπάλξεις, ἐπὶ ποδός, μὲ τὸ ὅπλο «παρὰ πόδα». Εἶναι πέραν ἀπὸ κάθε θαυμασμὸ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀνταποκρίθηκαν οἱ Ἑλληνίδες αὐθόρμητα στὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας, στὸ μεγάλο χρέος. Αὐτὰ τὰ τρυφερά, ἀδύναμα πλάσματα, ἐκτὸς ἀπὸ μαννάδες, σύζυγοι, νοικο κυρές, ἀγρότισσες, ἦσαν ἀφανεῖς ἡρωίδες τῆς πολεμικῆς κινητοποίησης τῆς χώρας.

Ἀμέσως ἐνεργοποιοῦνται δεκάδες γυναικεῖες ὀργανώσεις κάτω ἀπὸ τὴ συλλογικὴ κίνηση «Ἡ Φανέλα τοῦ Στρατιώτη». Σὲ αὐτὴ συμμετεῖχε ὅλος σχεδὸν ὁ γυναικεῖος πληθυσμὸς τῆς χώρας, μὲ σκοπὸ τὴ συγκέντρωση ρουχισμοῦ γιὰ τὸν μαχόμενο στρατό μας στὰ σύνορα, ὅπου ὁ δριμὺς χειμώνας θέριζε τὰ παλληκάρια, ἦταν ὁ χειρότερος ἐχθρός.

Οἱ διπλωματοῦχες καὶ ἐθελόντριες ἀδελφὲς τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ὅπως θὰ ἀναφέρουμε παρακάτω, ἀναδείχθηκαν ὁ σπουδαιότερος βοηθὸς καὶ συνεργάτης στὴν τιτάνια ἐθνικὴ προσπάθεια.

Εἶναι πέραν ἀπὸ κάθε θαυμασμὸ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀνταποκρίθηκαν οἱ Ἑλληνίδες αὐθόρμητα στὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας, στὸ μεγάλο χρέος. Αὐτὰ τὰ τρυφερά, ἀδύναμα πλάσματα, ἐκτὸς ἀπὸ μαννάδες, σύζυγοι, νοικοκυρές, ἀγρότισσες, ἦσαν ἀφανεῖς ἡρωίδες τῆς πολεμικῆς κινητοποίησης τῆς χώρας.

Τὸ Λύκειο τῶν Ἑλληνίδων ἦταν ἕνας ἄλλος φορέας ποὺ ἡ συνεισφορά του ὑπῆρξε σημαντική. Εἶχε ἤδη ὀργανώσει πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο μαθήματα μαθητικῆς ἀεράμυνας, ὅπου ἐκπαιδεύθηκαν ὡς νοσοκόμες ἑκατοντάδες μέλη του. Ὀργανώθηκαν σεμινάρια ἐκμάθησης βασικῶν ἀγροτικῶν λειτουργιῶν γιὰ τὴν καλλιέργεια κηπευτικῶν σὲ πάρκα, πλατεῖες καὶ ἄλλους δημόσιους χώρους, σὲ μιὰ ἐκστρατεία γιὰ τὴν αὐτάρκεια τροφίμων στὰ μετόπισθεν καὶ τὴ σίτιση τοῦ στρατοῦ στὰ σύνορα.

Μποροῦμε νὰ ξεχάσουμε τὶς ἐθελόντριες γυναῖκες καὶ κοπέλες ποὺ στελέχωναν τὰ συσσίτια γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν ἀστικῶν περιοχῶν, τὶς λεγόμενες «Ἑστίες»; Αὐτὲς ὀργανώθηκαν κατὰ τὴν Κατοχὴ ἀπὸ τὸν Ἐθνικὸ Ὀργανισμὸ Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) μὲ πρωτοβουλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Δαμασκηνοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ δράση χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ ἀγωνιῶδες ποιμαντικὸ ἔργο γιὰ τὸν χειμαζόμενο ἑλληνικὸ λαό. Οἱ γυναῖκες μαγείρευαν καθημερινά, σέρβιραν ζεστὸ φαγητὸ στοὺς πιτσιρίκους μαθητὲς καὶ τηροῦσαν τὴν τάξη. Αὐτὰ τὰ θυμᾶται ὁ γράφων ὡς μαθητὴς τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου, μὲ τὸν πατέρα του ἐντεταλμένο συσσιτιάρχη.

Στό «Τμῆμα Μερίμνης Στρατιώτου» οἱ γυναῖκες εἶχαν ἐπιδοθεῖ σὲ ἕναν πόλεμο «πλεκτικῆς». Καθιερώθηκαν τὰ περίφημα «Πλεκτικὰ Τέια», ὅπου οἱ Ἀθηναῖες ἔπλεκαν ἀσταμάτητα, πίνοντας τὸ τσάι τους. Μάλλινα – πουλόβερ, ζακέτες, ἐσώρουχα, κάλτσες, σκούφους, γάντια, ράβουν ἢ μπαλώνουν ροῦχα γιὰ τοὺς μαχητὲς ἐκεῖ πάνω, ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ κρυπαγήματα καὶ ἀκρωτηριάζονται. Σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς ἐποχῆς, τὰ πλεκτὰ μάλλινα εἴδη ποὺ προωθοῦντο στὸ μέτωπο ἔφθαναν καθημερινὰ τὶς τρεῖς χιλιάδες. Ὁλόκληρη ἐκστρατεία.

Ὡστόσο, δὲν ἦσαν μόνον οἱ γυναῖκες τῶν ἀστικῶν κέντρων ποὺ πρόσφεραν στὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδας. Ἦσαν καὶ οἱ χιλιάδες ἁπλές, ἀνώνυμες γυναῖκες ποὺ ἔκαναν τὴ βελόνα τους σπαθὶ καὶ τὸν καημό τους τραγούδι καὶ προσευχὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἄνοιξαν τὰ μπαοῦλά τους, ξήλωσαν τὶς προῖκές τους, ἐκποίησαν τὶς βέρες τους, καὶ πάνω στὰ δέματα γιὰ τοὺς φαντάρους καρφίτσωναν εὐχές.

Ἡ ἐπιστράτευση φέρνει μιὰ τομὴ στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅλων, διακόπτει τὴ φυσιολογικὴ ροὴ τῆς ζωῆς, φέρνει ἄνω-κάτω τὴν οἰκογένεια.

Στὴν ἐπαρχία, οἱ γυναῖκες ἀντικαθιστοῦν στὶς ἀγροτικὲς καὶ κτηνοτροφικὲς δουλειὲς τοὺς ἄνδρες ποὺ ἔχουν στρατευθεῖ, καί, καθὼς τὰ ὑποζύγια λείπουν στὰ βουνά, ζώνονται τὸ ἀλέτρι, τὴν ἀξίνα, τὸ φόρτωμα. Ἀγόγγυστα, ὑπερήφανα. Στὶς πόλεις τὸ κενὸ τῆς παρουσίας τοῦ ἄνδρα ὡς παράγοντα τῆς οἰκονομικῆς ἐπιβίωσης τῆς οἰκογένειας, ἀλλὰ καὶ ὡς συνεκτικοῦ στοιχείου της, καλύπτουν οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες. Καλοῦνται ἀναγκαστικὰ νὰ γίνουν οἱ ἴδιες καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες, ἀγρότισσες καὶ ἀγρότες μαζί, μάννες καὶ πατέρες, νοικοκυρὲς καὶ κουβαλητές.

Τὸ τιμόνι τῆς οἰκογένειας καὶ τὴν εὐθύνη τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν τὸ ἔχει καθολικὰ ἡ γυναίκα. Καὶ αὐτὸς ὁ δυσυπόστατος καὶ πολύπλευρος ρόλος συχνὰ διαρκεῖ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν πολεμικὴ σύγκρουση, ἰσόβια, σὲ περίπτωση ποὺ ὁ ἄνδρας χάσει τὴ ζωή του ἢ μείνει ἀνάπηρος πολεμώντας. Μιλᾶμε γιὰ ὑπέρτατη προσφορά, θυσία γιὰ τὴν πατρίδα.

Στὸν ἐργασιακὸ τομέα, οἱ λίγες ἐργαζόμενες γυναῖκες στὰ ἀστικὰ κέντρα ἐπωμίζονται τώρα σὲ πολὺ μεγαλύτερο βαθμὸ αὐξημένες ἁρμοδιότητες καὶ εὐθύνες. Ἀντικαθιστοῦν τοὺς ἄνδρες, μάλιστα σὲ μιὰ πολεμικὴ περίοδο πολλαπλῶν στερήσεων (ἐλλείψεις μέσων, τροφίμων, γλίσχρες ἀμοιβές, εὐτελέστατο νόμισμα) καὶ μιᾶς χωλαίνουσας ἐπιχειρηματικῆς καὶ κρατικῆς μηχανῆς. Ἡ ἐργάτρια, ἡ γραμματέας, ἡ ὑπάλληλος, ἡ δασκάλα, εἶναι κι αὐτὲς ἡρωίδες τοῦ πολέμου. Τὸ Δημοτικὸ σχολεῖο ποὺ παρακολουθοῦσε ὁ γράφων εἶχε τέσσερις δασκάλες, κανέναν δάσκαλο.

Ὡστόσο, κανένα παράδειγμα αὐτοθυσίας, ἡρωισμοῦ καὶ λεβεντιᾶς δὲν πλησιάζει αὐτὸ τῆς Βορειοελλαδίτισσας γυναίκας. Σκληρή, ἀγέλαστη, μαυροφορεμένη μὲ τὰ γουρουνοτσάρουχα καὶ τὰ σεγκούνια της, μὲ τὸ τσεμπέρι της, ἡ Ἠπειρώτισσα καὶ ἡ Μακεδόνισσα παραστάθηκαν σὲ ὅλη τὴν ἐποποιΐα. Δὲν χρειάστηκε νὰ γίνει νόμος γιὰ τὴν ἐπιστράτευση τῆς γυναίκας. Ἡ γυναίκα ἐπιστρατεύθηκε μόνη της. Βοηθάει τὰ ἀδέλφια της καὶ τὰ παιδιά της πάνω στὰ κακοτράχαλα βουνὰ τῆς Πίνδου, συμπολεμάει. Ἀνοίγει τὶς διαβάσεις καὶ τὰ μονοπάτια ἀπὸ τὰ χιόνια. Ζαλώνει στοὺς ὤμους κασόνια μὲ πυρομαχικὰ καὶ ἐφόδια, ὅπλα καὶ πολυβόλα, ὅλμους καὶ ὀβίδες, μεταφέρει τραυματίες, θάβει νεκρούς.

Τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς κινητοποίησης, εἴκοσι γενναῖες Φλωρινιώτισσες στελέχωσαν τὰ νεοσυσταθέντα στρατιωτικὰ νοσοκομεῖα καὶ περιέθαλψαν τοὺς πρώτους τραυματίες τῆς πρώτης γραμμῆς. Στὰ χειρουργεῖα, ἀκρωτηριασμοί, δίχως παύση, γιὰ νὰ προλάβουν τὴ γάγγραινα. Οἱ πιὸ τυχεροὶ ἔχαναν κνῆμες. Κανεὶς δὲν βόγγηξε, δὲν ἔκλαψε τὴ μοῖρά του. Οἱ κοπέλες ἐκεῖ, στὸ καθῆκον. Δὲν κλονίσθηκαν οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀδιάκοπους συναγερμοὺς καὶ τοὺς ἀνηλεεῖς βομβαρδισμούς. Συνέχιζαν μὲ γυναικεία εὐαισθησία καὶ εὐσυνειδησία νὰ συμπαραστέκονται στοὺς πληγωμένους πολεμιστές.

Πολλὲς ἀκολούθησαν μὲ θάρρος καὶ αὐταπάρνηση τὶς μετασταθμεύσεις τοῦ 1ου στρατιωτικοῦ νοσοκομείου σὲ διάφορες πόλεις, ὅπως στὴν Κορυτσά, στὰ Γιάννενα, στὰ Βασιλικὰ καὶ ἀλλοῦ, μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Πολλὲς ἔπεσαν ἡρωικὰ τὴν ὥρα τῶν βομβαρδισμῶν τῶν νοσοκομείων καὶ τῶν νοσοκομειακῶν πλοίων ποὺ μετέφεραν τραυματίες.

Ὑπάρχουν  καὶ  μαρτυρίες  τῶν αὐτοπτῶν ἀπὸ τὸ μέτωπο ποὺ εἶναι συγκλονιστικές, συγκινητικές, μεγαλειώδεις:

«Ὅταν ἡ 8η Μεραρχία μας τῆς Ἠπείρου (Μέραρχος ὁ ὑποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμῆτρος) διετάχθη νὰ προελάσει καὶ νὰ καταλάβει ὁρισμένες διαβάσεις, βγῆκαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους κι οἱ γυναῖκες. Ἔφεραν στὶς πλαγιὲς τῆς Πίνδου τὰ πυροβόλα, τὰ πυρομαχικά, τὶς ὀβίδες μὲ γαϊδουράκια ἢ ἀκόμα καὶ στὴν πλάτη τους, τὴν ὥρα τῆς μάχης. Ἀνέβαιναν στὰ δύσβατα μονοπάτια τῶν χιονισμένων βουνῶν, ἐκεῖ ὅπου τὰ αὐτοκίνητα δὲν μποροῦν καὶ τὰ ζῷα ἀρνοῦνται νὰ προχωρήσουν, ἀλύγιστες, βουβές, μὲ ἀδάμαστη θέληση καὶ ἡρωικὴ αὐτοθυσία. Συμπαραστάθηκαν οὐσιαστικὰ στοὺς μαχητὲς τῆς Πίνδου, σὰν νὰ ἦσαν εἰδικὰ στρατιωτικὰ τμήματα ὀρεινῶν μεταφορῶν. Καὶ ὅταν οἱ νικητές μας προχωροῦσαν καὶ ἔφθασαν στὸν ποταμὸ Βογιοῦσα, εἶδαν οἱ ἀτρόμητες αὐτὲς γυναῖκες πὼς τὸ ἀπότομο ρέμα ἐμπόδιζε τοὺς σκαπανεῖς στὴ δουλειά τους καὶ ἔκαναν αὐθόρμητα κάτι ποὺ ξανάκαναν ὕστερα στὸν ποταμὸ Καλαμᾶ καὶ στὸ Δρίνο: μπήκανε οἱ ἴδιες μέσα στὰ νερά, καὶ πιασμένες σφικτὰ ἀπὸ τοὺς ὤμους σχημάτισαν πρόσχωμα (τεῖχος), ποὺ ἀνάκοβε τὴν ὁρμὴ τοῦ ποταμοῦ καὶ εὐκόλυνε τοὺς γεφυροποιούς!» (ἀφήγηση Τάκη Παπαγιαννόπουλου).

«7 Νοεμβρίου 1940. Συνάντησα γυναῖκες ποὺ κουβαλοῦσαν πυρομαχικά. Μία ἦταν 88 ἐτῶν. Τὰ χιόνια, ὁ πάγος, τὸ τρομερὸ κρύο δὲν φαινόταν νὰ τὶς τρομάζει. Ὅλες γεμᾶτες χαρὰ ἤθελαν νὰ προσφέρουν στὸν στρατὸ ὅ,τι δὲν μποροῦσαν τὰ μεταγωγικὰ αὐτοκίνητα καὶ τὰ μουλάρια. Μία ἄλλη γυναίκα, διηγεῖται ὁ στρατιώτης, μοῦ εἶπε ὅτι κλείδωσε τὸ μικρὸ σὲ μιὰ καλύβα, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν στρατό. Τὸ βράδυ εἶδα μιὰ γριούλα νὰ κρατᾷ δύο μικρὰ καὶ ἡ μητέρα τους ζύμωνε ψωμὶ γιὰ τὸν στρατὸ μὲ τὸ φῶς δύο κεριῶν ποὺ εἶχε μέσα σὲ ἕνα ποτήρι. Ἀλήθεια, γυναῖκες-θαῦμα!» (ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο πολέμου τοῦ Ἀργύρη Μπαλατσοῦ).

Ὀκτώβριος τοῦ 1940. Ἦταν τότε ποὺ ἡ χώρα μας, ἂν καὶ γνώριζε ὅτι ὁ ἀντίπαλος ἦταν ἰσχυρότερος καὶ πὼς οἱ Μῆδοι θὰ διαβοῦνε, πολέμησε καὶ θαυματούργησε. Συνήγειρε τὴν ἀνθρωπότητα.

Νὰ τί προσέφερε ἡ Ἑλλάδα στὴν παγκόσμια τότε ἀπελπισία! Τὸ πρῶτο χαμόγελο τῆς Νίκης. Τότε ποὺ ὁ πατέρας τῆς Νίκης, ὁ Βρετανὸς πρωθυπουργὸς Τσῶρτσιλ, εἶπε ἀπὸ τὸ BBC ἐκεῖνο τό: «… τώρα θὰ λέμε, Οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν Ἕλληνες».

Ἦταν τότε ποὺ ἡ γυναίκα τῆς Πίνδου ἔγινε θρῦλος, ἀφίσα, τραγούδι, πέρασε τὰ σύνορα, συγκίνησε τὸν κόσμο, ἔγινε πρότυπο ἡρωισμοῦ, κινηματογραφικὴ ταινία ποὺ προβαλλόταν χωρὶς διακοπὴ στὸ Πικαντίλυ τοῦ Λονδίνου, γιὰ νὰ ἐμψυχώνει τὸν πληθυσμὸ τῆς ἀγγλικῆς πρωτεύουσας ποὺ καθημερινὰ βομβαρδιζόταν ἀπὸ τοὺς ναζί.

Καὶ οἱ ἑλληνικὲς πόλεις μετροῦν τοὺς δικούς τους νεκροὺς ἀπὸ τοὺς ἰταλικοὺς βομβαρδισμούς. Ἀλλὰ οἱ Ἑλληνίδες ἐξακολουθοῦν, μαζὶ μὲ τὸν πόλεμο τῆς βελόνας, νὰ διαβάζουν ἐφημερίδες, νὰ πηγαίνουν θέατρο, νὰ ἀκοῦνε τραγούδια τῆς Βέμπο ποὺ γελοιοποιοῦν τὸν εἰσβολέα καὶ τὶς κάνουν νὰ αἰσιοδοξοῦν καὶ νὰ παλεύουν.

Ναί, ἡ παρουσία τῆς Ἑλληνίδας τοῦ ’40 ἦταν εὐλογία Θεοῦ. Ἡ Ἑλληνίδα τοῦ ’40 ἔδρασε οἰκειοθελῶς, ἀποφασιστικὰ καὶ χωρὶς ὑστεροβουλία, γιατὶ ἔπρεπε, χωρὶς τιμητικὲς ἀμοιβές, βαθμοὺς καὶ τίτλους, χωρὶς παράσημα καὶ μεγαλόσταυρους, χωρὶς τελετὲς καὶ παράτες, χωρὶς συντάξεις. Γιατὶ εἶναι Σύμβολο, Ἰδέα. Καὶ οἱ Ἰδέες δὲν ἀνήκουν στά «γήινα»· ἀνήκουν στὴν Ἱστορία.


Πηγή: (Περιοδικό «Ακτίνες» Έτος 82ο | Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2019 | Αριθ. 777)

Πηγή Μαμά, Μπαμπάς και Παιδιά.