Η ΟΣΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΑΓΑΘΗΣ ΜΕΓΑΛΟΓΕΝΟΥΣ
Εισαγωγή
Βαθειά συγκίνηση διακατέχει το είναι μου από την στιγμή πού αποφάσισα να γράψω κάτι για την αγία ζωή της αγαπημένης μας Γερόντισσας Άγάθης. Όμως, μια έντονη επιθυμία, με παρακινεί να μη σιωπήσω, για να μην απολησμονηθεί ή απλή, ή αγαθή Γερόντισσα με το φτωχικό μοναχικό της τριβώνιο και να ξέρει ή καινούργια μας γενιά πώς δεν έλειψαν κατά καιρούς οι Άγιοι. Πώς να ξεχάσουμε όλοι μας και ημείς περισσότερο τά πνευματικά της τέκνα την γαλήνια εκείνη ασκητική μορφή, την ομορφιά της ψυχής, την αρχοντιά και ομορφιά του προσώπου της. πού δεν ήταν ανθρώπινη, αλλά φωτισμένη από την θεϊκή δύναμη; Γι’ αυτή λοιπόν την φωτεινή φυσιογνωμία που είχε την ικανότητα και κατόρθωσε να μεταδώσει τον πλούσιο πνευματικό της θησαυρό και να φέρει τόση καρποφορία στις ψυχές μας και γιατί ή εποχή μας ζητά μορφές να φωτίζουν τά σκοτάδια.
Ή Ηγούμενη Γερόντισσα Άγάθη, υπήρξε ένας ολοφώτεινος φάρος πού φώτιζε κάθε σκοτεινιά, γιατί ζούσε στο φώς και στην αλήθεια.
1. Τά παιδικά της χρόνια
Ή Μακαριστή Ηγούμενη Γερόντισσα Άγάθη, γεννήθηκε στο Νιοχώρι, ένα ασήμαντο χωριουδάκι περίπου ένα χιλιόμετρο έξω της πόλεως Ληξουρίου της νήσου Κεφαλληνίας το έτος 1898. Το κοσμικό της όνομα ήτο Δήμητρα και όταν έγινε μοναχή πήρε το όνομα Άγάθη. Οι γονείς της ήταν ενάρετοι και μεγάλωσε με χριστιανικές αρχές. Ό πατέρας της ώνομάζετο Ανδρέας Μεγαλογένης και ή μητέρα της Αναστασία. Είχε τρεις αδελφούς και τρεις άδελφάς. Ό Θεός της είχε δώσει πολλά προσόντα, αντίληψη, θέληση δυνατή και όλοι θαύμαζαν την σπάνια καλοσύνη της. Στο σχολείο, Δημοτικό και Σχολαρχείο, ήτο αριστούχος.
Διαρκώς μελετούσε. Ή φιλομάθειά της ήτο μεγάλη γι’ αυτό και μορφώθηκε αρκετά για την εποχή της.
Από μικρή ένοιωθε μια υπερκόσμια ανερμήνευτη χαρά, καθώς και ή ίδια συχνά μάς διηγιόταν, να τρέχει στην εκκλησία, πού μέρα με την ημέρα ό θείος ζήλος της έγινε πόθος. Δεν της άρεσε να συναναστρέφεται με ανθρώπους αντίθετους προς τον χαρακτήρα της. Όταν τελείωσε το Σχολαρχείο, διορίσθηκε νηπιαγωγός. Έως σήμερα μιλούν όλοι για το ήθος της. Ήτο τόσο συνετή και με το πέρασμα τού χρόνου κορυφώθηκε ό πόθος της για τη μοναχική ζωή. Στη μόνωση εύρισκε μεγαλύτερη ευχαρίστηση και πολύ ενωρίς βυθίστηκε στον πνευματικό κόσμο. Ανέπτυξε έντονο θρησκευτικό συναίσθημα και με την μεγάλη της ευσέβεια δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο.
Τά πνευματικά της σκιρτήματα της έδιναν τόση χαρά και ελπίδα και όλοι θαύμαζαν την αρετή της. Ήταν πρόθυμη να εξυπηρετεί όλους να τρέχει σε ιερές Ακολουθίες- να μελετά την ζωή των αγίων. Ή βαθειά της ταπεινοφροσύνη προκαλούσε τον θαυμασμό όλων. Η προσευχή της θερμή και αδιάλειπτη, τά λόγια της κατάμεστα από θεία γνώση και σοφία και ένοιωθε δυνατή έλξη μόνο για τις ουράνιες χαρές. Την συγκινούσε αφάνταστα ή ζωή των άγιων και ό πόθος της ήτο μεγάλος να φορέσει το Αγγελικό Σχήμα. Απέναντι ακριβώς από το χωριουδάκι της σε πολύ μικρή απόσταση πάνω σ’ ένα κατάφυτο και καταπράσινο λοφίσκο δέσποζε στα φωτεινά μάτια της νεαράς Δήμητρας ή Μονή της Ύπεραγίας Θεοτόκου Κορωνιωτίσσης, όπου σαν πόλος έλξεως τραβούσε την ψυχή της.
Δεν περνούσε ήμερα πού να μην επισκεπτόταν την ερειπωμένη τότε Μονή και να ανάβει το καντηλάκι της θαυματουργού Κορωνιωτίσσης, κρυφά από τον αυστηρότατο πατέρα της. Μόνον ό Κύριος γνωρίζει τις θερμές προσευχές της και τά καυτά δάκρυα της και τον πόθον της ψυχής της, όταν παρευρίσκετο στον ιερόν εκείνον χώρο. Η ψυχή της λαχταρούσε να παραμείνει κοντά στην Παναγία και μύριες υποσχέσεις έδιδε στο ερειπωμένο εκκλησάκι και τά κελλάκια... Έφευγε με την ψυχή της γαληνεμένη ότι όταν θα έλθει το πλήρωμα τού χρόνου η Μεγαλόχαρη θα την αξιώσει να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες της. Και δεν άργησε να έλθει.
2. Ή νεαρά Δήμητρα εγκαταλείπει τον κόσμο
Το 1927 σωτήριο δι’ αυτήν έτος και εις ηλικία 29 ετών γεμάτη ζωή και σφρίγος, ή αγαθή και άδολη ψυχή της νεαράς Δήμητρας αναζητά τον Κύριον... «Όν τρόπον επιδοθεί ή έλαφος επί τας πηγάς των ύδάτων, ούτως έπιποθει ή ψυχή μου προς Σε ό Θεός»
(Ψαλμ. ΜΑ-41) ακαταπαύστως ψέλλιζαν τά αγνά χείλη της τά υποδαύλιζε ό πόθος της ψυχής της. Ύπακούσασα λοιπόν εις την φωνή του Ευαγγελίου την λέγουσα ότι «πας ος άφήκεν οικία ή αδελφούς ή αδελφός, ή πατέρα ή μητέρα... ενεκεν του ονόματος μου έκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 10,28), έγκατέλειπη την κοσμική ματαιότητα και προσεκολλήθη «τω Κυρίω τω ώραίω κάλλει παρά πάντας βροτούς».
Έκτοτε έγκαταβίωσε εις την ερειπωμένη Μονή της Ύ. Θεοτόκου σε δύο απέριττα Κελιά με την ψυχή γεμάτη πνευματική αγαλλίαση και με την σταθερά απόφαση να μην επιστρέψει πλέον εις τά οπίσω. «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον και βλέπων εις τά οπίσω, εύθετός εστίν εις την Βασιλείαν του Θεού»(Λουκά θ, 62).
Από τότε άρχισε να κοπιάζει περισσότερο διά την αγάπη του Χριστού. Πολλαπλασίασε τη νηστεία της, την προσευχή, τις μετάνοιες και τούς αγαπημένους της ταπεινούς στοχασμούς. Σκοπός της ήτο να ανακαινίσει εκ βαθέων το ιερό αυτό Ησυχαστήριον και να το καταστήσει με την βοήθεια του Θεού φάρο φωτεινό και λιμάνι σωτήριο διά τούς πλέοντας την πολυτάραχο θάλασσα της ζωής. Τις δοκιμασίες και πειρασμούς πού αντιμετώπισε από την πρώτη ημέρα της αφοσιώσεως της, τις δύναται να απαριθμήσει; Όλους όμως αυτούς τούς πειρασμούς από ορατούς και αοράτους εχθρούς τούς αντιμετώπισε με πολύ πνευματικόν και σωματικό κόπο και ιδιαιτέρως με την δύναμη του Κυρίου και της Ύπεραγίας Θεοτόκου, την οποίαν υπεραγαπούσε και επικαλείτο θερμώς εις βοήθεια. Με ακράδαντο λοιπόν πίστιν εις την ύπεραγίαν Θεοτόκον και με την βοήθεια των πιστών χριστιανών, οι οποίοι βλέποντες την αγία ζωή της και το ψυχικό μεγαλείο της, την βοηθούσαν παντοιοτρόπως, άρχισε την άνακαίνισιν της Μονής.
Από την στιγμή αυτήν αρχίζουν οι μεγαλύτεροι πειρασμοί της Εκκλησιαστικοί παράγοντες βρίσκονται αντίθετοι προς το φρόνημά της.
Δεν πτοηθεί όμως ή τρυφερή καρδιά της, αλλά γεμάτη από πνευματικά συναισθήματα άφησε για λίγο να καταπαύσει ή τρικυμία πού σήκωσε στις ψυχές ό ανθρωποκτόνος διάβολος και έπεδόθη με μεγαλύτερο ζήλο εις προσευχές ολονύκτιες επικαλουμένη την βοήθεια τού μεγάλου Θεού, όπως σταλάξει ειρήνη εις τας ψυχάς των φερόντων εμπόδια εις το έργον της.
Ό Κύριος, ό οποίος έπακούει αμέσως αυτούς, πού τον επικαλούνται με πίστιν, είσήκουσε την θέρμη προσευχή της Γερόντισσας. Με μόχθο και πολύ κόπο κατόρθωσε να ανακαινίσει τά ερειπωμένα Κελλάκια. Συγχρόνως ή Θεοτόκος βλέπουσα τον ένθεο ζήλο της και την λαχτάρα της ψυχής της εις το να δημιουργήσει μοναστική Αδελφότητα της έστειλε μια άλλη ψυχή που έτρεφε τά ίδια με αυτήν ιδανικά, την αδελφή Ασπασία Μοσχονά, την μετέπειτα Λεοντία, ηγούμενη της Ιεράς Μονής τού Αγίου Γερασίμου. Μαζί τώρα και οι δύο καθώς λέγουν και αι Παροιμία; ότι: «αδελφός ύπ’ άδελφον βοηθούμενος ώς πόλις οχυρά» (Παρ. ΙΗ', 19) έπεδόθησαν επί το έργον. Γνωρίζοντας δέ το ρηθέν ύπό του Αποστόλου Παύλου ότι: «ει τις ου θέλει έργάζεσθαι, μηδέ έσθιέτω»(Β' Θεσ.
Γ, 10), όλην την ημέρα δούλευαν πότε χειρωνακτική εργασία, πότε κεντούσαν εργόχειρα και περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της νύκτας με ολόθερμες προσευχές και γονυκλισίες. Ζούσαν μία ζωή μεταξύ ουρανού και γης.
Όμως, επειδή ό λύχνος δεν τίθεται υπό τον μόδιον, αλλά επί την λυχνίαν διά να φωτίζει τούς εισερχόμενους εν τη οικία, έτσι και ή ενάρετος ζωή των δύο αδελφών έλαμψε σε ολόκληρο το νησί. Αθρόες ψυχές από όλα τά μέρη της νήσου περνούσαν από το φτωχό Ησυχαστήριον και έφευγαν με την ψυχή γαληνεμένη και γεμάτη από την Αβραμιαία φιλοξενία των δύο αυτών υπάρξεων.
Ότε ό Κύριος ευδόκησε και μετά από πολλές προσευχές, νηστείες, παρακλήσεις εις το ταπεινό τότε Ησυχαστήριον προσήλθον και άλλες ψυχές πού «ως διψώσαι ελαφοι ετρεχον επί τας πηγάς των ύδάτων» (Ψαλμ. 41,2), τότε με μεγάλη πνευματική αγαλλίαση δέχθηκε τις ψυχές αυτές ως ουράνια δώρα τού Θεού και τις περιέβαλε με πολλή στοργή και αγάπη. Ή χαρά της ήτο απερίγραπτη. Ή ψυχή της έπαλλε από ουράνιο μεγαλείο πού έβλεπε ότι ό Κύριος έπεΐδε επί την ταπείνωσίν της και πραγματοποίησε τούς πόθους της. Ό αριθμός των ψυχών πού συγκεντρώθηκαν γύρω της έφθασε κατ’ αρχήν τις πέντε ψυχές.
3. Τά πρώτα χρόνια της μοναστικής Αδελφότητος
Το Ησυχαστήριον της Γερόντισσας Άγάθης πλούσιο σε πνευματικά αγαθά, υπήρξε στην αρχή εξαιρετικά φτωχό σε υλικά αγαθά. Συχνά δεν είχαν ούτε νάμα για την θεία Λειτουργία ούτε λάδι για τις κανδήλες. Μερικές φορές υπέφεραν και από ολοκληρωτική στέρησιν τροφής. Ιδίως εις τά σκοτεινά χρόνια της κατοχής το 1941-44 όπου το φάσμα της πείνας περιπλανιώταν σε όλον τον κόσμο. Εις τις δύσκολες αυτές στιγμές απαιτούσε ή Γερόντισσα όλες να εμπιστεύονται στον Πανάγαθο Θεό, πού τρέφει κάθε ζωντανή ύπαρξη και ενδιαφέρεται με στοργή για όλα τά πλάσματά Του. Όταν αι μοναχαί διεμαρτύροντο για την στέρησίν των, εύρισκε αφορμή να τας νουθετεί λέγοντας:
«Εάν ό Κύριος φροντίζει για την διατροφή των πουλιών και των άλλων ζώων, δεν θα φροντίσει και για εμάς; Μία αφορμή ασκήσεως της υπομονής μάς παρουσιάζει και εμείς βαρυγκωμούμε τόσο; Θα δείτε πώς ή Παναγία θα μάς ανταμείψει εάν υπομείνουμε για λίγο την στέρησιν. Ό χρυσός με την δοκιμασία μέσα στην φωτιά κατεργάζεται και λάμπει». Ή πρόρρησης της δεν άργησε να εκπληρωθεί. Το επόμενο πρωί και μόλις είχαν τελειώσει την εωθινή Ακολουθία βγαίνοντας από την εκκλησία βρήκαν να τούς περιμένει καθισμένος στο μουράγιο της αυλής ένας γνωστός τους από την απέναντι πολιτεία Αργοστολιού με αρκετή ποσότητα φρεσκοψημένου ψωμιού και άλλα υλικά αγαθά. Ευχαρίστησαν την υπεραγίαν Θεοτόκον, που πάντοτε φθάνει αρωγός εις τας παρακλήσεις των.
«Βλέπετε άδελφαί και παιδάκια μου πόσο θαυμαστή είναι ή πρόνοια του Θεού; έλεγε νουθετώντας τις αδελφές. Βλέπετε πόσο πλούσια ανταμοιβή μάς έδωσε ό Θεός για την υπομονή πού δείξατε; Ή Παναγία μας ουδέποτε θα εγκαταλείψει τον Άγιο τούτον τόπον και εμάς τις ταπεινές πού ζούμε εδώ και την υπηρετούμε μέρα και νύκτα». Εις τέτοια δε μέτρα άγιότητος είχε φθάσει ή Γερόντισσα φαίνεται από το επόμενο περιστατικό. Υπήρξε εποχή πού το μοναστήρι στερείτο ελαίου.
Δεν υπήρχε λάδι- ούτε για τις κανδήλες. Ή Γερόντισσα προστάζει τότε την αδελφή Χριστονύμφη (νυν Ηγούμενη), να κατέλθει εις την αποθήκη και να γεμίσει το δοχείο λάδι διά τις κανδήλες. Ή μοναχή, γνωρίζουσα εκ των προτέρων ότι ό κάδος του λαδιού είχε προ πολλού αδειάσει, αρνήθηκε λέγοντας: «Γερόντισσα, νάναι ευλογημένο, άλλ’ όμως εις την αποθήκη δεν υπάρχει σταλαγματιά λάδι. Τότε της αποκρίνεται: «Πήγαινε, παιδί μου και ή πρόνοια του Θεού είναι μεγάλη».
Ή αδελφή Χριστονύμφη, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά κατέβη εις την αποθήκη με βεβαρυμμένη την ψυχή ότι θα επιστρέφει και πάλιν άπρακτη. Άλλ’ ώ των θαυμάσιων σου, Κύριε! Όπως άνοιξε την αποθήκη και πλησίασε στον κάδο τού λαδιού βλέπει όλως έκπληκτη το λάδι να έχει ανέλθει από τον κάδο και να χύνεται στο δάπεδο. Τότε γεμάτη χαρά και ως άλλοφρονούσα έτρεξε στη Γερόντισσα λέγοντας: «Γερόντισσα, ό κάδος γέμισε λάδι και χύνεται και απ’ έξω». Τότε ή όσια Μήτηρ χαμογέλασε ταπεινά και της είπε: «Βλέπεις, παιδί μου, τά μεγαλεία τού Θεού; ποτέ να μην άπελπιζόμεθα αλλά να έχωμε πίστιν ότι ό Κύριος ποτέ δεν θα μας εγκαταλείψει, εάν βέβαια και εμείς θα τον ευαρεστούμε. Ποτέ μη γογγύζετε! Έχετε εμπιστοσύνη στον Θεόν και προσεύχεσθε με πίστιν».
Ή φήμη της άρχισε ν’ απλώνεται παντού. Άλλοι μιλούσαν για την αυστηρή της νηστεία και εγκράτεια. Άλλοι για την απλότητα και την απάθεια της• Άλλοι έμεναν κατάπληκτοι με την Αβραμιαία φιλοξενία και ελεημοσύνη της. Πολλοί από τά γειτονικά χωριά και πόλεις έρχονται για να την συναντήσουν. Ό ένας ήθελε να την συμβουλευτεί, ό άλλος να συζητήσει ένα πρόβλημά του, ό τρίτος να τονωθεί με δύο λόγια της και ό καθένας έφευγε ευχαριστημένος για τον κόπο τού ερχομού του. Με πολλή αγάπη τούς δεχόταν όλους.
Είχε το χάρισμα του λόγου προφορικού και γραπτού, πού άγγιζε ως τά μύχια τις ψυχές των ακροατών. Άλλωστε και με κλειστό το στόμα δίδασκε το παράδειγμά της. Πολλές μάλιστα ψυχές της ζητούσαν να ζήσουν κοντά της, μεταξύ αυτών και ή γράφουσα τούς ταπεινούς λόγους τούτους. Ή Γερόντισσα συνήθως τις απέτρεπε προβάλλοντας τις δυσκολίες και τούς κινδύνους πού έχει ή μοναχική πολιτεία. Όταν όμως διαπίστωνε θερμό ζήλο, γενναίο φρόνημα και σταθερή απόφαση για μια αφιερωμένη ζωή υποχωρούσε στις παρακλήσεις. Έτσι σιγά-σιγά συγκεντρώθηκαν κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγησίν της δέκα ψυχές. Η ζωή τους κυλούσε ήσυχα και ειρηνικά. Καθημερινά πύρινες προσευχές υψώνονταν προς τον Κύριον. Για τις θείες Λειτουργίες ερχόταν και εξυπηρετούσε το μοναστήρι ο αείμνηστος λευίτης παπά-Ανδρέας Δρακονταειδής, ό όποιος επί (30) έτη και πλέον προσέφερε τις υπηρεσίες του και έζησε από κοντά την όσιακήν ζωήν της γερόντισσας. Ή εγκράτεια, ή ταπείνωσης, ή ευλαβική της ζωή αποτελούσε παράδειγμα για όλες τις αδελφές και ιδιαιτέρως ή ελεημοσύνη της.
Προτιμούσε να στερείται ή ίδια και πολλές φορές άφηνε νηστικιές τις αδελφές και ιδίως στις δύσκολες εποχές της φοβέρας κατοχής, για να ανακουφίζει την δυστυχία των άλλων, εκπληρώνοντας έτσι την ευαγγελική περικοπή την λέγουσα ...«τω αίτούντι σοι δίδου και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη άποστραφής». (Ματ. Ε', 42). Έχουσα δε ύπ’ όψιν της την ευαγγελική περικοπή: «Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε και εν ο μετρώ μετρείται μετρηθήσετε υμίν»(Ματ. Ζ. 1) ποτέ δεν κατέκρινε κανέναν, όλους τούς θεωρούσε και τούς έβλεπε σωστούς και τέλειους και μόνον τον εαυτόν της ελεεινολογούσε. Περισσότερο δε μάς συνιστούσε να είμαστε προσεκτικές πάνω σε αυτήν την φοβερή αμαρτία της κατακρίσεως και μάς έλεγε συχνά: «Παιδιά μου προσέχετε την κατάκριση. Άλλος κρατά την πέννα και γράφει. Ή κρίσις είναι του Θεού». Πολύ λυπόταν ή ψυχή της μέχρι δακρύων όταν άκουε να ίεροκατηγορούν, νουθετούσε εμάς συχνά κατά μόνας όσο και εις τούς θέλοντας άκούσαι εξ αυτής σωτήριο λόγον λέγοντας: « Έ, παιδιά μου, μη γίνεσθε ίεροκατήγοροι.
Ή ίεροκατηγορία είναι φοβερό αμάρτημα. Ό ιερεύς του Κυρίου οποιοσδήποτε και αν είναι, είναι πυρ καταναλίσκον όταν ούτος είναι ενάρετος και επομένως μάς καίει όταν τον κατηγορούμε και κάρβουνο σβησμένο όταν δεν είναι ενάρετος, οπότε μάς αμαυρώνει. Επομένως και στις δύο περιπτώσεις εμείς είμαστε ζημιωμένοι». Αγαπούσε δε υπερβολικά και σε αφάνταστο σημείο τούς ιερωμένους γενικά, διότι καθώς έλεγε - και έτσι είναι-, είναι οι μόνοι οι όποιοι δύνανται να χορηγήσουν στην ψυχή μας το ύδωρ το ζων και να την καθαρίσουν μέσα στο λουτρό της εξομολογήσεως και της μετάνοιας και εις το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.
4. Ή κουρά της εις μοναχή
Εις το Ησυχαστήριο της Γερόντισσας Δήμητρας κυλούσαν τά χρόνια μέσα σε μια πνευματική ευδαιμονία και ψυχική ανάταση οπότε σε μια ολόθερμη κατανυκτική Ακολουθία και αγρυπνία έλαβε ή Γερόντισσα το Αγγελικό σχήμα από τον Καθηγούμενο της ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου τού Αγίου Όρους αείμνηστο Σεραφείμ Πανταζάτον, μετενομασθείσα εις Αγάθην Μοναχή.
Ή ταπεινώς ιστορούσα τον όσιακόν βίον της Γερόντισσας Άγάθης έγκαταβίωσα εις την θεόσωστον ταύτην Μονήν το έτος 1967. Έκτοτε ζούσα από κοντά το ψυχικό αυτής μεγαλείο. Σαν μεγαλόσχημος Μοναχή πλέον και Ηγουμένη, δεν άλλαξε τον αυστηρό τρόπον ζωής και προσπαθούσε ακριβέστερο να εφαρμόζει τούς μοναχικούς κανόνες. Διαρκώς έφερνε στην καρδιά της τά λόγια τού Κυρίου «Όστις θέλει υμών γενέσθαι πρώτος έσται πάντων δούλος» (Μάρκ. ι, 44). Πρώτη ερχόταν στις Ακολουθίες και έφευγε τελευταία. Στεκόταν μέσα στο στασίδι της, στο αναλόγιο ευθυτενής χωρίς να επιτρέπει εις τον εαυτόν της να ακουμπήσει στον τοίχο ούτε να καθίσει στο στασίδι.
Μάς εμψύχωνε εις τούς αγώνας μας και θέρμαινε τον ζήλο μας με διηγήσεις από τούς βίους των μεγάλων ασκητών. Δεν περνούσε δεύτερη νυχτιά πού να μην εξορμούσαμε εις τά αγαπημένα μας ερημοκκλήσια κείμενα γύρω της Μονής για τις ιερές ολονύκτιες Ακολουθίες συνοδευόμενες πάντοτε από αρκετές φιλόθεες ψυχές και τον ακούραστο ιερέα Ανδρέα Δρακονταειδή. Στις διαδρομές μας, πότε μας νουθετούσε και πότε μέσα εις την απεραντοσύνη της νύχτας και κάτω από τον κατάστερον ούρανόν άκου γάταν ή αιθέρια φωνή της ψάλλουσα το «έν όδω με βαδίζοντα έν Θαλάσση με πλέοντα έν νυκτί καθεύδοντα περιφρούρησον», γεμίζοντας την γαλήνη της νύκτας με την ψαλτική της. Ό ενθουσιασμός της για τις νυκτερινές αυτές Ακολουθίες ήτο τόσο ένθερμος και μεταδοτικός, πού γέμιζε και τις δικές μας ψυχές και παρακαλούσαμε ποτέ να μην ξημερώσει.
5. Το κοινοβιακό τυπικό
Το Ησυχαστήριον της Γερόντισσας Αγαθής λειτουργούσε και λειτουργεί κανονικά και θεάρεστα απαράλλακτα με το τυπικό της ιερός Μονής Αγίου Παύλου Αγίου Όρους έως της σήμερον. Ένα μόνο σύννεφο αμαύρωνε κάποτε - κάποτε την φωτεινή μορφή της Γερόντισσας. Αι άδελφαί τότε άνήσυχαι την ρωτούσαμε:
«Γερόντισσα, τί έχεις; Γιατί αυτή ή ανησυχία και το άγχος σε περιβάλλουν; Πες σε ημάς τά τέκνα σου πού σε υπεραγαπούμε τί σε απασχολεί;
Αυτή τότε, μετά τις πιέσεις μάς έλεγε:
«Παιδιά μου, ή Παναγία μας πλήρωσε όλους τούς πόθους μου, όλα τά αιτήματα μου. Μου χάρισε εσάς τά αγαπημένα μου πνευματικά παιδιά, κτίσματα, κτήματα κ.λπ. και είμαι πολύ ευτυχισμένη βλέποντας το Μοναστηράκι μας να προοδεύει κάτω από την σκέπη της Θεομήτορος. Ένα όμως σύννεφο θολώνει την ψυχή μου. Το Μοναστήρι μας δεν βρίσκεται υπό την προστασία της Εκκλησίας και αυτό με στενοχωρεί πολύ. Παρακαλώ θερμά την Θεοτόκο και επιβάλλω και σε σας να προσεύχεσθε να μάς υποδείξει τον τρόπον με τον όποιον θα ύπαχθώμεν και εμείς εις την Εκκλησία». Τότε υπήρχαν πολλά εμπόδια λόγω της κτητορικής εξουσίας πού είχαν οι συγγενείς της εις την περιουσία της Μονής.
Συμπάσχαμε και εμείς (αί μοναχαί) με την Γερόντισσά μας έως ότου ήλθε το πλήρωμα τού χρόνου επί Σεβ/τάτου Μητροπολίτου Κεφαλληνίας Προκοπίου Μενούτη. Ύστερα από μεγάλο αγώνα μεταξύ Γερόντισσας και οικείων της και άλλων το 1967 σωτήριο διά την Μονή μας έτος, εισήρθε πλέον το αγαπημένο μας Ησυχαστήριον της Γερόντισσας Αγαθής εις τούς κόλπους της Εκκλησίας ως ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΥΠΕΡ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΡΩΝΙΩΤΙΣΣΗΣ.
'Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης κ.κ. Προκόπιος Μενούτης και ή συνοδεία του, έδειξαν ένθερμο ζήλο για τη νεοσύστατο ιερά Μονή και πολλή αγάπη και πνευματική στοργή για την Γερόντισσα Άγάθη και την Συνοδεία της. Μάλιστα τόσο πολύ εκτίμησε και θαύμασε την ταπεινοφροσύνη της Γερόντισσας ό Σ. Μητροπολίτης κ. Προκόπιος και τις άλλες αρετές της πού την κοσμούσαν, ως αγαθοσύνη, πραότητα, ελεημοσύνη, διάκριση κ.λ.π. πού της πρότεινε να την καταστήσει Ηγουμένη εις την Ί. Μονή τού Αγίου Γερασίμου. Είχα την τύχη και παρευρισκόμουν κοντά της όταν της το πρότεινε. Όπως το άκουσε, λες και έπεσε ό ουρανός και την σκέπασε. Άλλη πιθανώς εις την θέσιν της θα χαιρόταν από αυτήν την τιμητική πρόταση. Αυτή, ή Γερόντισσα, αντιθέτως, σκυθρώπιασε, σηκώθηκε, τού βάζει εδαφιαία μετάνοια και με πολλή μετριοφροσύνη τού λέει:
«Αφέντη μου, διότι έτσι συνήθιζε να αποκαλεί τούς Ίεράρχας, να ’ναι ευλογημένο, μα θα προτιμούσα να παραμείνω μέχρι τέλους της ζωής μου εις την μετάνοιά μου και κοντά στα πνευματικά μου παιδιά. Σε παρακαλώ κάνε μου την χάρι αυτή».
Ό Σεβασμιότατος μειδίασε, είδε την αγωνία της και άπαντά:
«Μην ανησυχείς, Γερόντισσα, θα γίνει το θέλημά σου. Έκτοτε δεν της το ξανάπε. Κυλούσαν τά χρόνια ήρεμα και ειρηνικά. Από 5 μοναχές γίναμε 9 (εννέα). Περισσότεροι κόποι για τη Γερόντισσα και φροντίδες ακατάπαυστες οι ολονύκτιες προσευχές της και οι στεναγμοί της καρδίας της. Ήταν αυστηρή, προσηλωμένη στο μεγάλο της όραμα, στα μυστικά της βιώματα, γιατί στη μοναχική της ζωή είχε στόχο την τελειότητα: «γίνεσθε "Άγιοι ότι Άγιος ειμί εγώ» (Α Πέτρ. Α, 16) επαναλάμβανε συχνά. Ώ, άγια άπλότης! Πόση χάρη βρήκε με την ταπεινοφροσύνη, πού είναι - έλεγε συχνά - ή αρχή και το θεμέλιο των αρετών. Ποθούσε να στηρίξει εκτός από εμάς τά πνευματικά της τέκνα, όσο πιο πολλές ψυχές μπορούσε. Ό γραπτός της λόγος έφθανε πέρα από τον Ελλαδικό χώρο, σε όλες τις ηπείρους και γέμιζε ανακούφιση, ελπίδα και πίστιν τούς ανθρώπους. Δεν την ανέπαυε ό δικός της πνευματικός πλούτος, ήθελε να τον σκορπά και στους συνανθρώπους της. Η ζωή της όλη ήτο ένας σκληρός αγώνας, μα ή αρετή δεν κερδίζεται εύκολα.
Γνωρίζουσα το πατερικό απόφθεγμα: «για να λάβεις πνεύμα θα χύσεις αίμα» επιδιδόταν σε σκληρούς αγώνας και σε σημείο αφάνταστο αδιαφορούσε για τον εαυτόν της, ενώ διά εμάς, τά πνευματικά της τέκνα, ήτο πάντοτε επιεικής.
«Πάσα σαρξ, έλεγε, ως χόρτος και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου. Έξηράνθη ό χόρτος και το άνθος αυτού εξέπεσε το δε ρήμα Κυρίου μένει εις τον αιώνα» (Α'Πέτρου Α. 24).
Μία από τις πολλές αρετές στην όποια διηκόνησε με πολύ ζήλο και αύταπάρνησιν ή αείμνηστος Γερόντισσά μας ήτο εκείνη της αγάπης. Συχνά μάς νουθετούσε λέγοντάς μας:
«Διακαής πόθος μου, παιδιά μου είναι να κυριαρχεί στον ιερόν χώρο του Μοναστηριού μας ή θεϊκή αγάπη. Ή αγάπη τού Θεού να βασιλεύει στις καρδιές μας και με θεϊκόν ζήλο θα προχωρούμε στον ώραΐον μας προορισμό. Ας χτίζουμε το οικοδόμημα της μοναχικής μας ζωής επάνω σε γερά θεμέλια της πίστης και της αγάπης. 'Ας μην ξεχνούμε πώς όσες μπάρες και καταιγίδες συναντήσουμε στην ζωή μας θα 'χουμε την πιο μεγάλη δύναμη πού υπάρχει στον κόσμο, την αγάπη, διότι «ό Θεός αγάπη εστί».
6. Το όσιακό τέλος της Γερόντισσας Άγάθης
Όλοι οι άνθρωποι έπλάσθημεν θνητοί, και κατά συνέπεια θα πληρώσουμε όλοι το κοινό χρέος ύστερα από πολλούς πόνους και θλίψεις, διότι «γη έσμέν και εις γην άπελευσόμεθα», άκολουθώντας το παράδειγμα τού Ιησού Χριστού ό όποιος «επαθε υπέρ ημών ίνα τοις ΐχνεσι αυτού άκολουθήσωμεν». Κατά τον ίδιο τρόπο και ή Γερόντισσα Άγάθη από τούς πολλούς κόπους πού έδοκίμασε εις τον υπεράνθρωπο αγώνα της διά την ανακαίνιση της ιεράς Μονής της την οποίαν αξίωσε ό Κύριος και είδε όπως ή άδολη και αγνή ψυχή της ποθούσε, εις τον πνευματικόν καταρτισμό των πνευματικών της τέκνων και της δικής της ψυχής, ως άνθρωπος φέρουσα σάρκα και την γήν οίκούσα, λύγισε, αίρουσα τον βαρύ σταυρόν ύπό τις άσθένειες της σαρκός.
Δεν λύγισε όμως το πνεύμα της, ουδέ εγκατέλειψε τον αγώνα της αλλά συνέχισε τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά της έως τις τελευταίες στιγμές της επιγείου ζωής της. Ή Γερόντισσα Άγάθη τον τελευταίο καιρόν της ζωής της επωμιζόμενη το βάρος των 95 ετών ασκητικής ζωής αύτοσυγκεντρωνόταν εις τον εαυτόν της. Σπάνια μιλούσε το στόμα. Μιλούσε όμως περισσότερο με την σιωπή της και τη νοερά προσευχή της, ή οποία την συνόδευε μέχρι τις τελευταίες στιγμές της ζωής της.
Το τετριμμένο και ξεθωριασμένο από την ασταμάτητη ευχή κομποσκοίνι της, το όποιον δεν αποχωριζόταν ούτε και εις την καθ ύπνο ησυχία, είχε γίνει ό αχώριστος σύντροφός της. Πήρε και βάραινε με τον καιρό και ή χρονιαία αρρώστια της έδωσε πιο έντονα το παρόν της, προετοιμάζοντάς μας διά το μεγάλο της ταξίδι. Τις τελευταίες ήμερες και εις το κορύφωμα της άσθενείας της (έπασχε από χολή) μέσα στοάς φρικτούς πόνους της, τις δεν θαύμαζε την Ίώβειον υπομονή της; Ή αδελφή Θεοκτίστη πού την διακονούσε θαύμαζε την πραότητα, την υπομονή και την αδιάλειπτο προσευχή της. Όλες πλέον αντιλαμβανόμεθα ότι ήρθε ή ώρα να χωριστούμε την αγαπημένη μας Μητέρα, τον πολύτιμο θησαυρό μας, την αστείρευτο πηγή της αγάπης, το στήριγμά μας. Ή θλίψις μας ήτο απερίγραπτη.
Βλέποντάς μας έτσι μάς παρηγορούσε λέγοντάς μας:
«Παιδάκια μου, αγαπημένα, μη θλίβεσθε. Ήρθε ό
καιρός της αποδημίας μου, μη κλαίεται. Εάν εύρω παρρησία ενώπιον του Κυρίου μας ποτέ δεν θα σάς αφήσω. Πρέπει και εγώ να πληρώσω το κοινό χρέος». Την τελευταία ήμερα και ενώ βρισκόταν επί της επιθανάτιου κλίνης, ήτο τότε Αύγουστος 23 προς 24 τού 1988, μάς κάλεσε κοντά της και με πολύ κόπο και γαλήνη πνεύματος πήρε να μάς λέγει αργά:
« Αγαπημένα μου παιδιά και αδελφές μου. Λίγα λόγια έχω να σάς πω τά τελευταία μου στη γη. Σάς αγάπησα εν Κυρίω ως τον Κύριον. Τώρα πού φεύγω σάς αφήνω εις την σκέπη της σπερμολογημένης Θεοτόκου και' Αειπάρθενου Μαρίας. Σε Αυτήν και εγώ είχα τις ελπίδες μου. Αυτήν είχα καταφύγιο μου και δεν στερήθηκα τίποτε. Ελπίζω δε ότι με τις πρεσβείες
Της θα σωθώ κατά χάριν, αν και δεν έκαμα κανένα καλό εις την ζωή μου. Όμως επειδή όλη μου ή ζωή εδώ κάτω εις την γήν ήτο δοσμένη στον Θεόν και εγώ ή ταπεινή πρώτη από εσάς κατοίκησα και φρόντισα τούτο το μέρος και ήλθατε και εσείς όλες όσες εύρίσκεσθε τώρα γύρω μου, σάς παρακαλώ, ως στερνή μου επιθυμία ποτέ να μην εγκαταλείψετε τον τόπον τούτον της μετάνοιας σας τον όποιον έχετε αγιάσει με την άσκητική ζωή σας. Να είσαστε όλες ενωμένες και ή αγάπη σας να περισσεύει πάντοτε. Μια ψυχή και μία καρδιά και μια σκέψη να έχετε όλες. Να ζείτε όπως σάς ερμήνευσα και σάς διέταξα επάνω εις το τυπικό και τας παραδόσεις των Αγίων Πατέρων.
Να αγαπάτε εν Κυρίω και να σέβεσθε τον πνευματικόν μας πατέρα, τον Δεσπότη μας, κ.κ. Σπυρίδωνα, διότι πολύ με έσεβάσθη και με εκτίμησε. Ποτέ να μην τον πικράνετε διότι ή ψυχή μου θα θλίβεται. Είναι άξιος της αγάπης μας, διότι μάς έσεβάσθη και μάς άγάπησε όσο κανείς άλλος, ως γνήσιος του Κυρίου Ποιμήν. Μεταξύ σας δε, να μην σάς λείψει ή αγάπη, διότι «ό Θεός αγάπη έστίν». Και λέγοντας τούς λόγους αυτούς έγειρε εξαντλημένη ατό μαξιλάρι της. Οι ώρες της επιγείου ζωής της ήσαν μετρημένες.., Πήρε να βραδυάζει... Σκοτεινιά είχε καλύψει και τις δικές μας ψυχές... Όλες γύρω από την κλίνη της γονατιστές εμπρός της, παρακολουθούσαμε τις τελευταίες στιγμές της... Εις το πρόσωπό της είχε απλωθεί μια ούράνια ομορφιά και γαλήνη πού μάς πρόκα- λούσε θαυμασμό, την οποία συνέχισε να έχει μέχρι την στιγμή πού την κάλυψε το χώμα τού τάφου. Παρακολουθούσαμε την άναπνοή της με πολύ αγώνα και ήσυχία, μήπως ταράξουμε τις τελευταίες ώρες το πνεύμα της με τούς λυγμούς και τά δάκρυα μας.
Σε μία στιγμή ή αδελφή Θεοκτίστη Λύγισε και φώναξε:
«Γερόντισσα, πού μας αφήνεις; » Κάνεις δεν μπορεί να περιγράφει εκείνη τη στιγμή. Ακόμη και τώρα πού αναλογίζομαι εκείνες τις στιγμές ή ψυχή μου γεμίζει πόνο και τά μάτια μου τρέχουν δάκρυα. Ενώ βρισκόταν ή ψυχή της έτοιμη να εξέλθει τού σώματος, με τη φωνή της αδελφής, το βλέμμα της μας αγκάλιασε μία προς μία και τά ολοφώτεινα και καθαρά από την αρετή μάτια της γέμισαν δάκρυα και κατέβρεξαν τις παρειές της. Στρέφει κατόπιν το βλέμμα της προς το άπειρον και μεν έναν αναστεναγμό ανακουφίσεως παρέδωκε την όσια ψυχή της εις ον ποθούσε Κύριον επί 95 έτη. Τώρα αγάλλεται ή ψυχή της μετά τού χορού των 'Αγίων απολαμβάνουσα τά βραβεία των κόπων της...
Αιώνια ή μνήμη σου αείμνηστη και αλησμόνητη Μητέρα και εύχου υπέρ ημών των ταπεινών τέκνων σου καθώς το υπεσχέθης.
Ιούλιος του 1991 Μοναχή Νεκταρία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΚΕΛΗ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ.
Ι.Μ. ΥΠ. ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΡΩΝΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ.
ΑΘΗΝΑ 1995.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ