Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Το "σκήνωμα της καλόγριας" που προκαλεί δέος στους Τούρκους



site analysis


Ένα σκήνωμα μιας ελληνορθόδοξης καλόγριας που εκτίθεται στο μουσείο της πόλης της Νίγδης στην Καππαδοκία, έχει προκαλέσει το τεράστιο ενδιαφέρον των Τούρκων που προσέρχονται κατά κύματα για να δουν και να θαυμάσουν με δέος, όσο και αν αυτό ακούγεται υπερβολικό, το λείψανο αυτό από την περίοδο που, στην περιοχή αυτή, στην αγιοτόκο Καππαδοκία, άκμαζε ο μοναχισμός, αφήνοντας μέχρι σήμερα την μεγάλη και ιστορική του παρακαταθήκη και στους σημερινούς κατοίκους της σύγχρονης Τουρκίας.

Όπως αναφέρουν τα τουρκικά δημοσιεύματα, (και είναι χαρακτηριστικό ότι το θέμα αυτό, δηλαδή το σκήνωμα της ελληνορθόδοξης καλόγριας, έχει προβληθεί από πολλές τουρκικές εφημερίδες, όπως της Milliyet), στην περιοχή της Νίγδης, όπου υπήρχε μια ανθούσα ελληνορθόδοξη κοινότητα μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών, ανακαλύφθηκε πριν από λίγο καιρό το σκήνωμα μιας ελληνορθόδοξης καλόγριας καθώς και τα οστά άλλων τεσσάρων παιδιών.

Η ανακάλυψη αυτή έγινε στην κοιλάδα της Ιλχάρα, στην περιοχή του Aksaray, μια περιοχή όπου υπήρχαν πολλά μοναστήρια μέσα σε σπηλιές και ολόκληρες πόλεις σκαμμένες κάτω από το έδαφος από την εποχή που κυριαρχούσε η ορθοδοξία και χιλιάδες μοναχοί μόναζαν στις σπηλιές της κοιλάδας.

Στην περιοχή αυτή εδώ και καιρό έγιναν κάποιες αρχαιολογικές ανασκαφές και σε μια από αυτές τις ανασκαφές, όπως ανέφερε ο Τούρκος αρχαιολόγος, Mustafa Eryaman, ανακαλύφθηκε το σκήνωμα αυτό το όποιο ανάγεται, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Τούρκου αρχαιολόγου, στην εποχή του Βυζάντιου.

Οι εξετάσεις που έγιναν στη συνέχεια στο σκήνωμα και στα οστά που ανευρέθηκαν, απέδειξαν ότι πρόκειται για μια νέα γυναίκα περίπου 22 ετών, ύψους 1 μέτρου και 62 εκατοστών, που μόναζε στη περιοχή και οι ίδιοι οι Τούρκοι την ονόμασαν χαρακτηριστικά, «Sarışın Rahibe», δηλαδή, «Η Ξανθιά Καλόγρια».

Η αιτία του θανάτου της δεν εξακριβώθηκε αλλά οι Τούρκοι υποθέτουν ότι συνέβη κάποιο βίαιο γεγονός που ίσως συνδέεται με τις γενικότερες εξελίξεις τη εποχής που έζησε η καλόγρια. Σύμφωνα με τον Mustafa Eryaman, η περίοδος που θα πρέπει να έζησε η καλόγρια αυτή θα πρέπει να είναι περίπου πριν από 1.100 χρόνια.

Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι οι Τούρκοι θεώρησαν την ανακάλυψη αυτή σαν μεγάλο γεγονός και στη συνέχεια μετέφεραν το σκήνωμα και το εναπόθεσαν σε εδική θήκη στο μουσείο της πόλης της Νίγδης.

Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι πως μόλις μαθεύτηκε πως στο μουσείο αυτό βρίσκεται το σκήνωμα μιας ελληνορθόδοξης καλόγριας, άρχισαν να καταφθάνουν πολλοί Τούρκοι για να δουν και να θαυμάσουν το σκήνωμα της «Ξανθιάς Καλόγριας» που προκάλεσε δέος με την εμφάνισή της.

Και αυτό γιατί παρά το ότι είχαν περάσει πολλοί αιώνες από τον θάνατό της διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση. Κάποιοι μάλιστα έκαναν νύξη για ιερό σκήνωμα που έμεινε άφθαρτο ένεκα της ιερότητάς του δια μέσω των αιώνων.

Ίσως πρόκειται για μια άγνωστη ελληνορθόδοξη αγία που αγίασε παρά την νεανική της ηλικία και έμεινε θαμμένη επί αιώνες για να έρθει σήμερα στην επιφάνεια σαν άλλο ένα σημάδι της αναδυόμενης ορθοδοξίας στην σύγχρονη Τουρκία, προκαλώντας το δέος των ίδιων των Τούρκων.

ΠΗΓΗ.ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ




Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

ΠΟΤΕ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ ΟΙ ΜΑΝΕΣ ;;;



site analysis

Οι ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ στις 2 Φεβρουαριου:ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ

Γιορτάζουμε όμως τη μάνα καθημερινά. Αναφέρουμε το όνομά της σε κάθε στιγμή της ζωής μας, γιατί δεν υπάρχει πιο θαυμάσιο πρόσωπο από το πρόσωπο της μητέρας.
«Τι μητρός θαυμασιώτερο;», θα γράψει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. 
Για την μάνα μίλησε ο Χριστός και μέσα στην ανέκφραστη οδύνη του, την παρέδωσε στο μαθητή Του, ως το πιο πολύτιμο κειμήλιο : «Γύναι, ιδού ο Υιός σου» και στο μαθητή Του :«Ιδού η μήτηρ σου».
Το πρόσωπο της μάνας το εγκωμιάζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Άλλωστε, πίσω από μεγάλες μορφές, κρύβεται το πελώριο ανάστημα κάποιας μάνας.
Γι’ αυτές θα πει χαρακτηριστικά ο ειδωλολάτρης Λιβάνιος : «αλοίμονό μας, αν οι χριστιανοί έχουν τέτοιες μανάδες!».
Και ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος, ο φωτισμένος αυτός Κληρικός, θα συμπληρώσει «Όλοι οι μεγαλοφυείς και πελώριοι άνδρες είναι δικά σας γεννήματα.
Από την αφανή εστία, παρά την οποία μυσταγωγείτε, διευθύνετε κατά βούληση τον ρου της ιστορίας. Είστε βασίλισσες του λίκνου μας και των καρδιών μας».

Την μάνα, κατά το Μέγα Βασίλειο, δεν την κάνει η γέννηση, αλλά η καλή ανατροφή. Γνώρισμά της, δεν είναι το ότι μόνο φέρει παιδιά στον κόσμο, αλλά η ηθική ανατροφή των παιδιών. «Η μητέρα», συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος, «είναι φρουρός των παιδιών».
Χρησιμοποιεί ως πρώτο μέσο προστασίας το καλό παράδειγμά της, τον τρόπο ζωής τον δικό της, καθώς και ολόκληρης της οικογένειάς της.
Οπλίζει τα παιδιά με την μάχαιρα του πνεύματος. 
Γι’ αυτό και όταν η μητέρα του φεύγει από τον κόσμο αυτό αισθάνεται την ανάγκη να επικοινωνήσει με τον επιστήθιο φίλο του, τον Άγιο Ευσέβιο Επίσκοπο Σαμοσάτων, και να του φανερώσει τον πόνο του γράφοντας τα εξής : «Τώρα, λοιπόν, ακόμη και εκείνη που ήταν η μόνη παρηγοριά στην ζωή μου, η μητέρα μου, και αυτήν την στερήθηκα εξαιτίας των αμαρτιών μου. Και να μην γελάσεις εις βάρος μου, επειδή κλαίω για την ορφανιά μου σε αυτήν την ηλικία, αλλά να με συγχωρήσεις που δεν μπορώ να υποφέρω το χωρισμό μιας ψυχής, προς την οποία δεν βλέπω τίποτα να μπορεί να συγκριθεί από αυτά που μου μένουν σε αυτόν τον κόσμο». 

Γεμάτος θαυμασμό και στην ίδια συχνότητα με το Μέγα Βασίλειο και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα γράψει πως στη ζωή μας, δεν θα συναντήσουμε άλλη στοργή και αγάπη τρυφερότερη και θερμότερη, βαθύτερη και αφιλοκερδή από την αγάπη της πονετικής και φιλόστοργης μάνας.
Γι’ αυτό, γεμάτος θαυμασμό, θα αναφωνήσει: «Μήτερ γλυκερή, και φίλτρον αμεμφές!» - «Μάνα γλυκειά, και αγάπη άδολη!». 

Την μάνα επαινεί η χρυσή αηδόνα της Εκκλησίας, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Γι’ αυτό και θα την επαινέσει στις περίφημες ομιλίες του : 
«Η μητέρα, όταν βλέπει το παιδί της να έχει πυρετό, αφού καθήσει κοντά του, όταν κατέχεται από τον πυρετό και καίγεται, πολλές φορές λέει με κλάματα στο άρρωστο παιδί : «Μακάρι, παιδί μου, να μπορούσα να είχα εγώ το δικό σου πυρετό και να καίγομαι εγώ αντί για σένα».

Και σε μια άλλη ομιλία του γράφει : «Και όσο ξύλο κι αν φάει από την μητέρα του το παιδί, αυτήν επιζητεί και από όλους αυτήν προτιμά. Κι αν ακόμη του δείξεις μια βασίλισσα με το στέμμα της, δεν την προτιμάει από την μητέρα του, που φοράει ρούχα κουρελιασμένα, αλλά θα προτιμούσε περισσότερο να ιδεί εκείνη με τα κουρέλια της, παρά τη βασίλισσα με τα στολίδια της. Γιατί το δικό του και το ξένο γνωρίζει να το διακρίνει, όχι με βάση τη φτώχεια και τον πλούτο, αλλά με βάση την αγάπη». 

Ακόμη και μέσα από τις δοκιμασίες, οι Άγιοι αισθάνονταν την ανάγκη να επικοινωνήσουν με τη μητέρα τους, ακόμη κι αν βρίσκονταν πάρα πολύ μακριά.
Αισθανόντουσαν θλίψη, αν κάτι συνέβαινε στο πρόσωπο αυτό. Ένα τέτοιο παράδειγμα το βλέπουμε στον πολύπαθο Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη.
Όταν πληροφορείται την ασθένεια της μητέρας του γράφει προς αυτήν τα εξής συγκινητικά : 
«Αν ήταν δυνατόν να μεταφέρονται δάκρυα μέσα στα γράμματα, θα πλημμύριζα αυτήν την επιστολή μου, και θα σου την έστελνα αυτές τις ημέρες. Γιατί, ειλικρινά, δεν αντέχω να ακούω τα νέα σου, και δεν εννοώ μόνο όσα μιλούν για θάνατο, αλλά και για αρρώστιες θανατηφόρες… Πώς να προχωρήσω και να ολοκληρώσω την επιστολή μου χωρίς δάκρυα; Άραγε, απέμεινε και αυτό για τη δύστυχη ζωή μου, να πληροφορηθώ και το θάνατό σου; Να θρηνήσω πάνω στο λείψανό σου; Να γράψω στίχους βλέποντας τον τάφο σου; … Και πώς υποφέρονται όλα αυτά; Εύχομαι να μη μου συμβούν». 

Κι όταν η μητέρα του φεύγει από τον κόσμο αυτό, εκείνος στον επιτάφιο λόγο του αναφέρει πάρα πολύ συγκινητικά τα εξής:
 «Αλλά, σεβαστή και πολυπόθητη μητέρα μου (γιατί τώρα στρέφομαι σε σένα, το γλυκό για μένα πράγμα και όνομα, το ποθητό και αγαπημένο μου θέαμα, την μητέρα και το [πνευματικό μου] παιδί, μάλλον δε αυτή που με γέννησε δυο φορές, την διπλή μητέρα μου) που μας άφησες; Πού πήγες; Πού βρίσκεσαι; Πού και σε ποιους τόπους κατασκηνώνεις; Σε ποιες επαύλεις συχνάζεις; Ποιους σπουδαίους βλέπεις; Διότι τον άρχοντα τον άρχοντα του αιώνος αυτού (τον διάβολο) ξέρω καλά ότι με τις καλές σου πράξεις τον υπερνίκησες και βρίσκεσαι εκεί όπου βρίσκεται η κατοικία όλων Αγίων που χαίρονται, εκεί που υπάρχει μουσική και χορωδία αυτών που γιορτάζουν και ευφραίνονται … Μη λησμονήσεις, λοιπόν, εμάς τα ταπεινά σου τέκνα. Μη, σε παρακαλώ. Μη, σε ικετεύω, μη λησμονήσεις το μικρό και το μεγάλο σου ποίμνιο,…». 

Ασυγκίνητος μπροστά στο πρόσωπο της μάνας, δεν μένει κανείς. Ούτε τύραννοι, ούτε αυτοκράτορες, ούτε Επίσκοποι, ούτε Κληρικοί, ούτε και απλοί μοναχοί.
Μέχρι και αυτός, ο περίφημος ασκητής Άγιος Συμεών, ο δια Χριστόν σαλός, που δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του και έγινε θέατρο εις τους ανθρώπους, όταν πληροφορείται την έξοδο της μητέρας του από αυτή τη ζωή, απηύθυνε την εξής χαρακτηριστική προσευχή :
«Ο Θεός, ο την θυσίαν του Αβραάμ δεξάμενος, ο την ολοκαύτωσιν Ιεφθάε επιβλέψας, ο τα δώρα του Άβελ μη βδελυξάμενος, ο διά τον Σαμουήλ τον παίδα σου την Άννα προφήτιδα αναδείξας, αυτός, Κύριέ μου, Κύριε, δι’εμέ τον δούλο σου πρόσδεξαι την ψυχήν της καλής μου μητρός. Μνήσθητι, ο Θεός, των κόπων αυτής και των μόχθων ων εις εμέ εκοπίασεν. Μνήσθητι, Κύριε, των δακρύων αυτής και των στεναγμών, ων εξέχεεν, ότε προς σε εξ’αυτής έφυγα… Μη επιλάθη, Δέσποτα, ότι ουδέ προς ώραν χωρισθήναι μου ηδύνατο και εχωρίσθη μου όλον τον χρόνον… Μη επιλάθη, δίκαιε, των διασπαραγμών των σπλάχνων αυτής, ων έσχεν τη ημέρα ότε προς σε κατέφυγα. Γινώσκεις, Κύριε, πόση αϋπνίαν εκτήσατο κατά πάσαν νύκτα μνημονεύουσα της εμής νεότητος εξότε αυτήν εγκατέλιπον. Συ οίδας, Δέσποτα, πόσας νύκτας εποίησεν άϋπνος, ζητούσα το συγκοιμώμενον αυτή πρόβατον… Μνημόνευσον, Δέσποτα, ότι την εαυτής παραμυθίαν και χαράν και αγαλλίασιν υστέρησα αυτήν, ίνα σοι τω εμώ και αυτής Θεώ και Δεσπότη των απάντων δουλεύσω. Δος αυτή αγγέλους διασώζοντας αυτής την ψυχήν εκ των πνευμάτων…».

Πότε γιορτάζει η μάνα; Σ’ αυτόν τον προβληματισμό μας απαντά με ένα θαυμάσιο ποίημα η Ναυσικά Κασιμάτη:

Ρωτώ στους δρόμους 
τους ανίδεους διαβάτες:

-Παρακαλώ . . για πείτε μου,
πότε γιορτάζουν οι μάνες;

Μου δείχνουν τους τοίχους, που γεμίσανε αφίσες
:
"Μια Κυριακή του Μάη. . .η γιορτή της μάνας . . ."

Και τότες,
περνούν από μπροστά μου 
μαντηλοδεμένα
αναρίθμητο πλήθος
τα σφιγμένα πρόσωπα 
των μανάδων. . .
Ε...σεις...,για πείτε μου,
ξαναρωτώ με απελπισία, 
πότε και πώς γιορτάζουν οι μάνες;
Μ' ένα πανέρι, τάχα, μοσχομπίζελα
ή μια ορχιδέα σε διάφανο κουτί;

Και κάποιος πλάι μου
κουνάει το κεφάλι 
με περίσκεψη.
- Σαν βγάλουνε φτερούγες τα αετόπουλα,
κυρά μου,
π' ολοένα μακραίνουν και δυναμώνουν...
Κάποια στιγμή τις απλώνουν..
ζυγιάζονται...
κι ορμούν για τον Ήλιο...

Τότε μόνο γιορτάζουν οι μάνες!
Έτσι μόνο γιορτάζουν οι μάνες! 
Η μάνα είναι το κρύο νερό που στο ποτήρι δεν μπαίνει!

Όποιος την έχει, ας την χαίρεται κι ας την προσέχει ως κόρην οφθαλμού!
Όποιος την έχασε, ας έχει την ευχή της απ’ τον ουρανό!
 
ΠΗΓΗ:ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ-ΕΛΛΑΔΑ
Η φωτογραφία προφίλ του χρήστη fotini moutsoula

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Μια μάνα νόμιζε ότι έχασε για πάντα τον γιο της – Μέχρι που ανακάλυψε κάτι…



site analysis



1
Η Σάλλυ πετάχτηκε από τη καρέκλα της μόλις είδε το γιατρό να βγαίνει από το χειρουργείο Τον πλησίασε και του είπε: «Πώς είναι το παιδί μου; Είναι καλά; Πότε θα μπορέσω να το δω;»
Ο χειρουργός της είπε, «Λυπάμαι. Κάναμε ό, τι μπορούσαμε, αλλά το αγόρι σας δεν θα τα καταφέρει.
“Η Σάλλυ έσκυψε το κεφάλι και ψιθύρισε με θλιμμένη φωνή, «Γιατί τα μικρά παιδιά παθαίνουν καρκίνο; Γιατί δεν κάνει κάτι ο Θεός για αυτά; Γιατί τα αφήνει να πεθάνουν τόσο μικρά;»
Ο χειρουργός δεν της απάντησε. Την άφησε για λίγο να ηρεμήσει και την ρώτησε, «Θέλετε να μείνετε για λίγο μόνη με τον γιο σας; Μια από τις νοσηλεύτριες θα σας οδηγήσει να τον δείτε για λίγα λεπτά, πριν τον μεταφέρουμε στο πανεπιστήμιο” .
Η Σάλλυ ζήτησε από τη νοσοκόμα να μείνει μαζί της, καθώς αποχαιρετούσε για πάντα το παιδί της. Χάιδεψε με αγάπη τα πυκνά μαύρα μαλλιά του ενώ του ψιθύριζε πόσο τον αγαπούσε.
Μια μάνα νόμιζε ότι έχασε για πάντα τον γιο της. Μέχρι που ανακάλυψε κάτι.
«Θα θέλατε μια τούφα από τα μαλλιά του;» ρώτησε η νοσοκόμα.
Η Σάλλυ της έγνεψε καταφατικά. Η νοσοκόμα έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά του αγοριού, την έβαλε σε ένα πλαστικό σακουλάκι που στη συνέχεια παρέδωσε στην καταρρακωμένη μητέρα.
«Ήταν ιδέα του Τζίμι να δωρίσει το σώμα του στο πανεπιστήμιο για μελέτη», μουρμούρισε η Σάλλυ. «Πίστευε ότι έτσι θα μπορούσε να βοηθήσει κάποιο άλλο παιδί να ζήσει. Του είπα όχι στην αρχή, αλλά ο Τζίμι επέμενε. «Μαμά, εγώ δεν θα το χρησιμοποιήσω αφού πεθάνω. Μπορεί όμως να βοηθήσει κάποιο άλλο μικρό αγόρι να περάσει μια ακόμη μέρα με τη μαμά του» . Το παιδί μου είχε μια καρδιά από χρυσό. Πάντα σκέφτονταν τους άλλους. Πάντα ήθελε να προσφέρει ότι είχε στους άλλους. »
Η Σάλλυ περπάτησε στο διάδρομο της παιδιατρικής πτέρυγας για τελευταία φορά έπειτα από έξι ολόκληρους μήνες όπου ζούσε κυριολεκτικά σε αυτή. Έβαλε σε μια τσάντα όλα τα υπάρχοντά του Τζίμι και τα μετέφερε στο αυτοκίνητο της.
Η διαδρομή προς το σπίτι δεν ήταν καθόλου εύκολη. Πιο δύσκολο όμως ήταν να μπει στο άδειο πλέον σπίτι.
Πήρε την τσάντα με τα υπάρχοντά του Τζίμι και την τούφα από τα μαλλιά του και τα μετέφερε στο δωμάτιο του. Τα μαλλάκια του τα τοποθέτησε κάπου που να τα βλέπει συνέχεια, πάνω στο ράφι που είχε τα αυτοκινητάκια του. Έπειτα ξάπλωσε στο κρεβατάκι του, πήρε σφιχτά αγκαλιά το μαξιλάρι του και έκλαιγε με λυγμούς μέχρι που αποκοιμήθηκε από την κούραση.
Ήταν γύρω στα μεσάνυχτα, όταν η Σάλλυ ξύπνησε. Σηκώθηκε με δυσκολία, έβαλε ένα ποτήρι νερό και ξαναγύρισε στο άδειο παιδικό δωμάτιο. Άνοιξε τη τσάντα με τα πράγματα του Τζίμι και άρχισε να τακτοποιεί τα ρούχα του στη ντουλάπα. Σαν να μην είχε συμβεί ότι είχε συμβεί. Σαν να μην είχε φύγει για πάντα.
Τότε το είδε.
Διπλωμένο μέσα σε μια τσέπη από τα παντελόνια του υπήρχε ένα διπλωμένο χαρτί. Το άνοιξε με θρησκευτική ευλάβεια και το διάβασε:
«Αγαπημένη μου μαμά,
Αν το διαβάζεις αυτό, τότε δεν τα κατάφερα να είμαι και πάλι μαζί σου. Το ξέρω ότι θα σου λείψω. Και μένα θα μου λείψεις πολύ αλλά δεν θα σταματήσω ποτέ να σε αγαπώ. Όπου και να βρίσκομαι θα σ “αγαπώ για πάντα μαμά, κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Κάποτε θα βρεθούμε ξανά και πάλι. Μέχρι τότε όμως, αν θέλεις, μπορείς να υιοθετήσεις ένα μικρό αγόρι και έτσι δεν θα νιώθεις τόση μοναξιά. Να το κάνεις μαμά, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Μπορεί αν θέλει να πάρει το παλιό μου δωμάτιο και όλα τα παιχνίδια μου για να παίζει.
Αλλά αν αποφασίσεις να υιοθετήσεις κορίτσι, μάλλον δεν θα του αρέσουν τα πράγματα μου. Θα πρέπει να της αγοράσεις κούκλες και άλλα τέτοια κοριτσίστικα πράγματα.
Να μην λυπάσαι όταν με σκέφτεσαι μαμά. Να θυμάσαι όλες εκείνες τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί και να γελάς.
Θυμάσαι τότε που γέμισα όλη τη κουζίνα με αλεύρι γιατί προσπαθούσα να σου φτιάξω κέικ; Εσύ αντί να με μαλώσεις, άρχισες να γελάς τόσο πολύ όταν με είδες, που νόμιζα ότι θα πάθεις κάτι. Ή και τότε που έσπασα το παράθυρο της κουζίνας με τη μπάλα μου και σου είπα ότι το έκανε η γάτα μας; Το ήξερες ότι το είχα κάνει εγώ αλλά δεν μου φώναξες. Ποτέ σου δεν μου φώναξες μαμά. Ήσουν η καλύτερη μαμά που θα μπορούσα να έχω και σε ευχαριστώ τόσο πολύ για αυτό.
Ξέρω ότι εκεί που θα πάω δεν θα είναι άσχημα. Πόσο άσχημα άλλωστε μπορεί να είναι αφού εκεί βρίσκονται η γιαγιά και ο παππούς; Θα με προσέχουν αυτοί και για αυτό δεν πρέπει να ανησυχείς καθόλου για μένα. Θα με ξεναγήσουν εκείνοι σε όλο τον ουρανό και όποτε μπορούμε θα πεταγόμαστε για λίγο στη Γη για να σου δίνω κλεφτά ένα φιλί στο μάγουλο την ώρα που κοιμάσαι.
Φαντάζεσαι μαμά να βρω κάπου εκεί στον ουρανό και τον Ντακ το σκυλάκι μας; Δεν θα ήταν τέλεια να μου γλύφει το πρόσωπο και να με ξυπνάει όπως παλιά; Θυμάσαι;
Αλλά ο λόγος που σου γράφω περισσότερο αυτό το γράμμα μαμά είναι για να σου θυμίσω ότι δεν πρέπει να χάσεις τη πίστη σου στο Θεό επειδή έχασες εμένα. Ένα βράδυ που ξύπνησα, σε άκουσα να κλαις δίπλα μου και να του μιλάς. Του έλεγες ότι δεν είναι σωστό να με πάρει κοντά του και τον ρωτούσες «Πού είσαι όταν σε χρειάζομαι;»
Εκείνος όμως βρέθηκε στην ίδια θέση με εσένα όταν ο γιος του ήταν πάνω στο σταυρό. Ήταν εκεί, και είναι εκεί για όλα τα παιδιά του. Εσύ μου το έμαθες αυτό.
Ελπίζω τώρα που θα πάω εκεί ψηλά να σταματήσω να πονάω. Δεν τον αντέχω άλλο αυτόν τον πόνο μαμά.
Θα σε αγαπώ για πάντα!
Τζίμι
ΥΓ. Τα μεσημέρια ελπίζω να φτιάχνουν μακαρόνια με κιμά όπως τα έφτιαχνες εσύ. Θα μου λείψουν μαμά, όπως θα μου λείψεις πολύ και εσύ.»
Η Σάλλυ δίπλωσε το χαρτί, το τοποθέτησε πλάι στη τούφα από τα μαλλιά του γιου της, εκεί δίπλα στα αυτοκινητάκια του και σηκώθηκε όρθια. Σκούπισε τα μάτια της, ίσιωσε τους ώμους της και άνοιξε όλα τα παράθυρα του σπιτιού.
«Για να μπορεί να μπει στο σπίτι όταν έρθει», σκέφτηκε.

Πηγή: tro-ma-ktiko.blogspot.gr

Η ωραιότερη Προσευχή της μάνας για το παιδί της



site analysis















Κάνε μου την τιμή γιε μου να σταθείς ανδρείος για το Χριστό.
Να Τον ομολογήσεις άφοβα και χωρίς δισταγμό!
Ελπίζω μέσα στην καρδιά μου ότι σύντομα θα ανθίσει επάνω σου το στεφάνι του μαρτυρίου...


Προς τιμή μου και προς σωτηρία πολλών μη φοβηθείς τις απειλές ή τα ξίφη ή τους πόνους ή τις πληγές ή την πυρά.
Τίποτα να μη σε χωρίσει από το Χριστό, αλλά να κοιτάξεις προς τον ουρανό.
Από εκεί μπορείς να περιμένεις τη μεγάλη, αιώνια και πλούσια ανταμοιβή σου από το Θεό.

Να φοβάσαι το μεγαλείο του Θεού.
Να φοβάσαι τη φρικτή κρίση Του.
Να φοβάσαι τον Παντεπόπτη Θεό, διότι όλοι εκείνοι που Τον αρνούνται θα λάβουν μισθαποδοσία φοβερή, το πυρ το άσβεστο και τον αιωνίως ακοίμητο σκώληκα.

Ας είναι η ανταμοιβή μου από εσένα, γλυκύτατο παιδί μου, για τους πόνους με τους οποίους σε ανέθρεψα και σε μόρφωσα, αυτή: “Να κληθώ μητέρα ενός μάρτυρος”.

Η Προσευχή είναι του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

ΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΚΑΙ O “ΛΑΙΚΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ”



site analysis



ΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΚΑΙ O “ΛΑΙΚΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ”

Της Χριστούφαντου
=====

Διαβάζουμε στό http://aktines.blogspot.gr/2015/05/blog-post_44.html ὅτι τό ἱερό λείψανο τῆς Ἁγίας Βαρβάρας πού φυλάσσεται τούς τελευταίους δέκα αἰῶνες στήν Ἰταλία, ἦλθε μέ τή συγκατάθεση τοῦ Παπικοῦ Καρδιναλίου τῆς Βενετίας καί τοῦ Βατικανοῦ, γιά 15 ἡμέρες στήν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δῆθεν ὡς εὐλογία - ἀπό τούς αἱρετικούς - μέ ἀφορμή τήν ἔναρξη τῶν ἑορτασμῶν γιά τά 80 χρόνια ἀπό τήν ἵδρυσή της. 

Γιατί, ὅμως, μόνο γιά 15 ἡμέρες καί ὄχι γιά πάντα, ἀφοῦ οἱ Παπικοί περιφρονοῦν τά Ἅγια Λείψανα; Μήπως γιά νά τούς προσκυνήσουμε κι ἄλλο γιά νά μᾶς τό ἀφήσουν; 

Ἐξ ἄλλου, ἡ Ἁγία Βαρβάρα, μαζί μέ ἄλλους Ἁγίους, διαγράφηκε ὡς Ἁγία ἀπό τήν Παπική ''ἐκκλησία'' ἐδῶ καί πενήντα χρόνια.

Ἄν θυμηθοῦμε πόσα ἅγια λείψανα, κώδικες, χειρόγραφα, πολύτιμα σκεύη καί τόσα ἄλλα ἔχουν κατακλέψει οἱ Παπικοί ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη κατά τήν Γ´ Σταυροφορία, καί ὄχι μόνο, πόσα ἄραγε ὀφείλουν νά μᾶς ἐπιστρέψουν; Αὐτά δέν πρέπει κάποτε νά τά ἀπαιτήσουμε; Δυστυχῶς, δέν ἐπιτρέπει ἡ δουλικότητα τῶν ἡγεσιῶν μας. Δέν θά ἔπρεπε ὅμως ἡ ἐπιστροφή τους νά τεθεῖ ὡς ὅρος γιά τούς διμερεῖς διαλόγους;

Ἐπί τοῦ προκειμένου, νομίζουμε, ὅτι μόνο μετά ἀπό παράθεση τῶν ὅσων συνέβησαν τό 2014 στήν Ρώμη μέ τήν ἐπίσκεψη ἐκεῖ τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ὑπό τόν Θεοφιλέστατο  Φαναρίου Ἀγαθάγγελο (βλέπε http://www.apostoliki-diakonia.gr/diakonia/2014-03-27/diakonia.htm) καθώς καί μετά ἀπό τό συμπέρασμα πού προκύπτει ἀπό τήν ἐνημέρωση ὅσων ἀντορθοδόξων ἐνεργειῶν προβλέπεται - σύμφωνα μέ ἀνακοινώσεις τῶν ἴδιων τῶν ''Ὀρθοδόξων'' Οἰκουμενιστῶν - νά λάβουν χώρα στήν «Μεγάλη Σύνοδο» τό 2016, μπορεῖ κάποιος νά ἀξιολογήσει ὀρθά τά ὅσα συμβαίνουν τώρα μέ τό λείψανο τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Διαβάζουμε στήν παραπάνω ἀνακοίνωση τοῦ ἱστολογίου:

«Ποιός ὅμως ἐγγυᾶται γιά τήν γνησιότητα αὐτοῦ τοῦ λειψάνου; Ἡ Βενετία ὑπῆρξε ὁ κύριος ἀποδέκτης τῶν κλοπιμαίων λαφύρων τῶν Σταυροφόρων ἀπό Κωνσταντινούπολη καί Ἁγίους Τόπους, ἀλλά καί διαμετακομιστικό κέντρο ἐμπορίας ''ἁγίων λειψάνων''.Γιατί ὁ Φαναρίου Ἀγαθάγγελος πῆγε νά ζητήσει τό συγκεκριμένο ἀτεκμηρίωτο λείψανο τῆς Ἁγίας Βαρβάρας ἀπό τούς Παπικούς καί δέν κάλεσε τήν δεξιά χεῖρα τῆς Ἁγίας ἀπό τήν Ἱερά Μονή Σίμωνος Πέτρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους;

Ἡ μετακομιδή αὐτή - ἀπό τήν Βενετία - δείχνει νά εἶναι μιά πονηρά στημένη θρησκευτική φιέστα μέ παπικές οἰκουμενιστικές ἀνταύγειες, μέ σκοπό τήν βαθμιαία ἀλλοίωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος Κλήρου καί Λαοῦ».

Παρατηροῦμε δηλαδή, ὅτι καί αὐτή ἡ ἐνέργεια, ἡ ἀποστολή ἑνός ἱεροῦ λειψάνου γιά λίγες ἡμέρες στήν Ἑλλάδα ἀπό τούς Παπικούς καί ἡ ἀποδοχή του ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἐμπίπτει μέσα στά πλαίσια τοῦ καλπάζοντος"λαϊκοῦ Οἰκουμενισμοῦ" στόν Ἑλλαδικό χῶρο, δηλαδή τῆς συνεχιζόμενης προσπάθειας ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, καί δή ἐκ μέρους τοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ, ὡς μή αἱρετικῶν καί τῆς ἀναγνώρισής τους ὡς Ἐκκλησίας. Καί τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας ὑπνωττούσης καί μή ἀντιδρώσης, ἕπεται συνέχεια…
ΠΗΓΗ.PANAYIOTISTELEVANTOS

Αγία Γλυκερία



site analysis

Αγία Γλυκερία
Αγία Γλυκερία
Εορτάζει στις 13 Μαΐου εκάστου έτους.
Θηρὸς το πικρὸν δήγμα τη Γλυκερία
Υπὲρ γλυκάζον ως αληθώς ην μέλι.
Εν τριτάτη δεκάτη δάκε και κτάνε θηρ Γλυκερίαν.
Βίος της Αγίας Μάρτυρος Γλυκερίας  



Η Αγία Μάρτυς Γλυκερία γεννήθηκε στην Τραϊανούπολη τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138 – 161 μ.Χ.). Ο πατέρας της ονομαζόταν 
Μακάριος και είχε διατελέσει τρεις φορές ύπατος της Ρώμης. Σε μικρή ηλικία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και ανέπτυξε έντονη χριστιανική και κατηχητική δράση. Όταν βρισκόταν 
η Αγία στην ακμή της ηλικίας της αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Αντωνίνος και ηγεμόνας της θρακικής επαρχίας ήταν ο Σαββίνος. Και οι δύο ήταν φανατικοί ειδωλολάτρες. 
Ο αυτοκράτορας Αντωνίνος, φανατικός ειδωλολάτρης, εξέδωσε νόμο κατά τον οποίο υποχρέωνε όλους τους υπηκόους του να προσφέρουν θυσία στους θεούς. Έτσι και αυτός 
ο νόμος στάλθηκε και στην επαρχία την οποία ζούσε και η Αγία Γλυκερία. Η Αγία όμως είχε πάρει της απόφαση, να επιτεθεί, κατά του διαβόλου και να ελέγξει την πλάνη των 
ειδωλολατρών.

Μπροστά στον ηγεμόνα
Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο ηγεμόνας Σαββίνος, την κάλεσε να παρουσιασθεί μπροστά του. Με μεγάλη προθυμία η Αγία εμφανίσθηκε σε εκείνον, έχοντας σημειώσει στο 
μέτωπό της τον Τίμιο Σταυρό και δεν δίστασε να ομολογήσει με παρρησία και σθένος την πίστη της στον Σωτήρα και Λυτρωτή Ιησού Χριστό. 
Ο Σαββίνος την οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, προσπαθώντας να την πείσει να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Η Αγία στράφηκε προς τον λαό, ο οποίος ήταν εκεί 
συγκεντρωμένος και του είπε δυνατά:
-Βλέπετε τη φωτεινή λαμπάδα που είναι σημειωμένη στο μέτωπο μου;
Ο λαός άναυδος, παρακολουθούσε την Αγία, να δείχνει με το χέρι της, το Σταυρό στο μέτωπο της και ακολούθως προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας:
-Ο Θεός, ο Παντοκράτορας, Συ που δοξάζεσαι με το Σταυρό του Χριστού Σου από τους δούλους Σου, Συ που εμφανίσθηκες στους Οσίους Σου παίδες και τους γλύτωσες από 
αναμμένο καμίνι, Συ που έκλεισες τα στόματα των λιονταριών και ανέδειξες νικητή τον δούλο Σου Δανιήλ, Συ που κατέστρεψες τον Βάαλ και εξόντωσες τον δράκοντα και 
συνέτριψες τη διαβολική εικόνα (του βασιλέως Ναβουχοδονόσορ), Ιησού Χριστέ, το άμωμο και άκακο αρνίον του Θεού, έλα σε εμένα την ταπεινή και συνέτριψε τον δαίμονα 
(τον Δία) που δημιουργήθηκε με την ανθρώπινη τέχνη και διασκόρπισε την κακή τους θυσία.
Αμέσως μετά την προσευχή έγινε βροντή μεγάλη και έπεσε το άγαλμα του Δία και συντρίφθηκε, γιατί ήταν πέτρινο. Όταν ο ηγεμόνας και οι ειδωλολάτρες ιερείς είδαν να 
συντρίβεται το άγαλμα του θεού τους, γεμάτοι από οργή, έδωσαν την εντολή να πεθάνει η Γλυκερία με λιθοβολισμό. Αμέσως τα πλήθη των ειδωλολατρών όρμησαν μανιασμένα 
και άρχισαν να λιθοβολούν την Αγία. Οι πέτρες όμως έπεφταν δίπλα της χωρίς καθόλου να την αγγίζουν. Οι ειδωλολάτρες βλέποντας το φαινόμενο και μη αντιλαμβανόμενοι αυτή 
τη δωρεά και ευεργεσία του Θεού, νόμισαν ότι η Αγία είναι μάγισσα και γι’ αυτό δεν την άγγιζαν οι πέτρες. Άρχισαν λοιπόν να την υβρίζουν. 
Ο ηγεμόνας παρεμβαίνοντας διέταξε να την βάλουν μέχρι το πρωί της επόμενης ημέρας στη φυλακή και να την ασφαλίσουν καλά, μήπως κάνοντας χρήση των μαγικών της 
ικανοτήτων κατορθώσει να φύγει και έπειτα διαδώσει ότι την βοήθησε ο Θεός της με συνέπεια να εξαπατήσει πολλούς. 

Την κρεμούν από τα μαλλιά
Εκεί στην φυλακή, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, επισκέφθηκε την Αγία ο Χριστιανός επίσκοπος της πόλεως, Φιλοκράτης, τον οποίο η Αγία παρακάλεσε να τη σφραγίσει με το 
σημείο του Σταυρού, ώστε με την δύναμη του Τιμίου Σταυρού, να μπορέσει να νικήσει την κακία του διαβόλου.
Το πρωί της επόμενης ημέρας ο ηγεμόνας ήλθε στο δικαστήριο, για να δικάσει και τιμωρήσει παραδειγματικά την Αγία Γλυκερία. Διέταξε λοιπόν να την οδηγήσουν μπροστά του 
και την ρώτησε, εάν θέλει να θυσιάσει στον Δία. Της επέστησε δε την προσοχή ότι σε περίπτωση που δεν επείθετο και δεν υπάκουε θα έδινε την εντολή να την σκοτώσουν.
Η Αγία αρνήθηκε να προσφέρει θυσία στους θεούς και παρρησία ομολόγησε τον Νυμφίο της Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να την 
καταξεσκίσουν.
Άρχισαν με μίσος να καταξεσκίζουν το σώμα της Μάρτυρος. Βλέποντας όμως ο χριστιανομάχος ηγεμόνας της Αγία σώα, έδωσε αμέσως διαταγή να την ξεκρεμάσουν και να την 
χτυπήσουν στο πρόσωπο τόσο όσο να αλλοιωθεί η όψη της. Η Αγία μπροστά στο άκουσμα αυτού του μαρτυρίου συνεχίζει να προσεύχεται στον Κύριο και ενώ οι βασανιστές 
άρχισαν το έργο τους. Ξαφνικά εμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τους παραλύει και γίνονται σαν νεκροί. Ο ηγεμόνας όμως τυφλωμένος και πωρωμένος δεν πιστεύει και 
προσπάθησε και πάλι να πείσει την Αγία να προσφέρει στον θεό Δία θυσία. Βλέποντας όμως ότι η Αγία δεν αρνείται τον Χριστό, διέταξε και πάλι να την ρίξουν στην φυλακή, 
χωρίς να την δίνουν τροφή και νερό.



Ουράνια Τροφή
Η Αγία Γλυκερία γεμάτη χαρά και δοξάζοντας τον Θεό επανήλθε στην φυλακή. Ο δεσμοφύλακάς της με πολύ σεβασμό και φόβο την κλείδωσε στο κελί της. Η Μεγαλομάρτυς 
ευχαρίστησε τον Θεό. Από τότε πέρασε ικανός χρόνος κατά τον οποίο η Αγία ήταν πάντα κλεισμένη μέσα στη φυλακή και δοξολογούσε τον Θεό, ενώ Άγγελος Κυρίου της έφερνε 
ουράνια τροφή. 
Κάποτε ο ηγεμόνας επρόκειτο να μεταβεί στην Ηράκλεια. Τότε σκέφθηκε να περάσει και από την φυλακή, για να δει τι γίνεται η Γλυκερία και αν είναι σε θέση να τον ακολουθήσει 
στην Ηράκλεια. Όταν όμως έφθασε στη φυλακή και είδε την πόρτα σφραγισμένη, νόμισε ότι είχε ήδη πεθάνει η Αγία. Αλλά μόλις άνοιξε η πόρτα διαπίστωσε ότι η Αγία ήταν λυμένη 
και δίπλα της υπήρχε ένα πινάκιο με γάλα και ψωμί και ένα δοχείο με νερό. Γεμάτος έκπληξη ο ηγεμόνας και μη γνωρίζοντας ότι ο Θεός έτρεφε την Αγία, την έβγαλε από την 
φυλακή.
Μετά από αυτά, πήρε ο ηγεμόνας την Αγία και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Όταν οι Χριστιανοί της Ηράκλειας άκουσαν για την αθληφόρο του Χριστού και ότι την έφερναν 
στην πόλη τους, έτρεξαν όλοι να την προϋπαντήσουν έχοντας επικεφαλής τους τον Επίσκοπο της πόλεως, Δομίτιο. 
Το πρωί της επομένης ημέρας η ηγεμόνας διέταξε να προσαχθεί σε δίκη η Αγία και σε περίπτωση που και πάλι θα αρνιόταν να υπακούσει, να την έριχναν στη φωτιά. Η Αγία και 
πάλι ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ρίξουν την Αγία μέσα σε καμίνι.

Η Αγία στο αναμμένο καμίνι
Όταν ετοιμάσθηκε η φωτιά μέσα στο καμίνι, ώστε να μην μπορεί να το πλησιάσει άνθρωπος, η Αγία κάνοντας το σημείο του Σταυρού σφράγισε τον εαυτό της και προσευχήθηκε 
προς τον Θεό. Μόλις την έριξαν μέσα στο καμίνι, ήλθε ουράνια δροσιά και έσβησε τη φλόγα της φωτιάς. Ο λαός που παρακολουθούσε τα έχασε όταν είδε αυτό το θαύμα.
Ο φανατικός ειδωλολάτρης Σαββίνος, πικραμένος, μη μπορώντας να αισθανθεί το μεγαλείο και τη παντοδυναμία του Αληθινού Θεού, με απορία της έλεγε:
-Πες μου, από ποιον παίρνεις θάρρος και δε θυσιάζεις; Σταμάτα και μην προσπαθείς με διάφορα τεχνάσματα να εξαπατάς τους παντές.
-Θάρρος, δύναμη και ελπίδα, παίρνω μόνο από τον Αληθινό Θεό, τον Υιό και Λόγο του Θεού, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Λυτρωτή του κόσμου. Σε πληροφορώ, ότι δε 
χρησιμοποιώ τεχνάσματα, αλλά με έργα και λόγια αληθείας, βεβαιώνω εκείνους που θέλουν να πιστέψουν στον αληθινό Θεό.

Γδέρνουν το κεφάλι της Αγίας
Μετά από αυτά, ο ηγεμόνας θυμωμένος διέταξε να της γδάρουν το κεφάλι μέχρι το μέτωπο και αφού έδεσαν οι υπηρέτες χειροπόδαρα την Αγία, έπρατταν κατά της διαταγές του 
ηγεμόνος. Παρά τους φοβερού πόνους, η Γλυκερία δεν χάνει το θάρρος της. Πιστεύει ακράδαντα ότι ο Κύριος δεν θα την εγκαταλείψει. Και έτσι με όλη τη δύναμη της ψυχής της 
δεν παύει να προσεύχεται. Ο ηγεμόνας, μη υποφέροντας την ψυχική και πνευματική αντοχή της Αγίας, διέταξε να την κλείσουν πάλι στην φυλακή. Εκεί διέταξε να την δέσουν 
χειροπόδαρα και να την ξαπλώσουν πάνω σε κοφτερές πέτρες, για να υποφέρει αφόρητα όταν ήθελε να μετακινηθεί δεξιά και αριστερά. Και οι υπηρέτες έκαναν ότι τους διέταξε
ο ηγεμόνας.



Την θεραπεύει Άγγελος Κυρίου

Κατά το μεσονύκτιο όμως Άγγελος Κυρίου ήλθε και έλυσε τη Μάρτυρα από τα δεσμά της και επούλωσε τα τραύματα του προσώπου της, ώστε να καταστεί απόλυτα υγιείς, χωρίς 
κανένα σημάδι η ουλή, όπως δηλαδή της το είχε χαρίσει ο Θεός. 
Το επόμενο πρωί ήλθε ο ηγεμόνας στο δικαστήριο και διέταξε να φέρουν μπροστά του την Αγία. Όταν ο δεσμοφύλακας, ονόματι Λαοδίκιος, άνοιξε την πόρτα της φυλακής, βρήκε 
την Γλυκερία λυμένη και υγιή, ώστε δεν την αναγνώρισε. Η Αγία όμως του είπε: «Μην κάνεις τίποτε και λυπήσου τον εαυτό σου, εγώ είμαι εκείνη που ζητάς».
Ο δεσμοφύλακας γεμάτος έκπληξη και έντρομος έβγαλε την Αγία από την φυλακή και αφού δέθηκε ο ίδιος με τα δεσμά της Μάρτυρος την ακολούθησε στο βήμα του ηγεμόνα. 
Αντικρίζοντας αυτό το θέαμα ο ηγεμόνας ρώτησε τον δεσμοφύλακα. Εκείνος του είπε τι ακριβώς συνέβη κατά την ώρα που Άγγελος Κυρίου επεσκέφτηκε την Αγία στην φυλακή και 
του ομολόγησε ότι και αυτός μετά από όλα αυτά που είδε ότι πιστεύει στον αληθινός Θεό τον οποίο πιστεύει και η Γλυκερία. Ο άρχοντας έδωσε αμέσως εντολή και οι στρατιώτες 
αποκεφάλισαν τον Μάρτυρα. Το λείψανό του το πήραν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν. 

Η Αγία ρίχνετε στα άγρια θηρία
Στη συνέχεια ο ηγεμόνας διέταξε να ριχθεί η Γλυκερία στα θηρία. Αλλά η Μάρτυς ακούγοντας την απόφαση του ηγεμόνα αντί να πανικοβληθεί χάρηκε ως να της συνέβη κάτι το 
ευχάριστο. Μόλις κάθησε ο ηγεμόνας στο θρόνο του, μπήκε στο Στάδιο και η Αγία, θαραλλέα και χαρούμενη, περιμένοντας μετά την αδιάλειπτη προσευχή της, βοήθεια από τον 
Κύριο, και πράγματι, δεν άργησε η Θεία βοήθεια Του.
Ο θηριοδαμαστής, ανασηκώνει την πόρτα του θηριοτροφείου και εξέρχεται μία λέαινα μεγαλόσωμη, η οποία, τρέχοντας και βρυχώμενη, κατευθύνεται προς την Γλυκερία. Ω του 
θαύματος, η λέαινα όταν έφθασε κοντά στην Αγία, άρχισε να κυλιέται στα πόδια της και να της γλείφει τα πέλματα των γυμνών ποδιών της. Τότε η Αγία Γλυκερία και ενώ το 
κατάπληκτο πλήθος παρακολουθούσε το παράδοξο αυτό θέαμα, ύψωσε τα μάτια της και τα χέρια της προς τον Ουρανό και είπε για να ακούσουν όλοι:
-Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, Θεέ των Πατέρων, διότι και τα άγρια ζώα εξημέρωσες για να γνωρίσουμε το μεγαλείο της Θεότητας Σου και παρουσίασες σε μένα, τις τόσες δυσκολίες, 
σαν ευκολίες. Δοξασμένο να είναι το Πανάγιο Όνομά Σου. Σε παρακαλώ, εισάκουσέ με και επίτρεψέ μου να έχω το μαρτυρικό τέλος, που επιθυμεί ο σκληρόκαρδος ηγεμόνας. 
Δυνάμωσέ με, Κύριε και αξίωσέ με του μαρτυρικού στεφάνου, για να συναγάλλομαι μετά των Μαρτύρων και Αγίων της Εκκλησίας Σου, Αμήν.
Και, ω του θαύματος. Μόλις τελείωσε η θερμή αυτή προσευχή της Αγίας, φωνή ακούστηκε από τον ουρανό, η οποία έλεγε:
-Ω πιστή μου, δούλη Γλυκερία. Όντως, για σένα άνοιξαν οι πύλες της Βασιλείας των Ουρανών.

Το μαρτυρικό τέλος

Ο Σαββίνος, παραμένει άφωνος, ασυγκίνητος και ανέκφραστος μπροστά στα όσα συμβαίνουν ενώπιον του. Ο θηριοδαμαστής, σαν να μην συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο, συνεχίζει 
το έργο του, ανασηκώνει την πόρτα του θηριοτροφείου και βγαίνει άλλη μία λέαινα. Αυτή ορμά πάνω στην Αγία και την δαγκώνει, χωρίς να της προξενήσει την ελάχιστη πληγή. 
Η Μάρτυρας πέφτει νεκρή. Έτσι, μετά το δάγκωμα, παραδίδει το πνεύμα της στο Νυμφίο της Χριστό. Ο Σαββίνος, προφανώς ικανοποιημένος από το τέλος της Χριστιανής 
Γλυκερίας, αναχώρησε από το Στάδιο την ίδια ώρα, προτού προφθάσει να χαρεί ιδιαίτερα, για τον θάνατό της. Κι’ αυτό, γιατί, καθ’ οδόν, αρρώστησε αιφνιδίως από υδρωπικία 
(δηλαδή γέμισε η κοιλιά του ορώδες υγρό) και πέθανε παραδειγματικά, εν μέσω φοβερών πόνων, χωρίς να μπορεί κανείς να τον βοηθήσει.
Μετά το μαρτυρικό τέλος της Αγίας και την αναχώρηση των ειδωλολατρικών κατοίκων της Ηράκλειας από το Στάδιο, ο Επίσκοπος Δομίτιος, μαζί με άλλους Χριστιανούς, που 
παρακολουθούσαν προσευχόμενοι, την τελευταία μαρτυρική της δοκιμασία, παρέλαβαν το σεπτό σκήνος της και το ενταφίασαν σε τόπο απέρριτο, κοντά στην πόλη της 
Ηράκλειας.
Η Αγία, μετά το μαρτύριό της, λόγω των πολλών θαυμάτων που έκανε, ανακηρύχτηκε προστάτιδα και πολιούχος της πόλης της Ηράκλειας. Μάλιστα, προς τιμή της ανήγειραν και 
μεγαλοπρεπή ναό. Επίσης, η Μάρτυρας, ξεχωριστά τιμήθηκε και από τους κατοίκους της νήσου Λήμνου, γιατί επί εικονομαχιών είχε μεταφερθεί προσωρινά εκεί, το ιερό λείψανο 
της, πλην της Τίμιας Κάρας της.




Στίχος
Θηρὸς τὸ πικρὸν δῆγμα τῇ Γλυκερίᾳ Ὑπὲρ γλυκάζον ὡς ἀληθῶς ἦν μέλι. Ἐν τριτάτῃ δεκάτῃ δάκε καὶ κτάνε θὴρ Γλυκερίαν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα

Τὴν καλλιπάρθενον, Χριστοῦ τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν, πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθένειᾳ τῆς σαρκός, τὸν ὄφιν καταβαλοῦσαν· πόθῳ γὰρ τοῦ Κτίσαντος, τῶν βασάνων
τὴν ἔφοδον, παρ’ οὐδὲν ἡγήσατο, καὶ θεόθεν δεδόξασται· πρὸς ἣν ἀναβοήσωμεν πάντες· χαίροις θεόφρον Γλυκερία.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'.

Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καί πάσχω διά σέ, ὡς 
βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον 
τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τὴν παρθένον στέργουσα, καὶ Θεοτόκον Μαρίαν, διετήρεις ἄφθορον, τὴν σεαυτῆς παρθενίαν· πόθῳ δέ, καρδιωθεῖσα τῷ τοῦ Κυρίου, ἤθλησας, ἀνδρειοφρόνως μέχρι θανάτου· 
διὰ τοῦτο Γλυκερία, διπλῷ στεφάνῳ, σὲ στέφει Χριστὸς ὁ Θεός.

Μεγαλυνάριον
Μύρον πολυσύνθετον τῷ Χριστῷ, ἐξ ἁγνοίας πόνων, καὶ αἱμάτων τοῖς σταλαγμοῖς, προσενεγκαμένη, θεόφρον Γλυκερία, ἐν μύροις θεοβρύτοις, λαμπρῶς δεδόξασαι.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟ ΜΕ ΤΙΣ 500 ΚΟΡΕΣ!



site analysis
naupaktos

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟ ΜΕ ΤΙΣ 500 ΚΟΡΕΣ!


Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Ναύπακτο. Τίποτα δε μου έλειπε όταν ήμουν μικρή. Και εγώ και τα αδέλφια μου τα είχαμε όλα. Μόνο ίσως ο πατέρας μου που τον χάσαμε νωρίς, αλλά είχαμε τον τρόπο μας. Το 1957 τελείωσα δασκάλα και το 1960 ήρθα στο ίδρυμα στη Λαμία.
Ήμουν 22,5 χρονών κορίτσι. Είχα μεγαλώσει κοντά στο κατηχητικό και ο πνευματικός μου με καθοδήγησε να έρθω στο ίδρυμα όπου ζητούσαν διευθύντρια. Ξέρω, ακούγεται περίεργο στην εποχή μας, αλλά τότε έτσι ήταν η υπακοή στον πνευματικό μας. Η μάνα μου δεν ήθελε με τίποτα να φύγω.» Τι πας να κάνεις;» μου έλεγε και με ρωτούσε συνέχεια τι μου λείπει. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως έπρεπε να το κάνω. Νόμιζε πως θα χαθώ και θα πάω στράφι. Για μια χρονιά είχα υπογράψει στην αρχή, αλλά μετά δεν μπορούσα να αφήσω τα κορίτσια μου. Δεν καταλάβαινε πως για μένα η προσφορά ήταν πιο σημαντική από το να κάνω οικογένεια και τις φιλοδοξίες. Σε μια μικρή κοινωνία που όλοι ξέραν πως τα είχαμε όλα, την έπιαναν και της έλεγαν πού το στέλνεις το κορίτσι.
Είχε πεισμώσει πολύ και δεν μου το συγχώρεσε ποτέ. Δεν μου ξαναμίλησε. Δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο και ούτε ποτέ ήρθε να με δει. Ένα χρόνο μετά πέθανε. Την έσκασα. Ήταν άρρωστη και δεν με πήρανε τα αδέλφια μου να μου το πουν. Με πήρε μια δασκάλα μου και πήρα δανεικά να πάω να την προλάβω. Λίγο πριν πεθάνει έφτασα σπίτι μας, της μίλησα και μου έδωσε την ευχή της. Νομίζω με συγχώρεσε. Κατάλαβε
71
Πέτρινα χρόνια. Δύσκολα. Μπήκα κοριτσόπουλο εδώ μέσα και έμεινα μια ζωή. Πέρασα την πόρτα και δεν είχε τίποτα. Ένα παλιό σπίτι και 40 ορφανά χωρίς φαΐ. Επαρχία μεταπολεμικής Ελλάδας και μια φτωχή, κλειστή κοινωνία. Κολύμπι στα βαθιά. Τους τρεις πρώτους μήνες κλεινόμουν τις νύχτες σε ένα μπάνιο και έκλαιγα. Έλεγα δεν μπορώ να τα καταφέρω. Ήμουν εντελώς μόνη σε ένα μέρος με αγνώστους και καταστάσεις σκληρές. Ήμουν τόσο μικρή και έπρεπε να διευθύνω κάτι που δεν ήξερα. Υπήρχαν κορίτσια μεγαλύτερα από μένα. Πολλές φορές είπα να φύγω και να γυρίσω πίσω, αλλά πώς θα μπορούσα να αφήσω τα κορίτσια αυτά;
Νομίζω πως κουμάντο από τότε και μετά με έκανε ο Θεός. Αυτός κανόνιζε. Δέκα χρόνια πάλευαν να βάλω σειρά και να το κάνω αξιοπρεπές και βιώσιμο. Μετά κάπως ανασάναμε. Τώρα με τη κρίση και για εμάς όπως και για όλους είναι δύσκολα. Ποτέ όμως δεν άφησα τα κορίτσια να πεινάσουν. Πάντα μας αγκάλιαζαν και είχαμε φαγητό. Μακάρι να μπορούσα να προσφέρω και πιο πολλά στις ψυχές αυτές, αλλά εδώ κάνουμε εθελοντισμό. Δεν είμαστε υπάλληλοι. Αν και νομίζω τελικά πως το δόσιμο είναι πολύ σημαντικότερο όταν γίνεται από καρδιάς και όχι για ανταμοιβή.
71
Ποτέ μου δεν μετάνιωσα. Αισθάνομαι ο πιο πλήρης άνθρωπος του κόσμου. Μικρή ήθελα να γίνω νοσοκόμα. Να ταξιδεύω και να βοηθάω τραυματίες στον πόλεμο. Παιδικές φαντασιώσεις. Τελικά κοντά σε αυτό που ονειρευόμουν με έφερε η ζωή. 500 και πάνω κορίτσια περάσαν από εδώ όσο είμαι εγώ και τελικά νιώθω πως τίποτα δεν είναι σημαντικότερο από την αγάπη που έδωσα και εισέπραξα. Δεν είμαι η μάνα τους. Το ξέρω πολύ καλά. Με φωνάζουν μαμά και δε γυρνάω επίτηδες. Μετά μου λένε » Κυρία γιατί δεν γυρνάτε;»
Τους λέω με ωραίο τρόπο πως δεν είμαι η μητέρα τους και πως καμιά γυναίκα δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό της μάνας που τις γέννησε. Εγώ βέβαια παιδιά δεν έκανα, αλλά νομίζω πως όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου τα αγάπησα σαν δικά μου. Μάνα τους αισθάνομαι, αλλά δεν μπορώ να κλέβω τον τίτλο από τις πραγματικές μητέρες. Καμιά φορά με μερικά είχα τέτοιο δέσιμο που νομίζω με κάλυψε σαν μάνα. Σαν άνθρωπος και εγώ είχα αδυναμίες, αλλά προσπαθούσα να κρατάω ισορροπίες και να μην τα ξεχωρίζω όσο δύσκολο και αν ήταν. Για μένα, όλες ίδιες.
71
Σκληρό πράμα η ορφάνια. Είδα πολύ πόνο στα 54 χρόνια που είμαι εδώ. Ψυχούλες βασανισμένες. Πώς να σκεφτώ εγώ πολυτέλειες και προσωπική ζωή; Εδώ είχα καινούρια οικογένεια συνέχεια. Περνούσαν τα χρόνια και δεν καταλάβαινα πώς. Άλλες έφευγαν, νέες ερχόντουσαν. Πώς να βάλω εγώ τον εαυτό μου πάνω από τα κορίτσια που είχαν χάσει τους γονείς τους; Νομίζω πως ακόμη πιο συγκλονιστικό από το θάνατο είναι η εγκατάλειψη. Τα παιδιά που τα παράτησαν και τα απαρνήθηκαν. Οι μάνες εκεί έξω και τα παιδιά εδώ μέσα. Αυτό ήταν πάντα το πιο δύσκολο. Ο πόνος του παιδιού που η μάνα το αρνήθηκε είναι από τα πράγματα που με ανατρίχιαζαν πάντα.
71
Παλιά τα κορίτσια τα μαθαίναμε μοδιστρική και όσες ήταν καλές μαθήτριες τις σπουδάζαμε. Το σταματήσαμε το μάθημα. Τι να γίνουν τώρα; Μοδίστρες; Κοιτάμε να τις κάνουμε φοιτήτριες και να τις σπουδάζουμε. Έχουμε πολλές φοιτήτριες. Ξέρεις κάτι όμως; Δεν θα με με νοιάξουν πια τόσο τα πτυχία. Να είναι ευτυχισμένες θέλω, να είναι καλοί άνθρωποι και να έχουν όσο πιο όμορφη ζωή γίνεται. Μέχρι να παντρευτούν θα τις έχω πάντα έννοια. Μετά λίγο ηρεμώ. Πάντα όμως κρατάω επαφές.
Έρχονται εδώ και με βλέπουν και εγώ τις παρακολουθώ. Μου φέρνουν τα παιδιά τους. Μερικά τα βαφτίζουν Σταυρούλα. Αν ήμουν αυστηρή; Δεν νομίζω!  Μαλακή μου λέγαν πάντα πως ήμουν. Δεν ήταν και εύκολο. Είναι διπλή η ευθύνη να μεγαλώνεις και να φροντίζεις ορφανά παιδιά. Από τη μία τόσα πολλά κορίτσια που θα πρέπει να τα προφυλάξεις και να τα μεγαλώσεις ηθικά και από την άλλη ο κόσμος να αλλάζει και να πρέπει να τα κάνεις δυνατά για να τον αντιμετωπίσουν. Έχω περάσει τόση αγωνία…
71
Το πιο συγκλονιστικό που έζησα πρόσφατα ήταν το μωρό που βρέθηκε κοντά μας. Ένα πλάσμα έξι μηνών. Πρώτη φορά είχαμε τόσο μικρό παιδί εδώ μέσα. Τεράστια ευτυχία, αλλά και μεγάλη ευθύνη σε μια τόσο δύσκολη εποχή. Τώρα είναι 23 κορίτσια εδώ μέσα. Δύσκολα είναι, αλλά έχει ο Θεός. Δεν ξέρω τι θα γίνει όταν φύγω. Κάποιος θα βρεθεί ελπίζω. Όταν πεθάνω τους έχω πει δε με νοιάζει. Βάλτε με σε μια κουβέρτα και πετάξτε με. Απλά πριν, πέστε στα γόνατα και πείτε μια προσευχή για τη ψυχή μου.
71
Oρφανοτροφείο Θηλέων Λαμίας τηλ. 22310 22477 Για προσφορές και στήριξη: 582 – 002101 – 137154 / ΑLPHA BANK
ΠΗΓΗ:ΕΞΑΨΑΛΜΟΣ

Η ζωή μιας σπουδαίας γυναίκας



site analysis


Είναι η γυναίκα με την αθάνατη ελληνική ψυχή, στο πρόσωπο της οποίας αντικατοπτρίζονται οι αγώνες των συγγενών των αγνοουμένων. Η Χαρίτα Μάντολες για χρόνια ολόκληρα νυχτοξημερωνόταν στα οδοφράγματα, και πάλευε για την Κύπρο, για τους δικούς της και τους δικούς άλλων που χάθηκαν αλλά και για τον κατεχόμενο τόπο της. 

Είναι απόγευμα Σαββάτου. Τη συναντάμε στην αυλή της φίλης της, της Ξένιας. Σε μια αυλή που μυρίζει δυόσμο και σπιτική λεμονάδα. Μας εξιστορεί τις τραγικές εκείνες στιγμές, αλλά επιστρέφει και κάποια χρόνια πριν, στις πιο ανέμελες εποχές.

Τα παιδικά χρόνια 

Η ζωή της ως παιδί στο χωριό Όρκα ήταν ανέμελη: «Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο χωριό, με τις καλαδερφές μου, που είναι βαφτιστικές του πατέρα μου. Τέσσερα παιδιά είχε ο Παπαγιώργης, τα τρία τα βάφτισε ο πατέρας μου, τόσο φίλοι ήμασταν. Στο βιβλίο αναφέρεται συχνά, η φίλη μου η Ξένια. Ήταν πολύ όμορφα χρόνια εκείνα», μας λέει, γυρνώντας για λίγο, πίσω στο χρόνο, περιγράφοντας μας με νοσταλγία τον τόπο της: «Ένας πανέμορφος τόπος, συνδύαζε βουνό και θάλασσα, η τερατσιά και η ελιά, καταπράσινος ο κάμπος και το βουνό. Όπως λέει και η Ελένη Φωκά, παρούσα στη συζήτησή μας, ήταν ο παράδεισός μας, ο τόπος μας". 



Η ορφάνια στα 11

"Είχα εξαιρετικούς γονείς, μας αφηγείται. «Ο πατέρας μου ήταν από την Όρκα και η μητέρα μου από τον Καραβά. Ήμαστε 11 αδέρφια, αχώριστα. Τη μητέρα μου την έχασα όταν ήμουν 11 χρονών και ο μικρός αδερφός μου πέντε. Μετά το θάνατο της μητέρας μου, ο πατέρα μου μας πήρε και μας πήγε στον Καραβά, όπου είχε περιουσία η μητέρα μου, στο λεγόμενο τσιφλίκι της Ελιάς κοντά στον Καραβά. Ήταν ένα χωριουδάκι, το οποίο έπιανε από τους πρόποδες του Πενταδακτύλου και κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα. Δε μπορούμε να ξεχάσουμε τη γειτονιά μας, τα παιχνίδια, τους ανθρώπους". Ο πατέρας μου, μετά το θάνατο της μητέρα μου, στάθηκε και μάνα και πατέρας, έβαζε τα παιδιά του πάνω από όλα. Μας μεγάλωσε, μας πάντρεψε και μας έκτισε όλους στην επαρχία Κερύνειας. Οι αδερφές μεγαλώνοντας, βοηθούσαν στο μεγάλωμα των μικρότερων. Μεγαλώνοντας, οι αδερφές κατοικήσαμε στον Καραβά, στην Ελία, μέσα στα λεμονόδεντρα, τα τρεχούμενα νερά, ήταν πανέμορφοι οι τόποι μας…".

Ο γάμος 

«Αρραβωνιάστηκα το 1968 και παντρεύτηκα το 1971. Έκτισα το σπίτι μου, στο τσιφλίκι της Ελιάς, έδαφος Καραβά. Ο Αντρέας ήταν από την Αχερίτου. Ήταν στρατιώτης εκεί στην περιοχή, με είδε και με ζήτησε.  Ο άντρας μου ήταν πρεσαδόρος, δούλευε στο στεγνοκαθαριστήριο «Απόλλων» στη Λευκωσία. Το 1972 γέννησα την Ειρήνη και μετά από ένα χρόνο τον Γιάννη. Η Ειρήνη το 1974 ήταν δύο χρονών και ο Γιάννης ενός». «Η ζωή μας ήταν όμορφη. Ανέμελη ζωή…Ούτε περιμέναμε ποτέ αυτό που συνέβη". 



Ξαφνικά…

«Στις 14 του Ιούλη, Κυριακή πάντρευε ο πατέρας μου την εγγονή του. Εκεί κοντά μας, στο Φοντάνα Μορόζα. Ξημερώνει 15 Ιουλίου. Σε λίγες μέρες, στις 20 Ιουλίου θα γινόταν ο γάμος του νονού του γιού μου, η νονά του ήταν πρώτη μου ξαδέρφη, ζούσαν κοντά στο δικό μας σπίτι. Εκείνη τη Δευτέρα, ήρθε η κουμέρα μου η Ντίνα για να καθαρίσουμε το σπίτι, να στολίσουμε και να κρεμάσουμε τις κουρτίνες. Οι καραβιώτισσες ήταν πρώτες στο πλέξιμο και τα λούσα. Είναι πράγματα που δεν τα ξεχνάς. Αρχίσαμε να καθαρίζουμε. Ξαφνικά έρχεται ο πατέρας μου κλαίγοντας, κρατώντας ένα ραδιοφωνάκι. Βγείτε έξω, έγινε πραξικόπημα, σκότωσαν το Μακάριο, μας φώναξε. Αμέσως ο άντρας της ξαδέρφης μου, που ήταν του εφεδρικού, έπιασε την γυναίκα του και την κουνιάδα του, και τις επήρε στον Καραβά. Μόλις πήγαν, και αυτόν και τον κουνιάδο του τους έπιασαν οι πραξικοπιματίες και τους έκλεισαν στο κάστρο της Κερύνειας. Ο άντρας μου όμως τη Δευτέρα το πρωί, σηκώθηκε για να πάει δουλειά, στη Λευκωσία. Τα λεωφορεία τα ανέκοψαν στο Γερόλακκο και δεν τους άφησαν να προχωρήσουν. Όταν ενύχτωσε, τους άφησαν να επιστρέψουν πίσω. Και πλέον δεν μπόρεσε να πάει δουλειά. Τη Δευτέρα και την Τρίτη εμείς βλέπαμε πραξικοπιματίες να γυρίζουν έξω από τα σπίτια μας. Στον άντρα μου είπαν να προσέχει να μη βγαίνει έξω γιατί θα καθαρίσουν αυτούς που ήταν στο κάστρο και θα έρθει η σειρά μας. Το Σάββατο, ο άντρας μου ήθελε να πάει να δώσει νερό και τσιγάρα του κουμπάρου του.  Από τις 15 Ιουλίου άρχισαν οι φωτιές και από την Κερύνεια προχωρούσαν προς τον Πενταδάκτυλο. Οι Τούρκοι ήταν έξω και τους καθοδηγούσαν».



Εκρήξεις

«Στις 20 του Ιούλη το πρωί, ακούσαμε εκρήξεις. Άνοιξα το παράθυρο που έβλεπε προς την Κερύνεια. Είδα μαύρο καπνό από μακριά. Ο άντρας μου, μου φώναξε να πιάσω τα μωρά και να βγούμε έξω γιατί ήρθαν οι Τούρκοι. Ολο τα βράδυ άκουγε από το bbc ότι τουρκικά πλοία από τη Μερσίνα έρχονταν προς την Κύπρο. Πήραμε μαζι μας λίγα πράγματα και φωνάξαμε στη μικρή αδερφή μας να βγει έξω. Πήγαμε και κρυφτήκαμε κάτω από τις λεμονιές. Δεν ξέραμε που να πάμε να γλιτώσουμε, ούτε ξέραμε τι γινόταν, ούτε μας έλεγε κανένας. Μετά ακούσαμε από το ραδιόφωνο ότι οι έφεδροι έπρεπε να καταταχτούν στις μονάδες τους. Ο άντρας μου και ο γαμπρός μου, ήθελαν να πάνε να καταταχτούν. Δεν άργησαν να γυρίσουν πίσω μαζί με άλλους στρατιώτες. Γιατί τους αφήσατε να φύγουν, μας είπαν, δεν είχαν όπλα να μας δώσουν, οι στρατιώτες είναι όλοι νεκροί. Προχωρήσαμε προς τα κάτω. Ότι και να σας περιγράψω είναι λίγο. Έψαχνε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Μάρτυρας η Ελένη η ξαδέρφη μου, καίγονταν τα πόδια από φωτιές, ένα μωρό που έχασε τους γονείς του, ο Γίαννης ο Κοζάκος, ήρθε μαζί μας. Ο σύγαμπρος της Ελένης έκλαιγε με τρία μωρά, και έψαχνε τη γυναίκα και την πεθερά του. Κόσμος έκλαιγε και έτρεχε, στρατιώτες έρχονταν, τους δίναμε νερό και έφευγαν και μεις, 48 άτομα μαζευτήκαμε κάτω από τα λεμονόδεντρα. Το μεσημέρι άρχισαν να βγαίνουν έξω οι Τούρκοι, οι σφαίρες έπεφταν αδιάκοπα, και τότε ο πατέρας της Ελένης, είπε ότι έπρεπε να πάμε να κρυφτούμε σε ένα μέρος για να γλιτώσουμε από τις αδέσποτες σφαίρες. Μπήκαμε στο στάβλο του πατέρα μου που ήταν εκεί κοντά. Οι δυο αδερφές μου όμως, η Μάρω και η Γιαννούλα, αποφάσισαν να πάνε να κρυφτούν στα βουνά του Πενταδακτύλου. Έπιασαν το αυτοκίνητο και προχώρησαν. Εμείς τις βλέπαμε και τα αεροπλάνο από πάνω να ρίχνει σφαίρες. Ο γαμπρός μου έβγαλε το αυτοκίνητο σε έναν αγροτικό δρόμο. Κατάφεραν να κρυφτούν και να γλιτώσουν χωρίς να τραυματιστούν. Κατάφεραν να κατεβούν στον ποταμό μέσα από θάμνους και πανύψηλους βάτους. Ο μικρός μου ο γαμπρός, ο Φοίβος, τύλιξε το βρέφος με το πάπλωμα, και το έβαζε μπροστά για να ανοίγει το δρόμο. Και βγήκαν στον Άγιο Νικόλαο, μέσα στον ποταμό. Εκεί άκουσαν φωνές, στα ελληνικά που τους έλεγαν να παραδοθούν. Βγήκαν πάνω, και τους ρώτησαν στα ελληνικά, που είναι τα σπίτια τους. Τους είπαν να μη φοβούνται, ότι η Κύπρος είναι τουρκική και να πάνε στα σπίτια τους. Τους διέταξαν να τους οδηγήσουν στα σπίτια τους.  Οι αδερφές μου, ήρθαν μετά και μας βρήκαν στο στάβλο. 50 άτομα περάσαμε εκείνη τη νύχτα στο στάβλο. Δεν μπορώ να περιγράψω τι έγινε εκείνη τη νύχτα. Ημασταν διψασμένοι, δε θα ξεχάσω τον πόνο του πατέρα μου, που κατά λάθος πήρε το μπουκάλι από το σπίρτο, νομιζόμενος ότι ήταν νερό. Τότε ήρθε η Μαρούλα, που την  έψαχνε ο άντρας   της. Παρακαλούσε τον αδερφό της τον Βασίλη, τον άντρα της Ελένης να βγουν να ψάξουν το άντρα και τα μωρά της. Είχε νυχτώσει, ο Βασίλης της είπε να περιμένουν να ξημερώσει. Όταν ξημέρωσε ο άντρας μου σκέφτηκε να πάει να φέρει γάλα και νερό για τα μωρά. Ήξερε ότι θα τον ακολουθούσα και μου είπε να τον περιμένω εκεί. Ένα αεροπλάνο, πετούσε χαμηλά και μου φώναζε να προσέχω και επέστρεψα στο στάβλο. Σε λίγο ήρθε ο άντρας μου με ένα βάζο αδειο. Με τράβηξε έξω για να μην μας ακούσουν οι άλλοι και πανικοβληθούν. Ένας στρατιώτης ήταν πληγωμένος μέσα στον φούρνο μας. Πήγαμε να τον βοηθήσουμε, ήταν πληγωμένος. Ήταν εκεί όλο το βράδυ δε φώναζε όμως για βοήθεια γιατί δεν ήξερε αν ήμασταν Έλληνες. Πήρε θάρρος όταν μας άκουσε να μιλούμε. Έτρεμε, προσπάθησα να τον ηρεμήσω. Ο άντρας μου του έπλυνε τις πληγές, του τις έδεσε, του έδωσε πολιτικά ρούχα να φορέσει. Ο πατέρας μου πήρε τα στρατιωτικά τα ρούχα και το όπλο και τα έκρυψε, μήπως μας βρούν και ανακαλύψουν ότι είχαμε μαζί μας στρατιώτη. Ο νεαρός, ρώτησε που είναι τα ρούχα του. Και λέει στον πατέρα μου: Ακου να σου πω παππού, μέσα στα ρούχα μου είναι το φύλλο πορείας και θα με γυρέψουν, πρέπει να τα παρουσιάσω. Του τα έφερε ο πατέρας μου. Τα πήρα και του είπα ότι δεν θα του τα αφήσω, γιατί αν μας έβρισκαν θα μας κακοποιούσαν. Τα έκρυψα κάτω από μια πέτρα και του είπα ότι όταν θα τέλειωνε το κακό θα του το έδινα".



Πράγματα που δε λέγονται…

«Τότε ήρθε η μητέρα της Μαρούλας, και της είπε να πάνε να βρουν τον άντρα της και τα μωρά της. Της έλεγα να μείνουν κοντά μας. Ξεκίνησαν να πάνε. Τις έβλεπα από το παραθυράκι του μπάνιου μας. Πιο πάνω ήταν το σπίτι που στολίζαμε για τον γάμο. Εκεί ήταν κρυμμένοι Τούρκοι και τις άρπαξαν. Ακόμα ακούω τις φωνές τους και τα ουρλιαχτά τους. Η κοπέλα ήταν πολύ όμορφη, 29 χρονών... Επέστρεψα στους άλλους και τους είπα τι έγινε. Καθόμασταν 5-6 άτομα, και τότε ήρθε ένας Τούρκος έξω από το σπίτι μου κρατώντας χειροβομβίδα. Πέρασε από μπροστά και μας έκανε νόημα. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και άρχισαν να πέφτουν όλμοι γύρω από το σπίτι μας. Ήταν μεγάλο κακό. Μπήκαμε κάτω από τον δοκό του σπιτιού και προσευχόμασταν να σωθούμε. Ρώτησα τον στρατιώτη από πού ήταν. Μου είπε πως ήταν από ένα χωριό του Τροόδους. Τους μάζεψαν και τους επήραν σε ένα στρατόπεδο. Εκεί διάλεξαν τους Μακαριακούς, τους έβαλαν σε τρια λεωφορεία και τους μετέφεραν και τους άφησαν πιο κάτω από το σπίτι μας. Εκεί, όπως μου είπε, έφυγαν οι αξιωματικοί, και τους έστησαν ενέδρα οι Τούρκοι. Ηταν όλοι νεκροί κάτω από τις ελιές. Εκείνος, προσποιήθηκε το νεκρό και όταν νύχτωσε, μπήκε ήρθε στο σπίτι μας. Ήταν ο Χριστόφορος Γιατρού από τον Άη Γιάννη του Αγρού. Ήταν δεκανέας. Όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, κατεβήκαμε ένας-ένας στο υπόγειο.  Έγινε 5.20 το απόγευμα. Έξω πανδαιμόνιο, πόλεμος. Ήμασταν περικυκλωμένοι. Οι γυναίκες λέγαμε να παραδοθούμε, οι άντρες έλεγαν όχι. Έπρεπε να παραδοθούμε, η ηρωίδα μας, η Ελένη έδεσε ένα άσπρο πανί πάνω σε ένα καλάμι, το έβγαλε από την τρύπα του στάβλου και φώναζε στα αγγλικά να μην μας πυροβολήσουν, ότι ήμασταν άοπλοι. Τότε οι  στρατιώτες έριξαν κάτω την πόρτα του στάβλου, και μας διέταξαν έναν-έναν να βγούμε από το στάβλο. Αυτοί δεν ήταν Τούρκοι, ήταν ξανθοί και ψηλοί». 

*Η ξαδέλφη της Χαρίτας, Μάντολες, Ελένη



"Έπλεναν τις ππάλες με τα αίματα"...

«Ημασταν όλοι με τα μωρά στις αγκαλιές. Μας έκαναν τα βάσανα του Ιησού Χριστού, έδερναν τους άντρες, τους ποδοπατούσαν, τους έσκιζαν τα ρούχα, κατάστρεφαν τα σπίτια. Μαζεύονταν πολλοί Τούρκοι γύρω μας, γέμισε ο τόπος ματωμένα ρούχα, σεντόνια, ματωμένες ππάλες που τις έπλεναν μπροστά μας... Ξαφνικά έφεραν κοντά μας μια Εγγλέζα. Έτρεχαν αίματα από τα πόδια της. Η Ελένη τη ρώτησε τι έγινε και της είπε: Ο πόλεμος αυτά έχει. Την είχαν κακοποιήσει πολλές φορές οι Τούρκοι.Τον άντρα της όπως είπε, τον είχαν πυροβολήσει, αλλά δεν ήταν νεκρός έλεγε. Έτσι ήταν. Τον Εγγλέζο τον φυγάδευσαν και αυτήν δεν την κράτησαν κοντά μας». «Από κει μας είπαν πως θα μας έπαιρναν αιχμαλώτους. Πέρασα από το σπίτι μου, τους ζήτησα να πάω να πιάσω ρούχα των μωρών, νερό και γάλατα. Με άφησαν. Το σπίτι μου ήταν κατεστραμμένο, πυροβόλησαν το εικόνισμα της Παναγίας που είχα στο δωμάτιο μου και έπεσε. Πήραμε μια κατσαρόλα, μακαρόνια, λίγο ρύζι ότι μπορούσαμε. Οι Τούρκοι μας περίμεναν. Μας έσπρωχναν με τα όπλα τους να φτάσουμε τους άλλους. Εγώ κρατούσα την κόρη μου και ο άντρας μου το μικρό. Ολοι κρατούσαν τα μωρά τους. Ανηφορίζαμε το δρόμο της Ελιάς. Σε κάποια φάση με εγκατέλειπαν οι δυνάμεις μας. Τότε ο Χριστάκης ο Κοντεμενιότης έπιασε για λίγο την Ειρήνη και με βοήθησε. Δεν ξεχνώ. Σε έναν δρόμο αγροτικό, οι Τούρκοι μας έβαλαν να κάτσουμε κάτω από την ελιά. Μας είπαν ότι θα έρθει ο αξιωματικός για να δώσει διαταγή, τι θα μας έκαναν. Ημασταν στους πρόποδες του Πενταδακτύλου και εκεί ήταν ένα ερειπωμένο ξωκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Γονατίσαμε και παρακαλέσαμε να γλιτώσουμε. Οι Τούρκοι είχαν στήσει γύρω μας τα όπλα και περνούσαν πάνω μας τα αεροπλάνα. Ήρθε ο Τούρκος αξιωματικός. Ζήτησε να μάθει ποιος μιλά τουρκικά. Είχαμε μια κοπέλα από την Άχνα. Ζούσε σε μεικτό χωριό η Αναστασία, ήταν νοσοκόμα και ήξερε τουρκικά. Σηκώθηκε. Τους ζήτησε να σεβαστούν το ότι ήμασταν άοπλοι. Εγώ από ότι κατάλαβα με το νόημα που έκανε ότι θα μας σκότωναν όλους. Από αυτά που έλεγε ο Τούρκος, κατάλαβα ότι είπε κάτι για τα Κόκκινα. Η Αναστασία του έλεγε ότι ήταν ψέμματα πως μπήκαν Κύπριοι στρατιώτες μπήκαν στα Κόκκινα. 'Το 74 δεν μπήκαν Τούρκοι στα Κόκκινα. Έδωσε εντολή και έφυγε. Οι στρατιώτες μας διέταξαν να σηκωθούμε και να περπατήσουμε δύο-δύο στη γραμμή. Με κλωτσιές και κτυπήματα από τα κοντάκια των όπλων, κρατώντας την κόρη μου στην αγκαλιά».



"Ππέσε κάτω και κάνε τη νεκρή" 

«Την ώρα που προσπαθούσα να βρω τον άντρα μου για να κάνουμε δυάδα, δεν θα ξεχάσω ποτέ: Ένιωθα δίπλα μου ον τούρκο να πυροβολεί και δεν είχα τη δύναμη να κοιτάξω. Πυροβολούσαν τον ψηλό άντρα, έπεφτε κάτω και γω να τον βλέπω να προσπαθεί να σηκωθεί. Τρεις φορές έπιασε σφικτά την ελιά για να σηκωθεί. Τον πυροβόλησαν πολλές φορές και σωριάστηκε κάτω. Εκείνη την ώρα θυμήθηκα τα λόγια του άντρα μου: Αν δεις να πυροβολούν πέσε κάτω και κάνε τη νεκρή. Ενώ έσφιγγα την κόρη μου, έμεινα κάτω. Όπως ήμουν κάτω άκουγα πυροβολισμούς. Μετά από λίγο μας κλωτσούσαν να δουν αν είμαστε ζωντανοί. Ένιωσα που με κλωτσούσαν και διερωτόμουν αν ήμουν ζωντανή. Κοίταξα το μωρό μου. Νόμισα ότι το έπνιξα από το πολύ που την έσφιγγα. Δεν είμαι πελλή. Έτσι τα εζήσαμε. Μόλις είδα το μωρό μου ότι ήταν ζωντανό, δεν πίστευα ότι ζούσα. Πήρα δύναμη και σηκώθηκα πάνω. Άρχισα να φωνάζω για τον άντρα μου. Ήταν μπροστά μου μπρούμυτα, ο στρατιώτης που φορούσε τα ρούχα του δίπλα,12 άνθρωποι όλοι κάτω. Προσπάθησα να πιάσω το πόδι του. Οι Τούρκοι με κτυπούσαν. Τραβούσαν τις καδένες μας, τους σταυρούς, τα ρολόγια να τα βγάλουν. Πάλι προσπαθούσα να τον πλησιάσω να δω αν προσποιείτο και κεινος τον νεκρό, όπως μου είπε. Τρεις φορές προσπάθησα να αγγίξω τον άντρα μου και δε με άφησαν. Γύρεψα το μωρό μου. Ήταν κοντά στον παπά του. Ήταν πληγωμένο και είχε πάθει σοκ. Άρχισα να φωνάζω να με αφήσουν να πιάσω το μωρό μου. Η κόρη της Ελένης ήταν 4 ετών και θυμάται.  Τότε, ο Τούρκος, έπιασε το μωρό και μου το πέταξε. Γι’ αυτό μια ζωή φωνάζω, πρέπει να διεκδικούμε, αν δεν διεκδικούσαμε, δεν θα είχα το γιό μου, θα ήταν αγνοούμενος. Ακόμα δυο κοριτσάκια τα πήραμε, το μωρό της Ελένης που το κρατούσε ο αδερφός της, και ακόμα ένα κοριτσάκι, και τα δύο ήταν πληγωμένα. Έτρεξα να πιάσω το μωρό. Έτρεξε μια κοπέλα να με βοηθήσει και έπιασε το μωρό και το έσφιξε στην αγκαλιά. Ο Τούρκος της το άρπαξε και το πέταξε. Την έσκισε τα ρούχα και τη βίασε. Μας έσπρωχναν να φύγουμε. Τους φωνάζαμε να μας σκοτώσουν και μας, θέλαμε να αγγίξουμε τους ανθρώπους μας να δούμε αν ήταν νεκροί. Κανέναν δεν άφησαν. Δώδεκα ανθρώπους σκότωσαν εκεί».



Στο άγνωστο

"Μας έδιωξαν από εκεί. Πιο κάτω μας περικύκλωσαν ξανά. Τραβούσαν τα κορίτσια, 16-17 χρονών… Ο Τούρκος της κουφάλας, τις έσπρωχνε προς το μέρος μας και μας έδιωχνε να φύγουμε.  Όλους μας πήραν τα χρυσαφικά, τα ρολόγια μας. Μια γυναίκας δεν της είχαν πάρει το ρολόι. Το έβγαλε και μου το έδωσε να του το δώσω. Ξέρει την δική μας περίπτωση. Τον καλώ χρόνια αν είναι ζωντανός να έρθει να μιλήσουμε γιατί προσεύχομαι γι’ αυτόν, να τον έχει καλά ο Θεός. Αν δεν  ήταν αυτός δε θα γλιτώναμε τα τρία μωρά. Φύγαμε, περάσαμε από ένα περιβόλι. Κλαίγαμε. Μας άκουσε ο Βασίλης που ήταν μακριά με  τα μωρά της αδερφής μου και με μωρό του. Ήρθε και συναντηθήκαμε. Δε θα ξεχάσω. Της λέει, της Ελένης πιάσε το μωρό γιατί πρέπει να ζήσει. Η Γιαννούλα του είπε να κρυφτεί μέσα σε λάκκο. Εμείς πήγαμε και μπήκαμε στους στάβλους, πίσω από το σπίτι της Ελένης. Σε άλλο σημείο κρύψαμε τις κορούδες και σε άλλο ήμασταν εμείς με τα μωρά. Έκλαιγαν. Τους βάζαμε βαμβάκι στα αυτιά και στο στόμα για να μην κλαινε και να μην ακούν τι γινόταν έξω. Το βρέφος της αδερφής δε σταματούσα να κλαίει. Πνίξε το της έλεγαν, οι άλλες οι γυναίκες. Δε μπορώ τους έλεγε!. Την νύχτα άκουγες τους στρατιώτες να περνούν. Νέκρα μέσα στο στάβλο. Προσπαθήσαμε να φύγουμε, αλλά δεν τα καταφέραμε. Είδαμε τανκς. Η Ελένη είπε ότι έπρεπε να πάμε πίσω. Επιστρέψαμε στο στάβλο. Ξημέρωσε η άλλη μέρα και ξανανύχτωσε. Δεν ξέραμε τι θα κάναμε. Κάποιες είπαμε να πάμε να ππέσουμε στη θάλασσα, χέρι – χέρι. Η ξαδέρφη μου η Ελένη, μας σταμάτησε. Την άλλη μέρα, είδαμε από τις τρύπες του στάβλου δυο στρατιώτες. Φορούσαν κοντά παντελόνια και κρατούσαν μαρτίνια. Διερωτόμασταν ποιοι ήταν. Συμφωνήσαμε να βγει η νονά μου έξω. Τη ρώτησαν τι έκανε εκεί. Η νονά μου τους είπε ότι πέρασαν Τούρκοι από εκεί. Αυτοί δεν είχαν δει κανέναν. Κατά λάθος είχαν έρθει εκεί. Τους είπε ότι είχε κι άλλες γυναίκες μέσα στο στάβλο. Εμείς είχαμε βάλει ένα κρεβάτι μπροστά στην πόρτα του στάβλου. Γέμισε σφαίρες. Αυτό μας εγλίτωσε.Από εκεί που μας βρήκαν οι στρατιώτες ειδοποίησαν τα Ηνωμένα Έθνη"...

Και από εκεί συνεχίζεται ο αγώνας στην προσφυγιά...
ΠΗΓΗ - Ant1Iwo