Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Η ζωή μιας σπουδαίας γυναίκας



site analysis


Είναι η γυναίκα με την αθάνατη ελληνική ψυχή, στο πρόσωπο της οποίας αντικατοπτρίζονται οι αγώνες των συγγενών των αγνοουμένων. Η Χαρίτα Μάντολες για χρόνια ολόκληρα νυχτοξημερωνόταν στα οδοφράγματα, και πάλευε για την Κύπρο, για τους δικούς της και τους δικούς άλλων που χάθηκαν αλλά και για τον κατεχόμενο τόπο της. 

Είναι απόγευμα Σαββάτου. Τη συναντάμε στην αυλή της φίλης της, της Ξένιας. Σε μια αυλή που μυρίζει δυόσμο και σπιτική λεμονάδα. Μας εξιστορεί τις τραγικές εκείνες στιγμές, αλλά επιστρέφει και κάποια χρόνια πριν, στις πιο ανέμελες εποχές.

Τα παιδικά χρόνια 

Η ζωή της ως παιδί στο χωριό Όρκα ήταν ανέμελη: «Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο χωριό, με τις καλαδερφές μου, που είναι βαφτιστικές του πατέρα μου. Τέσσερα παιδιά είχε ο Παπαγιώργης, τα τρία τα βάφτισε ο πατέρας μου, τόσο φίλοι ήμασταν. Στο βιβλίο αναφέρεται συχνά, η φίλη μου η Ξένια. Ήταν πολύ όμορφα χρόνια εκείνα», μας λέει, γυρνώντας για λίγο, πίσω στο χρόνο, περιγράφοντας μας με νοσταλγία τον τόπο της: «Ένας πανέμορφος τόπος, συνδύαζε βουνό και θάλασσα, η τερατσιά και η ελιά, καταπράσινος ο κάμπος και το βουνό. Όπως λέει και η Ελένη Φωκά, παρούσα στη συζήτησή μας, ήταν ο παράδεισός μας, ο τόπος μας". 



Η ορφάνια στα 11

"Είχα εξαιρετικούς γονείς, μας αφηγείται. «Ο πατέρας μου ήταν από την Όρκα και η μητέρα μου από τον Καραβά. Ήμαστε 11 αδέρφια, αχώριστα. Τη μητέρα μου την έχασα όταν ήμουν 11 χρονών και ο μικρός αδερφός μου πέντε. Μετά το θάνατο της μητέρας μου, ο πατέρα μου μας πήρε και μας πήγε στον Καραβά, όπου είχε περιουσία η μητέρα μου, στο λεγόμενο τσιφλίκι της Ελιάς κοντά στον Καραβά. Ήταν ένα χωριουδάκι, το οποίο έπιανε από τους πρόποδες του Πενταδακτύλου και κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα. Δε μπορούμε να ξεχάσουμε τη γειτονιά μας, τα παιχνίδια, τους ανθρώπους". Ο πατέρας μου, μετά το θάνατο της μητέρα μου, στάθηκε και μάνα και πατέρας, έβαζε τα παιδιά του πάνω από όλα. Μας μεγάλωσε, μας πάντρεψε και μας έκτισε όλους στην επαρχία Κερύνειας. Οι αδερφές μεγαλώνοντας, βοηθούσαν στο μεγάλωμα των μικρότερων. Μεγαλώνοντας, οι αδερφές κατοικήσαμε στον Καραβά, στην Ελία, μέσα στα λεμονόδεντρα, τα τρεχούμενα νερά, ήταν πανέμορφοι οι τόποι μας…".

Ο γάμος 

«Αρραβωνιάστηκα το 1968 και παντρεύτηκα το 1971. Έκτισα το σπίτι μου, στο τσιφλίκι της Ελιάς, έδαφος Καραβά. Ο Αντρέας ήταν από την Αχερίτου. Ήταν στρατιώτης εκεί στην περιοχή, με είδε και με ζήτησε.  Ο άντρας μου ήταν πρεσαδόρος, δούλευε στο στεγνοκαθαριστήριο «Απόλλων» στη Λευκωσία. Το 1972 γέννησα την Ειρήνη και μετά από ένα χρόνο τον Γιάννη. Η Ειρήνη το 1974 ήταν δύο χρονών και ο Γιάννης ενός». «Η ζωή μας ήταν όμορφη. Ανέμελη ζωή…Ούτε περιμέναμε ποτέ αυτό που συνέβη". 



Ξαφνικά…

«Στις 14 του Ιούλη, Κυριακή πάντρευε ο πατέρας μου την εγγονή του. Εκεί κοντά μας, στο Φοντάνα Μορόζα. Ξημερώνει 15 Ιουλίου. Σε λίγες μέρες, στις 20 Ιουλίου θα γινόταν ο γάμος του νονού του γιού μου, η νονά του ήταν πρώτη μου ξαδέρφη, ζούσαν κοντά στο δικό μας σπίτι. Εκείνη τη Δευτέρα, ήρθε η κουμέρα μου η Ντίνα για να καθαρίσουμε το σπίτι, να στολίσουμε και να κρεμάσουμε τις κουρτίνες. Οι καραβιώτισσες ήταν πρώτες στο πλέξιμο και τα λούσα. Είναι πράγματα που δεν τα ξεχνάς. Αρχίσαμε να καθαρίζουμε. Ξαφνικά έρχεται ο πατέρας μου κλαίγοντας, κρατώντας ένα ραδιοφωνάκι. Βγείτε έξω, έγινε πραξικόπημα, σκότωσαν το Μακάριο, μας φώναξε. Αμέσως ο άντρας της ξαδέρφης μου, που ήταν του εφεδρικού, έπιασε την γυναίκα του και την κουνιάδα του, και τις επήρε στον Καραβά. Μόλις πήγαν, και αυτόν και τον κουνιάδο του τους έπιασαν οι πραξικοπιματίες και τους έκλεισαν στο κάστρο της Κερύνειας. Ο άντρας μου όμως τη Δευτέρα το πρωί, σηκώθηκε για να πάει δουλειά, στη Λευκωσία. Τα λεωφορεία τα ανέκοψαν στο Γερόλακκο και δεν τους άφησαν να προχωρήσουν. Όταν ενύχτωσε, τους άφησαν να επιστρέψουν πίσω. Και πλέον δεν μπόρεσε να πάει δουλειά. Τη Δευτέρα και την Τρίτη εμείς βλέπαμε πραξικοπιματίες να γυρίζουν έξω από τα σπίτια μας. Στον άντρα μου είπαν να προσέχει να μη βγαίνει έξω γιατί θα καθαρίσουν αυτούς που ήταν στο κάστρο και θα έρθει η σειρά μας. Το Σάββατο, ο άντρας μου ήθελε να πάει να δώσει νερό και τσιγάρα του κουμπάρου του.  Από τις 15 Ιουλίου άρχισαν οι φωτιές και από την Κερύνεια προχωρούσαν προς τον Πενταδάκτυλο. Οι Τούρκοι ήταν έξω και τους καθοδηγούσαν».



Εκρήξεις

«Στις 20 του Ιούλη το πρωί, ακούσαμε εκρήξεις. Άνοιξα το παράθυρο που έβλεπε προς την Κερύνεια. Είδα μαύρο καπνό από μακριά. Ο άντρας μου, μου φώναξε να πιάσω τα μωρά και να βγούμε έξω γιατί ήρθαν οι Τούρκοι. Ολο τα βράδυ άκουγε από το bbc ότι τουρκικά πλοία από τη Μερσίνα έρχονταν προς την Κύπρο. Πήραμε μαζι μας λίγα πράγματα και φωνάξαμε στη μικρή αδερφή μας να βγει έξω. Πήγαμε και κρυφτήκαμε κάτω από τις λεμονιές. Δεν ξέραμε που να πάμε να γλιτώσουμε, ούτε ξέραμε τι γινόταν, ούτε μας έλεγε κανένας. Μετά ακούσαμε από το ραδιόφωνο ότι οι έφεδροι έπρεπε να καταταχτούν στις μονάδες τους. Ο άντρας μου και ο γαμπρός μου, ήθελαν να πάνε να καταταχτούν. Δεν άργησαν να γυρίσουν πίσω μαζί με άλλους στρατιώτες. Γιατί τους αφήσατε να φύγουν, μας είπαν, δεν είχαν όπλα να μας δώσουν, οι στρατιώτες είναι όλοι νεκροί. Προχωρήσαμε προς τα κάτω. Ότι και να σας περιγράψω είναι λίγο. Έψαχνε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Μάρτυρας η Ελένη η ξαδέρφη μου, καίγονταν τα πόδια από φωτιές, ένα μωρό που έχασε τους γονείς του, ο Γίαννης ο Κοζάκος, ήρθε μαζί μας. Ο σύγαμπρος της Ελένης έκλαιγε με τρία μωρά, και έψαχνε τη γυναίκα και την πεθερά του. Κόσμος έκλαιγε και έτρεχε, στρατιώτες έρχονταν, τους δίναμε νερό και έφευγαν και μεις, 48 άτομα μαζευτήκαμε κάτω από τα λεμονόδεντρα. Το μεσημέρι άρχισαν να βγαίνουν έξω οι Τούρκοι, οι σφαίρες έπεφταν αδιάκοπα, και τότε ο πατέρας της Ελένης, είπε ότι έπρεπε να πάμε να κρυφτούμε σε ένα μέρος για να γλιτώσουμε από τις αδέσποτες σφαίρες. Μπήκαμε στο στάβλο του πατέρα μου που ήταν εκεί κοντά. Οι δυο αδερφές μου όμως, η Μάρω και η Γιαννούλα, αποφάσισαν να πάνε να κρυφτούν στα βουνά του Πενταδακτύλου. Έπιασαν το αυτοκίνητο και προχώρησαν. Εμείς τις βλέπαμε και τα αεροπλάνο από πάνω να ρίχνει σφαίρες. Ο γαμπρός μου έβγαλε το αυτοκίνητο σε έναν αγροτικό δρόμο. Κατάφεραν να κρυφτούν και να γλιτώσουν χωρίς να τραυματιστούν. Κατάφεραν να κατεβούν στον ποταμό μέσα από θάμνους και πανύψηλους βάτους. Ο μικρός μου ο γαμπρός, ο Φοίβος, τύλιξε το βρέφος με το πάπλωμα, και το έβαζε μπροστά για να ανοίγει το δρόμο. Και βγήκαν στον Άγιο Νικόλαο, μέσα στον ποταμό. Εκεί άκουσαν φωνές, στα ελληνικά που τους έλεγαν να παραδοθούν. Βγήκαν πάνω, και τους ρώτησαν στα ελληνικά, που είναι τα σπίτια τους. Τους είπαν να μη φοβούνται, ότι η Κύπρος είναι τουρκική και να πάνε στα σπίτια τους. Τους διέταξαν να τους οδηγήσουν στα σπίτια τους.  Οι αδερφές μου, ήρθαν μετά και μας βρήκαν στο στάβλο. 50 άτομα περάσαμε εκείνη τη νύχτα στο στάβλο. Δεν μπορώ να περιγράψω τι έγινε εκείνη τη νύχτα. Ημασταν διψασμένοι, δε θα ξεχάσω τον πόνο του πατέρα μου, που κατά λάθος πήρε το μπουκάλι από το σπίρτο, νομιζόμενος ότι ήταν νερό. Τότε ήρθε η Μαρούλα, που την  έψαχνε ο άντρας   της. Παρακαλούσε τον αδερφό της τον Βασίλη, τον άντρα της Ελένης να βγουν να ψάξουν το άντρα και τα μωρά της. Είχε νυχτώσει, ο Βασίλης της είπε να περιμένουν να ξημερώσει. Όταν ξημέρωσε ο άντρας μου σκέφτηκε να πάει να φέρει γάλα και νερό για τα μωρά. Ήξερε ότι θα τον ακολουθούσα και μου είπε να τον περιμένω εκεί. Ένα αεροπλάνο, πετούσε χαμηλά και μου φώναζε να προσέχω και επέστρεψα στο στάβλο. Σε λίγο ήρθε ο άντρας μου με ένα βάζο αδειο. Με τράβηξε έξω για να μην μας ακούσουν οι άλλοι και πανικοβληθούν. Ένας στρατιώτης ήταν πληγωμένος μέσα στον φούρνο μας. Πήγαμε να τον βοηθήσουμε, ήταν πληγωμένος. Ήταν εκεί όλο το βράδυ δε φώναζε όμως για βοήθεια γιατί δεν ήξερε αν ήμασταν Έλληνες. Πήρε θάρρος όταν μας άκουσε να μιλούμε. Έτρεμε, προσπάθησα να τον ηρεμήσω. Ο άντρας μου του έπλυνε τις πληγές, του τις έδεσε, του έδωσε πολιτικά ρούχα να φορέσει. Ο πατέρας μου πήρε τα στρατιωτικά τα ρούχα και το όπλο και τα έκρυψε, μήπως μας βρούν και ανακαλύψουν ότι είχαμε μαζί μας στρατιώτη. Ο νεαρός, ρώτησε που είναι τα ρούχα του. Και λέει στον πατέρα μου: Ακου να σου πω παππού, μέσα στα ρούχα μου είναι το φύλλο πορείας και θα με γυρέψουν, πρέπει να τα παρουσιάσω. Του τα έφερε ο πατέρας μου. Τα πήρα και του είπα ότι δεν θα του τα αφήσω, γιατί αν μας έβρισκαν θα μας κακοποιούσαν. Τα έκρυψα κάτω από μια πέτρα και του είπα ότι όταν θα τέλειωνε το κακό θα του το έδινα".



Πράγματα που δε λέγονται…

«Τότε ήρθε η μητέρα της Μαρούλας, και της είπε να πάνε να βρουν τον άντρα της και τα μωρά της. Της έλεγα να μείνουν κοντά μας. Ξεκίνησαν να πάνε. Τις έβλεπα από το παραθυράκι του μπάνιου μας. Πιο πάνω ήταν το σπίτι που στολίζαμε για τον γάμο. Εκεί ήταν κρυμμένοι Τούρκοι και τις άρπαξαν. Ακόμα ακούω τις φωνές τους και τα ουρλιαχτά τους. Η κοπέλα ήταν πολύ όμορφη, 29 χρονών... Επέστρεψα στους άλλους και τους είπα τι έγινε. Καθόμασταν 5-6 άτομα, και τότε ήρθε ένας Τούρκος έξω από το σπίτι μου κρατώντας χειροβομβίδα. Πέρασε από μπροστά και μας έκανε νόημα. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και άρχισαν να πέφτουν όλμοι γύρω από το σπίτι μας. Ήταν μεγάλο κακό. Μπήκαμε κάτω από τον δοκό του σπιτιού και προσευχόμασταν να σωθούμε. Ρώτησα τον στρατιώτη από πού ήταν. Μου είπε πως ήταν από ένα χωριό του Τροόδους. Τους μάζεψαν και τους επήραν σε ένα στρατόπεδο. Εκεί διάλεξαν τους Μακαριακούς, τους έβαλαν σε τρια λεωφορεία και τους μετέφεραν και τους άφησαν πιο κάτω από το σπίτι μας. Εκεί, όπως μου είπε, έφυγαν οι αξιωματικοί, και τους έστησαν ενέδρα οι Τούρκοι. Ηταν όλοι νεκροί κάτω από τις ελιές. Εκείνος, προσποιήθηκε το νεκρό και όταν νύχτωσε, μπήκε ήρθε στο σπίτι μας. Ήταν ο Χριστόφορος Γιατρού από τον Άη Γιάννη του Αγρού. Ήταν δεκανέας. Όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, κατεβήκαμε ένας-ένας στο υπόγειο.  Έγινε 5.20 το απόγευμα. Έξω πανδαιμόνιο, πόλεμος. Ήμασταν περικυκλωμένοι. Οι γυναίκες λέγαμε να παραδοθούμε, οι άντρες έλεγαν όχι. Έπρεπε να παραδοθούμε, η ηρωίδα μας, η Ελένη έδεσε ένα άσπρο πανί πάνω σε ένα καλάμι, το έβγαλε από την τρύπα του στάβλου και φώναζε στα αγγλικά να μην μας πυροβολήσουν, ότι ήμασταν άοπλοι. Τότε οι  στρατιώτες έριξαν κάτω την πόρτα του στάβλου, και μας διέταξαν έναν-έναν να βγούμε από το στάβλο. Αυτοί δεν ήταν Τούρκοι, ήταν ξανθοί και ψηλοί». 

*Η ξαδέλφη της Χαρίτας, Μάντολες, Ελένη



"Έπλεναν τις ππάλες με τα αίματα"...

«Ημασταν όλοι με τα μωρά στις αγκαλιές. Μας έκαναν τα βάσανα του Ιησού Χριστού, έδερναν τους άντρες, τους ποδοπατούσαν, τους έσκιζαν τα ρούχα, κατάστρεφαν τα σπίτια. Μαζεύονταν πολλοί Τούρκοι γύρω μας, γέμισε ο τόπος ματωμένα ρούχα, σεντόνια, ματωμένες ππάλες που τις έπλεναν μπροστά μας... Ξαφνικά έφεραν κοντά μας μια Εγγλέζα. Έτρεχαν αίματα από τα πόδια της. Η Ελένη τη ρώτησε τι έγινε και της είπε: Ο πόλεμος αυτά έχει. Την είχαν κακοποιήσει πολλές φορές οι Τούρκοι.Τον άντρα της όπως είπε, τον είχαν πυροβολήσει, αλλά δεν ήταν νεκρός έλεγε. Έτσι ήταν. Τον Εγγλέζο τον φυγάδευσαν και αυτήν δεν την κράτησαν κοντά μας». «Από κει μας είπαν πως θα μας έπαιρναν αιχμαλώτους. Πέρασα από το σπίτι μου, τους ζήτησα να πάω να πιάσω ρούχα των μωρών, νερό και γάλατα. Με άφησαν. Το σπίτι μου ήταν κατεστραμμένο, πυροβόλησαν το εικόνισμα της Παναγίας που είχα στο δωμάτιο μου και έπεσε. Πήραμε μια κατσαρόλα, μακαρόνια, λίγο ρύζι ότι μπορούσαμε. Οι Τούρκοι μας περίμεναν. Μας έσπρωχναν με τα όπλα τους να φτάσουμε τους άλλους. Εγώ κρατούσα την κόρη μου και ο άντρας μου το μικρό. Ολοι κρατούσαν τα μωρά τους. Ανηφορίζαμε το δρόμο της Ελιάς. Σε κάποια φάση με εγκατέλειπαν οι δυνάμεις μας. Τότε ο Χριστάκης ο Κοντεμενιότης έπιασε για λίγο την Ειρήνη και με βοήθησε. Δεν ξεχνώ. Σε έναν δρόμο αγροτικό, οι Τούρκοι μας έβαλαν να κάτσουμε κάτω από την ελιά. Μας είπαν ότι θα έρθει ο αξιωματικός για να δώσει διαταγή, τι θα μας έκαναν. Ημασταν στους πρόποδες του Πενταδακτύλου και εκεί ήταν ένα ερειπωμένο ξωκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Γονατίσαμε και παρακαλέσαμε να γλιτώσουμε. Οι Τούρκοι είχαν στήσει γύρω μας τα όπλα και περνούσαν πάνω μας τα αεροπλάνα. Ήρθε ο Τούρκος αξιωματικός. Ζήτησε να μάθει ποιος μιλά τουρκικά. Είχαμε μια κοπέλα από την Άχνα. Ζούσε σε μεικτό χωριό η Αναστασία, ήταν νοσοκόμα και ήξερε τουρκικά. Σηκώθηκε. Τους ζήτησε να σεβαστούν το ότι ήμασταν άοπλοι. Εγώ από ότι κατάλαβα με το νόημα που έκανε ότι θα μας σκότωναν όλους. Από αυτά που έλεγε ο Τούρκος, κατάλαβα ότι είπε κάτι για τα Κόκκινα. Η Αναστασία του έλεγε ότι ήταν ψέμματα πως μπήκαν Κύπριοι στρατιώτες μπήκαν στα Κόκκινα. 'Το 74 δεν μπήκαν Τούρκοι στα Κόκκινα. Έδωσε εντολή και έφυγε. Οι στρατιώτες μας διέταξαν να σηκωθούμε και να περπατήσουμε δύο-δύο στη γραμμή. Με κλωτσιές και κτυπήματα από τα κοντάκια των όπλων, κρατώντας την κόρη μου στην αγκαλιά».



"Ππέσε κάτω και κάνε τη νεκρή" 

«Την ώρα που προσπαθούσα να βρω τον άντρα μου για να κάνουμε δυάδα, δεν θα ξεχάσω ποτέ: Ένιωθα δίπλα μου ον τούρκο να πυροβολεί και δεν είχα τη δύναμη να κοιτάξω. Πυροβολούσαν τον ψηλό άντρα, έπεφτε κάτω και γω να τον βλέπω να προσπαθεί να σηκωθεί. Τρεις φορές έπιασε σφικτά την ελιά για να σηκωθεί. Τον πυροβόλησαν πολλές φορές και σωριάστηκε κάτω. Εκείνη την ώρα θυμήθηκα τα λόγια του άντρα μου: Αν δεις να πυροβολούν πέσε κάτω και κάνε τη νεκρή. Ενώ έσφιγγα την κόρη μου, έμεινα κάτω. Όπως ήμουν κάτω άκουγα πυροβολισμούς. Μετά από λίγο μας κλωτσούσαν να δουν αν είμαστε ζωντανοί. Ένιωσα που με κλωτσούσαν και διερωτόμουν αν ήμουν ζωντανή. Κοίταξα το μωρό μου. Νόμισα ότι το έπνιξα από το πολύ που την έσφιγγα. Δεν είμαι πελλή. Έτσι τα εζήσαμε. Μόλις είδα το μωρό μου ότι ήταν ζωντανό, δεν πίστευα ότι ζούσα. Πήρα δύναμη και σηκώθηκα πάνω. Άρχισα να φωνάζω για τον άντρα μου. Ήταν μπροστά μου μπρούμυτα, ο στρατιώτης που φορούσε τα ρούχα του δίπλα,12 άνθρωποι όλοι κάτω. Προσπάθησα να πιάσω το πόδι του. Οι Τούρκοι με κτυπούσαν. Τραβούσαν τις καδένες μας, τους σταυρούς, τα ρολόγια να τα βγάλουν. Πάλι προσπαθούσα να τον πλησιάσω να δω αν προσποιείτο και κεινος τον νεκρό, όπως μου είπε. Τρεις φορές προσπάθησα να αγγίξω τον άντρα μου και δε με άφησαν. Γύρεψα το μωρό μου. Ήταν κοντά στον παπά του. Ήταν πληγωμένο και είχε πάθει σοκ. Άρχισα να φωνάζω να με αφήσουν να πιάσω το μωρό μου. Η κόρη της Ελένης ήταν 4 ετών και θυμάται.  Τότε, ο Τούρκος, έπιασε το μωρό και μου το πέταξε. Γι’ αυτό μια ζωή φωνάζω, πρέπει να διεκδικούμε, αν δεν διεκδικούσαμε, δεν θα είχα το γιό μου, θα ήταν αγνοούμενος. Ακόμα δυο κοριτσάκια τα πήραμε, το μωρό της Ελένης που το κρατούσε ο αδερφός της, και ακόμα ένα κοριτσάκι, και τα δύο ήταν πληγωμένα. Έτρεξα να πιάσω το μωρό. Έτρεξε μια κοπέλα να με βοηθήσει και έπιασε το μωρό και το έσφιξε στην αγκαλιά. Ο Τούρκος της το άρπαξε και το πέταξε. Την έσκισε τα ρούχα και τη βίασε. Μας έσπρωχναν να φύγουμε. Τους φωνάζαμε να μας σκοτώσουν και μας, θέλαμε να αγγίξουμε τους ανθρώπους μας να δούμε αν ήταν νεκροί. Κανέναν δεν άφησαν. Δώδεκα ανθρώπους σκότωσαν εκεί».



Στο άγνωστο

"Μας έδιωξαν από εκεί. Πιο κάτω μας περικύκλωσαν ξανά. Τραβούσαν τα κορίτσια, 16-17 χρονών… Ο Τούρκος της κουφάλας, τις έσπρωχνε προς το μέρος μας και μας έδιωχνε να φύγουμε.  Όλους μας πήραν τα χρυσαφικά, τα ρολόγια μας. Μια γυναίκας δεν της είχαν πάρει το ρολόι. Το έβγαλε και μου το έδωσε να του το δώσω. Ξέρει την δική μας περίπτωση. Τον καλώ χρόνια αν είναι ζωντανός να έρθει να μιλήσουμε γιατί προσεύχομαι γι’ αυτόν, να τον έχει καλά ο Θεός. Αν δεν  ήταν αυτός δε θα γλιτώναμε τα τρία μωρά. Φύγαμε, περάσαμε από ένα περιβόλι. Κλαίγαμε. Μας άκουσε ο Βασίλης που ήταν μακριά με  τα μωρά της αδερφής μου και με μωρό του. Ήρθε και συναντηθήκαμε. Δε θα ξεχάσω. Της λέει, της Ελένης πιάσε το μωρό γιατί πρέπει να ζήσει. Η Γιαννούλα του είπε να κρυφτεί μέσα σε λάκκο. Εμείς πήγαμε και μπήκαμε στους στάβλους, πίσω από το σπίτι της Ελένης. Σε άλλο σημείο κρύψαμε τις κορούδες και σε άλλο ήμασταν εμείς με τα μωρά. Έκλαιγαν. Τους βάζαμε βαμβάκι στα αυτιά και στο στόμα για να μην κλαινε και να μην ακούν τι γινόταν έξω. Το βρέφος της αδερφής δε σταματούσα να κλαίει. Πνίξε το της έλεγαν, οι άλλες οι γυναίκες. Δε μπορώ τους έλεγε!. Την νύχτα άκουγες τους στρατιώτες να περνούν. Νέκρα μέσα στο στάβλο. Προσπαθήσαμε να φύγουμε, αλλά δεν τα καταφέραμε. Είδαμε τανκς. Η Ελένη είπε ότι έπρεπε να πάμε πίσω. Επιστρέψαμε στο στάβλο. Ξημέρωσε η άλλη μέρα και ξανανύχτωσε. Δεν ξέραμε τι θα κάναμε. Κάποιες είπαμε να πάμε να ππέσουμε στη θάλασσα, χέρι – χέρι. Η ξαδέρφη μου η Ελένη, μας σταμάτησε. Την άλλη μέρα, είδαμε από τις τρύπες του στάβλου δυο στρατιώτες. Φορούσαν κοντά παντελόνια και κρατούσαν μαρτίνια. Διερωτόμασταν ποιοι ήταν. Συμφωνήσαμε να βγει η νονά μου έξω. Τη ρώτησαν τι έκανε εκεί. Η νονά μου τους είπε ότι πέρασαν Τούρκοι από εκεί. Αυτοί δεν είχαν δει κανέναν. Κατά λάθος είχαν έρθει εκεί. Τους είπε ότι είχε κι άλλες γυναίκες μέσα στο στάβλο. Εμείς είχαμε βάλει ένα κρεβάτι μπροστά στην πόρτα του στάβλου. Γέμισε σφαίρες. Αυτό μας εγλίτωσε.Από εκεί που μας βρήκαν οι στρατιώτες ειδοποίησαν τα Ηνωμένα Έθνη"...

Και από εκεί συνεχίζεται ο αγώνας στην προσφυγιά...
ΠΗΓΗ - Ant1Iwo

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου