Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Μια μυλωνού θυμάται το πικρό αλεύρι της Κατοχής…



site analysis




Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

Η πείνα της Κατοχής στη μνήμη των ηλικιωμένων είναι αποτυπωμένη ως μια από τις πιο φριχτές στιγμές της ζωής τους. Καθόλου τυχαία η επιβίωση της φράσης «με το δελτίο», που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για κάτι που διατίθεται σε περιορισμένη ποσότητα. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τι ήταν το δελτίο στην Κατοχή, ότι πολλοί έθαβαν κρυφά τους νεκρούς συγγενείς τους, έτσι ώστε να καρπώνονται την ποσότητα επισιτιστικής βοήθειας που αντιστοιχούσε στους αποβιώσαντες. Η ιστορική έρευνα έχει εστιαστεί στην αποτύπωση της πλευράς αυτής του πολέμου κυρίως στην Αθήνα, όπου και το πρόβλημα προσέλαβε εφιαλτικές διαστάσεις. Οι φωτογραφίες με τα αποστεωμένα παιδιά στα συσσίτια, αλλά και τα σωρηδόν τοποθετημένα πτώματα ανθρώπων που βίωσαν στον απώτατο βαθμό το φάσμα της πείνας, στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη, καθώς δείχνουν μια ακόμη αποκρουστική πλευρά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ενώ λοιπόν σε μελέτες και βιβλία, επιστημονικά αλλά και αυτοβιογραφικά, έχει περιγραφεί σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό το πώς βίωσε η πρωτεύουσα τον παράπλευρο πόλεμο για την εξασφάλιση της τροφής (συσσίτια, κατοχικές συνταγές, υποκατάστατα τροφίμων κ.λπ.), δεν έγινε το ίδιο και για τις αγροτικές περιοχές.

Αναμφισβήτητα τα χωριά δεν έζησαν σε καμία περίπτωση την πείνα με την ίδια ένταση που το βίωσαν οι κάτοικοι της Αθήνας αλλά και των άλλων πόλεων ανά την Ελλάδα. Εξάλλου, η ύπαρξη γης για καλλιέργεια και λίγα αιγοπρόβατα αποτελούσαν μια σωτήρια λύση για να μην πεθάνουν, κυριολεκτικά, της πείνας.

Όμως η Κατοχή αποτέλεσε ένα τεράστιο σοκ ακόμη και για τους χωρικούς, ιδίως τον πρώτο χρόνο, ακόμη ειδικότερα τον εφιαλτικό χειμώνα του 1940-41, οπότε αποδεκατίστηκε κι ο πληθυσμός των Αθηνών από την πείνα. Τότε ήταν που περιουσίες άλλαξαν χέρια μέσα σ’ ένα βράδυ: ένας τενεκές λάδι ανταλλάχθηκε με ένα διαμέρισμα, αλλά και μια χούφτα κοσμήματα με μερικές χούφτες καλαμποκίσιο αλεύρι!

Μικρή συμβολή στην αποτύπωση του ακραίου διατροφικού καταναγκασμού κατά την Κατοχή, με εστίαση κυρίως στα υποκατάστατα αλεύρων, αποτελεί και το παρόν άρθρο.

Υπερπολύτιμη πηγή πληροφοριών είναι η εν ζωή 98χρονη θεία μου Φωτεινή Σαλαμούρα-Κατσάνου, η μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου, Γεωργίας.

Δουλειά στον μύλο από την παιδική ηλικία

Η πολυαγαπημένη θεία μου Φωτεινή (Φώτω) γεννήθηκε το έτος 1922 στον παραποτάμιο συνοικισμό Πλατανόρεμα Άρτας, 8 χιλ. από την πόλη (διοικητική υπαγωγή τότε στην Κοινότητα Μαρκινιάδας), όπου κατοικούσαν οι μητροπλευρικοί παππούδες, οι οποίοι είχαν νερόμυλο. (Η περιοχή έχει καταβυθιστεί στην τεχνητή λίμνη του Αράχθου/Πουρναρίου).

Ήταν ένας σκληρός κανόνας των παλιών, μια αυτοματοποιημένη διαδικασία, ότι το πρώτο παιδί θα ζούσε μια πραγματικά βασανισμένη ζωή, αφού θα έπρεπε να βοηθάει στο μεγάλωμα των μικρότερων αδελφών, αλλά και να συμμετέχει ενεργά με τους γονείς του σε όλες τις κοπιαστικές δουλειές.

«Σκουλειό δεν πήγα, δεν καλημέρ’σα δάσκαλου», όπως λέει. «Ήταν λίγου σκουριασμένους ο μακαρίτ’ς ου πατέρας μου, Θεός σχωρέσ’ τον. Αλλά έτσι ήταν ου κόσμους τότι… Δε μ’ άφ’κι να πάου στου σκουλειό. Δεν ξέρου ούτι να διαβάζου ούτι να γράφου. Ένα γράμμα ξέρου μαναχά… Στρουγγυλό, έτσιγιαϊα, κι έχει μια γραμμούλα στ’ μέση. Έλα να του φκιάσου…», λέει και σχηματίζει το Φ στο χαρτί. Είναι το μόνο που μπόρεσε να μάθει.

Αφού δεν πήγε στο σχολείο, η μόνη επιλογή ήταν να βοηθάει τους γονείς της στις πολλές αγροτικές δουλειές: σκάλισμα στα χωράφια, φύλαξη του κοπαδιού, αλλά και εργασία στον μύλο. «Ιγώ ήμαν η τρανότιρη, ιγώ έκανα ούλις τ’ς δ’λειές. Ποιος θα πάει να φ’λάξει τα γίδια; Η Φώτου! Ποιος θ’ αλέσει στου μύλου; Η Φώτου! Ποιος θα πάει να βάλει νιρό στ’ δέση; Η Φώτου! Πάινα στ’ δέση, έβανα πλατανόφ’λλα ν’ αυγατίσει του νιρό, για να πέσει του νιρό στουν κάναλου, ν’ αλέσει ου μύλους τα γιννήματα (δημητριακά)».

Η θεία Φωτεινή το 1940, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ήταν 18 χρονών, που σημαίνει ότι επωμίστηκε το βάρος και της λειτουργίας του μύλου. Θυμάται πολύ χαρακτηριστικά τότε που ήρθαν οι κατακτητές: «Θ’μάμι σαν τώραϊα τότι π’ πέρασαν οι Ιταλοί απ’ του Πλατανόριμα. Ο πατέρας μ’ τουν ήταν σι μία ψ’λή ράχη κι τ’ς είδι π’ ξικάμπ’σαν (εμφανίστηκαν). Ρέκαζι (ούρλιαζε): “Γένιτι πόλιμους! Έρθουντι οι Ιταλοί! Φεύγιστι! Σύρτι (πηγαίνετε) στου μαντρί, απουλάτι τα γίδια, σύρτι κι ισείς απού κουντά, να κρυπώσιτι (κρυφτείτε) να μη σας βρουν!”. Τ’ς είδαμαν απού μακριά… Κρύπουσαμαν μέσα στα λόγκα, μαζί μι τα γίδια. Πέρασαν οι Ιταλοί, έφ’γαν κι πήγαν στα χουριά…».
Ξυπόλητη στα παγωμένα νερά του Αράχθου

Ο χειμώνας ήταν πραγματικά πολύ σκληρός, οι προμήθειες λιγοστές όπως πάντα. Η χρονομάρτυρας θυμάται σαν να ήταν χθες: «Ήταν χειμώνας του ’40, μι τουν πόλιμου. Φύσαγι του πουτάμι απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν κατιβασμένου, κι πάινα μαναχή μ’ τ’ απουβραδύ μ’ ένα κλιφτουφάναρου (φορητό φωτιστικό μέσο με λάδι ως καύσιμη ύλη), για να κλείσου τ’ν πόρτα απ’ τ’ δέση (με τη βοήθεια μιας μικρής ξύλινης πόρτας ν’ αλλάξει την πορεία του νερού και να κατευθυνθεί προς το ποτάμι, όχι προς τον μύλο, όταν δεν χρειαζόταν για την κίνηση της μυλόπετρας). Όταν είχαμαν αλέσματα, σήκουναμαν τ’ν πόρτα κι έμπινι του νιρό για ν’ αλέσει. Του ’40-41 ήταν πουλύ βαρύς ο χειμώνας. Ήταν κριτσιάνια ου πάγους, κρέμουνταν στα στιφάνια (παγωμένο νερό σε κατακόρυφες μεγάλες στήλες που κρέμονταν στους γκρεμούς, σαν τεράστιοι σταλακτίτες). Ιγώ πιρπάταγα μέσα στου παγουμένου του νιρό μέχρι του γόνα (γόνατο), ξυπόλητη, ήταν τα πουδάρια μ’ κατακόκκινα, σαν παπαρούνα, απ’ του κρύου… Δεν είχαμαν παπούτσια τότι. Ένα ζιβγάρι παπούτσια είχα μαναχά, για να πααίνου στ’ν ικκλησιά. Ξυπόλητη έρθουμαν απ’ του Πλατανόριμα στου χουριό (Μαρκινιάδα Άρτας). Ήταν πόσου αλάργα (ήταν αρκετά μακριά). Λίγου προυτού φτάσου, φόραγα τα παπούτσια, για να πάου στ’ν ικκλησία. Ου μακαρίτ’ς ου πατέρας μ΄θ’μάμι κάπουτι μού ‘χι φκιάσει παπούτσια μι ρόδα απού αμάξι (ελαστικό αυτοκινήτου), για σόλα, κι απουπάνου είχι ράψει ύφασμα. Όταν έβριχι, τα πουδάρια νότ’ζαν, αλλά δεν πιρπάταγαμαν κι ξυπόλητοι».

Αλεύρι από λούπινα: «Κόβουνταν τα πουδάρια…»

Ο πόλεμος του 1940 ήταν ένα σοκ για τους φτωχούς αλλά πάντα προνοητικούς χωρικούς, οι οποίοι ζώντας τον αιφνιδιασμό που προκάλεσε ο πόλεμος την πρώτη χρονιά, και καθώς δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους (λόγω των αεροπορικών βομβαρδισμών – το χωράφι, με την ανοιχτή έκτασή του, αποτελούσε ιδανικό στόχο των εισβολέων), θα έπρεπε να βρουν άμεσα λύσεις έτσι ώστε να εξασφαλίσουν τουλάχιστον το αλεύρι – πολυτιμότατο όχι μόνο ως πρώτη ύλη για το ψωμί, αλλά και ως βάση για άλλες διαδεδομένες και κυρίως εύκολες και χορταστικές συνταγές, όπως οι πίτες, οι τηγανίτες, η κουρκούτη, δηλ. ο χυλός. Όταν διέθεταν σιτάρι ή καλαμπόκι για να αλέσουν, «δεν άφ’ναμαν ούτι σπ’ρί (κόκκο) να πάει χαμένου, σαν τα μυρμήγκια», όπως λέει η θείτσα Φώτω.

Οι άνθρωποι, όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την πείνα, ευρηματικοί καθώς ήταν ανέκαθεν, προσπάθησαν –με την κλασική μέθοδο της δοκιμής και της πλάνης– να δημιουργήσουν υποκατάστατα αλεύρου για να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή.

Τα λούπινα οι περισσότεροι όχι απλώς δεν γνωρίζουν τι είναι, αλλά ούτε καν έχουν ξανακούσει τη λέξη. Πρόκειται για έναν καρπό που ανήκει στα ψυχανθή (χονδροειδώς μπορούμε να πούμε ότι μοιάζουν με τα φασόλια), μάλιστα έχει μηδενικές απαιτήσεις για την καλλιέργειά του: ούτε καν όργωμα απαιτούνταν, απλώς έσπερναν τα λούπινα σε χέρσο χωράφι κι αυτά φύτρωναν.

Υπό κανονικές συνθήκες τα λούπινα (με χαρακτηριστικά πικρή γεύση, η οποία οφείλεται σε αλκαλοειδείς ουσίες, τοξικές για τον άνθρωπο αλλά και τα ζώα) χρησιμοποιούνταν ως ζωοτροφή, όμως στην περίοδο της Κατοχής από λούπινα έφτιαχναν ένα είδος αλευριού.

«Τα λούπινα τα μάζουναμαν τουν Αλουνάρη (Ιούλιο) κι τα ‘βραζαμαν σ’ ένα καζάνι όσου τ’ αυγό (περίπου 10 λεπτά), για να μη φ’τρώσουν στου νιρό, να μην απουλύσουν (αναπτύξουν) φύτρα. Κουντά τά ‘βαναμαν σι σακιά μέχρι τ’ μέση, γιατί φούσκουναν στου νιρό, τα πλάκουναμαν μι ένα μιγάλου λιθάρι στ’ γούλη (στο πάνω μέρος, εκεί που τα έδεναν) μέσα στου πουτάμι, να σέρει του νιρό (να είναι άφθονο και τρεχούμενο) κι τ’ άφ’ναμαν 3-4 μέρις για να ιδούμι αν ξιπίκρισαν. Ξιπίκριζαν, τρώουνταν… Τα ΄βγαναμαν απ’ του πουτάμι, τα ήλιαζαμαν (αποξηραίναμε στον ήλιο) 4-5 μέρις. Όταν τα ήλιαζαμαν, γένουνταν μ’κρά (συρρικνώνονταν)».

Τα λούπινα μετά τη διαδικασία της εμβάπτισης στο νερό και της αποπίκρανσης δεν γίνονταν βέβαια απολύτως γλυκά αλλά είχαν μια υπόπικρη γεύση, οπότε τα έβγαζαν απ’ το ποτάμι και τα αποξήραιναν στον ήλιο για 4-5 μέρες. Όμως τώρα υπήρχε ένα άλλο πρόβλημα: τα λούπινα γίνονταν «κάρκανο», δηλ. πάρα πολύ σκληρά. Η θεία μου συνεχίζει την αφήγηση: «Δε μπουρού να σ’ που τι τράβαγι ο μύλος για να τ’ αλέσει… Ήταν σκληρά σα λιθάρια!».

Για να γίνει το άλεσμα διαφορετικών καρπών, έπρεπε να ρυθμιστεί (με τη βοήθεια ενός μοχλού) η απόσταση μεταξύ της πάνω και της κάτω μυλόπετρας. Αυτή τη διαδικασία η θεία μου που δούλευε στον μύλο προφανώς την έκανε συχνά, καθώς στη διάρκεια της Κατοχής δεν υπήρχε η κατάλληλη εμπειρία, μιας και για πρώτη φορά άλεθαν ορισμένους καρπούς (π.χ. βελανίδια και άγρια αχλάδια/γκόρτσα).

Το λουπινάλευρο χρησιμοποιούσαν για να κάνουν «κουλούρα» (είδος στρογγυλού ψωμιού που κανονικά γίνεται με καλαμποκάλευρο), αλλά και κουρκούτη (χυλό με γάλα, για να μετριαστεί η υπόπικρη γεύση).

Ρωτάω πώς ήταν αυτό το αλεύρι αλλά και το ψωμί, και η απάντηση της θείας μου με συγκλονίζει: «Αχ, Βασίλη μ’… Η ψυχή μ’ ξέρει τι ψουμί ήταν αυτό απ’ τα λούπινα… Τ’ αλεύρι ήταν κατακίτρινου, σαν κρόκους. Του ψουμί γένουνταν καλό να του γλέπ’ς, αλλά τα πουδάρια δεν είχαν δύναμη να πιρπατήσουν, γιατί δεν είχι δύναμη (θρεπτική αξία) αυτό τ’ αλεύρι, δε μι κράταγι, κόβουνταν τα πουδάρια μ’, δε μπόρ’γα να πάου στα πρόβατα… Είχαμαν δ’λειές… “Δε μπορού να πιρπατήσου…”, έλιγα στ’ μανούλα μ’, αλλά κι αυτή τι να έκανε η έρμη: “Τι να κάμου κι ιγώ, πιδάκι μου… Δεν έχουμι τίποτα άλλου να φάμι”, έλιγι».

Για το υποκατάστατο αυτό αλεύρου, η θεία μου θυμάται ότι δεν κρατούσε «ξαγάρι» (ποσοστό επί του αλεσμένου καρπού, ως αμοιβή, «μυλωνιάτικο»). «Τι ξαγάρι να κρατήσου απ’ τουν κόσμο… Όλοι στο ίδιο καζάνι έβραζαμαν… Αυτό τ’ αλεύρι απ’ τα λούπινα ούτι οι κότες δεν τό ’τρουγαν!», λέει και στο πρόσωπό της αποτυπώνονται ο τρόμος, η εξαθλίωση και η θλίψη που έζησε πριν από 80 χρόνια!
Οι τηγανίτες από ρεβιθάλευρο ήταν σαν αυτιά λαγού!

Τα ρεβίθια ήταν επίσης μια ακραία λύση ανάγκης για να παραχθεί αλεύρι στον πρώτο χρόνο της Κατοχής. Η θεία μου θυμάται ότι την πρώτη φορά που της είπαν να αλέσει ρεβίθια το έκανε, αλλά και κράτησε ξαγάρι απ’ το καινοφανές αυτό αλεύρι. Το πήγε το βράδυ στο σπίτι, για να φάνε όλοι. Η μητέρα της, η αείμνηστη γιαγιά μου Ανθή, χρησιμοποίησε το νέο αυτό αλεύρι για να φτιάξει τηγανίτες, όμως το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, γιατί αυτές δεν φούσκωναν. «Μ’ αυτό τ’ αλεύρι έφκιαναν τ’γανίτις όπους φκιάνουμι μι του καθάριου (σταρένιο αλεύρι). Καλούτσ’κις ήταν αυτές οι τ’γανίτις, αλλά δε φούσκουναν, γένουνταν πλακατσίδα, σα “λαγαύτια” (επίπεδες και λεπτές σαν αυτιά λαγού)».

Το ψωμί από σκέτο ρεβιθάλευρο (χωρίς προζύμι) από άλλο πληροφορητή, 90 ετών, χαρακτηρίστηκε «άτυχο», δηλ. ανεπιτυχές, μάλιστα ο ίδιος συμπλήρωσε με έμφαση: «Δε σι κράταγι αυτό του ψουμί… Ήταν ίσια για να βάλ’ς κάτι στου στόμα σου…».
«Το βρίζινο ψωμί έσωσε τον κόσμο»

Σήμερα το ψωμί σίκαλης θεωρείται ιδανική λύση για τους διαβητικούς, αλλά και για όσους προσέχουν τη σιλουέτα τους, όμως στην περίοδο στην οποία αναφέρεται το άρθρο η «βρίζα» (η σίκαλη στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα) ήταν μια πρώτη ύλη για να παραχθεί αλεύρι στον νερόμυλο.

Ο λόγος και πάλι στην 98χρονη σήμερα μυλωνού της Κατοχής: «Μονάτο (δηλ. αμιγές, με χρήση μόνο αυτού του αλευριού) δεν ήταν τόσο καλό όπους είνι του σταρίσιου. Γένουνταν μαλακό σαν του καθάριου (ψωμί με σταρένιο αλεύρι), αλλά ήταν μαύρου, κι δεν ήταν κι τόσου νόστ’μου…». Μια άλλη χρήση του ήταν να το χρησιμοποιήσουν για την παρασκευή «μπομπότας» (είδος ψωμιού με σταρένιο και καλαμποκίσιο αλεύρι, αλλά και προζύμι). Συγκεκριμένα χρησιμοποιούσαν τρία ή τέσσερα μέρη καλαμποκιού κι ένα σίκαλης.
Το κριθαράλευρο με τα πολλά άγανα

Εξειδικευμένοι φούρνοι φτιάχνουν σήμερα ψωμί από κριθάρι, το οποίο όντως είναι πολύ νόστιμο και το προτιμούν πολλοί καταναλωτές.

Στην περίοδο της Κατοχής που άλεθαν επίσης κριθάρι, με τα υποτυπώδη μέσα που τότε διέθεταν (νερόμυλος με μυλόπετρες για το άλεσμα, παλιές κρησάρες για το κοσκίνισμα), δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα καλής ποιότητας αλεύρι από το κριθάρι, καθότι το δημητριακό αυτό έχει χαρακτηριστικά πολλά άγανα (δηλ. ακανθώδεις αποφύσεις του καρπού, στην κορυφή του σταχυού). Πώς θυμάται το κριθαρόψωμο η συνομιλήτριά μου;

«Του κριθάρι είχι αγάνια πουλλά κι τού κουσκίναγαμαν δυο φουρές για να τ’ αλέσουμι, του ντύμα (πίτουρο) έβγινι χουντρότιρου απ’ του σταρίσιου… Του κριθάρι ήταν ασπρουδιρότιρου (πιο άσπρο) απ’ τ’ βρίζα. Όσου κι να του κουσκίναγαμαν, πέραγαν αγάνια απ’ τ’ σήτα (περνούσαν και άγανα από την κρησάρα). Άμα έφκιανις μονάτο κριθάρι ή μονάτη βρίζα, νουστ’μότιρη ήταν η βρίζα. Δε φούσκουνι πουλύ του κριθάρι. Ήταν μιλαχρινό κι δε φούσκουνι πουλύ… Φούσκουνι λίγου κι κουντά κάθουνταν (στη συνέχεια “έπεφτε”). Αλλά τι να έκανι ου κόσμους… Έτρουγι… Η πείνα βγάνει μάτια!».
Γκορτσάλευρο: Αλεύρι… από φρούτο!

Τα γκόρτσα (ή και αγριόγκορτσα) είναι ο καρπός της γκορτσιάς, της άγριας, αυτοφυούς αχλαδιάς. Είναι μικρού μεγέθους, πολύ σκληρά και στυφά προτού ωριμάσουν. Μετά την ωρίμασή τους η σάρκα τους μαυρίζει και αποκτούν γλυκιά γεύση, σε παλιές εποχές μάλιστα, ιδίως στις ορεινές περιοχές, αποτελούσε ένα από τα ελάχιστα φρούτα που μπορούν να γευθούν οι κάτοικοι των χωριών.

Στην περίοδο της Κατοχής οι χωρικοί άλεσαν και γκόρτσα για να φτιάξουν αλεύρι. Η θεία μου θυμάται: «Τα γκόρτσα τα μάζουναν μ’σουγινουμένα του Σιπτέμβρη, τά ‘κουβαν κουμμάτια χουντρότιρα απ’ του καλαμπόκι, τά ‘λιαζαν στουν ήλιου, σαν τουν τραχανά, κι τά ‘φιρναν στου μύλου, να τ’ς τ’ αλέσου. Ήφιρνι ου μύλους γύρα (οι μυλόπετρες) κι τά ‘φκιανι αλεύρι. Μι του γκουρτσάλευρου έφκιαναν μπουμπότις, αλλά τό ‘σμιγαν μι ρουκίσιου (το ένωναν με καλαμποκίσιο αλεύρι) για να γένει μπουμπότα, ψουμί…».

Αλεύρι από καρύδια… μαζί με τα τσόφλια!

«Ου καθένας άλιθι ό,τι ηύρισκι μπρουστά του!». Μ’ αυτή τη φράση της οσονούπω αιωνόβιας πληροφορήτριας αποτυπώνεται η κατάσταση σε ό,τι αφορά τον αγώνα για την εξασφάλιση αλεύρου ή υποκαταστάτου.

Αν κάποιος είχε πολλά καρύδια, θα έφτιαχνε μ’ αυτά αλεύρι. Μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια: τα άλεθαν μαζί με τα τσόφλια! «Άλισα κι καρύδις (καρύδια), σπασμένις, μαζί μι τα τσιόφλια! Σούμπρα (ψίχα) κι τσιόφλια μαζί! Τι αλεύρι να γένει… Του κατάπ’ναν, τι θα να ‘καναν… Γένουνταν σαν αλεύρι γιατί χαμπήλουναμαν τ’ν απάνου τ΄ν πέτρα για να κρούει ψ’λά (να εφάπτεται) κι γένουνταν οι καρύδις στάχτη (δηλ. σκόνη)».

Το καρυδάλευρο χρησιμοποιούνταν με πρόσμειξη «καθάριου», δηλ. σταρένιου αλευριού, για να κάνουν ψωμί.
Ο απώτατος διατροφικός καταναγκασμός

Όταν δεν υπήρχε τίποτε από τα παραπάνω, μια λύση ήταν να καταφύγουν στον λόγκο, για να βρουν την προς άλεση πρώτη ύλη, οπότε κατέφυγαν στα βελανίδια, τα οποία άλεθαν μαζί με το περίβλημά τους, όπως και τα καρύδια. Ειδικότερα, τα βελανίδια δεν προέρχονταν από πουρνάρι αλλά από το δέντρο αριά, καθότι έχουν πιο λεπτό περίβλημα και πιο γλυκιά γεύση, η οποία μοιάζει με του κάστανου.

Η μυλωνού της Κατοχής, παρότι δεν άλεσε η ίδια, ήξερε ότι κάποιοι συνάνθρωποί μας είχαν κάνει αλεύρι από «κότσιαλα» (δηλ. τα ξυλώδη στελέχη του καλαμποκιού – με κυριολεκτικά μηδενική θρεπτική αξία) ή και από ρίζες αγριάδας.
Τι ήταν τα ρόγκια;

Η φρίκη της πείνας, όπως προεκτέθηκε, αφορούσε κυρίως τον δύσκολο χειμώνα του 1940-41, δηλ. τον πρώτο χρόνο του πολέμου, οπότε λόγω του φόβου κανείς δεν καλλιεργούσε τα χωράφια του. Στη συνέχεια όμως, δηλ. μετά το 1942-43 αλλά και στον Εμφύλιο βρήκαν μια λύση ανάγκης οι εξαθλιωμένοι χωρικοί που είχαν έρθει αντιμέτωποι με το φάσμα της πείνας σε τέτοια έκταση. Τι έκαναν; Έκαιγαν ρόγκια, δηλ. υλοτομούσαν το καλοκαίρι μια έκταση μέσα στον λόγκο (απλώς έκοβαν τα δέντρα), και το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια προκαλούσαν ελεγχόμενη πυρκαγιά, οπότε δημιουργούνταν μια εκχερσωμένη έκταση μέσα στον λόγκο, την οποία χρησιμοποιούσαν μόνο για μια χρονιά, επειδή την επόμενη θα άρχιζαν να φυτρώνουν πάλι τα δέντρα.

Αυτή η καμένη έκταση, λόγω της στάχτης (της «γάνας»), ήταν πάρα πολύ εύφορη, σαν να είχε λίπασμα. Δεν την όργωναν αλλά μ’ ένα τσαπί καλλιεργούσαν κατευθείαν – «τη βρίζα αν την έσπερνες μετά το απόβροχο, δεν ήθελε καν τσάπισμα, φύτρωνε κατευθείαν», θυμάται ο πατέρας μου, Χαρίλαος. Η βρίζα, εκτός από τον καρπό της που γινόταν αλεύρι, είχε και μια άλλη χρησιμότητα, αφού με το άχυρό της (το οποίο ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό) έφτιαχναν στέγες για καλύβες και μαντριά, δηλ. τα στεγανοποιούσαν με αυτό υλικό.

Τα ρόγκια τα χρησιμοποιούσαν και στη διάρκεια του Εμφυλίου, επειδή, εκτός από τα χωράφια, έπρεπε να εξασφαλίζουν επιπλέον ποσότητες δημητριακών για να δίνουν στους αντάρτες, οι οποίοι με το «έτσι θέλω» ζητούσαν δημητριακά και άλλες προμήθειες για τα στρατεύματά τους. Καθώς δεν μπορούσαν να οργώσουν, οι χωρικοί βρήκαν την εξής λύση: Να σπέρνουν βρίζα (στα τέλη Σεπτεμβρίου περίπου, στα πρωτοβρόχια δηλαδή), τη θέριζαν τον Ιούνιο, όμως δεν την αλώνιζαν αλλά την τίναζαν σε μια πλάκα, τη χτυπούσαν μ’ ένα ξύλο, επειδή ο καρπός αυτού του δημητριακού δεν βρίσκεται ενθυλακωμένος μέσα σε κάλυκα όπως π.χ. του σταριού, αλλά είναι γυμνός, οπότε με ένα τίναγμα αποσπάται από το στέλεχος του φυτού και επιπλέον δεν καταστρεφόταν (όπως με το αλώνισμα) και το άχυρο, που θα χρησιμοποιούσαν για στέγη στις καλύβες.
«Σήμερα κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα…»

Αναπόφευκτα η συζήτηση φτάνει στο σήμερα, στο πώς βλέπει μια αιωνόβια αγωνίστρια της ζωής τη σημερινή πραγματικότητα:

«Ιμείς έφαγαμαν κι λούπινα, π’ τρών’ τα πράματα (γιδοπρόβατα)… Δεν ξέρουμι τι χαλεύουμι (ζητάμε) σήμιρα. Σήμιρα έχουμι αλεύρια, αλλά οι γ’ναίκις δε ζυμώνουν… Του παίρουν απ’ του φούρνου… Ούτι στα χουριά δε ζυμώνει καμία σήμιρα, απ’ τ’ς νιότιρις… Περάει ου ψουμάς μι τ’ αμάξι (πλανόδιος φούρναρης). Είνι καλουμαθημένους ου κόσμους, είνι ούλοι αφχαρίστηγοι, δε φχαριστιόντι μι τίπουτα… Έτσι είναι ούλοι σήμιρα, κούτσικοι κι τρανοί… Γλέπεις μέχρι κι οι γάτες καλόμαθαν, αναμτζεύουντι (είναι επιλεκτικές στο φαγητό), δεν τρών’ ό,τι κι ό,τι, θέλουν κουνισέρβις, κριασούρα! Κι ούλα αγουραστά, κι στα χουριά ακόμα! Κι τ’ αυγά κι τα λάχανα, ούλα! Κι του γάλα! Θέλ’ς βαζόγαλου (γάλα σε αλουμινένια συσκευασία), θέλ’ς στου χαρτί (χάρτινη συσκευασία); Δίν’ς ένα δίφραγκου (κέρμα δύο ευρώ) κι… λύκους να φάει τα πρόβατα κι τσιάκαλους τα γίδια, π’ λέει κι του τραγούδι! Μέχρι κι του ψουμί τού πιτάν’… Ιμείς, αν έπιφτι κάνα κουμματσιούλι καταή, το ‘πιρναμαν, του ξισκόν’ζαμαν, του φίληγαμαν κι τό ‘τρουγαμαν!».
«Τι θα κάνετε αν έρθει ένα νέο ’40;»

Η θεια-Φώτω είναι γέννημα-θρέμμα του χωριού. Μετά τον γάμο της το 1947, κι ενώ μαινόταν ο Εμφύλιος, μένει αδιαλείπτως στο γειτονικό χωριό Μελάτες Άρτας, απ’ όπου δεν φεύγει σχεδόν ποτέ (επειδή «την πιάνει τ’ αμάξι», δηλ. τη ζαλίζει το ταξίδι με το αυτοκίνητο).

Η θεία μου είναι σαν να μην ανήκει στη σημερινή εποχή. Καταρχάς, η φυσιογνωμία της σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ζωντάνεψε από μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη ή δραπέτευσε από λεύκωμα του Μπαλάφα ή από παλιό αναγνωστικό.

Έτσι τη θυμάμαι μια ζωή, ήδη από τότε που ήμουν παιδί. Μια γνήσια Ηπειρώτισσα, αεικίνητη, με το κεφαλομάντιλο πάντα δεμένο, το σκαμμένο από τον χρόνο και τα βάσανα πρόσωπο, τα τίμια και «δουλεμένα» χέρια της να μαρτυρούν με τον πιο αδιάψευστο τρόπο τον σκληρό και πολύ συχνά άνισο αγώνα που έδωσε για να μεγαλώσει την οικογένειά της και να καμαρώνει σήμερα, όχι απλώς παιδιά, αλλά και εγγόνια και δισέγγονα.

Ακόμη και τώρα, στα 98 της, παρά τις συμβουλές των παιδιών της να μην κουράζεται, η ακμαιότατη θεία μου πηγαίνει κάθε μέρα για να περιποιηθεί τον κήπο, να σκαλίσει τα λαχανικά, να μαζέψει ξύλα για το τζάκι, να ποτίσει τα λουλούδια και τα δέντρα στο μοναστήρι του Γενεσίου της Θεοτόκου…

Εκτός από την αδιόρατη θλίψη που διαβάζει κάποιος στο πρόσωπό της, στο βλέμμα της αποτυπώνονται η έμπρακτη και σεμνή αγωνιστικότητα, η αξιομίμητη εργατικότητα, αλλά και η αλληλεγγύη των ανθρώπων αυτής της υπέροχης γενιάς που με τη ζωή τους παραδίδουν μαθήματα ζωής σε όλους μας. Ας αφήσω τη γλυκύτατη θεία μου Φώτω, τη μυλωνού της Κατοχής, να κλείσει το κείμενο: «Έζησα έναν ιώνα. Ένας ιώνας χρόνια! Μ’ αυτά π’ πέρασα ιγώ, δεν έπριπι να είμι ζουντανή, αλλά μ’ αφήνει ου Μιγαλουδύναμους κι ζηού ακόμα! Αχ, πού τ’ν είνι η ψυχούλα μ’ γραδουμένη (σκαλωμένη) στα κόκαλα! Βάσανα σ’ ούλη τ’ ζουή μ’, μέχρι π’ γέρασα… Στου μύλου μαναχά δεν αλέσ’κα, να γένου αλεύρι!

Κι αυτοίνοι π’ θα τα διαβάσουν μπουρεί να πουν ότι είνι παραμύθια, δε θα τα π’στεύουν αυτά π’ σ’ λέου... Ιμείς οι παλιοί τα πέρασαμαν αυτά, έπισαμαν στο κατιβασμένο του πουτάμι (μεταφορική σημασία) κι βήκαμαν στ’ν άκρη (τα καταφέραμε)… Ισείς όμους τι θα κάμιτι αν, Θεός φ’λάξοι, έρθει πάλι τού ’40; Να είστι ούλοι καλά και να διπλώσιτι τα χρόνια μ’!».
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος-λαογράφος, είναι συντάκτης του υπό έκδοση Ηπειρώτικου Λεξικού. Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στην ιερή μνήμη όσων αγωνίστηκαν για τη δική μας ελευθερία στο διάβα των αιώνων.

Email: vasilis.malisiovas@gmail.com
LinkedIn: Vasilis Malisiovas

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΡΩΜΑΙΑ – ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΑΥΜΑΤΑ



site analysis
ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΡΩΜΑΙΑ: Την Αγία Αναστασία τη Ρωμαία γιορτάζει η Εκκλησία μας σήμερα Δευτέρα 29 Οκτωβρίου. Διαβάστε μια συγκλονιστική μαρτυρία - Ο νεαρός Κώστας, πατέρας δύο ανήλικων παιδιών, επέστρεφε άπό την Αθήνα στην πόλη που κατοικεί, στις 11 Σεπτεμβρίου 2002, με την μοτοσυκλέτα του, μεγάλου κυβισμού. Είχε μόλις τακτοποιήσει ορισμένες εργασίες και επέστρεφε καταπονημένος.
Κατά την διαδρομή, ή μοτοσυκλέτα ανατρέπεται και ό ίδιος στην κυριολεξία απογειώνεται και πέφτει με όρμη σε μιά κολώνα. Ή σύγκρουση, όπως διηγείται ό ίδιος, προκαλεί θραύση στην λεκάνη και στά πλευρά και στις απολήξεις τών πέντε χαμηλών σπονδύλων τής σπονδυλικής του στήλης.
Αποτέλεσμα εικόνας για ANAΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ
Μία εκ τών απολήξεων κόβει μία φλέβα, ή όποία προκαλεί, σύμφωνα με την διάγνωση τών θεραπόντων ιατρών, όπισθοπεριτωναϊκό αιμάτωμα άπό την εσωτερική αιμορραγία.
Τό γεγονός αυτό έκανε τους γιατρούς να σηκώσουν στην κυριολεξία τά χέρια, άφού τέτοια περίπτωση δεν δεχόταν χειρουργικη επέμβαση.
Μετά την πάροδο 24 ωρών στην εντατική, ό Κώστας εξαντλημένος άπό την απώλεια αίματος, όδηγείται στό χειρουργείο. «Ήμουν ετοιμοθάνατος, είχα χάσει τρία κιλά αίμα, όταν οί γιατροί αποφασίζουν να κάνουν μιά προσπάθεια σωτηρίας. Με χειρουργούν στην κοιλιακη χώρα γιά να μην με αφήσουν να πεθάνω, όπως οί ίδιοι είπαν αργότερα, χωρίς ίατρικη προσπάθεια.
Ή εγχείρηση άποτυχαίνει, άφού δεν κατάφεραν να φθάσουν στό σημείο που χρειαζόταν καί απλώς περίμεναν, όπως έλεγαν, να πεθάνω», διηγείται εμφανώς συγκινημένος σήμερα ό Κώστας.
Το ανεξήγητο
ΚΑΤΑ περίεργο όμως τρόπο καί ενώ οί δικοί του άνέμεναν τό μοιραίο, ό Κώστας έζησε. « Ή φλέβα έκλεισε μόνη της καί οί γιατροί μιλούν μέχρι σήμερα γιά θαύμα», λέει.
Ό νεαρός πατέρας παραμένει στό νοσοκομείο επί δέκα ήμέρες. Γυρίζει εν συνεχεία σπίτι του καί μετά την πάροδο 15 ήμερών περνα καί πάλι τό κατώφλι του νοσοκομείου γιά μιά άκόμη επέμβαση, με την όποία καθαρίζεται τό αίμάτωμα.
Στίς 26 Όκτωβρίου του 2002, άνήμερα του Άγιου Δημητρίου, επιστρέφει στό σπίτι του, στην καλη σύζυγο καί τά δύο κοριτσάκια του. Ή βελτίωση στην υγεία του, όπως όμολογεί ό ίδιος, είναι ραγδαία. Μέχρι τό σημείο αυτό τίποτε δεν του είχε προκαλέσει εντύπωση.
Ή συνομιλία με την ‘Αγία
ΤΑ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ της 29ης Όκτωβρίου 2002, όμως, ένα όνειρο η όραμα αλλάζει την ζωή του, άφού δίνει την απάντηση σ’ αυτό που οί γιατροί αποκάλεσαν ομόφωνα θαύμα.
Να πώς διηγήθηκε ό ίδιος, τό όνειρο αυτό: «Βλέπω μία κοντη καί πολυ νεαρη κοπέλα, που φορούσε ένα σκούρο γκριζωπό ράσο καί ένα μαντήλι —κάτι σάν κουκούλα— στό κεφάλι, να με πλησιάζει.
Δεν μπορούσα, ωστόσο, να διακρίνω τό πρόσωπο της. Εξέπεμπε, όμως, ή παρουσία της μία εξαιρετική γλυκύτητα. Περπατούσε χιαστά πάνω άπό ένα τεράστιο φίδι, γιά τό όποίο έδειχνε αδιαφορία. Εντύπωση μου προκαλούσε καί τό χρώμα του ουρανού, άλλά καί τό πρωτόγνωρο —άλλόκοτο— πρωτοφανες φώς της ήμέρας.
Πριν προλάβω να την ρωτήσω ποιά είναι, σταματάει σε μία απόσταση 4-5 μέτρων καί μου λέει. “Είμαι ή Αγία Αναστασία. Εγώ σε έσωσα”. Τό ύφος της έδειχνε πώς δεν έκανε κάτι σπουδαίο, πιθανόν γιά να μην νιώσω υποχρεωμένος γιά την πράξη της.
Με ιδιαίτερα προκλητικό καί δύσπιστο ύφος, την ρωτώ. “Γιατί με έσωσες;”. Καί εκείνη, με ύφος που έδειχνε πώς απλώς ακολούθησε κάποια εντολή, μου άπαντά: “Γιατί μου τό ζήτησε ή Παναγία”».
“Όπως αναφέρει ό Κώστας, κατά την διάρκεια της συνομιλίας, ή παρουσία της Άγιας Αναστασίας είχε δημιουργήσει στην όλη ατμόσφαιρα μία εξαιρετικη γλυκύτητα.
Έκδηλα συγκλονισμένος άπό τό όνειρο-όραμα, ό Κώστας σηκώνεται καί τηλεφωνεί σε έναν γνωστό του καί φίλο του Μοναχό.
Εκείνος στην κυριολεξία ξαφνιάζεται άπό τό πρωινό τηλεφώνημα. Ό Κώστας άποκρύπτει τό όνειρό του καί απλώς ρωτά τόν Μοναχό: «Ξέρεις τίποτε γιά κάποια ‘Αγία Αναστασία;».
“Όπως μάς λέει, μέχρι τότε είχε άκούσει γιά την ‘Αγία Άνα-στασία, άλλά ουδέποτε την είχε επικαλεστεί. «Ποιά Άγια Αναστασία, την Ρωμαία που γιορτάζει σήμερα;», άπαντά ό Μοναχός.
Ή άπάντηση του Μοναχού, συγκλονίζει άκόμη περισσότερο τόν Κώστα. Αποφεύγει, όμως να πεί, ό,τιδήποτε γιά τό όνειρο.
Λίγες ήμέρες άργότερα, ό Κώστας δέχεται ένα τηλεφώνημα άπό γνωστό του Ιερωμένο, ό όποίος ενδιαφέρθηκε να μάθει γιά την πορεία τής άναρρωσής του.
Κατά την συζήτηση, του άναφέρει πώς όταν συναντηθούν, θά του άναφέρει ένα όνειρο με την Άγια Αναστασία Ρωμαία, προκειμένου να λύσει όρισμένες άπορίες του.
Ή επίμονη όμως του Ιερωμένου, να του πεί περί τίνος πρόκειται, έκαμψε τόν Κώστα, που του είπε εν τάχει τί είχε συμβεί.
«Κώστα, ξέρείς που βρίσκομαί αυτη την στίγμη καί γίατί επέμεινα να μου πείς;», είπε ό Ιερωμένος. Καί πρόσθεσε, χωρίς να άναμένει άπάντηση: «Είμαι στην Ιερά Μονη Γρηγορίου, στό “Άγιο “Όρος καί σε λίγο πρόκειται μαζί με άλλους προσκυνητες να προσκυνήσουμε τό “Άγιο Λείψανό της, τό όποίο βρίσκεται στην Μονή».
Γίά δεύτερη φορά ό Κώστας συγκλονίζεταί. «Καταλαβαίνείς τό σόκ που έπαθα», μάς λέει.
Επίλογος
Λόγω τής εργασίας του, ό Κώστας επισκέπτεται, σχεδόν σε καθημερινή βάση, Ιερούς Ναούς καί Μοναστήρια.
“Έτσι, τόν Απρίλιο του 2004, εξιστορουσε σε έναν Μοναχό, έξω άπό την πύλη του Μοναστηρίου του στό Λουτράκί τής Κορίνθίας τό όνείρο.
Κατά την δίάρκεία τής συνομίλίας, περνα κάποιο αυτοκίνητο.
Ό όδηγός του καί ή μικρη κόρη του ήταν γνωστοί στόν Μοναχό. Τόν χαιρετουν καί καθώς άπομακρύνονταί, ό Μοναχός λέεί στόν Κώστα: « Ό κύριος …, Κώστα, έχει τάμα να χτίσεί ένα εκκλησάκί στην περίοχη πρός τιμην τής ‘Άγίας Αναστασίας τής Ρωμαίας. Καί γι’ αυτό την κόρη του την ονόμασε Αναστασία».
“Όλα αυτά έχουν στην κυριολεξία προκαλέσει άκλόνητα θεμέλια πίστης στόν Κώστα καί στην οικογένειά του, άλλά καί στους φίλους του.
Ό ίδιος φροντίζει να μην λείπει στό Πανηγύρι που γίνεται πρός τιμην της Άγιας Αναστασίας κάθε χρόνο στην Μονη του ‘Όσίου Γρηγορίου καί διατηρεί μία σχέση επικοινωνίας με την Άγια Αναστασία, μέσω της καθημερινής προσευχής του.
Τό βέβαιο είναι, πώς αύτη ή γνωριμία του με την Άγια Αναστασία του άλλαξε ολόκληρη την ζωή. Μέσω της γνωριμίας αύτης, έθεσε προτεραιότητα στό θέλημα του Χριστου καί βιώνει καθημερινα τό θαύμα της Όρθόδοξης Πίστης. Δόξα τω θεώ!

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Η αφτιασίδωτη



site analysis
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κάθεται 


Τι νοιώθεις όταν βλέπεις αυτήν
την γυναίκα;


Αυτό το αφτιασίδωτο,
δωρικό πρόσωπο, το βλέμμα
που φτάνει μέχρι την καρδιά
σου και σε διαβάζει σαν
ανοιχτό κιτάπι, το δυνατό
χαμόγελο που σου λέει:
δεν φοβάμαι τίποτε.

Σαν τι
θα μπορούσε να μου συμβεί
και να μην τα βγάλω πέρα;

Την κοίταξες καλά; Είδες αυτά τα χέρια της;
Δες την καλά! Φαντάζεσαι
κάτι να μπαίνει εμπόδιο
στο διάβα της;

Σαν αυτήν εδώ την Κυρά ήταν και οι γυναίκες του Έπους του 1940. Μήπως ήταν άλλες;
Αυτές τις γυναίκες προσκυνώ... και μπροστά τους και το όνομά μου ακόμη, το γράφω με γράμμα μικρό...
Σταυρίνα λαμπαδάρη

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Ο Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός σχολιάζει το βίο και την προσωπικότητα της Γερόντισσας Ταϊσίας του Λεουσενἰ



site analysis





Δεν αμοιρεί η Εκκλησία μας με την πλούσια της πατερική παράδοση παραδειγμάτων και διηγήσεων πνευματικού περιεχομένου για τον καταρτισμό του λαού μας. Τόσον οι παλαιοί μας πατέρες, όσο και οι μάρτυρες, μας κατέλιπαν πλούτον άφθαστου μεγαλείου από τας θαυμαστάς των βιογραφίας και τα μυρίπνοά των αποφθέγματα και οι παραγγελίες των ολοκλήρωσαν την φωτεινήν πορείαν της σωτηρίας για όποιον βούλεται να βαδίση την στενήν και τεθλιμμένην οδόν της Βασιλείας του Θεού.Η προέκτασις όμως του Κυρίου μας Ιησού Χρίστου στην άπεραντοσύνην της θεοπρεπούς του μεγαλοσύνης, πού είναι και «χθες και σήμερον και στους αιώνας ο Αυτός», συνεχίζει, όχι τω καιρώ έκείνω, αλλά και σήμερον και έως της συντέλειας να προβάλλη τα πνευματικά αναστήματα των ηρώων της πίστεως μας, πράγμα αισιόδοξον και παρήγορον για την δική μας γενεά. Για πείσμα του γαυριώντος ουμανισμού και της αρνήσεως των πάντων πού επιτηδεύει ο πολέμιος εχθρός, η ζώσα και καρποφορούσα μας Εκκλησία προβάλλει συνεχώς και σήμερον τα λαμπρά επιτηδεύματα των τέκνων της, όχι μόνον στην μικρή μας πατρίδα, αλλά και στην σύμπασαν Ορθοδοξίαν.Η παρούσα διήγησις είναι μια ζωντανή μαρτυρία της ορθοδόξου αδελφής ρωσικής εκκλησίας αγωνιζομένης τον καλόν αγώνα της πίστεως στην όρθή γραμμή της ιεράς μας παραδόσεως.
Η Γερόντισσα Ταϊσία με ζωντάνια και παλμό μας ενθαρρύνει με την αυτοβιογραφία της, πού ομολογώ ότι στους βουλομένους των ημερών μας ν΄ ακολουθήσουν την σταυροφόρον οδόν, φαίνεται ένα λαμπρόν κι αξιομίμητον παράδειγμα. Δεν αναφέρει φυσικά τίποτε το καινούριο, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει καινούριο, αλλά επισφραγίζει με βεβαίαν διαπίστωσιν την ιερά μας παράδοση κι αξιολογεί την αξίαν αλλά και την προσφοράν των Ιερών μας Μονών, μέσα στην ροή της ιστορίας. Το ιδιάζον του χαρακτήρος της κι η εκ παιδός συμβαδίζουσα Θεία Χάρις ήσαν τα κύρια στοιχεία, πού απετέλεσαν την επιτυχή της έπίδοσιν στην πνευματική της ζωή, αλλά και η παρουσία πνευματικών Γερόντων στην σταδιοδρομία της, ήσαν ισχυρά όπλα και μέσα για την ολοκλήρωση του τόσο σπουδαίου έργου της.
Χαρακτήρας σταθερός και αποφασιστικός, αξιολόγησε εξ αρχής την δύναμη της πίστεως και της έγένοντο τα πάντα δυνατά και κατορθωτά, όταν ακόμα τα συμβαίνοντα, μας έπειθαν το αντίθετο ν. Εάν όντως «πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι» δεν ήτο δυνατόν η μακαρία αυτή ψυχή, πού φόρεσε ως ένδυμα αυτήν την πίστη, ν΄ απογοητευτή. Πόσα όντως δύναται η πίστις και όταν μάλιστα ενωθή πρακτικά με την προσευχή! Πράγματι σαν «πτέρυγες περιστεράς περιηργυρωμέναι» αναβιβάζουν τον αγωνιζόμενον υπεράνω και των νόμων της φύσεως. Με την πραγματικήν αυταπάρνησιν παρέδωσεν η μακαρία αυτή αδελφή τον εαυτόν της στο πέλαγος της υποταγής και υπακοής και η επακολουθούσα νέκρωσις του παλαιού άνθρωπου, της χάρισαν την καρτερίαν και υπομονή στες συμβαίνουσες ακαταστασίες πού κατά τον Κύριόν μας «ανένδεκτον του μη ελθείν τα σκάνδαλα».
Η μακαρία νέκρωσις και καταστολή των παθών και ιδίως του τερατώδους εγωκεντρισμού, με την υπομονή στους ποικίλους πειρασμούς προκάλεσαν την είρήνην των λογισμών, γέννησαν την μακαρίαν ελπίδα και εντεύθεν η θεία αγάπη και μάλιστα της διπλής ενεργείας, της προς τον Θεόν και τον πλησίον, χαρίτωσαν την μακαριωτάτην αυτήν Γερόντισσα να αυτοθυσιάζεται συνεχώς για τον καταρτισμόν και του πλησίον.
Τα λαμπρά επιτεύγματα του βίου της μακάριας αυτής ψυχής είναι τόσον επίκαιρα και εποικοδομητικά πού πιστεύω ότι και με τάς ευχάς της θα παρήγορη και στο μέλλον τας ευσεβείς ψυχάς και ιδίως τάς ευλαβεστέρας, όσαι την ματαιότητα του δυστήνου τούτου βίου επεσήμαναν.

Γέρων Ιωσήφ μ.
Εν τη Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου
11 Οκτωβρίου 1991

Πηγή: Πρόλογος Στην Ελληνική Έκδοση, Ηγουμένη Ταϊσία Του Λεουσενί – Μια Πνευματική Θυγατέρα Του Αγίου Ιωάννου Της Κροστάνδης, Μετάφραση-Επιμέλεια: Λ.Τ., Έκδοση Ιεράς Μονής Ξενοφώντος, 630 87  Δάφνη, Άγιον Όρος.

Αγία Ταβιθά: Η φιλάνθρωπος κόρη της Αρχαίας Εκκλησίας († 25 Οκτωβρίου)



site analysis




AgiaTabitha05
Η αγάπη και η φιλανθρωπία είναι συνώνυμα με τον Χριστιανισμό. Η βάση του χριστιανικού κηρύγματος είναι η αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τις όποιες ιδιαιτερότητές τους. 
Τίποτε δε μπορεί να μπει εμπόδιο στην άσκηση της χριστιανικής αγάπης, ούτε το φύλο του ανθρωπίνου προσώπου, ούτε η φυλή, ούτε η κοινωνική και οικονομική του κατάσταση.
Ο Ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όχι μόνο δίδαξε την αγάπη προς όλους, αλλά και έθεσε ως προϋπόθεση την άσκηση της αγάπης, σε όσους ήθελαν και θέλουν να είναι δικοί Του, «εντολὴν καινὴν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και ὑμεῖς ἀγαπᾶτε αλλήλους. Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ότι εμοὶ μαθηταί εστε, εὰν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωάν. 13,34-35).
Επίσης έδωσε ο Ίδιος το παράδειγμα της αλληλοδιακονίας, πλένοντας τα πόδια των μαθητών Του, πριν το Μυστικό Δείπνο, συμβουλεύοντας τους μαθητές Του «ει ουν εγὼ ένιψα υμών τους πόδας, ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, και υμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τους πόδας. υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν, ίνα καθὼς εγὼ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιωάν.13,13-15).

Μάλιστα η αγάπη αυτή εκτείνεται και στους εχθρούς μας, «αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδὲν απελπίζοντες» (Λουκ.16,35).
Η αγία μας Εκκλησία έκαμε πράξη την εντολή της αγάπης του Χριστού, η Οποία προσφέρει εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια απλόχερα την φιλανθρωπία της στον άνθρωπο.
Υπέροχες προσωπικότητες της Εκκλησίας μας άσκησαν κατά καιρούς την αγάπη και σφράγισαν με τη δράση τους την ιστορία.
Ένα από αυτά τα ιερά πρόσωπα υπήρξε και η αγία Ταβιθά, η αποκαλούμενη Δορκάς, δηλαδή ζαρκάδα, η οποία έζησε στα χρόνια των Αποστόλων και αναδείχτηκε παράδειγμα φιλανθρωπίας και διακονίας των ανθρώπων που είχαν ανάγκη.
Για την αγία Ταβιθά κάνει λόγο ο ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων»: «Αυτὴ ην πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών, ων εποίει» (Πραξ.9,36). Ζούσε στην πόλη της Παλαιστίνης Ιόππη και ασκούσε το επάγγελμα της υφάντρας. Είχε γίνει χριστιανή και βίωνε την χριστιανική πίστη στην καθημερινή της ζωή.
Η καρδιά της ξεχείλιζε από άδολη αγάπη για τους πονεμένους και φτωχούς συμπολίτες της. Γι’ αυτό έραβε νυχθημερόν ενδύματα, τα οποία πωλούσε και τα χρήματα τα έδινε σε όσους είχαν ανάγκη.
Παράλληλα είχε πλαισιωθεί από άλλες χριστιανούς της πόλεως, όπου οργάνωσε μια εκπληκτική φιλανθρωπική δράση. Πλήθος πεινασμένων, χηρών και ορφανών, ήταν αποδέκτες της αγάπης και της φιλανθρωπίας αγίας Ταβιθάς.
Όμως ο Θεός οικονόμησε να δεχτεί σκληρή δοκιμασία, για να δοξασθεί το όνομά Του και να γίνει γνωστή η αγία. Αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε.
Εκείνες τις ημέρες έκανε περιοδεία στην περιοχή εκείνη ο απόστολος Πέτρος. Δίδασκε στη γειτονική πόλη Λύδδα, όταν πληροφορήθηκε το τραγικό συμβάν από δύο απεσταλμένους των πιστών της Ιόππης.
Ο Πέτρος έτρεξε αμέσως στην Ιόππη, όπου όλα ήταν έτοιμα για την κηδεία της Ταβιθάς. Βρήκε ένα μεγάλο πλήθος μέσα και έξω από το σπίτι της, όπου θρηνούσε το χαμό της ευγενούς κόρης. Όσοι είχαν ευεργετηθεί από αυτή έκλαιγαν απαρηγόρητοι, διότι είχαν χάσει το στήριγμά τους.
Μόλις έφτασε ο κορυφαίος απόστολος, ζήτησε να δει τη νεκρή, στο υπερώο. Παρακάλεσε να τον αφήσουν μόνο με το τίμιο σώμα της Ταβιθάς, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά.
Μετά φώναξε δυνατά: «Ταβιθά ανάστηθι», και ω του θαύματος, το πνεύμα επέστρεψε στο σώμα της νεκρής και σηκώθηκε! Το θαυμαστό γεγονός όχι μόνο γέμισε με χαρά το παραβρισκόμενο πλήθος, αλλά διαδόθηκε σε όλη την Παλαιστίνη.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δοξασθεί το όνομα του Θεού και να μεταστραφούν στο Χριστιανισμό πάρα πολλοί Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες.
Η αγία Ταβιθά έζησε κατόπιν πολλά χρόνια αγίας ζωής, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό της έργο, και πέθανε σε προχωρημένη ηλικία. Η Εκκλησία μας την κατέταξε στους αγίους Της, τιμώντας την μνήμη της στις 25 Οκτωβρίου.
Είναι ανάγκη να έχουμε υπόψη μας το διαχρονικό φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας μας, το οποίο απορρέει από την πίστη μας, ότι στο πρόσωπο του κάθε ενδεούς ανθρώπου εικονίζεται ο Χριστός και σύμφωνα με τη δική Του διαβεβαίωση, «αμὴν λέγω υμίν, εφ᾿ όσον εποιήσατε ενὶ τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοὶ εποιήσατε» (Ματθ.25,40).
Είναι απαραίτητο επίσης να επισημάνουμε πως η φιλανθρωπία είναι αποκλειστικό προνόμιο του Χριστιανισμού, διότι η έννοια της εποποιίας ήταν άγνωστη στον προχριστιανικό κόσμο!
Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για οργανωμένο δίκτυο φιλανθρωπίας και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων! Από τον πακτωλό του απίστευτου πλούτου των «ιερών» των παγανιστικών θρησκειών, όπως λ.χ. των Δελφών, ουδέποτε διατέθηκε το παραμικρό ποσό για την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου!
Ουδεμία μαρτυρία υπάρχει για κάτι τέτοιο! Αντίθετα μάλιστα, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης τον 4ο μ. Χ. αιώνα, θέλοντας να νεκραναστήσει την ειδωλολατρία, ζητούσε από τους ειδωλολάτρες ιερείς να μιμούνται τους Χριστιανούς στην άσκηση της φιλανθρωπίας, διότι ήταν ανύπαρκτη σ’ αυτούς!
Η εκκλησιαστική μας ιστορία έχει να μας επιδείξει ένα απέραντο φιλανθρωπικό έργο στο διάβα των αιώνων. Χιλιάδες μιμητές της αγίας Ταβιθάς προσέφεραν με αυταπάρνηση τις ανιδιοτελείς τους υπηρεσίες και τα αγαθά τους προς τον πάσχοντα και ενδεή άνθρωπο, ιδιαίτερα σε καιρούς χαλεπούς.
Αλλά και σήμερα, στην εποχή μας, όπου ο λαός μας δοκιμάζεται από την πρωτοφανή οικονομική κρίση, την οποία δημιούργησε η ανθρώπινη απληστία, η Εκκλησία μας με τις χιλιάδες μιμητών της αγίας Ταβιθάς, εθελοντές της αγάπης, τρέφει και περιθάλπει μόνη Αυτή, πληθώρα συνανθρώπους μας, τους οποίους έχει εγκαταλείψει, τόσο η επίσημη Πολιτεία, και οι διάφοροι άλλοι «ανθρωπιστικοί» θεσμοί!
Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Μ' έκανες στρατηγό και πρίγκιπα



site analysis




Πρίν μερικές δεκαετίες, καί πρό τοῦ 1940, σ’ ἕνα χωριουδάκι τῆς Ἠλείας, ζοῦσε μιά χαριτωμένη ἀπ’ τόν Θεό ψυχή, ἡ κυρία Κατερίνα. Δέν ἤξερε καθόλου γράμματα. Ὅμως ἦταν ἕνας πολύ φωτισμένος ἄνθρωπος, μέ ἀκλόνητη καί ζωντανή πίστι, σάν κι ἐκείνη πού εἶχαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί πού ἔπεφταν καί στή φωτιά γιά τόν Χριστό, προκειμένου νά μήν Τόν ἀρνηθοῦν.

Καί ἔτσι ἐκπληρώθηκαν τά λόγια τοῦ Κυρίου στη ζωή τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ψυχῆς: «Πάντα ὅσα ἐάν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε»(1). Διότι ὄντως ἦταν ἄνθρωπος τῆς πολλῆς προσευχῆς.

Ὅταν μερικές φορές τόν Ἰούλιο μῆνα σκοτείνιαζε ὁ οὐρανός ἀπό τά σύννεφα καί προμηνυόταν βροχή, ἐπειδή οἱ θημωνιές μέ τά στάχυα παρέμεναν στ’ ἀλώνια κι ἄν ἔβρεχε ὁπωσδήποτε θά καταστρεφόταν ἡ σοδειά, οἱ χωρικοί ἔτρεχαν στήν κυρία Κατερίνα καί τῆς ζητοῦσαν νά προσευχηθῆ νά μή βρέξη! 

Κι ἐκείνη, πήγαινε μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, προσευχόταν, καί τά σύννεφα ἔφευγαν!
[Αὐτό μᾶς θυμίζει τόν προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος «ὁμοιοπαθής ἡμῖν»(2) δηλαδή ὅμοιος μέ μᾶς, πού ἔχουμε ἀδυναμίες καί πάθη, καί βέβαια μέ πολλές ἀρετές καί δυνατή πίστι στήν προσευχή. Καί ὅταν παρεκάλεσε τόν Θεό γιά νά πάρουν ἕνα μάθημα οἱ συμπατριῶτες του Ἰουδαῖοι, δέν ἔβρεξε ἐπί τριάμισι χρόνια. Καί ὅταν πάλι ἔκανε προσευχή, ὁ Θεός ἔστειλε «ὑετόν» (βροχή)].

Ὅταν ἀρρώσταινε κανείς, πάλι κατέφευγαν στήν Κατερίνα νά προσευχηθῆ, κι ἄν ὑπῆρχε κάποιο τραῦμα, κάποιος δυνατός πόνος σέ κάποιο σημεῖο τοῦ σώματος, βουτοῦσε τά δάχτυλά της στήν κανδήλα καί τό ἄλειφε σταυροειδῶς μέ λάδι. Καί, ἀνάλογα μέ τήν πίστι πού εἶχαν καί οἱ ἀσθενεῖς, ἀνταποκρινόταν καί ὁ Θεός μέ θαῦμα!

Ποτέ δέ ἡ ἁγισασμένη αὐτή γυναῖκα δέν δέχθηκε χρήματα ἤ δῶρα. Ὅ,τι ἔκανε, τό ἔκανε ἀνιδιοτελῶς, μέ μεγάλη ἁπλότητα καί φυσική ταπεινοφροσύνη. Ἡ σκέψις της ἦταν παρθενική· δέν τήν μόλυνε αὐταρέσκεια ἤ ὑπερηφάνεια ἥ καί ἐγωἱσμός.

Γι’ αὐτό, τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ δέν τό ἔχασε μέχρι τό τέλος τῆς ὡραίας ζωῆς της, πού ἐλαμπρύνετο ἀκόμη περισσότερο ἀπό τήν πολλή της ἐλεημοσύνη καί μάλιστα «ἐν κρυπτῷ».

Κάποτε, ὁ καινούργιος παπᾶς τοῦ χωριοῦ, ἐντυπωσιασμένος ἀπό τ’ ἀποτελέσματα τῆς προσευχῆς αὐτῆς τῆς πιστῆς γυναίκας καί ὑποψιαζόμενος μήπως ὑπάρχουν μαγγανεῖες καί ἄλλου εἴδους γητεύματα, τήν φώναξε καί ἰδιαιτέρως τήν ρώτησε:

– Γιά πές μου, παιδί μου Κατερίνα, τί προσευχή κάνεις μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ;

Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε μέ τήν φυσική της ἁπλότητα:

– Ἐγώ παππούλη μου, ὅπως γνωρίζεις, δέν ξέρω γράμματα. Λέω μόνο μιά προσευχή πού μοὔμαθε ἡ γιαγιά μου.

– Ποιά; τήν ρώτησε ὁ ἱερεύς.

– Λέω: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος»! Καί κατόπιν ζητάω ἀπό τόν Θεό αὐτό πού μέ παρακαλοῦν οἱ συγχωριανοί μου νά ζητήσω μέ τήν προσευχή μου ἀπό τόν Χριστό ἤ καί τήν Παναγία ἤ ἀπό κάποιον ἅγιο.

Ὁ ἱερεύς ἔμεινε κατάπληκτος ὅταν ἄκουσε τόν πρῶτο στίχο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου! Ἔτσι λοιπόν βεβαιώθηκε γιά τό ἄδολον αὐτῆς τῆς ψυχῆς καί τήν ἁπλῆ καί βαθειά της πίστι, πού εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τόση δύναμι στήν προσευχή της.

Τόν ρώτησε ἡ κυρα-Κατερίνα:

– Μήπως δέν εἶναι σωστό αὐτό πού κάνω; Νά κάνω κάτι ἄλλο;

– Ὄχι, ὄχι! Πρός Θεοῦ, μήν ἀλλάξης αὐτή τήν προσευχή! Αὐτή πού ξέρεις, αὐτή πού ἔμαθες, αὐτή καί νά κάνης!

Ὅταν ἦρθε ἡ φοβερή γερμανική Κατοχή, τό 1941, πού οἱ Ἕλληνες καταδικάστηκαν σέ λιμοκτονία καί ὁ κόσμος πέθαινε ἀπό τήν πεῖνα, τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τῆς κυρα-Κατερίνας φάνηκε ἀκόμη πιό πολύ.

Ὁ συγχωρεμένος ὁ ἄνδρας της τῆς εἶχε ἀφήσει ἀρκετή περιουσία, τήν ὁποία εἶχε ἀπό τόν πατέρα του, τόν κυρ-Ἀλέξη. Μεταξύ τῶν ἄλλων, τό κελλάρι τοῦ σπιτιοῦ εἶχε λάδι. Ἔτσι ἡ Κατερίνα ἄρχισε τή διανομή στούς πεινασμένους. Εἶχε ἕνα πιάτο βαθύ, τό γέμιζε καί μοίραζε γενναιόδωρα. Ὅταν οἱ ἐλεηθέντες τῆς ἔδιναν εὐχές, ἐκείνη τούς ἔλεγε:

– Ὄχι σέ μένα εὐχαριστίες. 

Τό σιτάρι εἶναι ἀπό τήν περιουσία τοῦ πεθεροῦ μου, τοῦ μπάρμπα-Ἀλέξη. 
Νά λέτε: «Θεός συγχωρές τόν κυρ-Ἀλέξη».

Ὅταν εἶχε μοιράσει περισσότερο ἀπό τό μισό σιτάρι, τίς ἐπτακόσιες περίπου ὀκάδες, εἶδε στόν ὕπνο της τόν πεθερό της, γιά τόν ὁποῖο ἔλεγαν ὅτι ἦταν ὁ φοβερότερος τσιγκούνης τοῦ χωριοῦ, παρ’ ὅλο πού ἦταν ἀρκετά εὐκατάστατος. Τόν εἶδε σάν κατάδικο, μέ τά μαλλιά του μεγαλωμένα μέχρι κάτω, σέ κακά χάλια, μέ γένια καί βρώμικο πολύ. Ἡ Κατερίνα πῆρε τότε ἕνα ψαλίδι, τοὖκοψε τά μαλλιά, τά γένια, τόν περιποιήθηκε, τόν ἔλουσε καί τόν ἔντυσε μέ καινούργια ἄσπρα ροῦχα. Καί τό πρόσωπο τοῦ κεκοιμημένου φωτίστηκε! Ἔλαμπε ὁλόκληρος! 

Τότε γύρισε καί τῆς εἶπε μέ ἀνακούφισι:

– Νἆσαι εὐλογημένη, Κατερίνα μου! Μέ τίς ἐλεημοσύνες σου Μ’ ΕΒΓΑΛΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ, παιδί μου! Καί μ’ ἔκανες στρατηγό καί πρίγκηπα!


Αὐτά ὅλα τά ἀφηγήθηκαν μέ συγκράτησι ὁ γυιός τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ψυχῆς, τῆς κυρα-Κατερίνας, μαζί μέ τή γυναῖκα του (τή νύφη της δηλαδή), σ’ ἕνα προσκύνημά τους στήν Παναγία τή Βαρνάκοβα.

(1)Ματθ. κα’ 22

(2) Ἰακ. ε’ 17

Από το βιβλίο “Πνευματικές διαδρομές στους μακαρισμούς του Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Αναγνωστοπούλου, σελ 138-140 

Αν άνθρωπος ενεργεί έτσι σε έναν ταπεινό συνάνθρωπο, σκεφθείτε τι κάνει και τι προσφέρει ο Θεός στους ταπεινούς..



site analysis


Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα, άτομα κάθονται και εσωτερικός χώρος
Μια φτωχιά χήρα, που επαιτούσε από σπίτι σε σπίτι, χτύπησε κάποτε και την πόρτα ενός πολύ πλουσίου. Της άνοιξε ο πλούσιος και η χήρα του είπε:
- Με συγχωρείτε, είμαι χήρα και άρρωστη! Έχω και 3 παιδιά. Αν νομίζετε και μπορείτε, βοηθείστε με, σας παρακαλώ...!
Ο πλούσιος έψαξε να της δώσει κάτι, αλλά δεν βρήκε τίποτα.
- Με συγχωρείτε, της είπε, αλλά δεν κρατώ τίποτα στο σπίτι.
Η χήρα τον ευχαρίστησε και πήγε να φύγει, όταν ο πλούσιος της είπε:
- Περίμενε!
Πήγε μέσα στο γραφείο του και πήρε μία επιταγή, την συμπλήρωσε και δίνοντάς την, της είπε:
- Πάνε σε οποιαδήποτε τράπεζα με αυτήν την επιταγή, να εισπράξεις το ποσό.
Η χήρα ήταν αγράμματη και δεν γνώριζε από επιταγές. Πήρε την επιταγή και είπε μέσα της:
- Με κορόϊδεψε, με έδωσε ένα απλό χαρτί...
Οι μέρες περνούσαν και αυτήν δεν πήγαινε στην τράπεζα, διότι ντρεπόταν και φοβόταν, νομίζοντας, ότι το χαρτί που της έδωσε ο πλούσιος, ήταν κάτι το ψεύτικο. Μία μέρα τόλμησε και το έδειξε σε μία φίλη της και εκείνη της είπε:
- Αυτό το χαρτί που κρατάς, είναι μία επιταγή για την τράπεζα. Πάνε να δεις!
Τότε η χήρα αναθάρρεψε και πήγε στην τράπεζα. Εκεί αφού ρώτησε, πήγε στον ταμία να την εξυπηρετήσει. Μόλις το είδε ο ταμίας, της είπε:
- Κυρία, είναι να εισπράξετε 50 χρυσές λίρες!
Εκείνη εξεπλάγη, διότι ήταν μεγάλο το ποσό. Κάποιο λάθος θα έκανε ο άνθρωπος, σκέφτηκε και έτσι ζήτησε να πάρει πίσω την επιταγή, χωρίς να την εξαργυρώσει. 

Την πήρε λοιπόν και την πήγε κατευθείαν, στο σπίτι του πλουσίου και του είπε:
- Με συγχωρείτε, αλλά είναι πολλά τα λεφτά που γράψατε στην επιταγή. Εγώ δεν αξίζω τόσα λεφτά! Και σκέφτηκα, ότι θα κάνατε λάθος.
Ο πλούσιος, πήρε την επιταγή, την είδε και της είπε:
- Πράγματι έκανα λάθος!
Πήρε την επιταγή και συμπλήρωσε πίσω από το 50 ένα μηδενικό και οι 50 χρυσές λίρες, έγιναν 500! Της την έδωσε και της είπε:
- Πήγαινε τώρα στην τράπεζα και γνώριζε, ότι δεν έχω κάνει λάθος!
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της ταπεινώσεως! Σκέφτεσαι ότι δεν αξίζεις 50 λίρες; Πάρε λοιπόν 500! 

Αν άνθρωπος ενεργεί έτσι σε έναν ταπεινό συνάνθρωπο, σκεφθείτε τι κάνει και τι προσφέρει ο Θεός στους ταπεινούς...

+ Δημήτριος Παναγόπουλος

Αγιοπνευματικές Αλήθειες

Η Αγία Σεβαστιανή (24 Οκτωβρίου) Αγία Σεβαστιανή



site analysis
Αγία Σεβαστιανή
Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της.
Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στη Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ’ αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνελήφθη γι’ αυτό επί αυτοκράτορας Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της.

Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό, και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία. Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε τη ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.
Πηγή: Optiko.Net