Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Μαντὼ Μαυρογένους: Πρότυπο αὐταπάρνησης καὶ θυσίας

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
 . Ἡ Μαντὼ Μαυρογένους ἦταν μία ξεχωριστὴ προσωπικότητα τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Γόνος τῆς πλούσιας οἰκογένειας τοῦ Νικολάου Μαυρογένη καὶ τῆς Ζαχαράτης Μπατὴ γεννήθηκε στὴν Τεργέστη τὸ 1796 ἢ τὸ 1797. Τὸ βαφτιστικό της ὄνομα ἦταν Μαγδαληνὴ (Σημ. Μανταλένα στὰ ἰταλικά, ποὺ ἔγινε Μαντώ). Ὡς κοπέλα συνδύαζε τὴ φυσικὴ ὀμορφιά, μὲ τὴν σεμνότητα, τὴν εὐσέβεια, τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Χειριζόταν ἄριστα τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ μιλοῦσε ἄπταιστα τὰ γαλλικά, τὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ τουρκικά.
.. – . – .Ἔζησε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ θείου της Στεφάνου Μαυρογένη, Μεγάλου Λογοθέτη τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὶς 13 Ἀπριλίου 1821, τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Πατριάρχη Ἁγίου Γρηγορίου Ε΄. Ἔμαθε τὴν ἱστορία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ζήλωσε τὴ δόξα τους. Βίωσε τὰ βάσανα, ποὺ τράβηξαν οἱ ὁμοεθνεῖς της κατὰ τὴν τουρκοκρατία καὶ ἡ ψυχή της γέμισε ὀργὴ κατὰ τῶν Τούρκων καὶ θέληση ἡ Πατρίδα της νὰ ἀπελευθερωθεῖ. Ἀπὸ τότε ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό της νὰ ἀφιερώσει στὸν Ἀγώνα ὅλη της τὴν περιουσία καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της.
. – . – .Στὴν Μύκονο, ὅπου ζοῦσε, μὲ δαπάνες της συγκρότησε σῶμα στρατιωτῶν, ποὺ πολέμησαν στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐξόπλισε δύο πολεμικὰ σκάφη, γιὰ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν ἑλληνικὸ στόλο. Ἐπικεφαλῆς τῶν Μυκονιατῶν πολέμησε γιὰ πρώτη φορὰ τοὺς ἀγαρηνοὺς στὶς 22 Ὀκτωβρίου 1822. Στὴ μάχη ἡ κομψὴ κοσμοπολίτισσα, μὲ τὰ δυτικὰ ὄμορφα φορέματα, μεταμορφώθηκε σὲ πολέμαρχο. Φορώντας ἁπλὸ ρουχισμὸ ἁρματώθηκε μὲ τουφέκι καὶ σπαθὶ καὶ τοὺς ἀντιμετώπισε μὲ ἐπιτυχία, ὅταν ἐπιχείρησαν νὰ κάνουν ἀπόβαση στὸ νησί. Ἔντρομοι οἱ ἀγαρηνοὶ ἀπὸ τὴν ὁρμητικότητα τῶν Μυκονιατῶν ὀπισθοχώρησαν στὰ σκάφη τους, ἀφήνοντας στὶς ἀκτὲς τοῦ νησιοῦ 17 νεκροὺς καὶ 60 τραυματίες.
. – . – .Ὁ Ἀγώνας εἶχε γιὰ καλὰ ἀνάψει στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Ρούμελη καὶ ἡ Μαντὼ ἔχοντας ἐξασφαλίσει τὴν ἄμυνα τῆς Μυκόνου πῆγε στὴν Πελοπόννησο, ὅπου συνέχισε τὴν προσφορά της στὴν Ἐπανάσταση. Τὸ 1824 ὁ Παπαφλέσσας, ὡς Ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν ἔγραψε γιὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες τῆς Μαντῶς:
. – . – .«Τὸ ὑπουργεῖον ἔχει πληροφορίας, ἡ Κόρη αὕτη ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος ἔδειξε πάντοτε μέγαν ζῆλον καὶ προθυμίαν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος καὶ ἐν ᾧ μάλιστα οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ἐπάσχιζον νὰ τὴν ἐμποδίσουν ἀπὸ τὸ Θεῖον καὶ Ἱερὸν τοῦτο ἔργον της, αὕτη μᾶλλον ἐνοπλίζετο τὸν πατριωτικὸν ζῆλον καὶ τὴν πρὸς τὴν Πατρίδα ἀγάπην, προτιμοῦσα νὰ μισῆται καὶ νὰ ἀποδιώκεται ἀπὸ τοὺς οἰκείους συγγενεῖς της παρὰ νὰ φανῆ ἀμέτοχος τοῦ θείου καὶ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας. Εἰς τοσοῦτον δὲ καὶ τοιοῦτον βαθμὸν ἔφθασεν ὁ ὑπὲρ Πατρίδος ἐνθουσιασμός της, ὥστε κατεδαπάνησεν ὅλην της τὴν περιουσίαν πρὸς ὄφελος τῆς Πατρίδος (ἔργον τῷ ὄντι σπανιώτατον καὶ μάλιστα διὰ Κόρην). Μάρτυρες δὲ τούτου εἶναι τὰ ἀνὰ χείρας της ἐνδεικτικὰ” (ΓΑΚ ὐπ. Ἐσωτερ. φ. 42 καὶ Μανουὴλ Τασούλα «Μαντῶ Μαυρογένη», Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο, Ἔκδ. Δήμου Μυκονίων, Β΄ Ἔκδ. 1997, σελ. 120-121).
. – . – .Ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ αὐτοθυσία, ἡ προσφορά, δὲν βρῆκαν ἀνταπόκριση ἀπὸ πολλοὺς Ἕλληνες. Ἡ μεγάλη ἀπογοήτευση ἦταν ἡ ἐκ μέρους τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη ἀθέτηση τοῦ ἐπισήμου ἀρραβώνα τους. Πληγωμένη, ποὺ ἔβλεπε ὅτι ὁ Ὑψηλάντης ἤθελε νὰ τὴν ἐγκαταλείψει «χωρὶς λόγον, μὲ τὴν πλέον σκληρὰν περιφρόνησιν» ἡ συναισθηματικὴ καὶ ἔντιμη Μαντὼ κατέφυγε στὸ Ὑπουργεῖο τῆς Θρησκείας ζητώντας δικαίωση. Δὲν βρῆκε τὸ δίκιο της (Αὐτ. σελ. 174). Ἦταν γυναίκα καὶ ποιὸς νὰ τὰ ἔβαζε μὲ τὸν Ὑψηλάντη… Ὑπάρχει καὶ ἡ ἄποψη ὅτι γιὰ νὰ μὴν ὑλοποιηθεῖ ὁ ἀρραβώνας, φίλοι του εἰσέβαλαν στὸ σπίτι της στὸ Ναύπλιο καὶ τὴν ἀπήγαγαν, στέλνοντάς την μὲ ναυλωμένο πλοῖο στὴ Μύκονο… Ἡ πικρία της κράτησε ἕως τὸν θάνατο τοῦ Ὑψηλάντη, τὸ 1832, σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν.
. – . – . Ἀπὸ τὴν αὐτοθυσία καὶ τὸ δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ ὅλης τῆς μεγάλης περιουσίας της στὸν Ἀγώνα μερικοὶ συγκινήθηκαν, πολλοὶ ἔμειναν ἀδιάφοροι καὶ ἀρκετοὶ ἐκμεταλλεύθηκαν τὴν κατάστασή της καὶ τῆς ἔκλεψαν ὅ, τι τῆς εἶχε ἀπομείνει. Τὰ χρόνια στὸ Ναύπλιο ἦταν βασανιστικὰ γιὰ τὴν Μαντώ. Στὶς 11 Μαΐου 1823 μὲ πρόφαση ὅτι ξέσπασε πυρκαγιὰ στὸ σπίτι της ἄνθρωποι τοῦ Μανώλη Τομπάζη ἔκλεψαν καὶ ἀφάνισαν ὅλη της τὴν προίκα ἀπὸ ροῦχα καὶ διαμαντικά, μέχρι τὸ σπαθὶ τοῦ πατέρα της (Αὐτ. σελ. 79). Ἀφοῦ ξόδεψε 25.000 γρόσια στὸν Ἀγώνα, ἔμεινε χωρὶς χρήματα, δὲν μποροῦσε νὰ πληρώσει τὸ ἐνοίκιο τοῦ σπιτιοῦ καὶ κάποιος Κάββας, ἄλλοτε μόνος καὶ ἄλλοτε συνοδείᾳ ἐνόπλων στρατιωτῶν πήγαινε καὶ τὴν ἐνοχλοῦσε νὰ τὸ ἐγκαταλείψει (Αὐτ. σελ. 107). Μέχρι καὶ τὸ λαχουρένιο σάλι τῆς ἔκλεψαν. Τὸ κατάλαβε, ὅταν θέλησε νὰ τὸ φορέσει, γιὰ νὰ πάει στὴν ἐκκλησία… Ὁ καμαριέρης τοῦ Ὑψηλάντη τῆς ἔκλεψε δύο ὁμολογίες, τὸ 1824.
. – . – .Ἡ ἡρωίδα ἔχοντας μόνο τριάντα γρόσια, μετὰ τὰ ὅσα προσέφερε στὸν Ἀγώνα, ἔφυγε ἀπογοητευμένη ἀπὸ τὸ Ναύπλιο καὶ τὸ 1827 μετέβη νὰ διαμείνει στὴν Αἴγινα. Ἐκεῖ ὑπέβαλε ἀναφορὰ στὴν Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπή, στὴν ὁποία, μεταξὺ ἄλλων, ἀναφέρει: «Εἶμαι βεβαία ὅτι ἡ Σεβ. αὕτη ἐπιτροπή, γνωρίζει τὴν κατάστασίν μου καὶ δὲν θέλει τὴν ἐξοικονόμησιν, ὅτι διὰ τὴν ἀγάπην τῆς πατρίδος ὑστεροῦμαι τὸν ἐπιούσιον ἄρτον» (Αὐτ. σελ. 209).
. – . – .Τὰ χρόνια περνοῦν. Ἕνα μικρὸ μέρος τῆς Ἑλλάδας ἔχει ἐλευθερωθεῖ. Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια ἔρχεται ὁ Ὄθωνας καὶ ἡ ἐποχή του… Ἡ Μαντὼ αὐτὰ τὰ χρόνια ἀρχίζει ἕναν ἄπελπι ἀγώνα νὰ ἀποκτήσει ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ περιουσία αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἀπομείνει, τῆς ἀνῆκαν καὶ ἄλλοι νοσφίζονταν. Μετὰ τὰ τόσα βάσανα, ποὺ πέρασε, ἀποσύρθηκε στὴν Πάρο, ὅπου βρῆκε τὸ κουράγιο νὰ προσφέρει τὴ βοήθειά της σὲ ἄπορα καὶ σὲ δυστυχισμένα κορίτσια. Πέθανε στὴν Πάρο, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1840, σὲ ἡλικία 43 ἢ 44 ἐτῶν, ἀπὸ τυφοειδῆ πυρετό. Ἡ ἔνδοξη «πατριῶτις», ὅπως ὑπέγραφε, φοροῦσε στὸ φέρετρο στολὴ ἀντιστρατήγου. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ ἦταν πάνδημη. Ἐτάφη στὸ νεκροταφεῖο τῆς Παροικιᾶς. Μὲ τὰ χρόνια ὁ τάφος της ξεχάστηκε, οὔτε ἕνας σταυρὸς μὲ τὸ ὄνομά της δὲν βρέθηκε. Σώθηκε ὁ πολύτιμος Σταυρὸς ποὺ φοροῦσε. Ἀλλὰ αὐτὰ ὅλα εἶναι τὰ ὑλικὰ καὶ χρεώνονται στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Μαντὼ μένει ἀθάνατη, γιὰ τὴν ἀνιδιοτέλειά της καὶ τὴν προσφορά της στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἔστω καὶ ἂν λίγοι τὴν μνημονεύουν.
. – . – .Τὸ σπουδαιότερο γι’ αὐτὴν εἶναι πώς, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἰταλὸς φιλέλληνας ἰατρὸς Pierviviano Zecchini στὸ βιβλίο – ἡμερολόγιό του «Quadri della Grecia Moderna (Tipografia di Gio. Cecchini, 1864), «ἡ Μαντὼ δίδαξε ὅτι χωρὶς τὴν ἀγάπη στὴν Πατρίδα καὶ ἑπομένως χωρὶς ἐλευθερία καὶ ἀνεξαρτησία δὲν ὑπάρχει οὔτε ἀξιοπρέπεια, οὔτε ἀρετή, οὔτε εὐτυχία ἐπὶ τῆς γῆς».-

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Η μάρτυρας Αναστασία του Όρους των Ελαιών και ο π.Ιωακείμ


Ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Στρογγυλός (1950-2009) ασκήτευσε στα Ιεροσόλυμα, στο Άγιο Όρος των Ελαιών. Είχε κτίσει εκεί ιερά μονή και ναό, έχοντας λάβει για αυτό την ευλογία από τον Ίδιο τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, όταν ήταν μικρό παιδί.
Την εντολή του Θεού την εκτέλεσε, αλλά τι του κόστισε!
Θα σας μιλήσουμε για αυτό το έργο-ανδραγάθημα του πατέρα Ιωακείμ και της θαρραλέας μητέρας του Αναστασίας. Το 2020 συμπληρώνονται 25 χρόνια από την κοίμηση της μάρτυρος Αναστασίας και 11 χρόνια από την κοίμηση του πατέρα Ιωακείμ.


Η μητέρα

Η μητέρα του πατρός Ιωακείμ – Αναστασία Παναγοπούλου-Στρογγυλού – γεννήθηκε το 1912 στην Ελλάδα και έζησε 73 χρόνια, έχοντας λάβει το μαρτυρικό στεφάνι στους Αγίους Τόπους, στα Ιεροσόλυμα, το 1995. Είχε βαθιά πίστη, ήταν ευλαβής και μορφωμένη γυναίκα (σύμφωνα με κάποια στοιχεία, η Αναστασία ήταν καθηγήτρια φυσικομαθηματικών επιστημών). Πρώτα ζούσε στο νησί της Χίου, στο Αιγαίο, όπου είχε μεγάλη υπόληψη ανάμεσα στους συντοπίτες της.

Ο πατήρ Ιωακείμ έλεγε:
«Η μητέρα μου είχε διατελέσει δήμαρχος του Βροντάδου της Χίου, λυκειάρχης και γυμνασιάρχης. Και τα περισσότερα της χρόνια είχε διατελέσει καθηγήτρια φυσικών στο Λιβάνειο Γυμνάσιο Θηλέων Χίου» .
 Το 1950 γέννησε το γιο της, τον μέλλοντα αρχιμανδρίτη Ιωακείμ. Η ζωή της κυλούσε με τους συνήθεις ρυθμούς έως το αποκαλυπτικό 1957, τότε που ο γιος της συμπλήρωνε τα 7 του χρόνια. Τότε ένα τεράστιο γεγονός σημάδεψε συνολικά τον τρόπο της ζωής τους: στο παιδί εμφανίστηκε ο Ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και του ανέθεσε ένα διακόνημα στην εκπλήρωση του οποίου αφιέρωσε όλη τη ζωή του. Και η πιστή μητέρα του έγινε άγγελος-φύλακάς του. Τα εγκατέλειψε όλα και πήγε μαζί με τον γιό της στους Αγίους Τόπους για να εκπληρώσει την εντολή του Χριστού.

Προφητικό όνειρο

Ο πατήρ Ιωακείμ λέει:
«Όταν ήμουν περίπου εφτά χρονών, είχα δει ένα παιδικό όνειρο. Είχα δει ότι έφυγα από τη Χίο, ήρθα στα Ιεροσόλυμα και ότι ανέβηκα στο Όρος των Ελαιών. Πάνω στο Όρος των Ελαιών ήταν ένας νεαρός ιερωμένος. Σύμφωνα με αυτό το όνειρο, ήταν ο Χριστός. Και μου είπε: ‟Από εδώ έφυγα για τους Ουρανούς, εδώ ξανακατεβαίνω. Ο τόπος τώρα δεν είναι δικός Μου, να Μου τον ετοιμάσεις”».

 Η μάνα μου το ήξερε από τότε… Και της μάνας μου η δύναμη ήταν το παιδικό αυτό όνειρο. Η μάνα μου μού είχε πει: 
‟Αυτό σημαίνει θάνατος, αφού ο τόπος δεν είναι Δικός Του και εσύ θα πας να Του τον ετοιμάσεις. Μόνο ένα πράγμα παρακαλώ τον Θεό: Πρώτη εγώ σαν μάνα και ύστερα εσύ. Αν πάθω πρώτη εγώ και μετά εσύ, τότε είναι όλα καλά”».«Πέρασαν τα χρόνια, αυτό δούλευε μέσα μου και με έκανε παπά. Δεν μπορούσα να ξεφύγω από αυτό. Και όταν ήρθα εδώ πάνω, δεν υπολόγισα κανένα κίνδυνο, ούτε το θάνατο. Ούτε τώρα τον υπολογίζω. Και τώρα, απόψε και να με σκοτώσουνε, αυτό είναι η δύναμή μου. Είμαι ζυμωμένος με το αίμα μου με αυτό το παιδικό ενύπνιο.
Αυτά τα λόγια της ήταν προφητικά, έτσι και έγινε…Εκπληρώθηκε!


Ο μικρός Ιωακείμ μεγάλωσε, εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, τελείωσε το Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου σπούδασε θεολογία και νομική, έλαβε τη μοναχική κουρά και έγινε ιερέας.
 Το 1984, το Πάσχα, ο πατήρ Ιωακείμ σε ηλικία 34 ετών, επιτέλους, ήρθε στα Ιεροσόλυμα, μαζί με τη μητέρα του Αναστασία. Σύντομα τον δέχτηκαν στην Αγιοταφική Αδελφότητα, και στη συνέχεια έγινε καθηγητής στη Πατριαρχική Σχολή της Σιών. Λειτουργούσε κάποιο διάστημα στη Γεθσημανή, στον τάφο της Υπεραγίας Θεοτόκου.

 Μια φορά τον είχε καλέσει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Διόδωρος (ήταν επίσης από τη Χίο)… Ο πατήρ Ιωακείμ διηγείται αυτό το γεγονός το 2007 ως εξής:

«Ο Πατριάρχης παρακαλούσε έναν-έναν τους τότε κληρικούς του Πατριαρχείου να έρθουν στο χώρο αυτό, κάποιος να έρθει… Αλλά δεν είχαν μέσα τους κάτι που να τους παρακινεί, δεν έπαιρναν την απόφαση να έρθουν να κατοικήσουν εδώ. Τελικά το είπε σε μένα. 
Μου λέει: ‟Θα σε στείλω στο Όρος των Ελαιών, θα σου δώσω το χώρο της Αναλήψεως, θα βάλεις εσύ τις οικονομίες σου τις προσωπικές, ό,τι έχεις αυτή τη στιγμή ως κληρικός, και από οικογενειακή περιουσία αν έχεις και την εξουσιάζεις, θα τα διαθέσεις και θα βάλεις μπρος. Αλλά αυτά θα είναι η μαγιά, διότι οι προσκυνητές και οι χριστιανοί δε θα μείνουν έτσι, θα συμβάλλουν μετά όσο μπορούν. Και έτσι θα ξαναποκτήσουμε το χώρο της Αναλήψεως και θα ξαναγίνει χώρος λατρείας”. Και έτσι ξεκίνησα από το μηδέν».

 Λοιπόν, το 1987, 3 χρόνια μετά τον ερχομό του στο Ισραήλ, ο Πατριάρχης ευλόγησε τον πατέρα Ιωακείμ να οργανώσει μοναστήρι στο Όρος των Ελαιών. Εκπληρώθηκε αυτό που είχε αποκαλυφθεί στο παιδί 30 χρόνια πριν!Μάλλον, ο πατήρ Ιωακείμ φύλαγε κρυφή την αποκάλυψη που του είχε δώσει ο Κύριος και περίμενε την ώρα. Αυτό δείχνει τα υπέροχα χαρακτηριστικά της ψυχής του: σεμνότητα και ταπείνωση.
Από τότε, όλη η ζωή του πατέρα Ιωακείμ ήταν αφιερωμένη στην εκπλήρωση της εντολής του Χριστού!

Η ηρωική καθημερινότητα!

 Αυτό ήταν πολύ δύσκολη, ακόμα και επικίνδυνη υπόθεση. Πολύ γρήγορα, ο πατήρ Ιωακείμ σήκωσε κι ένιωσε επάνω του όλο το βάρος του διακονήματος. Εκείνη την εποχή, ο χώρος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, στο Όρος των Ελαιών, ήταν ένα περιφραγμένο σχεδόν εγκαταλελειμμένο οικόπεδο που είχε δέντρα φυτεμένα χωρίς κανένα σχέδιο και ένα σκουπιδότοπο που είχε προκλητικά στηθεί από Άραβες (αυτό είναι το αγαπημένο τους βάσανο για τους χριστιανούς στο Ισραήλ).
 Πρέπει να πούμε ότι δεν υπήρχε τότε μεγάλη ροή προσκυνητών στους Αγίους Τόπους, πόσο μάλλον σε αυτόν τον χώρο. Ζούσαν φτωχικά, σχεδόν αποκλειστικά με τη σύνταξη της μητέρας. 

Σε μια μικρή συνέντευξη το 1992 η μητέρα του πατέρα Ιωακείμ αγαθόψυχα είχε πει:
«Ο παπάς ό,τι του αφήνουν, τα μαζεύει όλα και τα δίνει για την εκκλησία. Έχει όνειρο να κτίσει εδώ την εκκλησία. Όλα τα διαθέτει για αυτό το σκοπό».

Είχε πει επίσης ότι: «Στην αρχή, δεν ήθελα να έρθει επειδή έχω διαβάσει και έχω ακούσει ότι παπάς παπά καλό δε θέλει. Και όταν είδα την υπομονή του, τού λέω: ‟Γιέ μου, με την ευχή μου! Και σου εύχομαι να μην μετανιώσεις”. Και σταμάτησα να του μιλάω για αυτό».

Στην ερώτηση του δημοσιογράφου αν η ζωή είναι δύσκολη εδώ, η μητέρα του πατέρα Ιωακείμ απάντησε:
«Πάρα πολύ δύσκολη επειδή βρισκόμαστε μέσα σε εχθρική περιοχή μουσουλμάνων οι οποίοι είναι όλο να ζητούν λεφτά και τα λοιπά. Και εμείς ζούμε με σαλάτες…».

Επίσης είχε πει:
 Οι δυο τους έκαναν οικονομία σε όλα, μόνο και μόνο να συνεχιστεί η οικοδομή. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, η Αναστασία αγόραζε από τους Άραβες χαλασμένα λαχανικά και μαγείρευε με αυτά. Μετά από κάποιο διάστημα, άρχισαν να φέρνουν τρόφιμα από το Πατριαρχείο. Αργότερα, και οι προσκυνητές, όταν γνώρισαν τον παππούλη, προσπαθούσαν να επισκέπτονται αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Οπότε, ήταν λίγο πιο εύκολα τα πράγματα.«Θα ήθελα να δω το γιό μου με οικογένεια και παιδιά διότι η ζωή του τώρα δεν υποφέρεται. Αλλά εφόσον τον ικανοποιεί και το θέλει ολόψυχα, δεν έχω αντίρρηση».

 Ο πατήρ Ιωακείμ έκανε τιτάνια προσπάθεια: καθάρισε τον χώρο του μοναστηριού, ανακάλυψε το σπήλαιο μέσα στο οποίο ενδέχεται να επισκέπτονταν ο Σωτήρας με τους μαθητές Του. Βρήκε ενταφιασμένους από παλαιά μοναχούς που είχαν σκοτωθεί από μουσουλμάνους. Έκτισε εκκλησάκι προς τιμήν αυτών των αγνώστων μαρτύρων και άναψε τα καντήλια στους παλαιούς τάφους. Τέλος, ο πατήρ Ιωακείμ έφτιαξε στη μονή έναν υπέροχο κήπο με ροδιές, φιστικιές, αμυγδαλιές, ελιές, καλλωπιστικούς θάμνους, φοίνικες και λουλούδια. Και το σημαντικότερο: άρχισε να κτίζει τον Ναό!

 Ο Κύριος φώτισε τον πατέρα Ιωακείμ πρώτα να κτίσει την κάτω εκκλησία ως ρεζέρβα, «σε περίπτωση που γκρεμιζόταν ο επάνω ναός». Αυτό είχε γίνει προφητικά, αφού αν δεν υπήρχε αυτός ο ναός, ίσως, δε θα υπήρχε ούτε το μοναστήρι… Έχοντας κτίσει τον κάτω ναό, ο παππούλης άρχισε να λειτουργεί, πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής Μονής της Αναλήψεως.

Πόσα σημαντικά ιστορικά γεγονότα συνέβησαν χάρη στους ακούραστους ηρωικούς κόπους του πατέρα Ιωακείμ και της θαρραλέας του μητέρας Αναστασίας η οποία του ήταν στήριγμα και αποκούμπι! Ήταν δίπλα του σε όλες τις δοκιμασίες. Έκανε το ανδραγάθημά της.
Γενικώς, στο Ισραήλ είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση επειδή επικρατεί ιστορικά μια συνεχής αντιπαράθεση ανάμεσα στους Ισραηλίτες-ιουδαίους και τους Άραβες-μουσουλμάνους. Και ο παπούλης είχε βρεθεί ανάμεσα σε δύο πυρά.

Προσβολές από τη μεριά των μουσουλμάνων

 Από τη μεριά των μουσουλμάνων είχαν δεχτεί πολλές προσβολές, μια και το μοναστήρι βρίσκεται στην μουσουλμανική περιοχή των Ιεροσολύμων. Οι ισλαμιστές ενοχλούσαν τον πατέρα Ιωακείμ γιατί δυσφορούσαν με την παρουσία εδώ ορθόδοξου ιερέα. Κατά το προτελευταίο έτος της ζωής του στη γη (το 2008), ο πατήρ Ιωακείμ είχε ομολογήσει:
«Όταν ένας ορθόδοξος ιερομόναχος πηγαίνει σε έναν χώρο και ο χώρος αυτός κατοικείται από μουσουλμάνους, και θέλει να κτίσει εκκλησία, σε έναν χώρο που δεν υπάρχει ούτε υπήρχε χριστιανός, καταλαβαίνετε τι τον περιμένει. Αλλά με τη δύναμη του Θεού και με υπομονή το ξεπεράσαμε αυτό το στάδιο».

Αυτό είναι υπερβολικά σεμνό. Στην πραγματικότητα απειλούσαν τον παπούλη, κάμποσες φορές τον έδερναν, τον εκβίαζαν, συχνά τον εκβίαζαν για χρήματα, έβαζαν φωτιά στο Ναό, τον λήστευαν και του έκαναν και άλλες πολλές κακίες. Ο πατήρ Ιωακείμ είχε μιλήσει μόνο για ένα συμβάν, τότε που έβαλαν φωτιά στο Ναό:

«Μια φορά ήρθαν κι έβαλαν φωτιά στην εκκλησία αλλά εκ θαύματος πάλι σώθηκε. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα… Ξύπνησα αλλά δεν ξέρω από τι. Βλέπω ξαφνικά τη μητέρα μου εκείνη την ώρα να μου λέει: ‟Τρέξε στην εκκλησία. Πήγαινε γρήγορα”. Ήρθα εδώ πέρα. Παντού καπνοί… Εγώ νόμιζα ότι η εκκλησία είχε καεί τελείως… Ούτε καν μπορούσα να μπω μέσα. Φώναξα τους μουσουλμάνους που δούλευαν εδώ, ήρθανε, βάλανε βρεγμένες πετσέτες στο πρόσωπο και ό,τι βρήκαν μπροστά τους, τυλίχθηκαν και μπήκαμε στο Ναό. Και με το λάστιχο σβήσαμε τη φωτιά…».

Η επίθεση από τη μεριά φανατικών Εβραίων

Κάποτε ο πατήρ Ιωακείμ είχε πει ότι κάθε βράδυ που φεύγει από τον Ναό, δεν ξέρει αν θα δει αυτόν τον Ναό το πρωί ξανά… Μόνο να φανταστούμε σε τι περιβάλλον βρίσκονταν ο πατήρ Ιωακείμ και η ηλικιωμένη του μητέρα, μας πιάνει ρίγος: κάθε νύχτα ήταν και μια δοκιμασία, είτε θα έδερναν, είτε θα σκότωναν, είτε θα κατέστρεφαν τον Ναό… Κάθε μέρα σαν σε πόλεμο, στην εμπροσθοφυλακή: να αντιμετωπίζεις συνεχώς φόβο και ένταση… Μόνο αυτοί που βρίσκονταν σε ανάλογες περιστάσεις μπορούν να το καταλάβουν. Αλλά ο πατήρ Ιωακείμ ηρωικά τα κατάφερε και άντεξε όλα τα δεινά. Τώρα για κάποιο λόγο αυτό αποσιωπάται.

Να πώς ο ίδιος ο πατήρ Ιωακείμ μιλάει για την επίθεση που δέχτηκε από φανατικούς Εβραίους:
«Μια φορά μου έγινε επίθεση στη Σιών, εκεί που βρίσκεται το σχολείο του Πατριαρχείου. Μου επιτέθηκε κάποιος φανατικός Εβραίος με μαχαίρι και μου είπε αυτά τα πολύ αξιοσημείωτα λόγια: ‟Εσείς οι Έλληνες χριστιανοί μας κρατάτε τους καλύτερους τόπους. Να το πάρετε είδηση ότι η Ελλάδα είναι για τους Έλληνες και το Ισραήλ είναι για τους Εβραίους. Και δεν έχετε θέση εδώ”. Αυτό τα λέει όλα.

 Μια άλλη φορά που συνόδευα περίπου εκατό προσκυνητές για να προσκυνήσουμε τον Πανάγιο Τάφο, με έπιασαν στο δρόμο φανατικοί Εβραίοι και με έφτυσαν στο πρόσωπο. Πριν προλάβω να συνέλθω, το είχαν βάλει στα πόδια. Τότε, αυτό μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση…

Εμένα, την ελληνική σημαία μού την έχουν τεμαχίσει με μαχαίρι 10 φορές. Σαν να μου έλεγαν ότι ‟κι εσύ θα έχεις την ίδια τύχη! Όσο μας κολλάς σημαίες μπροστά μας, με το σταυρό επάνω, θα έχεις να λογαριαστείς μαζί μας!”
Εγώ τους αγνοώ και συνεχίζω, φυσικά, να υψώνω την ελληνική σημαία και το σταυρό. Και αν κάποια μέρα λογαριαστώ μαζί τους, αυτό δε με φοβίζει».

Η καταστροφή του Ναού

 Πάνω στον κάτω Ναό ο πατήρ Ιωακείμ άρχισε να κτίζει και τον πάνω Ναό, αντίγραφο της περίφημης Νέας Μονής Χίου του 11ου αιώνα. Είχε κάνει σχέδιο και μεγάλη μεταλλική μακέτα του Ναού που ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να δει στο μοναστήρι.

  Η ανέγερση του Ναού ήταν επιπρόσθετα δύσκολη λόγω της συμπεριφοράς των Ισραηλινών Αρχών. Ο πατήρ Ιωακείμ συνέχεια τους ζητούσε άδεια για ανοικοδόμηση του Ναού. Το θέμα ήταν ότι στο ιστορικό κέντρο των Ιεροσολύμων επιτρέπεται να ανακαινίζουν μόνο παλαιά κτίρια, και απαγορεύεται να κτίζουν καινούργια, γι’ αυτό χρειάζεται ειδική άδεια για νέα οικοδομή. Οι εκπρόσωποι των Αρχών τη μια υπόσχονταν να δώσουν την άδεια την άλλη όχι. Τον περιέπαιζαν διπλωματικά, με πειράγματα και ειρωνείες. Ώσπου μια φορά τελικά έδωσαν την άδεια να κτιστεί ο Ναός, αλλά μόνο προφορικά, αλλά είχαν υποσχεθεί ότι αργότερα θα έδιναν και τα σχετικά έγγραφα για αυτό. Ισχυρίζονταν ότι επειδή είναι εκκλησία κάτι θα κάνουν για αυτό, κάπως θα διευθετηθεί το ζήτημα.

 Τώρα κυκλοφορούν ψευδείς πληροφορίες, ότι δήθεν ο πατήρ Ιωακείμ χωρίς άδεια, αυτοβούλως, άρχισε να κτίζει την εκκλησία και δικαίως ταλαιπωρήθηκε για αυτό. Αλλά αυτό είναι ψέμα. Υπάρχει διαβεβαίωση του ίδιου πατρός Ιωακείμ που έχει βιντεοσκοπηθεί

 Λοιπόν, ο πατήρ Ιωακείμ πίστεψε στις Ισραηλινές Αρχές και για αυτό ξεκίνησε την οικοδομή. Το 1992 είχε οικοδομήσει σχεδόν πλήρως το σκελετό του Ναού από μπετό. Και τότε οι Αρχές ξαφνικά αποφάσισαν να γκρεμίσουν τον Ναό. 
Τον Ιούλιο του 1992, όταν απουσίαζε ο πατήρ Ιωακείμ από το μοναστήρι, μπήκαν μέσα ισραηλινοί στρατιώτες με αστυνομία και μπουλντόζες και άρχισαν να γκρεμίζουν τον Ναό. Ο πάνω Ναός καταστράφηκε τελείως. Αλλά όταν άρχισαν να γκρεμίζουν και τον κάτω Ναό, έγινε θαύμα: όταν ο κουβάς της μπουλντόζας άρχισε να χτυπάει την οροφή του Ναού, η εικόνα του Χριστού Σωτήρος βρέθηκε μπροστά από την μπουλντόζα και το μηχάνημα ξαφνικά έπαθε βλάβη. Η εύθραυστη ξύλινη εικόνα αποδείχτηκε πιο ανθεκτική από το μέταλλο! Δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να φτιάξουν τα μηχανήματα.
Η θαυματουργή εικόνα του Παντοκράτορα
    

  Ο πατήρ Ιωακείμ άφησε την πάνω γωνία του Ναού που είχε παραβιαστεί με την μπουλντόζα, ως υπενθύμιση της λεηλασίας που έγινε και της προστασίας του Θεού. Η εικόνα που έσωσε τον Ναό, βρίσκεται τώρα μέσα και τιμάται ως θαυματουργή.Σύμφωνα με τον πατέρα Ιωακείμ, ο ίδιος ο ναός αντιστάθηκε στην κατεδάφιση. Όλοι ήταν τόσο συγκλονισμένοι με το θαύμα που σταμάτησαν τις εργασίες κατεδάφισης και έφυγαν. Φαίνεται, αυτό άγγιξε ακόμα και τις ισραηλινές αρχές οι οποίες αποχώρησαν, έχοντας καταλάβει ότι ο Ίδιος ο Θεός τους αντιστέκεται και δεν ξαναγύρισαν. Ο Κύριος είχε σταματήσει την κατεδάφιση του Ναού.
 Είναι λυπηρό που ο πατήρ Ιωακείμ, παρά τους πραγματικά πολύ μεγάλους κόπους για το καλό της Εκκλησίας, δεν είχε καλή αντιμετώπιση από όλη την αδελφότητα των Ιεροσολύμων. Κάποιοι τον αντιπαθούσαν. Ο πατήρ Ιωακείμ ποτέ δεν παραπονιόταν, αλλά μία φορά είχε ομολογήσει με πικρία:
«Όταν γκρεμίστηκε η εκκλησία, μου έκοψαν το μισθό και το φαγητό για 2 χρόνια… Για το Πατριαρχείο υπάρχω όσο τα πράγματα πάνε όλα καλά. Όταν παρουσιαστεί έστω και το παραμικρό εμπόδιο, η παραμικρή διαμαρτυρία είτε εκ μέρους του Ισραήλ είτε εκ μέρους των Αράβων ισλαμιστών, τότε στο Πατριαρχείο κάνουν πως δε με ξέρουν…»
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ζούσε ο πατήρ Ιωακείμ.

Η μοιραία βραδιά

Το 1995, τρία χρόνια μετά το γκρέμισμα της εκκλησίας, στον αρχιμανδρίτη Ιωακείμ έγινε δολοφονική επίθεση, αλλά τον έσωσε ένας Ρώσος προσκυνητής. Ο Κύριος έσωσε τη ζωή του πατέρα Ιωακείμ, αλλά η μητέρα του η Αναστασία είχε μαρτυρικό θάνατο, καθώς πρώτη βρέθηκε στο δρόμο των κακοποιών. Έτσι εκπληρώθηκε η παράκλησή της προς τον Κύριο.

  «Η επίθεση έγινε στις 20 Ιουλίου, ξημέρωνε 21. Ήταν απόγευμα. Δεν είχε νυχτώσει, αλλά ετοιμαζόταν να σκοτεινιάσει. Συνήθως τέτοια ώρα, πάντοτε, έρχομαι για να ανάψω τα καντήλια στην εκκλησία. Η μητέρα μου προηγουμένως μού είχε κάνει τον τελευταίο καφέ, μου είχε δώσει το τελευταίο ποτήρι νερό… Και καθώς ήρθα να ανάψω τα καντήλια, σε λίγη ώρα κατέβηκε κι εκείνη κάτω, στην εκκλησία. 
 Μπήκε από την πόρτα. Κρατούσε στο ένα της χέρι ένα ξύλο, σαν μπαστούνι. Και μου λέει: ‟Ωραία την έκανες την εκκλησία! Σου τα γκρέμισαν, σε εμπόδισαν, σε σταμάτησαν, αλλά εσύ την εκκλησία την έκανες! Και έκανες πολύ ωραίες τοιχογραφίες. Έβαλες πολύ ωραία μάρμαρα. Έκανες πολύ ωραίο εικονοστάσι. Αφού δε μου έκανες εγγονάκια, αυτό είναι το εγγονάκι που μου έκανες. Ικανοποιούμαι που είδα εγγονάκι με αυτόν τον τρόπο… Είναι μεγάλο πράγμα το ότι πιστεύουμε στη θρησκεία μας ότι αναλήφθηκε ο Χριστός εδώ. Και το ότι πριν από σένα δεν είχε πατήσει παππάς στον τόπο αυτό, όλους αυτούς τους αιώνες και όλο αυτό το παρελθόν. Ότι είσαι ο πρώτος παπάς που πάτησε, μετά τον Χριστό, στον τόπο αυτό για να γίνει εκκλησία. Φεύγω ευχαριστημένη”.
 Μετά με πλησιάζει και μου βάζει το χέρι της στο στόμα και μου λέει: 
‟Φίλησέ μου το χέρι”. 
Εγώ ξαφνιάστηκα γιατί δε μου το έχει κάνει άλλη φορά. Και της λέω:
 ‟Γιατί, παπάς είσαι να σου φιλήσω το χέρι;”
 Και αυτή: ‟Έλα! Εγώ να φιλήσω το χέρι το δικό σου και εσύ να φιλήσεις το χέρι το δικό μου”. Και κάπως ξαφνιάστηκα, δεν ξέρω, συγκλονίστηκα… Και μετά μου λέει: ”Φεύγω, πηγαίνω επάνω… Και θα σε περιμένω, να μην αργήσεις, να έρθεις γρήγορα”. Και βγήκε έξω. Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια».
Να πώς το διηγείται ο ίδιος ο πατήρ Ιωακείμ:

Η μητέρα του πατέρα Ιωακείμ πήγε να μαρτυρήσει…

Μετά από 10 λεπτά, βγήκε από την εκκλησία και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Ξαφνικά του επιτέθηκαν δύο εύσωμοι γεροδεμένοι κακοποιοί με μαύρα ρούχα με κουκούλες. Τα πρόσωπά τους ήταν πλήρως καλυμμένα, έμειναν μόνο οι τρύπες για τα μάτια τους. Ο πατήρ Ιωακείμ διηγούταν:

«Στην συμπεριφορά τους, στο ειρωνικό χαμόγελό τους διέκρινα μία δόση ειρωνείας. Δηλαδή σαν να έλεγαν: ‟Σε βρήκαμε!” Την ίδια στιγμή εγώ, χωρίς να υποψιάζομαι τον κίνδυνο, τους χτυπάω φιλικά στην πλάτη, νομίζοντας ότι είναι κάποιοι που ήρθαν για να μου κάνουν φάρσα».
 Οι κακοποιοί έριξαν στα μάτια του παπούλη σπρέι από φιάλη αερίου, αλλά με την πρώτη το αέριο δεν έπιασε. Ο παπούλης δεν έχασε την ψυχραιμία και σκέφτηκε ότι πρέπει να υποκριθεί ότι έχει χάσει τις αισθήσεις του και έπεσε κάτω. Οι κακοποιοί απομακρύνθηκαν και ο πατήρ Ιωακείμ άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Αμέσως αυτοί γύρισαν πίσω και άρχισαν να τον χτυπάνε με χέρια και με πόδια. Προσπάθησαν να του βγάλουν τα μάτια με ένα αιχμηρό αντικείμενο και να του σχίσουν το στόμα. Του έκοψαν τη γλώσσα… Μετά, με ταινία συσκευασίας, έκλεισαν το στόμα και τη μύτη για να του κόψουν την αναπνοή. Εν τω μεταξύ ένας Ρώσος προσκυνητής, ο Βλαδίμηρος, άκουσε τις φωνές και έτρεξε προς το μέρος που ακούγονταν οι φωνές, έδιωξε τους κακοποιούς και έσωσε τον παππούλη.

 Ο Βλαδίμηρος είναι αγιογράφος από την Αγία Πετρούπολη. Γνωριζόμασταν και μπορώ να πω ότι έμοιαζε με νεαρό Ρώσο παλληκάρι των παραμυθιών: ψηλός, όμορφος, ευγενής και θαρραλέος. Εκείνη τη μοιραία βραδιά χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού και είπε στον πατέρα Ιωακείμ ότι δεν είχε κοιμηθεί για κάμποσες νύχτες. Τη μια προσευχόταν στον Πανάγιο Τάφο, την άλλη πήγαινε στον Γολγοθά, την άλλη στη Γεθσημανή. Δεν είχε λεφτά για ξενοδοχείο. Και ζήτησε να κοιμηθεί μέσα, συμπληρώνοντας: «Ο Θεός θα πληρώσει τη φιλοξενία σου!» Ο πατήρ Ιωακείμ τον λυπήθηκε, του έδωσε δωμάτιο να κοιμηθεί και την ίδια νύχτα σώθηκε από αυτόν! Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου! Ο παπούλης έλεγε ότι ήταν θαύμα.

Τώρα, ο Βλαδίμηρος είναι μοναχός στο Άγιο Όρος, ως πατήρ Βαρσανούφιος. Και στο μοναστήρι όπου έλαβαν χώρα αυτά τα γεγονότα, τώρα ασκητεύουν Ρωσίδες μοναχές μαζί με Ελληνίδες. Πιστεύουμε ότι αυτή η παράδοση είναι ευλογία του πατέρα Ιωακείμ από τους ουρανούς.

  Ο πατήρ Ιωακείμ είχε σπάνιο χάρισμα λόγου. Κάθε χρόνο, τη Μεγάλη Εβδομάδα, τη Μεγάλη Παρασκευή, ο Πατριάρχης μόνο σε αυτόν ανέθετε να κάνει το κήρυγμα στη Σταύρωση. Ο πατήρ Ιωακείμ μαζί με τον Πατριάρχη και τους δεσποτάδες των Ιεροσολύμων κάθονταν στα σκαλιά του παρεκκλησίου των Κλαπών και, κρατώντας τον Τίμιο Σταυρό, κήρυττε. Πολύς κόσμος από διάφορες χώρες τον άκουγαν, καθώς βρίσκονταν μπροστά στον Ναό του Παναγίου Τάφου. Είμαι αυτόπτης μάρτυρας: με τη συγκλονιστική του ομιλία έκλαιγαν σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί, αν και πολλοί δεν ήξεραν ελληνικά. Αλλά, η θλίψη των ματιών του και η σπαρακτική του φωνή έφταναν στα μύχια της καρδιάς…

Ίσως, γι’ αυτό οι εγκληματίες προσπαθούσαν να του αφαιρέσουν τη γλώσσα. Ο ίδιος ο σατανάς με τη μορφή δολοφόνων προσπαθούσε να κάνει κομμάτια τη Θεολάλητη γλώσσα του παππούλη, που μαλάκωνε τις καρδιές πολλών ανθρώπων και άναβε μέσα τους την Θεία αγάπη.


Λοιπόν, ο πατήρ Ιωακείμ που από θαύμα σώθηκε, όλος τραυματισμένος, με μώλωπες και αίματα, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Ήλπιζε ότι η μητέρα του θα τον περιμένει εκεί. Αλλά στο δρόμο βρήκε τη μητέρα του πεσμένη κάτω στο χώμα. Δεμένα τα χέρια της, το στόμα τυλιγμένο με ταινία, και ο λαιμός τυλιγμένος και αυτός κάμποσες φορές με ταινία. Η Αναστασία ήταν ήδη νεκρή…

Ο παπούλης έλεγε ότι, όταν δεχόταν το διακόνημα στο Όρος των Ελαιών, φανταζόταν ότι θα υπάρχουν επιθέσεις, τα είχε σκεφτεί όλα, μέχρι και που ότι μπορούν να σκοτώσουν τον ίδιον. Ήταν έτοιμος για θάνατο. Αλλά δεν μπορούσε ποτέ να υποψιαστεί ότι θα σκότωναν τη μητέρα του, μια ηλικιωμένη αδύναμη γυναίκα…
Ποιοι ήταν οι δολοφόνοι: φανατικοί ιουδαίοι ή φανατικοί ισλαμιστές; Στον παπούλη είχαν γίνει επιθέσεις και από τους μεν και από τους δε.
Τους δολοφόνους δεν τους βρήκαν τελικά.

Η μάρτυρας Αναστασία του Όρους των Ελαιών

 Πρέπει να πούμε και κάτι άλλο σημαντικό για την ηρωϊκή Αναστασία, μητέρα του αρχιμανδρίτη Ιωακείμ. Αυτή, ως μυροφόρα, ακολούθησε τον γιό της στο αποστολικό του έργο στους Αγίους Τόπους. Είναι γνωστό ότι κάποια φορά αυτή είχε διαβάσει το βίο ενός αγίου ο οποίος τόσο πολύ την είχε συγκινήσει ώστε να το εκμυστηρευτεί στο γιό της: «Θα ήμουν ευτυχισμένη αν ο Κύριος με αξίωνε και εμένα να γνωρίζω τον ερχομό του θανάτου». Και ο Σωτήρας εκπλήρωσε την επιθυμία της…


   Τρία χρόνια μετά την εκδημία της, με την ευλογία του Πατριάρχη Διόδωρου, έγινε η εκταφή των λειψάνων της: το σώμα της μάρτυρος Αναστασίας ήταν άφθαρτο και ευωδίαζε. Την ξαναέθαψαν, και μετά από επτά χρόνια, και στη δεύτερη εκταφή, βρήκαν το σώμα της και πάλι άφθαρτο. Μόνο τα δάχτυλα στο δεξί χέρι ήταν λυγισμένα για το σημείο του σταυρού.

 Σύμφωνα με παλαιά βυζαντινή παράδοση, ο πατήρ Ιωακείμ άρχισε να τιμά τη μητέρα του ως μάρτυρα του Χριστού, αμέσως, με το γεγονός του θανάτου της.Από τότε έγινε η αγιοκατάταξή της στη χορεία των τοπικών αγίων στη Χίο. Τα άφθαρτα λείψανα της Αναστασίας του Όρους των Ελαιών βρίσκονται σε ειδική λάρνακα που εφάπτεται στον κάτω Ναό.

Όπως έλεγε: «Αναμφίβολα, είναι μάρτυς. Ήταν για μένα πιο οδυνηρό και πιο σκληρό από το αν ο ίδιος θα το πλήρωνα αυτό με το θάνατό μου. Ο θάνατος της μητέρας μου είναι δύο φορές θάνατος δικός μου»

 Στο σημείο της δολοφονίας της μητέρας του, ο παπούλης έχει βάλει την Αγία Τράπεζα, με τη σκέψη μετά να κτίσει εδώ εκκλησάκι. Όμως, ο νυν εφημέριος έβγαλε την περίφραξη και τώρα αυτός ο άγιος τόπος πατιέται από τους προσκυνητές που δεν το υποψιάζονται…

 Δίπλα στην εκκλησία, ο πατήρ Ιωακείμ έκτισε ένα ειδικό χώρο όπου έβαλε τα λείψανα της μητέρας σε γυάλινη λάρνακα. Τα λείψανα ήταν ανοιχτά. Είχαν βαθύ χρώμα μελιού και μερικές φορές ανέβλυζαν πλούσια μύρο, οπότε ο πατήρ Ιωακείμ έβαζε στο βαμβάκι το μύρο και το έδινε σε όσους επιθυμούσαν. Αλλά, δυστυχώς, τώρα τα μυρόβλυτα λείψανα της μάρτυρος Αναστασίας τα έχουν βάλει στο χώμα.

 Όσο ζούσε ακόμα ο πατήρ Ιωακείμ έπαιρνε επιστολές με μαρτυρίες για τις εμφανίσεις της μάρτυρος Αναστασίας και της βοήθειάς της προς τους ανθρώπους. Είναι γνωστή η περίπτωση που εμφανίστηκε με τα αποτυπώματα πληγών στο πρόσωπό της. Είχε πει τότε ότι το αίμα της χύθηκε για την εκκλησία.

Ο λαός νιώθει την αγιότητα της νεομάρτυρος Αναστασίας. Οι Ρώσοι προσκυνητές είχαν φέρει στον πατέρα Ιωακείμ την εικόνα της μητέρας του. Επίσης, Έλληνες αγιογράφοι είχαν φιλοτεχνήσει την εικόνα της νεομάρτυρος του Όρους των Ελαιών. Ο παππούλης είχε χαρεί πολύ και οι εικόνες είχαν εκτεθεί για προσκύνημα.

Ο γιορτινός θάνατος

Στις 27 Μαΐου του 2009, 14 χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας του, ξαφνικά σταμάτησε και η ζωή του πατέρα Ιωακείμ. Η θερμή φιλόχριστη καρδιά του σταμάτησε την παραμονή της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου. Ήταν μόλις 59 ετών. Ο πατήρ Ιωακείμ, έχοντας τελέσει στη δική του μονή της Αναλήψεως του Κυρίου, στο Όρος των Ελαιών, την πανηγυρική ιερή ακολουθία, αποδήμησε εις Κύριον.
Τον παπούλη τον ενταφίασαν σε έναν τάφο με την αγαπημένη του μητέρα μάρτυρα. Όπως στα χρόνια της επίγειας ζωής, η μητέρα με το γιο ήταν μαζί, έτσι είναι και στην αιώνια ζωή.Οι ορθόδοξοι κατάλαβαν από αυτό ότι ο αρχιμανδρίτης Ιωακείμ ήταν εκλεκτός του Θεού.

Όμως, οι προσκυνητές πρέπει να ξέρουν ότι ο τόπος ενταφιασμού του πατέρα Ιωακείμ αναγράφεται λανθασμένα. Η ταμπέλα με το όνομά του βρίσκεται στον απέναντι τοίχο, πίσω από τον οποίον βρίσκεται η εκκλησία.

Η μονή του πατέρα Ιωακείμ σήμερα
 Αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα Ιωακείμ, ο Πατριάρχης Θεόφιλος Γ’ έστειλε στο μοναστήρι τον μοναχό Αχίλλειο. Αυτός δημιούργησε μικρή αδελφότητα από εκπροσώπους διάφορων ορθόδοξων χωρών. Ο κάτω ναός που είχε ανοικοδομηθεί από τον πατέρα Ιωακείμ, λειτουργεί. Κάθε μέρα εκεί τελείται πρωινός και βραδινός μοναχικός κανόνας, και τις Πέμπτες Θεία Λειτουργία. Στον τόπο του γκρεμισμένου Ναού οικοδομείται ανοιχτό εκκλησάκι. Στον τόπο του μαρτυρικού θανάτου της Αναστασίας σώζεται ανοιχτή Αγία Τράπεζα, που είχε τοποθετηθεί από τον πατέρα Ιωακείμ.


 Ο παπούλης στόλιζε την αυλή της μονής με ωραία λαμπερά ψηφιδωτά από τα οποία σώζεται η Παναγία Οδηγήτρια. Δυστυχώς, δε σώθηκε ο ωραίος κήπος που είχε δημιουργηθεί από τον πατέρα Ιωακείμ, και κάποιες οικοδομές του. Έχει καταστραφεί η κολυμβήθρα όπου ο πατήρ Ιωακείμ βάφτιζε κόσμο… Σύμφωνα με μαρτυρίες, στον παπούλη έρχονταν κρυφά και μουσουλμάνοι και ιουδαίοι για να βαπτιστούν. Και αυτός κρατούσε πολύ σχολαστικά αυτό το μυστικό μέχρι το τέλος του.

Τώρα το μοναστήρι το επισκέπτονται προσκυνητές από διάφορες χώρες του κόσμου. Οι αδελφές είναι πρόθυμες να κάνουν ξενάγηση σε οποιονδήποτε προσκυνητή περνάει το κατώφλι του μοναστηριού, και σε διάφορες γλώσσες: ελληνικά, ρωσικά, αγγλικά, σέρβικα, ρουμάνικα.

 Ο πιστός λαός με τις απλές καθαρές καρδιές του νιώθει την αγιότητα της μάρτυρος Αναστασίας και του πατέρα Ιωακείμ. Οι Ρώσοι προσκυνητές θα ήθελαν να ξέρουν περισσότερα για αυτούς. Με την επιθυμία των αδελφών του Όρους των Ελαιών αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε τις αναμνήσεις μας για αυτούς τους ένδοξους ασκητές της πίστης. Είναι καθήκον μας να τιμήσουμε τη μνήμη τους και να μιλήσουμε για το ανδραγάθημά τους, για να μάθει όσος περισσότερος κόσμος γίνεται για αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους. Αυτοί είναι κληρονομιά ολόκληρης της Ορθοδοξίας της εποχής μας.

Ο πατήρ Ιωακείμ είχε αγνή καρδιά με πολλή αγάπη. Από αυτή την καρδιά μοίραζε πλουσιοπάροχα χαρά στις ψυχές των ανθρώπων. Ο αγαπημένος χαιρετισμός του παππούλη: «Καλή Ανάσταση! Καλή Ανάληψη!» ας φωτίζει με χαρά και το δικό μας δρόμο προς τον Χριστό.

Πάτερ Ιωακείμ και μάρτυρα Αναστασία του Όρους των Ελαιών, πρεσβεύσατε υπέρ ημών!

Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
ΠΗΓΗ.proskynitis

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Οι γυναίκες της Πίνδου πολεμικοί Παραστάτες του Στρατού μας…


Οι γυναίκες της Πίνδου πολεμικοί Παραστάτες του Στρατού μας…

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ – ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020.

 Το Ελληνικό Έπος του 1940 – 41, ο υπέροχος αγώνας της Ελλάδος να αποκρούσει τις φασιστικές λεγεώνες του υπερφίαλου δικτάτορα Μουσολίνι, εκτός των άλλων, έχει και το ιδιαίτερο γνώρισμα ότι πήραν μέρος και οι γυναίκες.

Είναι προαιώνια παράδοση αυτή του Ελληνικού λαού σε όλες τις φάσεις της ιστορίας του. Έτσι, οι Ελληνίδες του 1940 αναδείχτηκαν ισάξιοι πολεμικοί παραστάτες πλάι στους άνδρες, για να μην αφήσουν τον εχθρό να περάσει τις «Θερμοπύλες». Άλλες στο μέτωπο, στην πρώτη γραμμή και άλλες στα μετόπισθεν βοηθούσαν ποικιλοτρόπως το στρατό μας.

Οι γυναίκες του μετώπου έμειναν στην ιστορία γνωστές με την επωνυμία «Γυναίκες της Πίνδου». Για τους νέους είναι άγνωστα κάποια πράγματα και πρέπει να τα ερμηνεύσουμε: Στον τομέα της Πίνδου επιτέθηκε η Ιταλική Μεραρχία «Τζούλια», η οποία ήταν η ισχυρότερη Μεραρχία του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας. Ήταν ισχυρότερη γιατί την αποτελούσαν κυρίως φανατικοί φασίστες πιστοί στο πλευρό του Μουσολίνι και πολεμούσαν με φανατισμό. Για να αντιμετωπισθεί, λοιπόν, αποτελεσματικά η Μεραρχία αυτή έπρεπε ο Ελληνικός Στρατός να ανεβάσει στις κορυφές των βουνών αυτών τα πολεμοφόδια. Τα μεταγωγικά ζώα (μουλάρια) δεν ήταν δυνατό να ανέβουν εκεί για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί το έδαφος εκεί είναι απότομο και δεν υπάρχουν μονοπάτια και δεύτερον τα μεγάλα ζώα αποτελούσαν εύκολο στόχο για το πυροβολικό και τα αεροπλάνα του εχθρού. Έτσι, το επίπονο και επικίνδυνο αυτό έργο ανέλαβαν να το φέρον σε πέρας οι γυναίκες της περιοχής. Με σχοινιά «ζαλώνονταν» στην πλάτη τα κασόνια με τα πολεμοφόδια και χωρίς να βαρυγκωμούν από την κούραση, ανέβαζαν, όσο ψηλά χρειαζόταν, τα πολεμοφόδια, για να τα προμηθεύονται οι μαχητές της Πίνδου. Έτσι, οι «Μήδοι» δεν πέρασαν και ετράπηκαν σε φυγή. Η πολεμική κραυγή «αέρα» τους ακολουθούσε σαν φάντασμα στη φυγή τους μέχρι το Τεπελένι!.. Αν δεν ανέβαζαν οι γυναίκες τα πολεμοφόδια εκεί επάνω, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι φαντάροι μας έναν τόσο επικίνδυνο εχθρό, όπως ήταν οι Μελανοχίτονες… Γι’ αυτό παράλληλα με το θαυμασμό και τον έπαινο όλου του κόσμου για τον Ελληνικό Στρατό που εξευτέλισε τον δικτάτορα της Ρώμης, υμνούσε και τις Ελληνίδες που παραστέκονταν με το τρόπο τους στο μεγάλο αγώνα του Στρατού μας. Από παντού ακούγονταν διθύραμβοι και εγκώμια για τον Ελληνικό Στρατό και τις Ελληνίδες, γιατί ήταν ο μόνος στρατός στον κόσμο που νικούσε μέχρι την ώρα εκείνη τον Άξονα, τα φασιστικά στρατεύματα.

Οι μαρτυρίες

Το 1977 αρκετές από τις Γυναίκες της Πίνδου ζούσαν. Κάποιες από αυτές δέχτηκαν με χαρά να μαγνητοσκοπηθούν οι μαρτυρίες τους. Έτσι, έχουμε ζωντανή μαρτυρία τους για τη συμμετοχή τους στον τιτάνιο εκείνο αγώνα της Ελλάδος.

- Η Βαγγελή Ντινολάζου, η οποία το 1940 ήταν 34 ετών διηγείται: «Τα κασόνια με τα πυρομαχικά τα δέναμε ζαλίκα και στην πλάτη, με μάλλινες τριχιές, που τις είχαμε καμωμένες μόνες μας στο χωριό. Δέκα ως δεκαπέντε φορτωμένες γυναίκες, σχηματίζαμε μία ομάδα και ξεκινούσαμε η μία πίσω από την άλλη, όπως οι φαντάροι, να πάμε στον προορισμό μας».

- Η Ευτυχία Λαζοπούλου, η οποία τότε (1940) ήταν 33 χρονών αφηγείται: «Ο άντρας μου είχε πάει οδηγός στο τμήμα του αξιωματικού Αλέκου Διάκου (είναι ο πρώτος αξιωματικός που σκοτώθηκε) και εγώ επήγα στη μεταφορά. Τα πέντε παιδιά μας τ’ αφήσαμε μόνα στο χωριό να κλαίνε!.. Tα πυρομαχικά από το χωριό έπρεπε να τα ανεβάσουμε στο Σταυρό και στο Εικόνισμα του Πασσιαλή πρώτα και έπειτα στις Βρίζες και τα Λευκάδια. Η απόσταση είναι από μισή ίσα με μιάμιση ώρα, αλλά κάναμε διπλάσιο και περισσότερο. Εκτός από την απότομη ανηφοριά και το βαρύ φορτίο, ήταν και οι σφαίρες με τις οβίδες, γιατί γίνονταν μάχες. Κάθε τόσο σταματούσαμε για να προφυλαχτούμε. Στην αρχή φοβόμασταν. Ύστερα συνηθίσαμε και τις εκρήξεις από τις οβίδες και τα σφυρίγματα από τις σφαίρες… Γελούσαμε και πειραζόμασταν η μία με την άλλη, που μας έτυχε να πολεμούμε. Κάθε μέρα κάναμε πέντε, έξι και περισσότερα δρομολόγια…».

- Η Τριανταφυλλιά Αδάμου, αναφέρει: «Τα κασάκια, όπως μας είχαν πει δεν έπρεπε να βρέχονταν, αλλιώς δεν θα έπαιρναν φωτιά τα πυρομαχικά στη μάχη και ο κόπος μας θα πήγαινε χαμένος και δεν θα έφερνε αποτελέσματα. Εκείνες, όμως, τις μέρες έβρεχε συνέχεια και δυνατά. Για να τα προφυλάξουμε, τα «φασκιώναμε» με μάλλινες κουβέρτες, σαν να ήτανε μωρά. Αλλά, οι κουβέρτες μούσκευαν από τη βροχή και γίνονταν πολύ βαριές. Άλλες φορές, όταν ανεβάζαμε στο Σταυρό (όπως λεγότανε η τοποθεσία) έναν τρουβά με ψωμί και τυρί ήταν βαρύς. Τώρα το κασάκι με τις σφαίρες και τη μουσκεμένη κουβέρτα ήταν ελαφρό».

- Η Ασημίνα Παπαβασιλείου, το 1940 ήταν 30 χρόνων με τρία παιδία. Διηγείται: «Κάποια φορά που πήγαμε πυρομαχικά στη θέση βρίζες, βρήκαμε έναν βαριά τραυματισμένο. Οι άλλοι στρατιώτες πολεμούσαν και δεν μπορούσαν να τον μεταφέρουν παραπίσω. Είπαν να τον πάρουμε εμείς. Τον φορτωθήκαμε πρόθυμα και τον κατεβάσαμε προσεκτικά στη Ζούζουλη, ενώ γύρω μας έπεφταν σφαίρες. Από εκεί τον πήραν άλλοι και τον πήγαν στο Εφταχώρι, όπου είχε γίνει νοσοκομείο. Εμείς συνεχίσαμε να ανεβάζουμε πυρομαχικά και να κατεβάζουμε τραυματισμένους, όταν υπήρχαν».

- Η Ρούσα Δημητρίου, θυμόταν: «Εκείνες τις μέρες τα κανόνια άλλαζαν συχνά θέση. Από το Κουπάτσι τα πήγαν στο Γαβρά και έπειτα πιο βαθειά. Προχωρούσαν κι αυτά καθώς προχωρούσε ο άλλος στρατός, που πολεμούσε μπροστά. Επειδή, όμως, τα ζώα βούλιαζαν στις λάσπες, οι φαντάροι διέλυσαν τα κανόνια και τα μετέφεραν κομμάτια – κομμάτια. Οι φαντάροι, όμως, ήταν λίγοι και δεν έφταναν για να τα μεταφέρουν γρήγορα…

Γι’ αυτό βοηθούσαμε και εμείς οι γυναίκες. Άλλες τραβούσαν ρόδες, άλλες άλλα σιδερικά, που δεν ξέραμε πως τα λένε. Ό,τι μας έδιναν οι φαντάροι με τον αξιωματικό τους. Ακόμα θυμάμαι το όνομά του. Τον έλεγαν Αριστείδη Μπλούτσο. Μόλις στήνονταν τα κανόνια στη νέα θέση, εμείς πηγαίναμε να μεταφέρουμε οβίδες από το χωριό…

**
Έτσι αν

τιμετώπισαν οι Έλληνες του 1940 τις πάνοπλες μεραρχίες του φασίστα Μουσολίνι. Άνδρες και γυναίκες, καθένας με τον τρόπο του πρόταξε τα στήθη του στον επιδρομέα, όπως συνέβαινε πάντα στην μακραίωνη ιστορία αυτής της χώρας… Οι στρατηγοί του Μουσολίνι, άνθρωποι των σαλονιών, φαντάστηκαν ότι ο δρόμος μέχρι την Αθήνα θα ήταν περίπατος…

Αν είχαν διαβάσει την Ελληνική Ιστορία, θα έβλεπαν ότι: Οι Σπαρτιάτισσες ξεπροβοδούσαν τους άντρες τους και τα παιδιά τους για τον πόλεμο δίνοντας την ασπίδα με τα λόγια: «Ή ταν ή επί τας». Και αν ερχότανε η είδηση ότι σκοτώθηκε, το μόνο πράγμα που ρωτούσαν ήταν «αν είναι χτυπημένος στο στήθος ή στην πλάτη»…
Οι γυναίκες του σαράντα, όμως πήγαν οι ίδιες στο μέτωπο. Γι’ αυτό θα μπορούσαν υπερήφανα να πουν «Άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ καρρόνες».

Εμείς αναδειχτήκαμε πολύ καλύτερες.

Και το ιδιαίτερο αυτό προνόμιο το είχαν κυρίως ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ.

ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ

Η δασκαλίτσα του Κατηχητικού που ντρόπιασε το Γ΄ Ράιχ


Η Ιουλία ήταν ένα ντροπαλό λεπτοκαμωμένο κορίτσι, που είχε έρθει από τη Σάμο στην Αθήνα για να βρει καλύτερη τύχη. Τύχη δε βρήκε όπως τη θέλουν και την εννοούν οι άνθρωποι, αφού δούλευε παραδουλεύτρα απ' το πρωί ως το βράδυ για να βγάλει ένα κομμάτι ψωμί. Βλέπεις του Δημοτικού ήταν. Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να κάνει άλλη δουλειά.

Βρήκε όμως, ένα όμορφο παλικάρι -στην ψυχή πρώτα- τον Κώστα κι έσμιξαν τις ζωές τους κάτω απ' του Θεού την ευλογία. Νοίκιασαν ένα φτωχικό σπιτάκι στο Κουκάκι, στην οδό Πινότση 14 και ήταν τόσο ευτυχισμένοι. 

Οι κυράδες της γειτονιάς απορούσαν με την τόση ευτυχία του κοριτσιού. Όταν έφευγε απ' το σπίτι ήταν σκοτάδι κι όταν κατάκοπη γυρνούσε, πάλι σκοτάδι ήταν. Κι όμως, το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χειλάκια της. Ποια μυστική δύναμη της έδινε κουράγιο; Η αγκαλιά του αγαπημένου της ή μήπως η μεγάλη αγκαλιά του Θεού που ένωσε τις στράτες και τις ζωές τους;  Για κείνην δεν υπήρχε αμφιβολία πως για όλα, τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής υπάρχει ο Μεγάλος Σκηνοθέτης του Ουρανού που τα κανονίζει ένα προς ένα. Να ρθουν την πιο ταιριαστή στιγμή. Και να φέρουν ευλογίες. 

Για τούτο η Ιουλία δοξάζει το Μεγαλοδύναμο κάθε μέρα. Γιατί έστειλε στη ζωή της τον Κώστα. Τα μεγάλα μάτια του διάβασαν από την πρώτη τους συνάντηση το μεγαλείο της άδολης καρδιάς της. Κι ας μην είχαν δει ποτέ τούτα τα μάτια το φως. "Εκ γενετής τυφλός" έγραφε το χαρτί των γιατρών.   

Τις Κυριακάδες τη μόνη μέρα που ήταν ελεύθερη, έπαιρνε την κατηφόρα κι έβγαινε στη μεγάλη εκκλησιά του αγίου Νικολάου. Εκεί με την ευλογία του παππούλη έκανε μάθημα Κατηχητικού σ' ένα τσούρμο παιδάκια που την άκουγαν αμίλητα και σκεφτικά. Τα αγκάλιαζε με το βλέμμα της και με τη θέρμη της καρδιάς της έσταζε στάλα-στάλα τις αλήθειες της πίστης στις ψυχούλες τους.

Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Κουκακίου

"Δασκαλίτσα πες μας κι άλλη ιστορία" είπε μια μέρα ένα μικρούλι με τεράστια πράσινα μάτια και φακίδες στη μύτη. Από τότε της έμεινε σαν όμορφο παρατσούκλι το "δασκαλίτσα". Έτσι, που κι οι γονιοί των παιδιών νομίζανε πως στ' αλήθεια είχε πτυχίο δασκάλας. Κι ας μην είχε διαβεί μήτε την πόρτα του Γυμνασίου!

Οι μέρες όμως δεν είναι πάντα ασυννέφιαστες. Στις 28 του Οκτώβρη του 1940 ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα και τον Απρίλη του επόμενου χρόνου έπιασε καταιγίδα που ρήμαξε ολάκερη την πατρίδα.

Η καρδιά της Ιουλίας μάτωνε ακούγοντας τις φρικαλεότητες των κατακτητών. Πόσο θα 'θελε να ήταν άντρας και να πολεμούσε για τη λευτεριά της Πατρίδας της! Έτσι, όταν άκουσε από τη φίλη της την Κατερίνα πως μπορούσε να πολεμήσει δίχως όπλα τους Γερμανούς, δεν το σκέφτηκε καθόλου. Μπήκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ και μαζί με άλλες κοπέλες έγραφαν στα σκοτεινά στους τοίχους συνθήματα και μοίραζαν εφημερίδες και προκηρύξεις.


Κυριακή, 20 Σεπτεμβρίου 1942. Η Ιουλία αφού πρώτα εκκλησιάστηκε και πήρε την ευλογία του Θεού, μπήκε στο σπίτι της και ύστερα από λίγα λεπτά βγήκε, κρατώντας μια μεγάλη πάνινη τσάντα με χόρτα. Πήρε το δρόμο για το κέντρο. Προορισμός της ήταν το κτίριο μιας φιλογερμανικής οργάνωσης που ήταν στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος, δυο βήματα από την Ομόνοια. Εκεί Γερμανοί μαζί με Έλληνες προδότες ήταν μαζεμένοι και σχεδίαζαν να στείλουν Έλληνες εργάτες στη Γερμανία, αλλά και να στρατολογηθούν παλικάρια που θα πολεμούσαν στο πλευρό του Άξονα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Με ναζιστική στολή ...

Αν κατάφερναν οι πατριώτες να ανατινάξουν το κτίριο, όλα τα σχέδια θα ματαιώνονταν. Η επιλογή της μέρας δεν είναι τυχαία. Τις Κυριακές τα γραφεία και τα καταστήματα γύρω ήταν κλειστά. Έτσι, δεν θα κινδύνευαν πατριώτες. Αντίθετα, το κτίριο της φιλοναζιστικής οργάνωσης ήταν γεμάτο Γερμανούς που άλλοτε παρακολουθούσαν διαλέξεις κι άλλοτε κανόνιζαν τη διανομή των δελτίων τροφίμων.

Η ώρα πλησιάζει εντεκάμιση. Η Ιουλία έχει φτάσει στην πλατεία Κάνιγγος κρατώντας την πολύτιμη τσάντα. Κάτω από τα χόρτα βρίσκεται δέκα κιλά δυναμίτης τυλιγμένος σε χαρτί. Ένας περαστικός φτάνει στο παγκάκι. Μετά την ανταλλαγή των συνθηματικών, η Ιουλία του παραδίδει την τσάντα και φεύγει για το καφενείο Αστόρια στα Χαυτεία. Εκεί την περιμένει ο Κώστας Περρίκος, ο αρχηγός της οργάνωσης.  Σε λίγο έρχονται κι άλλοι και περιμένουν τη μεγάλη στιγμή.   

Το "Αστόρια" στην οδό Αιόλου (φωτογραφία της εποχής)

Η ώρα είναι 12:03. Ένας εκκωφαντικός ήχος ακούγεται και ταυτόχρονα ένα πυκνό σύννεφο καπνού κρύβει τον ήλιο. Η Ιουλία πετάγεται όρθια και αγκαλιάζει έναν από τους πατριώτες. Ευτυχώς κανείς δεν την είδε μέσα στην αναμπουμπούλα, αλλιώς κινδύνευε να την εκτελέσουν επιτόπου οι Γερμανοί. 

Λίγο μετά την ανατίναξη του κτιρίου

Τα νέα διαδίδονται από στόμα σε στόμα σ' όλη την Αθήνα κι από κει σ' όλη την Ευρώπη. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σαμποτάζ σε όλη την τότε κατεχόμενη Ευρώπη και έγινε στην πιο κρίσιμη καμπή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε που οι δυνάμεις του Άξονα προχωρούσαν αήττητες στη Βόρεια Αφρική και τη Ρωσία. 

Η αγωνία της σύλληψης διαδέχεται τη χαρά της επιτυχίας. Οι Γερμανοί εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό. Δίνουν τρεις χρυσές λίρες για κάθε Έλληνα που θα πιάσουν. 

Ο επίγονος του Εφιάλτη και του Πήλιου Γούση θαμπώνεται από το χρυσάφι. Ο χωροφύλακας Πολύκαρπος Νταλιάνης μέλος της ΠΕΑΝ και ταυτόχρονα πληροφοριοδότης των Γερμανών, έχει καιρό τώρα που παίζει διπλό παιχνίδι. Κανείς δεν τον υποψιάζεται, γι' αυτό και άπληστα μαζεύει ονόματα. Είναι πολλά τα λεφτά που του έταξαν οι Γερμανοί.

Από τις 2 Οκτωβρίου η οργάνωση στεγάζεται σ' ένα σπιτάκι στην Καλλιθέα, στην οδό Θησέως 261. Κανείς στη γειτονιά δεν υποψιάζεται ότι η αδύνατη κοπελίτσα με τον κότσο κρύβει στο νοικοκυριό της  οκάδες εκρηκτικά, εφημερίδες και προκηρύξεις.

Μέχρι το πρωινό της 11ης Νοεμβρίου. Τότε που στις 4 τα ξημερώματα ο Πολύκαρπος Νταλιάνης οδηγεί τους κατακτητές στο κρησφύγετο. 

Οι αιχμάλωτοι μεταφέρονται στις φυλακές Αβέρωφ. Η Ιουλία κλείνεται στο Εμπειρίκειο Άσυλο, στην πλατεία Μαβίλη και εκεί ξεκινά ο Γολγοθάς της. Υφίσταται απίστευτα βασανιστήρια, μα δεν λυγίζει. 

Όταν την επισκέπτεται ο κουνιάδος της, τη βρίσκει δεμένη σ' ένα δέντρο με τα χέρια απλωμένα, σαν σταυρωμένη.  «Αλέκο μου, να είσαι υπερήφανος, γιατί δεν μαρτύρησα απολύτως τίποτα και ας μου κάνανε του κόσμου τα βασανιστήρια» του λέει μέσα στα αναφιλητά της. 

Στο τελευταίο γράμμα της στη φίλη της, Άννα Πατέρα γράφει:

Αγαπητή Άννα,
είμαι καλά. Στην απομόνωση οι τοίχοι στάζουνε νερά και κρυώνω. Φρόντισε να μου φέρεις καμιά ρόμπα, γιατί κοντεύω να πεθάνω απ' το κρύο. Είμαι όμως καλά. Αντέχω. Έμαθα ότι ετοιμάζονται να μας στείλουν στη Γερμανία. Δεν πειράζει. Έχω μπροστά μου μια ανηφόρα και πρέπει να την ανέβω ως το τέλος, σκαλί-σκαλί. Ίσως όταν φτάσω στην κορυφή, ο κόσμος να φαίνεται από κει πιο όμορφος. Ίσως να μη χρειάζομαι εκεί πια ούτε τη ρόμπα. Κουράγιο.

Σε χαιρετώ
η φίλη σου
Ιουλία Μπίμπα

31 Δεκεμβρίου 1942. Το Γερμανικό στρατοδικείο που συνεδριάζει στο κτίριο του Παρνασσού, αποφασίζει πως η Ιουλία Μπίμπα καταδικάζεται σε θάνατο δι' αποκεφαλισμού διά πελέκεως. Στην Ελλάδα όμως, δεν υπάρχει δήμιος. 

Έτσι, μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την Αθήνα στη Βιέννη. Εκεί οι Ναζί την έβαλαν σε μια πολύ μικρή ομάδα μελλοθανάτων, για να έχει "ιδιαίτερη μεταχείριση".

Πριν από την εκτέλεσή τους όλοι τους ήταν αλυσοδεμένοι σε μία μικρή αίθουσα δίπλα στη γκιλοτίνα για περίπου 5 ώρες, μεταξύ 13.00-18.00.

Εκτελέστηκε στη γκιλοτίνα του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης (Vienna 8, Landesgerichtsstraße 11) στις 26 Φεβρουαρίου 1943. Ήταν 32 ετών.

Κανείς μέχρι σήμερα δεν ξέρει πού ακριβώς είναι θαμμένη. Οι σοροί των εκτελεσμένων στη γκιλοτίνα της Βιέννης θάφτηκαν ομαδικά στο Κεντρικό Νεκροταφείο της Βιέννης (Wiener Zentralfriedhof) σε θέση που έχει την κωδική ονομασία «Ομάδα 40» (Gruppe 40).
Ο ομαδικός τάφος Gruppe 40. Τότε ...

... σήμερα

Σήμερα ο χώρος αυτός αποτελεί τόπος προσκυνήματος για τους Αυστριακούς και πολλούς ξένους επισκέπτες.

Μόνο στην επίσημη ιστοσελίδα που είναι αφιερωμένη στα θύματα του ναζισμού που εκτελέστηκαν στην γκιλοτίνα της Βιέννης,  γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε αυτήν: 

«Η Ιουλία Μπίμπα, πατρώνυμο Γκαρμπολά (έτος γέννησης 1910) από την Αθήνα, ήταν μέλος της Ελληνικής Αντίστασης εναντίον της Γερμανικής Κατοχής. Στις 31 Δεκεμβρίου 1942 καταδικάστηκε σε θάνατο παρά του Γερμανικού Στρατιωτικού Διοικητή νοτίου Ελλάδος Στρατοδικείου για παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών και όπλων, σαμποτάζ, και απόπειρα φόνου και στις 26 Φεβρουαρίου 1943 εκτελέστηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Βιέννης».

Στο κέντρο της Αθήνας, εκεί που άλλοτε δέσποζε το κτίριο της φιλογερμανικής οργάνωσης,  έχει εντοιχιστεί μία αναθηματική πλάκα σαν ανοιχτό βιβλίο που μνημονεύει το σαμποτάζ και τα ονόματα.

Προτομή του Κώστα Περρίκου
Εκτελέστηκε πριν από τη Μπίμπα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής


Ο καλλιτέχνης Πέτρος Ζερβός, στο πλαίσιο της έκθεσης κόμικς που έγινε στην Αθήνα το 2015, δημιούργησε ένα κόμικ εμπνευσμένο από τη δράση της μεγάλης αγωνίστριας.

Τέλος, το 2017 η Cosmote TV δημιούργησε για λογαριασμό της Cosmote History μια σειρά ντοκιμαντέρ "Αυτοί που τόλμησαν". 
Το 2ο επεισόδιο της σειράς ήταν αφιερωμένο στην Ιουλία Μπίμπα, σε σκηνοθεσία Καλλιόπης Λεγάκη και ιστορική έρευνα του Νίκου Τιλκερίδη.
ΠΗΓΗ.ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ
Υπ.