Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

Αγία Μάρτυς Αλίνα του Βελγίου(18 Ιουνίου)




Η Αγία Αλίνα ή Αλένα (Alena) γεννήθηκε στο Ντιλμπέκ (Dilbeek), έξω από τις Βρυξέλλες στο Βέλγιο τον 7ο αιώνα. Κόρη των Δουκών του Ντιλμπέκ, η Αγία Αλίνα ασπάστηκε, κρυφά από τους παγανιστές γονείς της, το χριστιανισμό, ερχόμενη σε επαφή με τον χριστιανό Ιερέα Αμάνδο (Amandus), Ιερέα του Αββαείου στο Φορέ (Forest/Vorst) των Βρυξελλών.

   Η Αγία Αλίνα συμμετείχε στις λειτουργίες κρυφά, λέγοντας διάφορες δικαιολογίες στους γονείς της. Μία νύχτα ο πατέρας της είπε στους φρουρούς του να την ακολουθήσουν, και αφού την ακολουθούσαν για αρκετή ώρα είδαν την Αγία Μάρτυρα να μπαίνει σε ένα εκκλησάκι στο Φορέ.


  Ο πατέρας της θεώρησε πως οι Χριστιανοί την μάγεψαν προκειμένου να ασπαστεί την πίστη τους και διέταξε να την συλλάβουν. Όταν οι φρουροί του πατέρα της προσπάθησαν να την συλλάβουν εκείνη αντιστάθηκε. Όπως πάλευε μαζί τους, μια και αντιστάθηκε, της έκοψαν το ένα χέρι. 
Τότε η Αγία Αλίνα παρέδωσε τη ψυχή της στον Κύριο που τόσο αγάπησε, περίπου το 640 . Το χέρι της το πήρε ένας Άγγελος και το τοποθέτησε μπροστά στο ιερό στο εκκλησάκι όπου εκκλησιαζόταν συχνά.


Το κενοτάφιο της Αγίας Αλίνας στον Καθολικό Ναό Sint-Denijskerk

Αφού συνέβη αυτό το θαύμα, οι γονείς της έγιναν Χριστιανοί. Σε πολλές απεικονίσεις της παρουσιάζεται με το ένα χέρι κομμένο να γιατρεύει έναν τυφλό άντρα ή μαζί με έναν άγγελο να την βοηθάει.
Στο εκκλησάκι στο Φορέ του Βελγίου, το οποίο ανήκει στον δήμο των Βρυξελλών, βρίσκονται τα ιερά λείψανά της και είναι ένας γνωστός τόπος προσκυνήματος.
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΛΥΝΗΤΗΣ

Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

13 Ιουνίου εόρταζε μια άγνωστη Αγία: Η Αγία Κόρη εν Ολύμπω!

 

 

Γράφει ο Θεοφάνης Γκατζής του Θωμά και της Μαίρης

Ανήμερα της εορτής του Αγίου Πνεύματος εορτάζει μια σχετικά άγνωστη   στο πανελλήνιο Αγία η  Αγία Κόρη που τελειώθηκε στον Όλυμπο! Το ομώνυμο Παρεκκλήσιο με το Αγίασμά της ευρίσκεται σε μια πανέμορφη τοποθεσία στον Όλυμπο!! Ακολουθεί μια σύντομη περιγραφή του βίου της από τον αείμνηστο θεολόγο  Λάζαρο Τσακιρίδη <<Σύμφωνα με τον μύθο έζησε κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας σε κάποιο από τα χωριά της Ηπείρου, επί της εποχής του τυράννου της Ηπείρου Αλή πασά (1788 – 1822 μ.Χ.).  

Ο Τούρκος Αγάς την ήθελε για το χαρέμι  του και έδωσε εντολή σε ένα απόσπασμα να την οδηγήσουν σε εκείνον. Κάποιος όμως από το απόσπασμα ελληνικής καταγωγής, πρόλαβε και την ειδοποίησε. Όμως η κοπέλα ήταν αφιερωμένη στο Θεό και αρνήθηκε να υποκύψει στη σκλαβιά και την ατίμωση. Πήρε μαζί της το εικόνισμα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας και χάθηκε μέσα στα βουνά.

Μετά από πολλές κακουχίες έφθασε στον Όλυμπο, βρίσκοντας καταφύγιο στην περιοχή δίπλα στο εξωκκλήσι της Αγίας Τριάδας στην παλαιά Βροντού. Υπάρχει πιθανότητα να τη βοήθησαν να φτάσει ως εκεί Ηπειρώτες ξυλουργοί, οι οποίοι πήγαιναν κάθε χειμώνα από τα χωριά της Ηπείρου στον Όλυμπο για να δουλέψουν ως υλοτόμοι .
Ο Αλή πάσας που κατασκόπευε τα πάντα, πληροφορήθηκε ότι βρισκόταν κρυμμένη στη Βροντού και έστειλε ανθρώπους του για να την πιάσουν.


Η Αγία Κόρη έφυγε στο τελευταίο της καταφύγιο, στη βαθιά χαράδρα. Εκεί απέφυγε να πλησιάζει ανθρώπους από το φόβο μήπως ανακαλύψουν το καταφύγιό της. Κατά το διάστημα της παραμονής της ανακάλυψε μία σπηλιά όπου και κρυβόταν. Τρεφόταν με ρίζες και κράνα και ότι άλλο έβρισκε μπροστά της, επιλέγοντας να απαρνηθεί τα εγκόσμια και να ζήσει με εγκράτεια και αγνότητα.

Πολλοί από τους βοσκούς την πλησίαζαν και της έδιναν τροφή, αλλά εκείνη κρατούσε μυστική την ταυτότητά της και την μαρτυρική ιστορία της. Δεν είναι γνωστό πόσα χρόνια έζησε πριν πεθάνει από τις κακουχίες και τις στερήσεις.

Μετά από καιρό οι κάτοικοι τη βρήκαν νεκρή μέσα στη ρεματιά, στον τόπο όπου σήμερα είναι το εκκλησάκι και το άγιασμά της και την έθαψαν στον ίδιο τόπο κοντά στη σπηλιά όπου κρυβόταν.

Δεύτερη εκδοχή

Μία ακόμη εκδοχή είναι ότι όταν η Αγία Κόρη έφτασε στον Όλυμπο, στις βάθρες της Βροντούς,  ο Πασάς έστειλε απόσπασμα με σκυλιά για να την φέρουν νεκρή ή ζωντανή. Κυνηγημένη και εξαντλημένη, ακούγοντας τα σκυλιά να πλησιάζουν, κρύφτηκε σε μια κουφάλα ενός δέντρου και άρχισε να προσεύχεται, ζητώντας την βοήθεια της Παναγίας για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Οι προσευχές της εισακούστηκαν και ο κορμός έκλεισε γύρω της. Φυσικά οι Τούρκοι δεν την βρήκαν πουθενά και γύρισαν πίσω για να πούνε στον Πασά πως η κοπέλα χάθηκε και πως μάλλον θα έπεσε σε κάποια από τις χαράδρες και σκοτώθηκε.

Έπειτα από χρόνια, ένας υλοτόμος κόβοντας ένα δέντρο, βρήκε μέσα στον κορμό ένα γυναικείο σκελετό και από το κομμένο δέντρο άρχισε να αναβλύζει αγιασμός. Τότε όσοι γνώριζαν την ιστορία της κόρης στην περιοχή, έκαναν την σύνδεση και έχτισαν ένα εκκλησάκι γύρω από το δέντρο, στην μνήμη της.

Τόπος προσευχής και λατρείας

Μετά το θάνατό της  άρχισαν να επισκέπτονται το προσκυνητάρι της και την εικόνα της Παναγίας που είχε φέρει μαζί της. Είναι αρκετές οι μαρτυρίες ανθρώπων  ότι πριν το 1940 υπήρχε αυτό το εικόνισμα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας. Δεν γνωρίζουν, όμως, ούτε  πότε εξαφανίστηκε, ούτε για ποιο λόγο, με πιθανότερες εκδοχές την κλοπή από  αρχαιοκάπηλους, ή την καταστροφή της από τη φθορά του χρόνου.
Οι κάτοικοι της περιοχής έχτισαν εκεί ένα εκκλησάκι αρχικά απλό χωρίς ρυθμό και αρχιτεκτονική.  Με τον καιρό η αγία Κόρη αναγνωρίστηκε ως Αγία στη συνείδηση όλων των κατοίκων. Το νερό που ανέβλυζε κάτω από το προσκυνητάρι της έγινε αγίασμα και πολλοί μαρτυρούν δεκάδες θαύματα.

Παλαιότερα υπήρχαν και κάποιες ευλαβικές συνήθειες των προσκυνητών. Όταν επισκέπτονταν το προσκυνητάρι ήταν αμίλητοι. Επίσης δεν ξαναπήγαιναν την ίδια μέρα. Μάλιστα επειδή η Αγία Κόρη ήταν παρθένος, ποτέ δεν πήγαιναν κοντά στο προσκυνητάρι ταυτόχρονα άνδρας και γυναίκα, λόγω σεβασμού. 

Η μνήμη της γιορτάζεται την ημέρα του Αγίου Πνεύματος» (πηγή: dionolymposguide.gr) Ας προσπαθήσουμε να μιμηθούμε, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ιδανικών και οραμάτων, έστω στο ελάχιστο την Αγία Κόρη για το αγωνιστικό φρόνημα που επέδειξε και την αυταπάρνησή της για την αγάπη στον Θεό! ! Αγία του Θεού πρέσβευε υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων δούλων του Θεού από αρχής κόσμου και υπέρ υγείας ημών!                                                 

 Υ.Γ. Το παρόν άρθρο το αφιερώνω στoν Tριαδικό Θεό (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα), στη μνήμη της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Αγίων του Θεού Πάντων, Δώδεκα και Εβδομήκοντα Αποστόλων, Θεοφάνη του Νεομάρτυρα, Κόρης, καθώς και των Αρχαγγέλων Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ! Ακόμη, το αφιερώνω στους αποθανόντες πατέρα μου Θωμά, παππούδες μου Βασίλειο και Βασίλειο, στις αποθανούσες γιαγιάδες μου Φανή και Στυλιανή, στους κεκοιμημένους συγγενείς και φίλους μου, πάππου προς πάππου, στον αποβιώσαντα θεολόγο  Λάζαρο Τσακιρίδη και σε όλους τους κεκοιμημένους από αρχής κόσμου! Επίσης, το αφιερώνω στη μητέρα μου Μαρία, την αδερφή μου Ινώ και σε όλους τους ζώντες! Σας παρακαλώ όποιος/ όποια επιθυμεί ας μνημονεύσει τα παραπάνω ονόματα  των κεκοιμημένων στις προσευχές του και ας τα δώσει να διαβαστούν στις Θείες λειτουργίες! Ειδικά η μνημόνευση των ονομάτων των κεκοιμημένων στις Θείες λειτουργίες είναι πολύ σημαντικό ζήτημα, καθότι βοηθάει πολύ αυτούς που εκδήμησαν εις Κύριον και αυτούς που μνημονεύουν! 

ΠΗΓΗ.ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Η αγία Ακυλίνα η μάρτυρας

H αγία Aκυλίνα ήταν θυγατέρα ενός άρχοντα της Βύβλου της Φοινίκης, του Εύτόλμιου. Βαπτίσθηκε σε ηλικία πέντε ετών από τον επίσκοπο Εύθάλιο και από ηλικίας δέκα ετών δίδασκε στις συνομήλικες της να απέχουν από τα είδωλα και να προστρέχουν στον Χριστό, με τέτοιον ζήλο ώστε κάποιος Νικόδημος την κατήγγειλε στον ανθύπατο Βολουσιανό, στον όποιο ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός είχε αναθέσει να εφαρμόσει στην περιοχή αυτή τα πρώτα διατάγματα του διωγμού. Ομολόγησε άφοβα το Όνομα του Σωτήρος ενώπιον του δικαστού, ο όποιος δίχως να λυπηθεί το νεαρόν της ηλικίας της διέταξε να την κτυπήσουν με βέργες και να διαπεράσουν τα αυτιά της με σουβλιά πυρωμένα. Την πέταξαν εξω από την πόλη θεωρώντας ότι ήταν νεκρή, όπου ήλθε να την συντρέξει άγγελος Κυρίου. Η αγία διαφεύγοντας της προσοχής των φρουρών εισήλθε στον θάλαμο όπου κοιμόταν ο Βολουσιανός. Εκείνος ξύπνησε περίτρομος και κάλεσε βοήθεια. Εν συνεχεία δε κατηγορώντας την άγια ότι χρησιμοποιούσε την μαγεία διέταξε να αποκεφαλισθεί την επομένη. Τα τίμια λείψανα της μεταφέρθηκαν εν συνεχεία στην Κωνσταντινούπολη, σε ναό αφιερωμένο στην μνήμη της, κοντά στον Φόρο, όπου και έτυχαν μεγάλης τιμής.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος ἀκήρατος καὶ ἀθληφόρος σεμνὴ ἐδείχθης τοῖς πέρασι τῇ ἀγαπήσει Χριστοῦ, Ἀκυλίνα θεόνυμφε· σὺ γὰρ καθάπερ ῥόδον νοητὸν τεθηλυῒα, ἐπνεύσω ἐν ἀθλήσει τῆς ἁγνείας τὴν χάριν πρεσβεύουσα τῷ Κυρίῳ σῴζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’ . Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ραντισμοῖς αἱμάτων σου, καθηγνισμένην παρθένε, καὶ Μαρτύρων στέμμασι, σὲ Ἀκυλίνα στεφθείσαν, δέδωκε, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν ὁ σὸς νυμφίος, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει, Χριστὸς ὁ βρύων ζωὴν αἰώνιον.

Η Οσία Άννα η Λαρισαία (μνήμη 13 Ιουνίου)



 Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, 9ος αιώνας – μέσα 10ου αιώνα, αναδεικνύεται μία ακόμη αγία μορφή της πόλης της Λάρισας η οσία Άννα και ο υιός της Ιωάννης. Το συναξάρι της αγίας Άννας εξέδωσε ο διευθυντής των Γ.Α.Κ. κ. Σταύρος Γουλούλης από τον κώδικα Vaticanus graecus 1558 (φφ. 71v-73r), ένα Μηνιαίο του μηνός Ιουνίου του 16ου αιώνα [1]. Η μνήμη της τιμάται στις 13 Ιουνίου. Στα Synaxaria selecta της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως αναγράφεται:«της οσίας μητρός ημών Άννης και τον υϊού αυτής Ιωάννου» [2]. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει σχετικά στον Συναξαριστή του: «Τη αυτή ημέρα της οσίας μητρός ημών Άννης και του υϊού αυτής Ιωάννου. Μήτηρ και υϊός Άννα και Ιωάννης, ώφθησαν άμφω ουρανώ οικήτορες» [3]. Το συναξάρι αποτελεί μια επιτομή της Διηγήσεως του Παύλου Μονεμβασίας (10ος αιώνας) από το έργο του Διηγήσεις περί ενάρετων και θεοσεβών Ανδρών τε και Γυναικών [4]. Τέλος, το συναξάρι της περιλαμβάνεται και στο Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας του μηνός Ιουνίου [5].

Αφορμή της σύνταξης του Βίου από τον Μάρκο υπήρξε η συνάντησή του με έναν ιερομόναχο και τα όσα του εκμυστηρεύθηκε ο ιερομόναχος σχετικά με την οσία. Έτσι, ο ιερομόναχος αυτός ταξίδευε, διά θαλάσσης, από τη Ρώμη προς την Κωνσταντινούπολη. Το πλοίο που τον μετέφερε, αναγκάστηκε κάποια στιγμή, εξαιτίας των ανέμων, να κάνει στάση σε ένα ακατοίκητο και χέρσο νησί της Αδριατικής. Ο ιερομόναχος εκμεταλλευόμενος τον αναγκαστικό ελλιμενισμό του πλοίου θέλησε να περπατήσει στο εσωτερικό του νησιού.
Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν, όπως ομολογεί ο ίδιος είδε ένα «αποσκίαμα ανθρώπου γυμνού» [6] να του λέει: «Ει εθέλεις θεάσασθαι την εμήν εύτέλειαν, …ρίψόν μοι εν των ιματίων σου· γυνή γαρ ειμί και γυμνή, ως οράς, και ούκ ενδέχεται οφθήναι ούτως τη ιερατική σου τελειότητι» [7]. Ο ιερομόναχος υπάκουσε στην επιθυμία της οσίας και της πρόσφερε κάποιο ένδυμα. Τότε η οσία στράφηκε προς την Ανατολή, γονάτισε και, αφού σηκώθηκε, ευχαρίστησε τον Θεό που την αξίωσε να συναντήσει κάποιον ιερέα.

Ο ιερομόναχος δεν έχασε την ευκαιρία να ρωτήσει για το ποια είναι: «πόθεν ει κυρία μου, και πώς ενταύθα ελήλυθας και πόσος χρόνος εστίν αφ΄ ου την νήσον ταύτην κατώκησας;» [8]. Η οσία πρόθυμα του απάντησε στην ερώτηση του:«εγώ, τίμιε πάτερ, εκ της Ελλάδος χώρας ειμί, πόλεως Λαρίσης» [9]· οι γονείς της ήταν φτωχοί άνθρωποι και την άφησαν ορφανή σε μικρή ηλικία.

Μετά το θάνατο των γονέων της «τις των αρχόντων» [10] της Λάρισας, επειδή την σπλαχνίσθηκε την περιμάζεψε στην οικία του, την ανέτρεψε και την «επαίδευεν επιμελώς, ως οικείαν αυτού θυγάτηρ» [11]. Ο Λαρισαίος άρχοντας εκτίμησε τις αρετές της Άννας και την έδωσε νύμφη στο γιο του «μη βδελυξάμενος την εμήν πτωχείαν και δυσγένειαν» [12], όπως χαρακτηριστικά λέει η ίδια [13].

Παναγία η Ορφανοτρόφος. Θαυματουργός εικόνα η οποία βρίσκεται στο Κρίκκειο Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο Θηλέων της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου

 

Η επιλογή αυτή δεν άρεσε στους συγγενείς του γαμπρού. Οι αντιδράσεις τους για το γάμο με μια φτωχή και άσημη κόρη ήταν εντονότατες. Ο ίδιος βέβαια, φρόντιζε με κάθε τρόπο να τις αποκρούει· κριτήριο της επιλογής, έλεγε, αυτής της κόρης ως νύμφης από τον πατέρα του δεν ήταν ο πλούτος ή η ευγενική καταγωγή της αλλά οι κατά Θεόν αρετές της Επειδή, όμως, οι συγγενείς συνέχιζαν να αντιδρούν και η ίδια έβλεπε τον άντρα της να θλίβεται, αποφασίζει να φύγει κρυφά. Έτσι, φεύγει από τη Λάρισα και «του Θεού οδηγούντός με», όπως λέει η ίδια,«ήλθον εις την νήσον ταύτην».

Τα προβλήματα της οσίας δεν σταματούν όμως εδώ. Με την άφιξη της στο νησί διαπιστώνει πως βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Κανένας δεν ήταν δίπλα της να της συμπαρασταθεί. Ο γιος της γεννήθηκε στο έρημο νησί της Αδριατικής και πλέον εδώ και τριάντα χρόνια ζει μαζί της Όλα αυτά τα χρόνια «εδυσώπουν δε τον Θεόν… ελεήσαι την εμήν ταπείνωσιν και αποστείλαι ιερέα, τελειούντα τον εμόν υϊόν δια του αγίου βαπτίσματος» [14]. Για το λόγο αυτό παρακαλεί τον ιερομόναχο «απελθείν εν τω πλοίω και αγαγείν την ιερατικήν στολήν, και άγιον άρτον, όπως τον υϊόν μου φωτίσης και αγίαν ποίησης λειτουργίαν και αξίωσης ημάς της μεταλήψεως του τιμίου σώματος και αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» [15].

Από τον ευλαβή αυτόν ιερέα ζητάει και κάτι ακόμη:«μη αναγγείλαί τινί τα περί ημών» [16]. Ο ιερομόναχος έβαλε μετάνοια στην οσία, επέστρεψε στο πλοίο και ετοίμασε τα σχετικά του μυστηρίου της Βαπτίσεως και της Θείας Κοινωνίας χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν. Στη συνέχεια βγήκε πάλι από το πλοίο, για να συναντήσει την οσία. Εκείνη τον περίμενε και με τη σειρά της τον οδήγησε στο σημείο που βρισκόταν ο υϊός της Η ίδια ζήτα από το γιο της να φανερωθεί μπροστά στον ιερέα του Θεού «έξελθε τοίνυν, τέκνον, και προσκύνησον τον εληλυθότα φωτίσαι σε» [17]. Ο γιος της υπάκουα φανερώθηκε και προσκύνησε, όπως τον συμβούλεσε, τον ιερέα.

Σε μία κοντινή πηγή ο ιερομόναχος κατήχησε και βάπτισε το γιο της δίνοντας του, σύμφωνα με τα Synaxaria selecta και τον Συναξαριστή του αγίου Νικόδημου, το όνομα Ιωάννης Η Διήγηση του Παύλου Μονεμβασίας και το Συναξάρι της δεν παραδίδουν το όνομα του γιου της Μετά το μυστήριο της Βαπτίσεως ο ιερέας τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και «μετέλαβον αμφότεροι του αχράντου σώματος και αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» [18]. Καθώς οι δυο αγίες μορφές έφευγαν, η οσία Άννα ζήτησε από τον ιερομόναχο μια τελευταία χάρη:«ει θέλεις διηγήσασθαι άπερ ο Κύριος έδειξέ σοι, διήγησαι, αποκρύπτων την νήσον, μήπως εκ φήμης έλθωσι τινές και εύρωσιν ημάς·» [19]. Πώς αντέδρασε ο ευλαβής εκείνος ιερομόναχος Ας δώσουμε πάλι το λόγο στον ίδιο να ακούσουμε τι είπε στον Παύλο Μονεμβασίας:«Εγώ δακρύσας και προσκυνήσας τω Θεώ τω ποιούντι τα ξένα και παράδοξα ων ουκ έστιν αριθμός, και πρόνοιαν ποιουμένω τοις αυτόν εξ όλης καρδίας εκζητούσι και φυλάττουσι τα αυτού θεία εντάλματα, υπέστρεψα εις το πλοίον» [20].

Σύμφωνα δε με το Συναξάρι των αγίων από τον κώδικα Vaticanus graecus 1558 η Άννα και ο υϊός της, αφού ευχαρίστησαν τον ιερέα «τας αγίας αυτών ψυχάς εις χείρας Θεού παρέθεντο» [21].

 

Σημειώσεις

1.    Στ. Γουλούλης, Το συναξάρι της «οσίας Άννας της Λαρισαίας» στο συλλογικό τόμο Η Λάρισα και η περιοχή της από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 8-9 Απριλίου 1995, [Όμιλος Φίλων της Θεσ¬σαλικής Ιστορίας Βιβλιοθήκη Θεσσαλικών Μελετών 7], Λάρισα 1997, 83-96.
2.    Fr. Halkin, Novum Auctarium, Bibliotheca Hagiographica Graeca, [Subsidia Hagiographica 65], BruxeHis 1984, 27 και 219, 2028e.
3.    Νικόδημος Αγιορείτης, Συναξαριστής των 12 μηνών του ενιαυτοΰ, τόμος 2, Αθήνησι 1868, 202.
4.    Για τις Διηγήσεις του Παύλου Μονεμβασίας βλ. J. Wortley, Les recits edifiants de Paul eveque de Monembasie et d’ autres auteurs, 12, CNRS, Paris 1987, 97-103′ Δ. Τσάμης Μητερικόν, Δ’, Θεσσαλονίκη 1993, 20-26′ Π. Πάσχος, Νε’ον Μητερικόν, Αγνω¬στα και ανέκδοτα πατερικά και ασκητικά κείμενα περί τιμίων γυναικών, [Αγιολογική Βιβλιοθήκη 2], 60-64.
5.    Βλ. Ιερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας διασκευ-ή εκ του γαλλικού Ξενοφών Κομνηνός, τόμος 10ος (Ιούνιος) Αθήναι 2008,160-161.
6.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 60, 9.
7.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 60,11-14.
8.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις 61, 22-24.
9.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 61,24-25.
10.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 61, 26-27
11.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 61, 28-29
12.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 61, 30-31
13.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 62, 52
14.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 62, 65-67
15.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 62, 70-73
16.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 62, 75-63, 76
17.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 63, 88-89
18.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 63, 96-97
19.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 63, 99-101
20.    Παύλου Μονεμβασίας, Διηγήσεις, 64, 105-108
21.    Στ. Γουλούλης, Το Συναξάρι, 41-42

 

Πηγή: Μια Άγνωστη Λαρισαία Αγία, Περιοδικό «Το Τάλαντο», Έκδοση Γραφείου Νεότηας Ιεράς, Τεύχος 75ο, Έτος 13ο, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2009.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Μέλισσα που τρυγούσε νέκταρ αγιότητος

sotiria nousiΓράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας στην Romfea.gr
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας


Ἀσκήτρια στὸν κόσμο Σωτηρία Νούση
(5-5-22)

Ἡ μέλισσα μὲ ἀνύστακτη ἐπιμέλεια καὶ φιλοπονία ὅλη της τὴν ζωὴ ἐργάζεται τρυγώντας τὸ νέκταρ ἀπὸ τὰ ποικιλώνυμα ἄνθη καὶ τὸ μεταποιεῖ σὲ γλυκύτατο μέλι.

Αὐτὸ τὸ ἀποθέτει στὶς κηρήθρες , τὶς ὁποῖες μὲ σοφία φιλοτεχνεῖ, χωρίς νὰ βλάπτει κανέναν καὶ χωρίς νὰ καταστρέφει ξένο καρπὸ ἢ ἐργασία ἄλλων.

Μάλιστα στὴν ἐργασία της αὐτὴν δὲν ἐπιδεικνύεται, ἀφοῦ ἐργάζεται ἀφανῶς καὶ χαίρεται μὲ αὐτὸ ποὺ παράγει χωρὶς νὰ περιμένει ἀντιμίσθιο, ἔπαινο ἢ δῶρα.

Μέλισσα ἔμψυχη ὑπῆρξε καὶ ἡ σήμερον μεταστᾶσα «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰωάν. Ε΄ 24), φίλη τῶν Ἁγίων καὶ τῆς ἁγιότητος, «ἀσκήτρια ἐν τῷ κόσμῳ», Σωτηρία Νούση.

Ἀπὸ τὰ νεανικά της χρόνια αὐτὴ πετοῦσε στὸν ἀνθώνα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ τὰ πιὸ μυρωδάτα ἄνθη της, γιὰ τὰ τρέξει κοντά τους νὰ τρυγήσει τὸ νέκταρ τῆς σοφίας τους καὶ τῆς καθαρῆς βιοτῆς τους.

Τρυγοῦσε καὶ τὸ ἀπέθετε στὴν ἁγνὴ καρδιά της, γιὰ νὰ τρέφεται καὶ νὰ εὐφραίνεται ἡ ἴδια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν μελιστάλακτο λόγο της καὶ τὴν θεοκίνητη γραφίδα της νὰ τὸ ἀποθέτει καὶ στὶς καρδιὲς τῶν φιλαγίων τῶν συναναστροφῶν της καὶ τῶν ἀναγνωστῶν τῶν βιβλίων της.

Ἀπὸ τὸ ἄνθος τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου τῆς Αἰγίνης τρύγησε ὅλην τὴν ἀσκητική του ζωὴ καὶ ἐμπειρία καὶ μᾶς ἔδωσε μὲ γλαφυρὸ καὶ ἀπροσποίητο τρόπο νὰ γνωρίσουμε τὰ ἀσκητικά του κατορθώματα, τὴν διδασκαλία του καὶ τὰ θαυμάσιά του. Χειμώνα- καλοκαίρι τὸν ἐπισκεπτόταν στὴν Αἴγινα.

Αὐτὸς τὴν ἀποκαλοῦσε «κόρη», τὴν νουθετοῦσε καὶ τῆς ἀπεκάλυπτε τὰ μυστικὰ τοῦ οὐρανοῦ ὡς οὐράνιος μυστολέκτης.

Τὸ βιβλίο της γιὰ τὸν μεγάλο αὐτὸ σύγχρονο Ἅγιο ἀσκητὴ διαβάσθηκε πολὺ καὶ ὠφέλησε καὶ ὠφελεῖ ψυχὲς ποὺ ζητοῦν τὴν ἀνάβαση τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν.

Ἀπὸ τὸ ἄνθος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δομβοΐτου, στὸν βίο τοῦ ὁποίου ἐπισταμένως ἐνδιέτριψε, τρύγησε τὴν ὠφέλεια τῶν συναναστροφῶν της καὶ τὴν οἰκονομία τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ μὴν τὸν σπαταλοῦμε ἄσκοπα τὸν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ἀφοῦ κατὰ τὸ ποίημά του «θὰ διέλθουμε ἅπαξ μόνον, φεῦ, τοῦ βίου τὴν ὁδόν».

Εἶχε φάκελλο ὁλόκληρο μὲ θαυμαστὰ τοῦ βίου του καὶ ἀλληλογραφία του, τὴν ὁποῖο μελετοῦσε καὶ θαύμαζε τὴν ἀκρίβεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀφανοῦς αὐτοῦ λογίου ἀσκητοῦ.

Ἀπὸ τὸ ἄνθος τοῦ Ὁσίου Πορφυρίου, τοῦ νέου φωστῆρος τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ὁποῖο ἔζησε τόσο στὰ Καλλίσια, ὅσο καὶ στὸ Μήλεσι, τρύγησε τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ποὺ οἰκοῦσε μέσα του μαζὶ μὲ τὴν κενωτικὴ ἀγάπη του στὴν διακονία τοῦ πλησίον.

Μαζί του ἔζησε θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις, γι’ αὐτὸ μὲ ἐνθουσιασμὸ μὲ παρώτρυνε στὴν σύνθεση τῆς ἁκολουθίας του, γνωρίζοντας καὶ τὶς προσωπικές μου ἀπὸ τὸν ὅσιο πατέρα ἐμπειρίες.

Ἡ πορευόμενη σήμερον τὴν μακαρία ὁδὸ ἀδελφὴ Σωτηρία τρύγησε νέκταρ καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἐν ζωῇ πατέρες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχούς, μοναχὲς καὶ λαϊκοὺς πνευματοφόρους, ὅπως τὸν Μητροπολίτη Λαοδικείας κ. Θεοδώρητο, ποὺ ἐπάξια ἐγκωμίασε στὸν ἐπικήδειο λόγο της γιὰ ἑξήντα χρόνια γνώριμό του ἀγωνίστρια τοῦ πνεύματος, τὸν Γέροντα Τίτο, κτίτορα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Μέγαρα, καὶ τὸν ἑπόμενο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ Κόντογλου, μοναδικὸ λογοτέχνη καὶ ποιητή, Καθηγητὴ Π. Β. Πάσχο.

Τοὺς Κυπρίους ἀδελφοὺς ὑπέρμετρα ἀγαποῦσε καὶ ὅλους τοὺς ποθοῦντας τὴν ἱερωσύνη ἢ ἔχοντας ἱερωθεῖ ἀποκαλοῦσε «Ἀββάδες» προσδίδοντάς τους τὴν τιμὴ τῶν ὁσίων πατέρων τῆς ἐρήμου.

Ἀπὸ αὐτοὺς ἀξιώθηκε νὰ δεῖ καὶ ἀρχιερεῖς, ὅπως τὸν συμφοιτητή της Μητροπολίτη Κύκκου κ. κ. Νικηφόρο καὶ τὸ πνευματικό του παιδί, τὸν Μητροπολίτη Ταμασοῦ Ἡσαΐα.

Ἀνύστακτα μεριμνοῦσε γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν φοιτητῶν τῶν θεολογικῶν σχολῶν καὶ ἐνστάλλαζε στὶς καρδιές τους τὸ νέκταρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τῆς φιλτάτης μας Ὀρθοδοξίας.

Ὑπῆρξε ξενοδόχος, πτωχοκόμος, ἱεραπόστολος, καὶ καλολόγος, ἀφοῦ «λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματός της οὐκ ἐξεπορέυετο» (Ἐφεσ. Δ΄ 29).

Ἐργαζομένη ἀφανῶς, δὲν γνωρίζω νὰ ἔβλαψε κανέναν, τοὐταντίον γνωρίζω καὶ τὸ καταθέτω, ὅτι ὠφέλησε ψυχὲς μὲ λόγια καὶ πράξεις.

«Ὅλα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ» ὑπῆρξε τὸ μήνυμά της καὶ ὁ ἐμπλουτισμὸς τῆς κυψέλης τῆς Ἐκκλησίας μὲ μέλι γλυκύτατο ἁγιότητος ὁ διαρκὴς καὶ ἐπίμοχθος ἀγώνας της.

Αὐτὸς ποὺ σήμερα περατώθηκε μὲ τὴν μετάστασή της ἐκ τῶν προσκαίρων ἐπὶ τὰ αἰώνια, ἐκ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ οὐράνια, ἐκ τῶν λυπηροτέρων πρὸς τὰ θυμηδέστερα.

ΠΗΓΗ.ΡΟΜΦΕΑ

Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Αννούλα μου, πώς περνάς; – «Ανεκδιήγητα!»"

 


Γύρω στο 1940-45, στην Ύδρα, πέθανε μια νέα γυναίκα και άφησε πίσω της μικρά παιδάκια. Στις σαράντα μέρες, ο πατέρας πήρε τα παιδάκια και πήγε σε ένα μοναστήρι, για να κάνουν το μνημόσυνο της μάνας...
Σχετική εικόνα

Αφού τελείωσε ή λειτουργία και το μνημόσυνο, ό δύστυχος πατέρας, μάζεψε τα παιδιά του να επιστρέψει στο άδειο, από μάννα, σπίτι.

Ένα από τα παιδιά, ένα κοριτσάκι δέκα ετών περίπου, στάθηκε μπροστά στήν εικόνα της Παναγίας και κλαίγοντας της έλεγε:

«Παναγίτσα μου, εγώ τώρα δεν έχω μανούλα, μα χρειάζομαι μια μάννα. Θά μείνω έδώ κοντά Σου, να σ’ έχω αντί γιά τη μαμά μου, κοντά Σου δεν θά νοιώθω ορφανό, θά κάνω προσευχή και γιά τήν μανούλα μου, να τήν έχεις μαζί Σου να μην στενοχωριέται».

Μιλούσε ή παιδική ψυχή στήν Παναγία και τα μάτια της έτρεχαν. Εκεί τήν βρίσκει ό πατέρας και της λέει, ότι πρέπει να φύγουν. Ή μικρή τού άπαντά, ότι θέλει να μείνει στο μοναστήρι, στήν Παναγία, να ζήση όπως και οι άλλες μοναχές, δεν θέλει να επιστρέψει σπίτι. Ό πατέρας προσπαθεί να τήν πείσει, μα ή μικρή επιμένει, τον παρ καλεί κλαίγοντας, να τήν αφήσει έδώ, στήν Μάννα Παναγιά.

Ή Γερόντισσα, πού ακόμα είναι στο ναό και βλέπει τη μικρή να κλαίει, τούς πλησιάζει, να μάθη τί συμβαίνει. Ό πατέρας της λέει τήν επιθυμία της κόρης του και ή μικρή τήν κοιτάζει ικετευτικά, παρ καλώντας με τα μάτια μόνο, να γίνη δεκτό το αίτημά της.

Ή Γερόντισσα, γιά να μη στενοχωρήσει κι άλλο, τον ταλαιπωρημένο πατέρα, τού λέει: «Άς μείνει ένα διάστημα, το παιδί να ηρέμηση και μετά βλέπουμε. Έτσι έμεινε ή μικρή και ήταν ένα πολύ εργατικό, υπάκουο και φιλότιμο παιδί. Άν και μικρή στήν ηλικία, όχι μόνο δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα, αλλά ήταν ένα πολύ ξεκούραστο και ευχάριστο παιδί.

Έτρεχε να εξυπηρέτηση παντού, δίχως να έχει καμιά απαίτηση. Στις ακολουθίες και στήν προσευχή συμμετείχε με πολλή διάθεση. Μετά από ένα διάστημα αρρώστησε από φυματίωση, πού εκείνη τήν εποχή ήταν αθεράπευτη.

Αφού ήταν τόσο υπάκουη και αγαπούσε το μοναστήρι, αποφάσισαν και της έκαναν κουρά, της έδωσαν το μεγάλο και αγγελικό σχήμα και το μοναχικό όνομα «Άννα».Ήταν τότε δώδεκα ετών. Παρ’ όλη τήν ταλαιπωρία της ασθενείας πού είχε, αγωνιζόταν, να μην κουράζει καμιά μοναχή. Οι καιροί τότε ήταν δύσκολοι και οι στερήσεις των υλικών αγαθών μεγάλες.

Όταν αγόραζαν λίγο γάλα και της το έδιναν, έλεγε: «Αδελφές μου, εγώ έτσι κι αλλιώς θά πεθάνω, γιατί να το πιω εγώ, ας το πιει κάποια άλλη αδελφή, πού θά ζήση!».

Καμιά απαίτηση, κανένα παράπονο, τίποτε γιά τήν ίδια, όλα γιά τούς άλλους, μάλιστα σε τέτοια ηλικία!

Κάθε βράδυ πριν πέσει να κοιμηθεί, άν και είχε καταβληθεί από τήν ασθένεια, γονάτιζε και διάβαζε τον κανόνα τού φύλακα αγγέλου.

Στην ερώτηση των αδελφών, «τί κάνεις εκεί Αννούλα μου, γιατί δεν ξεκουράζεσαι;» απαντούσε:

«Αδελφές μου, διαβάζω τήν παράκληση τού αγγέλου μου, γιά να έρθει σε καλή ώρα, να μου πάρει τήν ψυχή!».

Μετά από λίγο καιρό, πέθανε. Ή Γερόντισσά της, τήν είδε να πετάη φορώντας ένα πανέμορφο ένδυμα και τήν ρώτησε:

– Αννούλα μου, πώς περνάς;

– «Ανεκδιήγητα!» άπαντά ή Αννούλα ένώ ταυτόχρονα, κουνούσε και το χεράκι της, εις ένδειξιν θαυμασμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ. ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ .ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΟΥ ΜΑΝΔΡΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ.

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

29 Μαϊου, μνήμη και της Οσίας μητρός ημών Υπομονής, της Παλαιολογίνης:




Τη ΚΘ’ του αυτού μηνός (Μαϊου), Μνήμη της Οσίας Υπομονής, της Παλαιολογίνης.

Στέμμα καταθέσασα ανάκτων κάτω,
στέμμα είληφας, Υπομονή, εν πόλω.

Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες – κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν όπως ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας που μόνασε με το όνομα Συμεών και ήταν κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (βλέπε 13 Φεβρουαρίου). Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βόρειο – ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.

Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο του Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, παρά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα. Κοντά σ’ αυτά και πάνω απ’ αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.

Υπολογίζεται πως ήταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη του 1390 μ.Χ.), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας. Η καινούργια ζωή της Ελένης – αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ’ όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας. Η Ελένη – αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.

Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον
δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»

Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».

Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η’ (1425 – 1448 μ.Χ.) και ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας (1448 – 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.- μαύρη ήμερα αλώσεως της Βασιλεύουσας). Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90
περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία, που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.

Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425 μ.Χ.), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425 μ.Χ.) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Επίσης, η πενθερά της και η κουνιάδα της ετελείωσαν την ζωή τους ως Μοναχές. Το ίδιο και η εγγονή της, κόρη του γιου της Θωμά, Ελένη, που έγινε Μοναχή με το όνομα Υπομονή στη Λευκάδα.

Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού (βλέπε 8 Δεκεμβρίου), στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450 μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.

Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ’, «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:

«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση
μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450 μ.Χ., έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει: «Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».

Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».

Σύγχρονο θαύμα της Αγίας

Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή. «Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών, που εργαζόταν σε ταξί. Τον σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία. Καθ’ οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε: «Γιατί είσαι μελαγχολικός;» και εκείνος δεν δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των
διοδίων μήπως είδανε καμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι’ έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ’ το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν».

Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής! Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ’ την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό δήλωνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου, ενώ με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων έγινε γνωστό ότι η ημέρα που συνέβη το θαύμα ήταν η 13-η Μαρτίου, ημέρα που κοιμήθηκε η αγία».

Εικόνα της ευρίσκεται στην Ιερά Μονή οσίου Παταπίου στο Λουτράκι της Κορινθίας, ενώ η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής, και στις 13 Μαρτίου. Η Κάρα της Οσίας επισης βρίσκεται στην Ιερά Μονή Οσίου Παταπίου Λουτρακίου Κορινθίας.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Σάββατο 28 Μαΐου 2022

29 Μαΐου – Γιορτή σήμερα: Αγία Θεοδοσία η Οσιομάρτυς η Κωνσταντινουπολίτισσα




Η Αγία Οσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε από γονείς πλουσίους και ευσεβείς στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Αδραμυττηνού.

 

Σε ηλικία επτά ετών, αφού έμεινε ορφανή από πατέρα, εισήλθε σε μοναστήρι, όπου μετά από λίγο εκάρη μοναχή. Μετά το θάνατο και της μητέρας της, αφού πούλησε και διαμοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά της και απαλλάχτηκε έτσι από τις γήινες φροντίδες, επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στην απόκτηση της τελειότητας και των μοναχικών αρετών, ασκούμενη στη μονή που βρισκόταν κοντά στο «Σκοτεινόν φρέαρ» και ονομαζόταν «Άσπαρον στέρνην».

 

Όταν ανήλθε στο θρόνο ο Λέων ο Ίσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), εξαπολύθηκε άγριος διωγμός εναντίον των εικονόφιλων και των ιερών εικόνων, ο δε πατριάρχης Γερμανός, στερεός προμαχώνας της Ορθοδοξίας, εκδιώχθηκε και αντικαταστάθηκε από τον εικονομάχο Αναστάσιο. Κατά την έναρξη του διωγμού διατάχθηκε η καθαίρεση και καταστροφή της εικόνας του Χριστού, η οποία βρισκόταν επί τής Χαλκής Πύλης.

Τότε η Θεοδοσία, επικεφαλής καλογραιών και άλλων γυναικών, όρμησαν και κατέρριψαν από την κινητή σκάλα το σπαθάριο που ανέβηκε, για να καταστρέψει την εικόνα, και με πέτρες και ξύλα επιτέθηκαν κατά τού Πατριαρχείου. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση ο Πατριάρχης Αναστάσιος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο. Η στρατιωτική δύναμη που επενέβη, άλλες μεν από τις γυναίκες φόνευσε, άλλες δε, μεταξύ των οποίων και την Θεοδοσία, συνέλαβε. Και από τις συλληφθείσες άλλες ελευθέρωσαν, άλλες έκλεισαν στις φυλακές ή εξαπέστειλαν στην εξορία. Την δε Θεοδοσία, αφού την κακοποίησαν, την οδήγησαν στην τοποθεσία του Βοός και την κατέσφαξαν, αφού διαπέρασαν το λαιμό της με κέρατο κριού (730 μ.Χ.). Το τίμιο λείψανό της περισυνελλέγει και ενταφιάσθηκε στη μονή Δεξιοκράτους, πολλά δε θαύματα επιτελούσε στους πιστούς, που προσέρχονταν με πίστη και ευλάβεια.

 


Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Στην κάμαρα με τα εικονίσματα


 

Σαν εβράδιαζε και πριν νυχτώσει και πριν γυρίσει ο πατέρας μας απ’ τη δουλειά του την απογευματινή κι από το καφενείο που συναντιόταν με τους φίλους του, έμπαινε η μάνα στο δωμάτιο με τα εικονίσματα.

Κατέβαζε το καντήλι που κόντευε να σβήσει, αφού καιγόταν από το πρωί, και το ’φερνε στην κουζίνα και το ’βαζε απάνω στη γωνιά. Άναβε τότε απ’ τη φλόγα που τρεμόσβηνε την πασχαλιάτικη λαμπάδα που φυλάγαμε απ’ τη Λαμπρή και μου την έδινε να την κρατάω.

Έπιανε ύστερα τη φλόγα με τα δυο της ακροδάχτυλα να σβήσει… και το δικό μου το παιδιάτικο μυαλό έμενε πάντα με την απορία, πως δεν καιγόνταν τ’ ακροδάχτυλα της μάνας μου, πρωί και βράδυ τόσα χρόνια ν’ ακουμπούνε τη φωτιά και να τη σβήνουν.

Εκείνη ωστόσο συμπλήρωνε απ’ το ροϊ το λάδι το αναγκαίο στο καντήλι και τραβώντας λίγο το βαμβακένιο φυτίλι στην καντηλήθρα, το έστριβε απαλά και … «έλα» μου έλεγε κι εγώ το άναβα από το φως της πασχαλιάτικης λαμπάδας που κρατούσα.

Την έπαιρνα από πίσω έπειτα τη μάνα μου, καθώς εγύριζε στην κάμαρα με τα εικονίσματα, και το καντήλι, αφού το σκέπαζε με το γυαλί του, το απίθωνε σεβαστικά στην τακτική του θέση, σε μια παλιά μικρή εταζέρα δηλαδή, καρφωμένη στον τοίχο, ανάμεσα στα εικονίσματα και στολισμένη με πετσετάκι κάτασπρο απ’ τα δικά της χέρια κεντημένο.

Ποτέ ως τώρα δε λησμόνησα τη μάνα μου, μέσ’ στην κατάνυξη που γέμιζε την κάμαρα το φως το ιλαρό του καντηλιού, πώς έγερνε στα γόνατα κι άρχιζε να προσεύχεται και να σταυροκοπιέται.

Γονατιστή κι εγώ στο πλάι της, πολεμούσα να διακρίνω τα λόγια που σχημάτιζαν τα χείλη της και δε μπορούσα, μιλούσε μόνη προς «μόνω Θεώ».

Όμως το φεγγοβόλημα το αμυδρό του καντηλιού έφτανε για να ξεχωρίσω δάκρυα να κυλούν στης μάνας μου τις παρειές, που με το τελευταίο σταυροκόπημα θυμότανε να τα σφογγίσει, βγάζοντας το μαντηλάκι της από την τσέπη της τριμμένης ρόμπας που φορούσε.

Και τότε… «άναψε το φως» ψιθύριζε και παραμένοντας γονατιστή κάτω απ’ τα εικονίσματα, άνοιγε την Καινή Διαθήκη και συλλάβιζε αργά, με τα λιγοστά γράμματα που είχε καταφέρει στα παλιά μονάχη της να μάθει.

Κι εγώ, λιγότερο από δεκάχρονο κορίτσι, στης κάμαρας τον τοίχο ακουμπώντας, να περιμένω σιωπηλή… και βυθισμένη στο δέος και στην έκπληξη να βλέπω τώρα καθαρά καινούργια δάκρυα να τρέχουν απ’ της μάνας μου τα μάτια.

Μα ήρθε η ώρα, κι ήτανε νωρίς, που η μάνα μου ταξίδεψε στη χώρα του Θεού, εκεί που δεν υπάρχει βράδυ και νύχτα και οι λυτρωμένοι προσεύχονται χωρίς δάκρυα,

Κι εγώ άργησα, μα το κατάλαβα, πώς μπόρεσε η μάνα μου, τα δύσκολα χρόνια της επίγειας ζωής της με τις λιγοστές χαρές και τις αμέτρητες πίκρες, αγόγγυστα να τα περάσει και καρτερικά.

Κι όταν ανάβω το καντήλι και το φέρνω στα εικονίσματα, στα γόνατα την ξαναβλέπω να προσεύχεται και να σταυροκοπιέται κι αργά να συλλαβίζει το Ευαγγέλιο και δάκρυα να τρέχουν απ’ της μάνας μου τα μάτια.

Ευτυχία Γερ. Μάστορα

ΠΗΓΗ megalipanagiathivon