Πέμπτη πρωί κουδούνισε το τηλέφωνο. Η είδηση έμεινε μετέωρη στο ακουστικό σαν παρατεταμένο βουητό μετά από έκρηξη: Η Μαρία σκοτώθηκε!
Υπάρχουν πράγματα που το μυαλό δεν τα χωράει, η λογική τα αρνείται. Γυρίζει ανάποδα ο νους και νιώθεις σα να μη σε χωράει το στήθος σου. Μητέρα δέκα παιδιών. Συνομήλική μου, στα 43 της χρόνια. Και το τελευταίο της παιδί, λίγων μόλις μηνών. Ποια «λογική» μπορεί να έχει ένας τέτοιος θάνατος; Ποια χριστιανική ρητορεία μπορεί να σκαρώσει μπαλώματα παρηγοριάς; Ποια ευσέβεια μπορεί να σκεπάσει τέτοια τραύματα; Ποια πίστη μπορεί να απαντήσει στα πιο σκοτεινά ερωτήματα;
Την Παρασκευή μείναμε βουβοί, σαν σκιαγμένοι. Το Σάββατο την κηδέψαμε στο μοναστήρι του Αγίου Πορφυρίου, στο Μήλεσι.
Το προηγούμενο βράδυ, είχε προηγηθεί για κείνη ολονύκτια αγρυπνία στον ίδιο ναό. Στο σπίτι, οι οικείοι της, ολόγυρά της, την ξαγρύπνησαν ψέλνοντας τον αναστάσιμο κανόνα και διαβάζοντας το ψαλτήρι. Μέχρι τα χαράματα.
Το Σάββατο το πρωί, μαζεύτηκε κόσμος στο ναό από νωρίς. Κι έπειτα ήρθε κι άλλος. Κι άλλος. Κι άλλος! Ο ναός, αχανής ούτως ή άλλως ο συγκεκριμένος, πλημμύρισε – ο κόσμος γέμισε τους γυναικωνίτες, τον πρόναο και τις αυλές. Χιλιάδες κόσμου, δίχως υπερβολή. Αν κάποιος ανυποψίαστος βρισκόταν μπροστά στο θέαμα, θα πιθανολογούσε πως κηδευόταν κάποιος ανώτατος πολιτειακός άρχοντας. Τα αυτοκίνητα που έφεραν τους ανθρώπους για την κηδεία ήταν παρκαρισμένα στη σειρά για χιλιόμετρα μακριά. Τρεις μητροπολίτες χοροστάτησαν, μαζί με 60-70 ιερείς!
Και στον σολέα ξαπλωμένη η Μαρία. Απλώς κοιμισμένη.
Αν δεν ήσασταν εκεί, ρωτήστε κάποιον που ήταν, για να επαληθεύσετε τα λόγια μου: στον ναό το Σάββατο υπήρχε ένας μόνο νεκρός, ο θάνατος. Ο τρόμος της Πέμπτης, το σοκ της είδησης, η φρίκη του απρόσμενου, η οδύνη μιας αμετάκλητης απουσίας, ο βουβός φόβος της Παρασκευής, όλα ήταν το Σάββατο εξουδετερωμένα και άσφαιρα. Δεν απουσίαζαν, αλλά ήταν ευτελισμένα και φτηνά. Ο ίδιος ο θάνατος ήταν παρών, μα δίχως το κεντρί του. Υπήρχε νικημένος, συντετριμμένος, μηδαμινός στα πόδια της Μαρίας. Είχε κάνει το λάθος να της χιμήξει, αλλά δεν κατόρθωσε να αγγίξει ούτε τρίχα της.
Όπου κι αν γύριζες, έβλεπες μάτια υγρά και χείλη χαμογελαστά. Οι οικείοι της λαμποκοπούσαν δάκρυ και ανάσταση, οδύνη και ελπίδα. Σπάνια νιώθεις τον πόνο ως νίκη, τον καημό ως χαρά, τον θάνατο ως ζωή. Παράδοξα πράγματα…
Κάποιος είπε ιδιωτικά «Ο Θεός ξέρει… την πήρε στην καλύτερή της στιγμή». Καλοπροαίρετα λόγια, ειπωμένα από ευλάβεια. Μα πόσο λανθασμένα! Δίχως να το καταλαβαίνουν, καθιστούν τον Θεό συναίτιο του θανάτου – εργαλειοποιούν το κακό, καθιστώντας το τάχα ένα μέσο στα χέρια ενός Θεού, που δεν μπορεί παρά να είναι βάναυσος και σαδιστής. Μα οι χριστιανοί δεν πιστεύουμε σε τέτοιο Θεό. Ο θάνατος είναι το απόλυτο κακό, ο έσχατος εχθρός. Θύμα του και ο ίδιος ο Χριστός, αλλά μόνο και μόνο για να τον αναποδογυρίσει από μέσα (θανάτω), να τον αδειάσει, τριήμερος, σαν σακί και να τον κάνει Ανάσταση. Ο θάνατος μετά Χριστόν δεν είναι τέλος. Μα δεν είναι ούτε αρχή, όπως συνηθίζουμε να λέμε ευσεβώς, δίνοντάς του άθελά μας μια κάποια έστω αξία. Είναι απλά ένα άχρωμο συμβάν, ένα κάτι τόσο μηδαμινό, τόσο αφλόγιστο, που ούτε θαμπάδα δεν μπορεί να αφήσει πάνω στη γυαλάδα της κολυμβύθρας που μας γέννησε – πόσο μάλλον να τραυματίσει την αιώνια ζωή που έκτοτε αξιωθήκαμε.
Κάνουμε πολλά λάθη πάνω στην καλοπροαίρετη ευσέβειά μας εμείς οι χριστιανοί. Νομίζουμε πως όλα σε τούτο τον κόσμο είναι στα χέρια του Θεού. Μπορεί ο Θεός να είναι ο Κύριος της ιστορίας, με την έννοια ότι όλα αρχίζουν από Αυτόν και θα τελειώσουν σ’ Εκείνον, αλλά ξεχνάμε πως άλλος είναι «ο άρχων του κόσμου τούτου». Κι αν ο κόσμος τούτος δεν είναι στα χέρια του Θεού, είναι γιατί Εκείνος θέλησε να τον πλάσει ικανό ακόμα και να Τον αρνείται. Δεν τον θέλησε «του χεριού του» αυτό τον κόσμο ο Θεός. Θέλησε εμάς να τον παίρνουμε και να τον βάζουμε ελεύθερα στα χέρια Του. Όχι από ιδιοτροπία Του τάχα, μα γιατί μόνο σε μια τέτοια ελευθερία βλασταίνει η αγάπη – η δική Του τριαδική αγάπη και ζωή.
Σε τούτο τον κόσμο λειτουργεί η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου (έτσι μάς θέλησε ο Θεός), λειτουργούν επίσης οι δυνάμεις της φύσης (αμαυρωμένες κι αυτές σαν το θέλημα του ανθρώπου, μετά την πτώση). Λειτουργούν ακόμα οι συνέπειες της αμαυρωμένης ανθρώπινης βούλησης και της πεσμένης φύσης, που έχουν αποκτήσει αιώνες τώρα τη δική τους αλλοτριωτική δυναμική. Λειτουργεί και ο μισόκαλος και μισάνθρωπος άρχοντας του κόσμου τούτου. Μα υπάρχει επίσης, ζωογόνος και προνοητική, η πανταχού παρούσα αγαθότητα του Θεού, που ‘χει αριθμημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας. Πώς συνυπάρχουν όλα τα παραπάνω; Πώς συλλειτουργούν και συγκρούονται; Και πώς μπορούν να ερμηνευτούν; Εύλογες ερωτήσεις, αλλά μάταιες. Δεν έχουν απάντηση. Το σύνθετο πλέγμα μέσα στο οποίο υπάρχουν και αλληλεπιδρούν αθέατα όλα τα παραπάνω, είναι αδιάβατο από τον ανθρώπινο νου. Είναι τυλιγμένο στη σιωπή του μυστηρίου…
Υπάρχουν όμως αυτά που ξέρουμε: ο Χριστός ήρθε σε τούτο τον κόσμο όχι για να παραβιάσει την ελευθερία του και να τον σύρει στανικά πίσω στην πατρική αγκάλη. Ήρθε για να συγκρουστεί με το κακό καταπρόσωπο, ως ένας από μας, για χάρη μας. Πήρε το πρόσωπό μας, για να μπορούμε έκτοτε κι εμείς να παίρνουμε κατά χάριν το δικό Του. Συγκρούστηκε με τον θάνατο και τον νίκησε.
Μα τότε γιατί πεθαίνουμε ακόμα;
Άλλο ένα σημείο που οι Χριστιανοί συχνά λησμονούμε: το έργο του Χριστού δεν τελείωσε! Εκείνος το ξεκίνησε και μάς παρήγγειλε να το κουβαλήσουμε στις πλάτες μας μέχρις εσχάτων αιώνων. Η δική Του ανάσταση νίκησε τον θάνατο κι εμείς έχουμε καθήκον να κουβαλήσουμε αυτή τη νίκη –μαρτύριο και μαρτυρία– σε έναν κόσμο, όπου αλυχτάει ακόμα το κακό. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα. Μέχρι τέλους, οι χριστιανοί θα στέκουμε με βλέμμα προσηλωμένο στον σταυρό Του. Και θα χιμάει πάνω μας ο θάνατος, όπως χίμηξε και σ’ Εκείνον. Και θα βαδίζουμε στο δικό Του μαρτύριο μέσα στο κακό και την οδύνη του. Κι αν μας αξιώνει, το πρόσωπό μας θα γίνεται πρόσωπο δικό Του κι η οδύνη μας, μαρτυρία της δικής Του νίκης. Μέχρις εσχάτων αιώνων.
Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Διότι την προηγούμενη Πέμπτη ακούσαμε για ένα μαρτύριο, το μαρτύριο της Μαρίας και της οικογένειάς της. Μα το Σάββατο ζήσαμε μια μαρτυρία, τη μαρτυρία της κηδείας της. Η νεκρώσιμη εκείνη ακολουθία δεν ήταν αποχαιρετισμός, δεν ήταν πένθιμη «εξόδιος». Ήταν ένα αναστάσιμο γεγονός. Ήταν μια μαρτυρία πίστης και ζωής. Μια μαρτυρία όχι με λόγια, σαν αυτά που διαβάζετε τώρα (και που δεν λένε τίποτα), αλλά ένα σημείον που μόνο όταν το ζεις, μπορείς να το χωρέσεις, να το αντιληφθείς δίχως να το κατανοήσεις.
Χιλιάδες άνθρωποι αξιώθηκαν αυτή τη μαρτυρία. Έτσι το θέλησε ο Θεός. Τριήμερη κι αυτή –δες κάτι πράγματα!– σαν του Κύριου: Πέμπτη το μαρτύριο, Παρασκευή η σιωπή, Σάββατο η μαρτυρία. Στο εξής, η ανάμνηση της Μαρίας θα είναι μια απτή πιστοποίηση πως υπάρχουν ζωές που δεν τελειώνουν, θάνατοι που δεν θανατώνουν. Και θα παροντοποιείται μέσα μας η ελπίδα αστραφτερή: η Εκκλησία κουβαλά ακόμα την Ανάσταση στις πλάτες της! Έβαλε πλάτη κι η Μαρία…
ΠΗΓΗ,ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ