Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

-Έχω κι άλλο γιατρό ανώτερο από του λόγου σας, έχω την Αγία Άννα…!



site analysis



Αποτέλεσμα εικόνας για ειμαι η αγια αννα
Ἡ Φωτεινὴ Μαντῆ, κάτοικος Αἰγίου (Πλάτωνος 69) διηγεῖται τὸ ἑξῆς θαυμαστό περιστατικό.
«Πάει κοντὰ τρία χρόνια τώρα ποὺ ἄρχισα νὰ ἔχω ἐνοχλήσεις καὶ πόνους στὴ χολή. Ἡ κατάστασή μου σιγὰ-σιγὰ χειροτέρευε. Οἱ πόνοι γινόντανε ὅλο καὶ πιὸ ἔντονοι. Πήγαινα στοὺς γιατρούς, μοῦ ἔδιναν φάρμακα. Κοιμόμουνα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ξυπνήσω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ φάρμακα. Καλὸ δὲν ἔβλεπα, εἶχα ἀπελπισθῆ. Τελευταῖα τὸν περασμένο Αὔγουστο (1981) ἔκαμα ἐξετάσεις στὴν Κλινική του κ. Μαγκανιώτη, ὁ ὁποῖος ἔκρινε ἀναγκαία τὴν ἐγχείρηση γιὰ ἀφαίρεση χολῆς. Μοῦ ὤρισε τὴ Δευτέρα πρωὶ νὰ εἶμαι στὴν Κλινικὴ γιὰ εἰσαγωγή. Ἔφυγα πολὺ στενοχωρημένη. Στὴ σκέψη μου καρφώθηκε ἡ ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐγχειρήσεως δὲν θὰ ἔβγαινα πέρα ζωντανή. Ἡ ἀπελπισία ἄρχισε νὰ μὲ τυλίγη. Τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα, ἰδιαίτερα στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μου. Τότε θυμήθηκα τὴν Ἁγία Ἄννα. Σκέφθηκα πόσο πολὺ τὴν πίστευε καὶ τὴν παρακαλοῦσε ἡ κουνιάδα μου ἡ Θεοκλήτη. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Βόρι ἐκείνη. Τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννας δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα της. Ζήτησα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου τὴ βοήθειά της. Τὴν παρακάλεσα. Τὰ μάτια μου εἶχαν γίνει βρύσες.
Ὅταν ξημέρωσε ζήτησα ἀπὸ τὴν κόρη μου, νὰ μὲ πάη στὸ Συνοικισμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Πήγαμε τὸ ἀπόγευμα. Ἄφησα τὸ τάμα μου, γονάτισα καὶ προσκύνησα. Παρακάλεσα μὲ δάκρυα. Ἐκρέμασα τὴν ἐλπίδα μου στὰ χέρια της. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά. Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησα δὲν ἔνιωθα κανένα πόνο. Ἔκαμα καὶ τὶς δουλειές μου. Κατάλαβα ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἐπῆγα στὸ γιατρὸ κ. Μαγκανιώτη νὰ μὲ ἐξετάση.
-Τί ἔγινε ἐδῶ; λέγει. Τί ἔκαμνες στὴ χολη σου; Πῶς ἐθεραπεύθη;
Χαμογέλασα.
-Ἔχω κι ἄλλο γιατρὸ ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ λόγου σας, ἔχω τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἐκείνη μὲ ἔκαμε καλά.
Ἀπὸ τότε πέρασαν ὀκτὼ μῆνες μέχρι τώρα. Δὲν ἔκανα καμιὰ δίαιτα, ὅπως ἔκανα πρῶτα, δὲν ξαναπόνεσα καὶ κάνω τὶς δουλειές μου. Εὐχαριστῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Ελένη Πολυβίου- Ελού: η Κύπρια μάνα του αγνοούμενου, που αγάπησε ακόμα και τους εχθρούς…



site analysis


Ελένη-Πολυβίου_1
Απόσπασμα από το βιβλίο: 
Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β’ , Άγιον Όρος, έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος”,  Μεταμόρφωση Χαλκιδικής

“Η Ελού αγάπησε καί πόνεσε πολύ στην ζωή της. 
Ο μεγα­λύτερος πόνος της, ανάμεσα στίς πολλές θλίψεις πού δοκίμασε κατά τόν επίγειο βίο της, ήταν ή απώλεια του πρωτόκου γυιου της Γεωργίου, κατά τήν τουρκι­κή εισβολή στην Κύπρο, τό καλοκαίρι του 1974
Έ­νας πόνος, πού μέσα από τήν πίστη, μεταμορφώθηκε σέ αληθινή αγάπη καί προσευχή γιά όλους.
Έμαθε τόν πόνο καί τήν θλίψη της πού είχε λό­γω του αγνοούμενου γυιου της, νά τόν κάνη προσευ­χή καί όχι κατάθλιψη καί απελπισία.
Καί άρχισε μέ τήν συμβουλή ενός καλού Πνευματικού πού είχε, νά κάνη κάθε Σάββατο πρόσφορο. 
Καί τό πήγαινε πρωί-πρωί, από τό χάραμα, στό Μοναστήρι καί έλεγε: 
«Οι υπόλοιπες γυναίκες, όταν τελειώνη ή Λειτουργία του Σαββάτου, θά πάνε στον τάφο του παιδιού τους, στον τάφο του ανδρός τους νά κάνουν τρισάγιο. 
Εγώ ούτε τάφο δεν έχω γιά τόν γυιό μου. Ούτε ξέρω αν πέθανε. 
Γι αυτό κάνω αυτό τό πρόσφορο καί τό προσφέρω στον ιερέα γιά νά τό προσφέρη στον Χριστό μας. Καί θά τόν παρακαλώ: “Χριστέ μου, αν ό γυιός μου ζή, φώ­τισε τον νά κρατηθή στην πίστη του. 
Εκεί πού βρίσκε­ται νά είναι κοντά Σου. ‘
Αν έχη κοιμηθή, φώτισε τον αιώνια καί φώτισε μας καί εμάς νά τόν μνημονεύουμε.
Εσύ ξέρεις αν είναι ζωντανός ή κεκοιμημένος”».
Κάποια φορά έγραψαν κάποιες εφημερίδες ότι μερικοί αγνοούμενοι ζούνε καί μερικούς από αυτούς τους υποχρέωσαν οι Τούρκοι νά παντρευτούν Τουρκάλες. 
Τό διάβασε αυτό ή γιαγιά ή Ελού καί θορυβήθηκε καί είπε στον π. Νεόφυτο: 
«Νά κάνης μία Παράκληση στον Άγιο Γεώργιο γιά τον Γιώρκο μου. “Ώς των αιχμαλώτων ελευθερωτής…” δεν είναι; “Αν ο γυιός μου είναι ζωντανός καί αλλαξοπίστησε καλύτερα νά τόν θερίση από αυτήν τήν ζωή. Εγώ τον θέλω τον γυιο μου ζωντανό, αλλά Ορθόδοξο».
Φτωχή γυναίκα ήταν, ενα πρόσφορο έκανε, καί έκανε καί τήν δική της καρδιά πρόσφορο, τήν προσέφερε στό Χριστό καί ό Χριστός έκανε τόν πόνο της χαρά καί οποίος τήν επλησίαζε εισέπραττε αυτή τήν χαρά άπό τήν Έλού. Καί έφευγε από κοντά της αναπαυμένος καί χαρούμενος. Γι’ αυτό καί ήταν μαγνήτης.
.
Σιγά-σιγά αυτή ή γυναίκα απόκτησε πολλή χαρά. Τόση χαρά απόκτησε πού έλεγε: 
«Κύριε, ελέησον. Μά πόση χαρά εχω μέσα στην καρδιά μου. Ιδιαίτερα στην θεία Λειτουργία! Εκείνη τήν ώρα γεμίζει φως ό νους μου καί βλέπω μέσα μου χιλιάδες ονόματα. Καί αρχίζω καί τά διαβάζω. Συλλαβιστά-συλλαβιστά, όπως μπορώ, νά διαβάζω».
Αποτέλεσμα αυτής της χαράς πού ζούσε, άρχισε νά μοιράζη ή ίδια χαρά στους πιστούς. Τήν πλησίαζαν νέοι πού κατάλαβαν τήν αρετή της, καί πήγαιναν καί τήν φιλούσαν τό χέρι. Καί τους έλεγε: 
«Γυιέ μου, εκατομμύρια ευχές νά έχετε. Εκατομμύρια εκατομμυρίων».
Μέσα στην Εκκλησία έβλεπες όλες τίς γυναίκες νά είναι γύρω από τήν Έλού. Οι νέες νά τήν έχουν κοντά τους, να τήν παίρνουν στίς αγρυπνίες, να τήν δείχνουν πολύ σεβασμό καί να τήν έχουν ώς ενα πρότυπο χαριτωμένης γυναίκας.
Κάθε Σάββατο, αλλά καί άλλες μέρες, πήγαινε μέ τά πόδια στό μοναστήρι τοϋ Αγίου Γεωργίου του Κοντού στην Λάρνακα, γιά νά καθαρίση τό ναό. Ό μακαριστός πατήρ Νικόλαος, ιερέας του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, ανέφερε στή νύφη της Στέφη ότι καθάριζε τό ναό περισσότερο μέ τά ρούχα της, Αφού ήταν γονατιστή όσο καθάριζε τό πάτωμα. Όταν η ηλικία καί η υγεία της δέν της επέτρεπαν νά πηγαίνη περπατητή στον Αγιο Γεώργιο, ξεκινούσε καί στον δρόμο πάντοτε κάποιον εύρισκε, γνωστό η άγνωστο, που τήν μετέφερε. 
Όταν έφθανε στην πόρτα του ναού, γονάτιζε καί πήγαινε γονατιστή μέχρι τήν εικόνα του Αγίου, όπου τόν παρακαλούσε γιά τόν αγνοούμενο γυιό της. 
Είχε αποθέσει όλες τίς ελπίδες της γιά τήν ανεύρεση του γυιου της στον άγιο Γεώργιο, καί ό Άγιος δέν έμεινε απαθής από αυτή τήν συνεχή παράκληση της πονεμένης μάνας. 
Μία μέρα καθώς ευρίσκετο στό Μοναστήρι, είδε τόν Άγιο καβάλα στό άλογο του φέρνοντας μαζί του τό αγνοούμενο παιδί της γιά νά τό δη ή Ελένη. Αυτό τό ανέφερε σε μία γνωστή της, τήν οποία παρακάλεσε νά μήν τό πή στή νύφη της γιά νά μήν στενοχωρηθή.
Μετά τόν πόλεμο του 1974 κρατούσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους σε ένα γειτονικό σχολείο. 
Ή γιαγιά Ελένη, παρά τόν πόνο του χαμένου παιδιού της, φιλοξενούσε τίς Τουρκοκύπριες πού πήγαιναν νά δουν τους δικούς τους. 
Όχι μόνο δέν μνησικακούσε, αλλά τους έδινε νερό καί τρόφιμα νά πάνε στους αιχμαλώτους συγγενείς. 
Αρκετές ήταν οι φορές πού ή ίδια μαζί με τον σύζυγο της επεσκέπτοντο τους αιχμαλώτους.”

.για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”

Η Ελληνίδα Μοναχή στην Ινδία που σώζει παιδιά του δρόμου (ΒΙΝΤΕΟ)



site analysis





Μια Ελληνίδα μοναχή, η αδελφή Νεκταρία, σώζει στην Ινδία παιδιά φτωχά κι ορφανά, τα σπουδάζει και πολλα απο αυτά απέκτησαν πτυχία και τώρα προσφέρουν διδάσκοντας τη βοήθειά τους! Η αδελφή Νεκταρία εδώ και 25 χρόνια αγωνίζεται για τη ζωή κάθε ορφανού στο Μπακεσουάρ της Ινδίας.


Πηγή: iellada.gr

Έβαλε πλάτη κι η Μαρία…



site analysis

Screen Shot 2018-06-24 at 21.13.27
Julia Stankova, Crucifixion, 60 x 45 cm, painting on wooden panel (http://www.juliastankova.com)
Πέμπτη πρωί κουδούνισε το τηλέφωνο. Η είδηση έμεινε μετέωρη στο ακουστικό σαν παρατεταμένο βουητό μετά από έκρηξη: Η Μαρία σκοτώθηκε!
Υπάρχουν πράγματα που το μυαλό δεν τα χωράει, η λογική τα αρνείται. Γυρίζει ανάποδα ο νους και νιώθεις σα να μη σε χωράει το στήθος σου. Μητέρα δέκα παιδιών. Συνομήλική μου, στα 43 της χρόνια. Και το τελευταίο της παιδί, λίγων μόλις μηνών. Ποια «λογική» μπορεί να έχει ένας τέτοιος θάνατος; Ποια χριστιανική ρητορεία μπορεί να σκαρώσει μπαλώματα παρηγοριάς; Ποια ευσέβεια μπορεί να σκεπάσει τέτοια τραύματα; Ποια πίστη μπορεί να απαντήσει στα πιο σκοτεινά ερωτήματα;
Την Παρασκευή μείναμε βουβοί, σαν σκιαγμένοι. Το Σάββατο την κηδέψαμε στο μοναστήρι του Αγίου Πορφυρίου, στο Μήλεσι.
Το προηγούμενο βράδυ, είχε προηγηθεί για κείνη ολονύκτια αγρυπνία στον ίδιο ναό. Στο σπίτι, οι οικείοι της, ολόγυρά της, την ξαγρύπνησαν ψέλνοντας τον αναστάσιμο κανόνα και διαβάζοντας το ψαλτήρι. Μέχρι τα χαράματα.
Το Σάββατο το πρωί, μαζεύτηκε κόσμος στο ναό από νωρίς. Κι έπειτα ήρθε κι άλλος. Κι άλλος. Κι άλλος! Ο ναός, αχανής ούτως ή άλλως ο συγκεκριμένος, πλημμύρισε – ο κόσμος γέμισε τους γυναικωνίτες, τον πρόναο και τις αυλές. Χιλιάδες κόσμου, δίχως υπερβολή. Αν κάποιος ανυποψίαστος βρισκόταν μπροστά στο θέαμα, θα πιθανολογούσε πως κηδευόταν κάποιος ανώτατος πολιτειακός άρχοντας. Τα αυτοκίνητα που έφεραν τους ανθρώπους για την κηδεία ήταν παρκαρισμένα στη σειρά για χιλιόμετρα μακριά. Τρεις μητροπολίτες χοροστάτησαν, μαζί με 60-70 ιερείς!
Και στον σολέα ξαπλωμένη η Μαρία. Απλώς κοιμισμένη.
Αν δεν ήσασταν εκεί, ρωτήστε κάποιον που ήταν, για να επαληθεύσετε τα λόγια μου: στον ναό το Σάββατο υπήρχε ένας μόνο νεκρός, ο θάνατος. Ο τρόμος της Πέμπτης, το σοκ της είδησης, η φρίκη του απρόσμενου, η οδύνη μιας αμετάκλητης απουσίας, ο βουβός φόβος της Παρασκευής, όλα ήταν το Σάββατο εξουδετερωμένα και άσφαιρα. Δεν απουσίαζαν, αλλά ήταν ευτελισμένα και φτηνά. Ο ίδιος ο θάνατος ήταν παρών, μα δίχως το κεντρί του. Υπήρχε νικημένος, συντετριμμένος, μηδαμινός στα πόδια της Μαρίας. Είχε κάνει το λάθος να της χιμήξει, αλλά δεν κατόρθωσε να αγγίξει ούτε τρίχα της.
Όπου κι αν γύριζες, έβλεπες μάτια υγρά και χείλη χαμογελαστά. Οι οικείοι της λαμποκοπούσαν δάκρυ και ανάσταση, οδύνη και ελπίδα. Σπάνια νιώθεις τον πόνο ως νίκη, τον καημό ως χαρά, τον θάνατο ως ζωή. Παράδοξα πράγματα…

Κάποιος είπε ιδιωτικά «Ο Θεός ξέρει… την πήρε στην καλύτερή της στιγμή». Καλοπροαίρετα λόγια, ειπωμένα από ευλάβεια. Μα πόσο λανθασμένα! Δίχως να το καταλαβαίνουν, καθιστούν τον Θεό συναίτιο του θανάτου – εργαλειοποιούν το κακό, καθιστώντας το τάχα ένα μέσο στα χέρια ενός Θεού, που δεν μπορεί παρά να είναι βάναυσος και σαδιστής. Μα οι χριστιανοί δεν πιστεύουμε σε τέτοιο Θεό. Ο θάνατος είναι το απόλυτο κακό, ο έσχατος εχθρός. Θύμα του και ο ίδιος ο Χριστός, αλλά μόνο και μόνο για να τον αναποδογυρίσει από μέσα (θανάτω), να τον αδειάσει, τριήμερος, σαν σακί και να τον κάνει Ανάσταση. Ο θάνατος μετά Χριστόν δεν είναι τέλος. Μα δεν είναι ούτε αρχή, όπως συνηθίζουμε να λέμε ευσεβώς, δίνοντάς του άθελά μας μια κάποια έστω αξία. Είναι απλά ένα άχρωμο συμβάν, ένα κάτι τόσο μηδαμινό, τόσο αφλόγιστο, που ούτε θαμπάδα δεν μπορεί να αφήσει πάνω στη γυαλάδα της κολυμβύθρας που μας γέννησε – πόσο μάλλον να τραυματίσει την αιώνια ζωή που έκτοτε αξιωθήκαμε.
Κάνουμε πολλά λάθη πάνω στην καλοπροαίρετη ευσέβειά μας εμείς οι χριστιανοί. Νομίζουμε πως όλα σε τούτο τον κόσμο είναι στα χέρια του Θεού. Μπορεί ο Θεός να είναι ο Κύριος της ιστορίας, με την έννοια ότι όλα αρχίζουν από Αυτόν και θα τελειώσουν σ’ Εκείνον, αλλά ξεχνάμε πως άλλος είναι «ο άρχων του κόσμου τούτου». Κι αν ο κόσμος τούτος δεν είναι στα χέρια του Θεού, είναι γιατί Εκείνος θέλησε να τον πλάσει ικανό ακόμα και να Τον αρνείται. Δεν τον θέλησε «του χεριού του» αυτό τον κόσμο ο Θεός. Θέλησε εμάς να τον παίρνουμε και να τον βάζουμε ελεύθερα στα χέρια Του. Όχι από ιδιοτροπία Του τάχα, μα γιατί μόνο σε μια τέτοια ελευθερία βλασταίνει η αγάπη – η δική Του τριαδική αγάπη και ζωή.
Σε τούτο τον κόσμο λειτουργεί η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου (έτσι μάς θέλησε ο Θεός), λειτουργούν επίσης οι δυνάμεις της φύσης (αμαυρωμένες κι αυτές σαν το θέλημα του ανθρώπου, μετά την πτώση). Λειτουργούν ακόμα οι συνέπειες της αμαυρωμένης ανθρώπινης βούλησης και της πεσμένης φύσης, που έχουν αποκτήσει αιώνες τώρα τη δική τους αλλοτριωτική δυναμική. Λειτουργεί και ο μισόκαλος και μισάνθρωπος άρχοντας του κόσμου τούτου. Μα υπάρχει επίσης, ζωογόνος και προνοητική, η πανταχού παρούσα αγαθότητα του Θεού, που ‘χει αριθμημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας. Πώς συνυπάρχουν όλα τα παραπάνω; Πώς συλλειτουργούν και συγκρούονται; Και πώς μπορούν να ερμηνευτούν; Εύλογες ερωτήσεις, αλλά μάταιες. Δεν έχουν απάντηση. Το σύνθετο πλέγμα μέσα στο οποίο υπάρχουν και αλληλεπιδρούν αθέατα όλα τα παραπάνω, είναι αδιάβατο από τον ανθρώπινο νου. Είναι τυλιγμένο στη σιωπή του μυστηρίου…
Υπάρχουν όμως αυτά που ξέρουμε: ο Χριστός ήρθε σε τούτο τον κόσμο όχι για να παραβιάσει την ελευθερία του και να τον σύρει στανικά πίσω στην πατρική αγκάλη. Ήρθε για να συγκρουστεί με το κακό καταπρόσωπο, ως ένας από μας, για χάρη μας. Πήρε το πρόσωπό μας, για να μπορούμε έκτοτε κι εμείς να παίρνουμε κατά χάριν το δικό Του. Συγκρούστηκε με τον θάνατο και τον νίκησε.
Μα τότε γιατί πεθαίνουμε ακόμα;
Άλλο ένα σημείο που οι Χριστιανοί συχνά λησμονούμε: το έργο του Χριστού δεν τελείωσε! Εκείνος το ξεκίνησε και μάς παρήγγειλε να το κουβαλήσουμε στις πλάτες μας μέχρις εσχάτων αιώνων. Η δική Του ανάσταση νίκησε τον θάνατο κι εμείς έχουμε καθήκον να κουβαλήσουμε αυτή τη νίκη –μαρτύριο και μαρτυρία– σε έναν κόσμο, όπου αλυχτάει ακόμα το κακό. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα. Μέχρι τέλους, οι χριστιανοί θα στέκουμε με βλέμμα προσηλωμένο στον σταυρό Του. Και θα χιμάει πάνω μας ο θάνατος, όπως χίμηξε και σ’ Εκείνον. Και θα βαδίζουμε στο δικό Του μαρτύριο μέσα στο κακό και την οδύνη του. Κι αν μας αξιώνει, το πρόσωπό μας θα γίνεται πρόσωπο δικό Του κι η οδύνη μας, μαρτυρία της δικής Του νίκης. Μέχρις εσχάτων αιώνων.
Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Διότι την προηγούμενη Πέμπτη ακούσαμε για ένα μαρτύριο, το μαρτύριο της Μαρίας και της οικογένειάς της. Μα το Σάββατο ζήσαμε μια μαρτυρία, τη μαρτυρία της κηδείας της. Η νεκρώσιμη εκείνη ακολουθία δεν ήταν αποχαιρετισμός, δεν ήταν πένθιμη «εξόδιος». Ήταν ένα αναστάσιμο γεγονός. Ήταν μια μαρτυρία πίστης και ζωής. Μια μαρτυρία όχι με λόγια, σαν αυτά που διαβάζετε τώρα (και που δεν λένε τίποτα), αλλά ένα σημείον που μόνο όταν το ζεις, μπορείς να το χωρέσεις, να το αντιληφθείς δίχως να το κατανοήσεις.
Χιλιάδες άνθρωποι αξιώθηκαν αυτή τη μαρτυρία. Έτσι το θέλησε ο Θεός. Τριήμερη κι αυτή –δες κάτι πράγματα!– σαν του Κύριου: Πέμπτη το μαρτύριο, Παρασκευή η σιωπή, Σάββατο η μαρτυρία. Στο εξής, η ανάμνηση της Μαρίας θα είναι μια απτή πιστοποίηση πως υπάρχουν ζωές που δεν τελειώνουν, θάνατοι που δεν θανατώνουν. Και θα παροντοποιείται μέσα μας η ελπίδα αστραφτερή: η Εκκλησία κουβαλά ακόμα την Ανάσταση στις πλάτες της! Έβαλε πλάτη κι η Μαρία…
ΠΗΓΗ,ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

"Η ΓΙΑΓΙΑ ΤΗς ΕΛΔΥΚ"




site analysis
Η θυσία της 78χρονης ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΑΒΡΑΑΜ....
(Στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ-(16-8-1974) 
«Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν και θα φοβηθώ εγώ, η παλιόγρια;» 
Η «γιαγιά της ΕΛΔΥΚ» που έμεινε στο στρατόπεδο και σκοτώθηκε μαζί με 33 στρατιώτες...
Η γιαγιά της ΕΛΔΥΚ Η Καλλιόπη Αβραάμ ήταν 78 ετών. Καταγόταν από την Λάρνακα της Λαπήθου και μετά την πρώτη εισβολή βρέθηκε να ζει κοντά στην περιοχή που έγινε η μάχη της ΕΛΔΥΚ.
Όταν της ζητήθηκε να εγκαταλείψει την περιοχή απάντησε: «Που να αφήσω τούτα τα παιδιά; Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν και θα φοβηθώ εγώ, η παλιόγρια;».
Η Καλλιόπη Αβραάμ, βοήθησε τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ που ονόμαζε παιδιά και εγγόνια της με κάθε τρόπο. Κουβαλούσε νερό και φαγητό ενώ δεν τους εγκατέλειψε ακόμη κι όταν οι στρατιώτες αποφάσισαν να μεταφερθούν στη Σχολή Γρηγορίου. Ακόμη κι εκεί, τους αγκάλιαζε προσπαθώντας να τους προστατέψει από τα συντρίμμια που προκαλούσαν οι βόμβες γύρω τους.... 

Μία βόμβα βρήκε τη Σχολή Γρηγορίου. Η γιαγιά της ΕΛΔΥΚ, πέθανε μαζί με τους 33 στρατιώτες και τάφηκε μαζί τους στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας.... 
(Ο Διοικητής της ΕΛΔΥΚ, Αντ/ρχης, Π. Σταυρουλόπουλος, όταν αναφέρεται σε αυτήν με δυσκολία αρθρώνει τα λόγια του από την συγκίνηση)
Περιγράφει " Έφυγε στις 15 Αυγούστου να πάει να κοινωνήσει. Τα παιδιά της της έλεγαν να μείνει και να μην γυρίσει στο Στρατόπεδο και εκείνη τους απάντησε ότι δε μπορεί να μείνει και πως πρέπει να γυρίσει στα "παιδιά" της. Όταν γύρισε, συνεχίζει ο Διοικητής, της είπα να φύγει. Είδες της λέω πόσο σκληρός είναι ο πόλεμος, δεν μπορείς να μείνεις εδώ. Δεν ήθελε να φύγει. Μου είπε :«Που να αφήσω τούτα τα παιδιά; Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν και θα φοβηθώ εγώ, η παλιόγρια;». Την αγαπούσα. Την άφησα να μείνει. Στις 16, όταν εγκαταλείπαμε πια το στρατόπεδο, ήταν μαζί με μια ομάδα οπλιτών και τους σκότωσε όλους μαζί μια βόμβα. Όταν τους βρήκαμε μετά από λίγο, αποφάσισα να μην την ξεχωρίσω από τους υπόλοιπους, γιατί το άξιζε. Την έθαψα δίπλα στους Λοχαγούς μου και στους στρατιώτες μου..."

ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ



site analysis




Είναι αρκετοί αυτοί  που γνωρίζουν το Ποίημα του Αγγέλου Σικιελιανού «Μαγδαληνή» , που κλείνει με τους παρακάτω στίχους:
«Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι · 
σέ μοναστήρι ανέβασες κ΄ εμένανε πιστό, 
γιά νά φιλήσω λείψανο τό ατίμητό Σου χέρι · 
κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»
(Πάσχα των Ελλήνων, «Μαγδαληνή»,διαβάστε παρακάτω ολόκληρο το ποίημα).

Λίγοι όμως είναι αυτοί που γνωρίζουν από πού τους εμπνεύστηκε ο μεγάλος ποιητής.
Η ιστορία είναι η εξής:
Τον Νοέμβριο Του 1914, νεαρός ο Άγγελος Σικιελιανός επισκέπτεται Το Άγιον Όρος . Ήταν τότε μόλις 30 ετών και βρισκόταν σε μία περίοδο έντονης αναζήτησης.
Είχε μαζί τον Νίκο Καζαντζάκη.
Σαράντα μέρες περιπλανήθηκαν ως προσκυνητές στα μονοπάτια του Άθωνα και επισκέφθηκαν τα μοναστήρια και τις σκήτες του, αφήνοντας και οι δύο και γραπτές τις έντονες εντυπώσεις από την πνευματική αυτήν περιπλάνηση.
Στα Μοναστήρια Ανάμεσα που επισκέφθηκαν τότε ήταν και η Σιμωνόπετρα.
Ανέβηκαν από το μονοπάτι του Αρσανά.
Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, ο Σικελιανός «θα συναντηθεί» με την Αγία Μαγδαληνή .
Η συνάντησή του χαράχθηκε πολύ βαθιά μέσα του.
Όταν ασπάστηκε το άφθαρτο χέρι της, που φυλάσσεται στην μονή, θα το αισθανθεί θερμό.
Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρούν συχνά άνθρωποι που προσκυνούν το λείψανο της αγίας.
Η Κατάπληξη του Σικελιανού ήταν τόσο Μεγάλη, που θα ασπαστεί το χέρι της αγίας τρεις φορές !
Στη συνέχεια θα αποτυπώσει την θαυμαστή αυτή εμπειρία, που τον συγκλόνισε, σε στίχους:
«Κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»
Και την 1η Σεπτεμβρίου του 1915 θα γράψει στο ημερολόγιό του, αναπολώντας αυτήν την στιγμή:
Στής Σιμωνόπετρας
«Το έβγα μας στον αρσανά. Θάλασσα · 
ο αφρός φαίνεται άξαφνα ζεστός, σα να καίει μια αγαλλίαση ζωής. 
Και θυμούμαι άξαφνα το ζεστό χέρι της Μαγδαληνής, στη Σιμωνόπετρα . 
Ο ανήφορος στη Σιμωνόπετρα. 
Η δάφνη δεξιά ζερβά βλαστομανάει απίστευτα · 
δαφνοπόταμος. 
Δίπλα τρέχει λαγκαδιά που τα ξερόδεντρα τυλίγουν άφθονα οι κισσοί . 
Το κύμα ακούεται κάτου, κι πάνου το νερό. 
Δάσος δαφνών βαΐα. 
Απάνου καλεί ένα σήμαντρο χαρούμενο, τρεμάμενο 
Σα Γεράκι που ζυγιάζεται στο γκρεμό και φέρνει κύκλους. 
Μη τον ξεχνάς αυτόν τον δρόμο · τη θεία θέρμη της Μαγδαληνής. 
Όλο το σώμα νικητήριο μέσ απ τα άγια ». 
Μέσα από την θέρμη του χεριού της αγίας ο ποιητής βίωσε την αγάπη της για τον Χριστό , που νίκησε και αυτό τον θάνατο. 



Αγγελος Σικελιανος, «Μαγδαληνη»
Απο τη συλλογη «Πασχα των Ελληνων»

Την ώρα σ’ όλα τα πουλιά γλυκός που πέφτει ο ύπνος
και στο χαμηλοθώρητο σβημένο δειλινό
των ασταχυών ο ανασασμός είναι μεστός σα δείπνος·
π᾽ ο αποσπερίτης αρχινά νά τρέμει στο βουνό·

που στην καρδιά μας, άφθαρτη ξεχύνεται η πραότη,
τού σπλάχνου μας σα να ‘φτανε — πανάχραντη θροφή —
λίγο ψωμί για να γευτεί κατάβαθα τη θεότη,
κι ακολουθάει τον Έσπερον ο νους μας στην κορφή·

που ᾽ναι αγαθή στά πόδια μας όλου του δρόμου ή σκόνη,
και μια συμπόνια αξήγητη, στα πάντα αναρροεί,
ένας καημός αμίλητος τα στήθια μας φουσκώνει
σαν αρχινά από πάνω μας των αστεριώ ή ροή·

που, κι αν με μόνο ενα σκυλί στη στράτα απαντηθούμε,
κρυφή η ευλάβεια μέσα μας ανθίζει περισσή·
την ίδια λάτρα ως να ‘χουμε, τον ίδιο ως νά ποθούμε
πόθο, ζωσμένοι απ’ τ’ άπειρο, σάν έρημο νησί,

λύχνο να ιδούμε από μακρά σε σπίτι να σαλεύει,
θαρρούμε κ’ ήλιος έλαμψε στην ήσυχη βραδιά,
κι ως πεταλούδα, γύρα του, σπουδαχτικά παλεύει
νά ζεσταθεί στ᾽ αντίκρισμα τ’ ανθρώπινο ή καρδιά —

κι ό Ιησούς κ’ οί μαθητές, ανάμεσα στά πλήθη,
μ’ όλο της μέρας τον καρπό χυμένο στην ψυχή,
σέ κάθε άνθρωπου διάνεμα, ν’ απλώνεται στα στήθη,
μες στα σκοτάδια, νιώθουνε ζεστή την προσευχή.

Περνά διαβάτης βιαστικός, κι άλλος κρατεί το ψώνι
για να δειπνήσει σπίτι του, να πιει και να χαρεί·
κι ο Ιησούς, γνωρίζοντας το σπίτι του τελώνη,
μπαίνει, ανοιχτόν ως το ‘βρηκε που Τόνε καρτερεί.. .

Κ’ έκεί που κόβει το ψωμί, κι απλώνει στο προσφάι,
ξάφνου, απ’ τή θύρα ορθάνοιχτη που ξέμεινεν, ορμά,
σαν ένα κύμα θεόρατης αναπνοής του Μάη,
τό πλούσιο μύρο σπάζοντας στά πόδια του σιμά,

σα με τον ήλιο τρικυμιά κυλώντας, δοξασμένη
απ’ όση μες στό σπλάχνο της έστέναξε ηδονή,
με των μαλλιών την άμετρη φεγγοβολή λυμένη,
τα δάκρυα της σφουγγίζοντας κρουνό, ή Μαγδαληνή !

Τα μάτια της να σήκωνε και να ‘βλεπε τα χίλια
της νύχτας άστρα σα φιλιά, κι ο μέγας τους σφυγμός
να χτύπαε στ’ αναμμένα της απ’ τις αγάπες χείλια,
βαθιός δε θα χυνότανε μες στη νυχτιά ο λυγμός,

σαν τούτος οπού γιόμισεν ολάκερο το δώμα,
κύμα, στο κύμα π’ άπλωνεν από την ευωδιά·
με κολλημένο άκράταγα στα πόδια του το στόμα,
με τον άπάντεχο έρωτα που φούσκωνε η καρδιά!

Λοξά ο τελώνης την κοιτά· κι ο Ιούδας, στη σπατάλη
του μύρου, ως φίδι μέσα του να σούριξε βαθύ,
μεσ’ απ’ τά δόντια του μιλεί, κουνώντας το κεφάλι:
«Γιά τους φτωχούς δε δύνονταν αυτό να πουληθεί;»

Το χέρι μέσα στα μαλλιά τ’ αθάνατα κρατώντας,
στους πλοκάμους όπου σκορπάν τριγύρα, τους χρυσούς,
βαθιά αναγάλλιαν άμετρη, στά πόδια του κοιτώντας
το μέγα κύμα, απόκριση τους δίνει ό Ιησούς:

«Ήρθ’ από δρόμο σπίτι σου, κ’ εσύ δε μου ‘χεις πλύνει
τα πόδια, μηδέ μ᾽ άλειψες μέ μύρο τα μαλλιά·
κι αύτη, στιγμή δεν έπαψε στά δάκρυα ν’ αναλύνει,
κι αυτή, στιγμή δέ μου ‘παψε στα πόδια τά φιλιά·

» κι όπου κι ο Λόγος ο άγιος μου ξαπλώσει, και για κείνη·
στον αιώνα, αυτό που μου ‘καμε, παντού θα μιληθεί.»
Κι ακόμα αυτή το κλάμα της βρύση λαμπρή να χύνει
δεν παύει, μηδ’ απ’ το λυγμό το στήθος το βαθύ.

                              *

Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι·
σε μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό,
για να φιλήσω λείψανο το ατίμητο Σου χέρι·
κ᾽ ήταν ακόμα, ως πίθωσα τα χείλια μου, ζεστό!



Η Μαγδαληνή στο έργο του Βάρναλη και του Καζαντζάκη -



site analysis

 Άρθρο της Γεωργίας Καρβουνάκη

Η “Μαγδαληνή”* είναι τμήμα του έργου του Κώστα Βάρναλη Το Φως που Καίει, έργο επαναστατικής δομής, γραμμένο σε πεζό, στο πρώτο από τα τρία μέρη του και σε έμμετρο στα δυο άλλα.**
Σε μια σκηνή σε πεζό, γεμάτη θεατρικότητα, συναντά ο αναγνώστης τη Μαγδαληνή, πρόσωπο παρμένο από τον χριστιανισμό, σε μια γωνιά του χώρου να κλαίει σιωπηλά και σπαρακτικά. Η γυναίκα μιλά σε πρώτο πρόσωπο, πράγμα που δίνει βάθος στην εξομολόγησή της. Έζησε βίο πολυτελή και αμαρτωλό ως πόρνη, που δινόταν αδιακρίτως, ακόμη και στους κατακτητές Ρωμαίους, πάνω στους οποίους, με τα θέλγητρά της ασκούσε εξουσία. Στον σπαρακτικό μονόλογό της περιγράφει τη δύναμη της ομορφιάς της και του ερωτικού πάθους που ενέπνεε. Ο ποιητής δίνει έμφαση στο αισθησιακό κομμάτι, που έρχεται να το ενισχύσει με αποσιωπητικά που αφήνουν να εννοηθούν ακόμη περισσότερα απ’ όσα εξομολογείται η Μαγδαληνή και που, ίσως, δεν λέγονται με λέξεις.
Η ζωή αυτή, όμως, φαίνεται να μην ικανοποιεί τη γυναίκα. Της προκαλεί πίκρα, φόβο και αβεβαιότητα, παρά τον φαινομενικό θρίαμβο που βιώνει.Κάτι αλλάζει μέσα της,  όπως και στην κοινωνία, όπου έρχεται η ανατροπή της παλαιάς τάξης πραγμάτων. Απευθύνεται, πλέον, στον ίδιο τον Ιησού, τον οποίο γνώρισε και, αφού πέρασε ένα μεταβατικό στάδιο, τη συνεπήρε η μη άξια λόγου, εκ πρώτης όψεως, παρουσία του. Όπως και με τις ιδέες, που έρχονται και ωριμάζουν μέσα στον ανθρώπινο νου κι ύστερα ακολουθεί η επανάσταση που αυτές εμπνέουν.
Επαναστατικά λειτουργεί και η Μαγδαληνή ύστερα από αυτό. Αισθάνεται ξαναγεννημένη και παρθένα, αυτή, η πόρνη. Επαναπροσδιορίζει τις αξίες της και ανακαλύπτει την ευτυχία μέσα από την προσφορά στον συνάνθρωπο και την ελευθερία μέσα από τη σκλαβιά σ’ ένα ιδανικό, πράξεις χριστιανικές αλλά και κομμουνιστικές. Μοιράζει τα υπάρχοντά της στους φτωχούς και ακολουθεί τον Ιησού, όπως ο άνθρωπος την ιδέα κι ας συναντά εμπόδια στο δρόμο της, αφού την έχει συνεπάρει τόσο στην ψυχή, όσο και στις αισθήσεις της. Όσο κοινότοπα κι αν φαίνονται όλα εκείνη είχε την ικανότητα να τα αισθανθεί εξαιτίας της δύναμης που ασκούσε πάνω της ο Ιησούς σαν άντρας, σε σημείο να ταυτίζεται μαζί του. Αναδεικνύει έτσι το σωματικό έναντι του πνευματικού, ασκώντας κοινωνική κριτική στον ιδεαλισμό της εποχής, απόδειξη της πολιτικής μεταστροφής του. Καταλήγει η Μαγδαληνή να ομολογεί ότι ένιωσε την ανθρώπινη διάσταση του Ιησού όσο κανείς άλλος, αν και υλικά (λάσπη) και ηθικά (κοινή) κατώτερή του.


Η Μαγδαληνή, όμως, εμφανίζεται ως προσφιλής χαρακτήρας και στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Στα Αναφορά στον ΓκρέκοΟ Τελευταίος ΠειρασμόςΟ Χριστός Ξανασταυρώνεται, υπάρχουν φιγούρες γυναικών με τα χαρακτηριστικά της Μαγδαληνής.
Στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ο Τελευταίος Πειρασμός, στο οποίο η Μαγδαληνή συνομιλεί με τον Ιησού***, συναντούμε τους δυο ήρωες να βαδίζουν προς την πνευματική τελείωση με διαφορετικούς ρυθμούς και από διαφορετικές κατευθύνσεις.  Ο μεν Ιησούς ενδιαφέρεται για το πνεύμα, η δε Μαγδαληνή για το σώμα. Εκείνος διαδίδει το μήνυμα της αγάπης με την πλατύτερη έννοια ενώ εκείνη έκανε την υπέρβαση στη ζωή της για την αγάπη προς τον άντρα.
Η γυναίκα αυτή είναι που η δράση της, σύμφωνα με τη γενικότερη δράση των χαρακτήρων στο έργο του Καζαντζάκη, όχι μόνον δεν διευκολύνει τη διαδικασία της πνευματικής μετουσίωσης του Ιησού, αλλά είναι εκείνη που εμποδίζει την πορεία του προς αυτήν. Η Μαγδαληνή  θέτει σε δοκιμασία τον Ιησού, θέλοντας να τον  αποτρέψει από τη θεϊκή του μοίρα, που θα τον οδηγήσει στο θάνατο.
Ο δικός της Παράδεισος, όπως και κάθε γυναίκας, όπως την αντιλαμβάνεται, τουλάχιστον, ο Καζαντζάκης, περνά μέσα από τα γήινα. Η ζωτική ορμή**** που ωθεί τον Ιησού να περάσει από την υλική στην πνευματική υπόστασηαποτελεί κίνδυνο, αφού γνωρίζει ότι έτσι θα τον χάσει. Εκείνη παραδέχεται ότι δεν έχει καμία μεταφυσική ανησυχία, οι “μέλλουσες ζωές”, οι “αιώνιες”, της είναι άχρηστες. Αυτά τα θεωρεί ανδρικές υποθέσεις. Ως γυναίκα εκείνη δεν ακούει το λόγο, αλλά τη φωνή, την αίσθηση  που της προκαλεί. Ως μυθιστορηματικός χαρακτήρας λαμβάνει μέρος στην πλοκή ταλαντευόμενη ανάμεσα στους αντιθετικούς όρους της πνευματικής μετουσίωσης και της δέσμευσης από τις υλικές αναγκαιότητες. Επιλέγει να πορευτεί το δρόμο που περνά μέσα από τα γήινα, δικαιώνοντας έτσι και την κριτική προσέγγιση των μελετητών του έργου του Καζαντζάκη, σύμφωνα με την οποία το μυθιστορηματικό του έργο συσχετίζεται με τη ρομαντική κοσμοθεωρία, τη σύμφωνη με την ευρωπαϊκή κουλτούρα της περιόδου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κοσμοθεωρία αυτή θέλει το άτομο να δρα όχι σύμφωνα με τις επιταγές του λόγου, αλλά ακολουθώντας τη διαίσθηση και την καρδιά του, ερχόμενο σε σύγκρουση με τα όρια κάθε είδους,  σύμφωνα με τις αρχές του ιρρασιοναλισμού. (Επίδραση Νίτσε και Μπερξόν, εκφράζεται με αντίδραση προς τις ιδέες του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού και απαιτεί περισσότερο τη συμμετοχή του συναισθήματος.)
Το έργο για το οποίο εκείνος είναι ταγμένος και η διαδικασία που ακολουθεί της προκαλούν τρόμο και ανασφάλεια.  Ο Ιησούς, παρά το ότι φαίνεται να αντιπαλεύει ανάμεσα στον πόθο του γι αυτήν και στην ιδέα της επιστροφής στον Θεό και πατέρα του, δεν φαίνεται να διστάζει να ακολουθήσει το πεπρωμένο του, που τον έχει τάξει για τα μεγάλα.
*Γονατισμένη παράμερα κλαίει με τα γαλανά της μάτια η Μαγδαληνή χωρίς να την ακούει ή να τήνε βλέπει κανείς.
Τα χρυσά της τα μαλλιά σέρνονται καταγής και το πορφυρό της ιμάτιο πέφτοντας απ’ το
δεξιό τον ώμο τής φανερώνει — λαχτάρα και καημός! — τη μισή πλάτη κι ολάκερο το
στήθος.
Και σπαράζει πιο πολύ παρ’ όσο, νια κι αμαρτωλή, σπάραζε μέσα στην αγκάλη του έπαρχου.

Μέσ᾿ σὲ παλάτια, ποὺ σὰ σπήλια ἀντήχαν ἀπ᾿ τὶς μουσικὲς
κι᾿ ἀστράβαν ἀπ᾿ τὰ μέταλλα καὶ τὰ δεμένα φῶτα,
στὰ μάγουλά μου, ποὺ κανεὶς δὲν τὰ εἶδεν ἥλιος, οἱ μοσκὲς
γλίστρααν μὲ λάγγεμα πολὺ καὶ τὰ δάγκωναν σὰν ὀχιὲς
στὴν κρουσταλλένια μου φωνὴ θαμπὴ ἐγλιστροῦσε νότα.

Στὴν τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία ἐγώ ῾μουν ἡ Πηγή:
τοῦ κόρφου μου τ᾿ ἀμάραντα καὶ μοσκοβόλᾳ κίτρα.
Ὡσὰν τὴ φλόγα τοῦ κορμιοῦ μου ἄλλη δὲ γνώρισεν ἡ Γῆ,
σὰν τῆς ἀγκάλης μου μεστὴ καμιὰ δὲν ὑπῆρχε σιγή.
Ὁ ἔρωτάς μου νίκαγε τὴ Ρώμη τὴ νικήτρα. . .

Σκοτάδια ἤτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι᾿ ἀμμουδιὰ
καὶ στὰ γλυκὰ τὰ χείλια μου πικρὰ πολὺ τὰ γέλια.
Καὶ μοῦ τινάζαν ἄξαφνα τ᾿ ἀγνώστου φόβοι τὴν καρδιὰ
καὶ μοῦ κοβόταν ἡ ἀναπνιὰ μέσ᾿ σὲ φορέματα φαρδιά-
ἀπ᾿ τοῦ θριάμβου τὴν κορφὴ μακριὰ ῾βλεπα συντέλεια.

Δὲν ἦταν ἄξαφνη ἀστραψιά. Τοῦτο συνέβη ἀργά, σιγά. . .
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.

Κι᾿ ἔνιωσα ὁρμὴ ἀσυγκράτητη στὰ πόδια σου νὰ κυλιστῶ.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.

Καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά μου (ἀσημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.

Πράματα νέα δὲν ἔλεγες κι᾿ οὔτε, μὲ λόγια νέα, παλιά.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα - καὶ γιὰ μένα!

Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!

**Κυκλοφόρησε το 1922 στην Αλεξάνδρεια και επανεκδόθηκε το 1933 αναθεωρημένο. Είναι γραμμένο στη δημοτική, όπως το σύνολο του έργου του, ως οπαδός του Ψυχάρη, ενώ στα σατιρικά μέρη του δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και τη λαϊκή γλώσσα του περιθωρίου.

***Μαγδαληνή, αδελφή μου, είπε ο Ιησούς, άκου, έφτασαν οι άνθρωποι να με πάρουν.
Μα η Μαγδαληνή χαμένη μέσα στα μάτια του ραβή, δεν άκουσε¨ κι ό,τι της έλεγε τόση ώρα, τίποτα δεν είχε ακούσει.. μονάχα τη φωνή του χαίρουνταν, η φωνή της τά ‘λεγε όλα.. δεν ήταν αυτή άντρας, δεν είχε ανάγκη από λόγια.
Μια φορά τού ‘χε πει: “Γιατί μου μιλάς για μέλλουσες ζωές, ραβή μου; Δεν είμαστε ‘μεις άντρες νά ‘χουμε ανάγκη από άλλες, αιώνιες ζωές.. είμαστε γυναίκες και μια στιγμή με τον άντρα που αγαπούμε είναι αιώνια Παράδεισο.. μια στιγμή μακριά από τον άντρα που αγαπούμε, αιώνια Κόλαση.. ζούμε, εμείς οι γυναίκες, εδώ στη γης ετούτη την αιωνιότητα!’’
Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα .. γεμάτος ο δρόμος μάτια που λαχτάριζαν, στόματα που φώναζαν κι άρρωστους που βογγούσαν κι άπλωναν τα χέρια …
Πρόβαλε η Μαγδαληνή, έβαλε την απαλάμη στο στόμα, να μη σύρει φωνή: “Θεριό ‘ναι ο λαός, θεριό αιμοβόρο, θα μου τον φάει …” μουρμούρισε και τον κοίταζε να μπαίνει ήσυχα μπροστά και πίσω του ο λαός να μουγκρίζει...

****θεωρία του Μπερξόν, δασκάλου του Ν. Καζαντζάκη, σύμφωνα με την οποία η ζωτική ορμή αντικαθιστά τον Θεό και μέσα από μια αέναη διαδικασία πότε αποκτά υλική υπόσταση και πότε πνευματική χροιά. Αυτή τη ζωτική ορμή θα πρέπει να ακολουθεί ο άνθρωπος στη διάρκεια του βίου του , μετατρέποντας σταδιακά την υλική υπόσταση σε πνευματική
της Γεωργίας Καρβουνάκη-http://www.ekriti.gr