site analysis
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΤΟΥ 1940-1941
ΤΟΥ 1940-1941
Ἀνέμιζαν σέ σειρές ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη τά ἑλληνικά σημαιάκια μέ φόντο τόν καταγάλανο Κυπαρισσώτικο οὐρανό. Δυό μέρες τώρα συνεχίζονται οἱ ἐκδηλώσεις, πού τή φροντίδα τους ἀνέλαβε ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων, καί τό ὑπουργεῖο ἐθνικῆς Ἄμυνας ἀποφάσισε τήν ἀπονομή «Διαμνημόνευσης ἀξίας καί Τιμῆς»(1).
Πλήθαινε ἀπό ὥρα σέ ὥρα ὁ ἐπίσημος κόσμος, πολιτικοί καί στρατιωτικοί, στό ἱστορικό σταυροδρόμι τῆς Μεσσηνιακῆς πόλης. Κι οἱ ντόπιοι κάθε ἡλικίας μέ τήν καλή τους φορεσιά καμάρωναν περιμένοντας τά ἀποκαλυπτήρια. Παρόντες καί οἱ ἀπόγονοι, οἰκογένειες, ἐγγόνια καί δισέγγονα συγκινημένα. ὁ ἦχος τῆς μικρῆς τοπικῆς μπάντας παιάνιζε ἐμβατήριους ρυθμούς. Κάποια στιγμή δύο χέρια τράβηξαν μέ προσοχή τήν ἑλληνική σημαία φανερώνοντας μιά γυναικεία μορφή. Ψηλή, ξερακιανή, σεμνή κι ἀγέρωχη μές στήν ἀλύγιστη μπρούτζινη κορμοστασιά της, μ' ἕνα τσεμπέρι στό κεφάλι καί σταυρωμένα χέρια, πού ἔμοιαζαν νά κρύβουν πόνο καί παλληκαριά μαζί. Αὐτή ἦταν ἡ Ἑλένη Ἰωαννίδου, ἡ ἡρωική «Ἑλληνίδα Μάνα, σύμβολο τοῦ Ἔπους τοῦ 1940».
Ἔτσι τήν ὥρισαν καί τήν τίμησαν μέ τούς λόγους τους ὅσοι προσπάθησαν νά ζωντανέψουν τήν ἡρωίδα πού ἔζησε ἀναβιώνοντας τό «ἤ τάν ἤ ἐπί τᾶς» τῶν θρυλικῶν ἀρχαίων Σπαρτιατισσῶν Μανάδων. Γι' αὐτήν, τήν προγιαγιά του, ἔγραψε καί ὁ μικρός Πέτρος Ἰωαννίδης, ὅταν ὁ δάσκαλος τούς ζήτησε στήν τάξη νά γράψουν κάτι γιά τήν 28η Ὀκτωβρίου...
«Ἡ Ἑλένη Ἰωαννίδου γεννήθηκε στούς Ἀρμενιούς Κυπαρισσίας καί πέρασε ἐκεῖ ὅλη της τή ζωή. Μαζί μέ τό σύζυγό της, Ἰωάννη Ἰωαννίδη, ἔφερε στόν κόσμο 10 παιδιά, ἐννιά παλληκάρια καί τή μονάκριβη θυγατέρα τους. Ὑπεραγαποῦσε τά παιδιά της ἡ Ἑλένη, ὅπως καί κάθε Μάνα, μά ἤξερε καί τό ὡμολογοῦσε πώς τά παιδιά της ἦταν δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀξίωσε νά γίνει Μάνα. Γιά τοῦτο καί ὑποσχέθηκε μυστικά νά Τοῦ τά δώσει, ὅπου καί ὅποτε ἐκεῖνος τῆς τά ζητοῦσε.
Στό ξέσπασμα τοῦ πολέμου τοῦ 1940 καί στήν ἀνάγκη τῆς πατρίδος ἡ ἑλληνόψυχη πολύτεκνη Μάνα τῶν ἐννέα ἀγοριῶν κατευόδωσε μέ τήν εὐχή της κι ἐμπιστεύτηκε κάτω ἀπ' τή Σκέπη τῆς Μάνας Παναγιᾶς τά πέντε, στρατιῶτες, γιά νά ὑπηρετήσουν στόν ἑλληνικό Στρατό στήν πρώτη γραμμή τοῦ μετώπου. Μά γρήγορα ἔφτασε τό θλιβερό μαντάτο. ὁ γιός της Εὐάγγελος ἔπεσε μαχόμενος στήν περιοχή τῆς Κλεισούρας! Ρομφαία διαπέρασε τή μητρική καρδιά, σάν νά τόν εἶχε μόνο ἕναν.
Πῶς ἔγινε ἀλήθεια καί μέριασε τοῦτος ὁ πόνος κι ἔγινε φλόγα γιά τή λευτεριά καί τό δίκιο τῆς Πατρίδας; Πῶς;... Παρά τόν ἀβάσταχτο πόνο, βρῆκε τό θάρρος καί ἔγραψε στόν τότε πρωθυπουργό τῆς Ἑλλάδος Ἀλέξανδρο Κορυζῆ(2)τό παρακάτω γράμμα, τό περιεχόμενο τοῦ ὁποίου διαλαλεῖ μέσα στό χρόνο τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα καί τήν πίστη στό καθῆκον:
Κυπαρισσία, 2 Φεβρουαρίου 1941
Πρός τόν Πρόεδρον τῆς Κυβερνήσεως
κύριον Ἀλέξανδρον Κορυζῆν
Ὁ υἱός μου, Εὐάγγελος Ἰ. Ἰωαννίδη, ἀπωλέσθη εἰς τάς ἐπιχειρήσεις τῆς Κλεισούρας.
Παρήγγειλα εἰς τούς τέσσαρας ἤδη ὑπηρετοῦντας υἱούς μου: Χρῆστον, Κώσταν, Γεώργιον καί Νίκον Ἰ. Ἰωαννίδην, νά ἐκδικηθῶσιν τόν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ των.
Κρατῶ εἰς ἐφεδρείαν ἄλλους τέσσαρας: Πάνον, Ἀθανάσιον, Γρηγόριον καί Μενέλαον Ἰ. Ἰωαννίδην, κλάσεων 1917 καί νεωτέρων.
Παρακαλῶ κληθῶσιν ὀνομαστικῶς καί οὗτοι, εἰς πᾶσαν περίπτωσιν ἀνάγκης τῆς Πατρίδος ἤ τυχόν ἀπωλείας ἑτέρου τέκνου μου πρός ἐκδίκησιν ἐχθροῦ.
Γνωρίσατε Βασιλέα μας ὅτι ὕστατον ἐπιφώνημα θέλει εἶναι:
ΖΗΤΩ Η ΠΑΤΡΙΣ»
|
Στό σταυροδρόμι τῶν καιρῶν μας, πού ἄλλες σειρῆνες ἠχολογοῦν ἄλλους κινδύνους καί ἀπειλές, ἡ ἑλληνική ψυχή θυμᾶται ἀκόμη μιά φορά τήν Ἑλληνίδα Μάνα τοῦ '40, τιμᾶ τήν προσφορά καί τήν αὐτοθυσία της κι ὑπόσχεται μυστικά νά βρεῖ ἡ πατρίδα συνεχιστές καί μιμητές στό ἡρωικό παράδειγμά της. Φ.
(«Πρός τή Νίκη» Α.Τ. 740 Ὀκτώβριος 2011)
Ἀληθινό περιστατικό
«ΤΟΝ ΕΙΧΑ ΑΦΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ...»
Χειμώνας τοῦ 1940-1941 στή Λάρισα. Μέρες γεμάτες πείνα, κρύο καί θάνατο. Νύχτες γεμάτες ἀγωνία, ἐφιάλτες καί τρόμο.
Οἱ Ἰταλοί βομβάρδιζαν συνεχῶς τό ἀεροδρόμιο καί τό Στρατόπεδο. Δέν εἶχε μείνει τίποτε ὄρθιο. Πεινασμένα πρόσωπα καί σκιαγμένα ἔβλεπες παντοῦ. Οἱ βόμβες ἔσκαβαν τήν ψυχή μέχρι τό μεδούλι της. ἡ πείνα θέριζε τόν κόσμο. Ὅσοι μποροῦσαν ἔφευγαν στά χωριά, γιά νά σωθοῦν.
Ἡ κυρα-Βασίλω ἦταν χήρα μέ ἑφτά παιδιά. Δυό γιούς στό μέτωπο, δυό παιδιά παντρεμένα, κι οἱ ἄλλοι τρεῖς στό σπίτι: δυό κορίτσια καί ὁ Γιάννης της. Πῶς νά ζήσουν τέσσερις ψυχές; ἡ χήρα μάνα τό πῆρε ἀπόφαση. Θά πήγαιναν στήν ἐλάτεια, ἕνα μικρό χωριουδάκι στούς πρόποδες τοῦ Κισσάβου, νά μείνουν σέ γνωστή τους οἰκογένεια, μέχρι νά περάσει τό κακό.
Ὁ Γιάννης της μόνος. Τί θά ἔκανε; Δούλευε στό Ὑδραγωγεῖο. Ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό τή Λάρισα ἦταν ἀδύνατη.
Ἡ χήρα μάνα κοίταξε τό παιδί της στά μάτια. Ἀπό τότε πού ἔχασε τόν ἄντρα της αὐτός ἦταν ἡ παρηγοριά της καί ἡ ἐλπίδα της. Θά τόν ἄφηνε μόνο στό ἔλεος τῶν ἰταλικῶν βομβαρδιστικῶν;
- Παιδί μου, σ' ἀφήνω στήν Παναγιά, τοῦ εἶπε ἀποφασιστικά. Δέν ἔχω νά κάνω τίποτα ἄλλο. Τόν σταύρωσε μέ πίστη κι ἄρχισε νά ἑτοιμάζει τά λιγοστά τους ροῦχα. Δυό τρεῖς εἰκόνες, δυό τρία μάλλινα, λίγα ἀσημικά ἔγιναν πακέτα. Ὅσα μποροῦσαν νά κρατήσουν στά χέρια τους.
- Πάρτε τα τά ἀσημικά, παιδιά μου, ἔλεγε στίς κόρες της. Μέ αὐτά θά ζήσουμε.
Ἔφυγαν σούρουπο, γιά νά μή δώσουν ὑπόνοιες. Τρεῖς σκιές σκυφτές μέ τά μπογαλάκια τους. Στό χωριό ἔφτασαν ἀργά τό βράδυ.
Ὁ Γιάννης στή Λάρισα εἶχε μείνει μόνος. Οἱ ὧρες περνοῦσαν δύσκολα. Τό βράδυ ξεκίνησε γιά τή δουλειά. Εἶχε βραδινή βάρδια.
Περπατᾶ στούς δρόμους τῆς πόλης μέ βαριά καρδιά. Τά πόδια του σάν νά μήν τόν πηγαίνουν. Οἱ μαῦρες σκέψεις τόν ἔζωναν. Πάλευε μέ τήν ἀγωνία, μέ τό φόβο γιά τούς δικούς του, μέ τή μοναξιά... Ἡ πόλη σέ ὁρισμένα σημεῖα της εἶναι ἀγνώριστη. Ἰσοπεδωμένες συνοικίες... Ἀνασκαμμένες. ἐρημιά, φόβος καί τρόμος. Καημένη πατρίδα!... Καί τό ὑδραγωγεῖο πολύ ἔξω ἀπό τήν πόλη!... Ψυχή στό δρόμο!... καί τό κρύο τσουχτερό.
Ἔφτασε καί στρώθηκε στή δουλειά. Νά ἐλέγξει τίς βάνες, τίς δεξαμενές, τά νερά... Μά τί εἶναι τοῦτο σήμερα καί δέν μπορεῖ νά συγκεντρώσει τή σκέψη του;
Ξημερώματα τελείωσε τή βάρδια του καί γύρισε κατάκοπος στό σπίτι. Σέ λίγο κοιμόταν ἕναν ὕπνο βαθύ, δίχως ὄνειρα.
Ἀπό κεῖ καί πέρα θυμᾶται μόνο πώς ἔνιωσε ἕνα τράνταγμα. Ἦταν σεισμός;
Ὕστερα ἕνας ἐκκωφαντικός θόρυβος... Καί κρότοι, κρότοι, κρότοι πολλοί!...
Ἄνοιξε τά μάτια του ζαλισμένος. Τό κεφάλι του πονοῦσε. Νόμιζε πώς θά πάθαινε συμφόρηση. Ἄγγιξε μέ τά χέρια του τό στρῶμα. Ποῦ βρισκόταν;
Ναί, ἦταν στό κρεβάτι του. Καί γύρω του ...συντρίμμια! Πέτρες, σοβάδες καί χώματα. Πάνω του ὁ γαλανός οὐρανός!
Συνῆλθε. Ἄρχισε νά τά καταλαβαίνει ὅλα. Εἶχε πέσει βόμβα στό Στρατόπεδο, πού ἦταν πολύ κοντά!
Ὁ Γιάννης ἀνακάθισε στό κρεβάτι του. Ἡ σκεπή τοῦ σπιτιοῦ τους εἶχε ἀνοίξει. ὁ ἀπέναντι τοῖχος τοῦ δωματίου του ...ἔλειπε! Μά ὁ τοῖχος δίπλα του ...ἦταν ὄρθιος! Ναί, ἡ γωνία τοῦ τοίχου δίπλα στό κρεβάτι του ἦταν ὄρθια! ἡ καρδιά του χτύπησε γοργά.
- Θαῦμα! ψέλλισε. κι ἔκανε τό σταυρό του. Θαῦμα τῆς Παναγίας! Ἄχ μάνα!
Σέ λίγο ἡ κυρα-Βασίλω μάθαινε πώς κοντά στό σπίτι της ἔπεσε βόμβα καί πώς ὁ γιός της βρέθηκε σῶος μέσα στά συντρίμμια. Δέν εἶχε πάθει τίποτα!
- Ἐγώ τόν εἶχα ἀφήσει στήν Παναγιά, ἔλεγε καί ξανάλεγε καί σκούπιζε τά δάκρυά της. Πῶς νά πάθει; (Νεφέλη).
(«Πρός τή Νίκη» Α.Π. 740 Ὀκτώβριος 2011)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ἡ Διαμνημόνευση ἀπονέμεται στούς Ἀξιωματικούς Ἐνόπλων Δυνάμεων μέ βαθμό ἀντιστρατήγου, καθώς καί σέ Ἕλληνες ἰδιῶτες καί ἀλλοδαπούς Ἀξιωματικούς γιά ἐνέργειες, δραστηριότητες καί ὑπηρεσίες πού ἀποβαίνουν ἐπ' ὠφελεία τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων καί τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
(2) Ἀλέξανδρος Κορυζῆς. Διαδέχτηκε τόν Ἰωάννη Μεταξᾶ.
«ΑΠΟΨΕΙΣ & ΚΡΙΣΕΙΣ» ΑΙ ΟΠΟΙΑΙ ΜΑΣ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ
«ΖΩΗ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΓΙΣΤΙΚΗ
Ἀνῶ οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης καί τῆς Ἀμερικῆς ἀντιμετωπίζουν τό φάσμα τῆς πείνας, ἡ δέ ἀνεργία τῶν ὡρίμων καί κυρίως τῶν νέων καλπάζει, οἱ λεγόμενοι ἡγέτες τῆς G20, δηλαδή οἱ ἡγέτες τῶν 20 πλουσιότερων χωρῶν, ζοῦν κατά τρόπο προκλητικότατο. Ἰδού ἡ εἴδηση: «Μπορεῖ οἱ ἡγέτες τῆς G20 νά διακηρύσσουν ὅτι ἡ οἰκονομική σταθερότης ἀποτελεῖ τό ὕψιστο ἀγαθό, ἀκόμη καί ἄν πρέπει νά ληφθοῦν ἐπώδυνα μέτρα, ἀλλά δέν ἐφαρμόζουν τό ἴδιο στή ζωή τους. Στήν Σύνοδο τῶν Καννῶν ὁ Σίλβιο Μπερλουσκόνι διέμενε σέ ξενοδοχεῖο πού χρέωνε 30.000 εὐρώ ἀνά διανυκτέρευση! Ὁ Μπαράκ Ὀμπάμα πλήρωσε 36.000 εὐρώ τήν βραδυά. Πιό συγκρατημένοι ἐμφανίσθηκαν ἡ Γερμανίδα Καγκελλάριος Ἄγγελα Μέρκελ καί ὁ Ρῶσος Πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ, πού ἔμειναν σέ ξενοδοχεῖα 5 ἀστέρων, πού χρέωναν 13.000 καί 19.000 εὐρώ τήν βραδυά ἀντιστοίχως. Τήν πιό ταπεινή ἐπιλογή ἔκανε ὁ Βρεττανός Πρωθυπουργός, δαπανώντας μόλις 2.000 εὐρώ!» («Ἑστία» 12.11.2011).
Καί σ' ἄλλη σελίδα τῆς ἴδιας ἐφημερίδας διαβάσαμε: ὉΓάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζύ «δαπάνησε περισσότερα ἀπό 115.000 εὐρώ γιά τρεῖς διανυκτερεύσεις στίς Κάννες (38.500 εὐρώ τήν βραδυά), κατά τήν διάρκεια τῆς πρόσφατης διασκέψεως τῶν G20 (...). Ὁ Σαρκοζύ ἔμεινε στό ὑπερπολυτελές ξενοδοχεῖο «Majestic» καί ἡ διαμονή του στοίχισε δεκάδες χιλιάδες εὐρώ στό γαλλικό δημόσιο. «Τή στιγμή πού λαμβάνονται ἔκτακτα μέτρα λιτότητος, τή στιγμή πού κινδυνεύει ἡ γαλλική οἰκονομία, εἶναι σχεδόν ἐγκληματικό, δεῖγμα ἀνάλγητης φιλοσοφίας τοῦ Προέδρου, νά δαπανῶνται τόσα εὐρώ γιά καλοπέραση», ἀνέφερε ἡ γαλλική ἐφημερίδα «Le Parisien» («Ἑστία» 12.11.2011).
Ὀρθότατα σχολίασε ἡ γαλλική ἐφημερίδα. Ἐμεῖς προσθέτουμε τοῦτο: Τή στιγμή πού ἑκατομμύρια ἄνθρωποι εἶναι ἄνεργοι, πεινοῦν, κοιμοῦνται στό ὕπαιθρο ἤ καί αὐτοκτονοῦν λόγω τῆς ἔσχατης φτώχειας τους, εἶναι τεράστιο ἔγκλημα καί τέλεια ἀσυνειδησία ἡ συμπεριφορά τῶν κυρίων αὐτῶν.
Γι' αὐτή τή βαθιά διαφθορά ἔγραψε ὁ ψαλμωδός Δαυίδ 900 χρόνια π.Χ.: Δέν θά συνετισθοῦν ἐπιτέλους καί δέν θά σωφρονισθοῦν «οἱ ἐσθίοντες τόν λαόν μου βρώσει ἄρτου;». αὐτοί πού κατατρώγουν τόν λαό μου μέ τόση εὐχαρίστηση καί ἀσυνειδησία σάν νά ἔτρωγαν συνηθισμένο ψωμί; Αὐτοί δέν ἐπικαλέσθηκαν ποτέ τόν Κύριο καί εἶναι ἄγνωστη σ' αὐτούς ἡ προσευχή (Ψαλμ. ιγ΄ [13] 4. βλ. καί Ψαλμ. νβ [52] 5) Πράγματι. ὅσοι συμπεριφέρονται μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἔχουν ὡς τροφή τῆς ἀχόρταγης καί ἐξοργιστικῆς πλεονεξίας τους τήν βοῶσα ἀδικία πού ἐργάζονται εἰς βάρος τοῦ λαοῦ, τόν ὁποῖον ἐκμεταλλεύονται τόσο ἀναίσχυντα καί προκλητικά» (Ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ», Τεῦχος 2036 1 Ἰανουαρίου 2012).
«ΠΩΣ ΠΟΛΕΜΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ;
Εἶναι συχνό τό φαινόμενο νά φθονοῦνται μεταξύ τους μικρά παιδιά, ἀδέλφια, ἀνδρόγυνα, συνεταῖροι, συνάδελφοι, πεθερές μέ τίς νύφες. Τό πάθος τοῦ φθόνου ἔχει πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις πού τό συναντοῦμε καί στό χῶρο τῆς παιδείας, στό χῶρο τοῦ ἀθλητισμοῦ, στό χῶρο τῆς πολιτικῆς, ἀκόμη καί στούς Ἐκκλησιαστικούς κύκλους. Σάν πανδημία ἁπλώθηκε σ' ὅλη τήν οἰκουμένη. «Τῆς βασκανίας ἡ τυραννίς (ἡ τυραννία τῆς ζήλειας, τοῦ φθόνου) Ἐκκλησίας ὁλοκλήρους ἀνέτρεψε καί τήν Οἰκουμένην ἅπασαν ἐλυμήνατο»,σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Κι ἀναρωτιέται ἄν ἔμεινε ἄραγε κανείς τελείως καθαρός ἀπό τό πάθος αὐτό! «Τίς γάρ τοῦ πάθους τούτου καθαρός;» (ΕΠΕ 18, 222).
Ἀλλά τί εἶναι ὁ φθόνος; Εἶναι ἡ λύπη μας γιά τήν εὐτυχία τοῦ ἄλλου ἤ ἡ χαρά γιά τή δυστυχία του. Ὅσο καί ἄν ἀκούγεται παράξενα, ὁ φθονερός λιώνει γιά τά καλά τοῦ πλησίον καί χαίρεται γιά τή δυστυχία του. ὁ φθόνος ἀναπτύσσεται μεταξύ γνωστῶν ἀνθρώπων, συγγενῶν, φίλων, γειτόνων. «Φθόνος φιλίας ἐστίν ἀρρώστημα», γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος. Εἶναι ἡ κατ' ἐξοχήν ἀσθένεια πού προσβάλλει τή φιλία. Φθόνος εἶναι ἡ διαστροφή τῆς ἀγάπης. Αὐτός πού φθονεῖ δέν ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του, ἀλλά θέλει νά τόν βλάψει, νά τόν ταπεινώσει, νά τόν ἐξουθενώσει τελείως, γιά νά ἐπικρατήσει αὐτός. Ὁ φθόνος διώχνει τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί αἰχμαλωτίζει τόν ἄνθρωπο στήν ἐξουσία τοῦ σατανᾶ. ἡ ψυχή πού ζηλεύει γίνεται κατοικία τῶν δαιμόνων. Γράφει καί ὁ ὅσιος ἰσαάκ ὁ Σύρος ὅτι ὅποιος ἔχει τόν φθόνο στήν καρδιά του, ἔχει μαζί του τόν διάβολο.
Οἱ χαρακτηρισμοί αὐτοί δέν εἶναι ὑπερβολικοί, διότι ὁ φθόνος εἶναι σκληρό πάθος. Πέτρα τήν κάνει τήν καρδιά. Ἐπίσης ὁ φθόνος εἶναι τυφλό πάθος. Σέ ὠθεῖ νά κάνεις ἐνέργειες πού δέν ἐξηγοῦνται μέ καμιά λογική. ἡ παγκόσμια ἱστορία κατέγραψε μεγάλα ἐγκλήματα πού διεπράχθησαν ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου. Ὁ διάβολος ἀπό φθόνο ἔβγαλε τούς Πρωτοπλάστους ἀπό τόν Παράδεισο! Ὁ Κάιν φόνευσε τόν ἀδελφό του Ἄβελ, ἐπειδή τόν φθονοῦσε! Τά παιδιά τοῦ Ἰακώβ πούλησαν τόν ἀδελφό τους Ἰωσήφ στούς Ἰσμαηλίτες ἐμπόρους, γιατί τόν φθονοῦσαν! Ἀλλά καί τόν Δανιήλ ἀπό φθόνο τόν ἔριξαν στό λάκκο τῶν λεόντων, καί τόν ἱερό Χρυσόστομο ἀπό φθόνο τόν καθήρεσαν καί τόν ἐξόρισαν δύο φορές, καί τόν ἅγιο Νεκτάριο ἀπό φθόνο τόν κατασυκοφάντησαν! Τό χαρακτηριστικότερο ἀπ' ὅλα τά παραδείγματα εἶναι ὅτι καί τόν Κύριό μας ἀπό φθόνο τόν ἀνέβασαν ἐπάνω στό σταυρό οἱ Ἰουδαῖοι.
Ὅμως οἱ φθονεροί δέν πετυχαίνουν αὐτό πού στοχεύουν, ἀλλά τό ἀκριβῶς ἀντίθετο. Αὐτόν που φθονοῦν τόν δοξάζουν, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ντροπιάζονται. ἀντί νά βλάψουν τούς ἄλλους, βλάπτουν τόν ἑαυτό τους. Ἀντί νά τιμωρήσουν τούς ἄλλους, αὐτοτιμωροῦνται. ἀντί νά δηλητηριάσουν τούς ἄλλους, αὐτοδηλητηριάζονται. ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζει ὅτι ὅπως ἡ σκουριά γεννιέται ἀπό τό σίδερο, ἀλλά τό τρώει σιγά-σιγά, ἔτσι καί ὁ φθόνος γεννιέται στήν ψυχή τοῦ φθονεροῦ, ἀλλά γυρίζει κατόπιν καί τόν ἐκδικεῖται. Δηλητηριάζει τή ζωή του, φθείρει τήν ὑγεία του, χαλάει τήν ψυχική διάθεσή του, πλημμυρίζει τήν καρδιά του μέ χολή, τόν καθιστᾶ μ' ἕνα λόγο δυστυχή, ἀφοῦ ὅλες οἱ χαρές καί οἱ ἐπιτυχίες τῶν ἄλλων ἀποτελοῦν γι' αὐτόν ἰσάριθμες αἰτίες πικρίας καί λύπης.
Πῶς πολεμεῖται ἄραγε τό πάθος τοῦ φθόνου; ἐφ' ὅσον ὁ φθόνος εἶναι διαστροφή τῆς ἀγάπης, θεραπεύεται μέ τήν ἀνυπόκριτη καί ἀνιδιοτελή ἀγάπη. Ἡἀληθινή ἀγάπη εἶναι ἡ ἀρετή πού κατ' ἐξοχήν νικᾶ τό φθόνο. Ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ἀγάπη, ἡ ζήλεια καί ὁ φθόνος ἐξαφανίζονται.
Δέν θεραπεύεται βέβαια εὔκολα τό πάθος τοῦ φθόνου, διότι αὐτοί πού φθονοῦν, ἐξωραΐζουν τό πάθος τους. Λένε πώς ἀγαποῦν καί ὑπεραμύνονται γι' αὐτό. Δέν παραδέχονται ὅτι δέν ἀγαποῦν ἀληθινά. Γι' αὐτό, τό πρῶτο πού χρειάζεται νά κάνουμε, εἶναι νά παραδεχθοῦμε ὅτι ὑπολειπόμαστε στήν ἀληθινή ἀγάπη. Αὐτός πού ἀληθινά ἀγαπάει, δέν κάνει κακό στόν πλησίον του, ἀλλά χαίρεται γιά τήν ἀρετή καί τήν προκοπή του. Συναγάλλεται, ὅταν τόν βλέπει νά προοδεύει πνευματικά. Δέν ἐπιβουλεύεται τήν τιμή του, ἀλλά τοῦ δίνει τό προβάδισμα. Δέν τόν κατηγορεῖ στούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά λέει γι' αὐτόν ἐπαινετικούς λόγους. ἐπίσης αὐτός πού ἀληθινά ἀγαπάει, συμπάσχει μέ τόν πάσχοντα ἀδελφό του. Προσπαθεῖ νά τόν ἀνακουφίσει στόν πόνο του. Τόν ἐνισχύει μέ λόγους παρηγορίας. Ὅταν τόν βλέπει νά ἁμαρτάνει, δέν τόν διασύρει δημοσίως, ἀλλά τόν διορθώνει μέ λεπτότητα.
Ἄς μάθουμε κι ἐμεῖς νά μήν ὑποχωροῦμε στά κεντήματα τοῦ φθόνου, ἀλλά νά συμπεριφερόμαστε στούς ἀδελφούς μέ ἄδολη καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Νά τούς ἔχουμε στήν προσευχή μας. Νά χαιρόμαστε στίς χαρές τους καί νά λυπόμασστε στίς λύπες τους (Ρωμ. ιβ 15). Νά λέμε τά καλύτερα λόγια γι' αὐτούς. Ἔτσι πολεμεῖται ἀποτελεσματικά τό πάθος τοῦ φθόνου.
Ἐπίσης ἀντί νά στεκόμαστε στόν πλοῦτο ἤ στό ἀξίωμα τοῦ συνανθρώπου μας καί νά λιώνουμε ἀπό τό πάθος τοῦ φθόνου, νά καλλιεργοῦμε τήν ἀρετή, πού εἶναι τό μεγαλύτερο καί μονιμότερο ἀγαθό, ἀλλά καί τά χαρίσματα μέ τά ὁποῖα μᾶς προίκισε ὁ ἅγιος Θεός. Ἔτσι δέν θά αἰσθανόμαστε μειονεκτικά, ἀλλά θά εἴμαστε πλήρως ἱκανοποιημένοι. Λόγου χάριν, ὁ ἀδελφός μας ἔχει τό χάρισμα τῆς καλλιφωνίας, πού ἐμεῖς δέν τό ἔχουμε. Δέν χρειάζεται νά τόν ζηλεύουμε γι' αὐτό, ἀλλά νά καλλιεργοῦμε τά χαρίσματα πού σ' ἐμᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. Σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους δίνει χαρίσματα. Μπορεῖ σ' ἐμᾶς νά μή χάρισε καλλιφωνία, ἀλλά νά χάρισε χάρισμα συγγραφικό, χάρισμα διακονίας, χάρισμα παρακλήσεως. Αὐτά τά χαρίσματα νά καλλιεργοῦμε, καί ἡ ζωή μας θά εἶναι Παράδεισος»!
(Ἀπό τό Περιοδικόν «Ο ΣΩΤΗΡ» Α.Τ. 2036 1 Ἰανουαρίου 2012)