site analysis
Ἡ Αὐρηλία ἔκλεισε τά μάτια τοῦ συζύγου της, τόν κοίταξε γιά τελευταία φορά μέ μεγάλη στοργή κι ἔνιωσε ὅτι χάνει τίς δυνάμεις της. Μία ὑπηρέτρια ἔσπευσε νά τή συγκρατήσει πρίν σωριαστεῖ κάτω, καί μέ τή βοήθεια καί ἄλλων ὑπηρετριῶν τήν ὀδήγησαν σ’ ἕνα ἀνάκλιντρο.
Ὁ γιατρός πού παρευρισκόταν ἔτρεξε κοντά της καί τῆς ἔπιασε τό σφυγμό. «Φέρτε λίγο ἄρωμα», διέταξε, καί τῆς τό ἔβαλε στά ρουθούνια. Σέ λίγο ἡ Αὐρηλία ἄνοιξε τά μάτια της, φάνηκε σάν χαμένη, θυμήθηκε τί συνέβη καί ξέσπασε σ’ ἕνα βουβό κλάμα.
Ὁ γιατρός τῆς ἔπιασε τό χέρι κι ἔκανε νόημα στήν ὑπηρέτρια πού κινήθηκε γιά νά τήν πλησιάσει, νά τήν ἀφήσει νά ξεσπάσει. «Τῆς κάνει καλό νά κλάψει», εἶπε, «ἀφῆστε την».
Ὁ Κλαύδιος, ὁ συγκλητικός, ὁ ἰσχυρός ἄνδρας τῆς Ρώμης, ἔφυγε ἀπό τή ζωή πολύ γρήγορα - ἕνα βαρύ κρύωμα τόν καθήλωσε γιά λίγο καιρό στό κρεβάτι, χωρίς ἀναστροφή τῆς κατάστασης. Παντρεμένος χρόνια μέ τήν ἀρχοντική Αὐρηλία, ἔζησε μία ζωή καλή, κι ἐπειδή ἦταν καλοδιάθετος ἄνθρωπος, ἄκουγε τή γυναίκα του, ἡ ὁποία τόν καθοδηγοῦσε σέ ἐλεημοσύνες καί καλωσύνες, μιᾶς καί ἦταν χριστιανή ἀπό τά μικρά της, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς πού εἶχαν ἀφιερώσει τή ζωή τους στόν Ἰησοῦ Χριστό. Παιδιά δέν εὐλογήθηκαν νά κάνουν, ὅμως αὐτό ἔκανε τήν Αὐρηλία νά ἐκφράζει τήν τρυφερότητα τῆς καρδιᾶς της καί στόν ἄνδρα της βεβαίως, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς ἀναγκεμένους καί κατατρεγμένους συνανθρώπους της. Δέν ὑπῆρχε κανείς, μέ ὅποιο πρόβλημα κι ἄν παρουσίαζε, πού νά μήν ἔχει τή συμπαράστασή της, εἴτε τήν ὑλική εἴτε τήν ψυχική. Ἡ θέση της μάλιστα ὡς γυναίκας συγκλητικοῦ τή βοηθοῦσε τά μέγιστα στήν προσφορά της αὐτή. Ὅλοι ἤξεραν τή γενναιοδωρία τῆς καρδιᾶς της καί οἱ εὐχές πού μάζευε τήν ἔκαναν νά αὐξάνει διαρκῶς τή χάρη πού κατοικοῦσε στήν ψυχή της.
Ὁ θάνατος τοῦ συγκλητικοῦ βύθισε πολλούς στή θλίψη. Πολλοί ἔσπευσαν νά συμπαρασταθοῦν στήν Αὐρηλία, ἡ ὁποία ἀντιμετώπισε τήν ὅλη δύσκολη κατάσταση μέ ἡρωϊκό σθένος καί μέ ἀληθινή χριστιανική καρτερικότητα. Ὁ καιρός πού πέρασε ἔδειξε τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς της: γρήγορα ξεπέρασε τόν χαμό τοῦ ἄνδρα της, γιατί δέν ἄφησε τόν ἑαυτό της νά «καταπωθεῖ» ἀπό τή στενοχώρια· εἶχε κατανοήσει ὅτι χριστιανική ζωή σημαίνει πορεία πάνω στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κατεξοχήν στήν ἀγάπη. Ὁπότε ὅλη τήν ὁρμή τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου της τήν ἔριξε πρός τά ἐκεῖ. Καί εἶδε τά θαυμαστά ἀποτελέσματα: ζοῦσε σέ μία μόνιμη παρηγοριά· παρ’ ὅλη τήν ἐξωτερική ὀδύνη της, σκιρτήματα χαρᾶς καί ἀγαλλίασης τήν πλημμύριζαν κατά καιρούς, πού τήν ἔκαναν σιγά σιγά νά προσανατολίζεται σέ κάτι βαθύτερο καί ἀνώτερο πιά γιά τή ζωή της. Ὁ λογισμός της, τόν ὁποῖο συζήτησε καί μέ τόν πολύπειρο πνευματικό της, τήν ἔσπρωχνε στήν ἀπόλυτη ἀφιέρωση. Ναί, ἡ ἀρχόντισσα καί συγκλητική Αὐρηλία, ἔβλεπε τήν καρδιά της πιά νά ποθεῖ τόν μοναχισμό. Κι ἡ ἀρχική ἐπιθυμία της, ὁ προβληματισμός κι ὁ πόθος της, ἔγιναν πολύ γρήγορα ἀπόλυτη βεβαιότητα. Ἦταν τό μόνο πού ἔδινε νόημα στή ζωή της· ἡ μόνη ἐλπίδα καί προοπτική της.
Μέ τήν εὐχή καί εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ της ἔφυγε γιά τούς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ εἶχε προσανατολιστεῖ ὁ νοῦς της – τί πιό ὡραῖο καί ἀνώτερο νά μείνει στούς τόπους πού τά πόδια τοῦ Κυρίου περπάτησαν, πού ἐκεῖ ἀκούστηκαν τά ἅγια λόγια Του, πού ἐκεῖ ἄφησε τήν τελευταία Του πνοή ὡς ἄνθρωπος, πού ἐκεῖ ἀναστήθηκε! Βρισκόταν σέ μία ἔξαψη καί σέ μία ἔκσταση. Περιδιάβηκε τούς χώρους, ἀνέπνευσε τήν εὐωδία τῶν εὐλογημένων περιοχῶν, ἀλλά μέσα της δέν ἀναπαύτηκε! Τό μεγάλο πλῆθος πού συνέρρεε γιά προσκύνημα, ἀπωθοῦσε τήν ἡσυχαστική ἀναζήτησή της.
Ἤθελε τήν ἀφιέρωση, ἀλλά σέ κλίμα ἡσυχίας, ὅπου θά μποροῦσε νά προσεύχεται ἀπερίσπαστα, προκειμένου νά βλέπει τά πάθη της ὥστε νά μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά τά ὑπερβεῖ, καλύτερα: νά τά μεταστρέψει. Τόν ἐγωϊσμό πού καταλάβαινε νά τήν ἐνοχλεῖ στά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς της, ἔνιωθε ὅτι πρέπει νά τόν κάνει, κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀγάπη, πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Πολλές φορές, γιά νά μήν ποῦμε καθημερινά, ἡ κεντρική ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», τήν ἔθετε σέ κρίση. Γιατί ἦταν ἐξώφθαλμο γι’ αὐτήν ὅτι ἀπεῖχε πολύ ἀπό τό ἀπόλυτο τῆς ἀγάπης αὐτῆς πού ζητάει Κύριος ὁ Θεός της. Πῶς θά μποροῦσε νά βρίσκεται σ’ αὐτό τό ὕψος;
Ἔφυγε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Κατέβηκε στήν Καισάρεια, σέ πιό παραθαλάσσια περιοχή, ἐκεῖ πού εἶχε φυλακιστεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐκεῖ πού εἶχε δράσει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἐκεῖ πού βρισκόταν σέ πιό κοντινά γι’ αὐτήν «ρωμαϊκά» ἐδάφη. Μπορεῖ νά ἦταν πολύβουη κι αὐτή πόλη, ἀλλά εἶχε κάποια ἡσυχαστικά σημεῖα - ἔβλεπε ὅτι ἐκεῖ ἀναπαύεται περισσότερο. Ἀποφάσισε στό μέρος αὐτό νά μείνει ὁριστικά καί ἀμετάκλητα. Τήν ἀπόφασή της ἡ Αὐρηλία θέλησε νά τήν εὐλογήσει ὁ τοπικός ἐπίσκοπος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Αὐτόν ἐπισκέφθηκε, σ’ αὐτόν ἐξομολογήθηκε, σ’ αὐτόν κατέθεσε μέ εἰλικρίνεια ὅλη τήν πορεία της. Κι ἐκεῖνος, πράγματι, ὅταν τήν εἶδε καί τήν ἄκουσε, ὅταν ἔμαθε τήν ἱστορία της, ὅταν διεπίστωσε τήν εὐγένεια τοῦ χαρακτήρα της, δέχτηκε νά τήν ἐντάξει ὡς ἀφιερωμένη μοναχή στήν περιοχή του. Θαύμαστε μάλιστα τό πῶς μία τέτοια γυναίκα, μέ τόσο ἀρχοντική καταγωγή, μέ τέτοια περίοπτη καί ὑψηλή θέση ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς της, εἶχε αὐτήν τή βαθιά ἐπιθυμία τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ἔστω κι ὄχι σέ μοναστήρι, ἀλλά στό οἴκημα πού ἀγόρασε.
«Ἄν εἶναι εὐλογημένο», εἶπε μέ σεμνότητα καί ταπείνωση ἡ Αὐρηλία στό τέλος τῆς συνάντησής τους, «θά ἤθελα μόνο νά μοῦ δώσετε μία μοναχή, μία ἀφιερωμένη στόν Κύριο γυναίκα, προκειμένου νά μέ καθοδηγεῖ στή βιοτή αὐτή, πού ἐγώ δέν τήν γνωρίζω καί μοῦ εἶναι ξένη· μία παρθένο πού νά μέ διδάξει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ποθῶ τήν προσευχή, ἀλλά δέν ξέρω τά μονοπάτια τῆς ἀφιερωμένης στόν Κύριο πνευματικῆς ζωῆς. Καί δέν σᾶς κρύβω, ἀγιώτατε, ὅτι, ὅπως ἤδη σᾶς ἐξομολογήθηκα, μέ τρόμο συχνά διαπιστώνω ὅτι στά βάθη τῆς ψυχῆς μου ζοῦν θηρία ἀνήμερα, ὁ ἐγωϊσμός μου μέ ὅλα τά παρακλάδια του, πού δέν μέ ἀφήνουν νά νιώσω ὅ,τι ὁ Κύριος ὑπόσχεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του».
Ὁ καλός καί ἅγιος ἐπίσκοπος δέχτηκε τήν παράκληση τῆς συγκλητικῆς. Τῆς ἔδωσε ὡς βοηθό καί ἀλείπτριά της, ὡς καθοδηγήτριά της δηλαδή, μία ὑπάκουη καί ταπεινή μοναχή. «Μία τέτοια γυναίκα, μία ἀρχόντισσα, ποιόν ἄλλον θά μποροῦσε νά εἶχε κοντά της;» σκέφτηκε. Κι ἡ καλόγρια πράγματι ἀποδείχθηκε ὕψιστο τέκνο ὑπακοῆς: πρώτη στά διακονήματα καί στήν ἐξυπηρέτηση τῆς Αὐρηλίας. Ἡ ἀγάπη της ἀπεριόριστη – οὔτε οἱ ὑπηρέτριες τῆς Αὐρηλίας δέν συμπεριφέρονταν τόσο καλά.
Πρίν προλάβει κἄν νά πεῖ κάτι ἡ ἀρχόντισσα, ἡ καλόγρια τό εἶχε ἤδη καταλάβει καί τό ἔκανε πράξη.
Ἡ Αὐρηλία ἄρχισε νά μή νιώθει καλά. «Κύριε», ἔλεγε καθημερινά στήν προσευχή της, «ἐγώ ἔχω ἀνάγκη καθοδήγησης καί τό ταπεινό αὐτό τέκνο σου, ἡ ἁγία αὐτή ψυχή πού μοῦ ἔδωσε ὁ ἐπίσκοπός σου, μέ ἀντιμετωπίζει ὡς τή Γερόντισσά της. Ὁπότε, αὐτή μέν ἁγιάζεται, ἐγώ ὅμως καταποντίζομαι ἀκόμη περισσότερο στόν ἐγωϊσμό μου». Τόν ἐπίσκοπο δέν ἤθελε νά τόν ἐνοχλήσει μέ τούς λογισμούς της - ἤξερε τή συγκατάβασή του καί προσπαθοῦσε νά ὑπακούσει στήν ἐπιλογή του. Ἀλλά νά, πού ὁ Κύριος ἀπάντησε στόν προβληματισμό τῆς καρδιᾶς της.
«Πῶς πάει, Αὐρηλία, ἡ νέα ζωή;» τῆς εἶπε μετά ἀπό ἕνα διάστημα πού ἔτυχε ὁ ἐπίσκοπος νά τή συναντήσει. «Εἶναι καλή ἡ καλόγρια πού σοῦ ἔστειλα;» Δαγκώθηκε ἡ Αὐρηλία. Δέν ἤθελε νά φέρει σέ δύσκολη θέση τόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ. «Ἁγιώτατε», εἶπε μετά ἀπό κάποιες στιγμές, πιέζοντας τόν ἑαυτό της νά ἐκφράσει αὐτό πού τελικῶς ἦταν τό συμφέρον τῆς ψυχῆς της. «Ὄχι μόνο εἶναι καλή, ἀλλά πρόκειται περί ἁγίας ψυχῆς. Μόνον πού…», κοντοστάθηκε ἡ Αὐρηλία. «Μόνο πού, τί, Αὐρηλία;» ἔκανε παραξενεμένος ὁ ἑπίσκοπος. «Μή μοῦ κρύβεις τό ὅποιο πρόβλημα. Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου εἶναι τό προέχον, ὁπότε πές μου τί συμβαίνει. Γιατί κοντοστάθηκες;» «Νά, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἡ συγκεκριμένη μοναχή δέν ὠφελεῖ τήν ψυχή μου…». Ἡ ἀπορία στά μάτια τοῦ ἐπισκόπου ἦταν ὁλοφάνερη. Δέν εἶπε τίποτε. Περίμενε τήν ἀφιερωμένη πιά στόν Κύριο νά συνεχίσει. «Δέν ὠφελεῖ τήν ψυχή μου…», πίεσε τόν ἑαυτό της ἡ Αὐρηλία, «γιατί αὐτή μέ ἀφήνει λόγω τῆς ταπείνωσής της νά κάνω τά θελήματά μου. Γι’ αὐτό καί βλέπω νά μήν προχωράω πνευματικά. Ὅπως μοῦ εἴχατε πεῖ καί τότε στή συνάντησή μας “τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτό πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό”. Ἔ, αὐτό τό θέλημά μου ἐγώ τό ἔχω… πλούσιο, γιατί ἡ παρθένος κόρη ἀντί νά εἶναι ἡ Γερόντισσά μου, λειτουργεῖ ὡς ὑποτακτική μου». «Τί θά ’θελες, παιδί μου;» ἔκανε θαυμαστικά ὁ ἐπίσκοπος - ἔνιωθε νά ὑποκλίνεται μέσα του στό ψυχικό μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς γυναίκας γιά μία ἀκόμη φορά. «Ποιός ἄραγε», ἀναρωτήθηκε, «ποιός ἀπό τούς καλογέρους ἔχει μία τέτοια ἐπιθυμία; Οἱ περισσότεροι δυστυχῶς, ἄν συναντήσουν κάποιον αὐστηρό Γέροντα, ἐναντιώνονται, δυσανασχετοῦν, ἀντιμιλοῦν, χάνουν τελικά τήν ψυχή τους. Κι αὐτή ἡ ἁγία ψυχή...!»
«Ἁγιώτατε, θά ἤθελα…», ἄκουσε τήν ἀρχόντισσα νά τοῦ λέει μέ σκυμμένο τό κεφάλι, «τό ’χει δηλαδή ἀνάγκη ἡ ψυχή μου, θά ἤθελα, ἄν τό ἐπικροτεῖτε κι ἐσεῖς, μία καλόγρια πού νά μέ ἀποπαίρνει καί νά μή μέ ἀφήνει νά κάνω τά θελήματά μου…». Αὐτό ἦταν! - ὁ ἐπίσκοπος ἔνιωσε νά εὐωδιάζει ὁ τόπος. «Ναί, Αὐρηλία μου!» ἔκανε. «Ὅ,τι θελήσεις θά τό ἔχεις». Πῆρε πίσω τήν ταπεινή προηγούμενη παρθένο κόρη. Τῆς ἔστειλε μία προχωρημένης λίγο ἡλικίας μοναχή, μέ χρόνια πολλά στήν καλογερική καί ἔμπειρη στά πνευματικά. Αὐστηρή καί ἀπότομη ὅμως λόγω καί χαρακτήρα. Αὐτή δέν… χάριζε κάστανα! Μιλοῦσε στήν Αὐρηλία πράγματι ὡς Γερόντισσα. «Κάνε τοῦτο καί κάνε ἐκεῖνο». Ὅ,τι πιό εὐτελές καί δύσκολο ἦταν ὡς διακόνημα, τήν Αὐρηλία διέταζε νά τό κάνει. Κι ἄν κάπου ἔβλεπε μία ἀδυναμία της ἤ κάτι δέν τά κατάφερνε ὄπως ἐκείνη ἤθελε, ἄρχιζε τίς… βρισιές! «Ἀνεπρόκοπη», τήν ἀνέβαζε, «ἀνεπρόκοπη» τήν κατέβαζε. Ἡ πιό χαρακτηριστική ὅμως «βρισιά» της ἦταν τό «πλουσιοφαντασμένη»! Διαρκῶς φρόντιζε νά τῆς ὑπενθυμίζει ὡς κάτι πολύ ἀρνητικό ὅμως τήν πλούσια καί ἀρχοντική καταγωγή της· νά τῆς λέει ὅτι οἱ πλούσιοι δέν πηγαίνουν εὔκολα στόν Παράδεισο, ἄν μή τι καί καθόλου· ὅτι εἶναι γεμάτη ἀπό πάθη καί κακίες, πού ἄν δέν μετανοήσει καί δέν πενθήσει μέ μαῦρο δάκρυ, δέν πρόκειται νά σωθεῖ.
Ἡ Αὐρηλία εἶναι ἀλήθεια ὅτι στριμωχνόταν ἀρκετές φορές. Συχνά ἔπιανε τόν ἑαυτό της νά δαγκώνεται ἀπό τίς ἐπιπλήξεις καί τίς θεωρούμενες ἀδικίες. Ἀλλά δέν μιλοῦσε. Παρηγοριόταν καί ἔπαιρνε δύναμη, ἄρχισε μάλιστα καί νά χαίρεται, γιατί ἤξερε ὅτι ὅλες οἱ προσβολές εἶναι κεράσματα ἀπό τόν Κύριο πού λειτουργοῦν ὡς καθαριστικά τῆς ψυχῆς της. Σιγά σιγά ἔνιωθε τό μεγαλεῖο τοῦ… ἐξευτελισμοῦ - μία συμμετοχή στά Πάθη καί τίς ὀδύνες τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Ἄρχισε νά εὐγνωμονεῖ τήν αὐστηρή καλόγρια ὡς τή μεγαλύτερη εὐεργέτιδα τῆς ζωῆς της. Προσευχόταν γι’ αὐτήν καί εὐχαριστοῦσε καί τόν ἐπίσκοπο γιά τήν παραχώρηση καί τή βοήθειά του.
Ξανασυναντήθηκαν μετά ἀπό καιρό μέ τόν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἀπόρησε βλέποντας τό πρόσωπο τῆς Αὐρηλίας: μία ἁπαλότητα, μία ἡρεμία καί γλυκύτητα καθρεπτίζονταν πού πρίν δέν τά εἶχε ἐπισημάνει. «Πῶς πᾶμε μέ τήν καλόγρια;» εἶπε μόνο. «Ἀληθινά», ἀπάντησε ἡ Αὐρηλία, «ἀληθινά, Δέσποτα, αὐτή ὠφελεῖ τήν ψυχή μου. Τώρα νιώθω τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά καθαρίζει σιγά σιγά τήν καρδιά μου. Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. Εὔχεσθε ὁ Κύριος νά μέ δυναμώνει καί νά μοῦ δίνει ὑπομονή».
Σταυροκοπήθηκε ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος, δοξολόγησε τόν Κύριο καί προχώρησε στίς δουλειές του. Τό μόνο πού παρακάλεσε τήν Αὐρηλία ἦταν νά μήν τόν ξεχνᾶ στίς προσευχές της.
(Ἀπό τό "Λειμωνάριον" τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 206)
ΠΗΓΗ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ